ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΕΝΟΣ ΜΟΙΡΑΡΧΟΥ ΔΙΑ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

(ΜΠΕΛΛΑΡΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ, ΠΕΙΡΑΙΑΣ, 1928)

ΜΕΡΟΣ Α´.

Κεφάλαιον Α´. Ἀναχώρησις ἐκ Θάσου διὰ Ἅγιον Ὄρος. Ἄφιξις εἰς τὴν Βατοπεδίου.

Ὁ Σεπτέμβριος τοῦ 1915 μὲ εὕρισκεν Ἀνθυπασπιστὴν τῆς Χωροφυλακῆς ὄντα, ὑπηρετοῦντα εἰς τὴν Ἀστυνομικὴν Ὑποδιεύθυνσιν Θάσου ὡς διοικητὴν αὐτῆς. Μὲ ἀπέστειλαν ἐκεῖ ἐκ Δράμας, ἵνα ξεκουρασθῶ καὶ ἀναλάβω ἐκ τῶν κόπων, εἰς οὓς ἐπὶ διετίαν σχεδὸν προηγουμένως εἶχον ὑποβληθῇ, ὑπηρετῶν ὡς ἀστυνόμος καταδιώξεως Δράμας ἢ μᾶλλον ὁλοκλήρου τοῦ Νομοῦ Δράμας.

Δὲν εἶχε ἔτι συμπληρωθῆ ἑξάμηνον ἀφ᾿ ἧς ὑπηρέτουν ἐκεῖ. Ἡμέραν τινά, τὴν 5ην Σεπτεμβρίου 1915, ἂν δὲν ἀπατῶμαι, λαμβάνω συγχρόνως τρεῖς διαταγάς· α) νὰ κοινοποιήσω τὸ Διάταγμα τῆς τότε γενομένης ἐπιστρατεύσεως καθ᾿ ὅλην τὴν νῆσον τάχιστα καὶ νὰ συγκεντρώσω τοὺς ἐπιστράτους καὶ ἐξασφαλίσω τὰ μέσα τῆς ἀποστολῆς αὐτῶν εἰς Καβάλαν, λαμβανομένου ὑπ᾿ ὅψιν, ὅτι ἡ νῆσος δὲν εἶχε τακτικὴν ἀτμοπλοϊκὴν συγκοινωνίαν, β) νὰ ἀναχωρήσω ἀμέσως εἰς Ζίχναν καὶ παρουσιασθῶ εἰς τὸν ὁρισθέντα ἀξιωματικὸν ἐπιτάξεως κτηνῶν, ἵνα χρησιμεύσω ὡς βοηθὸς αὐτοῦ καί, γ) νὰ ἀναχωρήσω πάραυτα εἰς Ἅγιον Ὄρος καὶ ἀναλάβω τὴν διοίκησιν τῆς ἐκεῖ Ὑποδιευθύνσεως. Ἡ πρώτη προήρχετο παρὰ τοῦ νομάρχου Δράμας, ἡ Δευτέρα παρὰ τῆς Μεραρχίας Δράμας καὶ ἡ Τρίτη παρὰ τῆς Ἀνωτέρας Διοικήσεως Χωροφυλακῆς Θεσσαλονίκης.

Δὲν ἐγνώριζον ποίαν τῶν δύο τελευταίων νὰ ἐκτελέσω. Μικρὸν ἀτμόπλοιον, ὁ «Εὐβοϊκός», θὰ ἀνεχώρει τὴν πρωΐαν τῆς ἑπομένης εἰς Καβάλαν. Ἀπεφάσισα νὰ φύγω καὶ μεταβῶ εἰς Δράμαν καὶ ζητήσω πληροφορίας, ποῦ ἔπρεπε νὰ μεταβῶ. Ἐν τῷ μεταξύ, εἰδοποίησα περὶ τῆς ἐπιστρατεύσεως τὰς ἓξ Κοινότητας τῆς Νήσου· Καζαβιτίου, Μαριῶν, Λιμναρίων, Προδρόμου, Παναγίας καὶ Λιμένος, καλῶν τοὺς ἐφέδρους νὰ εὑρίσκωνται τὴν πρωΐαν τῆς ἑπομένης εἰς Λιμένα, ἵν᾿ ἀναχωρήσωσιν, ἐφ᾿ ὅσον θὰ ἐπέτρεπε ἡ χωρητικότης τοῦ μικροῦ ἀτμοπλοίου, εἰς Καβάλαν, συγχρόνως δὲ ἐκάλουν πεπειραμένον ὑπενωματάρχην, τὸν Ν. Σαγιᾶν ἐκ Λιμεναρίων, σταθμάρχην ἐκεῖ, ὀκτάωρον σχεδὸν ἀπέχοντος τοῦ Λιμένος, διὰ νυκτὸς νὰ ἀφιχθῆ καὶ νὰ ἀναλάβῃ τὴν Ἀστυνομικὴν Ὑποδιεύθυνσιν καὶ συνεχίσῃ τὰς περαιτέρω ἐνεργείας μου διὰ τὴν ἀποστολὴν τῶν ἐφέδρων καὶ τὴν ἐν γένει ὑπηρεσίαν τῆς Ὑποδιευθύνσεως.

Ὁ καλὸς οὗτος ὑπενωματάρχης δὲν ἐφείσθη κόπων καὶ κατὰ τὰς μεταμεσονυχτίους ὥρας ἀφίκετο. Τῷ παρέδωκα τὴν ὑπηρεσίαν, συνετάξαμεν τὸ ἀπαραίτητον διὰ τὴν Χωροφυλακὴν πρωτόκολλον καὶ τὴν πρωΐαν ἀνεχώρησα μὲ τὸν «Εὐβοϊκὸν» εἰς Καβάλαν, συμπαραλαβὼν καὶ περὶ τοὺς 300 συγκεντρωθέντας μέχρι τῆς ὥρας ἐφέδρους.

Μετὰ πλοῦν δύο ὡρῶν ἔφθασα εἰς Καβάλαν, παρέδωσα τῇ ἐκεῖ Στρατιωτικῇ Ἀρχῇ τοὺς οὓς συνόδευον ἐφέδρους καὶ δι᾿ αὐτοκινήτου ἔσπευσα εἰς Δράμαν καὶ πρὸ μεσημβρίας ἐνεφανίσθην πρὸ τοῦ ὑπασπιστοῦ τῆς Μεραρχίας, λοχαγοῦ τότε, Α. Παναγιωτοκοπούλου, τοῦ κατόπιν πολλοῦ καὶ μεγάλου στρατηγοῦ ἐπὶ Παγκάλου, τοῦ καὶ Ὑπουργοῦ καὶ Γενικοῦ Διοικητοῦ Μακεδονίας, ὃν παρεκάλεσα νὰ μὲ διατάξῃ ἂν ἔπρεπε νὰ μεταβῶ εἰς Ζίχναν ἢ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου μὲ διέτασσεν ἡ προϊσταμένη μου Ἀρχὴ καὶ κατὰ πᾶσαν πιθανότητα ἐκαλούμην δι᾿ ἐπίταξιν τῶν καλῶν κτηνῶν τῶν Μονῶν.

Παραδόξως, ὁ Ὑπασπιστὴς Παναγιωτόπουλος, μοῦ λέγει: -Εἶναι ἤδη ἀργά. Εἰς Ζίχναν ἐστάλη ἄλλος ἀξιωματικός. Ἤργησες καὶ θὰ τιμωρηθῇς. Νὰ μεταβῇς ἤδη ἐκεῖ ἔνθα σὲ καλεῖ ἡ προϊσταμένη σου ἀρχή.

Διεμαρτυρήθην ὅτι δὲν ἤργησα, ὅτι ἐπρόκειτο περὶ νήσου καὶ ἔσπευσα μετὰ πάσης δυνατῆς ταχύτητος, ἀλλὰ τί σημασίαν ἔχουν διὰ τὸν στρατιωτικὸν αἱ δικαιολογίαι; Εἶναι δικαιολογίαι; Εἶναι ψεύδη. Ὑπάρχει ἐν αὐταῖς κακὴ πρόθεσις ἀξία τιμωρίας· ἀλλοίμονον ἀν ὁ ὑπηρετῶν εἰς τὸν στρατὸν εὑρεθῇ εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ δικαιολογηθῇ. Παρατηρήσας ὅτι δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ πείσω αὐτὸν περὶ τοῦ δικαίου μου, τὸν ἐχαιρέτισα στρατιωτικῶς καὶ ἀπῆλθον μὲ κατεύθυνσιν τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ μὲ πεποίθησιν ὅτι ἡ Μεραρχία θὰ εἰσηγεῖτο εἰς τὸ Ὑπουργεῖον τῶν Στρατιωτικῶν τὴν τιμωρίαν μου. «Θὰ παραπονεθῶ», ἔλεγα κατ᾿ ἑμαυτόν, «καὶ θὰ εὕρω δίκαιον».

Ἐπανῆλθον εἰς Καβάλαν αὐθημερόν. Ἐζήτησα ἀτμόπλοιον δι᾿ Ἅγιον Ὄρος, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχε τοιοῦτον. Συνήντησα ἐκεῖ τὸν διοικητὴν τῆς Βάσεως Συνταγματάρχην Ν. Ἐπισκόπου, συμπολίτην μου, καὶ τὸν παρεκάλεσα νὰ διατάξῃ ἓν τῶν ἐρχομένων μὲ ἐπιστράτους ἐπιτάκτων ἀτμοπλοίων νὰ μὲ ἀποβιβάσῃ εἰς μίαν ἀκτὴν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐξ ἧς θὰ διήρχετο ἐπανερχόμενον, τοσούτῳ μᾶλλον, διότι ἐπρόκειτο περὶ ἐπιτάξεως κτηνῶν. Μὲ συνέστησεν οὗτος εἰς τὸν Λιμενάρχην, ὅστις δὲν ἠθέλησε νὰ ἀναλάβῃ τὴν εὐθύνη μιᾶς τοιαύτης διαταγῆς, καὶ ἀπορῶν καὶ φοβούμενος μήπως εὑρεθῶ πρὸ ἄλλης φαινομενικῆς ἀργοπορίας, ὡς ἡ τοῦ Ὑπασπιστοῦ τῆς Μεραρχίας Δράμας, συνήντησα ἕτερον συμπολίτην μου, τὸν προμηθευτὴν τοῦ ἐν Μούντρῳ τῆς Λήμνου Ἀγγλικοῦ Στρατοῦ καυσοξύλων Γουλανδρῆν, εἰς ὃν εἶχον παράσχει προηγουμένως μυρίας νομίμους εὐκολίας ἐν Θάσῳ καὶ ἦτο ὑποχρεωμένος εἰς εμὲ καὶ τὸν παρεκάλεσα νὰ θέσῃ ὑπὸ τὰς διαταγάς μου τὸ βενζινόπλοιόν του, ἵνα μὲ μεταφέρη εἰς τὸν λιμένα τοῦ Βατοπεδίου ὡς πλησιέστερον. –Εὐχαρίστως, μοὶ εἶπεν οὗτος, ἀλλ᾿ ἔχε ὑπ᾿ ὄψει σου ὅτι σήμερον τὴν πρωΐαν ἦλθε μὲ χαλασμένην τὴν μηχανήν του, ἥτις ἐπισκευάζεται ἤδη. Μετέβημεν ἀμφότεροι εἰς αὐτὸ καὶ εὕρομεν τοὺς ἐκ Σκιάθου δύο ἀδελφοὺς ἰδιοκτήτας, τὸ καὶ μόνον πλήρωμα, ἐπισκευάζοντας τὴν μηχανήν του, παρ᾿ ὧν ἀδελφῶν εἶχεν ἐνοικιάσει ὁ Γουλανδρῆς αὐτό. Μᾶς εἶπον δὲ οὗτοι, ὅτι ἐντὸς δύο ὡρῶν ἡ μηχανὴ θὰ ἔχει ἐπισκευασθῇ, καίτοι δὲ εἶναι κατάκοποι καὶ ἄϋπνοι θὰ ἀναχωρήσωμεν πρὸς τὴν ἑσπέραν καὶ διὰ νυκτὸς θὰ φθάσομεν εἰς τὸν λιμένα τοῦ Βατοπεδίου.

Ηὐχαρίστησα θερμῶς τὸν Γουλανδρῆν καὶ ἀπῆλθον νὰ παραλάβω τὰς ὀλίγας ἀποσκευάς μου.

Ἐδείπνησα ἐκ προχείρου εἴς τι ξενοδοχεῖον καὶ περὶ λύχνων ἁφὰς εἰσῆλθον εἰς τὸ ὑπὸ τὰς διαταγάς του βενζινόπλοιον.

Οἱ ἀδελφοὶ Σκιαθῖται ἰδιοκτῆται παρέλαβον ἕνα τενεκὲ βενζίνης καὶ δύο ἄρτους καὶ ἀμέσως ἀπήραμεν, διευθυνόμενοι πρὸς τὸ Βατοπέδιον «ἔθεε δὲ τὸ πλοῖον κατὰ κῦπα διαπρίσον κέλευθα», ὅπως λέγει ὁ θεῖος Ὅμηρος.

Ἦτο ἤδη νύξ, ἡ θάλασσα γαληνιῶσα, σελήνη δὲν ὑπῆρχε, ἀλλ᾿ ἡ ἀστροφεγγιὰ τοῦ Σεπτεμβρίου ἀνεπλήρου ἐν πολλοῖς αὐτὴν καὶ ἠδυνάμεθα νὰ διακρίνομεν καθαρὰ τὰ πέριξ. Ὁ ἕτερος τῶν ἀδελφῶν ἰδιοκτητῶν μετέβη νὰ κοιμηθῇ 2-3 ὥρας καὶ ἀντικαταστήσῃ εἶτα τὸν ἀδελφόν του εἰς τὸ πηδάλιον ἐπειδὴ ὡς εἴρηται ἦσαν κατάκοποι καὶ ἄυπνοι. Ἐγὼ ἔμεινα παρὰ τῷ πηδαλιούχῳ μὲ τὰ γεγονότα καὶ τὰς ἐντυπώσεις τῶν προηγηθεισῶν δύο ἡμερῶν καίτοι κατάκοπος καὶ ἄϋπνος, μὴ κοιμηθεὶς οὐδαμῶς σχεδὸν κατὰ τὴν προηγηθεῖσαν νύκτα, δὲν ἠδυνάμην νὰ κοιμηθῶ διότι εἶχον ἐκνευρισθῆ.

Ἐπλέομεν ὑπὸ τὸ νανουριστικὸν κρότον τῆς βενζινομηχανῆς. Ἐγὼ ἐσιωποῦσα ἀπησχολημένος εἰς ῥέμβην μὲ τὸ μεγαλεῖον καὶ τὸ ἔκπαγλον θέαμα, ὅπερ παρουσίαζε ἡ θάλασσα μὲ τὰ γαληνιῶντα μικρὰ κύματα, λείψανα προηγηθείσης θαλλασοταραχῆς. Κατὰ τὴν ῥέμβην μου ἐνθυμούμην τὸν νεώτερο ποιητὴν λέγοντα: «ἔβλεπες δύο οὐρανούς, ὁ εἷς εἶν᾿ ἄνω κυανούς, γλαυκὸς ὁ ἄλλος κάτω», ὣς καὶ τό: «ἀχανὲς καὶ ἐρημία περιβάλλουν τὸν Ὀρφέα καὶ ἀκούεται τραχεῖα...». Ὁ πηδαλιοῦχος, ἄϋπνος καὶ οὗτος ὢν μετὰ πλοῦν δύο ὡρῶν, ἐκοιμήθη. Ἐν τῇ ῥέμβῃ μου δὲν ἀντελήφθην ἀμέσως αὐτόν, εἶδον ὅμως τὴν πρώραν τοῦ πλοίου νὰ κάμνῃ δεξιὰ καὶ σιγὰ σιγὰ ἀπὸ κατεύθυνσιν πρὸς τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπερ καθαρῶς διεκρίνετο κατοπτριζόμενον ἐις τὴν γαληνιῶσαν θάλασσαν νὰ διευθύνηται πρὸς τὸν κόλπον τοῦ Ὀρφανοῦ.

Παρετήρησα τότε τὸν πηδαλιοῦχον καὶ ἀντελήφθην αὐτὸν ῥέγχοντα. «Δὲν μοῦ χρειάζεσαι», εἶπα κατ᾿ ἐαυτόν. Ἔλαβον τὸν οἴακα καὶ ἐπανέφερα τὸ πλοῖον πρὸς τὴν κατεύθυνσιν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί, ἐφ᾿ ὅσον ἠδυνάμην νὰ διακρίνω, πρὸς τὴν τοῦ λιμένος Βατοπεδίου. Μετὰ ἡμισείαν ὥραν πλοῦν ὁ πηδαλιοῦχος ἐξύπνησε καὶ μὲ εἶδε κρατοῦντα τὸ πηδάλιον. -Ἐκοιμήθην, μοὶ λέγει. –Ναί, τοῦ ἀπήντησα, ἐπηγαίναμεν πρὸς τὸν κόλπον τοῦ Ὀρφανοῦ καὶ σὲ ἀντικατέστησα. Βλέπεις ὅτι σὲ ἀντικαθιστῶ θαυμάσια καὶ δύνασαι νὰ ἐπαναλάβῃς τὸν ὕπνον σου. Ἠσθάνθη ὁ ἀτυχὴς εἴδός τι ἐντροπῆς καὶ δὲν ἠθέλησε νὰ ἐπαναλάβῃ τὸν ὕπνον του. Ἀντικατἐστησε δὲ αὐτὸν μετὰ τὴν πάροδον τοῦ μεσονυχτίου ὁ ἀδελφός του εἰς τὸ πηδάλιον.

Οὕτω πλέοντες, περὶ τὸ λυκαυγὲς εἰσήλθομεν εἰς τὸν λιμένα τοῦ Βατοπεδίου. Ἠγκυροβολήσαμεν καὶ λίαν πρωΐ ἐξήλθομεν εἰς τὸ κρηπίδωμα τοῦ λιμένος μετὰ τοῦ μεγαλύτερου ἀδελφοῦ, ὅστις ἠθέλησε νὰ μὲ συνοδεύσῃ μέχρι τῆς Μονῆς.

Ἡ μεγαλοπρεπὴς Μονὴ κεῖται ἐπὶ τῆς παραλίας. Ὁ πορτάρης μόλις εἶχεν ἀνοίξει τὴν θύραν τῆς Μονῆς. Πρὶν ἢ ἐξημερώσει καλῶς, εἰσερχόμεθα εἰς τὴν Μονήν, καὶ κατὰ σύστασιν τοῦ πορτάρη διηυθύνθημεν εἰς τὸν ξενῶνα ὑπὸ τοὺς ἤχους τῶν κωδώνων τῶν ἐκκλησιῶν.

Ὁ τρόπος καθ᾿ ὃν κρούονται οἱ κώδωνες ἐκεῖ εἶναι ἰδιόῤῥυθμος. Διὰ μηχανήματος κρούονται μικροὶ καὶ μεγάλοι κώδωνες συγχρόνως εἰς διαφόρους ἤχους μὲ ἰδιάζουσαν ἁρμονίαν, ὥστε τὸ σύνολο ν᾿ ἀποτελῇ εἶδός τι μουσικῆς.

Εἰς τὸν ξενῶνα ἐκαθίσαμεν ἀναμένοντες. Ἦλθε μετ᾿ ὀλίγον ὁ τεταγμένος διὰ τὴν περιποίησιν τῶν ξένων μοναχός, ὁ μετὰ ταῦτα φίλος μου ἀείμνηστος ἤδη Ἰωάσαφ καὶ μᾶς ὑπεδέχθη εὐγενέστατα καὶ μετὰ πολλῶν φιλοφρονήσεων, καὶ μετ᾿ ὀλίγον προσεκομίσθη δίσκος μὲ καφὲ καὶ διάφορα εἴδη γλυκῶν μετὰ πολλῆς τέχνης κατασκευασμένων καὶ ἀρκετὰ ποτήρια πλήρη ψυχροτάτου ὕδατος. Ἐλάβομεν μετὰ τοῦ πλοιάρχου ἐξ αὐτῶν μὲ ἀσημένια κουτάλια (ἔχουν καὶ χρυσᾶ ἐκεῖ, ἀλλὰ ταῦτα παρατίθενται εἰς τοὺς βασιλεῖς καὶ ἐξέχοντας).

-Ὁ προορισμός μου καὶ ἡ ἐντολή μου ἔληξε ἤδη, ἐγὼ θὰ φύγω, μοῦ λέγει ὁ πλοίαρχος. –Νὰ φύγεις, τοῦ εἶπα καὶ τοῦ ἐνεχείρισα διὰ ῥεγάλο ἓν εἰκοσιπεντάδραχμον, ποσὸν τότε ἰσοδυναμοῦν πρὸς μίαν ἀγγλικὴν λίραν, ἀλλὰ μοῦ ἀπήντησεν, ὅτι ἔχει ἐντολὴν ἀπὸ τὸν Γουλανδρῆν νὰ μὴν δεχθῇ χρήματα. –Καλῶς, εἶπα, σᾶς εὐχαριστῶ πολύ, καὶ νὰ διαβιβάσεις εἰς τὸν Γουλανδρῆν τὰς θερμάς μου εὐχαριστίας.

Ἐζήτησε μόνον ἄρτον παρὰ τοῦ Ἰωάσαφ καὶ δωρεάν, ὅπως εἴθισται ἐν ταῖς Μοναῖς, τοῦ ἐδόθησαν τρεῖς ἐκ δύο ὀκάδων καὶ πλέον ἕκαστος. Ἔβλεπον μετ᾿ ὀλίγον τὸ πλοιάριον ἀπάρον πρὸς Καβάλαν ἐκ τῶν ἐπάλξεων τῆς Μονῆς. «Ὥρα καλή», ἔλεγον κατ᾿ ἐμαυτόν. Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἤδη ἐν μέσῳ μοναχῶν.

Ἡ συζήτησίς μας περιστράφη ἐν ὀλίγοις εἰς τὰ τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ τὰ τοῦ Βατοπεδίου. Τὸν παρεκάλεσα τότε νὰ μοῦ διαθέσουν ἓν ζῶο, ἵνα πρὸ μεσημβρίας εὑρίσκωμαι εἰς Καρυάς. Ἀλλὰ μοὶ εἶπεν, ὅτι ἔπρεπε νὰ μείνω νὰ φάγωμεν καὶ μετὰ μεσημβρίαν ν᾿ ἀναχωρήσω. Τῷ ἀπήντησα, ὅτι, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα ἔρχομαι δι᾿ ἐπίταξιν καὶ εἶμαι ἀναγκασμένος νὰ σπεύσω.

* * *

Κεφάλαιον Β´. Ξενάγησις εἰς τὴν ἐκκλησίαν τῆς Μονῆς Βατοπεδίου.

Ἰδὼν οὗτος τὴν ἀμετάτρεπτον ἀπόφασίν μου νὰ φύγω, μοῦ εἶπεν, ὅτι: -Κατ᾿ ἔθιμον μακροχρόνιον, τὴν Κυριακὴν ἡ Μονὴ δὲν σαμαρώνει ζῶα καὶ ὅτι ὑπάρχει ἐκεῖ δι᾿ ἐργασίαν κάποιος κτίστης ὅστις εἶχεν ἓν ἄλογον, τὸ ὁποῖον θὰ παραγγείλῃ νὰ ἑτοιμασθῇ καὶ μετὰ ἡμίσειν ὥραν φεύγεις. Ἂς χρησιμοποιήσομεν δὲ τὴν ἡμίσειαν ταύτην ὥραν καὶ ἂς μεταβῶμεν καὶ προσκυνήσωμεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Καὶ διηυθύνθημεν εἰς τὴν μεγάλην ἐκκλησίαν τῆς Μονῆς, ἐντὸς τοῦ περιβόλου αὐτῆς εὑρισκομένης.

Ἡ μεγάλη θύρα τῆς εἰσόδου κλείεται ὑπὸ δύο φύλλων κεκοσμημένων ἐκ διαφόρων περιστάσεων ἐκ ψηφιδωτῶν. Αὗται, ὡς ὁ συνοδεύων με μοναχὸς Ἰωάσαφ μοῦ ἐξέθηκεν, ἀνῆκον εἰς τὴν ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐκκλησίαν τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας. Εἰς κάποιαν δὲ ἐπιδρομήν, ἣν μοὶ ὠνόμασεν οὗτος καὶ δὲν ἐνθυμοῦμαι, τὰς ἀφήρεσαν ἐξ αὐτῆς εὐσεβεῖς Χριστιανοί, ἵνα μὴ καταστραφῶσι καὶ τὰς ἀφιέρωσαν εἰς τὸ Βατοπέδιον.

Ψηφιδωτὰ ὡσαύτως διακρίνει τις ποικίλων θρησκευτικῶν παραστάσεων δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τῆς θύρας καὶ ἄνωθεν αὐτῆς. Τὸ σύνολον τῆς ἐκκλησίας ἔν τε τῇ εἰσόδῳ καὶ τῷ ἐσωτερικῷ αὐτῆς καλύπτεται ἐκ ζωγραφιῶν Ἁγίων καὶ διαφόρων ἄλλων παραστάσεων θρησκευτικῶν.

Εἰσήλθομεν εἰς τὸν Πρόναον. Εἶτα εἰς τὴν Λιτήν, διὰ τῆς πρὸς τὰ ἀριστερὰς θύρας, ὅπου ἐπὶ τοῦ τοίχου καὶ ὑπάρχοντος ἐκεῖ κοιλώματος, ὁ Ἰωάσαφ μοι ὑπέδειξε, τῇ βοηθείᾳ φωτὸς λαμπάδος, εἰκόνα τῆς Παναγίας, εἰς τύπον γνωστὸν ὑπὸ τὸ ὄνομα «Ἀντιφωνήτρια», ἂν ἡ μνήμη δὲν μὲ ἀπατᾷ, καὶ μοὶ εἶπεν, δείξας μοι συγχρόνως ἄνωθεν αὐτῆς τὴν ἐκεῖ ἐζωγραφισμένην Πλακιδίαν, τὴν κόρη τοῦ πολλοῦ αὐτοκράτορος τοῦ Βυζαντίου Ἀρκαδίου, τοῦ καὶ κτήτορος τῆς Μονῆς: -Ὅτε ὁ Ἀρκάδιος ἔκτισε τὴν Μονὴν καὶ ἐκαλλώπισε καὶ ἐκόσμησε τὴν ἐκκλησίαν, ἡ κόρη αὐτοῦ Πλακιδία διεκαίετο ὑπὸ τῆς ἐπιθυμίας νὰ ἔλθῃ καὶ ἴδῃ τὸ Βατοπέδιον καὶ διὰ πλοίου ἀφίκετο, ἀλλὰ μόλις εἰσῆλθεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν διὰ τῆς ὁδοῦ δι᾿ ἧς καὶ ἡμεῖς εἰσήλθομεν, ἠκούσθη φωνὴ ἐκ μέρους τῆς Παναγίας, λέγουσα «Βασίλισσα! Βασίλισσα! ὀπίσω, ὀπίσω! Διότι ἐδῶ ὑπάρχει ἄλλη Βασίλισσα ἥτις ἀπαγορεύει εἰς τὰς γυναῖκας νὰ εἰσέρχονται εἰς τὴν ἐκκλησίαν! Ταῦτα ἀκούσασα ἡ Πλακιδία ἔμεινεν ἔκπληκτος, ἐστράφη πρὸς τὰ ὀπίσω καὶ ἐξῆλθε τῆς ἐκκλησίας. Ἵνα δὲ ἱκανοποιήσωσι οἱ τότε μοναχοὶ τὴν περιέργειαν αὐτῆς, πρὸς τὸ ὄπισθεν μέρος τῆς ἐκκλησίας ἔκαμον μικρὸν γυναικωνίτην καὶ ἐκεῖθεν ἠδυνήθη αὕτη νὰ ἴδη τὴν πλουσίαν διακόσμησιν τῆς ἐκκλησίας καὶ τὸ μεγαλεῖον αὐτῆς. Εἶναι οὗτος ὁ μόνος ἐν Ἁγίῳ Ὄρει. Ἐπὶ τῷ γεγονότι τούτῳ ὁ αὐτοκράτωρ Ἀρκάδιος, δι᾿ αὐτοκρατορικοῦ διατάγματος ἀπηγόρευσε τὴν εἴσοδον τῶν γυναικῶν, οὐ μόνον εἰς τὸ Βατοπέδιον καὶ τὴν ἐκκλησίαν αὐτοῦ, ἀλλ᾿ εἰς ὁλόκληρον τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἔκτοτε τοῦτο τηρεῖτο μέχρι σήμερον.

Ἐν τούτοις ἡμεῖς παρ᾿ ὅλον τὸ πάθημα τῆς Πλακιδίας, εἰσήλθομεν ἐκεῖθεν εἰς τὸν κύριον ναόν, ἐκάμαμεν τὸν σταυρόν μας καὶ ἔστημεν θαυμάζοντες τὸ μεγαλεῖον ὅπερ ὑπῆρχε πρὸ ἡμῶν. Οἱ ἀδάμαντες, χρυσὸς καὶ ἄργυρος, ἔχουσι ῥιφθῇ ἐν ἀφθονίᾳ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἐκείνη. Ὅλη ἡ ἐκκλησία εἶναι ἐζωγραφισμένη.

Αἱ χρυσαὶ κανδήλαι, οἱ μεγαλοπρεπεῖς πολυέλαιοι, τὰ μεγάλα καὶ ἐπιβλητικὰ μανουάλια, αἱ μεγάλης τέχνης εἰκόνες μὲ τὰ χρυσᾶ καλύμματα κ.λ.π., προσδίδουσι εἰς τὴν ἐκκλησίαν, μεγαλοπρεπῆ θέαν.

Ὁ ἐπισκέπτης καταλαμβάνεται ὑπὸ συναισθημάτων, τὰ ὁποία μὲ λόγους ἀδυνατεῖ νὰ περιγράψῃ. Νομίζει ὅτι ζεῖ εἰς τὴν Βυζαντινὴν ἐποχήν, τῆς ὁποίας ὁ πολιτισμός, τόσον ἀφθόνως ἐπιδεικνύεται ἐκεῖ!

Ἐν τούτοις ἐφρόντισα νὰ συνέλθω ἐκ τοῦ θαυμασμοῦ μου, ἠσπάσθην τὰς εἰκόνας καὶ προσεκύνησα. Δὲν ὑπῆρχεν ἐκεῖ κανείς, καθόσον ἡ λειτουργία εἶχεν λήξει ἤδη, ἀλλὰ δὲν ἤθελον νὰ ἀποχωρισθῶ τοῦ ὡραίου ἐκείνου θεάματος καὶ ἔστην καὶ αὖθις θαυμάζων, ἐξ οὗ ὁ Ἰωάσαφ μοῦ λέγει: -Ἀρκεῖ ἤδη. Πᾶμε νὰ ἴδῃς καὶ τὸ γυναικεῖον. Ἐξήλθομεν τῆς ἐκκλησίας μετ᾿ αὐτοῦ καὶ διὰ διαδρόμων καὶ κλιμάκων ἐφθάσαμεν εἰς τὰ ὄπισθεν τῆς ἐκκλησίας, ὅπου διὰ τῆς ἐκεῖ ἐξωθύρας εἰσήλθομεν εἰς τὸ γυναικεῖον. Εἶναι τοῦτο μικρὸν τετράγωνον, ἀνοικτὸν πρὸς ἀνατολάς, περιλαμβάνει τέσσαρα στασίδια.

Ἐκεῖθεν, ὄντως παρουσιάζει ἡ Ἐκκλησία θεάμα ἐκτάκτως ἔκπαγλον.

* * *

Κεφάλαιον Γ´. Εἰς τὸ Συνοδικὸν τῆς Μονῆς Βατοπεδίου. Ἀναχώρησις διὰ Καρυάς.

Ἐξήλθομεν εἶτα αὐτοῦ μὲ σκοπὸν ν᾿ ἀναχωρήσω, ἀλλὰ μόλις ἐξήλθομεν, μοναχὸς ἀπεσταλμένος μοὶ λέγει ὅτι: -Οἱ Ἐπίτροποι καὶ Σύμβουλοι τῆς Μονῆς, μαθόντες τὴν ἕλευσίν σας, σᾶς προσκαλοῦν καὶ σᾶς παρακαλοῦν νὰ λάβηται τὴν καλωσύνην νὰ ἔλθηται εἰς τὸ Συνοδικόν, ἔνθα σᾶς ἀναμένουν νὰ σᾶς ὑποδεχθοῦν καὶ σᾶς γνωρίσουν.

Ἅμα ὡς ἤκουσα ταῦτα, λέγω εἰς τὸν Ἰωάσαφ ὅτι: -Ἤμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ μεταβῶμεν ἔστω καὶ ἂν δαπανήσωμεν ἡμίσειαν ὥραν ἔτι· καὶ διηυθύνθημεν πρὸς τὸ Συνοδικόν.

Εὕρομεν ἐκεῖ ἀναμένοντες περὶ τοὺς δέκα συμβούλους, οἷον τούς: Ἀγαθάγγελον, Ἀρκάδιον, Βενιαμίν, Ἰωακείμ, Ἀδριανόν, κ.λπ. Ὅλοι ἠγέρθησαν, μὲ ἐαιρέτισαν καὶ μοὶ προσεφέρθη καφὲς μετ᾿ ἀναψυχκτικῶν. Τοὺς ἐξήγησα ὅτι ἔρχομαι ὡς διοικητὴς τῆς Ἀστυνομικῆς τῶν Ὑποδιευθύνσεως. Μὲ ἠρώτησαν οὗτοι: -Διὰ ποίους λόγους φεύγει ὁ πρώην τοιοῦτος συνάδελφός ὑμῶν, Παναγιώτης Δρακουλάκος; Ἀπήντησα εἰς αὐτοῦς ὅτι: -Δὲν γνωρίζω, ἀλλ᾿ οὔτε κἂν γνωρίζω καὶ τὸν ἄνθρωπον αὐτόν, καὶ ὅτι ἐπειδὴ πιθανῶς νὰ πρόκειται περὶ ἐπιτάξεως, εἶμαι ἠναγκασμένος νὰ σπεύσω καὶ ἀναχωρήσω εἰς Καρυάς. Ηὐχαρίστησα αὐτοὺς διὰ τὰς περιποιήσεις των, τοὺς ἐξέφρασα τὸν θαυμασμόν μου διὰ τὴν μεγαλοπρεπῆ Μονήν των, καὶ τὴν ἀδελφότητά των, ἣν λυποῦμαι διότι δὲν ἔχω ἤδη καιρὸν νὰ γνωρίσω περισσότερον καὶ ὅτι, ἐπιφυλάσσομαι προσεχῶς νὰ πράξω ταῦτα. Μοὶ ἀπήντησαν οὗτοι, ὅτι ἐθεώρουν καθῆκόν των νὰ μὲ περιποιηθοῦν, ὅτι λυποῦνται διότι δὲν θὰ συμφάγω μετ᾿ αὐτῶν, ἀλλ᾿ ὅτι διὰ τοῦ τηλεφώνου θὰ παραγγείλουν εἰς τὸν ἐν Καρυαῖς ἀντιπρόσωπόν των νὰ ἑτοιμάσῃ φαγητόν, ἵνα μὲ περιποιηθοῦν ἐκεῖ διὰ τοῦ ἀντιπροσώπου των, ὅπερ ἐθεώρουν καθῆκον, ἀφ᾿ οὗ τὸ πρῶτον ἐπεβιβάσθην εἰς τὴν Μονήν των.

Ἠγέρθην τότε νὰ τοὺς ἀποχαιρετίσω. Ὁ ἀρχαιότερος αὐτῶν, μοὶ προσέφερεν ὡς δῶρον ἐπὶ τῇ ἐπισκέψει μου εἰς τὴν Μονήν, μίαν μεγάλην φωτογραφίαν αὐτῆς, ἓν κομβολόγιον ἐκ κεχροῦ μὲ μεγάλας χάνδρας καὶ τρία τέσσερα ἐσκαλισμένα κοχλιάρια καὶ πιρούνια ἐκ ξύλου ἐξαισίας τέχνης. Τοὺς ἀπεχαιρέτισα καὶ ἀπῆλθα, μὲ συνόδευσαν, ὁ Ἰωάσαφ δέ, μέχρι τοῦ ἵππου ἱσταμένου ἔξωθι τῆς Μονῆς.

Ἀπεχαιρέτησα καὶ αὐτὸν θερμῶς, ἀνῆλθον ἐπὶ τοῦ ἴππου καὶ ἠρξάμην, βαδίζων πρὸς Καρυάς, συνοδευόμενος ὑπὸ ὑπηρέτου τῆς Μονῆς.

* * *

Κεφάλαιον Δ´. Αἱ πρῶται ἐντυπώσεις διὰ τὰ Καρυάς.

Εἰς ἀπόστασιν εἴκοσι λεπτῶν καὶ εἰς ἐγγυτάτην ἀπόστασιν ἀπὸ τῆς ὁδοῦ, διέκρινα ἐρείπιον ἐγκαταλειφθὲν πρὸ ἑκατὸν καὶ πλέον ἐτῶν, ἐξ ὅσων δὲ ὁ παρακολουθῶν ὑπηρέτης ἠδυνήθη νὰ μοὶ εἴπῃ, ἠνόησα ὅτι ἐπρόκειτο περὶ τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς, τοσοῦτον ἀκμασάσης κατὰ τὸν Μεσαίωνα, ἐν τῇ ὁπίᾳ ἐδίδαξαν οἱ Βούλγαρης, Θεοτόκης, καὶ τόσοι καὶ τόσοι ἄλλοι διδάσκαλοι τοῦ Γένους. Διήλθομεν ἐκεῖθεν, ἐπορευόμεθα διὰ δασῶν καὶ ὡραίων τοπίων, τὰ ὁποία ἐν ἀφθονίᾳ παρέχει ἡ ὀργῶσα γῆ τοῦ Ἁγίου Ὄρου καὶ μετὰ πορείαν 2 ½ ὡρῶν ἐπὶ ὁδοῦ ὁμαλῆς, ἀφάνησαν μακρόθεν αἱ Καρυαί.

Αἱ Καρυαί, εἶναι μία πολίχνη πρωτότυπος μοναδικὴ εἰς τὸν κόσμον· διακρίνει τις μακρόθεν, ἀπειρίαν χρυσῶν σταυρῶν ἐπὶ τῶν στεγῶν τῶν Σκητῶν καὶ Κελλίων.

Αἱ Καρυαί! Νομίζει τις μακρόθεν, ὅτι εὑρίσκεται πρὸ μυθώδους πολίχνης· ἡ ἀπειρία τῶν σταυρῶν καὶ ἐκκλησιῶν μεγαλοπρεπῶν, κατὰ τὸ πλεῖστον προσδίδουσιν εἰς αὐτὴν θρησκευτικὸν μεγαλεῖον, ὅπερ ἡ ἀσθενὴς γραφίς μου ἀδυνατεῖ νὰ περιγράψει. Τὶ νὰ πρωτοσκεφθῆ καὶ τὶ νὰ περιγράψει. Πῶς ζεῖ ἡ κοινωνία αὕτη, τίς ὁ σκοπός της, τί θέλει ἡ κοινωνία αὕτη ἀνθρώπων ἄνευ γυναικῶν, τίς βοηθεῖ τὸν ἄνδρα εἰς τὰς τοσαύτας ἀνάγκας του ἄνευ αὐτῶν κ.λ.π.

Ἐν τούτοις ἐπροχωρήσαμεν καὶ μετὰ τέταρτον εὑρισκόμεθα πρὸ τῆς Ῥωσσικῆς Σκήτης, Σεράϊ. Περιβάλλεται αὕτη ὑπὸ ὡραιοτάτου περιβόλου περιτοιχισμένου, ἐν τῷ ὁποίῳ παντοειδῆ δένδρα, πλήρη ζωῆς καταπράσινα καὶ ἀνθηρά. Ἡ Σκήτη –κακῶς ὀνομάζεται Σκήτη, διότι πρὸ ἐτῶν ἦτο πτωχὸν ἑλληνικὸν Κελλίον, ὅπερ κατὰ τὰ ἔθιμα τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ κατὰ τὰ ἐκεῖ κεκανονισμένα, τοιοῦτον πρέπει νὰ ὀνομασθῇ καὶ σήμερον-, ἀποτελεῖται ἀπὸ μεγαλοπρεπέστατον οἴκημα. Ἐῤῥίφθη ἐκεῖ ἐν ἀφθονίᾳ ὁ Ῥωσσικὸς χρυσός, καὶ ἐδαπανήθησαν ἔτη πολλὰ νὰ κτισθῇ αὕτη. Εἶναι ἴσως τὸ μεγαλοπρεπέστατον κτίριον τοῦ Ἁγίου Ὄρους, μετὰ τὴν Ῥωσσικὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος. Ἐνδιαιτῶνται ἐν αὐτῇ περὶ τοὺς 300 μοναχούς, βεβαίως Ῥῶσσοι.

Μὲ τὰς ἐντυπώσεις καὶ σκέψεις ταύτας, διήλθομεν τοῦ Σεραγίου, τοῦ Κονακίου τῆς Βουλγαρικῆς Μονῆς Ζωγράφου, τοῦ πολλοῦ Πρωτάτου ὅπου τὸ μέγαρον τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος λεγομένης, τοῦ ἄκρου τῆς ἀγορᾶς ὅπου ἐμπορικὰ καταστήματα, καὶ μετ᾿ ὀλίγον εἰσήλθομεν εἰς τὸ Κονάκιον τοῦ Βατοπεδίου. Εἶναι τοῦτον ὡραῖον καινουργὲς οἰκοδόμημα, τὸ μόνον ὅπερ δύναται, ὄχι βεβαίως νὰ παραβληθῆ πρὸς τοὺς Ῥωσσικοὺς κολοσσούς, ἀλλὰ νὰ ἔχει ἀναλογίαν τινὰ πρὸς αὐτούς.

* * *

Κεφάλαιον Ε´. Ἄφιξις εἰς Καρυάς. Πρῶται γνωριμίαι.

Ὁ ἀντιπρόσωπος πατὴρ Εὐλόγιος, ἱερομόναχος, περιποιητικώτατος καὶ προσηνής, εἶχε γνῶσιν τῆς ἐκεῖ μεταβάσεώς μου ἀπὸ τηλεφώνου, μὲ ἀνέμενε, μὲ ὑπεδέχθη φιλοφρονέστατα ἀφιππεύσαντα καὶ μὲ ὡδήγησεν εἰς τὴν σάλαν τοῦ κονακίου, ἣν ἀνήλθομεν δι᾿ εὐρέων μαρμαροστρώτων κλιμάκων. Ἡ σάλα βλέπει πρὸς τὴν θάλασσαν, ὥραν περίπου ἀπέχουσαν τοῦ κονακίου, ἀπὸ τοῦ μεγάλου δὲ ἐξώστου της βλέπει τις ἀπειραρίθμους κήπους καὶ δάση δενδρῶν μέχρις αὐτῆς.

Ἡ ἐπίπλωσις τῆς σάλας εἶναι πλουσία μὲ ὡραίους τάπητας εἰς τοὺς διαδρόμους καὶ τὸ ἐμβαδὸν αὐτῆς, ὡραῖα κάδρα, ὡραίας τραπέζας καὶ καθίσματα κ.λ.π.

Ἐκάθησα ἐκεῖ ἀναπαυόμενος ἐκ τοῦ ὑπερδιωρίου ταξιδίου. Μὲ ἐπεσκέφθη καὶ ἐκεῖ ὡραῖος δίσκος μὲ ποικιλίαν γλυκῶν, ψυχροῦ ὕδατος καὶ καφέ, ἐξ ὧν ἔλαβον καὶ ἠρξάμεθα συζητοῦντες μετὰ τοῦ πατρὸς Εὐλογίου. Ἡ ὥρα εἶχεν ἤδη ἀρκετὰ προχωρήσει, ἡ μεσημβρία εἶχε παρέλθει ἡμίσειαν ὥραν· δὲν ἐμείναμεν πλέον τοῦ τετάρτου εἰς τὴν ὡραίαν ἐκείνην σάλαν, καθόσον ὁ πατὴρ Εὐλόγιος μὲ ἐκάλει εἰς τὸ ἑστιατόριον, ἵνα μοὶ παραθέσει ἐκεῖ γεῦμα, κατὰ παραγγελίαν τῶν διοικούντων πατέρων τοῦ Βατοπεδίου.

Ἡ παρατεθεῖσά μοι τράπεζα ἦτο τῇ ἀληθείᾳ Λουκούλιος, σούπα, ἀρνάκι μπάμιες, ἀρνάκι ψητό, οἶνος ὑπόξανθος γευστικώτατος, γλύκισμα. Προηγήθη ἐννοεῖται ἡ συνήθης παρὰ τοῖς μοναχοῖς προσευχή, ἣν ἠκούσαμεν ὄρθιοι καὶ μετ᾿ αὐτὴν τὸ καλῶς ὥρισες.

Ἔφαγα μετὰ πολλῆς ὁρέξεως ὡς καὶ οἱ λοιποὶ παρακαθήμενοι, περὶ τοὺς ὀκτώ, συνδαιτυμῶνες καὶ μετὰ τοῦτο ἐπανήλθομεν εἰς τὴν σάλαν, ὅπου προσεφέρθη καφές. Μὲ ἐπεσκέφθησαν ἐκεῖ τινὲς τῶν ἀντιπροσώπων τῶν ἄλλων Μονῶν, ἵνα μοὶ εὐχηθοῦν τὸ καλῶς ὅρισες, ὡς καὶ ὁ ἐκεῖ μέχρι τότε συνάδελφός μου Παναγιώτης Δρακουλᾶκος, ἤδη μοίραρχος, ὅστις μοὶ ἐξήγησεν, ὅτι ἠρχόμην εἰς Ἅγιον Ὄρος ὡς διοικητῆς αὐτοῦ, τῇ ὑποδείξει καὶ προτάσει τοῦ Ἀνωτέρου Διοικητοῦ Τρουπάκη, ὅτι οὗτος ἔφευγεν τῇ παρακλήσει του εἰς τὴν ἐπαρχίαν Δράμας Σαρὶ-Σαμπάν, ἐπειδὴ ἀπὸ ἔτους ὑπηρετῶν ἐκεῖ, δὲν τοῦ ἦτο δυνατὸν νὰ μείνῃ καὶ δεύτερον ἔτος καὶ ἐξακολουθήσῃ τὴν ὡραίαν, ἀλλὰ καὶ μονότονον ζωὴν τοῦ Ἁγίου Ὄρους· ὅτι δὲν ἐπρόκειτο περὶ ἐπιτάξεως κτηνῶν, καθόσον τὰ ζῶα τῶν Μονῶν δυνάμει προνομίου ἦσαν ἀπηλλαγμένα ἐπιτάξεως κ.λ.π.

Ηὐχαρίστησα τὸν συνάδελφόν μου διὰ τὰς παρασχεθεῖσάς μοι πληροφορίας, ἐμείναμεν ἐκεῖ συζητοῦντες ἐπὶ δίωρον καὶ περὶ ὥραν 5 μ.μ. ἐξῆλθον μετ᾿ αὐτοῦ εἰς περίπατον· ἐπεσκέφθημεν τὰ μᾶλλον ἀξιοθέαστα μέρη τῆς πολίχνης, τὸν τηλεγραφητὴν τοῦ τόπου Ἠλίαν Βελλιᾶνον καὶ οὕτω ἡ ὥρα εὐχαρίστως ἐπέρασε μέχρι τῆς 8 μ.μ. ὅτε ἐπῆλθε ἡ νύξ, καὶ ὅτε ἐπανῆλθον εἰς τὸ Κονάκιον τοῦ Βατοπεδίου κατὰ πρόσκλησιν τοῦ πατρὸς Εὐλογίου, ἵνα τὸ ἑσπέρας μὲ περιποιηθῆ αὐτός, καθ᾿ ὅσον τὴν μεσημβρίαν μὲ ἐπεριποιήθη ἐκ μέρους τῶν διοικούντων τὸ Βατοπέδιον μοναχῶν.

Θὰ ἐπροτίμων νὰ ἐγκαθιστάμην ἐντὸς τῆς ἡμέρας εἰς δωμάτιον, ἵνα παρέλειπον τὴν δευτέραν ταύτην ἐνόχλησιν τοῦ πατρὸς Εὐλογίου, ἀλλὰ δὲν ἤτο εὔκολον καὶ ἠναγκάσθη ν᾿ ἀποδεχθῶ τὴν εὐγενῆ πρόσκλησίν του νὰ συμφάγωμεν καὶ κοιμηθῶ ἐκεῖ τὸ ἑσπέρας. Οὕτως ἔληξεν ἡ ὡραία ἐκείνη ἡμέρα, Κυριακή, ὡς ἀνωτέρω, καθ᾿ ἣς τόσας καὶ τόσας ὡραίας καὶ καινοφανεῖς ἐντυπώσεις ἔσχον.

* * *

Κεφάλαιον ΣΤ´. Ἀνάληψις καθηκόντων. Ἐπίσκεψις εἰς τὴν Ἱ. Ἐπιστασίαν.

Τὴν ἑπομένην πρωΐαν, μετὰ ὕπνον ξεκουραστικώτατον ἠγέρθην, ηὐχαρίστησα τὸν πατέρα Εὐλόγιον διὰ τὰς περιποιήσεις του καὶ δι᾿ αὐτοῦ τοὺς ἁγίους Πατέρας τοῦ Βατοπεδίου καὶ διηυθύνθην πρὸς τὸ Κατάστημα τῆς Ὑποδιευθύνσεως, ἐν τῷ ὁποίῳ εὗρον ἀναμένοντα τὸν συνάδελφόν μου, ἕτοιμον νὰ μοὶ παραδώσῃ τὴν ὑπηρεσίαν, ἣν καὶ παρέλαβον, συνταγέντος τοῦ ἀπαραιτήτου πρωτοκόλλου. Ἐκάλεσα τοὺς ὀλίγους ὑφισταμένους μου, τοὺς συνέστησα ἐργασίαν καὶ πειθαρχίαν καὶ ἐνημερότητα καὶ εἶτα, ἀφοῦ ἐνεχείρισα φύλλον πορείας εἰς τὸν συνάδελφόν μου διὰ Σαρὶ Σαμπάν, τῷ ἐπρότεινα ἂν θὰ μὲ συνόδευεν νὰ ἐπισκεφθῶμεν τὸ Πρωτᾶτον, ἵνα μετὰ τὴν ἀνάληψιν τῶν καθηκόντων μου, γνωρίσω τὴν Ἀνωτάτην Ἀρχὴν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Εὐχαρίστως ἀπεδέχθη οὗτος τὴν παράκλησίν μου καὶ μετέβημεν ἐκεῖ. Ἀλλὰ τί εἶναι Πρωτᾶτον; Πρωτᾶτον εἶναι ἡ Ἀνωτάτη Ἀρχὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους, δηλαδὴ ἡ Βουλὴ αὐτοῦ, ἀποτελεῖται δὲ αὕτη ἐξ εἴκοσι Ἀντιπροσώπων τῶν εἴκοσι Μονῶν, ἑνὸς παρ᾿ ἑκάστης Μονῆς· ἐκλέγονται οὗτοι καὶ ἀποσατέλλονται εἰς τὴν πρώτην τοῦ ἔτους παρ᾿ ἑκάστης Μονῆς, Οἱ τῶν Μονῶν Βατοπεδίου, Ἰβήρων, Λαύρας καὶ Χιλιανδαρίου καλοῦνται καὶ ἀρχιεπιστάται, εἷς δὲ αὐτῶν καὶ ἐκ περιτροπῆς καὶ καθ᾿ ἕκαστον ἔτος, κατὰ σειράν, ἔχει εἰς χεῖρας αὐτοῦ τρόπον τινὰ τὴν ἐκτελεστικὴν ἐξουσίαν, ἔχων παρ᾿ αὐτῷ τέσσαρας ἐπιστάτας ὡς βοηθούς, λαμβανομένους κατὰ σειρὰν καθ᾿ ἕκαστον ἔτος ἐκ τῶν ἀντιπροσώπων τῶν ἄλλων Μονῶν. κατὰ ταῦτα, ἡ μὲν Ἱερὰ Κοινότης ἀποφασίζει ἐπὶ ἑκάστου ζητήματος προεδρευομένη ὑπὸ τοῦ Ἀρχιεπιστάτου, ἡ δὲ ὑπηρεσία τοῦ Ἀρχιεπιστάτου ἐκτελεῖ τὰ ἀποφασισθέντα βοηθουμένη ὑπὸ τοῦ γραμμάτεως τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος, ὅστις κρατεῖ τὰ πρακτικὰ τῶν συνεδριάσεων καὶ ἐνεργεῖ τὴν ὅλην γραφικὴν ὑπηρεσίαν.

Τὸ Μέγαρον τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος εἶναι ἀρχαία Σκήτη ἐντὸς τῶν Καρυῶν, ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τῆς ὁποίας ἐκκλησιάζονται οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν Μονῶν καὶ οἱ ὀλίγοι ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ἀστοί, ἔμποροι κ.λ.π., εὑρίσκεται δὲ αὕτη εἰς τὴν εἴσοδον τοῦ Μεγάρου.

Εἰσήλθομεν εἰς αὐτὸ καὶ κατὰ πρῶτον ἐπεσκέφθημεν τὴν ἐκκλησίαν. Τὴν ὥραν ἐκείνην νέος καλλίφωνος διάκονος ἱστάμενος πρὸ τῆς ὡραίας Πύλης, ἀνέπεμπε πρὸς τὸν Ὕψιστον εὐχάς, λέγων ἐκτὸς ἄλλων: -Ὑπὲρ τῶν ἀειμνήστων βασιλέων ἡμῶν Νικηφόρου καὶ Ἰωάννου, κτητόρων τῆς ἱερᾶς Σκήτης ταύτης, τῷ Κυριῳ δεηθῶμεν... –Τίνες οὗτοι οἱ ἀείμνηστοι βασιλεῖς ἡμῶν Νικηφόρος καὶ Ἰωάννης;, ἐρωτώ. -Ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς καὶ ὁ Ἰωάννης Τσιμοσκῆς, ἀπαντὰ προθύμως παριστάμενος μοναχός, οἱ καὶ κτίσαντες τὴν Σκήτην. «Μακαρία ἡ μνήμην των», λέγω κατ᾿ ἐμαυτον. Ἐκ τῆς ἐκκλησίας μετέβημεν εἰς τὴν Αἴθουσα τῶν συνεδριάσεων, ὅπου ἀνέμενον οἱ ἀντιπρόσωποι, οἷον ὁ Δοχειαρίου Διονύσιος, ὁ Κουτλουμουσίου Χαρίτων, ὁ Βατοπεδίου Εὐλόγιος, ὁ Καρακάλλου Φίλιππος, ὁ Λαύρας ἀρχιεπιστάτης τότε Λάζαρος, ὁ Γρηγορίου Βαρλαάμ, ὁ Ζωγράφου Ὀΐλωφ κ.λ.π.

Ἐχαιρέτισα αὐτοὺς διὰ χειραψίας, τοὺς εἶπον ὅτι λογίζω ἐμαυτὸν εὐτυχῆ διότι ἦλθον νὰ ὑπηρετήσω εἰς τὴν ἀξιοσπούδαστον κοινωνίαν των δι᾿ ἓν χρονικὸν διάστημα, καθ᾿ ὃ θὰ ὑποβληθῶ εἰς πάντα κόπον νὰ ἐξυπηρετήσω τὰ συμφέροντα τῶν Μονῶν. Μοὶ ἀπήντησαν δὲ καὶ οὗτοι εὐχαριστοῦντες καὶ ὅτι ἐλπίζουν νὰ περάσουν καλὰ μὲ ἐμέ κ.λ.π. Μὲ ἐκέρασαν καφέ, ὃν προσεκόμισε φουστανελοφόρος ὑπηρέτης, σερδάρης καλούμενος, καὶ ἀφοῦ δι᾿ ὀλίγων συνεζητήσαμεν καὶ πάλιν περὶ τοῦ τόπου των καὶ τῶν ζητημάτων του, τὰ ὁποῖα ὑπεσχέθην, ἐφ᾿ ὅσον ἐξαρτῶνται ἀπὸ ἐμέ, νὰ ὑποβληθῶ εἰς πάντα κόπον νὰ κανονισθῶσι κατὰ τὸ ὀρθὸν καὶ δίκαιον, τοὺς ἀπεχαιρέτησα καὶ ἀπῆλθον μετὰ τοῦ συναδέλφου μου.

Ἐπεσκέφθημεν εἶτα δύο τρία ἐμπορικὰ καταστήματα, ἤκουσα τὰς σκέψεις καὶ ἀντιλήψεις τῶν ἐμπόρων καὶ οὕτω ἐμόρφωσα ποιάν τινα γνώμην περὶ τῶν ἐκεῖ ὑποχρεώσεών μου καὶ καθηκόντων μου ἐκ τῶν πραγμάτων.

Ἐπλησίαζε ἤδη μεσημβρία, ὁ συνάδελφός μου Δρακουλᾶκος μοὶ λέγει: -Χθές, σὲ περιποιήθησαν οἱ Βατοπεδινοί, σήμερον θὰ σὲ περιποιηθῶ ἐγὼ εἰς γεῦμα ὑποδοχῆς καὶ συνάμα ἀποχαιρετιστήριον. Δὲν εἶχον λόγον ν᾿ ἀρνηθῶ τὴν εὐγενῆ πρόσκλησιν τοῦ συναδέλφου μου καὶ μετέβημεν μετ᾿ αὐτοῦ εἰς τὸ Ἀστυνομικὸν Κατάστημα· συντρώγει καὶ οὗτος μὲ τὴν συνοδείαν του, ὅπως λέγουν οἱ καλόγεροι, δηλαδὴ μὲ τοὺς ὑπαξιωματικοὺς καὶ χωροφύλακας. Ὁ Τσορτός, λαμπρὸς Ῥουμελιώτης χωροφύλαξ ἀλλὰ και λαμπρὸς μάγειρος, παρασκευάζει τὸ φαγητόν. Ἐφάγαμεν μετὰ πολλὴς ὀρέξεως, τοῦ ηὐχήθην καλὸ ταξίδειον, καθόσον τὸ ἑσπέρας θὰ ἀνεχώρει καὶ μοῦ ἀντηυχήθη οὗτος καλὴν παρμαονήν.

Μετὰ τὸ γεῦμα μετέβη νὰ ἀποχαιρετίσῃ τοὺς φίλους του, ἐμοῦ παραμείναντος εἰς τὸ γραφεῖον πρὸς μελέτην τῶν ἐκκρεμῶν ὑποθέσεων, ὅπου ἐδέχθην ἐξέχοντάς τινας μοναχούς, ἐλθόντας νὰ μὲ χαιρετίσωσι, καὶ μὲ τοὺς ὁποίους εὐχαρίστως διῆλθον δύο-τρεῖς ὥρας.

Ἦτο ἤδη ἡ Τετάρτη ἀπογευματινή, ὁ συνάδελφός μου ἐπανελθὼν ἐφόρτωσε τὰς ἀποσκευάς του εἰς δύο ἀναμένοντα ζῶα ἐν αἷας καὶ ὡραίαν εἰκόνα τῆς Ἡρῳδιάδος, ἧν εἶχεν κατασκευάσει ἐκεῖ, καὶ ἧς τὸ κάλλος ἦτο ἀληθῶς ὑπέρλαμπρον, δυνηθέντος τοῦ ζωγράφου μοναχοῦ νὰ ἀποδώσῃ διὰ τοῦ χρωστῆρός του τὸ μυθῶδες κάλλος οῦ πρωτοτύπου καὶ πεζῆ ἐξεκινήσαμεν ἵνα προπέμψωμεν αὐτὸν μέχρι τινὸς μετά τινων φίλων του μοναχῶν. Μετὰ δέκα λεπτά, ἀποχαιρέτησα τὸν συνάδελφόν μου καὶ αὐτὸς μὲν ἀπῆλθε ἔφιππος εἰς Δάφνην ἵνα ἐπιβιβασθῆ τοῦ καταπλέοντος τὸ ἑσπέρας ἀτμοπλοίου, ἐγὼ δὲ ἐπανήλθον εἰς Καρυάς, καὶ διηυθύνθην καὶ αὖθις εἰς τὸ γραφεῖόν μου, ἠτοίμασα τὴν κλίνην μου καὶ ἐκανόνισα τὰ τοῦ συσσιτίου καὶ τὰ τῆς διαίτης μου, ὡς εἶχεν κανονίσει αὐτὰ καὶ ὁ ἀναχωρήσας συνάδελφός μου. Ἠρξάμην δὲ τῶν καθηκόντων μου ἀπὸ τῆς ἑσπέρας ἐκείνης, ἵνα μὴ ἄρξομαι αὐτῶν τὴν ἑπομένην ἡμέραν Τρίτην.

* * *

Κεφάλαιον Ζ´. Ἐπίσκεψις εἰς τὴν Μεγίστην Λαύρα.

Ἐπὶ ἑβδομάδα παρέμεινα εἰς Καρυάς, ἵνα ἐντοπισθῶ ὁπωσδήποτε εἰς τὰ ἐκεῖ πράγματα· μετὰ τὴν πάροδον τῆς ὁποίας ἐθεώρησα καλὸν νὰ ἀρχίσω ἐπισκεπτόμενος τὰς Μονάς, ἵνα ἐκ τοῦ σύνεγγυς, ἀντιληφθῶ τὰ ζητήματών και σχηματίσω γνώμην περὶ τούτων. Τὴν δὲ ἀρχὴν ἐποιησάμην ἀπὸ τῆς Λαύρας, τῆς ἀρχαιοτέρας καὶ μεγαλυτέρας Μονῆς, ἧς, ὡς λέγεται, τὰ τσιφλίκια καὶ μετόχια ἀνέρχονται εἰς τόσα ὅσα καὶ αἱ ἡμέραι τοῦ ἔτους. Ἡ Λαύρα ἀπέχει τῶν Καρυῶν ὀκτάωρον. Ἵνα διευκολύνω τὸ ἐκεῖ ταξίδιόν μου κατῆλθον εἰς τὴν Μονὴν Ἰβήρων. Ἐκεῖθεν ἐπέβην λέμβου μέχρι τοῦ ἐπινείου τῆς Λαύρας, ἐξ᾿ οὗ ἀνῆλθον εἰς τὴν Μονήν, συντομεύσας τὸ ταξίδιόν μου κατὰ τέσσαρας ὁλοκλήρους ὥρας. Ἡ Λαύρα, ὡς γνωστόν, κεῖται εἰς τὸ ἄκρον τῆς χερσονήσου τοῦ Ἄθωνος καὶ νοτιοανατολικῶς αὐτοῦ ἐπὶ ὡραιοτάτης τοποθεσίας, ἐκ τῆς ὁποίας δύναται νὰ βλέπῃ τις τὰ 5/8 τοῦ ὁρίζοντος ἐπὶ πλευρᾶς καταφύτου, ἧς ἡ βλάστησις εὑρίσκεται ἐν ὀργασμῷ.

Τῇ ἀληθείᾳ, θαυμασία τοποθεσία· ὁ κτήτωρ αὐτῆς Ἅγιος Ἀθανάσιος, δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ εὕρῃ καλλιτέραν τοποθεσίαν νὰ κτίσῃ τὴν ὡραίαν Μονήν του.

Εἰσῆλθον ἐντὸς αὐτῆς καὶ ἐνταῦθα ὑπὸ τοὺς ἤχους καμπανῶν κρουομένων κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, ὡς καὶ ἐν Βατοπεδίῳ, λόγῳ τιμῆς διὰ τὴν ἐπίσκεψίν μου, καὶ διηυθύνθην εἰς γραφεῖον τῆς Μονῆς. Ἐγνώρισα ἐκεῖ τὸν πατέρα Ἡσύχιον, γέροντα περιποιητικώτατον καὶ ἀκμαιότατον, διευθύνοντα ὀλίγον σατραπικῶς τὴν ἀδελφότητα τῆς Λαύρας· καὶ τὸν πατέρα Κορνήλιον, ἀρχιγραμματέα αὐτῆς, ἄνδρα πεπαιδευμένον καὶ ἀξίας.

Ἐκ τῆς συνομιλίας, ἧς ἠρξάμεθα, ἠνόησα ὅτι ἡ ἀδελφότης τῆς Λαύρας, πρὸ ἐτῶν ἑυρίσκετο εἰς διάστασιν μὲ τὸν ἐπὶ τῆς ἐπαναστάσεως πατριάρχην ἀείμνηστον Γρηγόριον τὸν Ε´, καθ᾿ οὗ οἱ ἐκεῖ πατέρες δὲν ἐξεφράζοντο καὶ τόσον κολακευτικῶς.

Ἠρώτησα διατί. Ὁ πατὴρ Κορνήλιος, ἐκ τοῦ προχείρου, μοὶ ἐκόμισεν ἔγγραφον αὐτοῦ, δι᾿ οὗ ἀπεκάλει τοὺς Λαυρεώτας τραγοπώγωνας καὶ τραγοσκελεῖς, ἐπὶ ζητήματος, εἰς ὃ οὗτοι δὲν ἤθελον νὰ ὑπακούσωσιν εἰς τὰς διαταγάς του. Μοὶ λέγει δὲ ὁ πατήρ Κορνήλιος: -Εἶπέ μοι τώρα σύ, ἂν ἐπετρέπετο εἰς τὸν ἄνδρα νὰ μεταχειρισθῇ τὴν ἐν τῷ ἐγγράφῳ τούτῳ φρασεολογίαν του. Ἄφησα τοὺς Λαυρεώτας νὰ λύσωσι τὰς διαφοράς των μετὰ τοῦ ἀειμνήστου Γρηγορίου τοῦ Ε´, καὶ ἐσκέφθην νὰ ἐπισκεφθῶ τὰ μᾶλλον ἀξιοθέατα τῆς Μονῆς.

Ὁ πατὴρ Κορνήλιος, προσεφέρθη νὰ μὲ ξεναγήσῃ εἰς τὰ ἐντὸς τῆς Μονῆς· εἰς τὰ ἐκτὸς δὲ αὐτῆς ὡρίσθη ἄλλος ξεναγός, ὁ πατὴρ Γρηγόριος. -Ἐπὶ τὸ ἔργον, μοὶ λέγει οὗτος ὁ Κορνήλιος· καὶ μὲ ὡδήγησεν εἰς τὴν μεγάλην τῆς Λαύρας ἐκκλησίαν. Εἴδαμεν ἔξωθι αὐτῆς δύο μεγάλας κυπαρίσσους. Τὴν μεγαλυτέραν, ἧς τὸν κορμὸν ὀκτὼ ἄνθρωποι δὲν θὰ ἠδύναντο μὲ ἀνοικτὰς καὶ τεταμμένας τὰς χεῖρας νὰ ἀγκαλιάσωσιν· ταύτην, ὡς ἔλεγεν ὁ πατὴρ Κορνήλιος, ἐφύτευσεν ὁ κτήτωρ τῆς Μονῆς Ἅγιος Ἀθανάσιος. Τὴν ἄλλην μοὶ ὠνόμασε κάποιον ἐκ τῶν παλαιῶν πρὸ 80 ἐτῶν προὐχόντων μοναχῶν τῆς Λαύρας. Μετὰ τοῦτο εἰσήλθομεν εἰς τὸ ἑστιατόριον, ὅπου τὸ πάλαι, ὅτε ἡ Λαύρα ἦτο κοινοβιακή, συνεστίαζαν οἱ μοναχοὶ τὸ κοινὸν φαγητόν, μεγάλην αἴθουσαν οὖσαν, ἐζωγραφισμένην μὲ τὰς εἰκόνας διαφόρων Ἁγίων καὶ ἄλλων θρησκευτικῶν παραστάσεων.

Ἐκεῖ, ὁ πατὴρ Κορνήλιος μοῦ δεικνύει τὰς εἰκόνας τοῦ Σωκράτους, Πλάτωνος, Ἀριστοτέλους, Σοφοκλέους καὶ ἄλλων ἀρχαίων φιλοσόφων καὶ ποιητῶν καὶ μοὶ λέγει: -Ἡ ἐκκλησία μας, τοὺς ἀρχαίους φιλοσόφους καὶ ποιητάς, τιμᾶ μὲ τὴν τάξιν τοῦ προαγίου, καθόσον θεωρεῖ αὐτοὺς ὡς προπαρασκευάσαντας τοὺς ἀνθρώπους διὰ τὸν χριστιανισμόν.

Ἐξήλθομεν εἶτα τοῦ ἑστιατορίου καὶ διηθύνθην εἰς τὴν μεγάλην ἐκκλησίαν καὶ ἠρξάμεθα περιεργαζόμενοι τὴν διακόσμησίν της, λαμπρὰν καὶ ταύτην ὑπὸ πᾶσαν ἔποψιν, καὶ τὰς εἰκόνας· ἐφθάσαμεν δὲ εἰς τὸ μέσον τῆς ἐκκλησίας, ὅπου εἰκὼν τῆς Παναγίας ἐκ τοῦ λαιμοῦ τῆς ὁποίας ἦτο ἐξηρτημένον χρυσοῦν πεντόλιρον. –Τί δηλοῖ τὸ πεντόλιρον τοῦτο;, ἐρωτῶ. –Εἶναι ὁλόκληρος ἱστορία, μοῦ ἀπαντᾶ, ὁ πατὴρ Κορνήλιος. –Ποία αὕτη;, ἐρωτῶ. Καὶ αὖθις: -Ἀκουε λοιπόν, ἀφοῦ θέλεις νὰ μάθεις τὴν ἱστορίαν του.

* * *

Κεφάλαιον Η´. Περὶ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Κουκουζέλη.

Ὁ πολὺς τραγουδιστὴς καὶ ψάλτης Κουκουζέλης, αὐτοκράτορος τινὸς τοῦ Βυζαντίου, ὃν καὶ μοῦ ὠνόμασε, δὲν ἐνθυμοῦμαι δέ, παρέμεινε ἐπὶ δεκαπενταετίαν παρὰ τῷ αὐτοκράτορι, θέλγων αὐτὸν διὰ τῶν ᾀσμάτων του, καὶ τῆς ψαλτικῆς του, ὅτε, ἡμέραν τινὰ ὀργισθεὶς κατ᾿ αὐτοῦ, οὗτος τὸν ἐξεδίωξε τῆς ὑπηρεσίας του καὶ ὁ Κουκουζέλης εὑρέθη ἐν ταῖς ὁδοῖς. Ἐπί τι χρονικὸν διάστημα ἔζησεν ἐν Κωνσταντινουπόλει, δὲν ἤθελε νὰ ἐργασθῆ, διατὶ ὁποιανδήποτε ἐργασίαν καὶ ἂν ἔκαμεν, ἡ θέσις του δὲν θὰ ἦτο ἀνάλογος οπρὸς τὴν τοιαύτην παρὰ τῷ αὐτοκράτορι. Ἀπελπισθεὶς ἐκ τούτου, ὡρκίσθη ὅρκον φρικτὸν νὰ μὴν ψάλῃ πλέον καθ᾿ ὅλην τὴν ζωήν του καὶ ἀπεφάσισε νὰ ἔλθῃ εἰς Λαύρα ἵνα ἄγνωστος διέλεθῃ ἐν αὐτῇ τὸν ὑπόλοιπον βίον του. Οἱ διοικοῦντες τότε πατέρες τὴν Μονήν, ἠρώτησαν αὐτὸν τί ὑπηρεσίαν δύναται νὰ προσφέρῃ εἰς αὐτήν. Ἀπήντησε δὲ αὐτὸς ὅτι δὲν γνωρίζει ἐπάγγελμά τι καὶ ἀπεθασίσθη, ὡς ποιμένα τῶν προβάτων των νὰ τὸν ἀποστείλωσιν ὅπως βόσκῃ αὐτά.

Ἰδοὺ ἤδη ὁ Κουκουζέλης, ποιμὴν προβάτων! ἐκ τοῦ ὕψους εἰς τὸ βάθος, ἐκ τῆς αἴγλης εἰς τὴν ἐρημίαν καὶ περιφρόνησιν! Δύνασαι νὰ ὑπολογίσεις πόσον ἔπασχε ψυχικῶς ὁ ἄνθρωπος οὗτος τότε.

Ἐν τῷ πάθει του, ἐκ συνηθείας, ἐν τῇ ἐρημίᾳ, ἔνθα ἔβοσκε πρόβατα καὶ οὐχὶ διότι ὑπελόγισεν ἐπὶ τοῦ διαβήματός του, ἄλλως διότι ἐφαντάσθη ὅτι ἐν τῇ ἐρημίᾳ οὐδεὶς ἤκουεν αὐτόν, ἤρξατο ψάλλων, ἀλλὰ μετὰ τοσαύτης δυνάμεως, ὥστε τὰ πρόβατα ἔπαυσαν βόσκοντα καὶ ἠτένιζον πρὸς αὐτόν, ἀκροώμενα τῆς θείας μουσικῆς του. Μακρόθεν, μοναχός τις τῆς Μονῆς, ἰδὼν τὸ περίεργον φαινόμενον, τὰ πρόβατα ν᾿ ἀτενίζωσι πρὸς ὡρισμένον σημεῖον χωρὶς νὰ βόσκωσιν, ἐστάθη περίεργος νὰ μάθει τὸ αἴτιον καὶ ἐπλησίασεν, ἤκους δὲ τὴν ψαλμωδίαν τοῦ Κουκουζέλη. Πάραυτα, χωρὶς νὰ εἴπει τι ἔσπευσεν εἰς τὴν Μονήν, ἀνήγγειλε τὸ πρᾶγμα εἰς τοὺς διοικοῦντας πατέρας, οἵτινες συναπῆλθον μετ᾿ αὐτοῦ πρὸς τὸν Κουκουζέλην, ἐπλησίασαν αὐτὸν σιγὰ-σιγά, καὶ ἔστησαν ἀκούοντες τὸ μεγάλο προσὸν τοῦ ποιμένος των ἐν τῇ ψαλτικῇ, τὴν θεσπέσιαν φωνήν του, τὴν μυσταγωγίαν ἐκείνην καὶ ἀπεφάσισαν καὶ ἐπλησίασαν αὐτόν, ὅστις μόλις τοὺς εἶδε ἔπαυσε ψάλλων. Τοῦ ἐζήτησαν συγγνώμην δι᾿´οτι τὸν ὥρισαν ποιμένα, ἀλλὰ καὶ συγχρόνως ἐδικαιολογήθησαν, ὅτι δὲν τοὺς κατέστησε γνωστὸν τὸ μεγάλο προσὸν τῆς ψαλτικῆς του δεινότητος καὶ τὸν ἐκάλεσαν νὰ μεταβῶσιν εἰς τὴν Μονήν. Ἐνθυμηθεὶς τὸν ὅρκον του ὁ Κουκουζέλης, ἀπήντησε πρὸς αὐτούς, ὅτι δὲν γνωρίζει νὰ ψάλλει, ὅτι προφανῶς ἀπατῶνται, ὅτι ἦτο περιττὸν νὰ μεταβῶσιν εἰς τὴν Μονήν.

-Ἐλθέ, τοῦ ἀπήντησαν οἱ πατέρες, καὶ θὰ ἴδωμεν ἂν γνωρίζεις νὰ ψάλεις. Παρέλαβον αὐτὸν ἐκεῖθεν καὶ ἐν πομπῇ τὸν ἔφερον εἰς τὴν Μονήν, ἐθεώρησαν δὲ καλόν, ἀμέσως νὰ ψαλῆ μία εὐχαριστήριος δέησις διὰ τὸ μέγα δῶρον, ὅπερ ἡ θεία Πρόνοια τοῖς ἐχάρησε. Συνέῤῥευσαν ἐκεῖ ὅλοι οἱ μοναχοὶ γέροντες, ὀγδοήκοντα, ἐνενήκοντα ἐτῶν, μὲ μεγάλας καταλεύκους γενειάδας.

Τοῦ Κουκούζελη τοῦ ὡρίσθη θέσις, ἡ τοῦ πρώτου ψάλτου καὶ παρεκλήθη καὶ αὖθις νὰ ψάλει. Οὗτος ἐπέμενεν ἀρνούμενος, ἰσχυριζόμενος ὅτι δὲν γνωρίζει. Τότε, ὅλον ἐκεῖνο τὸ ἐκκλησίασμα, οἱ πολιοὶ γέροντες μὲ τὰς μεγάλας καὶ λευκὰς γενειάδας, ἔπεσαν γονυκλινεῖς πρὸς αὐτόν, παρακαλοῦντες τοῦτον νὰ μὴν ἐπιμένει ἀρνούμενος.

Ὁ Κουκουζέλης εὑρέθη πρὸ διλήμματος· ἔκαμεν ὅρκον νὰ μὴν ξαναψάλλει, ἀλλὰ δὲν ὑπελόγισεν καὶ τὰς γονυκλινεῖς παρακλήσεις μετὰ δακρύων, ὑπερτριακοσίων γερόντων μοναχῶν.

Ἔκρινεν ὅτι ἡ περίπτωσις αὕτη τὸν λύει ἀπὸ τοῦ ὅρκου του καὶ ἀπεφάσισε νὰ ψάλλει, ἐν ὀλίγοις ἐξήγησεν τοῖς μοναχοῖς τὶ τοῦ συνέβαινε, τὴν ἀπόφασίν του καὶ ἤρξατο.

Ἡ δύναμις τοῦ πάσχοντος ἐκείνου ἀνθρώπου ἐν τῇ τέχνῃ τοῦ ψάλλειν εἶχε φθάσει εἰς τὸ κατακόρυφον. Ἐξήρχετο τοῦ στόματός του πνοὴ ἀγγέλων, θεία φωνή, οἱ θόλοι τῆς ἐκκλησίας ἐπαξαύνοντες τὴν μελωδίαν, ἔκαμνον τὸν ἀκροατὴν νὰ μεταρσιοῦται εἰς ὕψη, νὰ νομίζει ὅτι τείνει πρὸς τὸν οὐρανόν. Τότε, ἡ εἰκὼν τῆς Παναγίας, ἢν βλέπεις, περιεβλήθη ὑπὸ φωτονεφέλης καὶ ἐν φωτονεφέλῃ ἐκινήθη πρὸς τὸν Κουκουζέλην, ἐκίνησεν τὴν χεῖρά της, ἔλαβε τοῦ Κουκουζέλη, ἔσφιξεν αὐτὴν καὶ τοῦ λέγει: -Κουκουζέλη, σὲ εὐχαριστῶ διὰ τοὺς ὕμνους, τοὺς ὁποίους ἀνέμελψες δι᾿ ἐμὲ εἰς τὸν ὕψιστον Πατέρα, καὶ τοῦ ἀφῆκεν ἐντὸς τῆς χεῖράς του τὸ πεντόλιρον, τὸ ὁποῖον βλέπεις καὶ ἐν φωτονεφέλῃ ἐπανῆλθεν εἰς τὴν θέσιν της. Ὁ Κουκουζέλης καὶ οἱ παριστάμενοι ἔμειναν ἐνεοὶ πρὸς τῆς Παναγίας, καὶ λέγει πρὸς αὐτήν: -Σᾶς εὐχαριστῶ, Παναγία μου, θὰ σᾶς παρακαλέσω ὅμως τὸ πεντόλιρον νὰ δεχθῆτε νὰ μένει ἐξηρτημένον ἐκ τοῦ λαιμοῦ σας, καὶ ἐκρέμασεν αὐτὸν ἐξ αὐτοῦ, ὅπως τὸ βλέπεις σήμερον. Ἐπανῆλθεν εἰς τὴν θέσιν του, ἔψαλλε καὶ αὖθις μέχρι τέλους τῆς δεήσεως καὶ οὕτως ἔληξεν ἡ ὡραία ἐκείνη τελετή. Ἔμεινεν δὲ οὗτος καθ᾿ ὅλον τὸ διάστημα τῆς ζωῆς του, ὡς πρῶτος ψάλτης τῆς Λαύρας.

-Εἶναι ἀληθῆ πάντα ταῦτα;, λέγω πρὸς τὸν πατέρα Κορνήλιον. -Ἀληθέστατα, μοὶ ἀπήντησεν οὗτος, καὶ πραγματικότης. Σύ, τί λέγεις, ἐπὶ ὅσων σοὶ διηγήθην; Πιστεύεις ἢ οὐχὶ εἰς αὐτά;

-Δὲν εἶμαι οὐδαμῶς προπαρασκευασμένος Πάτερ Κορνήλιε, διὰ μία τοιαύτην ἐρώτησιν, μὲ προκαταλαμβάνετε ὅλως ἐξ ἀπροόπτου. Ἀλλὰ τί λέγω, οἱανδήποτε προπαρασκευή μου δὲν θὰ μὲ καθιστὰ ἱκανώτερον νὰ ἀπαντήσω πλήρως ἐπὶ τῆς ἐρωτήσεώς σας καὶ καλλίτερον σᾶς ἀπαντῶ ἀπαρασκεύαστος ὤν.

Ἦλθον εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος ἐκ τοῦ κόσμου, ἐν τῷ ὁποίῳ οἱ δοκισισφοῦντες ἄπειροι, ὡς ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ. Παρ᾿ αὐτῶν ἀκούει τις ὅτι οὐκ ἔστι Θεός, τὰ πάντα ψεῦδος καὶ φενάκη, τὰ πάντα πλάσματα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος ἔπλασε τὸν Θεόν, καὶ δῆ κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν αὐτοῦ. Δὲν θέλω νὰ εἴπω ὅτι αἱ γνῶμαι αὗται ἔπεισαν ἐμέ, πάντως μὲ ἀπησχόλησαν, μὲ ἔκαμαν νὰ ἀμφιβάλλω, ἐνῶ κατὰ βάθος θέλω νὰ πιστεύω εἰς τὴν ὕπαρξιν τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦτο ἐκ τῶν ἐξῆς σκέψεων.

Ὁ ἄνθρωπος, ὢν ἀτελέστατον ὄν, καὶ μυαλὸν ἐλάχιστον καὶ τοιοῦτον ἀνάλογον πρὸς τὰς πέντε αἰσθήσει;ς του μὲ τὰς ὁποίας ἔρχεται εἰς ἐπικοινωνίαν μὲ τὸν ἀντικειμενικὸν κόσμον, δὲν δύναται νὰ σχηματίσει ποτέ, ἐξ ἀτελείας, σαφῆ γνῶσιν τῶν περὶ αὐτόν. Τὰ πάντα μᾶς πείθουσιν ὅτι ἄπειραι αἱ ἐν τῷ ὑλικῷ καὶ πνευματικῷ κόσμνῳ δυνάμεις καὶ ἰδιότητες τὰς ὁποίας ἐλλείψει αἰσθητηρίου ἀδύνατον ν᾿ ἀντιληφθῆ τις, συνεπῶς ἔχει ἀντιληψιν τῶν τπυ κόσμου, ὅπως παρουσιάζωσιν αὐτὸν εἰς αὐτόν, τὰ ὀλίγα προσόντα του καὶ ἡ ἀνάλογος διάνοιά του, ἐνῶ ἀσφαλῶς ὁ κόσμος δὲν εἶναι τοιοῦτος, εἶναι πολλῷ τις εὐρύτερος καὶ διάφορος. Κατὰ συνέπειαν, δὲν ἔχω ἀμφιβολίαν τινά, ὅτι ὅλα ὅσα μοὶ διηγήθης εἶναι πραγματικότης καὶ ἀλήθεια, ἣν ἴσως δὲν θὰ δυνηθῆ ἡ ἀνθρωπότης νὰ συλλάβη ἐν τῇ προόδῳ τῆς καὶ τῷ πολιτισμῷ της. Διατί, ἐκ δυνάμεων καὶ ἰδιοτήτων ἀγνώστων τῷ ἀνθρώπῳ νὰ μὴν πιστεύσω ὅτι ἡ Παναγία ἐν φωτονεφέλῃ μετέβη εὐχαριστοῦσα πρὸς τὸν Κουκουζέλην; Αὕτη ἡ ἀπάντησίς μου, πάτερ Κορνήλιε.

-Ἔχεις δίκαιον, μοῦ λέγει, τὴν ἀτέλειαν δὲ ταύτην ἔχον ὑπ᾿ ὄψει του τὸ Εὐαγγέλιον, λέγει «πίστευε καὶ μὴ ἐρεύνα». Ἀπεμακρύνθημεν εἶτα μετὰ σεβασμοῦ τῆς εἰκόνος ἐκείνης τῆς Παναγίας καὶ διηυθύνθημεν εἰς τὸν ἐντὸς τῆς ἐκκλησίας καὶ πρὸς τὰ ἀριστερα τάφον τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, εἰς συνεχόμενον παρεκκλήσιον, ὅστις καλύπτεται ὑπὸ μεγάλης εἰκόνος αὐτοῦ, ἐφ᾿ ἧς ἔχει τοποθετηθῆ ὕαλος καὶ ἐπὶ τῆς ὁποίας εἶχον ἐναποτεθῆ ἀμάραντα ἄνθη τοῦ Ἄθωνος.

Τὸ σύνολον τῆς ἐκκλησίας ἐκείνης, ἐν τῇ ὁποίᾳ καὶ ταύτῃ διαφαίνεται Ὁὁ Βυζαντινὸς πολιτσμός, καὶ τὸ βυζαντινὸν μεγαλεῖον, παρουσιάζει αὐτὴν μᾶλλον ἀνοικτὴν καὶ εὐάερον καὶ δὲν ἐνέχει τὸ μυστηριῶδες ὅπως ἡ μεγάλη ἐκκλησία τοῦ Βατοπεδίου.

-Ἡ ὥρα δωδεκάτη, μοὶ λέγει ὁ πατὴρ Κορνήλιος, ἂς μεταβῶμεν νὰ φάγωμεν καὶ τὰ λοιπὰ τὰ βλέπωμεν μετὰ μεσημβρίαν.

* * *

Κεφάλαιον Θ´. Ξενάγησις εἰς τὰ Κειμήλια τῆς Μονῆς τῆς Λαύρας.

Ἐξήλθομεν τῆς ἐκκλησίας καὶ ἐπανήλθομεν εἰς τὸ γραφεῖον. Ὁ πατὴρ Ἡσύχιος μᾶς ἀνέμενεν ἐκεῖ. Ἐκ τοῦ γραφείου, εὑρισκομένους εἰς τὸ ἰσόγειον, ἀνήλθομεν εἰς τὸ Συνοδικόν. Εἶναι τοῦτο νέον οἴκημα μεγαλοπρεπέστατον καὶ καθαρώτατον καὶ καλῶς ἐπιπλωμένον, ἔχει εὐρύτατον ἐξώστην, ἐκ τοῦ ὁποίου βλέπει τις τὴν θάλασσαν καὶ ἀπὸ τοῦ κόλπου τοῦ Ὀρφανοῦ μέχρι τῆς Κασσανδρείας, δηλαδὴ ὡς ἀνωτέρω, τὰ 5/8 τοῦ ὁρίζοντος.

Εἰς τὴν μεγάλην αἴθουσαν τοῦ Συνοδικοῦ εἶχε στρωθεῖ τράπεζα, συνέφαγον μὲ ἀμφοτέρους Ἡσύχιον καὶ Κορνήλιον. Τὸ ἀπόγευμα, κατὰ προαποφασισθέντα μετέβημεν μετὰ τοῦ πατρὸς Κορνηλίου καὶ ἐπεσκέφθημεν τὴν Βιβλιοθήκην.

Εἶναι τοῦτο ἰδιαίτερο οἰκοδόμημα ἐκ τριῶν εὐρυχώρων δωματίων. Εἰς τὸ πρῶτον εὑρίσκονται διάφορα κειμήλια τῆς Μονῆς, οἷον ὁ ἐκ χρυσοῦ σάκκος τοῦ αὐτοκράτορος Νικηφόρου Φωκᾶ, ζυγίζων ὀκάδας δέκα ἑπτά. Ὁ σάκκος οὗτος ἀποτελεῖται ἐκ κρίκων μικρῶν συνδεδεμένων μετ᾿ ἀλλήλων καταλλήλως, ὥστε τὸ ὅλον ν᾿ ἀποτελῆ ὕφασιν. Ἐκτὸς τούτου μοῦ ἔδειξε καὶ τὴν μήτραν τοῦ αὐτοῦ αὐτοκράτορος ἐκ χρυσοῦ καὶ ταύτην κεκοσμημένην διὰ μεγάλων ἀδαμάντων ὡς καὶ διαφόρους ἄλλας μήτρας ἄλλων βασιλέων καὶ μητροπολιτῶν καὶ πατριαρχῶν. Μοῦ ἐπέδειξε κεφαλὴν ὄφεος ἐξ ἀργύρου, ἔχουσαν τὴν ἰδιότητα ἵνα, ὅταν δηχθῇ τις ὑπὸ ὄφεος καὶ δι᾿ ὕδατος, εἰς ὃ ἔβαπτίζομεν αὐτήν, πλύνωμεν τὸ δηχθὲν μέρος, ἐπέρχεται ἡ ἴασις τοῦ δήγματος, καὶ πλεῖστα ὅσα ἄλλα κειμήλια, τὰ ὁποῖα ἐν συνόλῳ ἀποτελοῦν ὁλόκληρον μουσεῖον, καὶ δὴ πραγμάτων ἀρχαίων, τὰ ὁποῖα δὲν εὑρίσκει τις εἰς τὰ ἐν τῷ κόσμῳ μουσεῖα. Ἰδιαιτέρως ἐπέσυρε τὴν προσοχήν μου Εὐαγγέλιον χειρόγραφον ἐκ παπύρου καλλίστης ποιότητος γραφὲν διὰ τῆς χειρὸς τοῦ αὐτοκράτορος Νικηφόρου Φωκᾶ, μὲ γραφὴν βυζαντινήν, δηλαδὴ ἐκείνην, καθ᾿ ἣν τὰ γράμματα ἑνοῦνται καὶ τοῦτο παρέχει δυσκολίαν, εἰς τὸν μὴ πεπειραμένον ἀναγνώστην ν᾿ ἀναγνώσει εὐχερῶς αὐτό. Εἰς τὸ τέλος τοῦ Εὐαγγελίου τούτου ὑπάρχει ἡ πρὸς τὴν Λαύραν ἀφιέρωσις αὐτοῦ (ὅπερ σημειωθήτω εἶναι χρυσόδετον, φέρει δὲ ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ ἐξωφύλλου καὶ μεγάλους τινὰς ἀδάμαντας) διὰ μεγάλων κοκκίνων γραμμάτων μὲ τὴν ὑπογραφὴν τοῦ αὐτοκράτορος, μὲ τὰ ἴδια γράμματα λίαν εὐδιακρίτως γεγραμμένην καὶ τὸν τίτλον του «Αὐτοκράτωρ Ῥωμαίων».

Ἐκεῖθεν  διηυθύνθημεν πρὸς τὸ δεύτερον δωμάτιον, ὅπερ κατάμεστον ἐκ παλαιοτάτων χειρογράφων ἐπὶ προθηκῶν, μὲ τὴν οἰκείαν σημείωσίν του ἕκαστον· εἶδον ἐκεῖ χειρόγραφον Εὐαγγέλιον τοῦ Ε´ μ. Χ. αἰῶνος, ὅπερ μοῦ ὑπέδειξεν ὁ πατὴρ Κορνήλιος. Εἶχον μέχρι τότε τὴν γνώμην, ὅτι διαμέσου τῶν αἰώνων τὸ Εὐαγγέλιον ὑπέστη διαφόρους παραλλαγάς, ἀπὸ μεταγραφῆς εἰς μεταγραφήν, καὶ ἀπὸ ἐκδόσεως εἰς ἔκδοσιν, ἀλλ᾿ ἡ ἀντιπαραβολὴ χωρίων αὐτοῦ, πρὸς τὰ ἀνάλογα τῶν σημερινῶν ἐκδόσεων, μὲ ἔπεισε περὶ τοῦ ἐναντίου.

Ἔλαβον καὶ ἐγὼ τυχαίως τόμους τινάς, ὄχι βεβαίως νὰ μελετήσω ἀλλὰ ἐκ συνηθείας διὰ νὰ ἱκανοποίησω τὴν περιέργειάν μου. Ὁ πρῶτος, ὡραῖον καὶ ὀγκῶδες χειρόγραφον συγγραφὲν παρὰ διασήμου ἐγγραμμάτου μοναχοῦ, λέγει ἐν ἀρχῇ: «σοφὸν ἀπεργάζται τὸν διεξερχόμενον τὸ παρόν». Ὁ δὲ δεύτερος ἦτο Ψαλτήριον γραφὲν καὶ συγγραφέν, παρ᾿ ἑτέρου διασήμου μοναχοῦ, εἰς μέτρον καὶ γλῶσσαν καὶ λέξεις τοῦ Ὀμήρου. Ἐθαύμασα τῇ ἀληθείᾳ τὴν δύναμιν τῶν μαθήσεων τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου νὰ δυνηθῆ καὶ ἀποδώσει μὲ μέτρον, λέξεις καὶ γλῶσσαν τοῦ ὀμήρου, τὸ Ψαλτήριον. Ὁ τρίτος, φιλοσοφικὸν βιβλίον, ἑτέρου ἐμβριθοῦς καὶ ἐγγραμμάτου μοναχοῦ, ἐκ τοῦ ὁποίου ἔλλειπεν ὁλόκληρος σελίς, ἀφαιρεθεῖσα ἐκεῖθεν διὰ ψαλίδος. –Δουλειὰ κάποιου Γάλλου μελετητοῦ, μοῦ λέγει ὁ πατὴρ Κορνήλιος, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸν ὡραῖον αὐτὸν τρόπο ἠθέλησε νὰ μᾶς κλέψει μίαν σελίδα. -Ὥστε, ἀλλὰ Γαλλικά, ἀπαντῶ. –Ναί, ἀλλ᾿ ἴσως καὶ Γερμανικά, μοῦ ἀπαντᾶ οὗτος, ἵνα μὴ ἀδικῶμεν καὶ εἰδικῶς τοὺς Γάλλους.

-Ἂς ὑπάγωμεν, εἶτα λέγω πρὸς τὸν πατέρα Κορνήλιον. –Ποῦ;, μοὶ λέγει οὗτος. –Ν᾿ ἀπέλθωμεν, ἀπαντω. –Διατί;, ἐπανερωτᾶ. –Διότι ἐκουράσθην, ἀκούων, βλέπων, θαυμάζων, πάτερ Κορνήλιε. –Στάσου, μοὶ λέγει, τοὐλάχιστον νὰ ἴδεις καὶ τὴν βιβλιοθήκην τῶν ἐντύπων, ὀλίγα Χρυσόβουλα, Ἀργυρόβουλα καὶ Κηρόβουλα καὶ εἶτα θὰ ἀπέλθωμεν.

Εἰσήλθομεν εἰς τὸ τρίτον δωμάτιον. Ἡ αὐτὴ τάξις εἰς τὴν ταξινόμησιν τῶν βιβλίων. Ὑπάρχουσιν ἐκεῖ τόμοι ἐπὶ τόμων, ἀπὸ τῆς ἀνακαλύψεως τῆς τυπογραφίας, ἐκδοθέντες μέχρι σήμερον.

Ἔκ τινος ἑρμαρίου ἀποσύρει πολλὰ Χρυσόβουλα, Ἀργυρόβουλα καὶ Κηρόβουλα,. Μοὶ δεικνύει αὐτὰς τὰς ὑπογραφὰς τῶν αὐτοκρατόρων, μὲ τὸν γενικὸν τίτλον: «Αὐτοκράτωρ τῶν Ῥωμαίων». Ἀλλα, τί εἶναι Χρυσόβουλα, Ἀργυρόβουλα καὶ Κηρόβουλα;

Οἱ Βυζαντινοὶ αὐτοκράτορες, ἐκδίδοντες τὰ διάφορα Διατάγματά των, ἐσφράγιζον αὐτά· ἀλλ᾿ ἡ σφραγὶς ἐτίθετο, οὐχὶ ὡς σήμερον διὰ μελάνης, ἀλλ᾿ ἀναλόγως τῆς σπουδαιότητος ἢ μὴ τοῦ ἐγγράφου, διὰ χρυσοῦ, ἀργύρου ἢ καὶ κηροῦ κάτωθεν τοῦ ἐγγράφου, διὰ μεταξίνου νήματος ἐξηρτημένου, ὅπερ εἶτα ἐπιέζετο ἰσχυρῶς διὰ καταλλήλου μηχανήματος καὶ ἐξετυποῦτο οὕτω ἐπ᾿ αὐτοῦ ἡ σφραγὶς τοῦ αὐτοκράτορος. Ἡ γλῶσσα τῶν Αὐτοκρατορικῶν Διαταγμάτων ἦτο ὡραία, ἐξεφράζοντο ἐν αὐτοῖς οἱ Αὐτοκράτορες κάπως πρακτικογραφικῶς, ἥτις ἔκφρασις προσέδιδεν εἰς τὰ Διατάγματα μεγαλοπρέπειαν.

Ἀναλόγως τοῦ χρυσοῦ, ἀργύρου ἢ κηροῦ, ὀνομάζοντο ταῦτα Χρυσόβουλα, Ἀργυρόβουλα ἢ Κηρόβουλα. Ἀπερχομένου ἡμῶν τῆς πλουσίας ἐκείνης βιβλιοθήκης, ὁ πατὴρ Κορνήλιος μοὶ ἐπέδειξεν φαρέτραν ἐν τῇ ὁποίᾳ ἀρχαία βέλη, καὶ ἐπὶ τῆς ὁποίας ἀραβικὴ ἐπιγραφή, λέγουσα, ὡς μετὰ δυσκολίας ὁ πατὴρ Κορνήλιος ἠδυνήθη νὰ μοὶ ἐξηγήση: «ὁ φέρων ταύτην καθίσταται ἀκατάβλητος καὶ ἰσχυρός».

* * *

Κεφάλαιον Ι´. Ἀναχώρησις ἐκ τῆς Μονῆς Λαύρας

Ἀπήλθομεν ἐκ τῆς Βιβλιοθήκης, μετέβημεν εἰς τὸ γραφεῖον καὶ ὁ συνοδεύων με γέρων Κορνήλιος, ἠθέλησε νὰ συνεχίσει καὶ ἐκεῖ, ἵνα μοὶ δέιξει δὲ τὸν τιμάριθμον τῆς ζωῆς, κατὰ τὸ ἔτος 1821. Μοῦ ὑπέδειξε λογαριασμοὺς τῆς τότε ἐποχῆς, ἐξ ὧν ἐνθυμοῦμαι, ὅτι, ὡς γράφεται εἰς τοὺς λογαριασμούς, ἓν βρακὶ καὶ ἓν ζεῦγος παπούτσια, ἐτιμῶντο 4 γρόσια! Μοῦ ἔδειξεν ἐκεῖ ὑπογραφὰς διαφόρων Πατριαρχῶν καὶ Μητροπολιτῶν, συνισταμένας εἰς διαφόρους διαποικιλισμοὺς ἐκ γραμμῶν, ἐντὸς τῶν ὁποίων τὰ γράμματα τῆς ὑπογραφῆς, ἅτινα ὄντα ζωηρότερα ἠδύναντο ν᾿ ἀναγινώσκονται εὐχερῶς καὶ αἵτινες γραμμαὶ καὶ διαποικιλισμοί, ἀποτελοῦσι παραλληλόγραμμα ἐν οἷς ἡ ὑπογραφή.

Τὸ ἑσπέρας μὲ ἐσυντρόφευσαν πάλιν εἰς τὸ φαγητόν, οἱ καὶ κατὰ τὴν μεσημβρίαν συντροφεύσαντές με Ἡσύχιος καὶ Κορνήλιος. Μοῦ ὑπεσχέθησαν τὴν ἑπομένην, λίαν πρωΐ, θὰ ἔχουσιν ἑτοίμην λέμβον, ἵνα μὲ μεταφέρει εἰς τὴν Μονὴν Ἰβήρων, ἵνα ἐκεῖθεν μεταβῶ εἰς Καρυάς. Τοὺς εἶπον ὅτι θὰ ἐπισκεφθῶ καὶ αὖθις τὴν Μονήν των, ἵνα ἀνέλθω ἐπὶ τοῦ Ἄθωνος καὶ ἴδω τὸ Νεώρειόν του. Μοῦ ἀπήντησαν οὗτοι, ὅτι ὅποτε ἤθελον θὰ τοὺς εὕρισκα προθύμους. Ἠγάπησα τῇ ἀληθείᾳ, τοὺς λαμπροὺς ἐκείνους ἄνδρας, ἀειμνήστους ἀμφοτέρους ἤδη, οἵτινες τόσην προθυμίαν καὶ καλωσύνην ἐδείκνυον ἀπέναντί μου καὶ τόσον λαμπρῶς μὲ ἐπεριποιήθησαν. Ἐκοιμήθημεν εἶτα, καὶ λίαν πρωΐ ἐξυπνήσας κατῆλθον εἰς τὴν παραλίαν καὶ ἐπιβιβασθεὶς τῆς ἀναμενούσης λέμβου, διηυθύνθην πρὸς τὴν Μονὴν Ἰβήρων. Μεταξὺ Λαύρας καὶ Ἰβήρων ὑπάρχει ὁ πολὺς Μυλοπόταμος, τουτέστην κελλίον ἐπὶ βράχου παρὰ τὴν θάλασσαν. Ἐκεῖ, ἐπὶ 17ετίαν ἔζησεν ὁ πολὺς Πατριάρχης Ἰωακείμ. Διηρχόμην ἐκεῖθεν, καθ᾿ ὃν χρόνον ὁ ἀνατέλλων ἥλιος ἔῤῥιπτεν ἐπ᾿ αὐτοῦ χρυσᾶς ἀκτίνας, καθιστώσας τὸ θέαμα ἀληθῶς μεγαλειῶδες. «Ὡραιοτέραν διαμονὴν δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ εὕρη ὁ Πατριάρχης», ἐσκέφθην κατ᾿ ἐμαυτόν.

Εἶτα ἔφθασα εἰς τὴν Μονὴν Ἰβήρων. Οἱ Ἰβηρῖται, μόλι μὲ εἶδον μὲ παρεκάλεσαν νὰ μείνω, νὰ μὲ περιποιηθοῦν, νὰ ἴδω τὰ κειμήλιά των, τὰς βιβλιοθήκας των καὶ πᾶν τὸ ἀξιοθέατον. Παρέλειψαν ὅμως τὸ σπουδαιότερον κατ᾿ ἐμέ, τὸ ὁποῖον καὶ ἐγὼ ἠγνόουν τότε παντελῶς· δηλαδή, τὸ συντελούμενον ἐκεῖ θαῦμα, ὅπερ κατόπιν ἔμαθον, νὰ κινῆται δηλαδή, ἡ πρὸ τῆς ὡραίς Πύλης μεγάλη κανδήλα τῆς μεγάλης ἐκκλησίας τῆς Μονῆς, αὐτομάτως περὶ οὗ ἀνωτέρω. -Ἀδύνατον, εἶπον εἰς αὐτούς, καθ᾿ ὅσον εἶδον καὶ ἤκουσα τόσα πράγματα ἐν Λαύρᾳ. Δὲν εἶναι δὲ εὔκολον νὰ ἔχει τις θρησκευτικὰς συνεχῶς ἐντυπώσεις. Θὰ ἀναπαυθῶ ἐν Καρυαῖς 8-10 ἡμέρας καὶ θὰ ἔλθω κατόπιν.

Μετὰ τὴν ἐπιμονήν μου, μοῦ ἔδωσαν ἓν ζῶον, καἲ ἀνῆλθον ἐπ᾿ αὐτοῦ, εἰς διάστημα ὀλιγώτερον τῆς ὥρας, εἰς Καρυάς. Ὁ Τσορτός, εἶχε παρασκευάσει τὸ φαγητόν. Μὲ ἀνέμενεν, ἐφάγαμεν καὶ ἐκοιμήθην. Ἔναυλοι ἦσαν εἰς τὰ ὦτά μου οἱ λόγοι τοῦ πατρὸς Κορνηλίου, «ὁ Κουκουζέλης, ἡ Παναγία, τὰ Χρυσόβουλα, τὰ χειρόγραφα», κ.λ.π.

* * *

Κεφάλαιον ΙΑ´. Ψυχαγωγία εἰς τὴν Μονὴν Κουτλουμουσίου. Ἐπίσκεψις εἰς τὴν Σκήτην τοῦ Σεραγίου.

Ἔμεινα εἰς Καρυάς, περὶ τὰς 12 ἡμέρας. Ἔξωθι τῶν Καρυῶν, εὑρίσκεται ἡ μικρὰ σχετικῶς Μονὴ τοῦ Κουτλουμουσίου. Κοινόβιος αὕτη καὶ αὐστηρὰ εἰς τὰ κοινοβιακὰ ἤθη καὶ ἔθιμα. Ἐγνώρισα τὸν ἡγούμενόν της Δαμασκηνόν, ἄνδρα ἔντιμον, ἔξυπνον καὶ πεπειραμένον. Τὴν μικρὰν ταύτην Μονήν, ἐπεσκεπτόμην συχνὰ κατὰ τὰς ὥρας τῆς σχολῆς μου καὶ ἔλεγον εἰς τὸν Ἡγούμενον τὰς ἐντυπώσεις μου ἐκ τῆς Λαύρας. -Ἔχομεν καὶ ἡμεῖς, μοῦ ἀπαντᾶ οὗτος, Χρυσόβουλα, Βιβλιοθήκας, κειμήλια κ.λ.π., ἂν θέλεις νὰ σοῦ τὰ δείξω. -Ἂς ἀφήσωμεν ἐν μέλλοντι τοῦτο, ἀπαντῶ, πάτερ Δαμασκηνέ, καὶ σκέψου πῶς θὰ μὲ ψυχαγωγήσεις. Ἔχω ἕνα καὶ πλέον μῆνα ἐν Ἁγίῳ Ὄρει καὶ δὲν ἀκούω, δὲν βλέπω ἄλλοτι, παρὰ μόνον θρησκείαν. –Θὰ ἐπιχειρήσω, μοῦ λέγει οὗτος.

Εἶχεν ἓν ὡρολόγιον μὲ μουσικήν, εἰς τὸ ὁποῖον ὅταν ἔθετέ τις πλάκας ἐκ μετάλλου καταλλήλως ἐσκαλισμένας, ὡς αἱ πλᾶκες περίπου τοῦ φωνογράφου, εἰς τὸ ὑπὸ τὸ ὡρολόγιον μηχάνημα, ἔπαιζε τοῦτο διάφορα κομμάτια δυνάμει αὐτῶν, οἷον Ῥιγολέτον, Φάουστ, Μαζούρκαν, πόλκα, βάλς κ.λ.π. Ἡ μουσικὴ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει εἶναι αὐστηρῶς ἀπηγορευμένη, ἐν τούτοις, ἐπειδὴ ἐπρόκειτο περὶ ψυχαγωγίας τοῦ ἀστυνόμου των, ἐξαιρετικῶς ἐπετράπη. Διῆλθον εὐχαρίστως μίαν-δύο ὥρας, ἀκούων μουσικὴν τοῦ πολλοῦ Βέρντι κ.λ.π. μουσουργῶν.

-Σοῦ φθάνει αὐτό, μοῦ λέγει ὁ πατὴρ Δαμασκηνός, ἢ θέλεις ἀκόμη; Καὶ χωρὶς νὰ ἀναμένει κἂν ἀπάντησιν ὁ Ζακύνθιος Δαμασκηνός, δεινὸς χορευτὴς αὐτός, ἐκάλεσε καὶ ἄλλους τινὰς καλογήρους χορευτάς, καὶ τούτους, οὓς ἐγνώριζεν (οἱ τῆς Μονῆς Κουτλουμουσίου κατάγονται ἐκ Ζακύνθου, Λευκάδος καὶ ἐν γένει τῆς Ἑπτανήσου καὶ συνεπῶς πολλοὶ ἐγνώριζον χορόν) καὶ ἀπηρτίσθησαν ἐξ αὐτῶν 5-6 ζεύγη, τὰ ὁποῖα ἐπὶ ὥραν καὶ πλέον ἐχόρευον. Οὕτω ἠδυνήθη ὁ πατὴρ Δαμασκηνός, νὰ ψυχαγωγήσει τὸν ξένον του. Ηὐχαρίστησα αὐτὸν θερμῶς ἐπὶ τούτῳ καὶ ἐπανῆλθον εἰς Καρυάς.

Κατ᾿ ἄλλας ἡμέρας ἐπεσκέφθην τὸ μεγαλοπρεπὲς Ῥωσσικὸν Σεράγιον. Ὁ Δικαῖος αὐτοῦ, ἐγνώριζε λαμπρῶς τὰ ἑλληνικά, μοῦ ἔδειξε τὰ διάφορα διαμερίσματα τῆς Σκήτης, οἷον τὸ ῥαφεῖον, τὸ νοσοκομεῖον, τὸ φαρμακεῖον, τὸ ἑστιατόρειον κ.λ.π.

Παρηκολούθησα τὴν ῥωσσιστὴ γενομένην λειτουργίαν μὲ τὴν ῥωσσικὴν τετραφωνίαν, εἶδον τὸ ἄλλοτε μικρὸν ἐκεῖ ἑλληνικὸν Κελλίον λαμπρῶς διατηρούμενον καὶ τιμώμενον, καὶ προσέτι τὰ μεγάλα ῥωσσικὰ Κελλία τῶν ῥώσσων Ἀντωνίου καὶ Μπολοζέρη, οἱ ὁποῖοι τόσον λαμπρῶς γνωρίζουν τὰ ἑλληνικά, ὥστε μετὰ δυσκολία διέκρινέ τις ὅτι εἶναι Ῥώσσοι καὶ δὴ πανσλαβισταί, ἐκ τῶν τεταγμένων διὰ τὸν ἐκρωσσισμὸν τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Οὗτοι, οἱ θελήσαντες κατόπιν νὰ μὲ δωροδοκήσωσι καὶ ἰδία ὁ δεύτερος, ὅστις καὶ προσέφερεν ὁποιοδήποτε ποσὸν ἤθελον ὁρίσει, ἐπὶ σοβαρωτάτου ἐθνικοῦ των ζητήματος, καὶ ταῦτα οὐχὶ διὰ θετικήν μου τινὰ πράξιν καὶ ἐνέργειαν, ἀλλὰ ἁπλῶς ἐξαγοράζοντες τὴν ἀδιαφορίαν μου· ἃς προτάσεις ἀπέῤῥιψα, καὶ περὶ ὧν ἐν καιρῷ προσήκοντι.

* * *

Κεφάλαιον ΙΒ´. Γνωριμία μετὰ τοῦ Εἰρηνοδίκη Ἱερισσοῦ.

Ἐν Καρυαῖς ἐγνώρισα ἐλθόντα, τὸν εἰρηνοδίκην Ἱερισσοῦ Πᾶνον Νικόπουλον, ἀπὸ τὸ Ναζίρη τῆς Καλαμάτας, λαμπρὸν νέον ὑπὸ πᾶσαν ἔποψιν. Ἦτο διορισμένος εἰς Ἱερισσόν, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ τὸ Ἅγιον Ὄρος ἦτο δικαιοδοσία του, ἤρχετο ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν διὰ προανακρίσεις καὶ ἄλλας ὑπηρεσιακάς του ἀσχολίας, παρέμενε δύο-τρεῖς ἡμέρας καὶ ἀνεχώρει ἐπανερχόμενος εἰς τὴν θέσιν του. –Πῶς τὰ περνᾶς μὲ τοὺς καλογήρους;, μοῦ λέγει. –Καλῶς, τοῦ ἀπαντῶ, ἀλλ᾿ ἤρχισε νὰ πλήττω. –Θὰ συνηθίσεις, μοῦ λέγει, ἔτσι εἶναι εἰς τὰς ἀρχάς. Ὁ Βαλλιᾶνος ὁ τηλεγραφητής, εἶναι λαμπρὸς ἄνθρωπος καὶ μὲ αὐτὸν θὰ δύνασαι εὐχαρίστως νὰ διέρχησαι τὰς ὥρας τῆς σχολῆς σου. –Αὐτὸ εἶναι ἀληθέστατον, ἀπαντῶ. -Πᾶμε νὰ τὸν ἴδωμεν;, ἐρωτᾶ. –Εὐχαριστῶς, τοῦ ἀπαντῶ καὶ μετέβημεν παρ᾿ αὐτῷ.

Εὕρομεν αὐτὸν κατ᾿ ἐκείνην τὴν ὥραν ἀποσφραγίζοντα ἀφιχθὲν ταχυδρομεῖον καὶ ἦτο ἀπησχολημένος· ἐν τούτοις μᾶς ὑπεδέχθη μειδιῶν. -Ὡρίστε, ὡρίστε, λέγει, καὶ ἐκαθήσαμεν ὀλίγον, παρακολουθοῦντες αὐτὸν ἐργαζόμενον καὶ ταξινομοῦντα τὴν ἀλληλογραφίαν.

Ὁ εἰρηνοδίκης παρεκάλεσε νὰ τῷ ἐπιτραπῇ καὶ ἐπικοινωνήσει διὰ τοῦ τηλεφώνου μὲ τὴν Ἱερισσόν, διὰ ζήτημά τι καὶ ἀπησχολήθη εἰς αὐτό. Ἐγώ, παρηκολούουν αὐτόν, ἐνδιαφερόμενος νὰ λάβω ὑπηρεσιακά μου ἔγγραφα καὶ ἐπιστολάς. Ἔβλεπον αὐτόν, τινὰς τῶν ὑπηρεσιακῶν του φακέλων, πρὶν τοὺς ἀνοίξει νὰ τοὺς θέτει εἰς τὸ Ἀρχεῖον. –Τί φάκελοι εἶναι τούτοι;, μετ᾿ ἀπορίας ἐρωτῶ. –Μοῦ ζητεῖται λόγος διὰ δεκάτην ἴσως φοράν, ἀδίκως, καὶ τοὺς πληρώνω μὲ τὸ νόμισμα ποῦ τοὺς χρειάζεται, ἀπαντᾶ οὗτος. Ἄλλως τὸ χειμῶνα ἔχομεν ἀνάγκην ἀπὸ καύσιμον ὕλην καὶ χρειάζονται. Ἠπόρουν μὲ τὸ θάῤῥος τοῦ ἀνθρώπου· γελᾶ παταγωδῶς, ἀπὸ τοῦ ἐκεῖ που τηλεφώνου, ἀκούσας τὴν μετὰ τοῦ Βαλλιάνου διαλογικήν μου συζήτησιν, ὁ Εἰρηνοδίκης· ἐγέλασα δὲ καὶ ἐγὼ μὲ τὸν τρόπον καθ᾿ ὃν ἀπήντα εἰς τοὺς προϊσταμένους του ὁ Βαλλιᾶνος.

Ἀπήλθομεν ἐκεῖθεν. Ἐκάλεσα τὸν Εἰρηνοδίκην εἰς γεῦμα, τὸν ἐπεριποιήθην ἐφ᾿ ὅσον μοῦ ἦτο δυνατὸν καλλίτερον καὶ μετὰ τὸ γεῦμα ἀπῆλθε νὰ κοιμηθῇ ἐπ᾿ ὀλίγον, παρά τινι γνωστῷ του, καθ᾿ ὅσον δὲν διέθετον δι᾿ αὐτὸν κλίνην κατάλληλον· καὶ περὶ ὥραν 3 ½ μετὰ μεσημβρίαν, μὲ ἐπεσκέφθη ἐκ νέου. Μὲ ηὗρε πυρέσσοντα, μὲ ἰσχυρὸν πυρετὸν 41 βαθμῶν καὶ πλέον καὶ παραμιλοῦντα. Ἠρώτησε τοὺς ὑπαξιωματικούς μου, διατί καὶ πῶς ἠσθένησα. Ἀπήντησαν δὲ οὗτοι ὅτι, οὔτε ἐγνώριζαν κἂν ὅτι ἤμουν ἀσθενής. Ἐπέπληξεν αὐτοὺς τότε οὗτος, τοὺς ἀπέστειλε καὶ ἐκάλεσαν τὸν ἰατρόν, ὅστις μοὶ ὥρισε φάρμακα, τὰ ὁποῖα καὶ τὰ ἐπρομηθεύθη. Μοῦ ἔδωσε τὴν πρώτην δόσιν καὶ παρήγγειλεν εἰς κάποιον ὑπενωματάρχην, μετὰ ἡμίσειαν ὥραν νὰ μοὶ δώσει τὴν δευτέραν καὶ μετὰ μίαν ὥραν τὴν τρίτην καὶ ἀπῆλθε. Μετὰ τὴν λῆψιν τῆς τρίτης δόσεως, ἠσθάνθην τὸν ἑαυτόν μου συνελθόντα· ἔβλεπον τὸν ὑπενωματάρχην δίδοντά μοι δόσιν φαρμάκου. –Τί συμβαίνει;, τὸν ἐρωτῶ. Μοὶ διηγήθη τὰ διατρέξαντα. Τόσον κεραυνοβόλον καὶ ἰσχυρὸν πυρετὸν καὶ ἀναισθήσιαν -ἴσως προσήγγισα τοὺς 42 βαθμούς-, ὅμολογῶ ὅτι τὸ πρῶτον ἐδοκίμαζον, ἀλλὰ καὶ τόσον σύντομον καὶ ἀποτελεσματικὴ καὶ ταχεῖαν τὴν θεραπείαν.

Ἔμεινα εἰς τὴν κλίνην μου μέεχρι τῆς 5ης μετὰ μεσημβρίαν, ὅτε ἠσθάνθην ἐμαυτὸν συνελθόντα τελείως καὶ ἀπύρετον, καὶ ὡς νὰ μὴν εἶχε συμβῆ τι, ἠγέρθην, ἐνίφθην, οὔτε πυρετὸς οὔτε κούρασίς τις πλέον. Στὰς 6 μὲ ἐπεσκέφθη καὶ πάλιν ὁ εἰρηνοδίκης. –Ζωντάνεψες;, μοῦ λέγει. –Ναί, τοῦ ἀπαντῶ. –Μωρέ, τί ἦτο ἐκεῖνο, φοβερὸ πρᾶγμα, ἔκαιες εἰς βαθμὸν ἀπίστευτον, ὅτε ἐπλησίαζες τοὺς 42 βαθμούς, ἐφοβήθην. Τὸν ηὐχαρίστησα θερμῶς διὰ τὰς περιποιήσεις του καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του. –Πᾶμε, μοῦ λέει, τώρα εἶσαι καλά. Μετέβημεν στὸ Κονάκιον τῆς Μονῆς Διονυσίου. Ὁ βοηθὸς τοῦ Ἀντιπροσώπου, ἐν ἀπουσίᾳ αὐτοῦ, μᾶς ὑπεδέχθη, μᾶς ἔφερεν ὡραῖα σῦκα φρέσκα μεγάλα, δέκα ἐξ αὐτῶν δὲν ἐχώρουν εἰς ἓν πιᾶτο· ἀπ᾿ ἔξω μαῦρα ἀπὸ μέσα κόκκινα. Ἔφαγα τὰ ἡμίση ἐκ τούτων.

Κατόπιν, μᾶς ἐκέρασεν ὡραῖο μαῦρο κρασί. Ἡ Μονὴ Διονυσίου ἔχει ἀμπέλους εἰς θέσιν τινά, ἐξ ἧς παράγεται θαυμάσιος μαῦρος οἶνος καὶ οὕτως ἀντὶ φαρμάκων ἔτρωγον σῦκα καὶ ἔπινον οἶνον.

Ἐν τούτοις, ἡ θεραπευτική των ἦτο ἀποτελεσματικωτάτη.

Ὁ Εἰρηνοδίκης ἤξευρε τὶ ἔκαμνε. -Ἤδη, μοῦ λέγει οὗτος, θ᾿ ἀπέλθω, θὰ κοιμηθῶ εἰς κάποιο Κελλίον, ἡμίσειαν ὥραν μακρὰν ἐντεῦθεν, καὶ αὔριο θὰ μεταβῶ εἰς τὴν Μονὴν Ἐσφιγμένου. Θὰ ἐνεργήσω καὶ ἐκεῖ κάποιαν προανάκρισιν, καὶ ἐκεῖθεν θὰ μεταβῶ εἰς τὴν θέσιν μου. (Ἡ Μονὴ Ἐσφιγμένου εἶναι ἡ πλησιεστέρα πρὸς τὴν Ἱερισσόν). Μὲ ἀπεχαιρέτησε, τὸν εὐχαρίστησα, καὶ αὖθις καὶ ἀπῆλθεν.

* * *

Κεφάλαιον ΙΓ´. Εἰς τὴν Μονὴν τῶν Ἰβήρων.

Ἡ ἐν Καρυαῖς ζωή μου, προϊόντος τοῦ χρόνου, ἐκανονίσθη ὡς ἑξῆς: Τὴν πρωΐαν 3 ½ -4 μετέβαινον εἰς τὸν Ὄρθρον καὶ παρηκολούθουν τὴν ἀκολουθία αὐτοῦ, κατόπιν τὴν τῆς Λειτουργίας. Μετὰ τὴν ἀπόλυσιν ἐλάμβανον τὸν καφέ μου εἰς τὴν Ἱερὰν Κοινότητα. Εἴτα μετέβαινον μέχρι μεσημβρίας εἰς τὸ γραφεῖόν μου, τὸ μεημέρι ἔτρωγον μετὰ τῶν ὑφισταμένων μου εἰς τὴν κοινὴν τράπεζαν, ἀνεπαυόμην ὀίγον· μετὰ μεσημβρίας καὶ αὖθις γραφεῖον, περὶ ὥραν 4 ἐξηρχόμην καὶ μετέβαινον εἰς τὸν Ἑπερινόν, καὶ εἶτα εἰς περίπατον 1-2 ὥρας. Τὴν 8ην παρετίθετο τὸ δεῖπνον, κατόπιν πάλιν εἰς τὴν ἐκκλησίαν διὰ τὴν παρακολούθησιν τοῦ Ἀποδείπνου καὶ εἶτα τοῦ Θεοτοκαρίου. Ἐκοιμώμην περὶ ὥραν 10-10 ½  καὶ τὴν ἑπομένην τὰ αὐτά, συμφώνως πρὸς τὰς συνηθείας τῶν μοναχῶν, τὰς ὁποίας ὤφειλα, ὡς Ἀρχὴ τοῦ τόπου των νὰ σεβασθῶ καὶ παρακολουθήσω, πρᾶγμα ὅπερ εὐχαρίστως ἔπραττον.

Ἐπλησίαζεν ἤδη εἰς τὰ μέσα ὁ Ὀκτώβριος. Πρωΐαν τινά, βλέπω εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ Ἀστυνομικοῦ Καταστήματος περὶ τὰ εἴκοσι ζύγια καυσόξυλα. Τὰ ἔφερεν ἐκεῖ ἡ Μονὴ Βατοπεδίου. Ἐρωτῶ διατί, καὶ μοῦ δίδεται ἡ ἀπάντησις, ὅτι κάθε Μονὴ ἔχει ὑποχρέωση νὰ παραδώσει τῇ Ἀστυνομίᾳ 20 ζύγια καυσόξυλα διὰ τὸν χειμῶνα. Οὕτω, 20Χ20 κάμνουν 400 ζύγια καυσόξυλα. Ἐγέμισα οὕτω τὰς ἀποθήκας μου καὶ ἐξησφαλίσθην δι᾿ ὅλον τὸν χειμῶνα.

Ἐσκεπτόμην ὅτι ἠργοπόρουν διὰ τὴ ἐπίσκεψιν τῶν ὑπολοίπων δέκα ἑπτὰ Μονῶν, ἄλλως διάφορα ζητήματα αὐτῶν μὲ ἐκάλουν τὰ μεταβῶ παρ᾿ αὐταῖς. Ἐσυνήθισα πλέον καὶ μὲ τὴν ζωὴν τῶν Μονῶν καὶ τῶν μοναχῶν, καὶ ἔλεγον δὲν θὰ ἐδυσκολευόμην πλέον νὰ διέλθω ὅλας. Μετέβην τὸ πρῶτον εἰς τὴν Μονὴν Ἰβήρων, ἥτις ἀποτελεῖ παραλληλόγραμμον, θεωρεῖται αὕτη καὶ εἶναι ἐκ τῶν μεγάλων Μονῶν, πλουσιωτάτη ἄλλοτε, ἀλλὰ καὶ ἤδη καίτοι χρεωμένη ἀνταπρόκρινεται εἰς τὰς ἀνάγκας της. Οἱ Ἰβηρῖται, προσηνεῖς καὶ περιποιητικοί, δὲν τοὺς διακρίνει ἡ ἀριστοκρατία τῶν Βατοπεδινῶν, οὔτε ἡ φιλοσοφικὴ ζωὴ τῶν Λαυρεωτῶν· εἶναι μᾶλλον πρακτικοὶ καὶ ἐργατικοί, ἀποτελοῦντες ἀδελφότητα καλὴν ὑπὸ πᾶσαν ἔποψιν.

Κυριαρχεῖ ἐνταῦθα ἡ ἀντίληψις τῆς Παναγίας τῆς Πορταΐτισσας, Ἥτις εἰκὼν τῆς Θεοτόκου θαυματουργός. Αὕτη φέρει ἐπὶ τοῦ προσώπου της τραῦμα διὰ μαχαίρας, κατενεχθὲν πρὸ ἐτῶν ὑπὸ ἀπίστου τινός, ἐξ οὗ ἔῤῥευσεν αἷμα, ὡς ἡ παράδοσις ἀναφέρει. Παρατηρεῖ δέ τις σήμερον αἷμα πεπηγὸς ἐπὶ τοῦ τραύματος, φυλάσσεται συνήθως εἰς παρεκκλήσιον τῆς Μονῆς, καὶ κατὰ τὰς μεγάλας ἑορτὰς μεταφέρεται εἰς τὴν μεγάλην τῆς Μονῆς ἐκκλησίαν, ἐν πομπῇ.

Ἡ Μονή, ἔχει ἐργοστάσιον ἡλεκτρικοῦ φωτός, μὲ μηχανὴν πετρελαιοκίνητον. Πρώτη αὕτη εἰσάγουσα τὸ ἡλεκτρικὸ φῶς εἰς Ἅγιον Ὄρος, κατόπιν τὴν ἐμιμήθη ἡ Μονὴ Βατοπεδίου. Ὡδηγήθην καὶ ἐκεῖ εἰς τὸν Ξενῶνά των, καὶ ἐτάχθη ξεναγός μου. Ἡ ἐπίπλωσις τοῦ Ξενῶνος εἶναι καλή, δεικνύει τὸν ἄλλοτε πλοῦτον τῆς Μονῆς. Ἦλθε πρὸς ἐπίσκεψίν μου ὁ πατὴρ Ἄνθιμος, ὁ πρῶτος Ἐπίτροπος, μὲ τὸν ὁποῖον εὑρέθημεν συμπολῖται, ἅτε ἐξ Εὐβοίας ὁρμώμενοι ἀμφότεροι. Ἀφοῦ ἀνεπαύθημεν ὀλίγον καὶ μὲ ἐκέρασαν καφὲ καὶ γλυκά, -ἡ καθαριότης ὄχι τόσον ἐπιμελημένη ἐνταῦθα· δι᾿ ὃ μετά τινος ἀποστροφῆς ἔλαβον ἐξ αὐτῶν-, ἐζήτησα νὰ μεταβῶμεν εἰς τὴν μεγάλην τῆς Μονῆς ἐκκλησίαν. Παρουσιάζει καὶ αὕτη τὸ βυζαντινὸν μεγαλεῖον ὡς καὶ τὸ μυστηριῶδες, ἴσως μάλιστα κατά τι ἀνώτερον τῆς τοῦ Βατοπεδίου. Ἡ διακόσμησις τῆς ἐκκλησίας πλουσιωτάτη, ἔχει ῥιφθῆ καὶ ἐκεῖ ἐν ἀφθονίᾳ ὁ χρυσὸς καὶ ἄργυρος καὶ οἱ ἀδάμαντες· αἱ εἰκόνες θαυμασίας τέχνης, παλαιαί τε καὶ νέαι. Τῇ ἀληθείᾳ ὡραία καὶ μεγαλοπρεπὴς ἐκκλησία. Ἐκεῖθεν μετέβημεν εἰς τὸ ἐντὸς τοῦ περιβόλου τῆς Μονῆς παρεκκλήσιον, ἔνθα ἡ πολλὴ Πορταΐτισσα. Μετ᾿ εὐλαβείας, ἀφοῦ ἠσπάσθην, ἠτένιζον αὐτὴν θαυμάζων τὴν διακόσμησίν της ἐξ ἀδαμάντων καὶ χρυσοῦ· καθ᾿ ὃν χρόνον περιστοιχίζοντές με μοναχοί, μοὶ διηγοῦντο ὅτι ἡ Παναγία ἦλθε εἰς τὴν Μονήν των πρὸ ἐτῶν φερομένη ἐπὶ τῶν κυμάτων.

Μετὰ τοῦτο μετέβημεν εἰς τὴν Βιβλιοθήκην των, ἄλλη κιβωτὸς χειρογράφων καὶ βιβλίων ἐντύπων! «Τίς καὶ πότε θὰ ἀναγνώσει αὐτά», ἔλεγον κατ᾿ ἐμαυτόν. Ὡς πρὸς τὰ κειμήλια καὶ ἄμφια  καὶ μήτρας βασιλέων καὶ πατριαρχῶν καὶ διάφορα ἄλλα τοιαῦτα, ἴσως ἡ συλλογή των εἶναι καὶ ἀνωτέρα τῆς Λαύρας. Ἀνυπολόγιστος, ὄχι ἡ ἀπὸ διαθέσεως, ἀλλὰ ἡ πραγματικὴ ἀξία, ἐβαρύνθην βλέπων ἐκεῖ χρυσόν, καὶ ἀδάμαντας. Τῇ ἀληθείᾳ πλουσιωτάτη συλλογή!

Ἐκεῖ μοὶ ὑπεδείχθη κιβώτιον ἐσφραγισμένον πρὸ ἑξακοσίων ἐτῶν, περὶ οὗ ὑπάρχει ἡ παράδοσις, ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀνοιχθῆ· καὶ παραδίδεται οὕτω ἐσφραγισμένον ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεᾶς. Τί πλούτη καὶ τί ἀδάμαντας καὶ τί κειμήλια περιέχει τοῦτο, ἄγνωστον. Πάντως, τὸ περιεχόμενόν του, ὡς λέγεται, εἶναι πλουσιώτατον. –Καὶ δὲν ἀποφασίζετε νὰ τὸ ἀνοίξητε;, τοὺς λέγω. -Ὄχι, μοῦ ἀπαντοῦν ὅλοι, παράδοσις εἶναι καὶ θὰ εἶναι σεβαστὴ ἀπὸ ὅλους μας.

Ἐκ τῆς Βιβλιοθήκης μετέβημεν εἰς τὸ Συνοδικόν, ὅπου μὲ ἀνέμενον οἱ μοναχοὶ οἱ διοικοῦντες τὴν Μονήν. Τοὺς εὐχαρίστησα ἐκεῖ διὰ τὴν προθυμίαν των καὶ τὰς περιποιήσεις των καὶ τοὺς ἐξέφρασα τὸν θαυμασμόν μου δι᾿ ὅσα εἶδον καὶ ἤκουσα.

-Αἱ Μοναὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους, εἶναι κυψέλαι, μοῦ λέγει ὁ πατὴρ Ἄνθιμος. Οἱ μοναχοί, συνέλεξαν ἀπὸ ἐτῶν χειρόγραφα κειμήλια καὶ ἄλλα πράγματα, ἅτινα μετὰ πολλῆς εὐλαβείας διατηρῶσιν. Εἶναι ἕνα κέντρον εἰς τὸ ὁποῖον πολλὰ πράγματα καὶ σπουδαῖα φυλάσσονται, καὶ περίεργον, πολλοὶ ὀλίγοι ἔχουσιν ἀντίληψίν τινα, τῶν ὑλικῶν καὶ πνευματικῶν θησαυρῶν, τῶν ἐνταῦθα εὑρισκομένων.

Μετὰ τὸ γεῦμα θὰ ἀνεχώρουν διὰ τὴν Μονὴν Παντοκράτορος, ὥραν ἀπέχουσαν ἐκεῖθεν. –Δὲν κάθεσαι νὰ κοιμηθῆς ἐδῶ;, μοῦ λέγουν, καὶ αὔριον πρωΐ φεύγεις. –Θὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ μὴν ἐπιμένετε, ἀπήντησα, διότι εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ σπεύσω. Ἔχω σχεδὸν δύο μῆνας ἐνταῦθα καὶ ἡ Μονή σας εἶναι ἡ τετάρτη ποὺ ἐπεσκέφθην. Ἔχομεν ἀκόμη δεκαὲξ καὶ τὰς ὁποίας πρέπει καὶ θέλω νὰ ἐπισκεφθῶ, καὶ εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ σπεύσω. Ἀπεχαιρέτησα αὐτούς, μετέβην παρὰ πατρός τινα εἰς τὸν Ξενῶνα, ἐφάγομεν, καὶ μετὰ τὸ γεῦμα ἀπεχαιρέτησα καὶ αὐτόν. Ἵππευσα ἐπὶ ἑνὸς ζώου, ὅπερ εἶχον τὴν εὐγενῆ καλωσύνην νὰ μοὶ δώσωσιν καὶ ἀνεχώρησα.

* * *

Κεφάλαιον ΙΔ´. Εἰς τὴν Μονὴν Παντοκράτορος.

Ἡ ὁδὸς μεταξὺ τῶν Μονῶν Ἰβήρων καὶ Παντοκράτορος εἶναι ὁμαλή, διέρχεται αὕτη διὰ μέσου δασῶν  καὶ καταφύτων ἐκτάσεων, ἔφθασα ἐκεῖ περὶ ὥραν 3 μ.μ. Ἡ Μονὴ αὕτη θεωρεῖται ἐκ τῶν μικρῶν, ἡ ἀδελφότης της πρόθυμος καὶ αὕτη, ἐχάρη ὅταν μὲ εἶδε, μὲ ὑπέδεχθη καὶ ἐτέθη εἰς τὴν διάθεσίν μου διὰ πᾶν ὅτι ἤθελον. –Θὰ ἀναχωρήσω μετὰ δύο ὥρας, εἶπον, καὶ ἐπιθυμῶ νὰ ἴδω τὴν ἐκκλησίαν σας καὶ εἰ δυνατὸν νὰ λάβω ποιάν τοινα γνῶσιν τῆς βιβλιοθήκης σας. –Εὐχαρίστως, μοῦ εἶπον καὶ μετέβημεν εἰς αὐτήν.

Εἶναι ἐδῶ ἡ ἐκκλησία, τῇ ἀληθείᾳ θαυμασία, μὲ ὡραίας εἰκόνας, διὰ χρυσῶν καλυμμάτων κεκοσμημένας τὰς πλείστας, πλουσίους καὶ πολυτελεῖς πολυελαίους καὶ μανουάλια, τύπου βεβαίως καὶ αὕτη βυζαντινοῦ, τὸ κτίσιμόν της ἐξ ἐκείνων ἅπερ δίδουσιν τὴν ἀντίληψιν, ὅτι εἶναι προορισμένη διὰ χιλιετηρίδας. Ἐκεῖθεν μετέβημεν εἰς τὴν Βιβλιοθήκην, ὑπάρχουσι καὶ ἐδῶ πλεῖστα ὅσα Χειρόγραφα καὶ ἔντυπα Χρυσόβουλα καὶ ἄλλα κειμήλια. –Αἱ ἐντυπώσεις σας;, μοῦ λέγουν οἱ μοναχοί. -Ἔχω θαυμασίας ἐντυπώσεις, ἀπαντῶ, δὲν ἤλπιζον νὰ ἴδω τόσα πράγματα στὴν Μονήν σας. Ἐκολακεύθησαν οὗτοι καὶ ἐπέμενον τὸ ἑσπέρας νὰ μείνω νὰ μὲ περιποιηθοῦν. τοὺς εἶπον: -Διὰ σᾶς ἐπιφυλάσσω νὰ κάμω θαλάσσια λουτρά τὸ προσεχὲς καλοκαίρι, καὶ οὕτως ἔπεισα αὐτοὺς νὰ μὴν ἐπιμείνωσι, καὶ ἀνεχώρησα διὰ τὴν Μονὴν Σταυρονικήτα, τὴν μικροτέραν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἔξωθι τοῦ Παντοκράτορος καὶ εἰς μικρὰν ἐπ᾿ αὐτοῦ ἀπόστασιν, ὑπάρχει μεγάλη Ῥωσσικὴ Σκήτη, ἐφάμιλλος πρὸς τὸ Σεράγι.

Φέρουσι καὶ οἱ Παντοκρατορινοί, τὸ στίγμα, ὅτι, τίς εἶδε διὰ τίνος χρυσίου, ἐπέτρεψαν πρὸ ἐτῶν, νὰ κτισθῇ ὁ κολοσσὸς ἐκεῖνος, ὅστις καραδοκεῖ καὶ οὗτος τὴν εὐκαιρίαν ν᾿ ἀνακηρυχθῆ εἰς Μονήν.

* * *

Κεφάλαιον ΙΕ´. Εἰς τὴν Μονὴν Σταυρονικήτα.

Μετὰ μιᾶς καὶ ἡμισείας ὥρας πορείαν, εὑρισκόμην πρὸ τῆς Μονῆς Σταυρονικήτα, ἀφιππεύσα καὶ εἰσῆλθον εἰς αὐτήν. Μόλις ἀριθμεῖ αὕτη περὶ τοὺς τεσσαράκοντα μοναχούς. Διευθύνει ἐνταῦθα ὁ Συνέσιος, ἐγνώρισα αὐτόν, εἶδον ὅτι εἶχον νὰ κάμω μὲ ἀνεπτυγμένον ἄνθρωπον. Τὸ ἰδιαίτερον προσόν του, ὁ καλλίτερος ψάλτης τοῦ Ἁγίου Ὄρος. –Πάτερ Συνέσιε, τοῦ λέγω, ἀδύνατον λόγω τοῦ προκεχωρηκῶτος τῆς ὥρας νὰ συνεχίσω τὴν ὁδόν μου. –Θὰ μείνεις ἐδῶ, μοῦ λέγει οὗτος, καὶ αὔριον πρωΐ, θὰ ἴδωμεν τὴν ἐκκλησίαν, ὅ,τι ἄλλο ἀξιοθέατον ἔχομεν, καὶ κατόπιν ἀναχωρεῖς εἰς Καρυάς. Ἂς εἴμεθα πτωχοί, κάτι θὰ εὑρεθῆ νὰ σὲ περιποιηθῶμεν.

Καὶ τῇ ἀληθείᾳ, τὸ ἑσπέρας ἐκεῖνο μὲ ἐπεριποιήθησαν λαμπρά. –Τί ὥραν θὰ λειτουργήσετε αὔριον;, ἐρωτῶ αὐτόν. –Περὶ ὥραν 4 ½-6 θὰ ὑπάγωμεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, θὰ ψάλω διὰ νὰ μὲ ἀκούσεις καὶ κατόπιν, θὰ ἴδωμεν πᾶν τὸ ἄξιον προσοχῆς ἐπὶ δύο ὥρας, καὶ περὶ ὥραν 9-9 ½ φεύγεις. Ὥστε πηγαίνομεν νὰ κοιμηθῶμεν διότι ἡ ὥρα εἶναι 10 ½, βλέπων τὸ ὡρολόγιόν του, λέει ὁ πατὴρ Συνέσιος. Ὁδηγοῦμαι εἰς ὡραῖον θάλαμον, ἡ διακόσμησίς του ἐκ ταπήτων, κλινῶν, στρωμάτων, προσκεφαλαίων κεντημάτων κ.λ.π. κεντημάτων, χειροτεχνημάτων ἦτο θαυμασιωτάτη. Ἔστην παρατηρῶν τὴν μὲ πολλὴν καλαισθησίαν διακόσμησιν τοῦ θαλάμου ἐκείνου. –Ποῖος ἔκαμε πάντα ταῦτα, πάτερ Συνέσιε;, ἐρωτῶ. –Κάποιος καλόγηρος, ἀπαντᾶ οὗτος. Ἐζήτησα καὶ εἶδα τὸν καλόγηρον αὐτόν.

Μοῦ λέγει: -Ὄντως ἐγὼ ἔῤῥαψα, ἐγὼ ἐκέντησα, ἐγὼ ἐσιδέρωσα, ἐγὼ ἐτακτοποίησα πᾶν ὅ,τι βλέπεις ἐδῶ μέσα. –Καὶ τὰ θαυμασίας τέχνης κεντήματα καὶ κομψοτεχνήματα αὐτά; -Καὶ ταῦτα, ἐγὼ ἔκαμα, ἀπήντησεν οὗτος. Τὸν συνεχάρην ἐγκαρδίως διὰ τὴν τοιαύτην καλαισθησίαν του καὶ τέχνην του. Φοβερὸς ἐν τῇ ὑπομονῇ του καὶ ἐπιμονῇ του ὁ καλόγηρος, αἰ διὰ τῆς βελόνης προσωπογραφίαι του ἦσαν θαῦμα τέχνης, ἁρμονικώταται, ἐξεδηλοῦντο ἐν αὐταῖς, ἀναλόγως τῆς παραστάσεως, ἡ χαρά, ἡ λύπη, ὁ τρόμος, ἡ κατήφεια, καὶ τὰ λοιπά.

Διὰ χρωστῆρος, δυσκόλως θ᾿ ἀπεδίδοντο τὰ συναισθήματα ταῦτα· διὰ τῆς βελόνης τοῦτο ἦτο πολὺ δυσκολώτερον· ἐν τούτοις ὁ καλόγηρος τὰ ἐπέτυχεν. Ἐκοιμήθην ἐν τῷ μέσῳ τῆς πλουσίας ἐκείνης διακοσμήσεως καὶ τῶν χειροτεχνημάτων ἐκείνων, καὶ στὰς 4 ½ ἦλθεν ὁ πατὴρ Συνέσιος καὶ μὲ παρέλαβε καὶ μετέβημεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Οἱ καλόγηροι, ἀφοῦ ἀπὸ τῆς 2ας ὥρας μετὰ μεσονύχτιον ἔψαλον τὸν Ὄρθρον, κατὰ τὴν ὥραν ἐκείνην θὰ εἰσήρχοντο εἰς τὴν Λειτουργίαν· ὁ Συνέσιος κατέλαβε τὴν θέσιν του καὶ ἤρξατο. Ἡ δύναμις τῆς μουσικῆς του ἦτο θαῦμα καλλιφωνίας καὶ ἀκριβείας, ἀπέδιδε ὄχι μόνον ἡμίφωνα καὶ τέταρτα, ἀλλὰ ὄγδοα καὶ δέκατα ἕκτα. Οἱ θόλοι τῆς ἐκκλησίας, ἀπηχοῦντες τὴν λαμπρὰν καὶ ἀρκετὰ ὀξεῖαν φωνήν του, ἔθελγον τὸν ἀκροατήν, ὁ ὁποῖος εὐχαρίστως ἐπὶ ὥρας θὰ ἤθελε νὰ ἀκούσει.

Ὁ ζῶν Κουκουζέλης τοῦ πατρὸς Κορνηλίου τῆς Λαύρας· ἡ δύναμις τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς ὄντος μεγάλη καὶ ἀσυγκρίτως ἀνωτέρα τῆς εὐρωπαϊκῆς, ἀρκεῖ νὰ εὐτυχήσει τις νὰ εὑρεθῆ πρὸ ψάλτου! Πόσον ὡραῖα τὰ τροπάρια τῆς Παναγίας, τὶ θαυμάσιαι αἱ τόσαι καὶ τόσαι ἄλλαι εὐχαί! Ἦτο ἡ ὥρα ἕκτη π.μ., ἡ ψυχή μου εὑρέθη εἰς καινοφανεῖς ὁρίζοντας, χωρὶς νὰ ἀντιληφθῶ, ἡ Λειτουργία εἶχε λήξει. Ἄχ!, πόσον βραχεῖα ἡ Λειτουργία, ἔλεγα, θὰ ἤκουον εὐχαρίστως ὁλόκληρον τὴν ἡμέραν.

Ὁ πατὴρ Συνέσιος, ἔπαυσε καὶ προσκυνήσας ἦλθε πρὸς ἐμέ. –Δὲν ἔχω προχείρους τὰς καταλλήλους λέξεις νὰ σᾶς συγχαρῶ καὶ νὰ σᾶς ἐκφράσω τὸν θαυμασμόν μου, τοῦ λέγω. –Πᾶμε τώρα, μοῦ λέγει, νὰ πάρωμεν τὸν καφέ μας καὶ ἄφες τοὺς θαυμασμούς, ὅ,τι δυνάμεθα κάμνωμεν. Προσκύνησα καὶ ἐγὼ καὶ ἐξήλθομεν τῆς ἐκκλησίας.

Μοῦ ἔδειξε, μετὰ τὸν καφέ, τὴν βιβλιοθήκην των, ἀρκετὰ πλουσίαν καὶ ταύτην ἐκ χειρογράφων καὶ ἐντύπων, τὰ Χρυσόβουλα, τὰ κειμήλια τῶν τὰ ὁποία καλῶς διατηροῦνται καὶ φυλάσσονται.

Εἶχεν ἤδη ἀρκετὰ παρέλθει ἡ ὥρα, -ἦτο ἡ ἐννάτη π.μ.-, ἐζήτησα νὰ μοῦ δώσουν ἓν ζῶον καὶ μοῦ ἔδωσαν, ηὐχαρίστησα τὸν πατέρα Συνέσιον διὰ τὰς περιποιήσεις του καὶ πᾶν ὅ,τι μοὶ εἶπεν καὶ μοὶ ἔδειξεν καὶ ἀπῆλθον εἰς Καρυάς, σκεπτόμενος τὴν τέχνην τοῦ ψάλλειν αὐτοῦ, καὶ τὰ λαμπρὰ χειροτεχνήματα τῆς Μονῆς Σταυρονικήτα!

* * *

Κεφάλαιον ΙΣΤ´. Εἰς τὴν Μονὴν Ξενοφῶντος.

Ἔμεινα ἐκεῖ δύο ἡμέρας καὶ ἀνεχώρησα μετ᾿ αὐτὰς διὰ τὴν Μονὴν Ξενοφῶντος.

Ἡ Μονὴ αὕτη, μᾶλλον μικρά, κεῖται παρὰ τὴν θάλασσαν. Μοῦ ἤρεσε ἡ τοποθεσία της, ἡ ἀδελφότης της καὶ ἠσθάνθην πρὸς αὐτὴν ἰδιαιτέραν κλίσιν, ὡς καὶ τὴν τῆς Λαύρας, δι᾿ ὃ καὶ συχνὰ ἐπεσκεπτόμην αὐτήν.

Ἐν τῇ ὡραίᾳ της ἐκκλησίας ὑπάρχει ἡ εἰκὼν τῆς Θεοτόκου, τοῦ τύπου «Περιπατήτρια». Κατὰ τὴν παράδοσιν, ἡ εἰκὼν αὕτη ἀνῆκεν εἰς τὸ Βατοπέδιον πρὸ ἐτῶν, ὁπόθεν μόνη της ἦλθεν εἰς τὴν Μονὴν Ξενοφῶντος. Οἱ Βατοπεδινοί, ὅταν ἔμαθον τὸ γεγονός, διεμαρτυρήθησαν εἰς τὴν Μονὴν Ξενοφῶντος, καὶ ἐπανέλαβον εἰς τὴν Μονήν των τὴν Παναγίαν· ἀλλ᾿ αὕτη καὶ πάλιν ἔφυγε καὶ ἐπανῆλθε εἰς τὴν Μονὴν Ξενοφῶντος. Ἠννόησαν ἐκ τούτου ὅτι ἡ θέλησις τῆς Παναγίας ἦτο νὰ μείνει ἐκεῖ, καὶ ἀνέλαβον τὴν ὑποχρέωσιν οἱ Βατοπεδινοί, ν᾿ ἀποστέλουν τὸ καιόμενο εἰς τὴν κανδήλα αὐτῆς ἔλαιον, ὅπερ μέχρι σήμερον τηρεῖται.

Ταῦτα πάντα μοι διηγεῖτο ὁ Καισάριος, μοναχὸς ἐδῶ γέρων, ἀκμαῖος, κατακόκκινος καὶ παχύς, Λάκων τὴν καταγωγήν· τὸ διακόνημά του ἐν τῇ Μονῇ, ἰατρός. Δὲν εἶχε σπουδάσει ἰατρικὴν ἀλλὰ βοηθὸς φαρμακείου ἄλλοτε, εἶχε σταχυολογήσει ἐκ διαφόρων συγγραμμάτων ἰατρικῶν, διαφόρους γνώσεις καὶ τῆς πείρας ου, καὶ συγγράψει τὴν «Μέλλισάν» του. Λέγων ταῦτα ὑπεδείκνυεν πρὸς τὸν ἐπισκέπτην ὀγκῶδες χειρόγραφον χρυσόδετον βιβλίον, ἐν ᾧ διάφορα ἀποφθεγματα τῆς ἐπιστήμης τοῦ Ἀσκληπιοῦ.

Εἶχον ἐνδοιασμοὺς διὰ τὴν ἰατρικὴν ἰδότητα τοῦ Καισαρίου, ἐν τούτοις, ἀφ᾿ οὗ ἡ Μονὴ τὸν ἀπεδέχθη ὡς τοιοῦτον, δὲν εἶχον λόγον τινὰ ν᾿ ἀρνηθῶ καὶ ἐγώ, καὶ τὸν ἐδέχθην ὡς ἰατρὸν πρακτικόν.

Μετὰ τὴν ἐξιστόρησιν, μοῦ εἶπε: -Πᾶμε τώρα νὰ ἴδεις τὸ φαρμακεῖόν μου. Τόσα καὶ τόσα ἄλλα ἄξια προσοχῆς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ δὲν εἶχον κατ᾿ αὐτὸν τὴν ἀξίαν τοῦ φαρμακείου. Ἀλλ᾿ ἀφοῦ ὡρίσθη ξεναγός μου, ἤμην ὑποχρεωμένος νὰ τὸν ἀκολουθῶ καὶ μετέβην μετ᾿ αὐτοῦ εἰς τὸ φαρμακεῖόν του.

Μακρόθεν εἴδομεν ὡραίας ἐπιγραφάς, σπεσιαλιτὲ φαρμάκων, γενομένων ὑπὸ τοῦ ἰδίου.

Τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ φαρμακείου καθαρώτατον, καὶ αἱ ἐπιγραφαὶ τῶν διαφόρων φαρμάκων καλλιγραφημέναι καὶ χρυσογεγραμμέναι. Διετίθετο κανεὶς εὐμενῶς βλέπων τὸ περιβάλλον ἐκεῖνο. Τὸ μόνον παράχορδον, ἡ ἰατρικὴ ἰδιότης τοῦ Καισαρίου, περὶ τῆς ὁποίας ὁ ἴδιος οὐδόλως ἀμφέβαλεν, ἦτο μάλιστ απολὺ θαῤῥαλέος εἰς τὴν ἰατρικήν του καὶ θεραπευτικήν του.

Πρό τινος, μοῦ ἔλεγε, τὸν ἐπεσκέφθην χωρικός τις ὅστις εἶχε σπάσει τὸ χέρι του περὶ τὸν πῆχυν, εἶδεν αὐτὸν καὶ κατὰ τὴν ἰατρικήν του ἀντίληψιν «ἐνεδείκνυτο χειρουγικὴ ἐπέμβασις»! Δὲν ὤκνησε, ἔλαβε παμμεγέθη πρίονα, ἐξ ἐκείνων δι᾿ οὗ κόπτουσι ξῦλα, καὶ σύνοφρυς, ὁ Καισάριος, ἐν τῇ ἐνασκήσει τῶν καθηκόντων του, τοῦ ἔκοψε τὸ πολυπαθὲς ἐκεῖνο χέρι, καθ᾿ ὃν χρόνον ὁ τάλας πάσχων ἐτραβοῦσε τὰ πάνδεινα, μὲ τὴν θεραπευτικὴν τοῦ Καισαρίου! –Τί, εἶχε νὰ χάσει, ἔλεγεν ὁ Ὑποδιοικητῆς τῆς Χαλκιδικῆς Σταυριανίδης, ὅταν κατόπιν, εἰς νέαν μετ᾿ αὐτοῦ ἐπίσκεψίν μου εἰς τὴν Μονὴν τοῦ διηγούμην τὰ προσόντα τοῦ πατρὸς Καισαρίου καὶ τὸ ἐν λόγῳ περιστατικόν.

Ἦτο μεγαλοπρεπὴς ὁ γέρων Καισάριος, διηγούμενος πάντα ταῦτα. Ἠδύνατο νὰ πείσει ἡ σοβαρότης του πάντα δύσπιστον περὶ τῶν φώτων του.

Ἐν τούτοις, ὡς κατόπιν ὁ ἰατρὸς τῆς Μονῆς Ζωγράφου Φωκᾶς, μοῦ εἶπεν, ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὀλίγου δεῖν νὰ πάθει ἀπὸ γάγγραινα, ἐγκαίρως ἀντελήφθη τοῦτο ὁ Καισάριος καὶ τὸν διηύθυνε πρὸς τὸν ἰατρὸν τῆς Ῥωσσικῆς Μονῆς, παρ᾿ οὗ καὶ προὐλήφθη ἡ γάγγραινα. Τὰ τελευταῖα ταῦτα ὅμως, δὲν μοὶ εἶπεν ὁ δόκτωρ Καισάριος.

* * *

Κεφάλαιον ΙΖ´. Περὶ τῆς Μονῆς Ἁγίου Παντελεήμονος.

Ἐκ τῆς παραλίας τῆς Μονῆς Ξενοφῶντος, διακρίνει τις μακράν, εἰς ἀπόστασιν μιᾶς καὶ ἡμισείας ὥρας, πρὸς τὰ νοτιοανατολικὰ τῆς Χερσονήσου, καὶ ἐν τῇ παραλίᾳ, τὴν μεγαλοπρεπῆ Μονὴν τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, δηλαδὴ τὴν Ῥωσσικήν. Τὰ παμμέγιστα οἰκήματά της, τεσσάρων καὶ πέντε ὀρόφων, τὰ διάφορα διαμερίσματά της, ἅπερ μακρόθεν διακρίνει τις, τὰ πολλὰ πέριξ κελλία της, μαρτυροῦσι περὶ τοῦ μεγαλείου αὐτῆς.

Ὑπὸ τὰ τεῖχη ἐκεῖνα, ὑπὸ τοὺς κολοσσοὺς ἐκείνους, κεῖνται θαμμένα δίκαια καὶ δικαιώματα ἑλληνικά, ἅτινα πρὸ ἑξήκοντα περίπου ἐτῶν ἐσφαγιάσθησαν ἐκεῖ, διότι ἡ Μονὴ Παντελεήμονος, ἦτο καὶ αὕτη ἑλληνική.

Τὸ ἐκ Βοῤῥᾶ χρυσίον προσεπάθησε νὰ ἐξαφανίσει καὶ ἐκμηδενίσει αὐτά!

Ἀλλὰ πόσον τὰ ἑλληνικὰ δίκαια μεγάλα καὶ ἀπαράγραπτα!

Τὸ πᾶν μαρτυρεῖ ὅτι οἱ Ῥῶσσοι εἶναι ξένοι ἐπιδρομεῖς, εἶναι δόλιοι κατακτηταί αὐτῆς, ἐπιβληθέντες διὰ τοῦ χρυσοῦ καὶ τῆς δυνάμεώς των.

Ἀλλὰ πῶς ἐγένετο ἡ μετατροπή; Πρὸ ἑβδομήκοντα ἐτῶν περίπου, Ῥώσσοι ἐνεφανίσθησαν εἰς τοὺς διοικοῦντας πατέρας τὴν Μονὴν Παντελεήμονος καὶ τοὺς εἶπον ἱκετευτικῶς: -Ἅγιοι Πατερές, ἐπειδὴ καὶ ἡμεῖς εἴμεθα χριστιανοί, δὲν ἔχομεν δὲ ποῦ νὰ προσευχηθῶμεν καὶ δοξάσωμεν τὸν Ποιητὴν τοῦ παντός, δὲν θὰ δεχθῆτε νὰ κοινοβιάσητε μερικοὺς ἐξ ἡμῶν εἰς τὴν Μονήν σας; Συγχρόνως δέ, ἐνεχείρζον τούτοις πολυτελεῖς ῥωσσικὰς γοῦνας. Θελχθέντες, μὴ φανταζόμενοι ἄλλως ἐν τῇ ἁπλοϊκότητί των, ὅτι θὰ ἐπηκολούθουν καὶ ἐπηκολούθησαν, εἶπαν οὗτοι μάλιστα, καὶ ἐνέγραψαν τὸν πρῶτο 10-15. Μετά τινα χρόνον, διὰ τοῦ αὐτοῦ τρόπου ἐδιπλασιάσθησαν, εἶτα ἐτριπλασιάσθησαν. Ἔγιναν κατόπιν οἱ Ῥῶσσοι 100, 150, 2000 καὶ ἀπέκτησαν τὴν πλειονοψηφίαν καὶ συνεπῶς τὴν διοίκησιν τῆς Μονῆς, καὶ οὕτω αὕτη μετετράπη εἰς Ῥωσσικήν!  Ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει Ῥῶσσος πρέσβυς ἐνεργήσας ἐκεῖ, δὲν ἤργησε νὰ πείσει τὸν Πατριάρχην, καὶ ἐνέκρινε καὶ οὗτος τὴν μετατροπήν.

Εἰσελθόντες οἱ Ῥῶσσοι εἰς τὴν Μονὴν ταύτην, ἀνέλαβον τὴν ὑποχρέωσιν νὰ ψάλλωσιν ἑλληνιστὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ἀλλὰ τοῦτο κατρστρατηγήθη. Ἔκτισαν οὗτοι ἄλλας νέας μεγαλοπρεπεὶς ἐκκλησίας, εἰς ἃς οὐδὲν τοὺς ἐκώλυε νὰ ψάλλωσι ῥωσσιστί.

Ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν παλαιὰν ἐκκλησίαν τῆς Μονῆς, τὸ πρῶτον ἔψαλλον ἑλληνιστί, κατόπιν κατὰ τὸ ἥμισυ ἑλληνιστὶ καὶ κατὰ τὸ ἕτερον ἥμισυ ῥωσσιστί, καὶ εἶτα κατὰ τὸ ἓν τέταρτον ἑλληνιστὶ καὶ τὰ τρία τέταρτα ῥωσσιστί, καὶ ἤδη ἀκούει τίς ποτε Ῥῶσσόν τινα, ἐκ τῆς ὅλης λειτουργίας κακοήχως ψάλλοντα μόνον κανέν: «Ἅγιος ὁ Θεός» ἢ ἄλλη τινὰ εὐχὴν ἑλληνιστί, βεβαίως πρὸς εἰρωνειαν! Ἀλλὰ τί ἀπέγιναν οἱ παλαιοὶ πατέρες Ἕλληνες; Οὗτοι διετηρήθησαν μέχρι τοῦ θανάτου των εἰς τὰς θέσεις των, διακρίνει τις δὲ καὶ σήμερον κανὲν λείψανον παλαιόν· ὡς λόγου χάριν ὁ Τυπικάρης Μάξιμος εἶναι Ἕλλην γεγηρακὼς ὅμως, καὶ ἕτοιμος ν᾿ ἀπέλθῃ καὶ οὗτος τοῦ κόσμου τούτου.

Εἶναι ἀληθές, ὅτι οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες πατέρες, ἐπεφυλάξαντο εἰς ἑαυτοὺς τὸ δικαίωμα νὰ κοινοβιάζουν ἑλληνόπαιδας, ἀλλὰ ἀπὸ ἐτῶν παρετηρήθη ὅτι οὐδεὶς Ἕλλην δέχεται νὰ συμβιώσει μὲ τοὺς Ῥώσσους καὶ ἡ διάταξις αὕτη κατήντησεν νεκρὸν γράμμα.

Ἐκ τῶν λόγων τούτων ἀντεπάθησα τοὺς κατακτητὰς Ῥώσσους καὶ δὲν ἐπεσκέφθην τὴν Μονήν των. Ἄφησα δέ, λόγῳ διαμαρτυρίας, νὰ ἐπισκεφθῶ αὐτήν, ἀφοῦ θὰ ἐπεσκεπτόμην τὰς Ἑλληνικὰς Μονάς, τὴν τοῦ Χιλιανδαρίου καὶ Ζωγράφου. Ἐν τούτοις οἱ Ῥῶσσοι καλῶς ἤδη κάθηνται εἰς τὴν Μονὴν Παντελεήμονος, ἀποβλέποντες εἰς βέλτιστα.

* * *

Κεφάλαιον ΙΗ´. Εἰς τὰς Μονὰς Κωνσταμονίτου καὶ Δοχειαρίου.

Ἐκ τῆς Μονῆς Ξενοφῶντος ἀνεχώρησα εἰς τὴν τοῦ Κωνσταμονίτου. Αὕτη εἶναι Κοινόβιος, ἐκ τῶν μικρῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, αὐστηρὰ εἰς τὰ ἤθη της. Τὰ οίκήματά της πεπαλαιωμένα, πρὸ ἐτῶν μὴ ἀνακαινισθέντα καὶ ἀκαλαίσθητα, πληκτικὰ ἐν τῷ συνόλῳ των. Δι᾿ ὃ μετὰ τὴν ἐπίσκεψίν μου εἰς τὴν ἐκκλησίαν της, ἐζήτησα νὰ φύγω ἀμέσως.

Ἐν τούτοις, κατὰ παράκλησιν τῶν μοναχῶν ἔμεινα τὸ ἑσπέρας ἐκεῖ. Ἔφαγα σαρακοστιανά, ὡς καὶ οι μοναχοί, καίτοι δὲν ἦτο τεσσαρακοστή. Φοβεροὶ ἄνθρωποι γενικῶς οἱ μοναχοί.

Ἐν ᾧ δὲν ἔχουσι τι, νὰ σὲ περιποιηθοῦν, ἀπὸ πάστας, ἀπὸ ὄσπρια, εἶναι ἱκανοὶ νὰ σοὶ παραθέσωσι ἐντὸς ὀλίγου τρία τέσσαρα φαγητά, γευστικώτατα. Δὲν ἐνθυμοῦμαι πῶς ἐλέγετο ὁ γέρων, ὁ ταχθεὶς ἐκεῖ ξεναγός μου, ἐντ ούτοις παρετήρησα ὅτι ἦτο πολὺ ἔξυπνος, πολὺ τοῦ κόσμου, καὶ χάρις εἰς αὐτὸν διῆλθον τὸ ἑσπέρας μὲ καλὴν συντροφιάν.

Τὴν ἑπομένην πρωΐαν ἀνεχώρησα εἰς τὴν Μονὴν Δοχειαρίου, καὶ αὕτην ἐκ τῶν μικρῶν Μονῶν. Δὲν ἔμεινα ἐκεῖ, παρὰ δύο μόνον ὥρας. Μετὰ τὴν ἐπίσκεψίν μου εἰς τὴν ἐκκλησίαν, δὲν εἶχον νὰ πράξω ἄλλο τι, ἔλαβον ἕνα καφέ, καὶ ἀπῆλθον εἰς τὴν Μονὴν Χιλιανδαρίου, δηλαδή, εἰς τὴν Σερβικὴν Μονήν.

* * *

Κεφάλαιον ΙΘ´. Εἰς τὰς Μονὰς Χιλιανδαρίου καὶ Ζωγράφου.

Οἱ πατέρες εἰς τὴν Χιλιανδαρίου ἐγνώριζον οἱ πλεοῖστοι ἑλληνικά, διατηροῦσι λαμπρὰς σχέσεις μὲ τοὺς μοναχοὺς τῶν Ἑλληνικῶν Μονῶν, τοὺς ὁποίους θεωροῦσι, παρὰ τὴν διαφορὰν τῆς ἐθνικότητος, καὶ τοὺς αἰσθάνονται ἀγαπητούς των συναδέλφους, ἔν τε τῷ θρησκευτικῷ των καὶ κοινωνικῷ των βίῳ. Τὰ διάφορα διαμερίσματα τῆς Μονῆς εἶναι πεπαλαιωμένα πρὸ ἐτῶν, μὴ ἀνακαινισθέντα καὶ ἐδῶ.

Ἡ ἐκκλησία των εἶναι λαμπρά, ὁμοίου τύπου πρὸς τὰς ἐκκλησίας τῶν Ἑλληνικῶν Μονῶν· εἶναι καὶ αὕτη ἐζωγραφισμένη ἐσωτερικῶς μὲ διαφόρους ἐπιγραφάς, ἄλλας Σλαβικάς, καὶ ἄλλας Ἑλληνικάς.

Ὅπου ὑπάρχει Ἑλληνικὴ ἐπιγραφή, ἔχει μεταφρασθῆ αὕτη, καὶ γραφῆ ἐπὶ πινακίδος διὰ γραμμάτων τοῦ ἰδίου τύπου· ἡ δὲ πινακίς, ἔχει τεθῆ ἐπὶ τῆς Ἑλληνικῆς ἐπιγραφῆς.

Ἡ λειτουργία γίνεται Σλαβιστί, ἀλλὰ ψάλλουσιν οὐχὶ ὡς Ῥῶσσοι, ἀλλὰ Βυζαντινά, ἐν μεταφράσει εἰς τὴν Σλαβικήν. Κατὰ τὰ λοιπά, αἱ συνήθειαι τῶν Ἑλληνικῶν Μονῶν· ἡ βιβλιοθήκη των ἐκ χειρογράφων εἶναι πλουσία, ἰδία εἰς τὴν Σλαβικήν, ἀλλὰ ἔχουσι καὶ πολλὰ Ἑλληνικὰ τοιαῦτα, ἔχουσι δὲ καὶ πλουσίαν συλλογὴν κειμηλίων.

Τὴ μεσημβρίαν μὲ ἐπεριποιήθησαν, παράθεσάντές μοι καλὸν γεῦμα, καθ᾿ ὃ μὲ ἐσυντρόφευσαν τινὲς τῶν διοικοῦντων τὴν Μονήν. Ἡ ἀδελφότης των δὲν περιλαμβάνει μόνον Σέρβους, ἀλλὰ καὶ πολλοὺς Βουλγάρους· δι᾿ ὃ ἐσκέπτοντο ποτὲ οἱ φανατικοὶ Βούλγαροι, νὰ μετατρέψωσι καὶ ταύτην εἰς Βουλγαρικήν.

Μετὰ τὸ γεῦμα, ἀπεχαιρέτησα τοὺς ἐκεῖ πατέρας· τοῖς συνέστησα, ἐάν ποτε ἐλάμβανον τὴν ἀνάγκην μου, ν᾿ ἀποτανθῶσιν εἰς ἐμέ. Δι᾿ ὃ μὲ ηὐχαρίστησαν, καὶ ἀπῆλθον διευθυνόμενος εἰς τὴν ἑτέραν Σλαβικὴν Μονήν, τοῦ Ζωγράφου. Ταύτην εἶδον μακρόθεν, ἐκ τοῦ ὑπεράνου αὐτῆς ὑψώματος. Φαίνεται ἐκεῖθεν ὡς ἀπὸ ἀεροπλάνου ὁρωμένη. Ἡ ἄποψίς της εἶναι θαυμασία.

* * *

Περιβαλλομένη ὑπὸ τῶν ὑψηλῶν τειχῶν της, δίδει τὴν ἐντύπωσιν τοῦ ἀπορθήτου, ἐντὸς τῶν τειχῶν, τὰ διάφορα διαμερίσματά της ἐν ἁρμονίᾳ, καὶ ἡ ἐκκλησία εἰς τὸ μέσον. Ἐπροχώρησα καὶ μετ᾿ ὀλίγον εὑρισκόμην πρὸ τῆς Μονῆς.

Εὑρίσκεται αὕτη ἐντὸς ῥεματιᾶς, εἰς μέρος ἔνθα πολλὰ ῥέοντα ὕδατα, δένδρα καὶ μαγευτικαὶ καὶ καταπράσιναι ἐκτάσεις.

Πρὸ τῆς Μονῆς εὕρηται παμμεγίστη καρυδιά, ὕψους μέχρι τεσσαράκοντα μέτρων, καὶ ἄλλα δένδρα καλύπτοντα τὴν πρὸς τῆς Μονῆς πλατεῖαν. Οἱ μοναχοὶ μὲ ὑπεδέχθησαν εὐχαρίστως. Παρετήρησα καὶ ἐνταῦθα, ὅτι οἱ πλεῖστοι ἐγνώριζον ἑλληνικά, διατηροῦσι δὲ ἀρίστας σχέσεις μετὰ τῶν μοναχῶν τῶν Ἑλληνικῶν Μονῶν.

Τοὺς συνδέει, ὡς παρετήρησα, ἡ ἰδιότης τῶν Ἁγιορειτῶν μοναχῶν, καὶ αὐτὸ τοὺς καθιστᾶ ὀλιγώτερον φανατικοὺς εἰς τὴν ἐθνικότητά των. Ὁ τύπος τῆς Μονῆς εἶναι ὁ αὐτὸς μὲ τὰς Ἑλληνικὰς Μονάς, ὡς καὶ τῆς ἐκκλησίας ὁ βυζαντινός, ἄλλως καὶ αὕτη πρὸ πολλῶν ἐτῶν ἦτον ἑλληνική. Ἐζωγραφισμένη καὶ αὕτη φέρει πολλαχοῦ ἑλληνικὰς ἐπιγραφάς, τὰς ὁποίας οἱ Βούλγαροι δὲν ἔσβησαν, ἀλλὰ καὶ ἐνταῦθα τὰς ἐκάλυψαν διὰ πινακίδων ἐξηρτημένων ἐπ᾿ αὐτῶν, εἰς τὰς ὁποίας ἀναγράφεται Σλαβιστὶ ἡ ἐπιγραφή. Ἡ λειτουργία γίνεται Σλαβιστί, ψάλλουσι δὲ κατὰ τὴν Βυζαντινὴν μουσικὴν καὶ οὐχὶ τετραφωνίαν· ἀλλὰ καὶ ἐνταῦθα ἀκούει τις ποτὲ κανὲν ἑλληνικόν «Ἅγιος ὁ Θεός» ἢ «Ἄξιόν Ἐστι». Εἶχον ἀναλάβει πρὶο ἑκατονταετηρίδων νὰ ψάλλωσι κατὰ τὸ ἥμισυ Ἑλληνιστί, καὶ περιορίσθη τοῦτο σήμερον εἰς ἐλάχιστα. Ἡ Μονὴ αὕτη εἶναι πλουσιωτάτη, διότι ἐκτὸς τῶν κτημάτων της, φαίνεται θὰ ἔχει σπουδαίας ἐπιχορηγήσεις παρὰ τῆς Βουλγαρικῆς Κυβερνήσεως.

Μὲ ἐπεριποιήθησαν καὶ ἐδῶ λαμπρά, μοῦ ἔδειξαν καὶ τὴν βιβλιοθήκην των γεμάτην ἐκ Σλαβικῶν καὶ Ἑλληνικῶν χειρογράφων, Χρυσόβουλα βυζαντινά, κ.λ.π.

Ἐν τῇ Μονῇ, ὑπηρετεῖ ὡς ἰατρὸς ὁ Φωκᾶς, νέος λαμπρὸς ὑπὸ πᾶσαν ἔποψιν. Τὸν ἐγνώρισα καὶ τὸν ἠρώτησα πῶς ἀπεφάσισε καὶ ἐκλείσθη ἐν Ἁγίῳ Ὄρει καὶ δὴ ἐν τῇ Βουλγαρικῇ Μονῇ. Μοὶ εἶπεν ὅτι τυχαίως ἐγνωρίσθη ἐν Ἀθήναις μετὰ μοναχῶν τῆς Μονῆς, καὶ ἐπειδὴ εἶχεν ἀνάγκην νὰ κάμει ἐπὶ ἔτη τινὰ τὴν ζωὴν τῆς ἐξοχῆς, ἀπεφάσισε καὶ ἦλθεν.

Ἐπειδὴ ἡ ἐποχὴ τότε ἦτο λίαν κρίσιμος, τὸν παρεκάλεσα νὰ μὲ εἰδοποιῆ μυστικά, περὶ πάσης ὑπὲρ τῆς Βουλγαρίας κινήσεως ἐν τῇ Μονῇ, ὅπερ καὶ μοῦ ὑπεσχέθη.

Κατοικεῖ οὗτος καὶ ἔχει τὸ ἰατρεῖόν του καὶ φαρμακεῖόν του εἰς ὡραῖον διαμέρισμα, ἐκτὸς καὶ πρὸ τῆς Μονῆς, εἰς μέρος καταπράσινον καὶ χλοερόν.

Ἡ Μονὴ Ζωγράφου εἶναι Κοινόβιο, καὶ ἔχει περὶ τοὺς τριακοσίους ἐν συνλῳ μοναχούς. Ἐπανῆλθον ἐκεῖθεν εἰς Καρυάς, ὅπου παρέμεινα ἐπὶ ἑβδομάδα. Εἶχον ἤδη ἐπισκεφθῆ τὰς περισσοτέρας Μονάς.

* * *

Κεφάλαιον Κ´. Εἰς τὴν Σκήτη τοῦ Κουτλουμουσίου.

Ἐπεσκέφθην κατ᾿ αὐτὰς τὸν Ἡγούμενον Κουτλουμουσίου, πατέρα Δαμασκηνόν, ὅστις μὲ ἠρώτησε διὰ τὰς νέας ἐντυπώσεις μου. Τοῦ ἐξέθηκα ταύτας καὶ μετὰ τοῦτο μὲ ἐρωτᾶ: -Μήπως ἔχεις ἀνάγκην ψυχαγωγίας καὶ πάλιν; -Ὄχι, ἀπαντῶ, ἐσυνήθισα τὴν ζωήν σας καὶ δὲν ἀνιῶ πλέον. -Ἐν τούτοις, μοῦ ἀπαντᾶ οὗτος, δὲν μοῦ φαίνεται πλήρως εἰλικρινὴς ἡ ἀπάντησίς σου, καὶ ἀκολούθησόν μοι. Μὲ ὡδήγησεν εἰς ὑπόγειον εὐρυχωράτον. Βλέπω ἐκεῖ φιάλας μὲ χρονολογίας ἐπ᾿ αὐτῶν πρὸ 10, 15, 20 καὶ 25 ἐτῶν, κεχωρισμένας κατ᾿ ἔτος καὶ κατ᾿ αὔξοντα ἀριθμόν. -Ἔκλεξον, μοὶ λέγει, καὶ λάβε μίαν φιάλην.

Ἔλαβον μίαν ἐξ αὐτῶν, τῶν 20 ἔτῶν, καίτοι ἠνόησα ὅτι περιεῖχεν οἶνον. Ἐν τούτοις, ἠρώτησα τὸν πατέρα Δαμασκηνὸν διὰ τὸ περιεχόμενό της. –Δὲν γνωρίζω καὶ ἐγὼ τί ἀκριβῶς εἶναι τὸ ποτὸ τοῦτο. Πρὸ εἴκοσι ἐτῶν ἐτέθη εἰς φιάλην ταύτην οἶνος μέλας καὶ ἑρμητικῶς ἐκλείσθη. Ἤδη εἶναι ποτὸν χρώματος τοῦ τῆς χρυσῆς λίρας γευστικώτατον καὶ πολὺ δυνατό. Ὑπάγομεν ἤδη, εἰς τὴν Σκήτην τῆς Μονῆς, εἴκοσι λεπτὰ περίπου ἀπέχουσαν αὐτῆς, μοῦ λέγει, καὶ διηυθύνθημεν πρὸς τὴν Σκήτην τοῦ Κουτλουμουσίου.

Ὁ Δικαῖος μᾶς ὑπεδέχθη φιλοφρόνως, μὰς ὡδήγησεν εἰς τὴν κατοικίαν του καὶ μᾶς προσέφερε καφέ. Θὰ ἦτο τότε ἡ ἑνδεκάτη πρὸ μεσημβρίας ὥρα. –Πηγαίνομεν, ἐρωτῶ τὸν πατέρα Δαμασκηνόν, νὰ ἴδωμεν τὴν ἐκκλησίαν τῆς Σκήτης; Καὶ διηυθύνθημεν ἐκεῖ. Ὁ Δικαῖος παρέμεινεν εἰς τὴν κατοικία του, ἵνα ἑτοιμάσῃ πρόγευμα. Τοῦ εἶχε παραγγείλει ὁ πατὴρ Δαμασκηνός, νὰ ἀγοράσῃ κρέας ὅπερ ἐμαγείρευεν.

Ἡ ἐκκλησία τῆς Σκήτης εἶναι ἀρχαία, αἱ ἁγιογραφίαι τῆς ἀνεκαινίζοντο. Παρετήρησα ὅτι αἱ τοιχογραφίαι της ἤδη δὲν ἐγίνοντο ἐπὶ τοῦ τοίχου, ἀλλ᾿ ἐπὶ σιδηρῶν πλακῶν, καὶ κατόπιν προσηρμόζοντι αὗται ἐπ᾿ αὐτοῦ.

Διατηροῦνται καλλίτερον κατὰ τοὺς ζωγράφους, οὕτω πως οἱ τοιχογραφίαι. Ἀπησχολήθημεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν περὶ τὰ τρία τέταρτα, καθ᾿ ἃ ὁ ἡγούμενος Δαμασκηνός, μοῦ ἐπεδείκνυε καὶ μοῦ ἐξήγει τὰ ἀξιοθέατα, καὶ τὰ διάφορα καθέκαστα τῆς Σκήτης καὶ τῆς ἐκκλησίας. Ἐν τέλει μοῦ ἔκαμε λόγον περὶ τῆς πλάκας, καὶ μὲ ἠρώτησε ἐὰν ἤθελον νὰ ἐγγραφῶ εἰς αὐτήν, ἐγγράψω δὲ καὶ τοὺς τεθνεῶτας τῆς οἰκογενείας μου, ὅπερ καὶ μοῦ συνέστησεν.

Ἐπλήρωσα εἰς τὸν ἁρμόδιον γέροντα τὸ ἀντίτιμο τριῶν λίρων Τουρκίας (τρία εἰκοσιπεντάδραχμα), καὶ ἐνέγραψα τὸν τεθνεῶτα ἤδη πατέρα μου Κωνσταντῖνο, ὡς καὶ τὴν μητέρα μου Ζωήν, καὶ τὸν ἑαυτόν μου ὡς ζῶντα. Ἀλλὰ τί ἔστι πλάκα; Εἶναι αὕτη μεγάλη ἐκ μαρμάρου πλάξ, ὁ δὲ ἐγγραφόμενος εἰς αὐτὴν μνημονεύεται καθημερινῶς καὶ ἐπ᾿ ἄπειρον εἰς τὸ μέλλον, ὑπὸ τὼν ἀείποτε δεομένων καθημερινῶς τῷ Ὑψίστῳ ἀσκητῶν.

Ἐπλησίαζε ἤδη μεσημβρία. Ὁ ἡγούμενος μοῦ λέγει: -Ἂς ὑπάγωμεν ἤδη νὰ γευματίσωμεν. Καὶ μετέβημεν εἰς τὴν κατοικίαν τοῦ Δικαίου, οστις εἶχεν ἐν τῷ μεταξὺ προπαρασκευάσει τὸ πρόγευμα. Οὗτος προσθέτει: -Ἡμεῖς οἱ τοῦ Κουτλουμουσίου, ὡς κοινόβιοι, κρέας δὲν τρώγωμεν, ὡς καὶ οἱ ἐδῶ ἀσκηταὶ ἀλλὰ πρὸς χάριν σου θὰ κάμω ἐξαίρεσιν σήμερον. Δὲν ἤθελον νὰ παραβῶ τὰ πρὸ ἐτῶν κεκανονισμένα καὶ εἰσαγάγω κρέας εἰς τὴν Μονήν μου, ὅπερ ἀπὸ τῆς κτίσεώς της μέχρι σήμερον δὲν ἐγένετο, καὶ δι᾿ αὐτὸ παρήγγειλα εἰς τὸν Δικαῖον νὰ ἑτοιμάσῃ ἐνταῦθα πρόγευμα ἐκ κρέατος, σκεφθεὶς ἄλλως, μικρὸς περίπατος μέχρι ἐνταῦθα, δὲν θὰ ἦτο ἄσχημος. Ἐπέτρεψε μάλιστα, τὴν ἡμέρα ἐκείνη νὰ φάῃ κρέας καὶ ὁ Δικαῖος, ἀλλ᾿ ἐκεῖνος παρεκάλεσε νὰ τοῦ ἐπιτρέψῃ νὰ μὴν παραβῇ τὴν συνήθειάν του καὶ δὲν ἔλαβε μέρος εἰς τὸ πρόγευμα.

Τὰ ἐκ κρέατος φαγητὰ τοῦ Δικαίου ἦσαν γευστικώτατα, ἀνοίξαμεν καὶ τὴν φιάλην ἐκείνην, τὴν ὁποίαν ἐξέλεξα ἐκ τοῦ ὑπογείο τοῦ Κουτλουμουσίου, καὶ τὴν ὁποίαν ὁ πατὴρ Δαμασκηνός, ἔφερεν εἰς τὴν Σκήτην. Τὸ περιεχόμενόν της ἦτο γευστικώτατον, ἀληθῶς νέκταρ. Πολὺ δὲ δυνατό. Ἐπίναμεν αὐτὸ μὲ μικρὰ ποτηράκια, ὡσὰν νὰ ἐπρόκειτο περὶ κονιάκ. Ἐν τούτοις, τρία-τέσσαρα ἐξ αὐτῶν, μὰς ἐζάλισαν. Ἐμείναμεν ἐκεῖ συζητοῦντες μέχρι τῆς τρίτης ἀπογευματινῆς, καθ᾿ ἃς ὥρας μᾶς παρετέθη κατ᾿ ἐπανάληψιν μεγάλα κυδώνια γενομένα, καὶ ἀνεχωρήσαμεν μετὰ τοῦ Ἡγουμένου Δαμασκηνοῦ εἰς Κουτλουμούσιον, ὅπου ἀφιχθέντες, περὶ ὥραν 4ην μ.μ., αὐτὸς μὲν εἰσῆλθεν εἰς τὴν Μονήν, ἵνα παραστῆ εἰς τὸν κατὰ τὴν ὥραν ἐκείνην ψαλλόμενον ἑσπερινόν, ἐγὼ δὲ ἐκεῖθεν ἀπῆλθον εἰς Καρυάς, ἀφ᾿ οὗ ηὐχαρίστησα θερμῶς τοῦτον διὰ τὴν νέαν λαμπρὰν ψυχαγωγίαν του, ἣν κοὶ παρέσχε κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην.

* * *

Κεφάλαιον ΚΑ´. Εἰς τὴν Μονὴν Ξηροποτάμου.

Εὑρισκόμεθα περὶ τὰ τέλη Ὀκτωβρίου ἤδη. Μετὰ μιᾶς ἑβδομάδος παραμονὴν εἰς Καρυάς, ἀπεφάσισα νὰ ἐπισκεφθῶ καὶ τὰς ἐπὶ τοῦ νοτιοδυτικοῦ μέρους τῆς Χερσονήσου τοῦ Ἁγίου Ὄρους Μονάς, ἀρχόμενος ἀπὸ τῆς Μονῆς Ξηροποτάμου.

Μετέβημεν ἐκεῖ μετὰ τοῦ Γρηγοριάτου μοναχοῦ πατρὸς Βαρλαάμ. Καὶ αὐτὸς μὲν ἐξηκολούθησε τὸν δρόμον του εἰς τὴν Μονὴν Γρηγορίου, ὅπου τοῦ ὑπεσχέθην ὅτι θὰ μετέβαινον κατόπιν, ἐγὼ δὲ ἔμεινα εἰς τὴν τοῦ Ξηροποτάμου. Παρὰ τυχόντος μοναχοῦ, ὁδηγοῦμαι εἰς τὸν Ξενῶνα, δωμάτιον στενὸν καὶ πληκτικόν, ὅστις καὶ μὲ ἐπεριποιήθη μὲ καφέ, μετὰ τὴν λῆξιν τοῦ ὁποίου μάτην ἀνέμενα νὰ μὲ ἐπισκεφθῆ τις τῶν σημαινόντων, ἵνα μὲ ὁδηγήσῃ καὶ ἴδω τὰ ἀξιοθέατα τῆς Μονῆς, τὴν ἐκκλησίαν κ.λ.π. Δυστυχῶς οὐδεὶς ἦλθε, δὲν ἤξευρα τὶ νὰ ὑποθέσω.

Ἡ Μονὴ αὕτη εἶναι νεόπλουτος, τὰ πρὶν μικρὰ καὶ ἄσημος, ἤδη κατέστη πάμπλουτος, ὡς δὲ λέγεται, ἁμιλλᾶται πρὸς τὴν τοῦ Βατοπεδίου. Ἐν τούτοις, μετὰ τὴν συμπεριφορὰν ταύτην τῶν μοναχῶν, ἔκρινα ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ παραμείνω τὸ ἑσπέρας ἐκεῖνο ἐκεῖ, καὶ εἰδοποιήσας περὶ τῆς ἀναχωρήσεώς μου, κατῆλθον εἰς Δάφνην.

Ἡ Δάφνη εἶναι τὸ ἐπίνειον τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἔχει πρακτορεῖα τῶν καταπλεόντων ἀτμοπλοίων, καί τινα μαγαζεῖα. Παρετήρησα νὰ εὕρω λέμβον τινά, ἵνα μὲ μεταφέρῃ εἰς τὴν Μονὴν Γρηγορίου. Ἐπὶ τέλους εὑρέθη μία καὶ ἀνεχώρησα ἐκεῖ, ὅπου ἔφθασα ἐντὸς τριῶν τετάρτων, πρὸς τὸ ἑσπέρας.

* * *

Κεφάλαιον ΚΒ´. Εἰς τὴν Μονὴν Γρηγορίου.

Ἡ Μονὴ Γρηγορίου κεῖται ἐπὶ βράχων παρὰ τὴν παραλίαν. Εἶναι Μονὴ μικρά, ἀλλὰ ἡ νοικοκυρεμένη καὶ σώφρων διοίκησίς της τὴν ἔχει καταστήσει εὔπορον. Οἱ ἐκεῖ μοναχοί, κατάγονται πάντες ἐκ Πελοποννήσου. Πέραν τοῦ Ἰσθμοῦ πρέπει νὰ εἶναί τις διὰ νὰ γίνῃ δεκτὸς ἐν αὐτῇ. Πάντες εὐσεβεῖς, σώφρονες καὶ καλοὶ μοναχοί, ὡς παρετήρησα. Μόλις εἰσῆλθον, ἐζήτησα τὸν Βαρλαάμ, ὅστις ἐλθὼν πρός με μοὶ λέγει: -Πώς; Δὲν ἔμεινες ἀπόψε, ὡς ὑπελόγιζες, εἰς τοῦ Ξηροποτάμου;

-Ὄχι, ἀπαντῶ, διότι ἐπὶ δύο ὥρας παραμένων ἐκεῖ, δὲν ἦλθε κανεὶς ἐκ τῶν ἀνεπτυγμένων μοναχῶν νὰ μὲ ἐπισκεφθῆ, ἀλλ᾿ οὔτε κὰν μὲ ἐκάλεσέ τις νὰ μεταβῶ ἐγω παρ᾿ αὐτῷ, καὶ συνεπῶς, δὲν εἶχον σκοπὸν νὰ μείνω τὸ ἑσπέρας συζητῶν μὲ τοὺς τοίχους. Ἔφυγα καὶ σοῦ ἀριβάρησα.

-Περίεργον, λέγει οὗτος, εἶναι καλοὶ οἱ Ξηροποταμινοί, κάποια παρεξήγησις θὰ συνέβη. –Δὲν εἶχον γνωριμίας μετ᾿ αὐτῶν οὔτε προηγούμενόν τι, ὥστε νὰ ὑπάρξῃ παρεξήγησις. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι μὲ μποϋκοτάρισαν ἀγρίως. Ἀλλ᾿ ἔχε ὑπ᾿ ὄψει σου ὅτι δὲν ἔχω παράπονον ἐκ τῆς στάσεώς τω, ἀρκεῖ ὅτι τοὺς ἐχαρακτήρισα ὡς ἀφιλοξένους. Ἂς ἴδωμεν ἤδη τὴν ἐκκλησίας κ.λ.π. ἀξιοθέατα τῆς Μονῆς σας, καὶ αὔριον ἐπανέρχομαι εἰς Καρυάς.

-Ἐλθὲ, μοῦ λέγει, νὰ πάρωμεν ἕναν καφέ, καὶ κατόπιν τὴν βλέπομεν. Καὶ μὲ ὡδήγησεν εἰς ἐξώστην πρὸς τὴν θάλασσαν ξύλινον, ὕψους ἀπὸ τῆς θαλάσσης τοὐλάχιστον 200 μέτρων. Μόλις τὸν βλέπω, λέω: -Πάτερ Βαρλαάμ, εἶναι γερὰ τὰ ξύλα; -Γερὰ καὶ νὰ μὴν φοβᾶσαι, μοῦ ἀπαντᾶ, καὶ προηγήθη αὐτός, ἵνα μὲ ἐνθαῤῥύνει.

Ἐξῆλθον καὶ ἐγώ, ἐν τούτοις ἐξηκολούθησα νὰ φοβοῦμαι, καθ᾿ ὅσον ἔβλεπα ἐκ τῶν χαραγμῶν τῶν μεταξὺ τῶν σανίδων τὴν θάλασσαν. Ἀκριβὼς κάτωθι εἰς κάθετον, καὶ μὲ κατελάμβανεν εἶδος ἰλίγγου, Ἐν τούτοις ὁ Βαρλαὰμ ἔλαβε δύο καθίσματα καὶ ἐκαθίσαμεν εἰς τὸν ἐξώστην.

Ἡ θέα ἐκεῖθεν ἦτο ὑπέρλαμπρος. Ὁ φθινοπωρινὸς ἥλιος ἐπλησίαζεν εἰς τὴν δύσιν του. Ἡ ἀφ᾿ ὑψηλοῦ θεωμένη γαληνιῶσα θάλασσα ἐπαρουσίαζεν ἔκτατον φαινόμενον. –Εἶσθε πολλοὶ μοναχοί;, ἐρωτῶ. –Περὶ τοὺς ἐνενήκοντα, ἀπαντᾶ οὗτως, ἐν συνόλῳ, ἀλλ᾿ εὐσεβεῖς καὶ καλοὶ μοναχοί, ἐπίτρεψόν μοι νὰ εἴπω.

Ἐκομίσθη κατ᾿ ἐκείνην τὴν ὥραν ὁ καφὲς μὲ γλυκὰ καὶ ποτήρια ὕδατος, καὶ ἔλαβον ἐξ αὐτῶν εὐχαρίστως, καθ᾿ ὅσον παρετήρησα ἦσαν καθαρώτατα. –Εὐλογεῖτε, λέγω πρὸς τὸν πατέρα Βαρλαάμ, ἐπὶ τῇ λήψει τοῦ ὕδατος. –Κύριος, ἀπαντᾶ οὗτος. Βλέπω, ἔμαθες τὰ καλογερικά. -Ἔχω ἤδη ἐν Ἁγίῳ Ὄρει περὶ τοὺς δύο μῆνας περίπου καὶ ἑπόμενον ἦτο νὰ μάθω μερικὰς ἐθιμοτυπίας σας, προσθέτω.

Μὲ ἠρώτησεν, ἐὰν ἐκ τῆς ζωῆς μου ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ἔχω σχηματίσει πεποίθησιν περὶ ὑπάρξεως Θεοῦ, περὶ τῆς ἀληθείας τῆς θρησκείας κ.λ.π. Καὶ τοῦ ἀπήντησα, ὅτι :-Τὴν ὕπαρξιν τοῦ Θεοῦ οὐδέποτε ἠρνήθην, καίτοι ἐν Ἁγίῳ Ὄρει δὲν εἶδά τι τὸ ὑπερφυσικόν, ὥστε νὰ σταθεροποιήσω τὰς σκέψεις μου. Ἐνταῦθα, ἐξετίμησα τὸν μοναχὸν διὰ τὸν ἁγνὸν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον βίον, ὃν διάγει, διὰ τὴν φιλέργειάν του, τὴν ὑπομονήν του, διότι ἐπὶ αἰῶνας συνεκέντρωσε φιλολογικοὺς καὶ ἄλλους θησαυρούς, τοὺς ὁποίους μετὰ θρησκευτικῆς εὐλαβείας φυλάσσει μέχρι σήμερον. Κατήντησαν αἱ Μοναὶ μουσεῖα. Ἐνταῦθα δύναταί τις, ἂν θέλει, τὸ πᾶν νὰ σπουδάσει. Εἰς τὰς πρώτας Μονάς, ἃς ἐπεσκέφθην, ἐζήτουν καὶ ἔβλεπον τὰς βιβλιοθήκας των. Ἤδη ὅμως, ἀπελπισθεὶς ἐκ τοῦ ὅτι δὲν θὰ δυνηθῶ νὰ γίνω κοινωνὸς τῶν ἐν ταῖς βιβλιοθήκαις των θησαυρῶν, δὲν ζητῶ νὰ βλέπω ταύτας. Τελευταῖον μόνο εἰς τὸ Χιλιανδάριον καὶ Ζωγράφου ἐζήτησα καὶ εἶδα αὐτάς, ἵνα ἴδω κατὰ πόσον ἔχουσιν ἑλληνικὰ χειρόγραφα, καὶ εἶδα πολλὰ τοιαῦτα.

-Ἐν τούτοις ταῦτα πάντα ποῦ ἀνέφερες, δὲν φρονεῖς ὅτι εἶναι προϊὸν ἀνωτέρας θελήσεως νὰ δημιουργηθῇ τὸ Ἅγιον Ὄρος, οἷον τὸ ἀντελήφθης;, ἐρωτᾶ ὁ πατὴρ Βαρλαάμ. -Ἴσως, ἀπαντῶ, ἀλλὰ τοῦτο δὲν εἶναι κατ᾿ ἐμέ τι τὸ ὑπερφυσικόν, ὅπερ ζητῶ, ἵνα σταθεροποιήσω τὰς σκέψεις μου.

-Σὺ ἐδῶ μήπως ἔχεις νὰ μοῦ δείξεις θαῦμά τι ἢ ἄλλο τι ὑπερφυσικὸν φαινόμενον; -Ὄχι, ἀπαντά, τὸ μόνον ποῦ ἔχω εἶναι πρὸ ὀλίγω ἐτῶν, γέρων μοναχός τις, ἐθάμνευεν, ἵνα καλλιεργήσει τὸ κηπάριόν του καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλει, τοῦ ἔφυγεν ἡ φωτιά, ἥτις ἐξογκωθεῖσα, ἔτεινε πρὸς τὸ ὄρος, ἀπειλοῦσα νὰ καύσει τὸ δάσος. Ὁ Ἡγούμενος, ἐν τῇ δικαίᾳ ἀγανακτήσει του, δριμαίως ἐπιπλήττει αὐτόν, καὶ τοῦ λέγει ὅτι δὲν θὰ λιώσει ὅταν ταφῆ καὶ ἄλλα. Τότε ὁ εὐσεβὴς γέρων ἐγονυπέτησε καὶ ηὔχήθη πρὸς τὴν Παναγίαν καὶ τὸν Ὕψιστον καὶ ἐκ τοῦ ῥεύματος ἐκείνου (καὶ μοῦ ὑπέδειξεν αὐτό) ἐξῆλθε παμμεγέθης νεφέλη, ἥτις ἔπεσεν, ὑπὸ τύπον βροχῆς, ἐπὶ τῆς ἀρκετὰ ἐξογκωθείσης πυρκαϊᾶς ἐκείνης, καὶ ἔσβησεν αὐτήν, καὶ ταῦτα ἐν ἀπολύτῳ νηνεμίᾳ. Τώρα, πῶς ἐσχηματίσθη ἡ νεφέλη ἐκείνη καὶ πῶς ὡδηγήθη καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τῆς πυρκαϊᾶς, αὐτὸ εἶναι τὸ ὑπερφυσικὸν φαινόμενον, ὅπερ ἀδυνατῶ νὰ ἐξηγήσω καὶ σοῦ παράσχω καὶ ἀποδείξεις.

* * *

Κεφάλαιον ΚΓ´.

-Πείθομαι, πάτερ Βαρλαάμ, τοῦ λέγω, ὅτι τὸ γεγονὸς εἶναι ἀληθέστατον. Ἐν τούτοις, ὡς λέγεις, δὲν δύνασαι νὰ μοῦ παράσχεις ἀποδείξεις, καὶ τὰς ἀποδείξεις αὐτὰς ζητῶ.

Βέβαια, ὑπάρχει σχέσις μεταξὺ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ γεγονότος, ὅπερ μοῦ διηγήθης, καὶ ἡ σχέσις αὕτη ἔρχεται εἰς ἐπαφὴν μὲ τὸν ἄνθρωπον, ὅστις, μὴ ἔχων τὸ κατάλληλον αἰσθητήριον, ἀλλὰ καὶ τὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου, ὅπερ δὲν εἶναι κατασκευασμένον, ὥστε νὰ ἀντιληφθῆ τὴν ἐκ τοῦ ὑπολογισθέντος ἀναλόγου αἰσθητηρίου ἐντύπωσιν. Ἐπλάσθημεν ἀτυχῶς ἀτελεῖς καὶ δὲν δυνάμεθα νὰ ἀντιληφθῶμεν τὰ μεγάλα ζητήματα τῆς ἀληθοῦς θρησκείας μας, ἐν τούτοις ἐγὼ πιστεύω.

Ταῦτα ἔλεγα πρὸ μηνὸς περίπου εἰς Λαύραν, εἰς τὸν πατέρα Κορνήλιον, ὅτε μοῦ διηγεῖτο τὴν ἱστορίαν τοῦ Κουκουζέλη καὶ τὸ θαῦμα τῆς Παναγίας νὰ μεταβῇ πρὸς αὐτὸν ἐν φωτονεφέλῃ καὶ εὐχαριστοῦσα. Φαίνεται, πάτερ Βαρλαάμ, ὅτι εἰς τὸν ἄνθρωπον ὑπάρχει αἰσθητικότης πέραν τῶν αἰσθητηρίων του διαφόρου βαθμοῦ. Εἴς τινας ὅμως εἶναι περισσότερον ἀνεπτυγμένη, καθαρῶς ἐκδηλουμένη, ὡς λ.χ. εἰς τοὺς ὑστερικούς, εἰς οὕς, λόγῳ τῆς παθήσεώς των, καθιστώσης εὐπαθέστερον τὸν ἐγκέφαλόν των, διακρίνει τις ἐντονώτερον τὴν αἰσθητικότητα ταύτην.

Αἰσθάνονται οὗτοι γεγονότα λαμβάνοντα χώραν πολὺ μακρὰν αὐτῶν. τί συμβαίνει; Φρονῶ, ὅτι ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, ἀτελὴς καὶ ἀνίκανος νὰ ὑπολογίσει ἐπὶ τῶν μεγάλων ζητημάτων τῶν περὶ αὐτόν, εἶναι ὅμως ἀνωτέρα πάντως τῶν ἐκ τῶν αἰσθητηρίων αὐτοῦ ἐντυπώσεων, καὶ δι᾿ αὐτῆς ὁ ὑστερικὸς αἰσθάνεται τί γίνεται μακράν του. Εὔχομαι ἐν τῷ μέλλοντι, ὅ ἄνθρωπος, τελειοποιούμενος διὰ τῆς ἀτελοῦς αἰσθητικότητός του, νὰ καταστῆ ἱκανὸς νὰ κατακτήσει τὰ μεγάλα ζητήματα τοῦ κόσμου. Ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ περιπτώσει ταύτῃ, πείθομαι, θὰ ἐξακολουθήσει νὰ εἶναι ἀτελής, τὴν περίπτωσιν δὲ ταύτην ἔχον ὑπ᾿ ὄψει του τὸ Εὐαγγέλιον προοιμιάζεται τὴν ἐπὶ τοσοῦτον ἀνάπτυξιν τοῦ ἀνθρώπου καὶ τελειοποίησιν αὐτοῦ, ὥστε νὰ καταστῇ ἀνάλογος τοῦ μεγάλου Θεοῦ, περίπτωσις, ἥτις τίς οἶδε πῶς καὶ πότε θὰ συμβῇ.

Ἠρώτησα εἶτα αὐτόν, πῶς ἦλθε εἰς τὴν Μονὴν κ.λ.π. καὶ μοῦ ἀπήντησεν ὅτι· νέος ὤν, ἀπῆλθεν εἰς Ἀμερικήν, ὅπου ηὐδοκίμει, ἠρέσκετο ἐκεῖ εἰς τὴν ἀνάγνωσιν θρησκευτικῶν βιβλίων. Ἐν τῇ ἀναγνώσει αὐτῶν εὕρισκεν εὐχαρίστησιν καὶ συνέπεσεν νὰ ἀναγνώσει καὶ τὴν «Ἁμαρτωλῶν Σωτηρία». Ἐκ τῆς ἀναγνώσεως αὐτῆς, τόσον πολὺν ἀνετράπησαν αἱ περὶ τοῦ μέλλοντός του ἰδέαι του, ὥστε ἀπεφάσισε νὰ ἔλθῃ νὰ γίνῃ μοναχός, καὶ ἐκποιήσας πᾶν ὅ,τι ἀπέκτησεν ἐν Ἀμερικῇ μετέβη, παρὰ τὰς συστάσεις τῶν φίλων του εἰς τὴν ἐν Πελοποννήσῳ ἰδιαιτέραν του πατρίδα, ἵνα σκεφθῇ ἐκεῖ καλλίτερον, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ δὲν ἠδύνατο νὰ ἡσυχάσει καὶ ἦλθε καὶ ἔγινε μοναχός.

Εἶχεν ἤδη νυχτώσει. Ὁ πατὴρ Βαρλαάμ, μοῦ λέγει: -Ἂς εἰσέλθωμεν, διότι αἰσθάνομαι ψῦχος. Εἶχε δίκαιον καὶ εἰσήλθομεν. Ἡ ἐπίσκεψίς μου εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ἀνεβλήθη διὰ τὴν ἐπαύριον.

Θὰ μεταβαίνομεν πρότερον εἰς τὴν λειτουργίαν καὶ κατόπιν θὰ περιεργαζόμεθα ὅ,τι ἄξιον προσοχῆς, καὶ περὶ ὥραν ἐννάτην, μὲ ἐκάλεσε νὰ ἀνέλθωμεν εἰς τὸ βουνό, ὅπου θὰ ἔβλεπον τὸ πριόνι των καὶ τὰς ὑλοτομικάς των ἐργασίας, θὰ ἐτρώγαμεν ἐκεῖ μετὰ μεσημβρίαν, αὐτὸς μὲν θὰ ἐπανήρχετο εἰς τὴν Μονήν του, ἐγὼ δὲ ἐκεῖθεν ἐις Καρυάς. Μοὶ ἤρεσε τὸ πρόγραμμά του καὶ παρεκαθήσαμεν εἰς τὴν ἑτοιμασθεῖσαν ἐν τῷ μεταξὺ τράπεζαν. Ὁ Βαρλαάμ, δὲν ἐθεώρησε πρέπον νὰ μοὶ παραθέσει τὸ διὰ τοὺς μοναχοὺς παρασκευασθὲν φαγητόν, καὶ ἐζήτησε παρά τινος ψαρᾶ καὶ ἠγόρασεν ἰχθῦς, ὧν ἄλλους ἔκαμε βραστούς, καὶ ἄλλους τηγανιτούς. Ἐφάγαμεν κατὰ συνέπειαν ἐκτάκτως λαμπρά, ἐπίομεν καὶ λαμπρὸν οἶνον, παρασκευαζόμενον ἐν τῇ Μονῇ.

Μετὰ τὸ δεῖπνον, μᾶς ἐπεσκέφθη ὁ Ἡγούμενος παπα-Γιώργης, ἄνθρωπος ἐνάρετος, καλῆς ἐξωτερικῆς παραστάσεως καὶ σώφρων, Ἀθηναῖος δὲ τὴν καταγωγήν· ἡ μόνη ἐξαίρεσις ἐν τῇ Μονῇ Γρηγορίου, νὰ δεχθοῦν μοναχὸν ἐντεῦθεν τοῦ Ἰσθμοῦ καὶ τοῦτο διότι ἦτο Ἀθηναῖος.

Οὗτος μοὶ διηγήθη πῶς ἔγινεν Ἡγούμενος, ἤτοι ὅταν τοῦ ἐπροτάθη ἡ ἀπόφασις τῆς Μονῆς, ἠρνήθη ἐπιμόνως νὰ δεχθῆ, καὶ ἐπὶ ἡμέρας ἐπέμενεν ἀρνούμενος, ὅτε εἶδε κατ᾿ ὄναρ ὅτι ἔπρεπε νὰ ὑποχωρήσει καὶ ἐδέχθει. Ἀφ᾿ οὗ ὅμως τὸν παρεκίνησεν εἰς τοῦτο καὶ ὁ ἐν τῇ Σκήτῃ τῆς Ἁγίας Ἄννης σεβάσμιος γέρων ἀσκητὴς πνευματικός του, ὅστις καὶ οὗτος εἶδεν· τί εἶδεν δὲν ἔλεγεν. Ἐκράτησαν σημείωσιν τοῦ ὀνόματός του, ἵνα τὸν ἐρωτήσω ὅταν θὰ μετέβαινον εἰς Ἁγιαν Ἄνναν, τὶ εἶδεν ὁ γέρων οὗτος ἀσκητής.

Μετὰ ταῦτα, ηὐχαρίστησα τὸν πατέρα Βαρλαάμ, διὰ τὴν λαμπρὰν ὑποδοχήν, ἣν μοὶ ἔκαμον καὶ τὰς περιποιήσεις των καὶ μετέβην νὰ κοιμηθῶ εἰς λαμπρὸν διαμέρισμα, ὅπου καθαρώταται κλῖναι.

* * *

Κεφάλαιον ΚΔ´. Εἰς τὸ δάσος τῆς Μονῆς Γρηγορίου.

Ἐκοιμήθην μέχρι τῆς πρωΐας καὶ μετέβην εἰς τὴν λειτουργίαν. Παρηκολούθησα μέχρι πέρατος αὐτήν· ἦτο ὡρισμένον τὴν ἡμέραν ἐκείνην νὰ μεταλάβωσι οἱ μοναχοί.

Παρηκολούθησα τὴν ὡραίαν ἐκείνην τελετήν, ηὐφράνθη δὲ ἡ καρδία μου νὰ βλέπω νὰ προσέρχονται μετὰ πάσης εὐλαβείας, γέροντες πολιοὶ μοναχοὶ νὰ κοινωνῶσι, ψαλλομένου: «Τοῦ Δείπνου Σου τοῦ μυστικοῦ».

Μετὰ τὴν λειτουργίαν καὶ τελετὴν τῆς μεταλήψεως, παρετηρήσαμεν μετὰ τοῦ Βαρλαὰμ τὴν ἐκκλησίαν. Εἶναι καὶ αὕτη βυζαντινοῦ τύπου, ἐζωγραφισμένη, καὶ μὲ πλλὰ χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ ἀφιερώματα.

Ἐκάμαμεν μίαν ἐπίσκεψιν εἰς τὰ διαμερίσματα τῆς Μονῆς, ἅτινα πάντα ἦσαν καθαρώτατα καὶ εὐπρεπισμένα. Μοῦ ἔδειξεν εἰς τὴν θύραν τῆς Μονῆς παλαιὰν σλαβικὴν ἐπιγραφήν, τὴν ὁποίαν ἐφρόντισε νὰ ἐξαφανίσει, ἵνα μή ποτε οἱ Σλάβοι ἐγείρωσιν ἀξιώσεις ἐπὶ τῆς Μονῆς Γρηγορίου. Ἀντίληψις κατ᾿ ἐμεὲ στερουμένη καὶ τῆς ἐλαχίστης σχετικῆς πιθανότητος, καθόσον ἡ Μονὴ Γρηγορίου οὐδέποτε ὑπῆρξε σλαβική.

Ἐὰν κατὰ τὸν μεσαίωνα, ὅτε ἅπαντες ὑπελογίζοντο Χριστιανοί, ὑπὸ τὸν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, ἀνεξαρτήτων ἐὰν ἦσαν Ἕλληνες ἢ Σλάβοι, καὶ μὲ τὴν ἀντίληψιν ταύτην ἐκοινοβιάσθη Σλάβος τις πεπαιδευμένος ἐν τῇ Μονῇ Γρηγορίου, ὅστις ἔθετο τὴν ἐπιγραφὴν ταύτην ἐκεῖ, δὲν ἔπεται ὅτι ἡ Μονὴ Γρηγορίου ὑπῆρξε ποτὲ σλαβική, ὥστε νὰ ἔχει βασιμότητα ὁ φόβος τοῦ Βαρλαάμ. Ἦτο ἤδη ἡ ἐννάτη πρωϊνὴ ὥρα, ἀφοῦ ἀπεχαιρέτησα τὸν Ἡγούμενον, παρεκάλεσα τὸν Βαρλαάμ, κατὰ τὸ ἀφ᾿ ἑσπέρας πρόγραμμά μας, νὰ φύγωμεν διὰ τὸ βουνόν. Λαβόντος δὲ τούτου τοὺς δύο καλλιτέρους τῆς Μονῆς ἡμιόνους, ἀνήλθομεν ἐπ᾿ αὐτῶν καὶ δι᾿ ἀτραπῶν ἐτράπημεν πρὸς αὐτό, βαίνοντες ἐπὶ κλίσεως μεγάλης. Μετὰ πορεῖαν ἡμισείας ὥρας παρετήρησα πολλὰς ἀνθρακίας.

-Εἶναι αὕται, μοῦ εἶπεν ὁ Βαρλαάμ, ἀνθρακοποιοῦ, ἀναλαβόντος ἐκ τῆς Μονῆς τὴν ἀνθρακοποιΐαν ἐπὶ ἐνοικίῳ.

Ἐπροχωρήσαμεν ἀκόμη καὶ ἐφθάσαμεν εἰς μέρος πολὺ ἀνωφερὲς ἐπὶ ἀτραποῦ, κάτωθεν τῆς ὁποίας ὑπῆρχε ῥεῦμα. Ἐγὼ προηγούμην καὶ εἵπετο ὁ Βαρλαάμ. Ἤμην ἀρκετὰ βαρύς, ὁ ἡμίονός μου μετὰ δυσκολίας μὲ ἀνεβίβαζεν. Αἴφνης εἰς μίαν στιγμήν, ὁ ἡμίονός μου ἐκάθησεν ἐπὶ τῶν ὀπισθίων ποδῶν του· οἱ ἐμπρόσθιοι ἠγέρθησαν πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ ἀνετράπη. Εὐτυχῶς ἐγὼ ἔπεσα πρὸς τὰ ἀριστερὰ καὶ πρὸς τὸ μέσο μέρος τῆς ὁδοῦ, ὁ ἡμίονος ἐπὶ τῆς ὁδοῦ, καὶ οὕτω οὔτε ὁ ἡμίονος ἐκυλίσθη εἰς τὸ ῥεῦμα. Ταῦτα εἰς διάστημα δευτερολέπτου. –Παναγία μου!, λέγει ὁ Βαρλαάμ, κατῆλθε τοῦ ἡμιόνου του, ἀντιληφθεὶς ὅτι δὲν ἔπαθα τίποτε, ἐγονυπέτησε καὶ προσηυχήθη. «Θαῦμα», λέγει καθ᾿ ἑαυτόν.

Μετὰ τὴν προσευχήν του μὲ ἠρώτησεν ἐὰν ἐκτύπησά που καὶ τοῦ εἶπα ὄχι. Ἐπαναλαμβάνει πρὸς ἐμὲ ὅτι πρόκειται περὶ θαύματος, καὶ ὅτι ἂν ἔπιπτον ἐντὸς τοῦ ῥεύματος, τὸ βάθος ἦτο μεγάλο καὶ θὰ ἐφονευόμην, κρημνιζόμενος ἐντὸς αὐτοῦ. Τοῦ ἀπήντησα, ὅτι τὸ θαῦμά του δὲν ἦτο τοιοῦτον, ὥστε νὰ μὲ πείσει, διότι ἦτο δυνατὸν νὰ πρόκειται περὶ ἁπλῆς συμπτῶσεως νὰ μὴν πέσω ἐντὸς τοῦ ῥεύματος· καὶ ἐφ᾿ ὅσον δὲν ἠδύνατο ν᾿ ἀποκλείσει τὴν σύμπτωσιν, τὸ θαῦμά του δὲν εἶχεν καμίαν ἀξίαν.

Μοῦ ἔδωσε τὸν ἰδικόν του ἡμίονον νὰ ἱππεύσω καὶ οὗτος ἵππευσε ἐπὶ τοῦ πεσόντος ἰδικοῦ μου, καὶ μετὰ ἡμισείας ὥρας πορείαν, εὑρισκόμεθα εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ, ὅπου δάση ἀπέραντα ἐκ καστανέας, ὀξῦας καὶ ἄλλων δένδρων.

* * *

Κεφάλαιον ΚΕ´.

Ἐκεῖ ποὺ εὑρίσκετο τὸ ὑδροπρίονον, εἰς ὃ εἰργάζετο Καταφυγιώτης ὑλοτόμος μὲ τοὺς ἀνθρώπους του. Τὸν ἐχαιρέτησεν ὁ Βαρλαάμ, καὶ κατόπιν ἐγώ, μᾶς προσέφερεν οὗτος καφέ, ὃν ἐν τῷ δάσει εὗρον γευστικώτατον.

Ἠρώτησε τοῦτον ὁ Βαρλαάμ, περὶ τῆς προόδου τῆς ἐργασίας του καὶ τοῦ ποσοῦ τῶων σανίδων, ἃς εἶχεν οὗτος παραγάγει, λέγων συνάμα αὐτῷ προεπώλησε πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν ἐν Θεσσαλονίκῃ εἰς μεγάλην τιμήν, εἰς τὴν τιμὴν 2.35, τιμὴ μυθώδης τότε διὰ μίαν σανίδαν. Ἀλλ᾿ ἐπέτυχεν αὐτήν, καθόσον ἤρξαντο τότε τὰ συμμαχικκὰ ἔργα καὶ ἡ ξυλεία εἶχεν μεγάλην ζήτησιν· εὗρε δὲ καὶ δύο ἐνδιαφερομένους νὰ ἀγοράσουν τὰς σανίδας των καὶ ἐντέχνως ὁ Βαρλαάμ τοὺς ἔφερεν εἰς ὑπερθεματισμόν, εἰς ὃν ὁ ἕτερος αὐτῶν ἔφθασε τὰς δραχμὰς 2.35 δι᾿ ἑκάστην σανίδα.

Ἡ θέα ἐκεῖθεν ἦτο ἐκτάκτως ὡραία, ἐκ τοῦ ἀπεράντου ἔβλεπέ τις τὴν θάλασσαν, κάτωθεν τὰ καταπράσινα πέριξ τοπῖα, καὶ ἄφθονα ῥέοντα ὕδατα, δυνάμει τῶν ὁποίων εἰργάζετο τὸ πριόνιον.

Ἐν τῷ μέσῳ τῆς μαγείας ἐκείνης ἐφάγαμεν καθήμενοι ἐπὶ τῆς χλόης καὶ ἔχοντες συνδαιτυμόνα τὸν Καταφυγιώτην ὑλοτόμον. Διήλθομεν ἐκεῖ δύο-τρεῖς ὥρας εὐχαρίστως. Περὶ ὥραν τρίτη λέγων εἰς τὸν πατέρα Βαρλαάμ: -Αἱ Καρυαί, ἀπέχουσιν ἐντεύθεν δύο ὥρας. Μόλις μοῦ δίδεται καιρὸς νὰ φθάσω πρὶν νυκτώσει. Τὸν ηὐχαρίστησα διὰ τὰς περιποιήσεις του καὶ τὴν καλὴν συντροφιάν του καὶ ἀπῆλθον, καθ᾿ ὃν χρόνον καὶ οὗτος ἐξ ἀντιθέτου, κατήρχετο εἰς τὴν Μονήν του.

Βαδίζων ἐν μέσῳ δασῶν καὶ καταφύτων ἐκτάσεων ἐπὶ ὁδοῦ κατὰ τὸ μᾶλλον  καὶ ἦττον ὁμαλῆς, ἀφίχθην περὶ ὥραν 5 μ.μ. εἰς Καρυάς.

* * *

Κεφάλαιον ΚΣΤ´. Εἰς τὴν Σκήτην τῆς Ἁγίας Ἄννης

Ἐξ ὅσων μέχρι τότε εἶδον Μονῶν, ἐσχημάτισα ἀρκετὰ καλὴν καὶ πλήρη γνώμην περὶ τοῦ βίου αὐτῶν, τῆς διοικήσεώς των, τῶν προσόντων ἢ καὶ τῶν ἐλαττωμάτων τῶν μοναχῶν τῶν ἐν ταῖς Μοναῖς καὶ ὑπελόγισα ἐκ τῶν ὑπολοίπων ἑπτὰ δὲν θὰ εἶχον νὰ ἴδω τι πλειότερον καὶ ἄφησα νὰ ἐπισκεφθῶ ταύτας προϊόντος τοῦ χρόνου καὶ κατὰ τὰς παρουσιαζομένας περιστάσεις καὶ ἀνάγκας. Ἐπειδὴ δὲ εἰσέτι δὲν εἶχον ἐπισκεφθῆ μεμακρυσμένην τινὰ Σκήτην καὶ δὲν ἐγνώρισα ἀκόμη τὸν βίον τῶν ἀσκητῶν, μοῦ ἐγεννήθη ἡ περιέργεια νὰ ἐπισκεφθῶ τὰς τοιαύτας τῆς Ἁγίας Ἄννης, Καυσοκαλυβίων καὶ τῆς Μικρᾶς Ἐρήμου περιφερείας Λαύρας, πάσας ὁπόθεν εἶχαν προσκλήσεις.

Ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῶν μοναχῶν τῶν Μονῶν καὶ τῶν τῆς Σκήτης εἶναι μεγάλη, διότι ὁ μοναχὸς τῆς Μονῆς ζεῖ ἐκ τῆς Μονῆς του καὶ διὰ τὴν Μονήν του· ἐν ᾧ ὁ ἀσκητὴς ζεῖ ἐκ τῆς ἐργασίας του καὶ μόνης ταύτης.

Ἡ Σκήτη περιουσία δὲν ἔχει. Ἡ ζωγραφική, ἡ ξυλογλυπτική, καλλιεργεῖται εἰς τὰς Σκήτας καὶ μόνον εἰς αὐτάς. Ὁ θρησκευτικὸς βίος τῶν μὲν μοναστηριακῶν μοναχῶν εἶναι ὀλιγώτερον αὐστηρός, τῶν δὲ ἀσκητῶν εἶναι αὐστηρότατος.

Ἐκ τῶν λόγων τούτων μοὶ ἐγεννήθη ἡ περιέργεια νὰ ἴδω καὶ σπουδάσω τὰς ἄνω Σκήτας, αἵτινες, μεμακρυσμέναι οὖσαι, δὲν ὑφίστανται τὴν ἐπίῤῥοιαν τοῦ βίου τῶν μοναχῶν τῶν Μονῶν, ἵνα ἐκ τῶν πραγμάτων σχηματίσω γνώμην περὶ αὐτῶν καὶ τοῦ ἐν αὐταῖς βίου τῶν ἀσκητῶν.

Μετὰ παραμονὴ 4-5 ἡμερῶν ἐν Καρυαῖς, κατὰ τὰς ἀρχὰς Νοεμβρίου πλέον, κατέρχομαι εἰς Δάφνην καὶ ἐπιβιβάζομαι λέμβου, ἐξ ἐκείνων, αἵτινες καθημερινῶς ἐκτελοῦσι τὴν συγκοινωνίαν· τὴν μὲν πρωΐαν ἐρχόμεναι μὲ ἐπιβάτας, τὴν δὲ ἑσπέραν ἐπανερχόμεναι εἰς τὰ ἴδια, συναποκομίζουσαι τοὺς τυχὸν ὑπάρχοντας τοιούτους.

Μετὰ λεμβοδρομίαν δύο ὡρῶν, εὑρισκόμεθα εἰς τὴν παραλίαν τῆς Ἁγίας Ἄννης. Τὰ Κελλία τῆς Σκήτης εἰσὶν ῥυθμικῶς ἐπὶ τοῦ πρανοῦς τοῦ πρὸς τὸν Ἄθωνα. Ἠρώτησα ποῦ εὑρίσκεται τὸ σπίτι τῶν ἀσκητῶν ἀδελφῶν Κάρτσωνα, καὶ μοῦ τὸ ἔδειξαν εἴς τινα ἀπόστασιν ἐπὶ τοῦ πρανοῦς.

Ἤρχισα ἀναβαίνων καὶ μετὰ εἴκοσι λεπτὰ περίπου εὑρισκόμην πρὸ τοῦ ὡραίου Κελλίου αὐτῶν. Οἱ ἀδελφοὶ Κάρτσωνα, ζωγτάφοι ἀσκηταί, κάποτε μὲ παρεκάλεσαν νὰ ὑποβάλω αἴτησιν νὰ ἐξαιρεθῆ ὡς στρατιώτης, ὁ ἕτερος ἀδελφός των, ὡς μοναχός. Ὑπέβαλα ταύτην ὅπου ἔδει, ὡς ἄλλως εἶχον ὑποχρέωσιν νὰ πράξω, καὶ ἐξηρέθη καὶ ἔκτοτε ἦσαν ὑποχρεωμένοι μαζί μου.

Μὲ ἐδέχθησαν οὗτοι φιλοφρονέστατα, μὲ ὡδήγησαν εἰς τὸ ἐπάνω μέρος τοῦ διωρόφου Κελλίου των, μοὶ προσέφεραν καφὲ καὶ γλυκά (βλέπετε ὅτι καὶ ἐν τῇ Σκήτῃ τῆς Ἁγίας Ἄννης εὑρίσκει τις καφὲ καὶ γλυκά), καὶ ἐπειδὴ ἐπλησίαζεν ἤδη τὸ ἑσπέρας, μὲ ἠρώτησαν τί ἤθελον νά μοι παρασκευάσουν διὰ τὸ δεῖπνον. Εἶπον δὲ εἰς αὐτούς, ἐπειδὴ ὡς ἀσκηταὶ οὗτοι δὲν τρώγωσι κρέας, νὰ ἐπρομηθεύοντο ὀλίγους ἰχθῦς, οὓς καὶ ἐπρομηθεύθησαν, μεταβάντος τοῦ μικρότερου ἀδελφοῦ εἰς τὴν θάλασσαν πρὂς τοῦτο.

Τοὺς παρεκάλεσα νὰ μοὶ δείξωσι πῶς ζωγραφίζωσι καὶ μὲ ὡδήγησαν εἰς τὸν θάλαμον τῆς ζωγραφικῆς, δηλαδὴ τὸ ἀτελιέ των, ὅπου εἶδον ἀρκετὰ ἡμιτελῆ ἔργα. Μοῦ ἔδειξαν πῶς τὸ πρῶτον διὰ μολύβδου σχεδιάζουσιν εἰκόνα, πῶς γίνεται ὁ πρῶτος χρωματισμός, πῶς ὁ δεύτερος καὶ οὕτω καθ᾿ ἑξῆς μέχρι τοῦ ἑβδόμου, μέχρις οὗ τελειώνει τὸ ἔργον.

Πρὸ καιροῦ, ὁ μεγαλύτερος ἀδελφὸς Γαβριήλ, μοῦ εἶχε ζητήσει μίαν φωτογραφίαν μου, ἵνα μεγεθύνωσιν αὐτὴν καὶ μοῦ κάμωσι τὴν εἰκόνα μου διὰ ζωγραφικῆς. Τοὺς ἠρώτησα ἂν εἶχον τελειώσει καὶ μοῦ τὴν ἔφεραν.

Εἶχον ἐπιτύχει, ἀλλὰ δὲν ἐγνώριζον καὶ εἶχον θέσει οὐχι τοὺς καταλλήλους χρωματισμούς, πρὸς παράστασιν τῆς στολῆς. Τοὺς ὑπέδειξα τοὺς κεκανονισμένους τοιούτους, καὶ ὑπεσχέθησαν κατὰ τοὺς ὑπολοιπομένους χρωματισμούς, νὰ θέσωσι τοὺς οὓς ἐγὼ ὑπέδειξα.

* * *

Κεφάλαιον ΚΖ´.

Ἐπανήλθομεν εἰς τὴν αἴθουσαν τῆς ὑποδοχῆς καὶ ἠρώτησα τούτους ἐὰν ἐν τῇ Σκήτῃ γίνεται θαῦμά τι καὶ μοῦ ἀπήντησαν τὰ ἑξῆς: 1) Εἰς τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννης, ἐν τῇ κεντρικῇ των ἐκκλησίᾳ εὑρισκομένην, ἐσυνήθιζον καὶ ἐπέθετον νομίσματα ἐκ μετάλλου· καὶ ἐὰν τὸ ζήτημα, δι᾿ ὃ ἐνδιεφέρετό τις, θὰ ἐπετύγχανε τὸ νόμισμα ἵστατο, ἐὰν δὲ οὐχὶ ἔπιπτε· καὶ 2) ἐὰν ὕπανδρος γυνὴ ἦτο στεῖρα, ἠδύνατο νὰ ἀποτανθῇ δι᾿ ἐπιστολῆς της πρὸς τὸν Δικαῖον τῆς Σκήτης, ὅστις διὰ δεήσεων ἐντὸς ἐλαχίστου θὰ τὴν καθίστα ἱκανὴν νὰ τεκνοποιήσει καὶ θὰ τῆς ἔγραφε περὶ τούτου ὁ Δικαῖος.

Περὶ τοῦ πρώτου, ἐπεφυλάχθην τὴν ἑπομένην, ὅτε θὰ παρηκολούθουν τὴν Λειτουργίαν, νὰ δοκιμάσω. Ὅσον ἀφορᾶ τὸ δεύτερον, δὲν μοῦ παρουσιάσθη εὐκαιρία νὰ κάμω χρῆσιν.

Ἐν τῷ μεταξύ, ἐπελθούσης .ἤδη τῆς νυκτός, ἡτοιμάσθη τὸ δεῖπνον καὶ παρεκαθήσαμεν εἰς τὴν τράπεζαν· καὶ ἡ αὐτὴ πρὸ τοῦ φαγητοῦ προσευχή, ἣν ὄρθιοι ἠκούσαμεν, καὶ μετὰ ταύτην τὸ ἀπαραίτητον «καλῶς ὥρισες».

Οἱ ἀδελφοὶ Κάρτσωνα, μὲ ἐπεριποιήθησαν τῇ ἀληθείᾳ θαυμάσια, παραθέσαντές μοι καὶ ὡραῖον μέλανα οἶνον. Τοὺς ἠρώτησα ἐὰν εἶχον ἀμπέλους καὶ μοῦ ἀπήντησαν ὅτι εἶχον ὀλίγας κληματαριάς, ἐξ ὧν ἐξήγαγον ὀλίγον οἶνον δι᾿ ἄναμα καὶ ἐξ αὐτοῦ μοὶ προσέφερον.

Ἐκοιμήθην εἰς καθαρωτάτην κλίνην καὶ τὴν ἑπομένην, πρωΐ, μετέβην εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Δὲν ὑπῆρχεν ἐν αὐτῇ ἱερομόναχος νὰ λειτουργήσει. Φαίνεται, οἱ τεμπέληδες ἀσκητὲς ἐβαρύνοντο. Ἐπὶ τέλους ἦλθε κάποιος μὲ παντόφλες καὶ ἐλειτούργησε, συντομεύσας κατὰ πολὺ τὴν λειτουργίαν.

Εἶδον τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Ἄννης, ἀλλ᾿ ἐκ πρώτης ὄψεως παρετήρησα ὅτι τὰ πεπαλαιωμένα χρώματά της ἐκ τοῦ κηροῦ καὶ τῶν θυμιαμάτων εἶχον ὑγράνη κάπως τὴν ἐπιφάνειαν τῆς εἰκόνος καὶ ἦτο δυνατὸν νὰ κολλήσει ἢ μὴ νόμισμα ἀναλόγως τοῦ μέρους ἔνθα θὰ ἐτίθετο τοῦτο καὶ παρητήθην τῆς ἰδέας νὰ δοκιμάσω.

Ἐξῆλθον προσκυνήσς τῆς ἐκκλησίας καὶ μετέβην νὰ ἐπισκεφθῶ τὸν Πνευματικόν, ὅστις εἶχε παρακινήσει τὸν Ἡγούμενο τῆς Γρηγορίου νὰ δεχθῆ τὴν ἡγουμενίαν. Τὸν ἐγνώρισα, εἶδον ὅτι εἶχον νὰ κάμω μὲ ἄνδρα ἐνάρετον μέν, ἀλλ᾿ ὄχι ἀνάλογον τῆς φήμης του. Τὸν ἠρώτησα πῶς καὶ τὶ εἶδεν, ὥστε νὰ παρακινήσει τὸν παπα-Γιώργην νὰ γίνει Ἡγούμενος. Ἀπήντησεν δὲ καὶ εἰς ἐμὲ ὅτι εἶδέ τι πολὺ σοβαρόν, ἀλλὰ δὲν τοῦ ἐπετρέπετο νὰ εἴπει τὸ τὶ εἶδε καὶ ἱκανοποιήσει τὴν περιέργειά μου.

Τὸν ἀπεχαιρέτησα μετὰ σεβασμοῦ καὶ ἐπανῆλθον εἰς τὸ Κελλίον τῶν ἀδελφῶν Κάρτσωνα. Ἔλαβον τὸν καφέ μου ἐκεῖ καὶ εἰς ἐρώτησιν αὐτῶν, τὶ ἐπροτίμων νὰ φάγω τὴν μεσημβρίαν, τοὺς εἶπον: -Δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ σκέπτεσθε περὶ φαγητοῦ, διότι θὰ φύγω. Θὰ σᾶς παρακαλέσω μόνον, ὁ ἕτερος ὑμῶν νὰ μὲ ἀκολουθήσει μέχρι τῆς Σκήτης τῆς Μικρᾶς Ἐρήμου, ἵνα ἴδω καὶ αὐτὴν καὶ ἀντιληφθῶ τὴν ζωὴ τῶν ἐκεῖ ἀσκητῶν. Ἀποσταλῆ δὲ εἰς τὴν παραλίαν ἄνθρωπος νὰ ἐιδοποιήσει τὴν λεμβοῦχον νὰ ἔλθει εἰς τὴν ἐκεῖ παραλίαν, ἵνα ἐκεῖθεν μὲ φέρει μετὰ ταῦτα εἰς τὴν Σκήτη Καυσοκαλυβίων, ὅπου θὰ διανυκτερεύσω τὸ ἑσπέρας. –Εὐχαρίστως, ἀπήντησαν οὗτοι καὶ ἡτοιμάσθη ὁ μεγαλύτερος, Γαβριήλ, νὰ μὲ συνοδεύσει· ὁ δὲ μικρότερος κατῆλθεν εἰς τὴν θάλασσαν, διὰ νὰ εἰδοποιήσει τὸν λεμβοῦχον.

* * *

Κεφάλαιον ΚΗ´. Εἰς τὴν Μικρὰν Ἔρημον.

Ὁ Γαβριήλ, παρέλαβε κάποιον γείτονά του ἀσκητήν, διατελοῦντα εἰς στενὰς σχέσεις μετὰ τῶν ἀσκητῶν τῆς Μικρᾶς Ἐρήμου· καὶ οὕτω καὶ οἱ τρεῖς ἀπήλθομεν ἐκεῖ, συμπαραλαβόντες μεθ᾿ ἡμῶν καὶ σκιάδες διὰ τὸν ἥλιον, ὅστις ἦτο ἀρκετὰ καυστικὸς ἐν τῷ μέσῳ τῶν βράχων τῶν ὑπωρειῶν τοῦ Ἄθωνος.

Ἐβαδίσαμε ἐπὶ ἡμίσειαν ὥραν ἐπὶ ὁδοῦ ἀνωφεροῦς καὶ βραχώδους καὶ λίαν ἀνωμάλου καὶ ἐστάθημεν ν᾿ ἀναπνεύσωμεν εἰς μέρος, ἐξ οὗ ἐφαίνετο ἡ θάλασσα· ἡ δὲ Ἁγία Ἄννα, μὲ τὰ διάφορα σποραδικῶς κείμενα Κελλία της ἐπὶ τοῦ πρὸς τὸν Ἄθωνα πρανοῦς, παρεῖχε θέαμα μαγευτικόν.

Ἐξακολουθήσαμεν εἶτα τὸν δρόμον μας καὶ μετὰ πορείαν ἑτέρας ἡμισείας ὥρας, ἐφθάσαμεν εἰς τὰ ὅρια τῆς Μικρᾶς Ἐρήμου, εἰς ἣν καὶ ἐπροχωρήσαμεν. Μετὰ δύο λεπτά, μοῦ λέγει ὁ συνοδός μου γείτων τοῦ Γαβριὴλ Κάρτσωνα: -Ἐδῶ τὰ Κελλία δὲν εἶναι συγκεντρωμένα, ἄλλα εἶναι δεξιὰ καὶ ἄλλα εἶναι ἀριστερά ἄλλα κάτω καὶ ἄλλα ἔπάνω. Θὰ μεταβῶμεν ἐδῶ σὲ κάποιοθ γνωστοῦ μου καὶ μὲ ἕνα-δύο Κελλία, τὰ ὁποῖα θὰ ἴδης θὰ σχηματίσεις τὴν γνώμην ἣν θέλεις, περὶ τοῦ βίου τῶν ἐδῶ ἀσκητῶν. Καὶ εἰσῆλθεν εἰς ῥεῦμα πρὸς τὰ κάτω, ἠκολουθήσαμεν δὲ ἡμεῖς αὐτόν.

-Ὑπάρχουσιν ἐνταῦθα, προσθέτει οὗτος, καὶ ἀσκηταί, οἱ ὁποῖοι δὲν τρώγωσιν οὔτε ἄρτον, ἀλλὰ βρασμένα χόρτα· καὶ μοὶ ὑπέδειξεν τὸ μέρος ἔνθα μένουσιν οὗτοι. Ἀλλὰ ἐκεῖ εἶναι δύσκολον νὰ μεταβῆτε, καθόσον τὰ σπήλαια, εἰς ἃ μένουν δὲν συγκοινωνοῦν δι᾿ ὁδοῦ, ἀλλὰ μὲ κλίμακας ἐκ σχοινίου. Ἡ μετάβασις εἶναι λίαν ἐπικίνδυνος, καθόσον ἂν πέσει τις τῆς κλίμακος, θὰ εὑρεθῆ πίπτων εἰς χάος.

* * *

Κεφάλαιον ΚΘ´.

Μετὰ πορείαν πρὸς τὰ κάτω ἐντὸς τοῦ ῥεύματος δέκα λεπτῶν, εὑρέθημεν πρὸ νεότευκτου Κελλίου κατάλευκου ἐκ δύο ὁρόφων, γνωστοῦ τοῦ μεθ᾿ ἡμῶν γείτονος τοῦ Γαβριὴλ Κάρτσωνα, καὶ ἐπροχωρήσαμεν πρὸς τὴν εἴσοδον.

Εἶδον ἐκεῖ δύο γέροντας κατάλευκους ἀσκητάς, καὶ παρ᾿ αὐτοῖς νέον εἰκοσιπενταετῆ περίπου τοιοῦτον, ἔχοντας ἐναποτεθημένα κουκιὰ εἰς τὸν ἥλιον καὶ καθαρίζοντας αὐτά.

-Χαίρετε, λέγουσιν οἱ συνοδοί μου καὶ ἐπροχώρησαν εἰς τὰ ἐντὸς τοῦ Κελλίου, ἀνελθόντες εἰς μικρὰν ξύλινην κλίμακα, ἠκολούθησα δὲ καὶ ἐγώ.

Ἡ πρὸς βοῤῥᾶν αἴθουσα τοῦ Κελλίου, ἥτις καὶ μεγαλυτέρα, ἦτο ἐκκλησία (ὡς συμβαίνει εἰς ὅλα τὰ Κελλία τοῦ Ἁγίου Ὄρους, μηδὲ τῶν Καρυῶν ἐξαιρουμένων). Οἱ συνοδοί μου μετέβημεν κατ᾿ εὐθείαν εἰς αὐτήν, καὶ ἐκεῖ ἔψαλον τὸ τροπάριον τοῦ Ἁγίου ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ ὁποίου ἐτιμᾶτο ἡ ἐκκλησία.

Παρηκολούθησαν ἐκεῖ καὶ οἱ τρεῖς ἀσκηταὶ καὶ μετὰ τὸ τροπάριον ἐξήλθομεν τῆς ἐκκλησίας καὶ ἐπηκολούθησαν αἱ τῆς ὑποδοχῆς φιλοφρονήσεις.

Ἡ συνήθεια αὕτη, νὰ ψάληται παρὰ τῶν ἐπισκεπτῶν τὸ τροπάριον τοῦ Ἁγίου τῆς ἐκκλησίας τῶν πρὸς οὓς ἡ ἐπίσκεψις, εἶναι γενική, παρὰ τοῖς ἀσκηταῖς ἰδίᾳ.

-Πῶς ἕως ἐδῶ;, ἠρώτησαν οἱ γέροντες τοῦ Κελλίου.

-Μᾶς παρεκάλεσεν ὁ ἀστυνόμος νὰ τὸν συνοδεύσωμεν νὰ γνωρίσει καὶ ἐξ ἰδίας ἀντιλήψεως σχηματίσει γνώμην περὶ τοῦ βίου σας καὶ τὸν συνοδεύσαμεν. -Ὁρίστε, καθῖστε, μᾶς εἶπον καὶ ἐκαθήσαμεν ἐπὶ τριῶν τεσσάρων μπαούλων ὑπαρχόντων ἐκεῖ.

Ἐδῶ καφὲς πλέον δὲν ὑπάρρχει, οὔτε γλυκό, ἵνα μᾶς κεράσωσι. Ἐκομίσθη δὲ ὑπὸ τοῦ νέου ἀσκητοῦ δίσκος, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ὑπῆρχον τεμάχια ζαχάρεως καραμέλας, ἀλλ᾿ οὐχὶ ὁλόκληρα ἀλλὰ κομμένα εἰς τέσσαρα ἑκάστη, ἐντὸς ἑνὸς μικροῦ πιάτου μὲ ποτήρια καθαρότατου ὕδατος.

Ἔλαβον ἓν ἐξ αὐτῶν καὶ ἓν ποτήριον ὕδατος, ὡς καὶ οἱ συνοδοί μου καὶ τοῦτο ἦτο τὸ τραταμέντο.

-Πεινᾶτε;, μᾶς λέγει ὁ γέρων ἐπὶ κεφαλῆς τῆς συνοδείας τοῦ Κελλιοῦ. –Ναί, τοῦ λέγου καὶ προσεκομίσθη σοφρᾶς μὲ βρεγμένα τεμάχια παξιμαδίου, κατασκευῆς τῶν ἰδίων. -Ἐὰν θὰ μείνετε, νὰ μαγειρεύσωμεν κουκιά, μοῦ λέγει ὁ γέρων.

-Ὄχι, τοῡ λέγω, θᾶ φύγωμεν. Θὰ λάβωμεν ὀλίγον ἄρτον ἐπειδὴ εἶναι μεσημβρία ἤδη καὶ κατόπιν θ᾿ ἀπέλθωμεν.

Τὸ Κελλὶ ἐκεῖνο, ἴσως τὸ καλλίτερον τοῦ ἐκεῖ τόπου, ἀπετέλει τρόπον τινὰ τὴν ἀριστοκρατίαν τῶν ἐκεῖ ἀσκητῶν. Τὸ νὰ μᾶς κεράσωσι ζάχαριν, νὰ φάγωμεν παξιμάδι καὶ μάλιστα νὰ προσφερθοῦν νὰ βράσουν κουκιά, ἦτο πάρα πολύ. Διαρκοῦντος τοῦ γεύματός μας, ἠρώτησα τὸν γέροντα περὶ τοῦ βίου των καὶ μοῦ εἶπεν. Ἐκτὸς ὀλίγων ὠρῶν καθ᾿ ἃς κοιμῶνται δέονται κατὰ τὰς ἄλλας ὥρας διαρκῶς τῷ Ὑψίστῳ, ὅτι αὐτὸν θεωρῶσι προορισμὸν τοῦ ἀνθρώπου, ὄτι τρώγουσι διαρκῶς κουκιά, φασόλια καὶ λοιπὰ ὄσπρια καὶ χότα νερόβραστα καὶ παξιμάδι, οὐδέποτε μεταχειρίζονται ἔλαιον εἰς τὰ φαγητά των!

Κατὰ δὲ τὰς ἐλαχίστας ὥρας τῆς σχολῆς των ἀσχολοῦνται εἰς τὴν ξυλογλυπτικήν, καὶ εἰς τὴν κατασκευὴν κοχλιαρίων, σφραγιδίων καὶ ἄλλων εἰδῶν ξυλογλυπτικῆς, ὅτι τὰ αὐτὰ πράττουσι καὶ εἰς τὰ πέριξ Κελλία, εἴς τινα τῶν ὁποίων καὶ ζωγραφίζουσι, καὶ ὅτι ὑπάρχουσι ἐκεῖ ἀσκηταί, ἀκόμη αὐστηρότερον ζῶντες καὶ μᾶς ὡμίλησε περὶ ὧν καὶ ὁ ἐξ Ἁγίας Ἄννης συνοδός μου προηγουμένως. Ὑπολογίζων ὅτι ἀρκετὰ ἔλαβον γνῶσιν τοῦ βίου τῶν ἀσκητῶν τῆς Μικρᾶς Ἐρήμου, μετὰ τὸ λιτὸν γεῦμά μας, ηὐχαρίστησα θερμῶς τοὺς ἐξ Ἁγίας Ἄννης συνοδούς μου, διὰ τὸν κόπον, ὃν ἔλαβον νὰ μὲ ὁδηγήσωσιν ἕως ἐκεῖ, τοῖς συνέστησα νὰ ἐπανέλθωσιν εἰς Ἁγίαν Ἄννα, ὡς καὶ τοὺς γέροντας τοῦ Κελλίου, ὅπερ μᾶς ἐφιλοξένησεν, ὡς τοῖς ἦτο δυνατὸν καλλίτερον. Παρεκάλεσα δὲ αὐτοὺς νὰ μοὶ δώσωσι ὡς ὁδηγὸν μέχρι τῆς κάτωθι θαλάσσης τὸν ὑποτακτικόν των, ὅπερ ἐδέχθησαν οὗτοι, τοὺς ἀπεχαιρέτησα καὶ τοὺς μὲν καὶ τοὺς δὲ καὶ κατῆλθον μετὰ τοῦ νέου ἀσκητοῦ πρὸς τὴν θάλασσαν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐφθάσαμεν μετὰ πορείαν ἡμισείας ὥρας. Ὁ νέος ἀσκητὴς μοὶ ἔλεγε καθ᾿ ὁδόν: -Θὰ ἔχεις μισθὸν εἰς τοὺς οὐρανοὺς διὰ τοὺς κόπους σου, εἰς οὓς ὑποβάλλεσαι τρέχων ἀνὰ τὰς Σκήτας καὶ τὰς Μονάς.

Ηὐχαρίστησα καὶ τοῦτον καὶ εἰσελθὼν εἰς τὴν ἀναμένουσαν λέμβον, διηυθύνθην πρὸς τὰ Καυσοκαλύβια, ὅπου ἔφθασα μετὰ κωπηλασία τριῶν τετάρτων καὶ ἀπεβιβάσθην εἰς τὴν παραλίαν.

* * *

Κεφάλαιον Λ´. Εἰς τὴν Σκήτην τῶν Καυσοκαλυβίων.

Τὰ Καυσοκαλύβια κεῖνται ἀκριβῶς εἰς τὸ νότιον μέρος τοῦ Ἄθωνος. Εἶναι Σκήτη μὲ πολλὰ Κελλία. Μακρόθεν ἐκ τῆς θαλάσσης, βλέπει τις ἔργα τεραστίας ὑπομονῆς καὶ ἐπιμονῆς λ.χ. βλέπει τις ἐπὶ βράχων νὰ ἔχωσι λαξευθῆ κλίμακες 80, 100, 1509, 200 καὶ μέχρι 400 σκαλοπατίων, αἵτινες καταλήγωσιν εἰς ἓν Κελλίον, ἁρμονικώταται, ὡς νὰ εἶχον κτισθῆ.

Ἐκ τῆς θαλάσσης ἀνῆλθον δι᾿ ὁδοῦ λίαν ἀνωφεροῦς περὶ τὰ 150 μέτρα καὶ ἐκεῖθεν ἐπροχώρησα περὸ τὰ 250 ἕτερα τοιαῦτα καὶ ἀφίχθην εἰς τὸ κέντρον τῆς Σκήτης.

Δὲν ἐγνώριζον ἐκεῖ οὐδένα, ἐζήτησα τὸν Δικαῖον, ὅστις μοῦ εἶπεν ὅτι θὰ καταλύσω τὸ ἑσπέρας εἰς τὸν οἶκον τῶν ἀδελφῶν Ἰωσαφαίων, καὶ μὲ ὁδήγησεν ἐκεῖ.

Οἱ Ἰωσαφαῖοι εἶναι διακεκριμένοι ζωγράφοι· μὲ ἐδέχθησαν οὗτοι εὐχαρίστως. Ὁ οἶκός των ἀληθὲς μοναστῆρι, τὸ ἀτελιέ των εὐρυχωρότατον. Αἴθουσαν μήκους εἴκοσι μέτρων, πλάτος 12-13 καὶ μὲ δέκα καὶ πλέον ἔργα ὑπὸ κατασκευήν, μεγάλα δὲ πλάτους 0,80 καὶ μήκους 1,10 ἢ 1,20.

Ἡ ζωγραφική των καλὴ ἀλλ᾿ οὐχὶ καὶ ἀρίστη, λ.χ. δὲν ἦσαν ἀκριβῆ ἔργα τών τινα εἰς τὰς ἀναλογίας, ἰδίᾳ δὲν μοῦ ἤρεσεν ἡ διακόσμησις τῶν εἰκόνων μὲ μικρὰς χάνδρας καὶ μικρὰ ψέλια. Ἐν τούτοις οἱ Ἰωσαφαῖοι ἀπολαμβάνωσι μεγίστης ὑπολήψεως καὶ δὲν ἐπήρκουν εἰς τὰς ἐκ τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου παραγγελίας των.

Ἐξῆλθον ἐκεῖθεν καὶ μετέβην εἰς ἕτερον Κελλίον, τοῦ πατρὸς Γερμανοῦ. Οἱ ἐν αὐτῷ μοναχοί, ἠσχολοῦντο μὲ τὴν ξυλογλυπτικήν.

Τὸ Κελλίον τοῦτο ἔχει τὴν δόξαν ὅτι κατεσκεύασε τὸ κολοσσιαῖον ἐκεῖνο ἔργον, ὅπερ καλεῖται «ἡ ἐνσάρκωσις τῆς θείας οἰκονομίας», παριστᾶ δὲ τὸν Θεὸν ἐν τῷ μέσῳ κρίνοντα τοὺς ἀνθρώπους κατὰ τὴν Δευτέραν Παρουσίαν. Ὑπάρχουσιν ἐν αὐτῷ ἑκατομμύρια ἀνθρώπων, ὧν ἄλλοι μὲν κρινόμενοι πορεύονται πρὸς τὰ ἄνω, ἄλλοι δὲ πρὸς τὰ κάτω. Τὸ ἔργον τοῦτο εἶδον ἐκτεθειμένον ἐν Καρυαῖς. Οἱ ἄνθρωποι παρίστανται ἐκεῖ ἑνὸς χιλιοστοῦ πάχους καὶ τριῶν τεσσάρων χιλιοστῶν ὕψους. Παρ᾿ ὅλην τὴν σμικρότητά των διακρίνει τις ἐν τῷ προσώπῳ τῶν μὲν χαράν, τῶν δὲ θλῖψιν καὶ κατήφειαν.ωΜοῦ εἶπον, ὁ Γερμανὸς καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, δι᾿ αὐτὸ εἰργάσθησαν δέκα ἑπτὰ ἔτη μὲ ἐργαλεῖα ἀτελέστατα.

Τὸ ἔργον τοῦτο πρὸ τετραετίας ἐπωλήθη ἐν Ἀμερικῇ, ἀντὶ 300.000 δραχμῶν. Ὁ κυρίως ἐργασθεὶς ἐὰν δὲν ἀπατῶμαι, Συμεὼν ἐπ᾿ αὐτοῦ, ἄνθρωπος μετριοφρονέστατος· τὸν εἶδον, τὸν ἠρώτησα πόθεν ἔσχε τὴν ἔμπνευσιν, καὶ μοὶ εἶπεν ἐξ εἰκόνος ἐν τῇ Ῥωσσικῇ Μονῇ τοῦ Παντελεήμονος.

Ἠρώτησα αὐτοὺς ἂν εἶχον ἄλλα ἔργα καὶ μοῦ ἔδειξαν ἐν ξυλογλυπτικῇ τὰς εἰκόνας τῶν ἀειμνήστων βασιλέων Κωνσταντίνου καὶ Σοφίας ἁρμονικωτάτας καὶ μὲ θαυμασίας ἀναλογίας, πανομοιότυπα δὲ τῶν πρωτοτύπων. Ἐπίσης, μοῦ ἔδειξεν ἀρξάμενον τότε, νέον σοβαρὸν ἔργον των, μήκος ἑνὸς περίπου μέτρου, τὸ Ἅγιον Ὄρος ἐν ξυλογλυπτικῇ· ὅπερ σημειωθήτω ὅτι καίτοι μέχρι σήμερον παρῆλθον δώδεκα ἔτη καὶ ἀκόμη δὲν ἔληξεν! -Πῶς, ἠρώτησα, θὰ ἐξεύρητε ἀναλογίας ὑπὸ κλίμακα; -Ἐξησφαλίσθησαν αὐταί, μοὶ ἀπαντᾶ ὁ Γερμανός· βάσιν ἔχομεν τὸν χάρτην τοῦ Αὐστριακοῦ Ἐπιτελείου. Ἐφωτογραφίσαμεν δὲ ὅλα τὰ σημεῖα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀπὸ τῆς χερσονήσου τοῦ Ξέρξου μέχρι τοῦ Ἄθωνος, ἐκ διαφόρων σημείων, καὶ οὕτω θὰ ἐπιτύχωμεν τῇ βοηθείᾳ καὶ ἄλλων βοηθημάτων ἅτινα ἔχομεν, θαυμασίας ἀναλογίας, καὶ ἀπόλυτον ἀκρίβειαν ἐν σχέσει πρὸς τὴν πραγματικότητα. Θ᾿ ἀποδοθῶσιν εἰς τὸ ἔργον ὄρη, βουνά, ῥεματιές, παραλίαι, Μοναστήρια, Σκῆται, Κελλία, μὲ ἀπόλυτον ἀκρίβειαν καὶ ἀναλογίαν.

Τῇ ἀληθείᾳ, γιγάντιον ἔργον! ἀλλ᾿ ἡ θαυμασία ἐπιτυχία τοῦ πρώτου, δίδει τὸ ἐνδόσιμον νὰ πιστεύσει τις ὅτι καὶ τοῦτο θὰ ἐπιτύχει.

-Πόθεν κατάγεσαι, πάτερ Γερμανέ; -Ἐξ Εὐβοίας. -Ἄ, εἴμεθα καὶ συμπολῖται. –Ναί. Εἰς ἰδιαίτερον διαμέρισμά του βλέπω διάφορα φάρμακα. –Τί, ἔχεις καὶ φαρμακεῖον ἐδῶ; -Ἔχω ὀλίγας ἰατρικὰς γνώσεις. Οἱ ἐδῶ ἀσκηταί, μὴ ἔχοντες ἰατρόν, μὲ συμβουλεύονται καὶ τοῖς χορηγῶ φάρμακα καὶ οὕτω ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον ἔγινα ἰατρός των χωρὶς νὰ τὸ θέλω, πολὺ δὲ περισσότερον, χωρὶς νὰ τὸ ἐπιδιώξω.

Ἀπεχαιρέτησα τὸν συμπολίτην μου Γερμανόν, καὶ τοὺς ἀδελφούς του, οἵτινες, προσεφέρθησαν νὰ μὲ περιποιηθοῦν, καὶ εἰς οὓς εὐχαριστῶν, ἀπήντησα ὅτι ἔχω ὑποσχεθῆ εἰς τοὺς Ἰωσαφαίους, καὶ ὅτι εἰς νέαν μου ἐπίσκεψιν εἰς Καυσοκαλύβια, θὰ τοὺς εὐχαριστήσω δεχόμενος τὴν ξενείαν των, καὶ ἐξῆλθον τοῦ θαυμασίου ἐκείνου Κελλίου.

* * *

Κεφάλαιον ΛΑ´.

Ὁ ἥλιος ἐπλησίαζε πρὸς τὴν δύσιν. Τὸ θέαμα ἐπὶ τοῦ συνόλου τῶν Καυσοκαλυβίων παρεῖχε μεγαλειῶδη ἄποψιν. Ἐδῶ, σκάλες μὲ πεπαλαιωμένα ἐκ τῆς παρόδου τοῦ χρόνου σκαλοπάτια, καταλήγουσαι ὑψηλὰ εἰς ἓν Κελλίον. Ἐκεῖ, ἐπὶ ἀπροσίτων βράχων, ἄλλα Κελλία. Ἵνα σκαλισθῇ ἐπὶ τῶν βράχων ἐκείνων μία ἐξ ἐκείνων τῶν κλιμάκων, ὑπελόγισα ἀπήτει ἐργασίαν δύο γενεῶν ἀνθρώπων, δηλαδὴ πεντήκοντα καὶ πλέον ἐτῶν. Τί σημασία ἔχουν διὰ τὸν ἀσκητὴν τὰ ἔτη; Κάποτε θὰ τελειώσει τὸ ἔργον, ἂν ὄχι ἐπ᾿ αὐτοῦ, ἐπὶ ἀνθρώπων τῆς δευτέρας ἢ καὶ τρίτης ἀκόμης γενεᾶς!

Ἔσπευσα καὶ ἐπανῆλθον εἰς τὴν κεντρικὴν ἐκκλησίαν, ἐζήτησα καὶ αὖθις τὸν Δικαῖον, νὰ παρεκάλεσα νὰ μοῦ δείξει αὐτήν, καθόσον τὴν ἐπαύριον θὰ ἔφευγον λίαν πρωΐ. –Διατί δὲν κάθεσαι; -Διότι, ὅ,τι ἤθελον νὰ ἴδω εἶδον καὶ θεωρῶ περιττὸν νὰ σᾶς ἀπασχολῶ περισσότερον. Ἡ ἐκκλησία των ἦτο παλαιά, βυζαντινοῦ ῥυθμοῦ, ἐζωγραφισμένη, ἀρκετὰ μεγάλη. Ἀφιερώματα καὶ ἐκεῖ ἐπὶ ἀφιερωμάτων καὶ κειμήλια ἐπὶ κειμηλίων. Παρεκάλεσα ἐν τέλει τὸν Δικαῖον νὰ μὲ ὁδηγήσει εἰς Κελλίον οὐχὶ τρόπον τινὰ τῆς ἀριστοκρατίας ἀλλὰ πτωχικὸν τοιοῦτον.

Ἠννόησεν ὁ Δικαῖος τὶ ἤθελον καὶ ὁδηγεῖ εἰς ἓν τοιοῦτον μικρὸν ἰσόγειον. Παρατηρῶ ἐν αὐτῷ δύο γέροντας καὶ ἕνα νέον ἀσκητάς, οἵτινες μὲ ὑπεδέχθησαν. Ἀπόλυτος τάξις ἐπεκράτει ἐν τῷ Κελλίῳ ἐκείνῳ καὶ καθαριότης. Εἶδον δὲ τοὺς ἀσκητὰς ἀσχολουμένους νὰ κατασκευάζωσι κοχλιάρια ἐκ ξύλου ἢ πετόνια, μὲ ἐπιγραφὰς μερικά· Ἀνδριανός, Ἄνθιμος, κ.λ.π. Τοὺς ἠρώτησα πῶς ζοῦν, καὶ μοῦ ἀπήντησαν, ὅτι ἐκ τῆς κατασκευῆς εἰδῶν ξυλογλυπτικῆς, ἐκτελοῦν παραγγελίας μοναχῶν ἐν ταῖς Μοναῖς, ἰδιωτῶν καὶ διαφόρων ἄλλων, ὧν γράφουσιν ἢ μᾶλλον σκανίζουσι τὰ ὀνόματα ἐπὶ τῶν πραγμάτων, ἅτινα παρήγγειλαν οὗτοι, ὅταν τὸ ζητήσωσι.

Ἐκεῖθεν, μεταβαίνομεν εἰς ἕτερον παρακείμενον Κελλίον, μοῦ ἔδειξαν ἐκεῖ ἐσκαλισμένας εἰκόνας τῆς Παναγίας καὶ Ἁγίων εἰς μέγεθος δέκα πόντων πλάτους καὶ δώδεκα μήκους· ἀλλὰ μετὰ τοσαύτης τέχνης καὶ ἀκριβείας καὶ ἀναλογίας, ὥστε νὰ σκεφθῶ ὅτι ζωγράφος μὲ χρωστῆρα ἦτο ἀδύνατον νὰ ἐπιτύχει τὴν ἁρμονίαν ἐκείνην χαρακτήρων. Ἐθαύμαζα δὲ πῶς ἀπεδόθησαν ἐν ξυλογλυπτικῷ ἔργῳ.

Ἐπανῆλθον εἶτα εἰς τὸν οἶκον τῶν Ἰωσαφαίων, ἀφοῦ ηὐχαρίστησα τὸν Δικαῖον, διὰ τοὺς κόπους εἰς οὓς ὑπεβλήθη χάριν ἐμοῦ.

Οἱ Ἰωσαφαῖοι μὲ ἐπεριποιήθησαν λαμπρᾶ. Μοῦ παρέθηκαν ἰχθῦς καὶ οἶνον ἀπὸ κληματαριὲς καὶ ἐδῶ. –Θὰ μοὶ δώσητε αὔριον πρωΐ, ἕνα ὑπηρέτην σας νὰ μὲ ὁδηγήσει εἰς τὴν ὥραν σχεδὸν ἀπέχουσαν ἐντεῦθεν Σκήτην τοῦ Προδρόμου; -Εὐχαρίστως, λυπούμεθα δέ, διότι δὲν ἐπιτρέπει τὸ ἄβατον τοῦ μέρους καὶ κρημνῶδες νὰ σοῦ δώσωμεν καὶ ζῶον νὰ μεταβῆς ἔφιππος. Μετὰ τὸ φαγητὸν ἐκοιμήθην εἰς κλίνην καθαρωτάτην ὕπονον βαθὺν καὶ ἀναπαυτικώτατον, καθόσον τὴν ἡμέραν ἐκείνην εἶχον ὑπερβολικὰ κουρασθῆ ἀπὸ τῆς Ἁγίας Ἄννης μέχρις ἐκεῖ.

Τὴν ἑπομένην ἠγέρθην, μόλις ἐξημέρωσεν, ἔλαβον ἕνα καφέ, ηὐχαρίστησα καὶ ἀπεχαιρέτησα τοὺς ἀδελφοὺς Ἰωσαφαίους καὶ ὁδηγούμενος παρὰ ὑπηρέτου των, ἐτράπην πρὸς τὴν Σκήτην τοῦ Προδρόμου, ἥτις ὡς γνωστὸν εἶναι Ῥουμανική.

* * *

Κεφάλαιον ΛΒ´. Εἰς τὴν Ῥουμανικὴν Σκήτην τοῦ Προδρόμου.

Ἐβαδίζομεν δι᾿ ὁδοῦ βραχώδους καὶ ἀποκρήμνου, ἐφθάσαμεν εἰς σημεῖον ἔνθα ἐκ τοῦ ὕπερθεν ὄτους εἶχε σχηματισθῆ, ἐκ πτώσεως ἀπειραρίθμων χαλικίων, ἔδαφος ἐξ αὐτῶν, καὶ ἔπρεπε νὰ βαδίσω ἐπ᾿ αὐτῶν 100-120 μέτρα, καθ᾿ ὃν χρόνον ταῦτα ἀπετέλουν κλίσιν λίαν ἐπικλινῆ καὶ κάτωθεν αὐτῶν πρὸς τὴν θάλασσαν, ἐμεσολάβει κρημνός.

Μὲ τὴν ψυχὴν εἰς τὰ δόντια, ὡς κοινῶς λέγεται, διῆλθον τοῦ ἐπικινδύνου ἐκείνου μέρους καὶ εὑρέθην ἐπὶ ἐδάφους κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἦτον ὁμαλοῦ, ἐφάνη δὲ εἰς ἀπόστασιν τετάρτου ἐκεῖθεν ἡ τοῦ Προδρόμου Σκήτη. Μόλις διήλθομεν τοῦ ἐπικίνδυνου ἐκείνου μέρους, εἶπα εἰς τὸν παρακολουθοῦντα ὑπηρέτην νὰ ἐπανέλθη καὶ μόνος ἐξηκολούθησα τὸν δρόμον μου, καὶ μετ᾿ ὀλίγον εὑρισκόμην πρὸ τῆς Σκήτης τοῦ Προδρόμου.

Αὕτη δὲν ἀποτελεῖται ἐκ κελλίων, ἀλλ᾿ ἀποτελεῖ ἓν σύνολον μὲ τείχη περιμανδρωμένον. Εἰσέρχεταί τις διὰ τῆς εἰσόδου ἥτις, ὡς καὶ ἐν ταῖς Μοναῖς, ἀποτελεῖ τὴν μόνην εἴσοδον.

Τοῦ τύπου τούτου Σκῆται, ἐξ ὅσων εἴδομεν, εἶναι τὸ Σεράγι καὶ ἡ ἄνωθεν τοῦ Παντοκράτορος Ῥωσσική, καὶ ἡ τοῦ Προδρόμου.

Εἰσῆλθον εἰς αὐτήν μόλις ἀφίχθην καὶ ἐζήτησα τὸν Δικαῖον, ὅστις, μοῦ εἶπον εἰς γλῶσσαν ἐλαχίστην σχέσιν ἔχουσαν μὲ τὴν ἑλληνικήν, ὅτι εὑρίσκεται ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, λειτουργούσῃ ἔτι, καὶ εἰσῆλθον εἰς αὐτὴν καὶ παρηκολούθουν τὴν ῥουμανιστὶ ψαλλομένην λειτουργίαν. Καθ᾿ ὅλα, ὡς παρετήρησα, ἔχουσι τὰς βυζαντινὰς συνηθείας ἐν τῇ λειτουργίᾳ ἐν μεταφράσει. Δὲν ἠννόουν τίποτε ἐκ τῆς λειτουργίας ἐκείνης. Ὅτε ἦλθεν ἡ ὥρα νὰ ψαλῆ τό· «Ἄξιόν Ἐστιν», εἶδον περὶ τοὺς τριάκοντα μοναχούς, κατὰ τετράδας νὰ σταθῶσι μετ᾿ εὐλαβείας πρὸ τῆς Παναγίας καὶ εἰς ἄπταιστον ἑλληνικὴ νὰ ψάλλωσι τοῦτο. Μετ᾿ ὀλίγον δέ, ληξάσης τῆς λειτουργίας, ἠρώτησά τινα, γνωρίζοντα τὰ ἑλληνικά, διὰ ποῖον ψάλλωσιν ἑλληνιστὶ τό «Ἄξιόν Ἐστιν». Μοῦ ἀπήντησε δὲ οὗτος, ὅτι πρό τινων ἐτῶν ἐπεχείρησαν νὰ ζωγραφίσωσι τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ οἱ ζωγράφοι ἀπετύγχανον, καθ᾿ ὅσον ὅ,τι ἐζωγράφιζον τὴν μίαν ἡμέραν, τὴν ἄλλην τὸ εὕρισκον κατεστραμμένον καὶ τοῦτο διήρκεσεν ἐπὶ ἡμέρας πολλάς. Ὅτε ὁ Δικαῖος εἶδε καθ᾿ ὕπνον, ὅτι δὲν θὰ δεχθῆ ἡ Παναγία νὰ ἐκδοθῆ ἀντίτυπόν της, ἂν δὲν καθιερωθῆ νὰ ψάλληται Ἑλληνιστὶ τό· «Ἄξιόν Ἐστίν» καὶ ἔκτοτε καθιερώθη τοῦτο καὶ οὕτω ἐδέχθη καὶ ἡ Παναγία νὰ ἐκδοθῆ ἀντίτυπόν της. Ταῦτα λέγει ἡ παράδοσις.

Ἐξῆλθον εἶτα τῆς ἐκκλησίας. Ὁ Δικαῖος, γνωρίζων ὀλίγα ἑλληνικά, ἦλθε πρὸς ἐμέ, μὲ ὑπεδέχθη, μὲ ὡδήγησεν εἰς τὰ διαμερίσματά του καὶ μοῦ προσέφερε καφέ. –Πόθεν;, μοὶ λέγει. -Ἐκ τῶν Σκητῶν. Ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον ἔφθασα εἰς Καυσοκαλύβια καὶ θὰ ἦτο ματαιοπονία πλέον νὰ ἐπανέλθω εἰς Δάφνην καὶ ἐπροτίμησα νὰ ἐπανέλθω εἰς Καρυὰς διὰ τῆς Λαύρας, ἄλλως ἤθελον νὰ ἐπισκεφθῶ καὶ τὴν ἰδικήν σας Σκήτην, καὶ διὰ τοὺς λόγους τούτους ἐπροτίμησα τὴν ἐντεῦθεν ὁδόν.

Τὸν παρεκάλεσα νὰ μοὶ δώσει ἓν ζῶον νὰ μεταφέρει μέχρι Λαύρας, Ὥραν ἀπέχουσαν ἐκεῖθεν, καὶ ἀμέσως διέταξε νὰ ἑτοιμασθῆ ἓν τοιοῦτον μετὰ καταλλήλου ἡμιονηγοῦ. Τὸν ἠρώτησα, ἐν τῷ μεταξύ, πῶς ἔχουσιν αἱ μετὰ τῆς Λαύρας σχέσεις των. -Ἄριστα, μοῦ ἀπαντᾶ, ἐκτελοῦμεν τὰς ὑποχρεώσεις μας ὡς Σκήτη, εἴμεθα εὐπειθεῖς εἰς τὴν Μονήν μας, δὲν ἔχουμε κατακτητικὰς καὶ ἀνατρεπτικὰς τῆς

καθεστηκυίας καταστάσεως  βλέψεις ὡς οἱ Ῥῶσσοι καὶ συνεπῶς διάγωμεν ἥσυχα. Νὰ εἶσθε βέβαιος δὲν θὰ σᾶς δοθῆ ἡ εὐκαίρια νὰ ἀπασχοληθῆτε μὲ ἡμᾶς.

Τὸ ζῶον ἡτοιμάσθη καὶ εὐχαριστήσας καὶ ἀποχαιρετήσας τὸν Δικαῖον, κατῆλθον τοῦ διαμερίσματός του καὶ ἱππεύσας ἔξω τῆς Σκήτης, ἐτράπην πρὸς τὴν Λαύρα.

Ἡ Σκήτη τοῦ Προδρόμου ἔχει τοὺς καλλιτέρους ἡμιόνους ἐν Ἁγίῳ Ὄρει. Τὸ ζῶον ἐκεῖνο ἔτρεχε πολύ, μετὰ δυσκολίας τὸ παρηκολούθη ὁ ὁμιονηγός, καὶ οὕτω εἰς διάστημα μόλις τριῶν τετάρτων, ἔφθασα εἰς Λαύραν, βαδίζων ἐπὶ ὁδοῦ ἐπιπέδου καὶ ὁμαλῆς.

* * *

Κεφάλαιον ΛΓ´. Δευτέρα ἐπίσκεψις εἰς τὴν Λαύραν.

Ἀφίππευσα πρὸ τῆς εἰσόδου τῆς Λαύρας, συνέστησα εἰς τὸν ἡμιονηγὸν νὰ ἐπανέλθῃ ἀμέσως καὶ συμφώνως πρὸς τὴν θέλησιν τοῦ Δικαίου εἰς τὴν Σκήτην τοῦ Προδρόμου καὶ νὰ διαβιβάσει πρὸς αὐτὸν τοὺς χαιρετισμούς μου καὶ εὐχαριστίας μου καὶ εἰσῆλθον εἰς τὴν Μονήν, ἀπελθόντος ἐκείνου.

Ἐγνώριζον πλέον, διηυθύνθην κατ᾿ εὐθεῖαν εἰς τὸ γραφεῖον· θὰ ἦτο ἡ ὥρα 10 ½ π.μ. Εὗρον ἐκεῖ τοὺς Ἡσύχιον, Κορνήλιον καὶ ἄλλους τινὰς μοναχούς. –Πῶς ἔτσι ἔξαφνα;, μοῦ λέγουσιν οὗτοι. Καλῶς ὥρισες! -Ἔρχομαι ἀπὸ τὰς Σκήτας σας, ἀπαντῶ, Ἁγιαν Ἄνναν, Μικρᾶς Ἐρήμου, Καυσοκαλυβίων καὶ Προδρόμου. –Καὶ πῶς ἐκεῖ; -Τίποτε τὸ ὑπηρεσιακόν. Ἤθελον ἁπλῶς νὰ ἱκανοποιήσω τὴν περιέργειάν μου, νὰ σπουδάσω τὸν βίον τῶν ἀσκητῶν. –Καὶ δὲν ἀμφιβάλλω, λέγει ὁ κοιλιόδουλος πατὴρ Κορνήλιος, μᾶς ἔρχεσαι πεινασμένος. -Ἄ, ὄχι, μὲ ἐπεριποιήθησαν λαμπρὰ οἱ ἀσκηταί σας. –Γνωρίζω ἐκ πείρας, μὲ χόρτα βρασμένα καὶ παξιμάδια. Εὐτυχῶς ἔχομεν θαυμάσιον φαγητόν. Ἐπὶ τῇ προσεγγίσει τῆς τεσσαρακοστῆς ἐσφάξαμεν ἕνα μόσχον. Τὸ κρέας του εἶναι τρυφερώτατον, θὰ λιώνει στὸ στόμα σὰν κάστανο.

-Κάθισε, προσθέτει ὁ πατὴρ Ἡσύχιος, νὰ πάρει καφέ, καὶ παρήγγειλεν εἰς ὑπηρέτην νὰ φέρει ἕνα. Συνάμα δὲ ἀστειευόμενος ἐπιπροσθέτει ἐπιχαρίτως: -Εἰπὲ στὸν μάγειρα νὰ βάλει δυνατὴ φωτιὰ στὸ φαΐ νὰ γίνει γρήγορα, διότι ἦλθε πεινασμένος ἀπὸ τὰς Σκήτας καὶ διατρέχομεν τὸν κίνδυνον ν᾿ ἀρχίσει νὰ τρώγει ἀπὸ ἡμᾶς.

Ἐκάθισα καθ᾿ ὃν χρόνον ὁ πατὴρ Κορνήλιος ἐκάγχαζε μὲ τὴν ἀστειότητα τοῦ Ἡσυχίου. Εὐθὺς δὲ κατόπιν ὁ Γερμανὸς μὲ ἠρώτησεν ἂν μετέβην εἰς τὰ ἀπόκεντρα ἐκεῖνα ἐρημητήρια, εἰς ἃ ἀναῤῥιχᾶταί τις, ὡς εἴρηται, διὰ σχοινίνων κλιμάκων. -Ὄχι, ἀπαντῶ πρὸς αὐτόν, δὲν ἠθέλησα νὰ θίξω τὴν δόξαν σου ταύτην πάτερ Γερμανέ. Σὺ ἔχεις τὴν ἱκανότητα αὐτήν. (Ἀποστέλλεται οὗτος παρὰ τῆς Μονῆς ἐκεῖ διὰ νὰ ἐπιβλέπει τοὺς ἀσκητάς, εἰσπράττει παρ᾿ αὐτῶν εἶδός τι δικαιώματος παραμονῆς καὶ ἄλλους ὑπηρεσιακοὺς τῆς Μονῆς λόγους).

-Ἔρχεσαι ἐπικαίρως, μοῦ λέγει ὁ πατὴρ Ἡσύχιος, σὲ χρειαζόμεθα. –Εἰς ὅ,τι θέλετε, θὰ μὲ εὕρητε πρόθυμον. Μοῦ δεικνύει κλητήριον θέσπισμα τοῦ εἰσαγγέλως τῶν ἐν Θεσσαλονίκῃ πλημμελειοδικῶν, δι᾿ οὗ ἐκαλεῖτο παρ᾿ αὐτοῦ ὁ Γερμανὸς νὰ δικασθῆ ὡς ὑπαίτιος, ὅτι ἐπετέθη ἀδίκως κατὰ μοναχοῦ τῆς γειτονικῆς Μονῆς Ἁγίου Παύλου, ἐπειδὴ εὗρεν αὐτόν ποτε ξυλευόμενον ἐκ τοῦ δάσους τῆς Λαύρας, ὅπερ διεξεδίκει ὡς ἴδιον ἐκείνη. Δὲν ἔχασε καιρὸν ὁ ἀγαθώτατος ἐκεῖνος γέρων Γερμανός, καὶ ἐπετέθη κατ᾿ αὐτοῦ, ἐν τῷ ζήλῳ του νὰ ὑποστηρίξει τὰ συμφέροντα τῆς Μονῆς του καὶ τοῦ ἀφήρεσε τὰ ξύλα· καὶ τοῦτο τὸ ἀντικείμενον τῆς δίκης. Εἶδον τὸ κλητήριον θέσπισμα καὶ τοῖς λέγω: -Δὲν εἶναι σπουδαῖα πράγματα, τὸ πολὺ νὰ φάει ὁ πατὴρ Γερμανός, καμία τριήμερον φυλάκισιν μεταβαίνων εἰς Θεσσαλονίκην. Καὶ οὕτω λήγει τὸ ζήτημα.

-Ἀκριβῶς ἐδῶ ἔγκειται ἡ σπουδαιότης, λέγει ὁ πατὴρ Ἡσύχιος. Ὁ Γερμανὸς δὲν θέλει νὰ ἐξέλθει τοῦ Ἁγίου Ὄρους, οὔτε ἐξῆλθε ποτέ, ἀφ᾿ ἧς ἔγινε μοναχός. –Ζῶν δὲν μεταβαίνων εἰς τὸν κόσμον, προσθέτει οὗτος. Κατὰ τὴν συνείδησίν μου θὰ ἁμαρτήσω σπουδαίως, ἐὰν ἐξέλθω τοῦ Ὄρους. Θὰ εὑρεθῆ εἰς τὴν δύσκολον θέσιν ἡ κυβέρνησις νὰ μὲ φονεύσει, ἂν αὔριον, καταδικαζομένου ἐμοῦ εἰς ὀλίγων ἡμερῶν φυλάκισιν, σκεφθῆ νὰ ἐκτελέσει τὴν ἀπόφασιν καὶ βίᾳ μὲ ἀπαγάγη εἰς Θεσσαλονίκην.

Παρετήρησα, ὅτι ὁ γέρων ἐκεῖνος ὡμίλει σοβαρῶς καὶ ἀπὸ πεποιθήσεως καὶ ἐσκεπτόμην πόσον φοβερὸν εἶναι τὸ πεῖσμα τοῦ ἐμπνεόμενου μοναχοῦ, οἷος ὁ Γρηγόριος. Ἠπόρουν καὶ δὲν ἐγνώριζον τὶ νὰ τοῖς κάμω, καὶ τοῦ λέγω: -Ἐὰν ἐπρόκειτο περὶ πταίσματος, τιμωρουμένου διὰ προστίμου, ὑπῆρχε κάποια οἰκονομία, νὰ φέρναμε τὸν εἰρηνοδίκην Ἱερισσοῦ νὰ ἔκαμνεν ὡς συμβολαιογράφος ἓν πληρεξούσιον καὶ νὰ παρίστατο ἀντ᾿ αὐτοῦ, ὁ ἐν Θεσσαλονίκῃ πληρεξούσιος δικηγόρος τῆς Μονῆς, ἤδη ὅμω προκειμένου περὶ πλημμελήματος, τί νὰ γίνει; -Εἶμαι πρόθυμος, παρεξηγήσας φαίνεται, λέγεται οὗτος, νὰ ἐξοδεύσω ὅσα χρήματα θέλητε, ἀρκεῖ νὰ ἐπιτύχω νὰ μὴν μεταβῶ εἰς Θεσσαλονίκην. –Τὸ ζήτημα τοῦτο δὲν εἶναι ζήτημα χρημάτων καὶ μὲ συγχωρεῖς πάτερ Γερμανέ, εἶναι ζήτημα δικαστηριακῆς τάξεως. Ἐσκέφθην ἐν τούτοις νὰ ὑποβάλω τὸ κλητήριον θέσπισμα πρὸς τὸν Εἰσαγγέλα δι᾿ ἀναφορᾶς μου, νὰ τοῦ ἐκθέσω ποῖος ὁ Γερμανός, καὶ τὰς ἀντιλήψεις του καὶ τὰ πιθανὰ ἐπακόλουθα ἂν κατεδικάζετο καὶ τὸν παρεκαλέσω πρὸ τῆς ἀνάγκης καὶ ἀφοῦ δὲν ἐπρόκειτο περὶ σπουδαίας παραβάσεως νὰ ἀποσύρει τὴν ὑπόθεσιν, εἰ δυνατόν. Ταῦτα εἶπον εἰς αὐτόν: -Κάμε ὅ,τι θέλεις, ἀρκεῖ νὰ μὴν ἐξέλθω τοῦ Ἁγίου Ὄρους. –Καλῶς, καὶ θὰ σὲ εἰδοποιήσω.

Μετὰ τὴν ἄνω ἐνέργειάν μου ἡ ὑπόθεσις αὕτη δὲν ξαναεῖδε τὸ φῶς τοῦ ἡλίου, ἀγνοῶ δὲ πῶς τὰ οἰκονόμησεν ὁ Εἰσαγγελεύς.

* * *

Κεφάλαιον ΛΔ´.

Ἐν τῷ μεταξύ, τὸ φαγητὸν εἶχεν ἑτοιμασθῆ, μᾶς ἀννηγέλθη ὅτι ἡ τράπεζα ἦτο ἕτοιμος, οἱ συνδαιτυμόνες μου ἦσαν ὡρισμένοι, ἀνήλθομεν μετὰ τοῦ πατρὸς Ἡσυχίου καὶ Κορνηλίου καὶ ἐκαθίσαμεν εἰς αὐτήν. Ὁ μόσχος των τῇ ἀληθείᾳ ἦτο θαυμάσιος. Τὸ ζῶον ἐκεῖνο βόσκον ἐπὶ τῶν ὑπωρειῶν τοῦ Ἄθωνος εἶχε κρέας ἀρωματῶδες καὶ νοστιμώτατον.

Τὸ προσὸν τοῦτο τοῦ Ἄθωνος εἶχον παρατηρήσει ἀπὸ τῆς προηγουμένης ἐπισκέψεώς μου εἰς τὴν Μονὴν Λαύρας. Εὗρον τότε παρατεθέν μοι κρέας τράγου νοστιμώτατον καὶ ἠρώτησα περὶ αὐτοῦ. Εἶναι προτιμώτερον νὰ τρώγει τις τράγον τοῦ Ἄθωνον ἢ ἀρνάκι γάλακτος ἄλλοθεν. Τοῦτο εἶναι γνωστὸν ἐν Θεσσαλονίκῃ, ὅπου ὁ τράγος τῆς Λαύρας τιμᾶται ὁλόκληρον δραχμὴν περισσότερον ἀπὸ τὸ ἀρνάκι γάλακτος ἄλλων μερῶν. Τὸ γεῦμα ἐκεῖνο διῆλθον ἐν μέσῳ τῶν εὐφυολογούντων συνδαιτυμόνων μου εἰς βάρος τῶν ἀσκητῶν των καὶ τῆς ξενίας, ἣν μοὶ παρέσχον. Εἰς μάτην ἔλεγον εἰς αὐτοὺς ὅτι οἱ ἀτυχεῖς μὲ ἐπεριποιήθησαν, ὡς καὶ ὄντως εἶχε τὸ πρᾶγμα. Διαρκοῦντος τοῦ γεύματος, παρεκάλεσα αὐτοὺς νὰ μοὶ δώσωσι μετ᾿ αὐτὸν μίαν λέμβον, ἵνα μὲ μεταφέρει εἰς τὴν Μονὴν Ἰβήρων.

-Δὲν κάθεσαι νὰ μᾶς κάμεις δύο-τρεῖς ἡμέρας συντροφιά; -Ἤδη θὰ ὑπάγω καὶ θὰ ἐπανέλθω ἐντὸς ὀλίγου μὲ πρόγραμμα παραμονῆς ἐπὶ ἑβδομάδα. -Ἡ λέμβος θὰ εἶναι ἕτοιμος, ἐν τούτοις θὰ ἐπροτιμούσαμε νὰ ἔμενες. -Ἔχω νὰ ἐνεργήσω καὶ διὰ τὴν ὑπόθεσιν τοῦ πατρὸς Γερμανοῦ, ἀφοῦ ἀνέλαβον τὴν ὑποχρέωσιν καὶ ἀφοῦ προσήγγισεν ἡ δικάσιμος. -Ἀφοῦ ἔχει οὕτω τὸ πρᾶγμα, πήγαινε στὴν εὐχὴν τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ σὲ ἀναμένωμεν νὰ ἔλθεις νὰ καθίσεις μίαν ἑβδομάδα νὰ μᾶς κάνεις συντροφιά. Ὑπεσχέθην τοῦτο χωρὶς ὅμως νὰ ἔχω τὴν πεποίθησιν ὅτι ἐντὸς ὀλίγων ἡμερῶν θὰ ἠδυνάμην νὰ εὑρεθῶ συνεπὴς πρὸς τὰ ὑποσχεθέντα.

Μετὰ τὸ λαμπρὸν ἐκεῖνο γεῦμα καὶ τὴν λῆψιν καφέ, ἀπεχαιρέτησα τοὺς θαυμασίους ἐκείνους ἀνθρώπους, καὶ ηὐχαρίστησα θερμῶς αὐτοὺς διὰ τὴν περιποίησίν των, καὶ προθυμίαν των καὶ κατῆλθον εἰς τὴν παραλίαν. Ἡ λέμβος ἀνέμενε· μετὰ μία ὥραν εὑρισκόμην εἰς τὴν Ἰβήρων, ὁπόθεν ἔφιππος ἀνῆλθον εἰς Καρυάς.

* * *

Κεφάλαιον ΛΕ´. Ὁ κατ᾿ οἶκον περιορισμός μου.

Μετὰ δύο ἡμέρας ἀπὸ τῆς εἰς Καρυὰς ἐπανόδου μου, ἡ προϊσταμένη μου Ἀστυνομικὴ Διεύθυνσις Χαλκιδικῆς, μοὶ ἐκοινοποίησε διαταγὴν τοῦ Ὑπουργείου τῶν Στρατιωτικῶν, διὰ τῆς ὁποίας, κατόπιν τῆς ἐμπαθοῦς εἰσηγήσεως τῆς μεραρχίας Δράμας, ἢ μᾶλλον τοῦ ὑπασπιστοῦ αὐτῆς ῥηθέντος ἀνωτέρω λοχαγοῦ τότε Παναγιωτοπούλου, μὲ ἐτιμώρησε μὲ τεσσαρακονθήμερον φυλάκισιν, μὲ δικαιολογίαν, ὅτι ἠργοπόρησα διαταχθεὶς να μεταβῶ δι᾿ ἐπίταξιν κτηνῶν εἰς τὴν ἐπαρχίαν Ζίχνας. Κατὰ πόσον εἶχεν δίκαιον ὁ εἰσηγηθεὶς τὴν τιμωρίαν ταύτην, θεωρῶ περιττὸν νὰ ἐκθέσω. Καὶ ταῦτα, προκειμένου περὶ ἀνθρώπου ἐντίμου καὶ σοβαροῦ, ὡς ἐπιστεύθη κατόπιν ἐπὶ δικτάτορος Παγκάλου.

Ἔπρεπε νὰ παραδώσω κατὰ τὴν διαταγὴν τοῦ Ὑπουργείου τῶν Στρατιωτικῶν καὶ τοὺς στρατιωτικοὺς κανονισμούς, τὴν ὑπηρεσίαν εἰς τὸν ἀμέσως κατώτερον ὑφιστάμενόν μου καὶ ν᾿ ἀναφέρω ὅτι ἐποιησάμην ἔναρξιν τῆς ἐκτίσεως τῆς ποινῆς μου καὶ περιορισθῶ οἴκοι πρὸς τοῦτο.

Τοιοῦτος ἦτο ὁ ἐνωμοτάρχης μου Ἀχ. Αὐλωνίτης. Ὁ Αὐλωνίτης μοὶ ἀνέφερε ὅτι δὲν θὰ δυνηθῆ ν᾿ ἀντεπεξέλθῃ εἰς τὰ σοβαρὰ ζητήματα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀλλὰ τὸν καθησύχασα ὅτι ἐν πάσει περιπτώσει θὰ ἔχει τὰς συμβουλάς μου.

Δύο ἡμέρας κατόπιν τῆς ἀναφορᾶς μου, ὅτι ἠρξάμην ἐκτίων τὴν τιμωρίαν μου, ὑπέβαλον, σύμφωνα μὲ τοὺς στρατιωτικοὺς κανονισμούς, παράπονα μὲ τὴν πεποίθησιν ὅτι, καίτοι βάσιμα, δὲν θὰ εἰσηκούοντο, κατὰ τὴν ἐκδοχὴν ὅτι ὁ ὑπασπιστὴς μεραρχίας εἶναι ἀλάθητος, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἠθικὴν ἀφέλειαν ὅτι αἱ προϊστάμεναί μου διοικήσεις θὰ ἔβλεπον πῶς εἶχον τὰ πράγματα καὶ θὰ ἐσχημάτιζον τὴν γνώμην ὅτι ἠδικούμην. Θὰ μοὶ ἦτο δὲ τοῦτο ἀρκοῦσα ἱκανοποίησις.

Καὶ ἤδη οἴκοι καὶ ἐν τιμωρίᾳ. Αἱ ἡμέραι διήρχοντο ὁμαλῶς. Εἰς δύσκολα ζητήματα καθωδήγουν τὸν ὑφιστάμενόν μου Αὐλωνίτην καὶ ἀπροσκόπτως διώκει οὗτος.

* * *

Κεφάλαιον ΛΣΤ´.

Ἡ ἔκτισις τῆς τιμωρίας μου ταύτης, μοὶ ἔδωκε τὴν εὐκαιρίαν νὰ ταξινομήσω τὴν μέχρι τότε ὕλην τοῦ ἡμερολογίου μου. Κατ᾿ αὐτὸ ἔκρινα, ὡς καλῶς ἔχοντα τὸν βίον τῶν μοναχῶν. Ἐγένετο ἀφορμὴ νὰ συλλεγῶσι θρησκευτικοί, φιλολογικοί, καὶ ἱστορικοὶ θησαυροὶ μεγίστης ἀξίας, ἀλλ᾿ ἐκτὸς τούτων ἡ περὶ θρησκείας ἀντίληψοις νὰ καταστῆ μᾶλλον αἰσθητοτέρα καὶ ζωηροτέρα. Ἐπίσης, ἔκρινα τὸν ἀσκητισμὸν χρήσιμον καὶ ἀναγκαῖον συμπλήρωμα τοῦ βίου τῶν Μονῶν ἐπὶ τοῖς αὐτοῖς θέμασιν, ἔτι δὲ διότι οἱ ἀσκηταί, ἐν τῇ προσηλώσει τῶν πρὸς τὸν Θεόν, ἔχουσι νὰ ἐπιδείξωσιν ἔργα μεγάλης ἀξίας, τὰ ὁποία ἀμφιβάλλω ἂν θὰ ἐγίνοντο, ἐὰν δὲν ὑφίστατο ἡ τοιαύτη πρὸς αὐτὸν ἀφοσίωσις αὐτῶν.

Ἡ ξυλογλυπτική, ἡ ζωγραφική, ἡ βυζαντινὴ μουσική, ἡ ἀρχιτεκτονική, ἂν θέλητε τὸ συγγράφειν καὶ ἄλλες, ἐκαλλιεργήθησαν καὶ καλλιεργοῦνται ἱκανοποιητικῶς.

Εἶναι ἀληθές, ὅτι παρὰ τοῖς μοναχοῖς καὶ ἀσκηταῖς, παρατηρεῖ τις πολλὰς τὰς ὑπερβολὰς καὶ ἀρκούσας ἀσχημίας, ἀλλ᾿ αὗται δὲν βλάπτουσι τὸν προορισμὸν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Οὗτος ἐκτελεῖται καὶ θὰ ἐξακολουθῆ νὰ ἐκτελῆται.

Εἰς τοὺς ἀντιπροσώπους ἰδίᾳ τῶν μεγάλων Μονῶν, συνέστησα νὰ ἀναλάβει ἑκάστη νὰ καλλιεργήσει ἐπιδιδομένη ἕκαστον εἶδος τῶν ἄνω ἐκτεθέντων προσόντων τῶν μοναχῶν. Καὶ κατὰ ταῦτα, ἡ μὲν Μονὴ Βατοπεδίου νὰ ἱδρύσει σχολὴν φωνητικῆς μουσικῆς, ἡ τῆς Λαύρας φιλολογικὴν τοιαύτην, ἡ τῶν Ἰβήρων ζωγραφικῆς κ.λ.π. ἀλλὰ δὲν εἰσηκούσθην, προτιμώντων τῶν μοναχῶν τὴν καλλιέργειαν αὐτῶν, ὡς καὶ ἤδη καλλιεργοῦνται, διὰ τὴς ἐξελίξεως καὶ πανταχοῦ, ὡς ἀσφαλεστέρας καὶ θετικωτέρας.

Ἴσως ἔχουσι δίκαιον.

Κατὰ τὰς ἀντιλήψεις μου, δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν μετὰ πεποιθήσεως ὅτι ἀποτελεῖ τοῦτο ἕνα καλὸν παράγοντα ἐν τῷ κόσμῳ διά τε τὴν θρησκευτικὴν ἀλλὰ καὶ φιλολογικὴν καὶ ὑπὸ λοιπὰς ἐπόψεις ἀνάπτυξιν τῆς ἀνθρωπότητος.

Ἐν τούτοις, αἱ ἡμέραι παρήρχοντο, εἶχον συμπληρωθῆ ἀφ᾿ ἧς ἠρξάμην τῆς ἐκτίσεως τῆς ποινῆς μου, τριάκοντα ἡμέραι φυλακίσεως. Σχεδὸν συνέπεσεν ἡ ποινὴ αὕτη μὲ τὰς τεσσαράκοντα ἡμέρας τῆς Τεσσαρακοστῆς.

* * *

Κεφάλαιον ΛΖ´.

Οἱ στρατιωτικοὶ κανονισμοί, δὲν ἀπαγορεύουν εἰς τὸν ὑπὸ ποινὴν νὰ ἐκτελῇ τὰ θρησκευτικά του καθήκοντα, ἄρα δὲν ἀπηγορεύετο καὶ εἰς ἐμὲ ἡ παρακολούθησις εἰς τὸ Πρωτᾶτον καὶ τὴν ἐκκλησίαν αὐτοῦ καὶ ἡ ἐκτέλεσις ἐκεῖ τῶν θρησκευτικῶν μου καθηκόντων. Παρηκολούθησα ὅθεν τὰς ἀκολουθίας καὶ λειτουργίας καὶ ὁλονυκτίας ἐν ὅλῃ τῇ εὐρύτητί των.

Ἀλλὰ τί ἐστι ὁλονυχτία; Ἀφ᾿ ἑσπέρας οἱ μοναχοὶ ψάλλουσι τὸν Ἑσπερινόν, κατόπιν ἔχουσι τὸ Ἀπόδειπνον, τὸ Θεοτοκάριον, τὸ Μεσονυχτικόν, εἶτα τὸν Ὄρθρον, τὴν Λειτουργίαν καὶ οὕτω ὅλην τὴν νύκτα ψάλλουσι καὶ ὑμνοῦσι τὸν Κύριον. Περὶ ὥρας 12 ½- 2 ½ δὲν ἔχουσι τί νὰ ψάλλωσι. Κατὰ τὸ διάστημα τοῦτο ἀναγινώσκει ὁ ψάλτης χωρία ἐκ διαφόρων θρησκευτικῶν συγγραμμάτων· οἷον τὰ τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου· ἦτο μία ἀπόλαυσίς μου ἡ ἀνάγνωσις τῶν θαυμασίων λόγων αὐτοῦ.

Ποίαν δύναμιν ἐκφράσεως ἔχει τὸ ἀριστούργημα ἐκεῖνο, ὅπερ ἄρχεται μὲ τὰς λέξεις: «Πάλιν ἡ Ἡρῳδιὰς μαίνεται, πάλιν ταράσσεται, πάλιν ζητεῖ τὴν κεφαλὴν τοῦ Ἰωάννου», ἢ τὸ ἄλλο: «Ἀεὶ μὲν οὖν καὶ νῦν εὔκαιρον εἰπεῖν ματαιότης ματαιοτήτων τὰ πάντα ματαιότης· ποῦ ἡ λαμπρὰ τῆς ὑπαιτίας περιβολή; Ποῦ οἱ κρότοι καὶ οἱ χοροὶ καὶ αἱ λαμπάδες καὶ τὰ παραπετάσματα;... Πάντα γὰρ ἐκεῖνα οἴχεται καὶ ἄνεμος πνεύσας γυμνὸν ἡμῖν τὸ δένδρον ἀπὸ ῥίζης ἐπέδειξεν». Ἢ τό: «παρῆλθεν ἡ τεσσαρακοστή, μενέτω ἡ εὐσέβεια, παρῆλθον αἱ προσευχαὶ καὶ μετάνοιαι, μενέτω ἡ εὐλάβεια».

Ἡ 21 Δεκεμβρίου ἀνέτειλεν, ἀπὸ πρωΐας λήξαντος τοῦ ἰδικοῦ μου τεσσαρακονθημέρου. Ἀνέλαβον τὴν διοίκησιν καὶ ἀνέφερα τὸ γεγονὸς εἰς τὰς προϊσταμένας μου ἀρχάς.

Τί ἐδιδάχθην ἐκ τῆς ποινῆς; Ὅτι δὲν κρίνονται καλῶς τὰ πράγματα ἐν Ἑλλάδι καὶ ὁ στρατὸς δὲν διοικεῖται ὡς ἔδει. Ἡ περίοδος τὴς ἐκτίσεως τῆς ποινῆς μου ἐφρόντισα νὰ μὴν γίνῃ ἀντιληπτὴ εἰς τὸ κοινόν, καὶ ἔχω τὴν ἀντίληψιν ὅτι δὲν μὲ ἐπῆραν εἴδησιν.

* * *

Κεφάλαιον ΛΗ´. Χριστούγεννα εἰς τὰς Καρυάς.

Τρεῖς καὶ μισὸς περίπου μῆνες εἶχον παρέλθει, ἀφ᾿ ἧς εἶχον τοποθετηθῆ ὡς Διοικητὴς τῆς Ἀστυνομίας Ἁγίου Ὄρους. Μίαν ἡμέραν, ὁ Γραμματεὺς τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος μὲ ἠρώτησεν, ἂν διαμένων ἐπὶ καιρὸν ἤδη εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, παρετήρησα θαῦμά τι, ἐξ οὗ νὰ ἑδραιωθῶσιν αἱ περὶ ὑπαρξίας Θεοῦ πεποιθήσεις μου. Τοῦ ἀπήντησα: -Δυστυχῶς ὄχι, διὰ τῶν αἰσθήσεών μου. Ἀπελπίσθην ὅτι θὰ ἔβλεπόν τι, καίτοι σχεδὸν διῆλθον ὁλόκληρον τὸ Ἅγιον Ὄρος. –Νὰ εἶσαι ἕτοιμος τὴν ἑσπέραν τῆς δευτέρας ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων νὰ κατελθῶμεν εἰς τὴν Μονήν μου τῶν Ἰβήρων καὶ θὰ σοῦ δείξω τὴν ἑπομένην τρίτην ἓν θαῦμα ἐκεῖ. –Τί; -Νά, κινῆται ἐξ ὑπερφυσικῆς δυνάμεως ἡ πρὸ τῆς ὡραίας πύλης κανδήλα αὐτομάτων. Ηὐχαρίστησα αὐτὸν καὶ τοῦ ὑπεσχέθην νὰ μεταβῶμεν.

Ἐπὶ τούτοις, ὁ ἀντιπρόσωπος τοῦ Βατοπεδίου μοὶ λέγει: -Ἔχεις ἤδη πλέον τῶν τριῶν μηνῶν ἐν Ἁγίῳ Ὄρει, μετέβης παντοῦ καὶ τὸ Βατοπέδιον δὲν τὸ ἐπεσκέφθης μέχρι σήμερον. Οἱ γέροντες τῆς Μονῆς μου μοὶ ἐξέφρασαν παράπονα καὶ μοὶ ἔδωκαν ἐντολὴν νὰ σὲ παρακαλέσω νὰ κατέλθεις καὶ περάσομεν τὰ Χριστούγεννα μαζί. Σὲ παρακαλῶ λοιπὸν πολύ, νὰ μείνει ἡ κατὰ τὰ Χριστούγεννα ἐπίσκεψίς σου εἰς τὴν Μονὴν Ἰβήρων δι᾿ ἀργότερα καὶ νὰ δεχθῆς νὰ κατέλθωμεν ὁμοῦ εἰς τὸ Βατοπέδιον, νὰ διέλθωμεν ἐκεῖ τὰς ἑορτάς. 

-Εὐχαριστῶ θερμῶς καὶ σᾶς καὶ τοὺς πατέρες τοῦ Βατοπεδίου, διὰ τὸ ὁποῖον πολὺ ἐνδιαφέρομαι. Ἤδη θὰ μεταβῶ εἰς τὴν Μονὴν Ἰβήρων, καὶ ὑπόσχομαι σὲ σᾶς ἀπὸ τοῦδε τὴν παραμονὴν τῆς πρώτης τοῦ ἔτους νὰ κατέλθωμεν εἰς τὴν Μονήν σας καὶ διέλθωμεν ἐκεῖ τὴν Ἁγίου Βασιλείου ἑορτήν. Οὕτω, κανονισθέντων τῶν πραγμάτων, ἀπῆλθον ἐκεῖθεν.

Ὁ μέχρι τῆς ἡμέρας ἐκείνης χειμερινὸς καιρός, ἐτράπη ἐπὶ τὰ βελτίῳ. Ὁ βοῤῥᾶς ἐκόπασε καὶ αἱ ἡμέραι ἐπὶ τῇ προσεγγίσει τῶν Χριστουγέννων καὶ ἐν γένει τῶν ἑορτῶν μετεβλήθησαν εἰς λαμπρὰς χειμερινὰς ἡμέρας. Αἱ τέσσαρες μεσολαβοῦσαι ἡμέραι μέχρι Χριστουγέννων, διῆλθον καλῶς ἐν Καρυαῖς, ὅπου παρηκολούθησα εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Πρωτάτου τὰς κατὰ τελευταίας ἡμέρας τῆς τεσσαρακοστῆς λειτουργίας καὶ ἀκολουθίας.

Ἐκεῖ ἐκκλησιάσθην κατὰ τὴν ἡμέραν τῶν Χριστουγέννων. Ἔφαγα κατόπιν μετὰ τῆς συνοδείας μου. Οἱ φίλοι μου ἐκ Λαύρας Κορνήλιος καὶ Ἡσύχιος δὲν μὲ ἐλησμόνησαν. Μοὶ ἀπέστειλαν ἀπὸ τῆς παραμονῆς θαυμάσιον μποῦτι, ἢ μᾶλλον περὶ τὸν ἥμισυ ἀμνοῦ τῆς Λαύρας ἐκ τριῶν περίπου ὀκάδων, συνοδευόμενον μὲ ὡραίαν ἐπιστολήν.

Εἶναι οἱ μόνοι ἐκ τῶν ὁποίων, καὶ ἐλαχίστων ἄλλων, ἐδεχόμην ὀλίγα δῶρα, καὶ ταῦτα διότι εἶχον τὴν πεποίθησιν, ὅτι δὲν ἔδιδον αὐτὰ ἐξ ὑστεροβουλίας, ἀλλᾶ καθαρῶς ἐκ πνεύματος ξενίας. Ἀλλὰ καὶ ταῦτα πάλιν οὐχὶ καθημερινῶς ἀλλὰ εἰς μίαν ἐξαιρετικὴν περίστασιν.

Οὕτω αἱ δύο πρῶται ἡμέραι τῶν Χριστουγέννων διῆλθον θαυμασίως λαμπρά.

Μετὰ μεσημβρίαν τῆς δευτέρας καὶ περὶ ὥραν 5ην, συνηντήθην μετὰ τοῦ Γραμματέως τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος, καὶ ἱππεύσαντες ἐπὶ δύο ζώων, ἀπήλθομεν εἰς τὴν Ἰβήρων. Ἐχαιρέτισα, ἐκαθίσαμεν συζητοῦντες μέχρι τῆς 10ης μ.μ. εἰς τὸν ξενῶνά των, ἔχοντες θέμα τὸ θαῦμα τῆς κανδήλας καὶ εἶτα ἐκοιμήθημεν.

Τὴν πρωΐαν, περὶ ὥραν 4 ½  μετέβημεν μετὰ τοῦ Γραμματέως εἰς τὴν λειτουργίαν, εἰς τὴν μεγάλην τῆς Μονῆς ἐκκλησίας, ὅπου εἶχε μεταφερθῆ ἡ Πορταΐτισσα, τοποθετηθεῖσα ἐπὶ προσωρινῆς ἕδρας ἐφ᾿ ἧς εἶχε στρωθῆ χρυσοκέντητος τάπης, ἐπροσκύνησα καὶ ἔλαβον τὴν θέσιν μου ἵνα παρακολουθήσω τὴν θείαν Λειτουργίαν.

* * *

Κεφάλαιον ΛΘ´. Τὸ θαῦμα τῆς κανδήλας στὴν Μονὴ Ἰβήρων.

Ἠννόησα εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ὅτι οἱ Ἰβηρῖται μοῦ παρεσκεύασαν ἔκπληξιν. Εἶχον ἐκλέξει τοὺς καλλιτέρους των ψάλτας καὶ τοὺς μᾶλλον καλλιφώνους ἱερομονάχους των καὶ ἱεροδιακόνους των, οἵτινες εὑρέθησαν ἐν ἁμίλλῃ, τὶς νὰ ψάλλει καλλίτερον καὶ τὶς νὰ κάμει τὴν περισσοτέραν ἐντύπωσιν· καὶ οὕτω τὸ σύνολον τῆς λειτουργίας ἐκείνη ἦτο μία θαυμασία μυσταγωγία, πρὸ τῆς ὁποίας ἔμεινα ἔκθαμβος, καὶ προσηλώθην ἐπὶ τοσοῦτον εἰς αὐτὴν καὶ ἐν γένει τὰ ψαλλόμενα, ὥστε ἐλησμόνησα τὸν λόγον διὰ τὸν ὁποῖον κατῆλθον τὴν ἡμέραν ἐκείνην εἰς τὴν Μονήν.

Παρῆλθεν ἤδη τὸ Εὐαγγέλιον καί, ἐν τῇ ἀφοσιώσει μου εἰς τὰ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τελούμενα, δὲν ἐπρόσεξα τὴν κανδήλαν διὰ τὴν ὁποίαν κατῆλθον, καὶ ἡ ὁποία εἶχε κατ᾿ αὐτὸ κινηθῆ.

Ὁ Γραμματεύς, μακρόθεν καὶ ἐκ τῆς θέσεώς του μὲ ἔβλεπε καὶ μὲ παρηκολούθη, ἰδὼν δέ, ὅτι δὲν ἐπρόσεξα κατὰ τὸ Εὐαγγέλιον τὴν κίνησιν τῆς κανδήλας, ἐπλησίασε σιγὰ-σιγὰ καὶ μοῦ λέει: -Ἐνθυμεῖσαι τὸν λόγον, δι᾿ ὃν ἤλθομεν σήμερον εἰς τὴν Μονήν; -Ἄ, ναί, λέγω καὶ ἔστρεψα πρὸς τὴν ανδήλα, τὴν πρὸ τῆς Ὡραίας Πύλης καὶ εἶδον αὐτὴν ἱσταμένην ἀκίνητον. –Κατὰ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ Εὐαγγελίου ἐκινήθη καὶ ἀρκετὰ ζωηρὰ μάλιστα, ἐπαναλαμβάνει οὗτος, ἀλλὰ παρετήρησα δὲν ἐπρόσεξες. Τώρα, κατὰ τὴν ἔξοδον τῶν Ἁγίων θὰ κινηθῇ καὶ αὖθις, ὡς καὶ εἰς ἄλλα δύο σημεῖα τῆς λειτουργίας (ἅτινα καὶ μοῦ ὑπέδειξε). Πρόσεχε.

Μετὰ τὴν ὑπευθύμησιν ταύτην ἐκάρφωσα πλέον τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐπὶ τῆς κανδήλας. Μετ᾿ ὀλίγον ἐπέστη ἡ στιγμὴ τῆς ἐξόδου τῶν Ἁγίων. Κατὰ τὴν ὥραν ἐκείνην μὲ κατέλαβε κάποια συγκίνησις. Εἶδον τὴν κανδήλαν ν᾿ ἀρχίσει κινουμένη, ἄνευ ὠθήσεώς τινος, σιγὰ-σιγά, αἱ ταλαντεύσεις της καθίσταντο μέχρις ἑνὸς σημείου μεγαλύτεραι καὶ μέχρι ἡμίσεως σχεδὸν μέτρου καὶ εἶτα μικρότεραι, ὥστε εὐθὺς μετὰ τὴν ἔξοδον τῶν Ἁγίων ἔπαυσε κινουμένη.

Τὸ πρᾶγμα μοῦ ἔκαμε μεγίστην ἐντύπωσιν εἰς τὸ τρῖτον σημεῖον, καθ᾿ ὃ καὶ πάλιν θὰ ἐκινῆτο ἡ κανδήλα. Ἐπλησίασα νὰ ἴδω μήπως ὑπάρχει καλογερική τις πονηρία, ἀλλ᾿ ἐπείσθην, ὅτι αἱ κινήσεις δὲν ὠφείλοντο εἰς ἐξωτερικὴν ὤθησίν τινα οἱανδήποτε. Μάλιστα, τὴν τελευταίαν φορὰν παρεκάλεσα καὶ ἐκλείσθησαν καὶ τὰ παράθυρα, μήπως ῥεῦμα ἀέρος ἐπέφερε τὰς ταλαντώσεις, ἀλλ᾿ ἐπείσθην μετ᾿ ὀλίγον ὅτι οὔτε ὁ ἀὴρ ἦτο ὁ ἐπιφέρων τὴν κίνησιν! Τί συμβαίνει ἐνταῦθα; Εὑρέθην εἰς τὴν ἀνάγκην ν᾿ ἀνομολογήσω καὶ αὖθις τὴν ἀτέλειαν τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἀδυναμίαν του νὰ ἐξηγήσει τὰ περὶ αὐτόν. Καὶ συνεπῶς, πόσον σοφῶς τὸ εὐαγγέλιον διδάσκει «πίστευε καὶ μὴ ἐρεύνα». Προσευχήθην μετὰ μεγάλης εὐλαβείας καὶ ἀσπασθεὶς μετ᾿ ὀλίγον τὰς εἰκόνας, ἐξῆλθον τῆς ἐκκλησίας.

-Ἔ, πῶς σοῦ ἐφάνη τὸ φαινόμενον; πλησιάζων μὲ ἐρωτᾶ ὁ Γραμματεύς. –Παραδέχομαι ἀδιστάκτως, ὅτι πρόκειται περὶ θαύματος καὶ σᾶς εὐχαριστῶ διότι ἐγίνατε αἴτιος νὰ ἴδω αὐτό. Σεῖς πῶς ἐξηγεῖτε τὸ φαινόμενον;, λέγω πρὸς τὸν πλησιάσαντα κατ᾿ ἐκείνην τὴν ὥραν πατέρα Ἄνθιμον. Ὁ ἄνθρωπος οὗτος, ὅστις ἄλλοτε μοῦ ἔδιδε φρονιμωτέρας ἀπαντήσεις, ἐν προκειμένῳ μοῦ ἀπήντησεν ἀκαταλλήλως καὶ οὐχὶ ἱκανοποιητικῶς: -Τὸ μεγαλεῖον τοῦ Θεοῦ εἶναι τόσον μέγα, ὥστε καὶ αὐτὰ τὰ ἄψυχα ὄντα γεραίρουσι καὶ ὑμνοῦσι τὸν Κύριον. Κάποτε, ὁ Πατριάρχης Ἰωακείμ, ἐξήρτησε τὴν κανδήλαν οὐχὶ δι᾿ ἁλύσεων ἀλλὰ διὰ σιδηρᾶς ῥάβδου. Καὶ τότε, ἐπειδὴ δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ κινηθῆ, τὸ ἐντὸς τῆς κανδήλας ὑάλινον δοχεῖον, ἐν τῷ ὁποίῳ τὸ φῶς μετὰ τοῦ ἐλαίου, κατὰ τὴν ὥρα, καθ᾿ ἣν ἔδει νὰ κινηθῆ, ἐξῆλθε τῆς θέσεώς του καὶ κατῆλθεν καὶ ἔστη ἐπὶ τοῦ μαρμαροστρώτου δαπέδου ὄρθιον μὲ τὸ φῶς ἀνημμένον.

Εἶτα, μετέβην εἰς τὸ Συνοδικόν, καὶ ἀφοῦ συνεζητήσαμεν καὶ ἐκεῖ ἐπ᾿ ὀλίγον ἐπὶ τοῦ θαύματος, ἐγείρομαι νὰ φύγω, ἀλλὰ οἱ μοναχοὶ μὲ κράτησαν διὰ τὸ μεσημεριανὸν γεῦμα καὶ οὕτω ἔμεινα τὴν μεσημβρίαν.

Ἐπὶ τοῦ ἀνωτέρω θαύματος, πᾶς ὁ ἀμφιβάλλων δύναται μ᾿ ἐλαχίστην δαπάνην νὰ μεταβῆ εἰς τὴν Μονὴν Ἰβήρων κατὰ μίαν τῶν μεγάλων ἑορτῶν, οἷον τῶν Χριστουγέννων, Ἁγίου Βασιλείου, τῶν Φώτων, τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τοῦ Πάσχα καὶ θὰ ἴδῃ αὐτοπροσώπως τὸ γεγονός!

* * *

Κεφάλαιον Μ´. Ἄνοδος εἰς τὴν Μονὴν Βατοπεδίου διὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου.

Παρῆλθον αἱ τρεῖς ἡμέραι ἐν Καρυαῖς, αἱ μεσολαβοῦσαι μέχρις τῆς παραμονῆς τῆς πρώτης τοῦ ἔτους καὶ μετὰ μεσημβρίαν τῆς ἡμέρας ταύτης μετέβην εἰς τὸ Κονάκιον τῆς Μονῆς Βατοπεδίου, προκείμενου ὡς προεκανονίσθη, μετὰ τοῦ πατρὸς Εὐλογίου νὰ μεταβῶμεν εἰς αὐτό. -Ἕτοιμος, ἐρωτῶ αὐτόν. -Ἕτοιμος, ἀπαντᾶ οὗτος, ὅστις εἶχε περιβληθῆ τὰ ἑορτάσιμά του.

Ἱππεύσαμεν ἐπὶ δύο ζώων καὶ διὰ τῆς γνωστῆς μοι πλέον ὁδοῦ, ἐτράπημεν πρὸς τὸ Βατοπέδιον.

Μετὰ ὥρας δύο καὶ τέταρτον, καὶ περὶ ὥραν πέμπτην ἀπογευματινὴν ἀφίχθημεν ἐκεῖ, καὶ κατ᾿ εὐθεῖαν εἰς τὸ Συνοδικόν, νὰ χαιρετήσω τοὺς ἐκεῖ ἀναμένοντας γέροντας, εἰδοποιηθέντας τηλεφωνικῶς, ὅτι θὰ μετέβαινον ἐκεῖ. Οὗτοι μὲ ὑπεδέχθησαν λίαν φιλοφρόνως, μοῦ ἔκαμαν παράπονα διότι ἐγύρισα σχεδὸν τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ τὴν Μονήν των ἄφησα νὰ ἐπισκεφθῶ τελευταίαν.

-Μά, ἂν δὲν ἀπατῶμαι, τὴν Μονήν σας ἐπεσκέφθην πρώτην. Δὲν λογίζεται ἐπίσκεψις ἡ ἐκ τῆς Μονῆς των δίοδος μου, μοὶ εἶπον, καθ᾿ ὅσον δὲν τοῖς ἐδόθη καιρὸς νὰ μὲ γνωρίσωσι καλῶς καὶ μὲ περιποιηθῶσιν, οὗτε εἶδον τὰς βιβλιοθήκας, φιλολογικοὺς καὶ ἱστορικούς των θησαυρούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς πραγματικοὺς θησαυρούς, ἐννοῶν τὸ θησαυροφυλάκιον. Ἐγένετο λόγος περὶ τῶν κατὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος περιηγήσεών μου, καὶ τοῖς ἐξέθεσα τὰς ἐξ αὐτῶν ἐντυπώσεις μου.

Μοῦ εἶπον , ὅτι ἔχουσι καὶ οὗτοι Σκήτην, ἐν τῇ ὁποίᾳ γίνονται ὡσαύτως θαυμάσια ἔργα, ζωγραφικῆς καὶ ξυλογλυπτικῆς. Τοῖς ὑπεσχέθην δὲ ὅτι θὰ ἐπεσκεπτόμην καὶ ταύτην προσεχῶς.

* * *

Κεφάλαιον ΜΑ´. Ξενάγησις ἀναλυτικὴ εἰς τὴν ἐκκλησίαν τῆς Μονῆς.

Μετὰ τὴν ὑποδοχὴν ταύτην μοῦ ὥρισαν, λόγῳ τιμῶς, ὡς ξεναγούς μου, δύο προϊσταμένους μοναχούς. Παρεκάλεσα δὲ τούτους ἀπὸ τῆς ἑσπέρας ἐκείνης ν᾿ ἀρχίσωσι καὶ νὰ μοὶ δείξωσι τὰ ἀξιοθέατά των. Μετέβημεν εἰς τὴν μεγάλην ἐκκλησίαν, ὅπου τοῖς εἶπον τὰ περὶ τῆς Πλακιδίας ὅτι τὰ ἐγνώριζα καὶ παρεκάλεσα νὰ τραπῶμεν εἰς ἄλλα.

Οἱ ξεναγοί μου κατόπιν μοὶ ὑπέδειξαν εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ τύπου Παραμυθία, ἐν τῇ ὁποίᾳ παρετήρησα τὸν Χριστὸν ὡς βρέφος, οὐχὶ ἤρεμον καὶ ἐν τῇ συνήθῃ στάσει, ἀλλ᾿ ἐξοργισμένον ἐν τῇ ἀγκάλῃ τῆς Παναγίας, μὲ ἀνατσουτσουρωμένας τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς του. Μοὶ λέγουσιν: -Κάποτε, Ἄβαροι ἐπιδρομεῖς ἦλθον εἰς τὴν Μονήν, καὶ περιεκύκλωσαν αὐτὴν ἀπὸ τῆς νυχτός, ἵνα τὴν ληστεύσωσι καὶ ἐκτύπησαν, ἐν ᾧ χρόνῳ ἀκόμη δὲν εἶχεν ἐξημερώση, εἰς τὸν Πορτάρη νὰ τοὺς ἀνοίξει. Οὗτος, ἀνύποπτος ὤν, ἔσπευσε κάτωθι τῆς Παναγίας, ὅπου εἶχον κρεμασθῆ αἱ κλεῖδες, ἵνα παραλάβει αὐτὰς καὶ ἀνοίξει, ὅτε ἡ Παναγία φωνάζει, ἐν τῇ φιλευσπλαγχνίᾳ τῆς πρὸς αὐτόν: «Μὴν ἄνοίξεις, ἔξωθι καιροφυλακτοῦν πειρατὲς Ἄβαροι». Ἐν ᾧ ὁ Χριστός, θέλων νὰ τιμωρήσει τοὺς παρεκτραπέντας εἰς ἄσεμνον βίον μοναχούς, ἤγειρε τὴν χεῖρά του ἵνα ἐμποδίσει τὴν Παναγίαν νὰ ὁμιλήσει κλίνων τὸ στόμα της, ἀλλὰ δὲν ἐπρόλαβε καὶ ἔτσι ἡ Μονὴ ἐσώθη. Ἐκ τούτου ἡ στάσις αὕτη τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἀνωτέρῳ λόγοι τῆς Παναγίας εἰσὶ γεγραμμένοι κάτωθεν αὐτῆς.

Ὄπισθεν τῆς εἰκόνος ταύτης παρετήσα πολλὰς μικρὰς τολύπας τριχῶν, κεχωρισμένας μετάξυ των, κολλημένας ἐκεῖ. Μοῦ ἐδόθη δὲ περὶ αὐτῶν ἡ ἐξήγησις, ὅτι ἐκεῖ γίνεται ἡ κουρὰ τὼν μοναχῶν καὶ αἱ κοπτόμεναι ἐκ τῆς κόμης αὐτῶν τρίχες ἐναποτίθενται ἐκεῖ.

Κατόπιν, μὲ ὡδήγησαν πρὸ ἄλλης εἰκόνος τῆς Παναγίας καὶ συγχρόνως μοὶ ὑπέδειξαν πλαίσιον ἐκ ξύλου φέρον ὕελον εἰς τὴν μίαν πλευράν, μήκους τοῦτο πεντήκοντα ἑκατοστῶν περίπου, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ὑπῆρχε πῆχυς ἀνθρωπίνης χειρός, αἱ σάρκες τῆς ὁποίας ἐν πολλοῖς εἶχον φαγωθῆ ὑπὸ σάρακος. Μοὶ ἐδόθη δὲ περὶ αὐτοῦ ἡ ἐξήγησις ὅτι πρὸ ἑκατὸν καὶ πλέον ἐτῶν, ἱεροδιάκονός τις, θυμωθεὶς κατὰ τῆς Διοικήσεως τῆς Μονῆς, διὰ μαχαίρας μετέβη καὶ ἐκτύπησε περὶ τὸ πρόσωπον τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ ἐκ τοῦ χτυπήματος καὶ τοῦ γενομένου τραύματος ἔῤῥευσεν ἄφθονον αἷμα, ὅπερ ἀκόμη διακρίνεται. Πρὸς τιμωρίαν του δέ, ἡ χάρις τῆς Παναγίας συνετέλεσε νὰ κοπῆ εὐθὺς μετὰ τὸ γεγονός, ἡ πλήξασα χείρ του καὶ κολλήσει αὕτη ἐπὶ τῆς εἰκόνος του.

Ἐκεῖθεν, μετὰ διαφόρους ἄλλας λεπτομερείας ἤσσονος σπουδαιότητος, παρετηρήσαμεν τὴν μεγάλην θύραν τῆς εἰσόδου τῆς ἐκκλησίας, κεκαλυμμένον ἐκ μεταξωτοῦ βελούδου, μήκους πέντε μέτρων τοὐλάχιστον καὶ πλάτους δύο καὶ ἥμισυ, ἐφ᾿ οὗ εἶχον κεντηθῆ μὲ καλαισθησίαν καὶ θαυμασίαν τέχνην, ὁ Κωνσταντῖνος καὶ ἡ Ἑλένη κρατοῦντες τὸν Σταυρόν. Τὸ βελοῦδο χρώματος βυσσινί, τὰ δ᾿ ἐπ᾿ αὐτοῦ κεντήματα κίτρινα. –Τί ἐντύπωση σᾶς δίδει τὸ ἔργον τοῦτο;-Ὅτι εἶναι νεώτατον ἔργον ἀγορασθὲν ἀρτίως ἐξ εὐρωπαϊκοῦ τινος καταστήματος. –Καὶ ἐν τούτοις, εἶναι ἔργον βυζαντινόν, γενόμενον ἐν Κωνσταντινουπόλει πρὸ ὀκτακοσίων περίπου ἐτῶν, ὁπότε καὶ ἐδωρήθη εἰς τὴν Μονήν μας. Ἐθαύμασα τὴν στερεότητα τοῦ ὑφάσματος καὶ τὴν τῶν χρωμάτων καὶ τὴν τέχνην τοῦ κεντήσαντος αὐτό.

Εὕρηνται ἐν τῇ Μονῇ, πλεῖστα ὅσα τοιαῦτα ἐξ ὑφασμάτων ἀφιερώματα μεγάλης ἀξίας, ἐπιμελῶς φυλασσόμενα, τὰ ὁποῖα κατὰ τὰς ἑορτὰς τῶν Χριστουγέννων καὶ τοῦ Πάσχα ἐξάγονται καὶ διακοσμεῖται δι᾿ αὐτῶν ἡ ἐκκλησία. Μέχρι τότε εἶχον τὴν ἀντίληψιν ὅτι οἱ ἐπιτάφιοι οἱ χρυσοΰφαντοι καὶ ἀργυροΰφαντοι εἶναι ἐπινόησις καὶ ἔργα τῶν Ῥώσων. Ἐν Βατοπεδίῳ ὅμως εἶδον τοιούτους τελειοτάτης τέχνης τῆς βυζαντινῆς ἐποχῆς καὶ ἐπείσθη οὕτως οἱ Ῥῶσσοι ἁπκῶς ἀντέγραψαν καὶ ἐν τῷ θέματι τούτῳ τοὺς Βυζαντινούς.

Ἐντὸς τῆς ἐκκλησίας ὡσαύτως καὶ τοῖς διαφόροις διαμερίσμασιν αὐτῆς, μοὶ ὑπεδέχθεισαν ἡ ἱερὰ καὶ θαυματουργὸς Ζώνη τῆς Παναγίας, χρυσοΰφαντος. Ποσάκις λέγεται ἐφάνη ἡ θαυματουργὸς αὐτῆς ἐπενέργεια; Κάποτε, ἡ Κωνσταντινούπολις, κατετρύχετο ὑπὸ φοβερᾶς χολέρας. Οἱ Κωνσταντινουπολῖται, ἀδημονοῦντες, ἐκάλεσαν ἐκ Βατοπεδίου τὴν ἱερὰν Ζώνην. Μόλις ἔφθασαν ἐκεῖ οἱ μοναχοί, ὁ κόσμος τὴν ὑπεδέχθη μετὰ μεγάλης θρησκευτικῆς εὐλαβείας καὶ ἐν πομπῇ ἐχούσῃ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Πατριάρχην, ὅστις προσεφέρθη νὰ κάνει μόνος του τὴν λειτουργίαν, ἣν καὶ ἔκαμε καὶ μεθ᾿ ἣν ἐπηκολούθησε παρ᾿ αὐτοῦ ἁγιασμός. Κατόπιν τούτων τόσο θαυματουργὸς ἦτο ἡ ἐπενέργειά της, ὥστε ἡ χολέρα κατέπαυσεν ἀμέσως!

* * *

Κεφάλαιον ΜΒ´. Περὶ Ῥότσιλδ, Ἀβάτου καὶ Ἀνδρέου Συγγροῦ.

Ἐκτὸς ταύτης μοὶ ὑπεδείχθησαν διάφορα χρυσᾶ δισκοπότηρα, τὸ μεγαλύτερον τῶν ὁποίων ἐξ ἰάσπιδος, οὕτινος ἡ κάτωθεν λαβὴ ἐκ χρυσοῦ. Ὁ ἴασπις εἶναι λίθος μᾶλλον χρώματος μπλέ, ἐλαφρῶς διαφανής, διὰ τοῦ δισκοποτήριου τούτου, ἔχοντος τὴν ἰδιότητα νὰ καθιστᾶ ἀκίνδυνον τὸ δηλητήριον. Τοῦτο, λέγεται, κάποτε ὁ πολὺς Ῥότσιλδ, ἀφιχθεὶς μὲ τὴν θαλαμηγόν του εἰς Βατοπέδιον, προσεφέρθη νὰ ἀγοράσει, καταβαλλὼν 300.000 δραχμάς, ἀλλ᾿ οἱ μοναχοὶ τοῦ ἀπήντησαν: -Δίδομεν καὶ ἡμεῖς ἄλλας τριακοσίας χιλιάδας δραχμάς, ἐὰν εὑρεθῆ ἄνθρωπος νὰ μᾶς φέρει ἄλλο ἓν τοιοῦτον.

Ὁ ἄνω ἐξιστορούμενος σεβασμὸς τῶν μοναχῶν πρὸς τὰ κειμήλια καὶ βιβλία, δὲν εἶναι ἀτυχῶς ἀπόλυτος. Ὑπάρχει τὸ παράδειγμα, ὅτι κάποτε καὶ κατὰ καιρούς, ὡς παρ᾿ ἄλλων μοναχῶν ἔμαθον, ἐν Βατοπεδίῳ διετέθησαν ἀντὶ ἁδροτάτης ἀμοιβῆς ἰδίᾳ βιβλία, εἰς Εὐρωπαίους ἐπισκέπτας ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον. Σημειωθήτω ὅτι τοῦτο ἤκουσα μόνον ἐν Βατοπεδίῳ, ἔχω ὅμως λόγους νὰ πιστεύω ὅτι ἐγένετο καὶ εἰς ἄλλας Μονάς, πάντως εἰς σπανιωτάτας περιστάσεις.

Εἶχεν ἤδη ἀρκετὰ προχωρήσει ἡ ἑσπέρα, καὶ μὴ διακρίνοντες πλέον ἐκ τοῦ ἐπερχομένου σκότους καλῶς τ᾿ ἀντικείμενα, διεκόψαμεν διὰ τὰς μετὰ μεσημβρινὰς ὥρας τῆς ἑπομένης.

Μοῦ ἐγεννήθη ἡ ἀπορία καὶ ἠρώτησα αὐτοὺς νὰ μάθω ἐὰν ἐκεῖ καὶ κατὰ πόσον ἐτηρήθη μετὰ τὴν ἐπίσκεψιν τῆς Πλακιδίας εἰς Βατοπέδιον, τὸ Αὐτοκρατορικὸ Διάταγμα τοῦ Ἀρκαδίου, περὶ μὴ εἰσόδου τῶν γυναικῶν εἰς Βατοπέδιον καὶ ὅλον τὸ Ἅγιον Ὄρος. Μοῦ ἀπήντησαν δὲ οἱ ξεναγοί οὗτοι, ὅτι τὸ Διάταγμα τοῦτο τηρεῖται πιστῶς μέχρι σήμερον. Ὅτι, κάποτε κατὰ τὸν Μεσαίωνα, ἐν καιρῷ πολέμου, γυναικόπαιδα εἰσῆλθον ἵνα σωθῶσιν εἰς αὐτό, ἀλλὰ μόλις ἀποκατασταθέντων τῶν πραγμάτων, ταῦτα ἐξεβλήθησαν ἐκεῖθεν.

Μοῦ ἀνέφερον ἐν τέλει, καὶ κάποιαν πρὸ ὀλίγων ἐτῶν περίπτωσιν καὶ γενομένην παράβασιν τοῦ Ἀβάτου. Ἤτοι, ὅτι ὁ πρότινων ἐτῶν, ἐν ᾧ ὁ ἀείμνηστος Ἀνδρέας Συγγρός, ἔπλεε πρὸ τοῦ λιμένος Βατοπεδίου μετὰ τῆς συζύγου του, παρακολουθούσης ταύτης ἀπὸ τῆς θαλαμηγοῦ των τὸ Ἅγιον Ὄρος, εἰς ὃ δὲν τῆς ἐπετρέπετο νὰ ἐξέλθη, κατελήφθη ὑπὸ σφοδρᾶς τρικυμίας. Ὁ Συγγρός, παρεκάλεσε θερμῶς τοὺς μοναχοὺς νὰ τοῦ ἐπιτρέψωσι καὶ ἐξαγάγει εἰς τὴν Μονὴν τὴν κυρίαν του, ἀλλὰ οἱ μοναχοί, καίτοι κατιδόντες τὴν ἀνάγκην, συκγατατέθησαν μόνον νὰ μείνει αὕτη εἰς οἰκίσμον, ἐπὶ τοῦ λιμενοβραχίονος εὑρισκομένου κεκλεισμένη, μέχρις οὗ παρέλθη ἡ τρικυμία, ὅπερ καὶ ἐγένετο.

Ἐκτὸς τῆς περιπτώσεως ταύτης, μοῦ ἀνέφερον, ὅτι φανατικοί τινες πριγκήπισαι Ῥωσσίδες, εἰς σπανίας περιστάσεις, ἐνεδύθησαν ἀνδρικὰ καὶ οὕτω, ὡς ἄνδρες, ἐπεσκέφθησαν τὸ Ἅγιον Ὄρος.

Ἐπίσης, οἱ αὐτοὶ ξεναγοί μου μοὶ ἐξέθηκαν ὅτι ἀπαγορεύεται ἡ εἴσοδος εἰς Ἅγιον Ὄρος οὐ μόνον τῶν γυναικῶν ἀλλὰ παντὸς θήλεως ζώου καὶ ὀρνίθων καὶ παντὸς ἄλλου θήλεως κατοικιδίου πτηνοῦ.

Ἐν τῷ μεταξύ, ἡ ὥρα ἀρκετὰ παρῆλθεν, μοὶ παρετέθη δεῖπνον ἀρκετὰ πολυτελές. Μετ᾿ αὐτὸ δέ, μετέβημεν νὰ κοιμηθῶμεν.

* * *

Κεφάλαιον ΜΓ´. Εἰς τὴν Βιβλιοθήκην τῆς Μονῆς Βατοπεδίου.

Τὴν ἐπαύριον, πρώτην τοῦ ἔτους 1916, μετέβην εἰς τὴν ἐκκλησίαν, παρηκολούθησα ἐκεῖ τὴν λειτουργίαν, μεγαλοπρεπῶς τελεσθεῖσαν, καὶ μετ᾿ αὐτὴν ἐπεσκέφθην τοὺς διοικοῦντας τὸ Βατοπέδιον μοναχοὺς εἰς τὸ Συνοδικόν, εὐχηθεὶς εὐτυχισμένον τὸ νέον ἔτος, κατ᾿ ἰδίαν δὲ εἰς τὰ ἰδιαίτερα διαμερίσματά των τινὰς αὐτῶν καὶ ἰδίᾳ τοὺς γεροντότερους.

Εἰς γεῦμα μὲ ἐκάλεσε τὴν μεσημβρίαν ὁ ἀντιπρόσωπος πατὴρ Εὐλόγιος. Μὲ ἐπεριποιήθη θαυμάσια, ἀκόμη ἐνθυμοῦμαι ἐκτὸς ἄλλων, τὸ ψητὸ γουρουνόπουλο, ὅπερ μοὶ παρέθηκε. Μετά, συνηντήθην μετὰ τῶν ξεναγών μου καὶ μὲ ὡδήγησαν οὗτοι εἰς τὴν Βιβλιοθήκην τῆς Μονῆς.

Αὕτη εὑρίσκεται εἰς πυργίσκον παρὰ τὸ Συνοδικόν. Σύγκειται ἐκ τριῶν πατωμάτων. Εἰς τὸ πρῶτον βλέπει τις διάφορα κειμήλια, εἰς τὰ ἄλλα δύο χειρόγραφα καὶ ἔντυπα. Ἴσως αὕτη εἶναι κατά τι πλουσιωτέρα τῆς Λαύρας. Ἔλαβον καὶ ἐδῶ τόμους τινὰς τῶν χειρογράφων ἀνὰ χεῖρας, συγγράμματα ἀληθῶς μεγάλης ἀξίας. Παρετήρησα καὶ ἐδῶ ὅτι διὰ ψαλίδος εἶχον ἀφαιρεθῆ ἀπὸ διάφορα ἔργα σελίδες. Μοὶ ἐδόθη δὲ καὶ ἐνταῦθα ἡ αὐτὴ ἐξήγησις ἡ ὁποία καὶ εἰς τὴν Λαύραν. Ὥστε ἡ ψαλὶς εἰργάσθη καλὰ παρὰ τῶν εὐρωπαίων ἀναγνωστῶν εἰς βάρος τῶν βιβλιοθηκῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Ἐν τῷ πρώτῳ πατώματι, ἐκτὸς ἄλλων πραγμάτων ἀξίας, εἶδα καὶ γεωγραφικοὺς χάρτας ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Μεγάλου Ναπολέοντος. Οἱ χάρται οὗτοι, λόγῳ ἀτελείας τῶν τότε μέσω, ἔχουσι πολλὰ λάθη. Ἡ Μεσόγειος Θάλασσα διαφέρει κατά τις τῆς πραγματικότητος· ἐπίσης, τὰ σχήματα τῶν κρατῶν ἔχουσιν ἐν αὐτοῖς παραλλαγάς τινας, τὸ σύνολον ὅμως ἐν γένει, εἶναι ὁπωσδήποτε ἀνάλογον πρὸς τὸ πραγματικόν. –Πότε θ᾿ ἀναγνώσω ταῦτα;, ἐρωτῶ. -Ὅποτε θέλεις εἴμεθα εἰς τὰς διαταγάς σου. -Ἀτυχῶς, αἱ ὑπηρεσιακαί μου ἀσχολίαι δὲν θὰ μοὶ δώσωσι τὸν προσήκοντα πρὸς τοῦτο χρόνον. Ἄγωμεν ὅμως πρὸς τὸ θησαυροφυλάκιον, διὰ νὰ ἴδω τοὺς θησαυρούς σας καὶ τὰ ἐκεῖ κειμήλια.

* * *

Κεφάλαιον ΜΔ´. Εἰς τὸ Θησαυροφυλάκιον τῆς Μονῆς Βατοπεδίου.

Μὲ ὡδήγησαν οὗτοι εἰς ἰδιαίτερον οἴκημα, εἰς τὸ μέσον τῆς Μονῆς, ὅπου αὐτό. Εἶναι τοῦτο διώροφον οἴκημα παλαιότατον, τὸ κτίσιμόν του τοιοῦτον, ὥστε δὲν δύναται ν᾿ ἀποσπάσει τις αὐτοῦ οὔτε τὸν παραμικρὸν λίθον.

Ἐκλήθησαν οἱ τρεῖς γεροντότεροι σύμβουλοι, οἵτινες ἦλθον κομίζοντες ἕκαστος τὴν κλεῖδά του, διὰ τῶν ὁποίων ἠνοίξαμεν τὴν πρώτην θύραν. Εὑρέθημεν πρὸ ἐκθέσεως αὐτόχρημα παλαιῶν εἰκόνων, ἐκ τῶν ὁποίων ἐκαλύπτετο ἡ κλίμαξ τῆς ἀνόδου.

Παραμερίσθησαν αὗται καὶ ἀνήλθομεν τὴν κλίμακα, νέα θύρα μὲ νέα τρία κλεῖθρα, ἥτις ἠνοίχθη καὶ εἰσήλθομεν οὕτω εἰς δωμάτιον τεσσάρων μέτρων πλάτους περίπου καὶ μήκους πέντε. Ἐν τῷ ὁποίῳ, προθῆκαι μὲ κειμήλια, λείψανα διαφόρων Ἁγίων, οἷον κάραι, χεῖρες, πόδες καὶ ἄλλα ἐντὸς θηκῶν ἀργυρῶν καί τινα χρυσῶν πάντα, καὶ ἤρχισαν οἱ μοναχοὶ νὰ μοὶ ἐξηγῶσιν εἰς τίνα ἀνήκει ἕκαστον καὶ ἐν συντόμῳ τὴν ἱστορίαν των.

Παρετήρησα ὅτι ἐχρειάζοντι ἡμέραι νὰ μοῦ ἐξηγήσουν τὴν ἱστορίαν ἑκάστου κειμηλίου. Λέγω: -Ἀρκεῖ, ἂς ἴδωμεν καὶ τὸν θησαυρόν. –Καλῶς, ἀλλ᾿  ὅσον ἀφορᾶ τὸ θησαυροφυλάκιον, θὰ σὲ παρακαλέσωμεν νὰ εὕρῃς ἐσὺ τὴν θύραν αὐτοῦ, ἥτις εὑρίσκεται ἐν τῷ θαλάμῳ τούτῳ. Παρατηρῶ δεξιὰ καὶ ἀριστερά, ἀλλὰ δὲν ἠδυνάμην νὰ τὴν ἀνακαλύψω. Πάντως αὕτη ἠννόησα ὅτι εὑρίσκετο ὄπισθεν τῶν προθηκῶν. Ὁ πατὴρ Βενιαμίν, ἐσκέφθη νὰ μὲ ἀπαλλάξῃ τῆς περαιτέρω ἐρεύνης, ἐπίεσε κάποιον κομβίον μὴ φαινόμενον καὶ οὕτω ἤνοιξε μέρος τῶν προθηκῶν καὶ ἐφάνη ἡ θύρα τοῦ θησαυροφυλακίου, σιδηρᾶ οὖσα. Ἄλλαι τρεῖς κλεῖδες ἐτέθησαν εἰς ἐνέργειαν καὶ ἐνταῦθα καὶ ἠνοίχθη καὶ ἐδῶ ἡ θύρα, τῇ παρεμβάσει τῶν αὐτῶν κλειθροκρατούντων μοναχῶν. Παρετήρησα δωμάτιον ἀνάλογον πρὸς τὸ προηγούμενον, ἔχον εἰς τὰς τέσσαρας γωνίας τέσσαρας στέρνας, αἱ δύο τῶν ὁποίων ἦσαν πλήρεις χρυσῶν λιρῶν! –Αὐτὸ εἶναι τὸ θησαυροφυλάκιόν μας καὶ τὸ εἰς μετρητὰ χρῆμά μας, ἐκτὸς τῶν χρεωγράφων μας, ἅτινα ἀμέσως θὰ σοὶ δείξωμεν κατερχόμενοι εἰς τὸ κάτω διαμέρισμα.

Ἐξήλθομεν ἐκεῖθεν, ἔκλεισαν μετὰ μεγίστης προσοχῆς οἱ μοναχοί, καὶ κατήλθομεν εἰς τὸ κάτω διαμέρισμα, ὅπου μοὶ ὑπεδείχθη σιδηροῦν κιβώτιον τετράγωνον, οὗτινος ἑκάστη πλευρὰ ἦτον ἓν καὶ ἥμισυ μέτρον περίπου. Ἐντὸς τοῦ κιβωτίου τούτου περιείχοντο τὰ χρεόγραφα τῆς Μονῆς. Κατὰ προχείρους λογαριασμούς, τὸ εἰς χρυσὸν χρῆμα καὶ εἰς χρεώγραφα τοιοῦτον, ἀνήρχετο εἰς τεσσαράκοντα ἑκατομμύρια δραχμῶν.

Ἐξήλθομεν ἐκεῖθεν πρὸς τὸ ἑσπέρας, ηὐχαρίστησα τοὺς γέροντας προϊσταμένους, διὰ πᾶν ὅ,τι μοῦ ἔδειξαν, ὡς καὶ διὰ τὰς ἐπιδαψιλευθεῖσάς μοι περιποιήσεις. Προκειμένου τὴν ἐπαύριον λίαν πρωΐ νὰ ἀπέλθω, τοὺς ἀπεχαιρέτησα ἀφ᾿ ἑσπέρας.

* * *

Κεφάλαιον ΜΕ´. Ἐπίσκεψις εἰς Κελλία ἐντὸς καὶ πέριξ τῶν Καρυῶν.

Αἱ λαμπραὶ ἡμέραι τῶν Χριστουγέννων ἐξηκολούθουν καὶ κατὰ τὴν 1ην τοῦ ἔτους καὶ τὰς ἑπομένας καὶ τελευταίας ἑορτάς. Ὁ χειμερινὸς ἥλιος ἐθέρμαινεν ἐν τῷ μέσῳ τοῦ χειμῶνος αὐτὰς καὶ τὰς καθίστα λίαν εὐχαρίστους, καὶ τὸν καιρὸν καλοκαιρινόν.

Ἐσκέφθην κατ᾿ αὐτὰς νὰ ἴδω ἐνδιαφέρον τι καὶ ἐν Καρυαῖς ζήτημα, περὶ οὗ εἶχον ἀκούσει.

Εἰς τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Πρωτάτου ὑπάρχει θαυματουργὸς εἰκὼν τῆς Παναγίας τοῦ τύπου τοῦ Ἄξιόν Ἐστιν, ἥτις πρὸ ἐτῶν εὑρέθη θαμμένη εἰς Κελλίον, δέκα λεπτὰ πρὸς ἀνατολὰς τῶν Καρυῶν.

Μετέβην εἰς αὐτό. Τὸ εἶδον κατεχόμενον ὑπὸ τριῶν Βουλγάρων μοναχῶν, νομίμων ἐνοίκων αὐτοῦ, οἱ ὁποῖοι ἐγνώριζον τὴν ἑλληνικήν. Τοὺς ἡρώτησα περὶ τῆς ἱστορίας τῆς εἰκόνος καὶ μοῦ εἶπον οὗτοι τὰ ἑξῆς: -Ὁ ὕμνος «Ἄξιόν Ἐστίν» συντεθεὶς ἐπὶ βυζαντινῆς ἐποχῆς, ἐψάλλετο τότε καὶ ἐπ᾿ ἀρκετὰ ἔτη κατόπιν. Εἶτα, ἄγνωστον πῶς, ἐλησμονήθη καὶ ἐψάλλετο ἐν ταῖς ἐκκλησίαις μόνον τὸ δεύτερον μέρος αὐτοῦ, τό: «Τὴν τιμιωτέραν...». Ἡμέραν τινὰ Ἄγγελος ἐμφανισθεὶς εἰς τὸν νεώτερον μοναχὸν τοῦ Κελλίου λέγει πρὸς αὐτὸν ὅτι ὤφειλε πρὸ τοῦ: «Τὴν τιμιωτέραν...» νὰ ψάλλει καὶ τό: «Ἄξιόν Ἐστίν». Τὸν παρεκάλεσε τότε ὁ νέος μοναχὸς νὰ τοῦ γράψει ἐπὶ πινακίδος τὴν νέαν προσθήκην, ὡς τὴν ἐφαντάζετο οὗτος, τὴν ὁποίαν καὶ τοῦ ἔγραψεν ὁ Ἄγγελος, καὶ ἔκτοτε τό: «Ἄξιόν Ἐστίν» ψάλλεται πλῆρες ὡς καὶ ἐπὶ βυζαντινῆς ἐποχῆς. Ἐκτὸς τούτων, συνέστησεν ὁ αὐτὸς Ἄγγελος εἰς τὸν μοναχόν, νὰ σκάψωσι κάτωθεν τοῦ Ἁγίου Βήματος τῆς ἐκκλησίας τοῦ Κελλίου, καθ᾿ ὅσον εὕρηται ἐκεῖ εἰκὼν τῆς Παναγίας τεθαμμένη. Ἠκολούθησαν τὰς ὑποδείξεις τοῦ Ἀγγέλου καὶ εὗρον τό: «Ἄξιόν Ἐστίν», ὅπερ ἐν πομπῇ ἔφερον εἰς τὸ Πρωτᾶτον καὶ ἔκτοτε τοῦτο μένει ἐκεῖ.

Κατ᾿ ἄλλην ἡμέραν, ἐπεσκέφθην τὸ Κελλίον τοῦ λαμπροῦ ζωγράφου Χρυσοστόμου, ἐντὸς τῶν Καρυῶν εὑρισκόμενον. Εἶδον ἐκεῖ διάφορα ἔργα, ἅτινα μοῦ ἤρεσαν. Ὁ ὑφιστάμενός του μοναχὸς Γρηγόριος, ἐνῶ εὑρισκόμην εἰς τὸ ἀτελιέ του, μοῦ λέει: -Πιάστε κύριε Ἀστυνόμε ἐκεῖνο τὸ ταμπλῶ. Ἔτεινα τὴν χεῖρα νὰ τὸ λάβω, καὶ ὅτε ἐπλησίασα εἰς ἀπόστασιν τριάκοντα ἑκατοστῶν τοῦ μέτρου, εἶδον ὅτι δὲν ἐπρόκειτο περὶ πραγματικοῦ ταμπλώ, ἀλλὰ ἐζωγραφισμένου τοιούτου, τόσον λαμπρῶς ὅμως ἀποτυπωμένου, ὥστε τοῦτο ἐφαίνετο πραγματικόν. Ἔπειτα, μοῦ ὑπεδείχθη μοντέλο, συνιστάμενον ἐκ σώματος νέας γυναικός, τῆς ὁποίας αἱ χεῖρες, αἱ πόδες, τὸ σῶμα ὁλόκληρον διετίθετο κατὰ τὰς διαθέσεις τοῦ ζωγράφου, ὅτε καθήμενον, ὅτε δὲ ὄρθιον, καὶ ἐπὶ τῇ βάσει αὐτοῦ ἐζωγράφιζεν οὗτος. Οἱ μοναχοὶ ἤρχισαν μόλις ἐλήφθη τὸ μοντέλο τοῦτο, νὰ μεμψιμοιρῶσι, καὶ οὕτω ὁ πατὴρ Χρυσόστομος παρήγγειλεν εἰς τὴν Γερμανίαν προσωπίδα, παριστῶσαν γέροντα σπανὸν καὶ ἄσχημον, μὲ τὴν ὁποίαν ἐκάλυψε τὸ πρόσωπον τῆς νέας γυναικός, καὶ τότε αἱ μομφαὶ ἔπαυσαν.

Κατ᾿ ἄλλας ἡμέρας, μὲ τὸν πατέρα Δαμασκηνόν, τὸν Ἡγούμενον τῆς Κουτλουμουσίου, ἐπεσκέφθην Κελλία τῆς Μονῆς του, ἡμίσειαν ὥρα ἕως τρία τέταρτα μακράν, ἐν μέσῳ δασῶν καὶ μαγευτικῶν τοπίων εὑρισκόμενα. Οὕτω παρῆλθον καὶ αἱ τελευταῖαι ἑορταὶ καὶ εἰσήλθομεν εἰς τὴν δευτέραν ἑβδομάδα τοῦ νέου ἔτους.

Ἐν τῇ Ἱερᾷ Κοινότητι ἐγένετο ἐλάχιστοι μεταβολαί, ἀντιπρόσωποι ἐκ τῶν Μονῶν ἐξελέγησαν οἱ αὐτοί, πλὴν δύο –τριῶν. Μόνον ὁ πρωτοεπιστάτης ἤλλαξεν, ἀντὶ τοῦ Λαζάρου τῆς Λαύρας, ὁ Βατοπεδινός.

* * *

Κεφάλαιον ΜΣΤ´. Εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος

Κατὰ τὴν 9ην Ἰανουαρίου 1916, ἐδέχθην εἰς τὸ γραφεῖόν μου, τὴν ἐπίσκεψιν τοῦ ἀντιπροσώπου τῆς Ῥωσσικῆς Μονῆς, ὅστις ἐγνώριζεν ἀρκετὰ καλὰ τὴν ἑλληνικήν, καὶ μοῦ εὐχήθη ἔτη πολλὰ καὶ εὐτυχῆ ἐπὶ τῷ νέῳ ἔτει ἐκ μέρους τῆς Μονῆς του. Ἀντηυχήθην δὲ εἰς αὐτὸν τὰ αὐτά, καὶ τὸν παρεκάλεσα νὰ διαβιβάσει τὰς εὐχάς μου εἴς τε τὸν Ἡγούμενον καὶ τοὺς ἄλλους πατέρας τῆς Μονῆς. –Εὐχαρίστως, ἀλλ᾿ οἱ πατέρες τῆς Μονῆς μου καὶ ὁ ἅγιος Ἡγούμενος ἔχουσι κάποιον παράπονον καθ᾿ ὑμῶν, ἤτοι, ὅτι, ἐν ᾧ σχεδὸν παρῆλθον τέσσαρες μῆνες, ἀφ᾿ ἧς εὑρίσκεσθε ἐνταῦθα, καὶ κατὰ τὸ διάστημα τοῦτο ἐπεσκέφθητε σχεδὸν ὅλας τὰς Μονὰς καὶ τὰς Σκήτας, τὴν Μονήν μας δὲν ἐπεσκέφθητε, καὶ ἀπορῶσι διατί τοῦτο. Μὲ διέταξαν νὰ ζητήσω ἐξηγήσεις παρ᾿ ὑμῶν, μήπως ἔχηττε κανὲν παράπονον καὶ ποῖον τοῦτο ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει. Νὰ σᾶς παρακαλέσω ἐν πάσῃ περιπτώσει θερμῶς, νὰ λάβητε τὴν εὐγενῆ καλωσύνην καὶ ἐπισκεφθῆτε καὶ ἡμᾶς, ἣν ἐπίσκεψίν σας θὰ θεωρήσομεν τιμήν μας.

Τί νὰ εἶπω εἰς τὰ διατυπωθέντα μοι παράπονα καὶ τὴν εὐγενεστάτην πρόσκλησιν τοῦ ἀντιπροσώπου. Ἦτο ἀνάγκη νὰ ἀφήσω τὴν εἰλικρίνειαν κατὰ μέρος. Ἀπάντησα ὅτι οὐδὲν παράπονον εἶχον κατὰ τῆς Μονῆς, ὅτι διάφορα ζητήματα μὲ τὰ ὁποῖα μὲ ἀπησχόλησαν αἱ ἄλλαι Μοναὶ δὲν μοὶ ἔδωσαν καιρὸν πρὸς τοῦτο, καὶ ὅτι μὲ προλαμβάνει, καθ᾿ ὃν χρόνον ἐσκεπτόμην νὰ ἐπισκεφθῶ τὴν ἄλλως ἥσυχον Μονήν του, μὲ τὴν ὁποίαν δὲν εἶχον ζητήματα ν᾿ ἀπασχοληθῶ. Τοῦ ὑπεσχέθην, ἐντὸς δύο-τριῶν ἡμερῶν θὰ μετέβαινον εἰς αὐτήν καὶ τὸν παρεκάλεσα θερμῶς νὰ παραλείψωσι ἐκεῖ πᾶσα τυχὸν ἑτοιμαζομένην ὑποδοχήν, καὶ νὰ διαβιβάσει τὴν ἐπιθυμίαν μου νὰ με δεχθοῦν ὡς ἁπλοῦν ἐπισκέπτην. -Ὅταν ἀποφασίσητε, νὰ μοῦ ζητήσητε ζῶον νὰ σᾶς δώσω τοιοῦτον. –Περιττὸν πάτερ, καθ᾿ ὅσον θὰ μισθώσω ἕν. Οὗτος ὅμως ἐπέμενε καὶ τοῦ ὑπεσχέθην νὰ τοῦ ζητήσω τὸ ὅπερ μοῦ προσέφερε ζῶον.

Μετὰ δύο ἡμέρας, διὰ χωροφύλακος εἰδοποίησα αὐτόν, ὅτι τὴν ἐπαύριον θὰ μετέβαινα εἰς τὴν Μονήν του καὶ τὸν παρεκάλεσα τὴν ἑπομένη πρωΐαν, νὰ μοὶ ἀποστείλει ἓν ζῶον, καὶ νὰ παραλείψει τὴν διατύπωσιν νὰ μὲ προπέμψῃ πρὸς τὴν Μονήν του ἀπερχόμενον.

Τὴν ἐπαύριον, ἔφιππος ἐπὶ ζώου, συνοδευόμενος ἀπὸ ὑπηρέτην τῆς Μονῆς, πρὶν ἔτι ξημερώσει, ἀνεχώρησα ἐκεῖ. Μετὰ δίωρον εὑρισκόμην εἰς αὐτήν, ἤτοι περὶ τὴν 8ην πρωϊνήν. Συμφώνως πρὸς τὴν ἐκδηλωθεῖσαν ἐπιθυμίαν μου, οὐδεὶς μὲ ἀνέμενεν. Ἡ σκέψις μου νὰ ἐπανέλθω ἐντὸς τῆς ἡμέρας, μὲ ἔκαμε νὰ κατέλθω λίαν πρωΐ εἰς αὐτήν.

Εἰσῆλθον εἰς τάυτην ἐκ τῆς κυρίας εἰσόδου, καὶ διηυθύνθην εἰς τὴν παλαιὰν ἑλληνικὴν ἐκκλησίαν, καθ᾿ ὅσον αὕτη δὲν εἶχε ἀπολύσει ἀκόμη. Ἡ λειτουργία ἐγίνετο ἐξ ὁλοκλήρου Σλαβιστί. Ῥῶσσος ἱερεύς, Ῥῶσσος ψάλτης. Περὶ τὸ τέλος αὐτῆς ἀκούω κάποιον Ῥῶσσον ἱερέα νὰ ψάλλει ἑλληνιστί (ὁ Θεὸς νὰ τὸ κάμει ἑλληνικὶο ψάλσιμο): «Ἅϊος ὁ Χεός, Ἅϊος ἰσκυρός κ.τ.λ.» καλλίτερον νὰ ἔλειπε καὶ αὐτὸ μὲ τὸν τρόπον καθ᾿ ὃν ἐψάλετο.

Μετὰ τὴν ἀπόλυσιν ἐξῆλθον τῆς ἐκκλησίας, καὶ ἐπειδὴ εὑρέθην πρὸ τοῦ κωδωνοστασίου καὶ ἐγγύτατα πρὸς αὐτό, μετέβην νὰ ἴδω τοὺς κώδωνας. Τὶ κολοσσοὶ ἦσαν ἐκείνοι! Ὁ μέγας κώδων ἐμέτρησα μὲ τὸ μαστίγιόν μου 0,90 εκατοστά μήκους, ἤτο περιμέτρου εἰς τὸν κατώτατον κύκλον του δώδεκα μαστιγίων, τοὐτέστιν ἐν ὅλῳ δέκα μέτρων καὶ 0.80 ἑκατοστά. Εἶχε γλωσσίδι ἐκ σκληροῦ ξηροῦ ξύλου μὲ τὸ ὁποῖον ἐκρούετο, κωδωνοκρούστης δὲ ἦτο εἷς αὐτόχρημα γίγας Ῥῶσσος μοναχός. Εἰς τὰς τέσσαρας πλευρὰς τοῦ κωδωνοστασίου, διέκρινα τέσσαρα τρόπον τινὰ καμπανίδια, τοῦ μεγάλου κώδωνος εὑρισκομένου ἐν τῷ μέσῳ αὐτῶν. Ταῦτα, εἶχον περίμετρον ἑπτὰ μαστιγίων, ξύλινα δ᾿ ὡσαύτως γλωσσίδια. Ἀπεμακρύνθην ἐκεῖθεν καὶ διηυθύνθην εἰς τὸν ξενῶνα, εὑρισκόμενον εἰς ὑψηλὸν διαμέρισμα τῆς Μονῆς.

Ἔλαβον ἐκεῖ προσφερθέντα μοι καφέ, ἐδέχθη τὴν ἐπίσκεψιν τοῦ Ἡγουμένου. Τὸν ἠρώτησα πῶς διάγουν. -Ἤσυχα, ἀπάντησε. Δὲν ἔκρινα ὀρθὸν νὰ ἐκτεθῶ εἰς συζητήσεις μετ᾿ αὐτοῦ. Τοῦ εἶπον μόνον ὅτι ἐκ πρώτης ὄψεως εὑρίσκω τὴν Μονήν των λαμπρὰν καὶ μεγαλοπρεπῆ καθ᾿ ὅλα καὶ τὸν παρεκάλεσα νὰ μοὶ ἀποστείλῃ ἕνα ἑλληνομαθῆ μοναχόν, νὰ μὲ ὁδηγήσει εἰς τὰ ἀξιοθέατα τῆς Μονῆς.

Ἀπῆλθεν ὁ Ἡγούμενος καὶ μετὰ δέκα λεπτά, μοὶ ἀπέστειλε τὸν ξεναγόν μου, γνωρίζοντα λαμπρῶς τὴν ἑλληνικήν. Μετὰ τὴν ἀναχώρησιν τοῦ Ἡγουμένου, ἐξῆλθον εἰς τὸν ἐξώστην. Ἐκεῖ δὲ προσήλκυσε τὴν προσοχήν μου παμμέγιστον κλῆμα, ὅπερ ἔφθανε μέχρι τοῦ ὕψους τοῦ ξενῶνος (τεσσάρων ὀρόφων)· διεκλαδοῦτο δὲ τοῦτο δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ εἰς ὅλα τὰ διαμερίσματα.

* * *

Κεφάλαιον ΜΖ´.

Παρέλαβον τὸν ἐλθόντα ξεναγόν μου καὶ διηυθύνθημεν εἰς τὴν μεγάλην ἐκκλησίαν. Ἡ διακόσμησις αὐτῆς εἶναι πλουσιωτάτη, τὰ πολύτιμα μέταλλα καὶ οἱ ἀδάμαντες ἐκεῖ χάνουσι τὴν ἀξίαν των· τῇ ἀληθείᾳ, ἀνυπολόγιστος θησαυρός! Ἡ ἀχανὴς Ῥωσσία εἰργάσθη καὶ ἐνταῦθα διὰ τὴν ἐκκλησίαν ἐκείνην· ῥυθμοῦ αὕτη καὶ ὄχι βυζαντινοῦ ἀλλὰ ῥωσσικοῦ.

Ἐκεῖθεν, μετέβην εἰς τὰ περὶ τὴν εἴσοδον τῆς Μονῆς, εἶδον δὲ τὰ παλαιὰ τείχη, ὅπου δὲν μετέβαλον αὐτὰ οἱ Ῥῶσσοι. Τὰ περὶ τὴν εἴσοδον εἰσὶν διατεθημένα σχεδὸν ὡς καὶ ἐν ταῖς Ἑλληνικαῖς Μοναῖς.

Μετὰ τοῦτο, ἐζήτησα καὶ εἶδα τὰ διαμερίσματα τῶν παλαιῶν Ἑλλήνων μοναχῶν. Ταῦτα εὕρηνται εἰς κατώτατον διαμέρισμα. Ὁ Ἕλλην Μάξιμος, πρὸ πολλῶν ἐτῶν ἦτο Τυπικάρης τῆς Μονῆς, εἴς τε τὴν ῥωσσικὴν καὶ ἑλληνικήν. Ἰδὼν αὐτὸν τοῦ λέγω: -Πῶς τὰ περνᾶς μὲ τοὺς Ῥώσσους. –Καλά, οἱ ἄνθρωποι μὰς περιποιοῦνται. –Καὶ διατί δὲν προσλαμβάνετε καὶ σεῖς ὑποκαταστάτας ἀφοῦ ἔχετε δικαίωμα; -Διότι τὰ παλιόπαιδα δὲν ἔρχονται, δὲν θέλουν νὰ συζήσουν μὲ τοὺς Ῥώσσους. Ἐζήτησα νὰ μὲ συστήσει εἰς ἄλλους δύο-τρεῖς παλαιοὺς Ἕλληνας μοναχούς, ἀλλὰ οὗτοι ἀπουσίαζον τῶν διαμερισμάτων των. –Καὶ πόσοι εἶσθε ἀκόμη; -Οἱ πολλοὶ ἀπέθανον, δὲν μένομεν 7-8 ἀκόμη. –Δὲν τὰ καταφέρατε καλά, νὰ παραδώσητε εἰς Ῥώσσους τὸ Μοναστήρι. -Ἂς ὄψονται, οἱ τότε γέροντες. Ἡμεῖς εἴμεθα μικρὰ παιδιά, ποῖος μᾶς ἤκουεν;

Ἀποχαιρετήσας τὸν Μάξιμον, διηυθύνθην εἰς τὴν κοινὴν τράπεζαν. Ἦτο αὕτη αἴθουσα εὐρυχωροτάτη, θὰ περιεῖχε περὶ τὰς τρεῖς χιλιάδας καθίσματα. Ἐκεῖ συνεστίαζον οἱ μοναχοί, κατὰ τὸ ἔθιμον τῶν κοινοβίων Μονῶν, ὑπὸ τὴν ἡγεσίαν τοῦ Ἡγουμένου.

Ἐκ τῶν ἑστιατορίων, μετέβην καὶ εἶδον καὶ αὖθις τὴν παλαιὰν ἐκκλησίαν, βυζαντινοῦ ῥυθμοῦ ταύτην, ἐζωγραφισμένην, καλῶς διοατηρουμένην· οἱ Ῥῶσσοι τὴν ἐσεβάσθησαν, οὐδὲν μετέβαλον ἐκεῖ.

Ἐκτὸς τῶν ἐν τῷ περιβόλῳ διαμερισμάτων, ὑπάρχουσι διαμερίσματα καὶ ἐκτὸς αὐτοῦ, τριῶν, τεσσάρων καὶ πέντε ὀρόφων, εἰς τὰ ὁποῖα μετέβην καὶ ἔῤῥιψα μία ματιά· ὅλα κατάμεστα Ῥώσσων μοναχῶν!

-Εἰς πόσας χιλιάδας ἀνέρχονται οἱ μοναχοὶ τῆς Μονῆς;, ἐρωτῶ τὸν ξεναγόν μου. –Εἰς πέντε χιλιάδας περίπου.

Εἰσήλθομεν καὶ αὖθις εἰς τὸν περίβολον τῆς Μονῆς, καὶ ἐκεῖθεν μετέβην εἰς τὸ νεώρειον αὐτῆς. Παρετήρησα ἐκεῖ διαφόρους λέμβους καὶ μικρὰ πλοῖα· ἔτι δὲ καὶ δύο μικρὰ ἀτμόπλοια καθορισμένα διὰ τὰς ἀνάγκας αὐτῆς, ἀνήκοντα δὲ καὶ ταῦτα εἰς αὐτήν.

Ἦτο ἤδη μεσημβρία, ὁ ξεναγός μου μὲ ὡδήγησεν εἰς μικρὸν δωμάτιον ἐν τῷ ὁποίῳ ἦτο ἐστρωμένη τράπεζα. Ἐκάθησα ἐκεῖ μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐφάγαμεν λιτὰ φαγητά, ἐκ τοῦ μενοῦ τῶν φαγητῶν τῆς Μονῆς. Ἤτοι σοῦποα ἐκ παντὸς εἴδους χόρτων καὶ ὄσπρια καὶ τὰ τοιαῦτα ἄνευ κρέατος.

Ἀπέναντί μου διέκρινα εἰκόνα μὲ ῥωσσικὰ γράμματα, παριστῶσαν τὴν Ἐνσάρκωσιν τῆς Θείας Οἰκονομίας, ἥτις, ἐν ξυλογλυπτικῷ, ὡς ἀνωτέρω ἐλέγχθη, ἔργῳ, ἀπεδόθην ἐν τῇ Σκήτῃ τῶν Καυσοκαλυβίων. Ἠγέρθην καὶ μετὰ προσοχῆς παρετήρησα αὐτήν· αἱ αὐταὶ λεπτομέρειαι τοῦ ξυλογλυπτικοῦ ἔργου.

Μετὰ τὸ γεῦμα, περὶ ὥραν 2 μ.μ. μετέβημεν εἰς τὴν βιβλιοθήκην των. Εἶδον ἐκεῖ διάφορα ἔντυπα καὶ χειρόγραφα χρυσόβουλα καὶ κειμήλια. Τὰ χειρόγραφα σχεδὸν πάντα ἑλληνικά, ἐκτὸς ἐλαχίστων σλαβικῶν. Τὰ ἔντυπα ὡσαύτως, ἐκτὸς τῶν ἀπὸ ἑξήκοντα ἐτῶν καὶ ἐντεῦθεν, δηλαδή, ἀπὸ τῆς μεταβολῆς τῆς Μονῆς εἰς Ῥωσσικήν.

Ἐκ τῆς βιβλιοθήκης μετέβην καὶ ἀπεχαιρέτησα τὸν Ἡγούμενον, ηὐχαρίστησα αὐτὸν διὰ τὰς περιποιήσεις του καὶ τὴν καλωσύνην του νὰ μοὶ δείξωσι τὰ ἀξιοθέατα τῆς Μονῆς των, ὡς καὶ κειμήλια καὶ βιβλιοθήκας. Συνεχάρην αὐτὸν διὰ τὴν ἀπόλυτον τάξιν, τὴν κρατοῦσαν εἰς τὴν Μονήν του, ἣν ἐξετίμησα καὶ ἀπῆλθον αὐτῆς ἔφιππος περὶ ὥραν 3 ½ μ.μ., ἀφιχθεὶς περὶ λύχνων ἁφὰς εἰς Καρυάς.

* * *

ΤΕΛΟΣ Α´ ΜΕΡΟΥΣ