Κατὰ τὸ ἔτος 1939 ἕνα δεκατριάχρονο ἁγνό, ἥσυχο καὶ σεμνὸ χωριατόπουλο ἀπὸ τὰ χωριὰ τῆς Πελοποννήσου ἦρθε στὸ Ἰβηριτικὸ Κελλὶ τῆς Ἁγίας Ἄννης νὰ γίνῃ μοναχός. Γέροντας τότε στὸ Κελλὶ ἦτο ὁ ἐκ Πατρῶν ὁρμώμενος, ἀλλὰ μὲ Στεμνιτσιώτικη καταγωγή, Μοναχὸς Θεοδόσιος Μαζαράκης μὲ συνοδεία τοὺς μοναχοὺς Μόδεστο, Λάζαρο, Πολύκαρπο καὶ τὸν ἀλησμόνητο Γεώργιο (Ζῆτο).
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἤρχετο κατὰ καιροὺς ἀπὸ τὴν Ἰβηρίτικη Σκήτη τοῦ Τίμιου Προδρόμου ὅπου διέμενε, χάριν πνευματικῆς φιλίας καὶ συμπνευματισμοῦ, ὁ μετὰ ταῦτα καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Παύλου, ἱερομόναχος Ἀνδρέας, ὁ ἐνάρετος καὶ ἅγιος ἐκεῖνος ἄνθρωπος. Ὀλίγων πρὸ τοῦ Β´ Παγκοσμίου πολέμου ὁ Γέρων Ἀνδρέας ἐπέστρεψε στὴ Μονὴ τῆς μετανοίας του, ὅπου διηγούμενος τὰ τῆς σκητιώτικης ζωῆς του, εἶπε στοὺς παραδελφούς του Ἁγιοπαυλίτες πὼς στὸ Κελλὶ τῆς Ἁγίας Ἄννης προσῆλθε νὰ μονάσῃ ἕνας ἄγγελος.
Μὲ αὐτὸν τὸν ἄγγελο μᾶς ἀξίωσε ὁ καλὸς Θεὸς νὰ ζήσουμε μαζὶ 15 ὁλόκληρα χρόνια καὶ σήμερα ποὺ ἐπιτελοῦμε τὸ τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνό του, ὀφειλετικὰ καὶ εὐγνωμόνως ἐπιθυμοῦμε νὰ ἀναφερθοῦμε στὴν ὁσία καὶ ἀγγελικὴ βιοτή του, ἀφοῦ βεβαίως πρωτίστως σᾶς εὐχαριστήσουμε ὁλόψυχα ὅλους γιὰ τὴν παρουσία καὶ συμπροσευχή σας ὑπὲρ μακαρίας μνήμης καὶ αἰωνίου ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς αὐτοῦ. Ὁ κατὰ κόσμον Θεόδωρος Κούζιος, τέκνο τοῦ Φωτίου καὶ τῆς Ἑλένης Κούζιου, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1926 στὴν Τοπόριστα -τὸ σημερινὸ Θεόκτιστο- Γορτυνίας, ὅπου μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα δύο ἀδέλφια του, τὸν Γεώργιο καὶ τὸν Παναγιώτη, τελείωσε τὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο. Ἐκεῖνα τὰ χρόνια ἕνα θαυμαστὸ γεγονός, ποὺ συνέβη στὸν ἴδιο, τὸν ἔκανε πιὸ εὐλαβῆ καὶ θεοφοβούμενο.
Διερχόμενος ἔξω ἀπὸ τὸ παρεκκλῆσι τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου εἶδε ἕνα μικρὸ κορίτσι νὰ κόβει ἀχλάδια ἀπὸ μία ἀχλαδιὰ ποὺ ἦτο στὴν αὐλὴ τοῦ παρεκκλησίου. Τότε φώναξε: «Ἔλα Ἅϊ Γιώργη καὶ σὲ κλέβουν». Ἀμέσως ἄνοιξε ἡ πόρτα τοῦ Ναοῦ καὶ ξεπρόβαλε ἕνας πανέμορφος καὶ λαμπρὸς νέος ποὺ κοίταξε διερευνητικά, ἀλλὰ καὶ συγχρόνως γλυκὰ τὸν μικρὸ Θεόδωρο. Πάντα ἐνεθυμεῖτο τὴν ὀμορφιὰ αὐτοῦ τοῦ νέου, ποὺ προφανῶς δὲν ἦτο ἄλλος ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γεώργιο ποὺ ἐξαφανίστηκε πάραυτα.
Στὸ Ἅγιον Ὄρος ἦλθε μαζὶ μὲ ἄλλα παιδιὰ ἀπὸ τὸ χωριό του, δύο ἐκ τῶν ὁποίων -οἱ αὐτάδελφοι Γεράσιμος καὶ Ἰωακεὶμ τοῦ Ἰβηριτικοῦ Κελλίου τῆς Μεταμορφώσεως- ἦσαν καὶ συγγενεῖς του. Σὲ λίγο κηρύχτηκε ὁ πόλεμος τοῦ 1940 καὶ ἡ ἐντολὴ τῆς τότε Κυβερνήσεως ἦτο ὅλα τὰ ἀνήλικα παιδιὰ ποὺ διέμεναν στὸ Ὄρος, νὰ ἐπιστρέψουν στὰ σπίτια τους. Ὁ Θεόδωρος ἐπειδὴ ἦτο ἀποφασισμένος ὄχι μόνο νὰ ζήσει, ἀλλὰ καὶ νὰ πεθάνει στὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, γιὰ νὰ μὴ τὸν ἀνακαλύψουν οἱ ἀστυνομικοί, ἐπὶ ἕνα ὁλόκληρο χρόνο ἐκρύπτετο στὸ ὑπόγειο τοῦ Κελλίου.
Ἡ μοναχική του κουρὰ ἔγινε τὸ 1944 (24/2) καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα τοῦ Γέροντός του, Θεοδόσιος. Τὸ 1952 (19/5) χειροτονήθηκε διάκονος στὸ ναὸ τοῦ Κελίου ἀπὸ τὸν «γέρο Δεσπότη», ὅπως τὸν ἀποκαλοῦσε, Μιλητουπόλεως Ἰερόθεο. Παρέμεινε διάκονος σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ καὶ δὲν δέχτηκε νὰ χειροτονηθεῖ ἱερεὺς «ἀπὸ εὐλάβεια πρὸς τὴν Ἱεροσύνη», ὅπως ἔλεγε γι᾿ αὐτὸν ὁ ἡγιασμένος Γέροντας Παΐσιος.
Ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος ἐξῆλθε ἐλάχιστες φορὲς καὶ σὲ μία ἀπὸ αὐτὲς κατόπιν πολλῆς πιέσεως ἀπὸ τὸν παραδελφό του, πατέρα Γεώργιο, ἐπισκέφτηκε τὸ χωριό του νὰ δεῖ τοὺς γονεῖς καὶ τ᾿ ἀδέλφια του. Μία ἄλλη φορά, κατόπιν δικῆς μας πιέσεως δέχτηκε νὰ πᾶμε στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ τὸ Ὄρος Σινᾶ, ὅπου -ἂν καὶ γέρων 75ετὴς- ἀνέβηκε μὲ πολὺ πόθο καὶ ἐνθουσιασμὸ στὴν ἁγία Κορυφή.
Εἴπαμε στὴν ἀρχὴ τοῦ ταπεινοῦ μας λόγου πὼς ὁ μακάριος Γέρων Ἀνδρέας ὁ Ἁγιοπαυλίτης τὸν ἀπεκάλεσε «ἄγγελο». Ἂν ἦτο δυνατὸν νὰ ζοῦσε μέχρι σήμερα καὶ μάλιστα νὰ ζοῦσε μαζὶ μὲ τὸν Γέροντα Θεοδόσιο γιὰ 15 ὁλόκληρα χρόνια ὅπως ἐμεῖς καὶ ἔβλεπε τὸ μακάριο καὶ ὁσιακό του τέλος, ἀσφαλῶς δὲν θὰ μετάνιωνε γι᾿ αὐτὸν τὸν χαρακτηρισμό του. Καὶ νά γιατί:
Ὁ Γέρων Θεοδόσιος ἦτο ἄνθρωπος βαθείας πίστεως. Πίστευε ἀκράδαντα στὸν Θεὸ καὶ Τὸν ἀγαποῦσε πραγματικά. Καρπὸς αὐτῆς τῆς πίστεως ἦτο ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ποὺ τὸν διακατεῖχε πάντοτε καὶ ἡ εὐλάβειά του στὰ θεῖα. Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴν λατρεία τοῦ Θεοῦ μέχρι τέλους ἀμείωτη. Ὅταν γιὰ ἕναν χρόνο μετὰ τὴν τελευτὴ τοῦ Γέροντος Γεωργίου παρέμεινε μόνος, παρόλο ποὺ ἐκουράζετο ὑπέρμετρα μὲ τὶς διάφορες δουλειὲς τοῦ Κελίου, ἐπ᾿ οὐδενὶ δὲν ἄφηνε τὶς ἀκολουθίες καὶ διάβαζε ὅλα τὰ γράμματα, τὰ ὁποῖα σχεδὸν ἤξερε ἀπ᾿ ἔξω.
Αὐτὸς ποῦ ἀγαπάει τὸν Θεὸ ἀληθινὰ -ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε- ἀγαπάει καὶ τὸν πλησίον πραγματικά. Γι᾿ αὐτὸ ἦτο πάντα φιλόξενος, πάντα καταδεχτικός, πάντα εὐπροσήγορος. Πρόθυμος νὰ διακονήσει, νὰ μαγειρεύει μὲ ἐπιμέλεια καὶ ν᾿ ἀναπαύσει ὅλους τοὺς γνωστοὺς καὶ ἀγνώστους ποὺ ἔρχονταν στὸ Κελλί. Ὀλίγον πρὸ τοῦ θανάτου του, βλέποντας ἀνθρώπους στὸ Κελλί, ἐρωτοῦσε ἂν ἔχουμε ἑτοιμασία, ἂν ἔχουμε μαγειρεύσει.
Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ἔδωσε ἐξετάσεις καὶ πῆρε ἄριστα ἦτο ἡ ὑπομονή του, ἡ ἐργατικότητά του καὶ προπαντὸς ἡ ταπείνωσή του. Ἦτο ὄντως ἄνθρωπος πολλῆς ὑπομονῆς καὶ καρτερίας, ἡ δὲ ἐργατικότητά του μέχρι τὰ βαθιά του γεράματα μᾶς ἄφηνε ἄναυδους. Ὅ,τι ἄρχιζε, εἴτε στὸ ἐργόχειρο στὸν τόρνο, εἴτε στὶς γεωργικὲς ἐργασίες, τὸ ἐτελείωνε μόνος του. Ποτὲ δὲν μᾶς ζήτησε βοήθεια. Μὲ σιωπὴ προσευχόμενος καὶ μὲ σκυμμένο τὸ κεφάλι ἠργάζετο «ἀπὸ φυλακῆς πρωίας μέχρι νυκτὸς» καὶ παρόλο ποὺ εἶχε σοβαρὸ πρόβλημα μὲ τὴν κοίλη του, δὲν τὸ ἔβαζε κάτω. Πάλευε ὑπεράνθρωπα, γιατὶ ἀγαποῦσε καὶ τὸ Κελλί του, στὸ ὁποῖο ἔζησε 73 ὁλόκληρα χρόνια, ἀλλὰ ἀγαποῦσε καὶ ἐμᾶς, τὴν συνοδεία του.
Γιὰ τὴν ταπείνωσή του ποὺ ἦτο πηγαία καὶ ἀληθινή, θὰ μπορούσαμε νὰ μιλᾶμε ὧρες πολλές. Μόνο τοῦτο θ᾿ ἀναφέρουμε, χαρακτηριστικὸ τοῦ ταπεινοῦ του φρονήματος: ὅταν ἔσκυβαν ἀκόμη καὶ λαϊκοὶ νὰ τοῦ φιλήσουν τὸ χέρι, αὐθόρμητα ἔκανε καὶ ἐκεῖνος τὸ ἴδιο. Καὶ ἂν σὲ κάτι εἶχε ἄλλην ἄποψη, ὑποχωροῦσε ἀμέσως λέγοντας «ἂς εἶναι καὶ ἔτσι». Αὐτὴ ἡ ταπείνωσή τοτ τὸν ἔκανε πρᾶο καὶ ἡσύχιο. Τὸν ἔκανε νὰ θέλει νὰ ζεῖ πάντα στὴν ἀφάνεια. Μοῦ εἶπε κάποτε: «Ἐγὼ οὔτε σὲ ἐργάτη δὲν ἔκανα παρατήρηση». Ἐντύπωση μεγάλη ἔκανε στὸν Γέροντα Παΐσιο -ὁ ὁποῖος καὶ τὸ ἐδιηγεῖτο- ἡ στάση τοῦ Γέροντος Θεοδοσίου μέσα στὸ Ταχυδρομεῖο στὶς Καρυές, ὅπου ἐστέκετο σὲ μία ἄκρη μὲ τὸ κομποσχοίνι στὸ χέρι παραχωρώντας τὴ σειρὰ τοῦ ἀκόμη καὶ σὲ νεωτέρους. Τότε εἶναι ποὺ εἶπε πώς: «Ὁ Θεοδόσιος εἶναι κεκρυμμένος θησαυρός». Καὶ σὰν «κεκρυμμένος θησαυρὸς» δὲν θὰ μποροῦσε ἀσφαλῶς νὰ μὴν εἶχε ἐξορίσει ἀπὸ μέσα του τὸν θυμό, τὴν ἀργολογία καὶ τὴν κατάκριση. Ἔλεγε ὁ μοναδικὸς καὶ ἀνεπανάληπτος μακαριστὸς π. Γεώργιος: «Αὐτὸς ὁ Θεοδόσιος μουγκὸς πάει στὶς Καρυὲς μουγκὸς καὶ γυρίζει· ἕνα νέο δὲν μοῦ φέρνει ἀπὸ ἐκεῖ». Ἦτο ὀλιγόλογος, καὶ ὅταν ἄνοιγε τὸ στόμα του μὲ τὸ γλυκύτατο ἐκεῖνο μειδίαμα ὁ λόγος του ἦτο πάντοτε «ἁλάτι ἠρτυμένος».
Πολλὰ εἴδαμε στὸν Γέροντα Θεοδόσιο καὶ πολλὰ ζήσαμε κοντά του. Πολλὰ ἀκούσαμε καὶ ὄντως πολὺ ὠφεληθήκαμε, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ ἐπισκέπτες τοῦ Κελλίου μας. Ἀπ᾿ ὅλα, ἕνα γεγονὸς μᾶς ἐντυπωσίασε περισσότερο, καὶ παρόλο ποῦ μειώνει ἐμᾶς τοὺς νεωτέρους θὰ τὸ διηγοῦμαι πάντοτε. Σὲ ἕναν παροξυσμὸ καὶ διαφωνία γιὰ κάτι μεταξὺ μας ἦρθε ἀνάμεσά μας καὶ ἔβαλε μετάνοια σὰν νὰ ἔφταιγε ἐκεῖνος, λέγοντας πώς: «μήπως πρέπει νὰ φύγω ἐγὼ ἀπὸ τὸ Κελλὶ γιὰ νὰ ἡσυχάσετε;» Ἡ στάση του αὐτὴ ὄχι μόνο μᾶς συγκίνησε, ἀλλὰ καὶ μᾶς ἔκανε πιὸ προσεκτικούς.
Θὰ μποροῦσα νὰ πῶ πολλά, ὅμως θὰ καταπαύσω τὸν λόγο γιατὶ δὲν ἐπιθυμοῦμε νὰ σᾶς κουράσουμε.
Οἱ περισσότεροι ἄλλωστε γνωρίζατε καὶ συναναστραφήκατε τὸν μακάριο Γέροντά μας, «τὸ παιδὶ τῆς Παναγίας» ὅπως τὸν ἀπεκάλεσε σὲ ὁμιλία του ὁ σεβαστὸς Καθηγούμενος τῆς Μονῆς μας, π. Ναθαναήλ. Σᾶς εὐχαριστοῦμε καὶ πάλι ὁλόψυχα ὅλους ποὺ ὑποβληθήκατε στὸν κόπο νὰ ἔλθετε στὸ μνημόσυνό του.
Καὶ σύ, Γέρων Θεοδόσιε, «μὴ ἐάσῃς ἡμᾶς ὀρφανοὺς» τώρα ποὺ ἡ ὁλοφώτεινη ψυχή σου εἶναι μέσα στὸν παράδεισο, ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ «μὴ διαλείπῃς ἡμᾶς ἐποπτεύων». Εὔχου νὰ βαδίσουμε πάνω στὰ χνάρια ποὺ ἄφησες καὶ συγχώρεσέ μας γιὰ ὅσες φορὲς σὲ λυπήσαμε.
Ἐμεῖς θὰ σὲ εὐγνωμονοῦμε πάντοτε γιὰ τὸ καλὸ παράδειγμα ποὺ μᾶς ἄφησες καὶ θὰ εὐχαριστοῦμε ἀπὸ καρδίας τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὸ ποὺ μᾶς ἔφερε μέσα στὴν στοργικὴ πατρικὴ ἀγκαλιά σου, ὅταν βρεθήκαμε ἀπρόσμενα ἐμπερίστατοι, γιὰ λόγους ποὺ Ἐκεῖνος μόνο γνωρίζει.
Εὔχου ἀκόμη νὰ ἀξιωθοῦμε καὶ ἐμεῖς οἱ περιλειπόμενοι τῆς ἐπουρανίου Βασιλείας «ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος» καὶ ὅπου «ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων» καὶ βοώντων ἀπαύστως ἀγγέλων καὶ σεσωσμένων ἀνθρώπων: «Δόξα τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων Ἀμήν.
Ἱερομόναχος Ἀντίπας
Περιοδικὸ «ΠΡΩΤΑΤΟΝ» τεῦχ. 129