Εἰς τιμὴν καὶ μνήμην τοῦ Ὁσίου Νικολάου Καβάσιλα-Χαμαετοῦ


Σχεδὸν ἑξακόσια χρόνια μετὰ τὸ θάνατό του, ἡ «ἁγιοτόκος» γενέτειρά του, ἡ Θεσσαλονίκη, ἡ «μητρόπολις τῆς Φιλοσοφίας», ὅπως τὴν ἀποκαλεῖ ὁ ἴδιος, ἔδωσε στὸ ἐπιφανὲς τέκνο της καὶ ἐπίσημα τὴν ἀναγνώριση, ποὺ κατεῖχε στὴ συνείδηση τῶν συγχρόνων του ὁ «σοφώτατος, λογιώτατος καὶ τοῖς ὅλοις ἁγιώτατος» Νικόλαος Καβάσιλας – Χαμαετός.

Ἔφηβος (1335-1340) πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη νὰ σπουδάσει Θεολογία καὶ Φιλοσοφία, Ρητορικὴ καὶ Νομική, Μαθηματικὴ καὶ Φυσικὴ καὶ μάλιστα τὴν «περὶ τοὺς ἀστέρας ἐπιστήμην».

Τοὺς ἀρχαίους κλασσικοὺς διδάχθηκε ἀπὸ τὸν ἐκ μητρὸς θεῖο του, Νεῖλο Καβάσιλα – Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης (1361-1363) – μὲ τὸν ὁποῖο ἐσφαλμένα γιὰ πολὺ ἐπικράτησε νὰ ταυτίζεται. Χαμαετὸς ἀπὸ τὸ γένος τοῦ πατέρα του, ἔμεινε γνωστὸς ὡς Νικόλαος Καβάσιλας γιὰ τὸ περισσότερο ἔνδοξο τοῦ γένους τῶν Καβάσιλα.

Ὅπως ἔχει γραφεῖ, «εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ γευτεῖ ἀπὸ μικρός, κοντὰ στοὺς καλύτερους πνευματικοὺς καθοδηγοὺς τοῦ ΙΔ´ αἰῶνα, τὸ νέκταρ τῆς Πατερικῆς διδασκαλίας καὶ νὰ ριζώσει στὴν Ὀρθόδοξο βυζαντινὴ παράδοση. Παράλληλα εἶχε τὴ δυνατότητα νὰ παρακολουθεῖ ἀπὸ κοντὰ τὶς ἔντονες ἀναζητήσεις, ποὺ δημιούργησε ἡ Ἀναγέννηση... ἔτσι στὴν ὥριμη ἡλικία τοῦ ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ καταλαβαίνει καὶ τὸ παρελθὸν καὶ τὸ παρόν, ἦταν δὲ ἱκανὸς νὰ μιλάει γιὰ τὸ μέλλον».

Γιὰ ἕνα χρόνο ἔμεινε στὸ Ἅγιον Ὄρος μὲ τὸ Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ. «Ἀποδέχεται τὴ δογματικὴ Θεολογία καὶ πνευματικότητα τῶν ἡσυχαστῶν», ἀλλὰ ὁ Καβάσιλας βρίσκεται πέρα καὶ ἀπὸ τὴν ἡσυχαστικὴ διαμάχη, καθὼς καὶ ἀπὸ τὰ δραματικὰ γεγονότα τῆς Θεσσαλονίκης τῶν Ζηλωτῶν, ὅπου τοῦ ἀνατίθεται ἡ πρεσβεία εἰρηνικῆς προσεγγίσεως τῶν ἀντιπάλων. Ἀργότερα ἀναλαμβάνει καθήκοντα αὐτοκρατορικοῦ συμβούλου τοῦ Ἰωάννη Καντακουζηνοῦ.

Ἄνθρωπος χαρισματοῦχος, προσωπικότητα ἐξαιρετική, σεβαστὴ σὲ αὐτοκράτορες, πατριάρχες, λογίους καὶ στοὺς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ. Σεμνός, σοφὸς καὶ ἅγιος, ὁ ὁποῖος «ἀρετῆς ἰδέαν πᾶσαν ἀσκεῖ», κατὰ τὸν Μανουὴλ Β´ Παλαιολόγο.

Ὁ Γεώργιος Γεννάδιος Σχολάριος τὸν ὀνομάζει «ἄνδρα πνεύματος καὶ σοφίας τοῖς ἀρχαιοτάτοις ἐξισωθέντα». Καὶ ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος τὸν ἀποκαλεῖ «φιλόθεο καὶ φιλόκαλο, ὑπερασπιστὴ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ παραδόσεως».

Σύγχρονοι μελετητὲς ἀναγνωρίζουν στὸ ἔργο τοῦ τὸν κάτοχο μεγάλης «θύραθεν σοφίας», μὲ λαμπρὴ φιλοσοφική, γλωσσικὴ καὶ θεολογικὴ κατάρτιση. Χαρακτηρίζεται ὡς ὁ «ἀξεπέραστος μυσταγωγός», ὁ «βαθυνούστερος λειτουργικὸς θεολόγος» καὶ ἐξαίρεται μὲ κάθε τρόπο τὸ Ὀρθόδοξο μεγαλεῖο καὶ ἡ ἁγιοσύνη του.

Δὲ φτάνουν ὅμως ὅλες αὐτὲς οἱ μαρτυρίες τῶν συγχρόνων του καὶ τῶν σημερινῶν βιογράφων του νὰ μᾶς μεταφέρουν τὴν πνευματικὴ συγκίνηση, τὴν ἔμπνευση, τὸ αἴσθημα τῆς ὑψίστης τιμῆς τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, τὴν ψυχικὴ ἀναγέννηση, τὴν ἐν Χριστῷ ἀγαλλίαση, ποὺ δημιουργεῖ ἀκόμη καὶ μία πρώτη ἀνάγνωση τῶν ἔργων του στὴν ψυχή μας.

Περίφημα ἔργα του τά: «Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς», Ἑρμηνεία «Εἰς τὴν Θείαν Λειτουργίαν» καὶ οἱ τρεῖς «Θεομητορικοὶ Λόγοι».

Τὴν τελευταία περίοδο τῆς ζωῆς του ἔζησε ὡς μοναχὸς ἢ ἱερομόναχος στὶς μονὲς Μαγγάνων – Ξανθοπούλων καὶ Στουδίου στὴν Κωνσταντινούπολη, «κατ᾿ ἀρετὴν τελειοτάτην ἐν βίῳ τελείω ἧς δὴ αὐτὸς κατέλαβε τὴν ἀκρώρειαν» (Ἱωσὴφ Βρυέννιος). Ἀπεβίωσε περὶ τὸ 1395 ἐκπέμποντας τὸ λαμπρὸ φῶς τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς στὸ σκοτάδι τοῦ «αὐτόνομου οὐμανισμοῦ» ποὺ ἔπεφτε σκεπάζοντας τὴ Δύση.

Στὰ 1982 ὁ Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κυρὸς Παντελεήμων Β´ ὀργάνωσε Θεολογικὸ Συνέδριο «Εἰς τιμὴν καὶ μνήμην τοῦ ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Νικολάου Καβάσιλα» καὶ ἐνέργησε τὰ δέοντα γιὰ τὴν ἐπίσημη ἀνακήρυξή του ὡς ἁγίου.

Στὶς 19 Ἰουλίου 1983 Συνοδικὴ - Πατριαρχικὴ Πράξη συναριθμεῖ καὶ συγκαταλέγει τοῖς Ἁγίοις τὸν Νικόλαο Καβάσιλα, «πρὸς μίμησιν καὶ πνευματικὴν ὠφέλειαν καὶ οἰκοδομὴν τοῦ Χριστιανικοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος».

Ἡ ἱερὴ μνήμη του τιμᾶται στὶς 20 Ἰουνίου.


Δημοσιεύεται ἐδῶ μικρὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν Α´ Θεομητορικὴ ὁμιλία «Εἰς τὴν ὑπερένδοξον τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου γέννησιν». Οἱ τρεῖς Θεομητορικοὶ λόγοι χαρακτηρίζονται ὡς κείμενα τῆς νεότητός του ἐξαιρετικὰ πυκνά, ρωμαλέα καὶ σφριγηλά, ὅπου ὁ Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, καὶ μαζί του ὁ ἀναγνώστης σκιρτᾷ στὴ συνειδητοποίηση τῆς Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Στὸ πρόσωπο τῆς Παρθένου ἔδωσε ὁ Θεὸς τὴν φανέρωση τῆς ἀληθινῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ τὴν ἀξίωσε νὰ γίνει, «Αὐτὴ προσωπικὰ καὶ μέσα σ᾿ Αὐτὴν ἡ ἀνθρώπινη φύση, «Θεοτόκο»»! (Νεοελληνικὴ Ἀπόδοση Παν. Νέλλα)

«Ἡ πανάμωμη Παρθένος, χωρὶς νὰ ἔχει γιὰ πόλη της τὸν οὐρανό, χωρὶς νὰ ἔχει γεννηθεῖ ἀπὸ τὰ οὐράνια σώματα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ γῆ – ἀπὸ αὐτὸ τὸ ξεπεσμένο γένος, ποὺ ξέχασε τὴν ἴδια του τὴ φύση – καὶ κατὰ τὸν ἴδιο με ὅλους τρόπο, μόνη αὐτὴ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν ἀντιστάθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος σὲ κάθε κακία. Ἀπέδωσε ἔτσι στὸ Θεὸ ἀμόλυντη τὴν ὡραιότητα ποὺ χάρισε στὴ φύση μας καὶ χρησιμοποίησε, αὐτὴ μόνη, ὅλα τὰ ὅπλα καὶ ὅλη τη δύναμη ποὺ ἔβαλε μέσα μας. Μὲ τὸν ἔρωτα ποὺ εἶχε γιὰ τὸν Θεό, μὲ τὴ ρωμαλεότητα τῆς σκέψεως, τὴν εὐθύτητα τῆς θελήσεως καὶ τὴ μεγαλειώδη σωφροσύνη τῆς ἔτρεψε σὲ φυγὴ κάθε ἁμαρτία κι ἔστησε τρόπαιο νίκης τέτοιο, ποὺ δὲν μπορεῖ μὲ τίποτε νὰ συγκριθεῖ. Μὲ ὅλα αὐτὰ φανέρωσε τὸν ἄνθρωπο τέτοιο ποὺ ἀληθινὰ δημιουργήθηκε, φανέρωσε δὲ καὶ τὸ Θεό, τὴν ἄφατη σοφία καὶ τὴν ἀπέραντη φιλανθρωπία του. Ἔτσι αὐτὸν ποὺ παρουσίασε ἔπειτα, ἀφοῦ τὸν περιέβαλε μὲ ἀνθρώπινο σῶμα, αἰσθητὰ στὰ μάτια ὅλων, τὸν ἀποτύπωσε καὶ τὸν εἰκόνισε προηγουμένως μὲ τὰ ἔργα τῆς ἐπάνω στὸν ἑαυτό της. Καὶ ἦταν δυνατὸ ἀπὸ ὅλα τὰ κτίσματα διὰ μέσου αὐτῆς μόνης (νὰ γνωρίσουμε ἀληθινὰ τὸ Δημιουργό). (…) Γιατὶ μόνος ὁ ἄνθρωπος, ποὺ φέρει μέσα του τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὅταν φανερωθεῖ αὐθεντικὰ τέτοιος ποὺ εἶναι, χωρὶς νὰ ἔχει ἐπάνω του τίποτε τὸ νόθο, θὰ μποροῦσε νὰ ἀποκαλύψει ἀληθινὰ τὸν ἴδιο τὸ Θεό. (…).

Πῶς τὸ μπόρεσε; Ποιοὺς λογισμοὺς χρησιμοποίησε; Ἀκόμη περισσότερο, πῶς τῆς δημιουργήθηκε ἀρχικὰ αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία καὶ θέλησε νὰ ριχτεῖ σ᾿ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα, τὸν ὁποῖο κανεὶς ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους της δὲν ἀκούστηκε ὅτι εἶχε ποτὲ κερδίσει; Ποιοὺς ὁδηγοὺς εἶχε μπροστά της; Ποιὸς τῆς ἔδωσε ἐλπίδες ὅτι θὰ νικήσει; Ἀπὸ ποῦ ἄντλησε τὸ ἀπαιτούμενο θάρρος; (…)

Ἐπειδὴ οὔτε βέβαια τὴν δημιούργησε ὁ Θεὸς ἐπίτηδες τὴν Παρθένο ἔτσι, ὥστε νὰ ζεῖ ἀναγκαστικὰ μὲ αὐτὸν τὸν πάναγνο τρόπο ζωῆς, οὔτε, ἐνῷ ἡ ἴδια πρόσφερε ὅ,τι καὶ οἱ ἄλλοι, τὴν τίμησε ὁ Θεὸς μὲ μεγαλύτερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους βοηθήματα. Ἀλλὰ ἡ Παρθένος νίκησε τὴν πρωτάκουστη καὶ θαυμαστὴ αὐτὴ νίκη χρησιμοποιώντας μόνο τὸν ἑαυτό της καὶ τὰ ὅπλα ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὸν ἀγῶνα τῆς ἀρετῆς.

(…) Διὰ τῆς Παρθένου ἀπέδειξε ὁ ἄνθρωπος ὁλοφάνερα καὶ πάνω στὴν πράξη τὴ δύναμη ποὺ ὑπῆρχε μέσα του ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας.

(…) Γι᾿ αὐτὸ πανηγυρίζοντας μὲ εὐφροσύνη ἀπέραντη φθάνουμε λαμπροὶ καὶ μὲ τρόπο λαμπρὸ σ᾿ αὐτὴ τὴν ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποία ὅλα αὐτὰ ἔλαβαν τὴν ἀρχή τους. Στὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε ὄχι ἁπλῶς ἡ Παρθένος, ἀλλὰ μᾶλλον ἡ οἰκουμένη ὁλόκληρη, ποὺ πρώτη καὶ μόνη εἶδε τὸν ἀληθινὸ ἄνθρωπο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο πήγασε γιὰ ὅλους ἡ δυνατότητα νὰ γίνουν ἐπίσης ἀληθινοὶ ἄνθρωποι».