Β´ Πανελλήνιον Θεολογικὸν Συνέδριον
Ἀθῆναι, 7-9 Σεπτεμβρίου 2007
Ἡ σχετικὴ φιλολογία γιὰ τὴν ἐκκοσμίκευση ἔχει πάρει τὶς τελευταῖες δεκαετίες μεγάλες διαστάσεις. Εἶναι γεγονὸς ὅτι ἡ ἐκκοσμίκευση ἀποτελεῖ τὸ πλέον οὐσιῶδες γνώρισμα τῶν νέων χρόνων. Μάλιστα δέ, ὁ ἀείμνηστος π. Ἀλέξανδρος Schmemann τὴν εἶχε χαρακτηρίσει ὡς τὴν αἵρεση τῶν ἡμερῶν μας.
Ὁ ὅρος ἐκκοσμίκευση ὑποδηλώνει τὸ θρησκευτικὸ ἀποχρωματισμὸ τῆς μοντέρνας κοινωνίας μαζὶ μὲ τὴν πολιτισμικὴ περιθωριοποίηση τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου στὰ πλαίσια τῆς δυτικοευρωπαϊκῆς νεωτερικότητας.
Οἱ σπόροι τῆς ἐκκοσμίκευσης πρωτορίφθηκαν στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Χριστιανισμὸς θεσμοποιήθηκε καὶ ἔγινε ἐπίσημη θρησκεία τοῦ κράτους. Ἐντούτοις, ἡ ἐκκοσμίκευση ἄρχισε νὰ συγκεκριμενοποιεῖται ἀπὸ τὴν ἀγγλικὴ καὶ τὴ γαλλικὴ Ἐπανάσταση, μὲ βάση τὶς διακηρύξεις τῆς Ἀναγέννησης καὶ τοῦ Διαφωτισμοῦ. Στὰ τέλη τοῦ 19ου καὶ ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα, ἡ ἐκκοσμίκευση καθίσταται ἀντικείμενο ἐμπνευσμένων κηρυγμάτων φημισμένων ταγῶν τοῦ προτεσταντικοῦ κόσμου, ὅπως ἐπίσης καὶ ἐπίσημη πολιτικὴ τοῦ ἀγγλικοῦ Κοινοβουλίου, καί, τέλος, περιεχόμενο διακηρύξεων οἰκουμενικῶν διασκέψεων, ὅπως τῆς Στοκχόλμης (1925), τῆς Ὀξφόρδης (1937), τοῦ Evanston (1954) καὶ τοῦ Νέου Δελχί (1961).
Ἡ Κοινωνιολογία τῆς Θρησκείας διακρίνει τὴν ἐκκοσμικευση σὲ ἀντικειμενικὴ (ποὺ ἀναφέρεται στοὺς κοινωνικοὺς θεσμοὺς καὶ τὸν πολιτισμό) καὶ ὑποκειμενικὴ (ποὺ ἀναφέρεται στὴν προσωπικὴ συνείδηση καὶ τὸ φρόνημα τοῦ καθενός).
Ἡ ἐκκοσμίκευση τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὡς ἕνα πολιτισμικὸ ρεῦμα, φαίνεται ὅτι στὴν πράξη λειτουργεῖ κατὰ δυὸ τρόπους: α) ὡς μία πλήρης ἀλλοίωση τοῦ χριστιανικοῦ μηνύματος, δηλ. ὡς μία ριζικὴ ἐκκοσμίκευση, καὶ β) ὡς ἡ εἴσοδος στὴν Ἐκκλησία ἐπὶ μέρους κοσμικῶν στοιχείων, δηλ. ὡς ἕνας νόθος Χριστιανισμός.
Ἡ σταδιακὴ ἐκκοσμίκευση συνιστᾶ μία καθολικὴ τάση, ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ἐξέλιξη μετατόπισης τοῦ κέντρου τῆς πνευματικότητας ἀπὸ τὸ Θεῖο πρὸς μία πραγματιστικὴ πραγματικότητα, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ ὁμολογιακὸ σύστημα ἀξιῶν νὰ ἀντικαθίσταται μὲ ἕνα κοσμικό. Μὲ ἄλλα λόγια, τὰ θρησκευτικὰ σύμβολα καθίστανται πολιτισμικὰ σύμβολα, χρήσιμα γιὰ ἐπαναβεβαίωση τῆς προσωπικῆς ταυτότητας τοῦ «πιστοῦ». Ἡ Ἐκκλησία, ἀντὶ νὰ προσλαμβάνει, μεταμορφώνει καὶ ἐκκλησιοποιεῖ τὸν κόσμο, συγχωνεύεται καὶ ἀφομοιώνεται πλήρως ἀπὸ τὸν κόσμο, καὶ τελικὰ καθίσταται ὁλόκληρη κόσμος, μολονότι «ὁ κόσμος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται». Ἡ ἐκκοσμικευμένη αὐτὴ Θεολογία διαπνέεται ἀπὸ μία νόθα ἐσχατολογία, ποὺ στὴ θέση τῆς Βασιλείας τὸν Θεοῦ τοποθετεῖ τὸν ἐπίγειο παράδεισο. Ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ἀποσκορακίζει τὸν παρόντα κόσμο πλατωνικὰ ἢ γνωστικιστικά, ἀλλὰ καὶ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπ᾿ αὐτόν, συσχηματιζόμενη μὲ αὐτόν- ὅπως οἱ πάροικοι καὶ οἱ παρεπίδημοι, εἰσέρχεται καὶ ἐξέρχεται τὸν κόσμου, διατηρώντας τὴν προφητικὴ αὐτοσυνειδησία της.
Ὡς γνωστό, στὸ ὄνομα τοῦ ἀνθρωπισμοῦ, τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσης, ποὺ γέννησε κυρίως ὁ κλασσικὸς Ἑλληνισμὸς μέσῳ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Οὐμανισμοῦ, ἡ πολιτισμικὴ ἐξέλιξη τῆς ἀνθρωπότητας διῆλθε καὶ διέρχεται ὁρισμένα ἐκκοσμικευτικὰ στάδια, μιὰ σύγχρονη μορφὴ τῶν ὁποίων —χωρίς, βέβαια, νὰ γνωρίζει κανεὶς τὴν καταληκτική τους— γίνεται ὁρατὴ πλέον καὶ στὴ χώρα μας, ὅπως, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, καὶ στὴ μουσουλμανικὴ γείτονα, καὶ μάλιστα ἐκεῖ ἐντονότερα.
Ὅσον ἀφορᾶ στὴ χριστιανικὴ Ἐκκλησία, ὑπάρχουν περιπτώσεις, ὅπου ἡ ἐκκοσμικευτικὴ κίνηση ξεκινᾶ ἀπὸ τὶς ἴδιες τὶς ἐκκλησίες, καὶ περιπτώσεις, ὅπου ἡ κίνηση αὐτὴ ξεκινᾶ ἀπ᾿ ἔξω. Πράγματι, κάποιες φορές, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, συντελεῖται —κατὰ ἕναν ἐκκοσμικευτικὸ τρόπο, ποὺ ἀργότερα, καὶ γιὰ ποικίλους λόγους, μπορεῖ παραδόξως νὰ φανεῖ ἀντι-ἐκκοσμικευτικός— μιὰ ἀνανέωση ἐκ μέρους τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας, στὸ ὄνομα, εἴτε τῆς ἐπιστημονικῆς/ὀρθολογιστικῆς, εἴτε τῆς θεολογικῆς/προφητικῆς, κάθαρσης τῆς Παράδοσης. Ἀλλά, καὶ συγχρονικά, ἐντὸς μιᾶς Ἐκκλησίας, γιὰ παράδειγμα, τῆς ἑλλαδικῆς, μπορεῖ νὰ δεῖ κανεὶς νὰ λειτουργοῦν ποικίλα ἐπίπεδα ἐκκοσμίκευσης, ὅπου οἱ πιὸ «προοδευτικοὶ» καὶ ἐκσυγχρονιστές, φαντάζουν σκοταδιστὲς καὶ φονταμενταλιστὲς ἀπὸ κάποιους «πεφωτισμένους».
Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, τὴν πρωτοβουλία τῆς ἐκκοσμίκευσης τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ νὰ ἀναλάβουν ὁρισμένοι κοινωνικοὶ καὶ πολιτισμικοὶ παράγοντες, ὅπως, γιὰ παράδειγμα, ἡ νεωτερικότητα καὶ ἡ παγκοσμιοποίηση, ἡ ὁποία, μέσῳ κοινωνικο-πολιτικῶν κινημάτων καὶ κυρίως τῆς νεοεποχίτικης (βλ. Νεοπαγανισμός, Νεοουμανισμός κ.λπ.) καὶ συγκρητιστικῆς λογοτεχνίας, λανσάρει τὴν ὁμογενοποίηση λαῶν ἢ προσώπων καὶ τὴ λεγόμενη «κουλτούρα τῆς ἀνεκτικότητας/ἐπιτρεπτικότητας». Ὡστόσο, ἀναφέρονται περιπτώσεις, ὅπου ἀκόμα καὶ μία ἐκκοσμίκευση ποὺ ξεκίνησε ἀπὸ πολιτισμικοὺς παράγοντες, ἐπαύξησε —σὲ βάθος καὶ πλάτος— τὴ θρησκευτικὴ/ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, μέσα στὴν ὁποία ἀναπτύχθηκε.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε κόσμο, ἀλλάζει καὶ ἐξελίσσεται, ὁπότε καὶ ἡ λεγόμενη ἐκκοσμίκενση τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ νὰ μὴν ἀποτελεῖ μόνο μία ἐφέλκυσή της στὸ ἅρμα τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μία —ἀναγκαία γιὰ νὰ καταστεῖ τὸ σχῆμα βιώσιμο καὶ ἐφικτὸ— παράλληλη πορεία ἀμφοτέρων πρὸς τὰ ἐμπρός, λόγω ἀκριβῶς τῆς καθολικῆς δράσεως τῆς προόδου. Ἡ ἐκκοσμίκευση δηλ. ἐδῶ, ταυτισμένη μὲ τὴν ὑγιῆ πολιτισμικὴ πρόοδο, δὲν συνιστᾶ κατ᾿ ἀνάγκη καὶ κατ᾿ ἀρχὴν κάτι τὸ ἀρνητικὸ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ἐφόσον οὔτε τὴν πίστη νοθεύει, ἄγοντας στὸ χάος, οὔτε ἀναθάλπει τὸν σκεπτικισμὸ καὶ τὴν ἀνασφάλεια.
Πάντως, ὅπως κατὰ κόρο σὲ σχετικὰ ἔργα καὶ ἀνάλογα θεολογικὰ συνέδρια ἔχει τονισθεῖ, ἀπαιτεῖται, σὲ κάθε ἱστορικὴ στιγμῆς προσεκτικὴ τήρηση τῆς χρυσῆς ἰσορροπίας μεταξὺ Παράδοσης καὶ ἀνανέωσης. Ἂν δὲν τηρηθεῖ αὐτὴ ἡ ἰσορροπία, τότε τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας κινδυνεύουν νὰ διαβιοῦν εἴτε σὲ μία αἱρετικὴ καὶ ἀλλοτριωμένη Ἐκκλησία, εἴτε σὲ μία μὴ κἂν Ἐκκλησία.
Ὑπ᾿ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις, τὸ ἐρώτημα ἐπανατίθεται: ὑπάρχει, ὄντως, ἕνας τέτοιος κίνδυνος, εἴτε ὁλικῆς, εἴτε μερικῆς, ἐκκοσμίκευσης τῆς Ἐκκλησίας; Τὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἔχει ἤδη τεθεῖ ἀπὸ τὸ 1966 στὴν Εὐρώπη, μεταξὺ ἄλλων, ἀπὸ τὸν John Bennett. Ἡ νηφάλια καὶ ἀντικειμενικὴ ἀπάντηση ἐκ μέρους Ἑλλήνων καὶ ξένων θεολόγων καὶ εἰδικῶν εἶναι ὅτι πράγματι αὐτὸς ὁ κίνδυνος ὑφίσταται.
Τὰ ὁρατὰ σημάδια, ποὺ προοιωνίζονται αὐτὴν τὴν ἐκκοσμίκευση τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι κατ᾿ ἀρχὴν ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ἡ ἄμβλυνση τοῦ ὀρθόδοξου αἰσθητηρίου. Ἔπειτα, ἡ σταδιακὴ ἀλλοίωση τῆς Παράδοσης: ἡ «θρησκειοποίηση» καὶ ἰδιωτικοποίηση τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ ὁ «συμβιβασμός» του μὲ ὅλα τὰ σύγχρονα «εἴδωλα» τοῦ κόσμου τούτου· ἡ ἀναχώρηση, ἀκόμα καὶ ἐντὸς ὀρθοδόξων ἱερῶν Μονῶν, τοῦ ἀσκητικοῦ καὶ ἡσυχαστικοῦ πνεύματος τοῦ Ἀναχωρητισμοῦ, τῆς κενώσεως, τοῦ πένθους, τῆς κατανύξεως καὶ γενικὰ τῆς «στενῆς καὶ τεθλιμμένης ὁδοῦ» καὶ ἡ ἀντικατάστασή του μὲ μία εὐδαιμονιστικὴ πρακτικὴ ἢ μὲ κάποιους ἀκτιβιστικοὺς πειραματισμούς- ἡ τυπολατρία, ὁ εὐσεβισμός, ὁ θρησκευτικὸς ἀδιαφορισμός, ἡ ἐκκοσμίκευση τῆς Παιδείας, οἱ ἀπρόσωπες ἐνορίες, οἱ πολιτικοὶ γάμοι καὶ κηδεῖες, οἱ καύσεις νεκρῶν, ἡ παραθρησκεία καὶ οἱ δεισιδαιμονίες, ἡ μείωση τοῦ ποσοστοῦ τοῦ ἐκκλησιάσματος, τῶν γεννήσεων καὶ τῶν ἐπιπέδων ψυχοσωματικῆς ὑγείας τῶν πιστῶν, καί, ἀντίθετα, ἡ αὔξηση τῶν αἱρέσεων, τῶν αὐτοκτονιῶν, τῶν προγαμιαίων σχέσεων, τῶν μεικτῶν γάμων, τῶν διαζυγίων, τῶν ἐκτρώσεων, τῆς ἐγκληματικότητας, καί, ἐν γένει, ἡ κοσμική, ἀντιπατερική, ἀντιπαραδοσιακὴ καὶ ἀντι-ἱεροκανονικὴ «γλώσσα» καὶ συμπεριφορὰ ὁρισμένων σύγχρονων θεολόγων (κληρικῶν καὶ λαϊκῶν).
Οἱ περισσότεροι μελετητὲς τοῦ φαινομένου τῆς ἐκκοσμίκευσης συμφωνοῦν ὅτι ὁ κίνδυνος ἐκκοσμίκευσης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ὀφείλεται, κατὰ κύριο λόγο, στὴν ὕπαρξη καὶ τὴ δράση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ καὶ ἀμερικανικοῦ Προτεσταντισμοῦ.
Ἔπειτα, ἡ βιομηχανοποίηση καὶ ἡ ἀστικοποίηση, μέσῳ τῆς τεχνολογίας εἰσάγουν —ἂν καὶ ὄχι ἀπόλυτα ἢ ἄμεσα— σὲ μιὰ ἐξορθολογιστικὴ θεώρηση τῆς ζωῆς, ποὺ ἔχει σὰν ἀποτέλεσμα τὴν ἀποβολὴ τοῦ μυστηρίου καὶ τοῦ ὑπερφυσικοῦ καὶ τὴν ὑποκατάστασή τους ἀπὸ ἡμι-θρησκευτικοὺς τακτικισμοὺς καὶ μία «νέα θρησκευτικότητα», ἡ ὁποία, σὲ τελευταία ἀνάλυση, μπορεῖ νὰ εἶναι ἀκόμα καὶ αὐτὴ ἡ «κοινὴ θρησκεία» τοῦ Μαμωνᾶ, ποὺ περισσότερο ἀπὸ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ ἀνθεῖ σήμερα στὴν Ἀμερική.
Ἐξάλλου, γιὰ τὴν ἐκκοσμίκευση εὐθύνονται κάποιες ἐπιστημονικὲς ἢ ἐπιστημονικοφανεῖς θεωρίες, ὅπως ὁ Δαρβινισμός, ὁ συμβολικὸς ρεαλισμός, ὁ Λογικὸς Θετικισμός, ὁ Ἀναγωγισμός, ἡ ἀπομύθευση κ.λπ.
Ἀλλ᾿ ὑπάρχουν καὶ ἐσωτερικοὶ Λόγοι, ποὺ ὁδήγησαν καὶ ὁδηγοῦν μία ἐκκλησία στὴν ἐκκοσμίκευση· τέτοιοι λόγοι, γιὰ παράδειγμα, εἶναι: ἡ θεολογικὴ ἄγνοια, ἡ ἡμιμάθεια, ἡ σύγχυση ἢ καὶ ἡ ἀποτυχία βίωσης τῆς ὀρθόδοξης Πίστης, ποὺ διακρίνει χωρὶς νὰ διαχωρίζει τὸ κτιστὸ ἀπὸ τὸ ἄκτιστο. Ἀκόμα, πρὸς τὴν ἐκκοσμικευτικὴ κατεύθυνση τῆς Ἐκκλησίας λειτουργοῦν ὁρισμένες προσωπικὲς (οἰκογένεια, φιλίες κ.λπ.) προκαταλήψεις (λ.χ. ἐγωισμὸς καὶ ἄλλα πάθη) ἀλλὰ καὶ ἰδεολογικοποιήσεις, κοινωνικοποιήσεις/πολιτικοποιήσεις τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως καὶ κάποιες ἐκκλησιαστικὲς ἢ παρα-ἐκκλησιαστικὲς φατρίες.
Μπροστά, λοιπόν, στὸν ἐμφανῆ αὐτὸν κίνδυνο ἐκκοσμίκευσης τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ τώρα προβάλλει πολὺ πιὸ σοβαρὸς ἀπὸ ὅ,τι στὸ παρελθόν, ἐπιβάλλεται ὡς Ὀρθόδοξοι Θεολόγοι νὰ λάβουμε ὁρισμένα μέτρα: θερμότερη προσευχή, πνευματικὴ ἀφύπνιση, ἀναζωπύρωση τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας, καί, τέλος, συνεργασία μεταξὺ τῶν θύραθεν ἐπιστημῶν καὶ τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ 1990 ὁ ὅρος παγκοσμιοποίηση εὑρίσκεται στὸ ἐπίκεντρό του ἐνδιαφέροντος τῆς διεθνοῦς κοινότητος. Ὡς παγκοσμιοποίηση νοεῖται ἡ διαδικασία ἐντονότερης διασυνδέσεως μεταξὺ τῶν κοινωνιῶν, ὥστε γεγονότα οἰκονομικὰ ἢ πολιτικὰ ποὺ συμβαίνουν σὲ ἕνα μέρος τοῦ κόσμου νὰ ἐπηρεάζουν ἀνθρώπους καὶ κοινωνίες, οἱ ὁποῖες εὑρίσκονται σὲ ἄλλα γεωγραφικὰ πλάτη.
Σὲ ἕνα παγκοσμιοποιημένο κόσμο παρατηροῦμε γεγονότα οἰκονομικά, κοινωνικὰ καὶ πολιτικὰ νὰ συνδέονται ὅλο καὶ στενότερα μεταξύ τους. Ὁ κόσμος εὑρίσκεται πλέον σὲ διαδικασία «συρρικνώσεως». Γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῆς παγκοσμιοποιήσεως ἰδιαιτέρα εἶναι ἡ συμβολὴ τοῦ παγκοσμίου ἱστοῦ, τοῦ ἠλεκτρονικοῦ ταχυδρομείου καὶ ἐμπορίου, ποὺ ἔχουν τονώσει σημαντικὰ τὸν τρόπο ἐπικοινωνίας τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους.
Ἂς ἐπιχειρήσουμε ὅμως νὰ ἀναλύσουμε τὶς ἐπιπτώσεις τῆς νέας αὐτῆς πραγματικότητος σὲ διάφορους τομεῖς τῆς ζωῆς μας:
Μὲ τὴν παγκοσμιοποίηση ἐπιχειρήσεις καὶ χρηματογορὲς ἐξαπλώνονται σὲ ὁποιοδήποτε σημεῖο τοῦ πλανήτη. Παρουσιάζεται ὑπέρβαση τῶν ἐθνικῶν οἰκονομιῶν καὶ «ἀποεδαφοποίηση» τῶν ἑταιρειῶν. Ἀλλοῦ εὑρίσκεται ἡ ἕδρα τῆς ἑταιρείας, ἀλλοῦ γίνεται ἡ παραγωγὴ καὶ ἀλλοῦ καταναλώνονται τὰ προϊόντα, τὰ ὁποῖα παράγονται.
Μὲ τὴ νέα αὐτὴ πραγματικότητα οἱ κυβερνήσεις ἀδυνατοῦν πλέον νὰ ἐλέγξουν καὶ αὐτὴν τὴν οἰκονομία τους. Τὸ δυσάρεστο εἶναι ὅτι τὰ ἰσχυρὰ κράτη ἐπιβάλλουν πολλοὺς ἀπὸ τοὺς κανόνες τῆς παγκοσμίου οἰκονομίας καὶ τὰ ἀδύναμα ὑποχρεοῦνται νὰ τοὺς τηροῦν χωρὶς ἄλλη δυνατότητα ἐπιλογῆς. Βιώνουμε δηλαδὴ ἕνα ῥαγδαῖο οἰκονομικὸ μετασχηματισμό, ὁ ὁποῖος τείνει νὰ δημιουργήσει μία νέα πολιτική. Τὰ μικρὰ κράτη ἀδυνατοῦν νὰ ἐλέγξουν τὶς οἰκονομίες τους καὶ νὰ παραμείνουν κλειστὲς οἰκονομικὲς μονάδες.
Στὴ χώρα μας ἡ παγκοσμιοποίηση στὸν τομέα τῆς οἰκονομίας ὁδήγησε σὲ ἐξαγορὲς τῶν μεγαλυτέρων παραδοσιακῶν ἑταιρειῶν ἀπὸ ξένα κεφάλαια καὶ λέγεται ὅτι ὁ ἑλληνικὸς ἐπιχειρηματικὸς χάρτης θὰ ἀλλάξει δραματικὰ στὰ ἑπόμενα χρόνια.
Τὰ σύγχρονα προβλήματα τοῦ αἰώνα μας ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι ἡ πτώχεια, ἡ πείνα καὶ ἡ συνεχιζόμενη προσβολὴ τοῦ περιβάλλοντος. Ἡ παγκοσμιοποίηση ἰσχυρίζεται ὅτι πρόθεση τῆς εἶναι ἡ ἐξάλειψη τῆς πτωχείας καὶ πείνας καὶ ἡ κατὰ τὸ δυνατὸν ἀποκατάσταση τοῦ περιβάλλοντος. Ἡ καλή της ὅμως πρόθεση τίθεται ἐν ἀμφιβολίᾳ καὶ ἐνδεχομένως συντείνει στὴν ἀνάπτυξη τοῦ τρίτου κόσμου, καθ᾿ ὃ μέτρο τὸ πράττει προωθώντας τὶς χῶρες, ποὺ τὸν συγκροτοῦν στὴν παγκόσμια ἀγορά. Παραλλήλως ἡ πτώχεια ἐπεκτείνεται καὶ σὲ ἀνεπτυγμένα κράτη, ἰδιαίτερα μετὰ τὴν κατάρρευση τοῦ ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ.
Ἕνας ἄλλος τομέας ποὺ ἀφορᾶ τὰ μέλη τῆς κοινωνίας εἶναι τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα καὶ ἡ διεύρυνσή τους. Στὶς ἡμέρες μας πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι κάνουν λόγο γιὰ μία νέα θρησκεία, αὐτὴ τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων.
Δυστυχῶς παρὰ τὴν ψήφιση τῆς Χάρτας τῶν Θεμελιωδῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ κράτη μέλη τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, ἡ Χάρτα δὲν κατέστη δυνατὸν νὰ ἀποκτήσει μέχρι σήμερα νομικὴ ἰσχὺ καταναγκασμοῦ.
Πάντοτε ὅμως ὑφίσταται ἡ ἀνάγκη γιὰ μία ἀντίστοιχη «Διακήρυξη ἀνθρωπίνων Καθηκόντων», γιὰ τὴν καθιέρωση τῆς ὁποίας ἐγένετο ἄκαρπη προσπάθεια.
Τὸ σκηνικὸ τῶν ἀνθρωττίνων δικαιωμάτων καὶ τῆς ἀνάγκης συνεχοῦς διευρύνσεως τοὺς ἄλλαξε αἰφνιδίως μετὰ τὴν 11η Σεπτεμβρίου τοῦ 2001, ὕστερα ἀπὸ τὰ τρομοκρατικὰ χτυπήματα κατὰ τῶν Η.Π.Α. Ἤδη σημειώνεται καὶ σύγκρουση μεταξὺ ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων μὲ ἀπώτερο σκοπὸ τὴν πάταξη τῆς διεθνοῦς τρομοκρατίας.
Ἐπειδὴ τὸ περιβάλλον δὲν ἔχει σύνορα, ἡ δὲ ἀποκατάσταση τοῦ ἀπαιτεῖ ὑψηλὸ κόστος, εἶναι δυνατὸν νὰ ὑποστηριχθεῖ ἀπὸ τὴν παγκοσμιοποίηση, ἐὰν ὑπάρχει πολιτικὴ βούληση γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό.
Ἀποτελεῖ κοινὸ τόπο ὅτι κάθε κράτος ὑπερηφανεύεται γιὰ τὸν πολιτισμό του, κύριο στοιχεῖο τοῦ ὁποίου εἶναι ἡ γλώσσα τοῦ κάθε λαοῦ.
Ἡ παγκοσμιοποίηση δὲν ἐξυπηρετεῖται ἀπὸ τὴν ἐθνικὴ γλώσσα. Μέσῳ τοῦ διαδικτύου, τῆς τηλεοράσεως καὶ τῶν χρηματοοικονομικῶν ἱδρυμάτων προβάλλεται ἡ κυριαρχία τῆς ἀγγλικῆς. Ἡ διαφύλαξη ὅμως τῆς ἰδιαίτερης γλωσσικῆς μας παραδόσεως ἀποτελεῖ κίνητρο μὲ σπουδαία σημασία γιὰ τὴν ἐπιβίωσή μας.
Ἐπειδὴ λοιπὸν ἡ γλώσσα εἶναι τὸ σημαντικότερο στοιχεῖο τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητος, ὀφείλουμε νὰ ἐπιδείξουμε ἰδιαίτερη προσοχὴ στὴ διαφύλαξή της, ὥστε ἡ παγκοσμιοποίηση νὰ μή μας παρασύρει στὴν παρακμή της.
Ἡ παγκοσμιοποίηση ἐπιχειρεῖ ὡς ἕνα βαθμὸ τὴν πολιτιστικὴ σύνθεση, τὴν μίξη τῶν πολιτισμῶν καὶ τὴ συνθετικὴ διαμόρφωση ἑνὸς νέου. Γιὰ πολλοὺς τὴν ἐπιβολὴ ἑνὸς νέου τεχνικὰ κατασκευασμένου, ποὺ νὰ θεωρεῖται ὡς ἐπέκταση τοῦ καπιταλιστικοῦ συστήματος ἢ ὡς διαδικασία νέας παγκοσμίου κοινωνικῆς καὶ πολιτιστικῆς πραγματικότητος.
Κύρια ἐπιχειρήματα ὑπὲρ τῆς προσπάθειας γιὰ τὴν καθιέρωση τῆς νέας ἐποχῆς καταγράφονται ὡς ἑξῆς:
α. Ἡ παγκόσμια οἰκονομία εἶναι ἀλληλοεξαρτώμενη. Ὡς ἐκ τούτου εἶναι ἀναγκαία ἡ δημιουργία μία νέας διεθνοῦς πολιτικῆς, γιὰ τὴν ἀπὸ κοινοῦ ἀντιμετώπιση τῶν ἐμφανιζομένων προβλημάτων κυρίως στὸν τομέα τῆς οἰκονομίας,
β. Οἱ ἠλεκτρονικὲς ἐπικοινωνίες ἀλλάζουν καὶ ἔχουν ἀνατρέψει τῶν τρόπο ἐπικοινωνίας καὶ συναλλαγῶν τῶν ἀνθρώπων. Ἡ παγκοσμιοποίηση ἐξυπηρετεῖ τὴ νέα αὐτὴ πραγματικότητα.
γ. Ἤδη βιώνουμε μία νέα κουλτούρα ἀμερικανικοῦ τύπου, ποὺ ἔχει κατακλύσει τὸν κόσμο: τὴ νέα «ψυχαγωγικὴ βιομηχανία». Ἡ παγκοσμιοποίηση τροφοδοτεῖ τὴν τάση αὐτή.
δ. Μὲ τὴν παγκοσμιοποίηση καταργεῖται ἡ ἔννοια τοῦ γεωγραφικοῦ χώρου, ἀλλὰ καὶ τοῦ χρόνου μὲ τὴν ταχύτητα τῶν ἐπικοινωνιῶν.
Σύμφωνα μὲ τὰ ἀνωτέρω δεδομένα ἡ κρατικὴ διακυβέρνηση ἐξελίσσεται σὲ παγκόσμια διακυβέρνηση μὲ στόχο τὴν ἐπίλυση κοινῶν προβλημάτων.
Ἀλλὰ καὶ τὰ ἐπιχειρήματα τῶν ἐναντιουμένων στὴ νέα αὐτὴ δημιουργοομένη κατάσταση δὲν εἶναι ἀμελητέα καὶ χρῄζουν ἰδιαιτέρας προσοχῆς.
α. Δὲν σημειώνεται ἔντονη μεταφορὰ κεφαλαίων ἀπὸ ἀναπτυγμένες σὲ ὑποανάπτυκτες χῶρες. Οἱ μεγάλες ἐπενδύσεις συγκεντρώνονται στὶς ἰσχυρὲς χῶρες.
β. Ναὶ μὲν γίνεται λόγος γιὰ παγκοσμιοποίηση, ἀλλὰ αὐτὴ ὑλοποιεῖται σὲ κατ᾿ ἐξοχὴν ἀνεπτυγμένες χῶρες. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι στὸν κόσμο δὲν ἔχουν κάνει οὔτε ἕνα τηλεφώνημα στὴ ζωή τους.
γ. Ἡ παγκοσμιοποίηση θεωρεῖται ὡς προχωρημένο στάδιο τοῦ δυτικοῦ ἰμπεριαλισμοῦ προκειμένου νὰ ἐπιτευχθεῖ ὁ θρίαμβος τῆς δυτικῆς, ἤτοι ἀμερικανικῆς, κοσμοθεωρίας, σὲ βάρος ἄλλων κρατῶν.
δ. Δὲν εἶναι λίγοι οἱ ἰσχυριζόμενοι ὅτι μέσῳ τῆς παγκοσμιοποιήσεως ἐπιτυγχάνεται ἡ ἀποτελεσματικὴ ἐκμετάλλευση τῶν πτωχότερων.
ε. Δὲν δυνάμεθα, τέλος νὰ ἀποκρούσουμε τὸν ἰσχυρισμὸ ὅτι μέσῳ τοῦ παγκοσμίου ἱστοῦ διευκολύνεται ἡ διάδοση τῶν ναρκωτικῶν, πορνογραφικοῦ ὑλικοῦ, ἀκόμα καὶ τῆς τρομοκρατίας, μεγάλων πληγῶν τῆς ἐποχῆς μας.
Ἐνδεχομένως δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ ἀναστείλουμε τὸ κύμα τῆς παγκοσμιοποιήσεως, διότι ἀποτελεῖ ἐργαλεῖο πιέσεων καὶ νέα σύγχρονη μορφὴ ἀποικιοκρατίας μέσῳ οἰκονομικῆς ἐπιβολῆς. Τουλάχιστον ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν πρέπει νὰ φοβούμεθα τὶς ἐπιπτώσεις της, τὶς ἀναταράξεις της καὶ τὶς συχνὲς διαταραχές, ποὺ προκαλεῖ σὲ ὅλους μας. Διαποτισμένοι ἀπὸ τὴν ἐλευθερία τῆς βουλήσεως καὶ μὲ σημαία μας τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα δυνάμεθα νὰ ἀντισταθοῦμε καὶ νὰ διαφυλάξουμε τὸν πολιτισμὸ καὶ τὴν ἱστορία μας. Ἡ πίστη μας στὸν ἄνθρωπο καὶ στὴν ἀνάγκη γιὰ ἀλληλεγγύη μεταξύ μας θὰ στηρίξει τὸ μέλλον τῆς ἀνθρωπότητος.
Παγκοσμιοποίηση (globalisation στὰ ἀγγλικά, mondialisation στὰ γαλλικά, globalisierung στὰ γερμανικά) χαρακτηρίζεται τὸ «οἰκονομικὸ φαινόμενο, τὸ ὁποῖο ἐμφανίσθηκε τὶς τελευταῖες δεκαετίες τὸν 20οῦ αἰῶνα καὶ ἔλαβε γρήγορα πολιτικὲς καὶ κοινωνικὲς διαστάσεις»1
Σύμφωνα μὲ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη κ, Βαρθολομαῖο «προέρχεται κυρίως ἀπὸ θελήσεις μὴ κρατικάς, ἀλλ᾿ ἰδιωτικάς, καὶ δὴ τὰς θελήσεις τῶν πολυεθνικῶν οἰκονομικῶν κολοσσῶν, καὶ ὑποβοηθεῖται ἀπὸ τὴν ἀσύλληπτον ἀνάπτυξιν τῶν ἐπικοινωνιῶν,...»2
Παγκοσμιοποίηση σημαίνει τόσο τὴν κατάργηση τῶν συνόρων στὸ ἐμπόριο καὶ τὴν οἰκονομία, ὅσο καὶ τὴν σταδιακὴ κατάργηση τῶν ἐθνικῶν συνόρων. Ἢ παγκόσμια αὐτὴ ἑνοποίηση θὰ εἶναι ὅμως ἀσταθής, ἐὰν δὲν συνοδεύεται καὶ ἀπὸ μία πολιτισμικὴ καὶ θρησκευτικὴ παγκοσμιοποίηση μὲ τὴν ἔννοια τῆς ὁμογενοποιήσεως.
Τὴν Ἐκκλησία ἐνδιαφέρει κυρίως ἡ πολιτισμικὴ παγκοσμιοποίηση-ὁμογενοποίηοη, χωρὶς νὰ τὴν ἀφήνει ἀδιάφορη καὶ ἡ οἰκονομικὴ μὲ τὶς συνέπειές της3, οἱ ὁποῖες -ὅπως ὁμολογεῖται- θὰ εἶναι ὄχι ἡ ἄνοδος τοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου του Ταϋλανδοῦ καὶ ἡ ἐξομοίωσή του μὲ αὐτὸ τοῦ Εὐρωπαίου, ἀλλὰ τὸ ἀντίστροφο.4
Ὅπως ὁμολογεῖται, «ἡ παγκοσμιοποίηση θὰ ἐπιφέρει κατάρρευση τοῦ περιβάλλοντος καὶ ξερίζωμα κάθε ἐθνικῆς κουλτούρας σὲ βαθμὸ ποὺ ὄεν ἔχει δεῖ ποτὲ ἡ ἱστορία».5
Ἀκόμη πιὸ ἀπερίφραστα ὁμιλεῖ ὁ David Rothkopf, διευθυντὴς τῆς ἑταιρείας πολιτικοῦ μάνατζμεντ τοῦ Henry Kissinger, ὁ ὁποῖος δηλώνει ὅτι ἡ παγκοσμιοποίηση δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ «ἐπιβολὴ τοῦ ἀμερικανικοῦ μοντέλου». Γι᾿ αὐτὸ καὶ προκρίνει τὴ χρήση τοῦ ὄρου πολιτιστικὸς ἰμπεριαλισμὸς ἀντὶ γιὰ τὸν ὅρο παγκοσμιοποίηση.6
Γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ περιεχομένου καὶ τῶν στόχων τῆς παγκοσμιοποιήσεως εἶναι ἀπαραίτητη ἡ συσχέτισή της μὲ τὴν λεγομένη Νέα Τάξη Πραγμάτων καὶ τὴν Νέα Ἐποχή.
Ἡ ὁμογενοποίηση, πολιτισμικὴ καὶ θρησκευτική, ποὺ προωθεῖ ἡ παγκοσμιοποίηση, συμπληρώνεται ἀπὸ τὴν ἐπιδίωξη μετατροπῆς τῶν κοινωνιῶν σὲ πολυφυλετικές, πολυπολιτισμικὲς καὶ πολυθρησκευτικὲς ποὺ ἐπιδιώκει ἡ Νέα Τάξη Πραγμάτων, μέσῳ κυρίως τῆς προβολῆς τῶν δικαιωμάτων ποικίλων πραγματικῶν ἢ κατασκευασμένων μειονοτήτων, ἐθνικῶν, θρησκευτικῶν, σεξουαλικῶν προτιμήσεων κλπ.
Ἡ προαναφερθεῖσα πολυπολιτισμικότητα μέσα στὴν ἴδια κοινωνία, καταλήγει πρὸς τὸ παρόν, σὲ γκετοποιήσεις καὶ κοινωνικὲς συγκρούσεις, ὅπως ἔδειξε καὶ τὸ πρόσφατο παράδειγμα τῆς ἐξέγερσης στὰ παρισινὰ προάστεια τὸ 2006.
Ἡ παγκοσμιοποίηση, λοιπόν, δημιουργεῖ μιὰ σειρὰ ἀπὸ προβλήματα: Διάλυση τοῦ κοινωνικοῦ ἱστοῦ, συρρίκνωση τοῦ κράτους πρόνοιας, ἀνεργία, γενικευμένη διαφθορά, θεοποίηση τοῦ ἀνταγωνισμοῦ στὸ πλαίσιο τῆς ἐλεύθερης οἰκονομίας, ἰσοπέδωση ἐθνικῶν, γλωσσικῶν, πολιτισμικῶν καὶ θρησκευτικῶν ἰδιαιτεροτήτων καὶ παραδόσεων.
Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Θεολογία καὶ ἡ Ποιμαντικὴ μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας εὑρίσκεται μπροστὰ σὲ μία πρόκληση. Ἡ συνειδητοποίηση τῆς προκλήσεως ἀποτελεῖ τὴν προϋπόθεση καὶ τὸ πρῶτο βῆμα γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση αὐτῆς τῆς νέας καταστάσεως.
Ἡ Ἐκκλησία χωρὶς νὰ δαιμονοποίεϊ τὴν παγκοσμιοποίηση καὶ χωρὶς νὰ παραγνωρίζει τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ νέα κατάσταση μπορεῖ νὰ ἐμπεριέχει καὶ στοιχεῖα ποὺ θὰ ἦταν δυνατὸν καὶ ἐπιθυμητῶν νὰ χρησιμοποιηθοῦν ἀπὸ τὴν ποιμαντική της διακονία, στέκεται κριτικὰ ἀπέναντι στὴν παγκοσμιοποίηση, ἐπειδὴ θεωρεῖ ὅτι ἀπὸ τὴν παγκοσμιοποίηση, ἔτσι ὅπως προωθεῖται μέχρι στιγμῆς, κινδυνεύουν καὶ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο καὶ ἡ κοινωνία. Ἡ κριτικὴ ποὺ μπορεῖ νά. ἀσκηθεῖ ἀπὸ Ὀρθοδόξου πλευρᾶς εἶναι στὰ ἑξῆς ἐπίπεδα:
1) Κριτικὴ στὸ ἐπίπεδο τοῦ προσώπου. Τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ, ὁριοθετεῖται καὶ χαρακτηρίζεται κυρίως ἀπὸ τρία δομικὰ στοιχεῖα: ἐλευθερία, ἑτερότητα (μοναδικότητα) καὶ κοινωνικότητα (ἐκζήτηση κοινωνίας). Καὶ τὰ τρία αὐτὰ βάλλονται καὶ ἐν τέλει ἀναιροῦνται ἀπὸ τὴν ἰσοπεδωτικὴ παγκοσμιοποίηση.
2) Κριτικὴ στὸ ἐπίπεδό της κοινωνίας. Ἡ κοινωνία, γιὰ νὰ εἶναι πραγματικὴ κοινωνία καὶ ὄχι ἁπλὴ συνύπαριη ἀλληλοανταγωνιζομένων ὁμάδων καὶ ἀτόμων, πρέπει νὰ ἔχει ὡς συνεκτικὸ στοιχεῖο τὴν ἀγάπη, τὴν ἀλληλεγγύη καὶ τὴν κοινωνικὴ πρόνοια. Καὶ τὰ τρία ὅμως αὐτὰ ἀναιροῦνται ἀπὸ τὴν ἰσοπεδωτικὴ παγκοσμιοποίηση.
3) Κριτικὴ σὲ ἐπίπεδο πίστεως. Ἐπὶ πλέον καὶ κυρίως, ὅπως παρατηρεῖ ὁ σεβαστὸς Ἁγιορείτης Καθηγούμενος π. Γεώργιος Καφάνης, «Ἢ παγκοσμιοποίησι δὲν θὰ εἶναι ἐφικτή, ἐὰν καὶ οἱ θρησκεῖες δὲν παραιτηθοῦν ἀπὸ τὴν ἀξίωσί τους, ὅτι ἔχουν τὴν ἀπόλυτη Ἀλήθεια, καὶ ἐὰν δὲν δεχθοῦν νὰ προχωρήσουν σὲ μία ὑπερθρησκεία, ἕνα μίγμα θρησκειῶν».7 Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ κυρίως μᾶς ἐνοχλεῖ εἶναι ὅτι «Σχεδιάζεται μία παγκοσμιοποίηση ὄχι μόνο χωρὶς Χριστό, ἀλλὰ καὶ κατὰ τοῦ Χριστοῦ».8 Ἐπιπροσθέτως ὡς Χριστιανοὺς Ὀρθοδόξους μᾶς βρίσκει ἀντιθέτους ὁ δυναστικός, ὑποκριτικὸς καὶ συνωμοτικὸς τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο προωθεῖται καὶ ἐπιβάλλεται ἡ παγκοσμιοποίηση τῶν ἰσχυρῶν της γῆς.
Ἄρα, λοιπόν, ἔχουμε ἀπὸ τὴν μία πλευρὰ μία ψευδὴ παγκοσμιοποίηση,- αὐτὴν ποὺ σήμερα προωθεῖται, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ἔχουμε τὴν ἀληθῆ παγκοσμιοποίηση, αὐτὴν ποὺ ἐδῶ καὶ δυὸ χιλιάδες χρόνια εἶναι τὸ βίωμα καὶ πρότυπο ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τὴν σταυροαναστάσιμη θεανθρώπινη παγκοσμιοποίηση-ἕνωση μέσα στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία. Αὐτὴ «ἡ ἀληθινὴ παγκοσμιοποίησις ἄρχισε μὲ τὴν Σάρκωσι τοῦ Θεοῦ Λόγου, ποὺ προσέλαβε ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπινὴ φύσι καὶ ῾ἥνωσε τὰ τὸ πρὶν διεστῶτα᾿ καὶ ῾ἀνέστησε παγγενῆ τὸν Ἀδάμ᾿».9
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, Θεολογία καὶ Ποιμαντικὴ ὡς ἀπάντηση στὴν ψευδῆ παγκοσμιοποίηση τῆς ἰσοπεδώσεως τῶν προσώπων, τῆς ἀνελευθερίας καὶ τοῦ ἄνευ ὅρων ἀνταγωνισμοῦ, προβάλλει τὴν ἀληθῆ παγκοσμιοποίηση, ποὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ἀνύψωση τῶν ἀνθρώπων ὡς προσώπων καὶ τὴν ἐν Χριστῷ ἀνακαίνιση τῶν πάντων.
Ἡ δική μας Ὀρθόδοξη πρόταση εἶναι ἡ Οἰκουμενικότητα, Καθολικότητα καὶ Παγκοσμιότητα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ παράγει παγκοσμίους ἀνθρώπους, κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ πρώτου καὶ κατ᾿ ἐξοχὴν παγκοσμίου ἀνθρώπου, τοῦ θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Οἱ παγκόσμιοι αὐτοὶ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας θυσιάζουν τὸν ἑαυτό τους καὶ ὄχι τοὺς ἄλλους ἐν ὀνόματι κάποιας ἰδεολογίας παγκοσμιοποιήσεως.10
1. Ἐγκυκλ. «Δομή», τ. 22, σ. 487
2. Βλ. Ὁμιλία Οἰκουμ. Πατριάρχου στὸ Οἰκονομικὸ Φόρουμ στὸ Νταβὸς τῆς Ἑλβετίας τὸ 1999
3. Πρβλ. Ὁμιλία Ἀρχιεπ. κ. Χριστοδούλου στὸ Γ´ Ἱερατικὸ Συνέδριο τῆς Ἱ. Ἀρχιεπ. Ἀθηνῶν, 9.5.2006
4. Πρβλ. Ὁμιλία Ἀρχιεπ. κ. Χριστοδούλου σὲ ἡμερίδα (29.5.2001)
5. Τόμας Φρίντμαν
6. Πρβλ. Ὁμιλία Ἀρχιεπ. κ. Χριστοδούλου σὲ ἡμερίδα (29.5.2001)
7. Βλ. Χριστουγεννιάτικο μήνυμα 1998 μὲ τίτλο «Χριστὸς καὶ Παγκοσμιοποίησις»
8. π. Γ. Καψάνης, ἔνθ᾿ ἀνωτ.
9. π. Γ. Καψάνης, ἔνθ᾿ ἀνωτ.
10. π. Γ. Καψάνης, ἔνθ᾿ ἀνωτ.