Ἔτσι τιτλοφοροῦνται ἑπτὰ ἐπιστολὲς τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἀπὸ αὐτὲς οἱ τέσσερις στὰ προοίμιά τους ἀναφέρουν τοὺς συγγραφεῖς τους. Οἱ δύο ἀναφέρεται ὅτι γράφτηκαν ἀπὸ τὸν Πέτρο, μία ἄλλη ἀπὸ τὸν Ἰάκωβο, καὶ τὴ τρίτη ἀπὸ τὸν Ἰούδα. Οἱ ἄλλες τρεῖς ἀποδίδονται στὸν Ἰωάννη.
Πολὺ νωρὶς οἱ ἐπιστολὲς αὐτὲς ἀποτέλεσαν ξεχωριστὴ ὁμάδα, καὶ ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὠριγένη ἄρχισε νὰ ἐπικρατεῖ γι᾿ αὐτὲς ἡ ὀνομασία «Καθολικές». Γιὰ τὴν ἔννοια τῆς ὀνομασίας αὐτῆς διατυπώθηκαν κατὰ καιροὺς διάφορες γνῶμες. Πιθανότερη ἀπὸ αὐτὲς φαίνεται ἡ γνώμη τοῦ Οἰκουμενίου, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία οἱ ἐπιστολὲς αὐτὲς λέγονται «καθολικὲς» διότι δὲν ἀποστέλλονται σὲ ὁρισμένες Ἐκκλησίες ἢ σὲ κατανομαζόμενα πρόσωπα, ὅπως οἱ ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου (πρὸς Ῥωμαίους, πρὸς Κορινθίους, πρὸς Τιμόθεον κλπ.), ἀλλὰ εἶναι κατὰ κάποιο τρόπο ἐγκύκλιοι ποὺ ἀπευθύνονται στοὺς Χριστιανοὺς Ἰουδαίους τῆς διασπορᾶς. Καὶ εἶναι βέβαια ἀληθινὸ ὅτι οἱ δύο τελευταῖες ἐπιστολὲς τοῦ Ἰωάννου ἔχουν ἰδιωτικὸ χαρακτήρα, ἀλλὰ ὅπως σωστὰ παρατηρήθηκε, δόθηκε καὶ σ᾿ αὐτὲς ἡ ἴδια ὀνομασία μὲ βάση τὴν πρώτη καὶ κυριότερη ἐπιστολὴ τοῦ Ἰωάννου. Ὀνομάστηκαν δηλαδὴ καὶ οἱ δύο αὐτὲς πολὺ μικρὲς ἐπιστολὲς «καθολικές», ἐπειδὴ ἀποτελοῦν ἀναπόσπαστο σύνολο μὲ τὴν πρώτη, ἡ ὁποία ἀναμφισβήτητα εἶναι «καθολική».
Ὁ Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, ποὺ ἔγραψε τὴν ἐπιστολὴ αὐτή, διακρίνεται τόσο ἀπὸ τὸν Ἰάκωβο τὸ γιὸ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ἀδελφὸ τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ὅσο καὶ ἀπὸ τὸν Ἰάκωβο τὸ μικρό, τὸ γιὸ τοῦ Ἀλφαίου. Καὶ οἱ δύο αὐτοὶ Ἰάκωβοι ὑπῆρξαν Ἀπόστολοι ἀπὸ τοὺς δώδεκα· ὁ Ἀδελφόθεος ἀντιθέτως προστέθηκε στὸν κύκλο τῶν μαθητῶν μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καὶ διετέλεσε πρῶτος ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων. Διακρίθηκε καὶ μεταξύ των Ἀποστόλων, καὶ θεωροῦνταν μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο καὶ τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς στύλους τῆς πρώτης Ἐκκλησίας.
Ὀνομάζεται «Ἀδελφόθεος», διότι, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπικρατέστερη γνώμη, ἦταν μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους θεωρούμενους ἀδελφοὺς τοῦ Χριστοῦ γιὸς τοῦ μνήστορος Ἰωσὴφ ἀπὸ γυναίκα μὲ τὴν ὁποία εἶχε ἔλθει σὲ γάμο προτοῦ μνηστευθεῖ τὴν ἀειπάρθενο Θεοτόκο.
Ὁ Ἰάκωβος ἦταν ἀσκητικὸς στὸν τρόπο ζωῆς του καὶ εἶχε ἀποσκληρυμμένα «τὰ γόνατά του σὰν τῆς καμήλας», διότι συνεχῶς προσευχόταν γονατιστὸς «προσκυνώντας τὸν Θεὸ καὶ ζητώντας τὴν ἄφεση γιὰ τὸ λαό του». Καὶ γιὰ τὴν πολὺ μεγάλη του δικαιοσύνη ὀνομαζόταν «ὁ Δίκαιος». Λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν πολιορκία τῶν Ἱεροσολύμων οἱ Ἰουδαῖοι ποὺ παρέμειναν ἄπιστοι τὸν λιθοβόλησαν. Κι ἐνῶ ἦταν ἡμιθανής, τὸν ἀποτελείωσε ἕνας γναφέας χτυπώντας τον πολὺ δυνατὰ μ᾿ ἕνα δοκάρι στὸ κεφάλι.
Ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος ἀπηύθυνε τὴν ἐπιστολή του ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα πρὸς τὶς δώδεκα φυλὲς τῆς διασπορᾶς, δηλαδὴ τοὺς Ἰουδαίους Χριστιανοὺς ποὺ ἦταν διασκορπισμένοι στὰ ἔθνη. Τὴν ἔγραψε πολὺ πιθανὸν πρὶν ἀπὸ τὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο (50. μ.Χ).
Στίχ. 1-4. Οἱ δοκιμασίες μᾶς ὠφελοῦν πνευματικῶς. |
|
1. Ἰάκωβος, Θεοῦ καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλος ταῖς δώδεκα φυλαῖς ταῖς ἐν τῇ διασπορᾷ χαίρειν. | 1. Ἐγὼ ὁ Ἰάκωβος, δοῦλος τοῦ Θεοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, γράφω τὴν ἐπιστολὴ αὐτή σε ὅσους ἀπὸ τὶς δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραὴλ ἔχουν πιστέψει καὶ εἶναι διασκορπισμένοι σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο. Καὶ τοὺς εὔχομαι νὰ χαίρονται. |
2. Πᾶσαν χαρὰν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις, | 2. Ἀδελφοί μου, ὅταν πέσετε μέσα σὲ διάφορες δοκιμασίες καὶ θλίψεις, νὰ θεωρεῖτε τὸ γεγονὸς αὐτὸ αἰτία τέλειας χαρᾶς. |
3. γινώσκοντες ὅτι τὸ δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως κατεργάζεται ὑπομονήν· | 3. Καὶ θὰ χαίρεστε στὶς θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμούς σας αὐτούς, ὅταν γνωρίζετε ὅτι ἡ δοκιμασία τῆς πίστεώς σας ἀπὸ τὶς θλίψεις φέρνει ὡς ἀποτέλεσμα ὑπομονὴ σταθερή, ἀσφαλῆ καὶ πλήρη. |
4. ἡ δὲ ὑπομονὴ ἔργον τέλειον ἐχέτω, ἵνα ἦτε τέλειοι καὶ ὁλόκληροι, ἐν μηδενὶ λειπόμενοι. | 4. Ἡ ὑπομονὴ αὐτὴ ἂς εἶναι ἀκλόνητη κι ἔτσι ἂς παράγει ὡς καρπὸ τῆς τελειοποιήσεώς σας μιὰ ἀρετὴ δοκιμασμένη, γιὰ νὰ εἶστε τέλειοι καὶ ὁλοκληρωμένοι, καὶ νὰ μὴν ὑστερεῖτε σὲ τίποτε. |
Στίχ. 5-8. Αἴτηση σοφίας ἀπὸ τὸν Θεό. |
|
5. Εἰ δέ τις ὑμῶν λείπεται σοφίας, αἰτείτω παρὰ τοῦ διδόντος Θεοῦ πᾶσιν ἁπλῶς καὶ μὴ ὀνειδίζοντος, καὶ δοθήσεται αὐτῷ· | 5. Ἂν ὅμως κάποιος ἀπὸ σᾶς ὑστερεῖ σὲ σοφία, δὲν ἔχει δηλαδὴ τὴ σοφία νὰ διακρίνει, διότι ἔρχεται ὁ πειρασμὸς καὶ πῶς πρέπει νὰ τὸν ὑπομένει, ἂς ζητᾶ τὴ σοφία αὐτὴ ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος δίνει διαρκῶς σὲ ὅλους μὲ γενναιοδωρία καὶ δὲν ἐξευτελίζει αὐτὸν ποὺ ζητᾶ. Ἂς ζητᾶ λοιπὸν ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴ σοφία αὐτή, καὶ ὁ Θεὸς θὰ τοῦ τὴ δώσει ὁπωσδήποτε. |
6. αἰτείτω δὲ ἐν πίστει, μηδὲν διακρινόμενος· ὁ γὰρ διακρινόμενος ἔοικε κλύδωνι θαλάσσης ἀνεμιζομένῳ καὶ ριπιζομένῳ. | 6. Νὰ τὴ ζητᾶ ὅμως μὲ πίστη, χωρὶς νὰ διστάζει στὸ παραμικρὸ ἢ νὰ ἔχει ἀμφιβολίες γιὰ τὸ ἂν ὁ Θεὸς θὰ τὸν ἀκούσει. Προσέχετε νὰ μὴν εἰσχωρεῖ στὶς ψυχὲς σᾶς ἕνας τέτοιος δισταγμός. Διότι ἐκεῖνος ποὺ διστάζει καὶ ἀμφιβάλλει καταντᾶ ἄστατος. Μοιάζει μὲ τὸ κύμα τῆς θάλασσας ποὺ τὸ συνταράσσει ὁ ἄνεμος καὶ τὸ πηγαίνει ἐδῶ κι ἐκεῖ. Γιὰ κανένα λόγο λοιπὸν δὲν πρέπει ἡ ἀστάθεια νὰ ἀκολουθεῖ τὶς προσευχές μας καὶ τὶς αἰτήσεις μας πρὸς τὸν Θεό. |
7. μὴ γὰρ οἰέσθω ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὅτι λήψεταί τι παρὰ τοῦ Κυρίου. | 7. Ἂς μὴ νομίζει ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ποὺ ἀμφιβάλλει καὶ εἶναι ἀκατάστατος ὅτι θὰ πάρει ἀπὸ τὸν Κύριο κάτι ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ τοῦ ζήτησε. |
8. ἀνὴρ δίψυχος, ἀκατάστατος ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ. | 8. Ἄνθρωπος ποὺ εἶναι δίψυχος καὶ δίγνωμος καὶ δὲν μένει σταθερὸς σὲ μία ἀπόφαση, εἶναι ἀκατάστατος καὶ ἀσταθὴς σ᾿ ὅλα ὅσα ἀποφασίζει καὶ ἐνεργεῖ, καὶ γενικότερα σ᾿ ὅλη τὴ συμπεριφορά του. Ἄρα θὰ εἶναι ἄστατος καὶ στὶς προσευχές του. Πῶς εἶναι λοιπὸν δυνατὸν νὰ εἰσακουσθεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο, ἀφοῦ ἀμφιταλαντεύεται ἀκόμη καὶ σ᾿ ὅσα τοῦ ζητᾶ; |
Στίχ. 9-11. Ἡ φτώχεια δὲν εἶναι κακὸ καὶ ὁ πλοῦτος δὲν εἶναι πλεονέκτημα. |
|
9. καυχάσθω δὲ ὁ ἀδελφὸς ὁ ταπεινὸς ἐν τῷ ὕψει αὐτοῦ, | 9. Καὶ ὡς πρὸς τὸν πειρασμὸ καὶ τὴ δοκιμασία ποὺ δημιουργεῖ ἡ φτώχεια, σᾶς λέω τὰ ἑξῆς: Ὁ ἀδελφὸς ποὺ εἶναι φτωχὸς καὶ ἄσημος ἂς καυχιέται γιὰ τὸ πνευματικὸ ὕψος ποὺ τὸν ἀνεβάζει ὁ Θεὸς μὲ τὸν πειρασμὸ τῆς φτώχειας καὶ τῶν στερήσεων. |
10. ὁ δὲ πλούσιος ἐν τῇ ταπεινώσει αὐτοῦ, ὅτι ὡς ἄνθος χόρτου παρελεύσεται. | 10. Ἐνῶ ὁ πλούσιος ἀδελφὸς ἂς καυχιέται ὄχι γιὰ τὰ πλούτη του, ἀλλὰ γιὰ τὸ ταπεινὸ φρόνημα ποὺ ἀποκτᾶ μὲ τὴ σκέψη ὅτι ὁ πλοῦτος δὲν προσθέτει πραγματικὴ ἀξία στὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν εἶναι κάτι μόνιμο καὶ αἰώνιο. Διότι σὰν τὸ ἀγριολούλουδο θὰ χαθεῖ ὁ πλοῦτος αὐτός. |
11. ἀνέτειλε γὰρ ὁ ἥλιος σὺν τῷ καύσωνι καὶ ἐξήρανε τὸν χόρτον, καὶ τὸ ἄνθος αὐτοῦ ἐξέπεσε, καὶ ἡ εὐπρέπεια τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἀπώλετο. οὕτω καὶ ὁ πλούσιος ἐν ταῖς πορείαις αὐτοῦ μαρανθήσεται. | 11. Ἀνατέλλει δηλαδὴ ὁ ἥλιος μὲ τὸν καυστικὸ λίβα του καὶ ξεραίνει τὸ χορτάρι, καὶ τὸ ἄνθος τοῦ μαραίνεται καὶ πέφτει, καὶ χάνεται ἡ ὀμορφιὰ τοῦ σχήματος καὶ τοῦ χρώματός του. Ἔτσι καὶ ὁ πλούσιος θὰ μαραθεῖ καὶ θὰ πέσει ἔξω στὰ σχέδιά του καὶ στὶς ἐπιχειρήσεις του. |
Στίχ. 12-15. Ἡ αἰτία τῶν ἁμαρτητικῶν πειρασμῶν. |
|
12. Μακάριος ἀνὴρ ὃς ὑπομένει πειρασμόν· ὅτι δόκιμος γενόμενος λήψεται τὸν στέφανον τῆς ζωῆς, ὃν ἐπηγγείλατο ὁ Κύριος τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν. | 12. Πανευτυχὴς εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ σηκώνει μὲ ὑπομονὴ καὶ καρτερία τὴ δοκιμασία τῶν θλίψεων. Καὶ εἶναι πανευτυχής, διότι ὅταν μὲ τὴ δοκιμασία γίνει σταθερός, δοκιμασμένος καὶ γυμνασμένος, θὰ πάρει τὸ λαμπρὸ καὶ ἔνδοξο στεφάνι τῆς αἰώνιας ζωῆς, τὸ ὁποῖο ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος σ᾿ ἐκείνους ποὺ τὸν ἀγαποῦν. |
13. Μηδεὶς πειραζόμενος λεγέτω ὅτι ἀπὸ Θεοῦ πειράζομαι· ὁ γὰρ Θεὸς ἀπείραστός ἐστι κακῶν, πειράζει δὲ αὐτὸς οὐδένα. | 13. Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς τῶν θλίψεων μὲ τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς μᾶς καταρτίζει, ὑπάρχουν καὶ πειρασμοὶ ποὺ προκαλοῦνται ἀπὸ τὰ ἁμαρτωλά μας πάθη. Κανένας ἄνθρωπος ποὺ πειράζεται πρὸς τὴν ἁμαρτία νὰ μὴ λέει ὅτι «ὁ Θεὸς εἶναι ἡ αἰτία ποὺ πειράζομαι καὶ σπρώχνομαι στὴν ἁμαρτία». Τέτοια βλασφημία ποτὲ νὰ μὴν τὴ βάλει κανεὶς στὸ νοῦ του. Διότι εἶναι ἀπολύτως ἀδύνατον νὰ μπεῖ ποτὲ ὁ Θεὸς σὲ πειρασμὸ ἀπὸ κάτι κακὸ καὶ πονηρό· καὶ συνεπῶς εἶναι ἀπολύτως ἀδύνατον καὶ νὰ προκαλέσει πειρασμὸ ἁμαρτίας σὲ κανέναν. |
14. ἕκαστος δὲ πειράζεται ὑπὸ τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας ἐξελκόμενος καὶ δελεαζόμενος· | 14. Ὁ καθένας ἐρεθίζεται καὶ σπρώχνεται στὴν ἁμαρτία ἀπὸ τὴ δική του κακὴ ἐπιθυμία, ποὺ τὸν παρασύρει καὶ τὸν τραβὰ μὲ τὸ δόλωμα τῆς ἡδονῆς. |
15. εἶτα ἡ ἐπιθυμία συλλαβοῦσα τίκτει ἁμαρτίαν, ἡ δὲ ἁμαρτία ἀποτελεσθεῖσα ἀποκύει θάνατον. | 15. Ἐπειδὴ ἡ ἐπιθυμία του αὐτή, ἀφοῦ σὰν πονηρὴ γυναίκα συλλάβει τὸ κακὸ κερδίζοντας τὴ συγκατάθεση τῆς θελήσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἑνώνεται παράνομα μαζί της καὶ γεννᾶ ἁμαρτωλὲς πράξεις. Κι ὅταν ὁλοκληρωθεῖ πλήρως ἡ ἁμαρτία καὶ κυριεύσει τὴν ψυχή, γεννᾶ τὸ θάνατο. |
Στίχ. 16-18. Ὁ Θεὸς εἶναι ἡ πηγὴ τῶν τέλειων δωρημάτων. |
|
16. Μὴ πλανᾶσθε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί· | 16. Μὴν πλανᾶσθε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νομίζοντας ὅτι ἀπὸ τὸν Θεὸ μπορεῖ νὰ προέλθει κάποιο κακό. Ἀπὸ τὸν Θεὸ μόνο τὸ καλὸ προέρχεται. |
17. πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον ἀπὸ τοῦ πατρὸς τῶν φώτων, παρ᾿ ᾧ οὐκ ἔνι παραλλαγὴ ἢ τροπῆς ἀποσκίασμα. | 17. Κάθε καλὸ ποὺ δίνεται στοὺς ἀνθρώπους καὶ κάθε τέλειο δῶρο προέρχεται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ δημιουργὸς τῶν οὐράνιων φωτεινῶν σωμάτων καὶ ἡ ὕψιστη καὶ μοναδικὴ πηγὴ κάθε φωτισμοῦ, φυσικοῦ ἢ πνευματικοῦ. Σ᾿ αὐτὸν δὲν ὑπάρχει καμία ἀλλοίωση καὶ μεταβολὴ σὰν αὐτὲς ποὺ γίνονται στὴ σελήνη ἢ συντελοῦνται ἀπὸ τὴ διαδοχὴ τῆς νύχτας καὶ τῆς ἡμέρας. Ἀλλὰ οὔτε καὶ σκιὰ ὑπάρχει σὰν ἐκείνη ποὺ δημιουργεῖται ἀπὸ τὴν περιστοφὴ καὶ τὴ μετακίνηση τῶν ἄστρων καὶ τῶν οὐράνιων σωμάτων. |
18. βουληθεὶς ἀπεκύησεν ἡμᾶς λόγῳ ἀληθείας εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς ἀπαρχήν τινα τῶν αὐτοῦ κτισμάτων. | 18. Ὁ Θεὸς εἶναι ὅλος φῶς. Αὐτὸς ἀπὸ τὴ δική του ἀγαθὴ θέληση μᾶς γέννησε πνευματικὰ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ εἶναι λόγος τῆς ἀλήθειας, γιὰ νὰ εἴμαστε κατὰ κάποιον τρόπο τὸ πιὸ ἐκλεκτὸ μέρος ἀπὸ τὰ ὁρατὰ δημιουργήματά του, ἀφιερωμένο στὸ Θεό. |
Στίχ. 19-27. Πρέπει νὰ ἀκοῦμε καὶ νὰ ἐφαρμόζουμε τὸ θεῖο λόγο. |
|
19. Ὥστε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, ἔστω πᾶς ἄνθρωπος ταχὺς εἰς τὸ ἀκοῦσαι, βραδὺς εἰς τὸ λαλῆσαι, βραδὺς εἰς ὀργήν· | 19. Συνεπῶς, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀφοῦ ὁ Θεὸς μᾶς ἀναγέννησε μὲ τὸ λόγο τῆς ἀλήθειας, ἂς εἶναι ὁ καθένας γρήγορος καὶ πρόθυμος νὰ ἀκούσει τὸν σωτηριώδη αὐτὸ λόγο σὲ κάθε εὐκαιρία ποὺ τοῦ παρουσιάζεται. Ἀντίθετα νὰ εἶναι ἀργὸς καὶ ἀπρόθυμος νὰ μιλᾶ, γιὰ νὰ μὴ λέει τίποτε βλάσφημο ἢ ἀνάρμοστο ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Ἂς εἶναι καὶ δυσκίνητος καὶ ἀπρόθυμος νὰ ὀργίζεται, ὅταν οἱ ἄλλοι ἔχουν διαφορετικὴ γνώμη ἀπ᾿ αὐτὸν ἢ φαίνονται ἀδιάφοροι στὴ διδασκαλία του καὶ τὶς συμβουλές του. |
20. ὀργὴ γὰρ ἀνδρὸς δικαιοσύνην Θεοῦ οὐ κατεργάζεται. | 20. Πρέπει ὁ καθένας μας νὰ εἶναι δυσκίνητος στὴν ὀργή, διότι ἡ ὀργὴ παρασύρει τὸν ἄνθρωπο σὲ ἐξάψεις καὶ ἀδικήματα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅποιος ὀργίζεται δὲν ἀποκτᾶ τὴν ἀρετὴ τῆς δικαιοσύνης ποὺ ζητᾶ ὁ Θεός. |
21. διὸ ἀποθέμενοι πᾶσαν ῥυπαρίαν καὶ περισσείαν κακίας ἐν πραΰτητι δέξασθε τὸν ἔμφυτον λόγον τὸν δυνάμενον σῶσαι τὰς ψυχὰς ὑμῶν. | 21. Ἡ ὀργὴ λοιπὸν δὲν ὁδηγεῖ στὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ κι ἐσεῖς πετάξτε μακριὰ ἀπὸ τὶς ψυχές σας ὡς ἀκάθαρτο ἔνδυμα κάθε ἠθικὴ ρυπαρότητα καὶ ἀκαθαρσία καὶ κάθε περιττὸ στὶς σκέψεις, τοὺς λόγους καὶ τὶς πράξεις σας, τὸ ὁποῖο ὡς περιττὸ ποὺ εἶναι προέρχεται ἀπ᾿ τὴν κακία· καὶ δεχθεῖτε μὲ πραότητα τὸν εὐαγγελικὸ λόγο ποὺ φυτεύτηκε μέσα σας μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ἀναγέννησή σας καὶ ἔχει τὴ δύναμη νὰ σώσει τὶς ψυχές σας. |
22. Γίνεσθε δὲ ποιηταὶ λόγου καὶ μὴ μόνον ἀκροαταί, παραλογιζόμενοι ἑαυτούς. | 22. Νὰ γίνεστε τηρητὲς τοῦ λόγου καὶ ὄχι μόνον ἀκροατές. Καὶ μὴν ἐξαπατᾶτε τὸν ἑαυτὸ σᾶς νομίζοντας ὅτι ἀρκεῖ μόνο νὰ ἀκούει κανεὶς τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. |
23. ὅτι εἴ τις ἀκροατὴς λόγου ἐστὶ καὶ οὐ ποιητής, οὗτος ἔοικεν ἀνδρὶ κατανοοῦντι τὸ πρόσωπον τῆς γενέσεως αὐτοῦ ἐν ἐσόπτρῳ· | 23. Αὐτὸ εἶναι πλάνη. Διότι ἂν κανεὶς εἶναι μόνον ἀκροατὴς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τηρητής του, αὐτὸς μοιάζει μ᾿ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ παρατήρησε καλὰ στὸν καθρέπτη τὸ φυσικό του πρόσωπο, ποὺ ἔχει ἀπὸ τὴ γέννησή του· |
24. κατενόησε γὰρ ἑαυτὸν καὶ ἀπελήλυθε, καὶ εὐθέως ἐπελάθετο ὁποῖος ἦν. | 24. ἀφοῦ λοιπὸν παρατήρησε καλὰ τὸν ἑαυτό του στὸν καθρέφτη, μετὰ ἀπομακρύνθηκε, κι ἀμέσως ξέχασε πῶς ἦταν. Ἔτσι κι ἐκεῖνος ποὺ μὲ τὸν πνευματικὸ καθρέφτη τοῦ θείου λόγου γνώρισε τὶς ἐλλείψεις τῆς ψυχῆς του· ἂν δὲν διορθωθεῖ μὲ βάση τὴ γνώση αὐτὴ ποὺ ἀπέκτησε καὶ δὲν γίνει τηρητὴς αὐτῶν ποὺ ἔμαθε ἀπὸ τὴν ἀκρόαση τοῦ λόγου, ξεχνάει σὲ λίγο τα πάντα. |
25. Ὁ δὲ παρακύψας εἰς νόμον τέλειον τὸν τῆς ἐλευθερίας καὶ παραμείνας, οὗτος οὐκ ἀκροατὴς ἐπιλησμονῆς γενόμενος, ἀλλὰ ποιητὴς ἔργου, οὗτος μακάριος ἐν τῇ ποιήσει αὐτοῦ ἔσται. | 25. Ὅποιος ὅμως πρόσεξε, μελέτησε καλὰ καὶ ἐμβάθυνε στὸν τέλειο νόμο τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, καὶ ἔμεινε σταθερὸς στὸν νόμο αὐτὸ καθιστώντας τὸν μόνιμο φρόνημά του καὶ ὁδηγό του, αὐτὸς δὲν ἔγινε ἀκροατὴς ποὺ ξεχνᾶ γρήγορα ὅσα ἄκουσε, ἀλλὰ τηρητὴς ποὺ κάνει ἔργα καὶ δὲν λέει μόνο λόγια. |
26. Εἴ τις δοκεῖ θρῆσκος εἶναι ἐν ὑμῖν μὴ χαλιναγωγῶν γλῶσσαν αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἀπατῶν καρδίαν αὐτοῦ, τούτου μάταιος ἡ θρησκεία. | 26. Λένε μερικοὶ μὲ εὐκολία: Ἐμεῖς εἴμαστε πιστοὶ τηρητὲς τῶν θρησκευτικῶν διατάξεων. Ἂς μάθουν αὐτοὶ αὐτὸ ποὺ θὰ πῶ: Ἐὰν κάποιος ἀπὸ σᾶς νομίζει ὅτι εἶναι θρῆσκος καὶ εὐσεβής, δὲν ἔχει ὅμως χαλινάρι καὶ μέτρο στὴ γλώσσα του, ἀλλὰ ἐξαπατᾶ τὴ συνείδησή του μὲ τὸ ψεύτικο αὐτὸ φρόνημά του, ἡ θρησκεία τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ εἶναι ἀνώφελη καὶ ἄχρηστη. |
27. θρησκεία καθαρὰ καὶ ἀμίαντος παρὰ τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ αὕτη ἐστίν, ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανοὺς καὶ χήρας ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν, ἄσπιλον ἑαυτὸν τηρεῖν ἀπὸ τοῦ κόσμου. | 27. Ἕνα ἀπὸ τὰ οὐσιαστικότερα γνωρίσματα τῆς θρησκείας τῆς καθαρῆς καὶ ἀμόλυντης ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς εἶναι αὐτό: νὰ ἐπισκέπτεται ὁ ἄνθρωπος τὰ ὀρφανὰ καὶ τὶς χῆρες, γιὰ νὰ τὰ παρηγορεῖ καὶ νὰ τὰ προστατεύει στὴ θλίψη τους, καὶ συγχρόνως νὰ διατηρεῖ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἐλεύθερο ἀπὸ κάθε μολυσμὸ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ ζεῖ μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. |
Στίχ. 1-13. Ἀποφυγὴ τῆς προσωποληψίας σὲ βάρος τῶν φτωχῶν. |
|
1. Ἀδελφοί μου, μὴ ἐν προσωποληψίαις ἔχετε τὴν πίστιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τῆς δόξης. | 1. Ἀδελφοί μου, νὰ ἔχετε πάντοτε εἰλικρινῆ καὶ θεάρεστα ἐλατήρια στὶς θρησκευτικὲς ἐκδηλώσεις τῆς πίστεως. Τὴν πίστη σας στὸν ἔνδοξο Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ μὴν τὴ συντροφεύετε μὲ μεροληπτικὲς διακρίσεις καὶ ἰδιαίτερες προτιμήσεις προσώπων σὲ καμία περίσταση, ἰδιαιτέρως μάλιστα στοὺς τόπους καὶ τὴν ὥρα τῆς λατρείας. |
2. ἐὰν γὰρ εἰσέλθῃ εἰς τὴν συναγωγὴν ὑμῶν ἀνὴρ χρυσοδακτύλιος ἐν ἐσθῆτι λαμπρᾷ, εἰσέλθῃ δὲ καὶ πτωχὸς ἐν ῥυπαρᾷ ἐσθῆτι, | 2. Διότι, ἐὰν γιὰ παράδειγμα εἰσέλθει στὴ σύναξη ποὺ κάνετε γιὰ νὰ λατρεύσετε τὸν Θεὸ ἕνας ἄνθρωπος μὲ χρυσὰ δαχτυλίδια, μὲ πολυτελῆ καὶ λαμπρὰ ροῦχα, καὶ εἰσέλθει καὶ κάποιος φτωχὸς μὲ παλιὰ καὶ λερωμένα ροῦχα, |
3. καὶ ἐπιβλέψητε ἐπὶ τὸν φοροῦντα τὴν ἐσθῆτα τὴν λαμπρὰν καὶ εἴπητε αὐτῷ, σὺ κάθου ὧδε καλῶς, καὶ τῷ πτωχῷ εἴπητε, σὺ στῆθι ἐκεῖ ἢ κάθου ὧδε ὑπὸ τὸ ὑποπόδιόν μου, | 3. καὶ στρέψετε ξυπασμένοι τὰ βλέμματά σας σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ φορᾶ τὰ λαμπρὰ ροῦχα καὶ τοῦ πεῖτε: Ἐσὺ κάθισε ἐδῶ, σὲ τιμητικὸ καὶ ἀναπαυτικὸ κάθισμα· καὶ στὸν φτωχὸ πεῖτε: Ἐσὺ στάσου ὄρθιος ἢ κάθισε ἐδῶ, πιὸ κάτω ἀπὸ τὸ σκαλοπάτι ποὺ πατοῦν τὰ πόδια μου, |
4. καὶ οὐ διεκρίθητε ἐν ἑαυτοῖς καὶ ἐγένεσθε κριταὶ διαλογισμῶν πονηρῶν; | 4. σᾶς ρωτῶ, τί κάνατε, ἀδελφοί μου; μὲ τὴ μεροληπτικὴ αὐτὴ συμπεριφορά σας δὲν αἰσθανθήκατε μέσα σας ἀμφιβολίες καὶ δισταγμοὺς καὶ τύψεις συνειδήσεως; Καὶ δὲν καταλήξατε ὡς ἄδικοι κριτὲς σὲ ἀπόφαση ποὺ ἐμπνέεται ἀπὸ σκέψεις πονηρές, ἀντίθετες μὲ τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴ χριστιανικὴ ἀγάπη; Διότι ἡ ἀγάπη αὐτὴ μᾶς ἐπιβάλλει νὰ θεωροῦμε ὅλους ἴσους καὶ ἀδελφούς μας. |
5. Ἀκούσατε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί. οὐχ ὁ Θεὸς ἐξελέξατο τοὺς πτωχοὺς τοῦ κόσμου πλουσίους ἐν πίστει καὶ κληρονόμους τῆς βασιλείας ἧς ἐπηγγείλατο τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν; | 5. Ἀκοῦστε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί. Δὲν διάλεξε ὁ Θεὸς ὅσους εἶναι φτωχοὶ ὡς πρὸς τὰ ὑλικὰ ἀγαθά του κόσμου γιὰ νὰ γίνουν πλούσιοι στὸν πνευματικὸ κόσμο ποὺ μᾶς διανοίγει ἡ πίστη, καὶ κληρονόμοι τῆς βασιλείας ποῦ ὑποσχέθηκε ὁ Θεὸς σ᾿ ἐκείνους ποῦ τὸν ἀγαποῦν; |
6. ὑμεῖς δὲ ἠτιμάσατε τὸν πτωχόν. οὐχ οἱ πλούσιοι καταδυναστεύουσιν ὑμῶν, καὶ αὐτοὶ ἕλκουσιν ὑμᾶς εἰς κριτήρια; | 6. Ἐνῶ λοιπὸν ὁ Θεὸς τίμησε τὸν φτωχό, ἐσεῖς ἀντίθετα τὸν κατεξευτελίσατε. Καὶ τιμήσατε τὸν πλούσιο. Ὅμως πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς πλούσιους δὲν σᾶς καταπιέζουν καὶ δὲν σᾶς σέρνουν μὲ τὴ βία στὰ δικαστήρια; |
7. οὐκ αὐτοὶ βλασφημοῦσι τὸ καλὸν ὄνομα τὸ ἐπικληθὲν ἐφ᾿ ὑμᾶς; | 7. Δὲν εἶναι αὐτοὶ ποὺ προσβάλλουν τὸ καλὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ τὸ ὁποῖο σᾶς δόθηκε, κι ἔτσι ὀνομάζεστε τώρα Χριστιανοὶ καὶ λαὸς τοῦ Χριστοῦ; |
8. εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε· | 8. Θὰ μοῦ προβάλλετε ἴσως τὴν ἔνσταση; Δὲν ἔχουμε καθῆκον νὰ ἀγαποῦμε καὶ τοὺς πλουσίους ὡς ἀδελφούς μας; Ἐὰν δὲν προσωποληπτεῖτε, ἀλλὰ ἐφαρμόζετε τὸ νόμο ποὺ πράγματι ἁρμόζει σὲ βασιλεῖς καὶ ὁ ὁποῖος σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγία Γραφὴ ὁρίζει «νὰ ἀγαπᾶς τὸ συνάνθρωπό σου ὅπως ἀγαπᾶς τὸν ἑαυτό σου», καλὰ κάνετε ποὺ ἀγαπᾶτε καὶ τιμᾶτε τοὺς πλουσίους. |
9. εἰ δὲ προσωποληπτεῖτε, ἁμαρτίαν ἐργάζεσθε, ἐλεγχόμενοι ὑπὸ τοῦ νόμου ὡς παραβάται. | 9. Ἂν ὅμως κάνετε μεροληπτικὲς διακρίσεις ἀνάλογα μὲ τὰ πρόσωπα, τότε ἁμαρτάνετε καὶ καταδικάζεστε ἀπὸ τὸν νόμο ὡς παραβάτες του. |
10. ὅστις γὰρ ὅλον τὸν νόμον τηρήσῃ, πταίσῃ δὲ ἐν ἑνί, γέγονε πάντων ἔνοχος. | 10. Μὴ νομίζετε ὅτι οἱ μεροληπτικὲς αὐτὲς διακρίσεις δὲν ἀποτελοῦν σοβαρὴ ἁμαρτία. Εἶναι παράβαση ὅλου του νόμου. Διότι ὅποιος τηρήσει ὅλο τὸ νόμο, παραβεῖ ὅμως ἕνα παράγγελμά του, θεωρεῖται ἔνοχος καὶ παραβάτης ὁλόκληρού του νόμου. Ὅλα τα θεία παραγγέλματα ἀποτελοῦν ἑνιαῖο σύνολο, μέσα στὸ ὁποῖο τὸ ἕνα παράγγελμα ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ἄλλο. |
11. ὁ γὰρ εἰπών μὴ μοιχεύσῃς, εἶπε καί μὴ φονεύσῃς· εἰ δὲ οὐ μοιχεύσεις, φονεύσεις δέ, γέγονας παραβάτης νόμου. | 11. Διότι ὁ ἕνας καὶ μοναδικὸς Θεὸς νομοθέτησε ὅλο τὸ νόμο καὶ φανέρωσε μ᾿ αὐτὸν τὸ θέλημά του. Ὁ Θεὸς ποὺ εἶπε «μὴ μοιχεύσεις», εἶπε καὶ «μὴ φονεύσεις». Ἐὰν λοιπὸν δὲν μοιχεύσεις ἀλλὰ φονεύσεις, θεωρεῖσαι παραβάτης τοῦ νόμου. |
12. οὕτω λαλεῖτε καὶ οὕτω ποιεῖτε, ὡς διὰ νόμου ἐλευθερίας μέλλοντες κρίνεσθαι· | 12. Ἔτσι νὰ μιλᾶτε κι ἔτσι νὰ κάνετε, ὅπως ἁρμόζει σὲ ἀνθρώπους ποὺ πρόκειται νὰ κριθοῦν μὲ βάση τὸ νόμο τῆς ἐλευθερίας· τὸ νόμο ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο ἐλεύθερο καὶ ὄχι δοῦλο τῶν ἀνθρώπων, ὅπως τὸν κάνει ἡ προσωποληψία. |
13. ἡ γὰρ κρίσις ἀνέλεος τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος· κατακαυχᾶται ἔλεος κρίσεως. | 13. Νὰ προσέχετε νὰ μὴ γίνεστε σκληροὶ καὶ ἄσπλαχνοι μὲ τὶς προσωποληψίες σας· διότι ἡ κρίση τότε τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι χωρὶς ἔλεος καὶ ἐπιείκεια γιὰ ἐκεῖνον ποὺ ὑπῆρξε ἄσπλαχνος στοὺς ἀδελφούς του. Ἀντίθετα ἡ εὐσπλαχνία καὶ τὸ ἔλεος δὲν φοβᾶται τὴν κρίση, ἀλλὰ καυχιέται ὅτι τὴν κατανικᾶ· καὶ ἀποδεικνύεται ἔτσι ἡ εὐσπλαχνία ἰσχυρότερη ἀπὸ τὴν κρίση. |
Στίχ. 14-26. Πίστη χωρὶς ἔργα εἶναι νεκρή. |
|
14. Τί τὸ ὄφελος, ἀδελφοί μου, ἐὰν πίστιν λέγῃ τις ἔχειν, ἔργα δὲ μὴ ἔχῃ; μὴ δύναται ἡ πίστις σῶσαι αὐτόν; | 14. Ποιὸ τὸ ὄφελος, ἀδελφοί μου, ἐὰν κάποιος λέει ὅτι ἔχει πίστη, ἀλλὰ δὲν ἔχει τὰ ἔργα ποὺ παράγει ἡ ἀληθινὴ καὶ πραγματικὴ πίστη; Μήπως ἡ θεωρητικὴ αὐτὴ πίστη, ποὺ δὲν συνοδεύεται ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης, ἔχει τὴ δύναμη νὰ τὸν σώσει; |
15. ἐὰν δὲ ἀδελφὸς ἢ ἀδελφὴ γυμνοὶ ὑπάρχωσι καὶ λειπόμενοι ὦσι τῆς ἐφημέρου τροφῆς, | 15. Γιὰ νὰ πεισθεῖτε γιὰ τὸ θέμα αὐτό, σᾶς φέρνω ἕνα παράδειγμα: Ἐὰν ἕνας ἀδελφὸς Χριστιανὸς ἢ μία ἀδελφὴ Χριστιανὴ εἶναι γυμνοὶ καὶ δὲν ἔχουν τὰ ἀπαραίτητα ροῦχα νὰ ντυθοῦν, καὶ στεροῦνται ἀκόμη καὶ τὴν ἀναγκαία καθημερινή τους τροφή, |
16. εἴπῃ δέ τις αὐτοῖς ἐξ ὑμῶν, ὑπάγετε ἐν εἰρήνῃ, θερμαίνεσθε καὶ χορτάζεσθε, μὴ δῶτε δὲ αὐτοῖς τὰ ἐπιτήδεια τοῦ σώματος, τί τὸ ὄφελος; | 16. καὶ τοὺς πεῖ ἕνας ἀπὸ σᾶς: «Πηγαίνετε στὸ καλό, σᾶς εὔχομαι νὰ ζεσταθεῖτε καὶ νὰ χορτάσετε καλά», δὲν τοὺς δώσετε ὅμως καὶ τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὴ συντήρηση τοῦ σώματός τους, ποιὸ εἶναι τὸ ὄφελος; |
17. οὕτω καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔργα ἔχῃ, νεκρά ἐστι καθ᾿ ἑαυτήν. | 17. Ἔτσι καὶ ἡ πίστη, ἐὰν δὲν ἐκδηλώνεται μὲ ἔργα ἀρετῆς, εἶναι ὁλοκληρωτικὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια της τὴ ρίζα νεκρή. |
18. ἀλλ᾿ ἐρεῖ τις· σὺ πίστιν ἔχεις, κἀγὼ ἔργα ἔχω· δεῖξόν μοι τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου, κἀγὼ δείξω σοι ἐκ τῶν ἔργων μου τὴν πίστιν μου. | 18. Ἀλλὰ θὰ πεῖ κάποιος σ᾿ ἕναν ἄλλο: «Ἐσὺ ἔχεις θεωρητικὴ πίστη, κι ἐγὼ ἔχω ἔργα ἀρετῆς χωρὶς νὰ ἔχω πίστη». Αὐτὸ ὅμως εἶναι ἀπαράδεκτο καὶ ἀκατανόητο. Οὔτε ἀληθινὴ πίστη μπορεῖ νὰ ὑπάρξει χωρὶς ἔργα ἀρετῆς, οὔτε ἀληθινὴ καὶ τέλεια ἀρετὴ μπορεῖ νὰ ἀποκτηθεῖ χωρὶς τὴν πίστη. Ἡ πίστη εἶναι κάτι ποὺ δὲν φαίνεται παρὰ μόνο στὰ ἀποτελέσματά της. Ἀπόδειξέ μου λοιπὸν ὅτι πιστεύεις ἀπὸ τὰ ἔργα σου, κι ἐγὼ θὰ σοῦ δείξω ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς μου ὅτι ἔχω πίστη. Διότι ἐὰν δὲν εἶχα πίστη, δὲν θὰ εἶχα οὔτε τοὺς καρποὺς τῆς πίστεως, δηλαδὴ τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς. |
19. σὺ πιστεύεις ὅτι ὁ Θεὸς εἷς ἐστι· καλῶς ποιεῖς· καὶ τὰ δαιμόνια πιστεύουσι καὶ φρίσσουσι. | 19. Ἐσὺ πιστεύεις ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας. Καλὰ κάνεις καὶ πιστεύεις στὴν ἀλήθεια αὐτή. Μὴν ξεχνᾶς ὅμως ὅτι καὶ τὰ δαιμόνια πιστεύουν στὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ καὶ κυριεύονται ἀπὸ τρόμο μπροστὰ στὴ δικαιοσύνη του καὶ τὴ δύναμή του. |
20. θέλεις δὲ γνῶναι, ὦ ἄνθρωπε κενέ, ὅτι ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρά ἐστιν; | 20. Θέλεις λοιπὸν νὰ μάθεις, ἀνόητε ἄνθρωπε, ὅτι ἡ πίστη εἶναι νεκρὴ καὶ δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ σώσει, ὅταν δὲν συνοδεύεται ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς; |
21. Ἀβραὰμ ὁ πατὴρ ἡμῶν οὐκ ἐξ ἔργων ἐδικαιώθη, ἀνενέγκας Ἰσαὰκ τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον; | 21. Ὁ Ἀβραὰμ ὁ προπάτοράς μας δὲν δικαιώθηκε ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς του, ὅταν ἀνέβασε τὸν Ἰσαὰκ τὸ παιδί του πάνω στὸ θυσιαστήριο γιὰ νὰ τὸ θυσιάσει; |
22. βλέπεις ὅτι ἡ πίστις συνήργει τοῖς ἔργοις αὐτοῦ, καὶ ἐκ τῶν ἔργων ἡ πίστις ἐτελειώθη, | 22. Βλέπεις ὅτι ἡ πίστη τοῦ Ἀβραὰμ συνοδευόταν ἀπὸ τὰ ἔργα του· καὶ ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ αὐτὰ ἡ πίστη τελειοποιήθηκε. |
23. καὶ ἐπληρώθη ἡ γραφὴ ἡ λέγουσα· ἐπίστευσε δὲ Ἀβραὰμ τῷ Θεῷ, καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην, καὶ φίλος Θεοῦ ἐκλήθη. | 23. Καὶ ἐπαληθεύθηκε πλήρως ἡ Ἁγία Γραφὴ ποὺ λέει: Πίστεψε ὁ Ἀβραὰμ στὸ Θεό, καὶ ὁ Θεὸς λογάριασε τόσο πολὺ τὴν πίστη του αὐτή, ὥστε νὰ τὸν θεωρήσει δίκαιο· κι ἔτσι ὁ Ἀβραὰμ ὀνομάστηκε φίλος καὶ ἀγαπημένος τοῦ Θεοῦ. |
24. ὁρᾶτε τοίνυν ὅτι ἐξ ἔργων δικαιοῦται ἄνθρωπος καὶ οὐκ ἐκ πίστεως μόνον. | 24. Βλέπετε λοιπὸν ὅτι κάθε ἄνθρωπος ἀναδεικνύεται δίκαιος ἀπὸ τὰ ἔργα του καὶ ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν πίστη. |
25. ὁμοίως δὲ καὶ Ραὰβ ἡ πόρνη οὐκ ἐξ ἔργων ἐδικαιώθη, ὑποδεξαμένη τοὺς ἀγγέλους καὶ ἑτέρᾳ ὁδῷ ἐκβαλοῦσα; | 25. Παρόμοια κι αὐτὴ ἡ πόρνη ἡ Ραὰβ δὲν δικαιώθηκε ἀπὸ τὰ ἔργα ποὺ ἔκανε, ὅταν ὑποδέχθηκε τοὺς κατασκόπους ποὺ ἔστειλαν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ τοὺς βοήθησε νὰ βγοῦν ἀπὸ ἄλλο δρόμο ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ; |
26. ὥσπερ γὰρ τὸ σῶμα χωρὶς πνεύματος νεκρόν ἐστιν, οὕτω καὶ ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρά ἐστι. | 26. Τὰ ἔργα λοιπὸν ζωντανεύουν τὴν πίστη. Διότι ὅπως τὸ σῶμα εἶναι νεκρὸ χωρὶς τὴν ψυχή, ἔτσι καὶ ἡ πίστη χωρὶς τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς δὲν εἶναι ζωντανή, ἀλλὰ νεκρή. |
Στίχ. 1-12. Ἡ ἀχαλίνωτη γλώσσα. Προσοχὴ στὰ λόγια μας. |
|
1. Μὴ πολλοὶ διδάσκαλοι γίνεσθε, ἀδελφοί μου, εἰδότες ὅτι μεῖζον κρίμα ληψόμεθα· | 1. Ἀδελφοί μου, μὴν παίρνετε πολλοὶ τὴ θέση τοῦ δασκάλου, διότι γνωρίζετε ὅτι ἐμεῖς ποὺ διδάσκουμε θὰ κριθοῦμε πιὸ αὐστηρὰ καὶ συνεπῶς θὰ ἔχουμε μεγαλύτερη τιμωρία. |
2. πολλὰ γὰρ πταίομεν ἅπαντες. εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ, δυνατὸς χαλιναγωγῆσαι καὶ ὅλον τὸ σῶμα. | 2. Θὰ τιμωρηθοῦμε πιὸ αὐστηρά, διότι ὅλοι κάνουμε σφάλματα σὲ πολλὲς περιπτώσεις· κι ἂπ´ ὅλες τὶς παρεκτροπὲς οἱ εὐκολότερες καὶ συχνότερες εἶναι ὅσες γίνονται μὲ τὴ γλώσσα. Σ᾿ αὐτὲς κινδυνεύει νὰ πέσει καὶ ὅποιος παίρνει μόνος του τὴ θέση τοῦ δασκάλου. Πράγματι. Ἂν κάποιος δὲν κάνει σφάλματα μὲ τὰ λόγια του, αὐτὸς εἶναι τέλειος ἄνθρωπος καὶ ἔχει τὴ δύναμη νὰ χαλιναγωγήσει καὶ νὰ συγκρατήσει καὶ ὁλόκληρο τὸν ἑαυτό του. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει καὶ ὁ δάσκαλος νὰ εἶναι τέλειος, γιὰ νὰ μὴν ἁμαρτάνει μὲ τὴ γλώσσα του καὶ γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν αὐστηρότερη κρίση μὲ τὴν ὁποία θὰ κριθοῦν ὅσοι διδάσκουν. |
3. ἴδε τῶν ἵππων τοὺς χαλινοὺς εἰς τὰ στόματα βάλλομεν πρὸς τὸ πείθεσθαι αὐτοὺς ἡμῖν, καὶ ὅλον τὸ σῶμα αὐτῶν μετάγομεν. | 3. Καὶ γιὰ νὰ πεισθεῖτε ὅτι ὅποιος δὲν κάνει σφάλματα στὰ λόγια του εἶναι τέλειος, σᾶς φέρνω δύο παραδείγματα: Κοιτάξτε. Βάζουμε στὰ στόματα τῶν ἀλόγων τὰ χαλινάρια, γιὰ νὰ τὰ κάνουμε νὰ πειθαρχοῦν σὲ μᾶς· κι ἔτσι μὲ τὸ χαλινάρι κατευθύνουμε ὅλο τὸ σῶμα τους. |
4. ἰδοὺ καὶ τὰ πλοῖα, τηλικαῦτα ὄντα καὶ ὑπὸ σκληρῶν ἀνέμων ἐλαυνόμενα, μετάγεται ὑπὸ ἐλαχίστου πηδαλίου ὅπου ἂν ἡ ὁρμὴ τοῦ εὐθύνοντος βούληται. | 4. Δεῖτε κι αὐτὰ τὰ ἄψυχα πλοῖα· ἂν καὶ εἶναι τόσο μεγάλα καὶ σπρώχνονται ἀπὸ σκληροὺς καὶ ὁρμητικοὺς ἀνέμους, διευθύνονται μὲ ἕνα πολὺ μικρὸ τιμόνι, τὸ πηδάλιο. Κι αὐτὸς ποὺ τὰ διευθύνει μπορεῖ μὲ τὸ πηδάλιο νὰ τὰ κατευθύνει ὅπου θέλει. |
5. οὕτω καὶ ἡ γλῶσσα μικρὸν μέλος ἐστὶ καὶ μεγαλαυχεῖ. ἰδοὺ ὀλίγον πῦρ ἡλίκην ὕλην ἀνάπτει! | 5. Ἔτσι καὶ ἡ γλώσσα εἶναι ἕνα μικρὸ μέλος, καυχιέται ὅμως μὲ ἀλαζονεία γιὰ τὰ μεγάλα κακὰ ποὺ δημιουργεῖ. Νά, λίγη φωτιὰ πῶς φουντώνει καὶ καταστρέφει ἐκτεταμένα καὶ πυκνὰ δάση! |
6. καὶ ἡ γλῶσσα πῦρ, ὁ κόσμος τῆς ἀδικίας. οὕτως ἡ γλῶσσα καθίσταται ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν ἡ σπιλοῦσα ὅλον τὸ σῶμα καὶ φλογίζουσα τὸν τροχὸν τῆς γενέσεως καὶ φλογιζομένη ὑπὸ τῆς γεέννης. | 6. Καὶ ἡ γλώσσα εἶναι φωτιά, ἕνας ὁλόκληρος κόσμος κι ἕνα μεγάλο πλῆθος ἀδικίας. Ὅπως μιὰ μικρὴ φωτιὰ ἀνάβει μεγάλη πυρκαγιά, ἔτσι καὶ ἡ γλώσσα εἶναι τὸ μικρὸ μέλος σὲ σχέση μὲ τὰ ἄλλα μέλη μας ποὺ μολύνει ὅμως ὅλο τὸ σῶμα καὶ ἀνάβει πυρκαγιὰ στὸν κύκλο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Κι ἔπειτα καίγεται κι αὐτὴ ἀπὸ τὸ πῦρ τῆς κολάσεως, μὲ τὸ ὁποῖο θὰ τιμωρηθοῦν οἱ παρεκτροπὲς καὶ οἱ ἀδικίες της. |
7. πᾶσα γὰρ φύσις θηρίων τε καὶ πετεινῶν ἑρπετῶν τε καὶ ἐναλίων δαμάζεται καὶ δεδάμασται τῇ φύσει τῇ ἀνθρωπίνῃ, | 7. Φοβερὸ πραγματικὰ καὶ ἀσυγκράτητο κακὸ ἡ γλώσσα! Κι αὐτὸ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ ὅτι κάθε φυσικὴ ἀγριότητα, καὶ τῶν θηρίων καὶ τῶν πτηνῶν καὶ τῶν ἑρπετῶν καὶ τῶν θαλάσσιων ὄντων, δαμάζεται ἀπὸ τὴ φυσικὴ ἱκανότητα καὶ ἐπινοητικότητα τοῦ ἀνθρώπου· |
8. τὴν δὲ γλῶσσαν οὐδεὶς δύναται ἀνθρώπων δαμάσαι· ἀκατάσχετον κακόν, μεστὴ ἰοῦ θανατηφόρου. | 8. τὴ γλώσσα ὅμως κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δὲν μπορεῖ νὰ τὴ δαμάσει. Εἶναι ἀσυγκράτητο κακό, γεμάτη θανατηφόρο δηλητήριο. |
9. ἐν αὐτῇ εὐλογοῦμεν τὸν Θεὸν καὶ πατέρα, καὶ ἐν αὐτῇ καταρώμεθα τοὺς ἀνθρώπους τοὺς καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ γεγονότας· | 9. Κι ἐνῶ σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις τὴ χρησιμοποιοῦμε γιὰ τὸ καλό, αὐτὸ δὲν τὴ συγκρατεῖ καὶ δὲν τὴν ἀσφαλίζει ἀπὸ τὸ κακό. Πράγματι· μ᾿ αὐτὴν δοξολογοῦμε τὸν Θεὸ καὶ Πατέρα, ἀλλὰ καὶ μ᾿ αὐτὴν καταριόμαστε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν πλασθεῖ καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ. |
10. ἐκ τοῦ αὐτοῦ στόματος ἐξέρχεται εὐλογία καὶ κατάρα. οὐ χρή, ἀδελφοί μου, ταῦτα οὕτω γίνεσθαι. | 10. Ἀπὸ τὸ ἴδιο στόμα βγαίνει δοξολογία καὶ κατάρα. Ἀλλά, ἀδελφοί μου, δὲν πρέπει νὰ γίνονται αὐτὰ ἔτσι, καὶ νὰ ἀνακατεύονται οἱ εὐλογίες μὲ τὶς κατάρες. |
11. μήτι ἡ πηγὴ ἐκ τῆς αὐτῆς ὀπῆς βρύει τὸ γλυκὺ καὶ τὸ πικρόν; | 11. Μήπως ἡ πηγὴ ἀπὸ τὸ ἴδιο στόμα ἀναβλύζει νερὸ πόσιμο καὶ δροσιστικό, καὶ νερὸ ἁλμυρὸ καὶ πικρό; |
12. μὴ δύναται, ἀδελφοί μου, συκῆ ἐλαίας ποιῆσαι ἢ ἄμπελος σῦκα; οὕτως οὐδεμία πηγὴ ἁλυκὸν καὶ γλυκὺ ποιῆσαι ὕδωρ. | 12. Μήπως εἶναι δυνατόν, ἀδελφοί μου, ἡ συκιὰ νὰ κάνει ἐλιὲς ἢ τὸ ἀμπέλι σύκα; Ἔτσι καὶ καμία πηγὴ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ βγάζει συγχρόνως ἁλμυρὸ καὶ γλυκὸ δροσιστικὸ νερό. Συνεπῶς κι ἀπὸ τὸ ἴδιο στόμα δὲν πρέπει νὰ βγαίνει εὐλογία καὶ κατάρα. |
Στίχ. 13-18. Ἡ ἀληθινὴ καὶ ἡ ψεύτικη σοφία. |
|
13. Τίς σοφὸς καὶ ἐπιστήμων ἐν ὑμῖν; δειξάτω ἐκ τῆς καλῆς ἀναστροφῆς τὰ ἔργα αὐτοῦ ἐν πραΰτητι σοφίας. | 13. Βιάζεστε νὰ πάρετε τὴ θέση τοῦ δασκάλου, γιὰ νὰ ἐμφανίζεστε ὡς σοφοί. Ἀλλὰ ποιὸς ἀπὸ σᾶς εἶναι ἀληθινὰ καὶ κατὰ Θεὸν σοφὸς καὶ φωτισμένος; Ἂς δείξει ὄχι μὲ λόγια ἀλλὰ μὲ τὴν καλή του διαγωγὴ τὰ ἔργα του· κι ἂς τὰ δείξει αὐτὰ μὲ πραότητα, ποὺ φανερώνει ἀληθινὴ σοφία. |
14. εἰ δὲ ζῆλον πικρὸν ἔχετε καὶ ἐριθείαν ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν, μὴ κατακαυχᾶσθε καὶ ψεύδεσθε κατὰ τῆς ἀληθείας. | 14. Ἐὰν ὅμως ἔχετε φανατισμὸ γεμάτο πικρία καὶ ἐριστικὲς τάσεις φατριασμοῦ στὴν καρδιά σας, μὴν καυχιέστε ὅτι εἶστε πιὸ σοφοὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ μὴν ψεύδεσθε σὲ βάρος τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας. Διότι θέλετε νὰ παρουσιάζεστε δάσκαλοι τῆς ἀλήθειας, ἀλλὰ μὲ τὴ διαγωγή σας διαψεύδετε ὅσα λέτε μὲ τὴ διδασκαλία σας. |
15. οὐκ ἔστιν αὕτη ἡ σοφία ἄνωθεν κατερχομένη, ἀλλ᾿ ἐπίγειος, ψυχική, δαιμονιώδης. | 15. Αὐτὴ ἡ σοφία δὲν εἶναι θεία σοφία, ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀλλὰ εἶναι σοφία ἐπίγεια, σαρκική, ξένη ἀπὸ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ἐμπνέεται ἀπὸ τὰ δαιμόνια. |
16. ὅπου γὰρ ζῆλος καὶ ἐριθεία, ἐκεῖ ἀκαταστασία καὶ πᾶν φαῦλον πρᾶγμα. | 16. Διότι ὅπου ὑπάρχει ζῆλος φανατικὸς καὶ ἐριστικὴ διάθεση διχασμοῦ, ἐκεῖ ὑπάρχει σύγχυση, ἀναστάτωση, ἀκαταστασία καὶ κάθε λογὴς κακό. |
17. ἡ δὲ ἄνωθεν σοφία πρῶτον μὲν ἁγνή ἐστιν, ἔπειτα εἰρηνική, ἐπιεικής, εὐπειθής, μεστὴ ἐλέους καὶ καρπῶν ἀγαθῶν, ἀδιάκριτος καὶ ἀνυπόκριτος. | 17. Ἐνῶ ἡ σοφία ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ τοῦ οὐρανοῦ, πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα εἶναι καθαρὴ ἀπὸ κάθε μολυσμένο ἐλατήριο· ἔπειτα εἶναι εἰρηνική, ἐπιεικὴς καὶ συμπαθὴς στὴν ἄγνοια καὶ τὴν ἀτέλεια τῶν ἄλλων, πρόθυμη νὰ ὑπακούει καὶ ἐλεύθερη ἀπὸ πείσματα, γεμάτη εὐσπλαγχνία καὶ καλὰ ἔργα, ἐλεύθερη ἀπὸ τοὺς δισταγμοὺς τῆς ἀμφιβολίας καὶ ξένη ἀπὸ τὴν ὑποκρισία. |
18. καρπὸς δὲ τῆς δικαιοσύνης ἐν εἰρήνῃ σπείρεται τοῖς ποιοῦσιν εἰρήνην. | 18. Ὁ πνευματικὸς λοιπὸν καρπὸς τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἁγιότητος σπείρεται εἰρηνικὰ καὶ χωρὶς φιλονικίες ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν καὶ μεταδίδουν τὴν εἰρήνη. Αὐτοὶ εἶναι πραγματικὰ σοφοὶ καὶ εἰρηνοποιοὶ διδάσκαλοι. |
Στίχ. 1-17. Νὰ ἀγωνιζόμαστε ἐναντίον τῶν παθῶν μας. |
|
1. Πόθεν πόλεμοι καὶ πόθεν μάχαι ἐν ὑμῖν; οὐκ ἐντεῦθεν, ἐκ τῶν ἡδονῶν ὑμῶν τῶν στρατευομένων ἐν τοῖς μέλεσιν ὑμῶν; | 1. Ἀφοῦ σᾶς μίλησα γιὰ ἀκαταστασία, σύγχυση καὶ ταραχή, σᾶς θέτω τώρα καὶ τὸ ἑξῆς ἐρώτημα: Ἀπὸ ποῦ προέρχονται μεταξύ σας οἱ ἔριδες καὶ οἱ συγκρούσεις; Δὲν προέρχονται ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν αἰτία, ἀπὸ τὴν προσπάθεια δηλαδὴ ποὺ κάνετε νὰ ἱκανοποιήσετε τὶς ἁμαρτωλές σας ἐπιθυμίες, ποὺ ξεσηκώνουν ἐκστρατεία καὶ πόλεμο ἔχοντας πλέον ὡς φρούριο καὶ ὁρμητήριό τους τὰ μέλη σας; |
2. ἐπιθυμεῖτε, καὶ οὐκ ἔχετε· φονεύετε καὶ ζηλοῦτε, καὶ οὐ δύνασθε ἐπιτυχεῖν· μάχεσθε καὶ πολεμεῖτε, καὶ οὐκ ἔχετε, διὰ τὸ μὴ αἰτεῖσθαι ὑμᾶς· | 2. Ἐπιθυμεῖτε κάτι. Καὶ δὲν ἔχετε ἐκεῖνο ποὺ ἱκανοποιεῖ τὴν ἐπιθυμία σας. Καὶ στὴν προσπάθειά σας νὰ τὸ ἀποκτήσετε, κινδυνεύετε νὰ φθάσετε μέχρι καὶ τὸ φόνο. Ἐπιθυμεῖτε μὲ σφοδρότητα, καὶ δὲν μπορεῖτε νὰ πετύχετε ἐκεῖνο ποὺ ἐπιθυμεῖτε. Γι᾿ αὐτὸ ἔρχεστε σὲ συγκρούσεις καὶ ἔριδες. Καὶ δὲν τὸ ἔχετε, ἐπειδὴ δὲν τὸ ζητᾶτε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὴν προσευχή. Ἔχετε θέσει ὡς σκοπὸ σᾶς τὴν ἡδονὴ καὶ ξεκόψατε τὸν ἑαυτό σας ἀπὸ τὸν Θεό. |
3. αἰτεῖτε καὶ οὐ λαμβάνετε, διότι κακῶς αἰτεῖσθε, ἵνα ἐν ταῖς ἡδοναῖς ὑμῶν δαπανήσητε. | 3. Ὑπάρχουν ἀνάμεσά σας καὶ ἄλλοι ποὺ ζητοῦν ἀπὸ τὸν Θεὸ αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμοῦν. Σ᾿ αὐτοὺς τώρα ἀπευθύνομαι. Ζητᾶτε κάτι ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ δὲν τὸ παίρνετε, διότι τὸ ζητᾶτε μὲ κακὸ σκοπό, γιὰ νὰ τὸ ξοδέψετε στὴν ἀπόλαυση τῶν ἡδονῶν σας. |
4. μοιχοὶ καὶ μοιχαλίδες! οὐκ οἴδατε ὅτι ἡ φιλία τοῦ κόσμου ἔχθρα τοῦ Θεοῦ ἐστιν; ὃς ἂν οὖν βουληθῇ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ καθίσταται. | 4. Προδότες καὶ προδότριες! Προδίδετε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν πίστη ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχετε στὸν οὐράνιο Νυμφίο μας. Δὲν γνωρίζετε ὅτι ἡ προσκόλληση στὶς ἡδονὲς καὶ στὰ ὑλικὰ ἀγαθά του κόσμου εἶναι ἔχθρα πρὸς τὸν Θεό; Ὅποιος θελήσει νὰ εἶναι φίλος τοῦ κόσμου καὶ τῶν διασκεδάσεων καὶ ἡδονῶν τοῦ γίνεται ἐχθρός του Θεοῦ. |
5. ἢ δοκεῖτε ὅτι κενῶς ἡ γραφὴ λέγει, πρὸς φθόνον ἐπιποθεῖ τὸ Πνεῦμα ὃ κατῴκησεν ἐν ἡμῖν; | 5. Ἢ νομίζετε ὅτι μάταια καὶ χωρὶς σημασία λέει ἡ Ἁγία Γραφὴ ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ποὺ κατοίκησε μέσα μας, μᾶς ἀγαπᾶ ζηλότυπα καὶ μέχρι φθόνο μᾶς ποθεῖ; Ὅταν λοιπὸν προδίδουμε τὴν ἀγάπη του καὶ μένουμε προσκολλημένοι στὶς ἡδονὲς τοῦ κόσμου, δὲν θὰ μᾶς ἀποδοκιμάσει καὶ δὲν θὰ μᾶς ἀποστραφεῖ; |
6. μείζονα δὲ δίδωσι χάριν· διὸ λέγει· ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν. | 6. Ἐὰν ὅμως διακόψουμε τὴ φιλία μας μὲ τὸν κόσμο, ὅσο περισσότερο μᾶς ἀγαπᾶ καὶ μᾶς ποθεῖ ὁ Θεός, τόσο μεγαλύτερη χάρη θὰ μᾶς δίνει. Γι᾿ αὐτὸ λέει ἡ Ἁγία Γραφή: Ὁ Θεὸς ἀντιστρατεύεται τοὺς ὑπερήφανους, οἱ ὁποῖοι μὲ τὶς ἡδονές τους περιφρονοῦν τὰ θέλημά του καὶ προτιμοῦν τὸν κόσμο παρὰ τὸν Θεό. Στοὺς ταπεινοὺς ὅμως δίνει τὴ χάρη του. Αὐτοὶ ἀπαρνοῦνται τὶς ἡδονὲς καὶ τὸν κόσμο γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ. |
7. Ὑποτάγητε οὖν τῷ Θεῷ. ἀντίστητε τῷ διαβόλῳ, καὶ φεύξεται ἀφ᾿ ὑμῶν· | 7. Ὑποταχθεῖτε λοιπὸν ταπεινὰ στὸ Θεό. Ἀντισταθεῖτε στὸ διάβολο ποὺ σᾶς πειράζει μὲ τὶς ἡδονὲς τοῦ κόσμου, κι αὐτὸς θὰ φύγει νικημένος καὶ ντροπιασμένος μακριά σας. |
8. ἐγγίσατε τῷ Θεῷ, καὶ ἐγγιεῖ ὑμῖν. καθαρίσατε χεῖρας ἁμαρτωλοὶ καὶ ἁγνίσατε καρδίας δίψυχοι. | 8. Πλησιάστε τὸν Θεό, καὶ θὰ σᾶς πλησιάσει κι ἐκεῖνος. Καθαρίστε ἀπὸ κάθε μολυσμὸ τὴν ἐξωτερική σας συμπεριφορά, ἁμαρτωλοί, καὶ ἐξαγνίστε τὸ ἐσωτερικό σας ἐσεῖς οἱ δίψυχοι, ποὺ ἄλλοτε πηγαίνετε μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἄλλοτε μὲ τὸν κόσμο. |
9. ταλαιπωρήσατε καὶ πενθήσατε καὶ κλαύσατε· ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος μεταστραφήτω καὶ ἡ χαρὰ εἰς κατήφειαν. | 9. Συναισθανθεῖτε τὴν ἀθλιότητά σας καὶ λυπηθεῖτε καὶ κλάψτε μὲ συντριβὴ μετανοίας. Τὸ γέλιο σας ποὺ προέρχεται ἀπὸ ἡδονικὴ ζωὴ ἂς μεταστραφεῖ σὲ λύπη μετανοίας, καὶ ἡ κοσμικὴ χαρὰ σᾶς ἂς μετατραπεῖ σὲ θλίψη. |
10. ταπεινώθητε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καὶ ὑψώσει ὑμᾶς. | 10. Ταπεινωθεῖτε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καὶ θὰ σᾶς ὑψώσει καὶ στὴ ζωὴ αὐτὴ μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν πνευματική σας τελειοποίηση, καὶ στὴν ἄλλη ζωὴ μὲ τὴν αἰώνια δόξα καὶ μακαριότητα. |
11. Μὴ καταλαλεῖτε ἀλλήλων, ἀδελφοί, ὁ καταλαλῶν ἀδελφοῦ καὶ κρίνων τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καταλαλεῖ νόμου καὶ κρίνει νόμον· εἰ δὲ νόμον κρίνεις, οὐκ εἶ ποιητὴς νόμου, ἀλλὰ κριτής. | 11. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ τὸ νὰ κατακρίνει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον γίνεται αἰτία ψυχρότητος καὶ συγκρούσεων, γι᾿ αὐτὸ μὴν κατηγορεῖτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἀδελφοί. Ἐκεῖνος ποὺ κατηγορεῖ καὶ καταδικάζει τὸν ἀδελφό του, κατηγορεῖ ὡς λαθεμένο τὸ θεῖο νόμο καὶ καταδικάζει καὶ καταφρονεῖ τὸ θεῖο νόμο τῆς ἀγάπης. Ἐὰν ὅμως καταδικάζει τὸ νόμο τῆς ἀγάπης, ποὺ σοῦ ἀπαγορεύει τὴν κατάκριση τοῦ ἄλλου, βάζεις τὸν ἑαυτό σου πιὸ πάνω ἀπὸ τὸ νόμο. Δὲν εἶσαι πλέον τηρητὴς τοῦ νόμου, ποὺ ὑποχρεώνεσαι νὰ τὸν ἐφαρμόζεις, ἀλλὰ κάνεις τὸν ἑαυτό σου κριτή. Κι ἔτσι ἔχεις τὴν ἀναιδῆ ἀξίωση νὰ ἔχεις δικαιώματα στὸ νόμο, ὥστε καὶ νὰ τὸν καταργεῖς. |
12. εἷς ἐστιν ὁ νομοθέτης καὶ κριτής, ὁ δυνάμενος σῶσαι καὶ ἀπολέσαι· σὺ δὲ τίς εἶ ὃς κρίνεις τὸν ἕτερον; | 12. Μόνο ἕνας ὅμως εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἀπόλυτο δικαίωμα νὰ νομοθετεῖ καὶ νὰ κρίνει κάθε παραβάτη, ὁ Θεός. Αὐτὸς ἔχει καὶ τὴ δύναμη νὰ σώσει, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐγκαταλείψει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀπώλεια. Ποιὸς εἶσαι λοιπὸν ἐσύ, μικρὲ καὶ τιποτένιε, ποὺ κατακρίνεις τὸν ἄλλο; |
13. Ἄγε νῦν οἱ λέγοντες· σήμερον καὶ αὔριον πορευσόμεθα εἰς τήνδε τὴν πόλιν καὶ ποιήσομεν ἐκεῖ ἐνιαυτὸν ἕνα καὶ ἐμπορευσόμεθα καὶ κερδήσομεν· | 13. Ξεχνᾶς ὅτι ὅλοι μας ἐξαρτιόμαστε ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι καὶ ὁ ἀπόλυτος κύριος της ζωῆς τοῦ καθενός μας; Ἐλᾶτε τώρα ἐσεῖς ποὺ λέτε: Σήμερα καὶ αὔριο θὰ πᾶμε στὴν πόλη αὐτὴ καὶ θὰ μείνουμε ἐκεῖ γιὰ ἕνα χρόνο, θὰ κάνουμε ἐμπόριο καὶ θὰ κερδίσουμε. |
14. οἵτινες οὐκ ἐπίστασθε τὸ τῆς αὔριον· ποία γὰρ ἡ ζωὴ ὑμῶν; ἀτμὶς γὰρ ἔσται ἡ πρὸς ὀλίγον φαινομένη, ἔπειτα δὲ καὶ ἀφανιζομένη· | 14. Ἐσεῖς ποὺ κάνετε τὰ σχέδια αὐτὰ δὲν ξέρετε τί θὰ συμβεῖ τὴν αὐριανὴ ἡμέρα. Τί εἶναι ἡ ζωή σας; Τιποτένια. Ἕνας λεπτὸς ἀτμός, ποὺ φαίνεται γιὰ μιὰ στιγμὴ κι ὕστερα ἐξαφανίζεται. |
15. ἀντὶ τοῦ λέγειν ὑμᾶς, ἐὰν ὁ Κύριος θελήσῃ, καὶ ζήσομεν καὶ ποιήσομεν τοῦτο ἢ ἐκεῖνο. | 15. Λέτε ὅτι θὰ πᾶμε καὶ θὰ κάνουμε ἐμπόριο, καὶ θὰ κερδίσουμε, ἀντὶ νὰ λέτε, ἐὰν ὁ Κύριος θελήσει, τότε καὶ θὰ ζήσουμε καὶ θὰ κάνουμε αὐτὸ ἢ ἐκεῖνο. |
16. νῦν δὲ καυχᾶσθε ἐν ταῖς ἀλαζονείαις ὑμῶν· πᾶσα καύχησις τοιαύτη πονηρά ἐστιν. | 16. Τώρα λοιπόν, ἀντὶ νὰ ταπεινωθεῖτε καὶ νὰ ἀναγνωρίσετε τὴν ἐξάρτησή σας ἀπὸ τὸν Θεό, καυχιέστε γιὰ τὶς ἐπιχειρήσεις ποὺ κάνατε μὲ ματαιοδοξία καὶ αὐτοπεποίθηση. Κάθε τέτοια καύχηση εἶναι κακὴ καὶ ἁμαρτωλή. |
17. εἰδότι οὖν καλὸν ποιεῖν καὶ μὴ ποιοῦντι, ἁμαρτία αὐτῷ ἐστιν. | 17. Ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ σᾶς εἶπα μάθατε ποιὸ εἶναι τὸ σωστὸ καὶ τὸ καλό. Προσέξτε λοιπὸν νὰ τὰ ἐφαρμόσετε. Διότι ὅποιος γνωρίζει νὰ κάνει τὸ καλὸ καὶ δὲν τὸ κάνει, ἁμαρτάνει. |
Στίχ. 1-6. Ἡ σκληρότητα τῶν πλουσίων. |
|
1. Ἄγε νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὀλολύζοντες ἐπὶ ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις. | 1. Ἡ προσκόλληση ὅμως στὸν κόσμο γίνεται ἐπίσης αἰτία νὰ ἐντυπωσιάζεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν πλοῦτο καὶ νὰ καλοτυχίζει ἐκείνους ποὺ τὸν ἔχουν, ἀντὶ νὰ τοὺς λυπᾶται. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ ποῦμε καὶ σ᾿ αὐτούς: Ἀκοῦστε τώρα κι ἐσεῖς οἱ πλούσιοι. Κλάψτε μὲ λυγμοὺς γιὰ τὴν ἀθλιότητα καὶ τὰ δεινὰ ποὺ ἔρχονται καταπάνω σας. |
2. ὁ πλοῦτος ὑμῶν σέσηπε καὶ τὰ ἱμάτια ὑμῶν σητόβρωτα γέγονεν, | 2. Ὁ πλοῦτος σας ἔχει σαπίσει, καὶ τὰ πολυτελῆ σας ροῦχα ποὺ ἀποθηκεύατε τὰ ἔχει φάει ὁ σκόρος. |
3. ὁ χρυσὸς ὑμῶν καὶ ὁ ἄργυρος κατίωται, καὶ ὁ ἰὸς αὐτῶν εἰς μαρτύριον ὑμῖν ἔσται καὶ φάγεται τὰς σάρκας ὑμῶν. ὡς πῦρ ἐθησαυρίσατε ἐν ἐσχάταις ἡμέραις. | 3. Τὸ χρυσάφι σας καὶ τὸ ἀσήμι ἔχουν κατασκουριάσει· καὶ ἡ σκουριά τους θὰ μένει ὡς μαρτυρία γιὰ τὴ ματαιότητα καὶ τὴ σκληρότητά σας, καὶ θὰ σᾶς φάει ζωντανοὺς σὰν φωτιά. Ἔχετε μαζέψει ὑλικοὺς θησαυροὺς γιὰ τὶς ἔσχατες ἡμέρες τῆς Κρίσεως, τότε ποὺ πρόκειται νὰ τιμωρηθεῖτε. |
4. Ἰδοὺ ὁ μισθὸς τῶν ἐργατῶν τῶν ἀμησάντων τὰς χώρας ὑμῶν ὁ ἀπεστερημένος ἀφ᾿ ὑμῶν κράζει, καὶ αἱ βοαὶ τῶν θερισάντων εἰς τὰ ὦτα Κυρίου Σαβαὼθ εἰσεληλύθασιν. | 4. Ἀκοῦτε! Κραυγάζει ὁ μισθὸς τῶν ἐργατῶν ποὺ θέρισαν τὰ ἐκτεταμένα χωράφια σας, κι ἐσεῖς τοὺς τὸν κατακρατήσατε καὶ τοὺς τὸν στερήσατε. Καὶ οἱ κραυγὲς διαμαρτυρίας τῶν ἀδικημένων θεριστῶν ἔφθασαν στὰ αὐτιὰ τοῦ Κυρίου τῶν ἐπουρανίων δυνάμεων. |
5. ἐτρυφήσατε ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐσπαταλήσατε, ἐθρέψατε τὰς καρδίας ὑμῶν ὡς ἐν ἡμέρᾳ σφαγῆς. | 5. Ζήσατε πάνω στὴ γῆ μὲ καλοπέραση καὶ ἀπολαύσεις, καὶ περάσατε ζωὴ σπάταλη καὶ ἄσωτη. Παχύνατε τὶς φιλήδονες καρδιές σας σὰν θρεφτάρια ποὺ τὰ παχαίνουν γιὰ τὴν ἡμέρα τῆς σφαγῆς τους. Ἔτσι θὰ ἔλθει καὶ γιὰ σᾶς ἡ ἡμέρα τῆς Κρίσεως σὰν τὴν ἡμέρα τῆς σφαγῆς καὶ τῆς καταστροφῆς σας. |
6. κατεδικάσατε, ἐφονεύσατε τὸν δίκαιον· οὐκ ἀντιτάσσεται ὑμῖν. | 6. Καταδικάσατε τοὺς ἀθώους, δολοφονήσατε τὸν δίκαιο. Ὁ ἀδικημένος φτωχὸς δὲν προβάλλει ἀντίσταση στὴν ἀσυνείδητη σκληρότητά σας. |
Στίχ. 7-12. Ὑπομονὴ καὶ ὄχι γογγυσμός. Ἀπαγόρευση ὅρκου. |
|
7. Μακροθυμήσατε οὖν, ἀδελφοί, ἕως τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου. ἰδοὺ ὁ γεωργὸς ἐκδέχεται τὸν τίμιον καρπὸν τῆς γῆς, μακροθυμῶν ἐπ᾿ αὐτῷ ἕως λάβῃ ὑετὸν πρώϊμον καὶ ὄψιμον. | 7. Σ᾿ ἐκείνους πάλι ποὺ ἐνδεχομένως καταπιέζονται ἀπὸ ἀσυνείδητους πλουσίους ἢ βρίσκονται σὲ δοκιμασίες καὶ περιπέτειες ἀπευθύνω τὴν ἑξῆς προτροπή: Δεῖξτε ὑπομονὴ καὶ μακροθυμία, ἀδελφοί, μέχρι τὴ δευτέρα παρουσία τοῦ Κυρίου. Πάρτε παράδειγμα ἀπὸ τὸν γεωργό. Κοιτάξτε πῶς αὐτὸς ὕστερα ἀπὸ τοὺς τόσους κόπους τῆς σπορᾶς καὶ τῆς καλλιέργειας περιμένει μὲ ὑπομονὴ τὸν πολύτιμο καρπὸ τῆς γῆς, ποὺ θὰ ἔχει μεγάλη ἀξία στὴν ἀγορά. Καὶ τὸν περιμένει μὲ ὑπομονή, μέχρι νὰ ἔλθει ἡ πρώιμη φθινοπωρινὴ βροχὴ καὶ ἡ ὄψιμη ἀνοιξιάτικη. |
8. μακροθυμήσατε καὶ ὑμεῖς, στηρίξατε τὰς καρδίας ὑμῶν, ὅτι ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου ἤγγικε. | 8. Δεῖξτε κι ἐσεῖς ὑπομονή, ὅπως δείχνει ὁ γεωργὸς γιὰ τὸν πρόσκαιρο καρπὸ τῆς γῆς. Στηρίξτε μὲ ἀκλόνητο θάρρος τὶς καρδιές σας, διότι ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου ὁλοένα πλησιάζει. Θὰ ἔλθει ὅμως καὶ γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο χωριστὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του. |
9. Μὴ στενάζετε κατ᾿ ἀλλήλων, ἀδελφοί, ἵνα μὴ κριθῆτε· ἰδοὺ ὁ κριτὴς πρὸ τῶν θυρῶν ἕστηκεν. | 9. Μὴ στενάζετε ἀγανακτισμένοι ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου, ἀδελφοί, γιὰ νὰ μὴν καταδικασθεῖτε ἀπὸ τὸν Κριτή. Ἰδού, ὁ Κριτὴς στέκεται πολὺ κοντὰ καὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ παρουσιαστεῖ. |
10. ὑπόδειγμα λάβετε, ἀδελφοί, τῆς κακοπαθείας καὶ τῆς μακροθυμίας τοὺς προφήτας, οἳ ἐλάλησαν τῷ ὀνόματι Κυρίου. | 10. Ἀδελφοί μου, πάρτε ὡς παράδειγμα κακοπάθειας καὶ ὑπομονῆς τοὺς προφῆτες, οἱ ὁποῖοι δὲν ἦταν τυχαῖοι ἄνθρωποι, ἀλλὰ μίλησαν ὡς ἀπεσταλμένοι τοῦ Κυρίου. |
11. ἰδοὺ μακαρίζομεν τοὺς ὑπομένοντας· τὴν ὑπομονὴν Ἰὼβ ἠκούσατε, καὶ τὸ τέλος Κυρίου εἴδετε, ὅτι πολύσπλαγχνός ἐστιν ὁ Κύριος καὶ οἰκτίρμων. | 11. Ἰδού, θεωροῦμε εὐτυχεῖς καὶ καλοτυχίσουμε ἐκείνους ποὺ δείχνουν ὑπομονή. Ἀκούσατε ἀπὸ τὰ ἀναγνώσματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς γιὰ τὴν ὑπομονὴ τοῦ Ἰώβ, καὶ εἴδατε τὸ εὐτυχισμένο τέλος ποὺ τοῦ ἐπιφύλαξε ὁ Κύριος στὴ δοκιμασία του. Διότι ὁ Κύριος εἶναι γεμάτος εὐσπλαχνία καὶ ἔλεος, καὶ μὲ πολλὴ συμπάθεια δοκιμάζει τὰ παιδιά του. |
12. Πρὸ πάντων δέ, ἀδελφοί μου, μὴ ὀμνύετε, μήτε τὸν οὐρανὸν μήτε τὴν γῆν μήτε ἄλλον τινὰ ὅρκον· ἤτω δὲ ὑμῶν τὸ ναὶ ναί, καὶ τὸ οὒ οὔ, ἵνα μὴ εἰς ὑποκρίσιν πέσητε. | 12. Ὅπως ὅμως δὲν ἐπιτρέπεται νὰ στενάζετε ἐναντίον τῶν συνανθρώπων σας, ἔτσι ἀπαγορεύεται νὰ ἐπικαλεῖσθε μὲ ἀσέβεια καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ στὶς στενοχώριες σας. Προπαντός, ἀδελφοί μου, μὴν ὁρκίζεσθε οὔτε στὸν οὐρανό, οὔτε στὴ γῆ, οὔτε νὰ κάνετε κανέναν ἄλλο ὅρκο. Ἂς εἶναι τὸ ναὶ ποὺ λέτε, πραγματικὸ ναί· καὶ τὸ ὄχι σας πραγματικὸ ὄχι· γιὰ νὰ μὴν πέσετε στὴν ὑποκρισία καὶ τὸ ψέμα. |
Στίχ. 13-15. Τὸ Εὐχέλαιο σὲ καιρὸ ἀσθένειας. |
|
13. Κακοπαθεῖ τις ἐν ὑμῖν; προσευχέσθω· εὐθυμεῖ τις; ψαλλέτω. | 13. Ὑποφέρει κανεὶς ἀνάμεσά σας ἀπὸ στενοχώρια καὶ θλίψη; Ἂς προσεύχεται κι ἂς ζητᾶ παρηγοριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἔχει κανεὶς χαρούμενη διάθεση; Ἂς ψάλλει ψαλμούς, καὶ μ᾿ αὐτοὺς ἂς ἐξαγιάζει τὴ χαρά του. |
14. ἀσθενεῖ τις ἐν ὑμῖν; προσκαλεσάσθω τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας, καὶ προσευξάσθωσαν ἐπ᾿ αὐτὸν ἀλείψαντες αὐτὸν ἐλαίῳ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου· | 14. Εἶναι κανεὶς ἀνάμεσά σας ἄρρωστος; Ἂς προσκαλέσει τοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας, κι αὐτοὶ ἂς προσευχηθοῦν ἐπάνω του, καὶ συγχρόνως ἂς τὸν ἀλείψουν μὲ λάδι, ἐπικαλούμενοι τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. |
15. καὶ ἡ εὐχὴ τῆς πίστεως σώσει τὸν κάμνοντα, καὶ ἐγερεῖ αὐτὸν ὁ Κύριος· κἂν ἁμαρτίας ᾖ πεποιηκώς, ἀφεθήσεται αὐτῷ. | 15. Καὶ ἡ προσευχὴ αὐτὴ ποὺ γίνεται μὲ πίστη θὰ σώσει ἀπὸ τὴ σωματικὴ ἀσθένεια τὸν ἄρρωστο. Ὁ Κύριος θὰ τὸν κάνει καλὰ καὶ θὰ τὸν σηκώσει ἀπὸ τὸ κρεβάτι τῆς ἀρρώστιας του. Κι ἂν ὁ ἀσθενὴς ἔχει διαπράξει ἁμαρτίες ποὺ προκάλεσαν τὴν ἀσθένειά του, ὁ Κύριος θὰ τοὺς τὶς συγχωρήσει. |
Στίχ. 16-18. Ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς. |
|
16. ἐξομολογεῖσθε ἀλλήλοις τὰ παραπτώματα, καὶ εὔχεσθε ὑπὲρ ἀλλήλων, ὅπως ἰαθῆτε· πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη. | 16. Γενικότερα σᾶς προτρέπω νὰ ἐξομολογεῖσθε μεταξύ σας τὶς ἁμαρτίες σας καὶ νὰ προσεύχεσθε ὁ ἕνας γιὰ χάρη τοῦ ἄλλου, γιὰ νὰ γιατρευτεῖτε ὄχι μόνο ἀπὸ τὶς σωματικές σας ἀσθένειες ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς ψυχικές. Ἔχει μεγάλη δύναμη ἡ δέηση τοῦ δικαίου καὶ ἐνεργεῖ δραστικὰ καὶ ἀποτελεσματικὰ ἐπιφέροντας μεγάλες ὠφέλειες. |
17. Ἠλίας ἄνθρωπος ἦν ὁμοιοπαθὴς ἡμῖν, καὶ προσευχῇ προσηύξατο τοῦ μὴ βρέξαι, καὶ οὐκ ἔβρεξεν ἐπὶ τῆς γῆς ἐνιαυτοὺς τρεῖς καὶ μῆνας ἕξ· | 17. Ὁ Ἠλίας ἦταν ἄνθρωπος ποὺ εἶχε τὴν ἴδια ἀσθενικὴ φύση μὲ μᾶς, καὶ προσευχήθηκε νὰ μὴ βρέξει, καὶ δὲν ἔβρεξε στὴ γῆ τρία χρόνια καὶ ἕξι μῆνες. |
18. καὶ πάλιν προσηύξατο, καὶ ὁ οὐρανὸς ὑετὸν ἔδωκε καὶ ἡ γῆ ἐβλάστησε τὸν καρπὸν αὐτῆς. | 18. Καὶ προσευχήθηκε ξανὰ ζητώντας νὰ βρέξει, καὶ ὁ οὐρανὸς ἔδωσε βροχὴ καὶ ἡ γῆ βλάστησε τὸ σπόρο ποὺ εἶχε μέσα της κι ἔκανε τὸν καρπό της. |
Στίχ. 19-20. Ἡ εὐλογία νὰ ὁδηγεῖ κανεὶς ἕναν ἁμαρτωλὸ ἀπὸ τὴν πλάνη στὸ σωστὸ δρόμο. |
|
19. Ἀδελφοί μου, ἐάν τις ἐν ὑμῖν πλανηθῇ ἀπὸ τῆς ἀληθείας, καὶ ἐπιστρέψῃ τις αὐτόν,. | 19. Σᾶς κάνω καὶ τὴν τελευταία μου ἔκκληση καὶ προτροπή, ποὺ εἶναι καὶ ἡ ἐπισφράγιση τῆς ἐπιστολῆς μου. Ἀδελφοί, ἂν κανεὶς ἀπὸ σᾶς πλανηθεῖ καὶ ξεστρατίσει μακριὰ ἀπὸ τὴ χριστιανικὴ ἀλήθεια, καὶ κάποιος ἄλλος ἀδελφὸς τὸν ἐπαναφέρει στὴν ἀλήθεια, |
20. γινωσκέτω ὅτι ὁ ἐπιστρέψας ἁμαρτωλὸν ἐκ πλάνης ὁδοῦ αὐτοῦ σώσει ψυχὴν ἐκ θανάτου καὶ καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν. | 20. ἂς γνωρίζει ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἐπέστρεψε ἕναν ἁμαρτωλὸ ἀπὸ τὸν πλανεμένο καὶ ὀλέθριο δρόμο ποὺ βάδιζε, θὰ σώσει μιὰ πολύτιμη ψυχὴ ἀπὸ τὸ θάνατο καὶ θὰ ἐξαλείψει πλῆθος ἁμαρτιῶν ποὺ διέπραξε ἢ σκόπευε νὰ διαπράξει ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶχε πλανηθεῖ. |