Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.
Ἡ ἐπιστολὴ αὕτη εὑρέθη εἰς τὴν Ἁγίαν πόλιν τῆς Ἱερουσαλὴμ ἐπάνω εἰς τὸ χωρίον Γεθσημανῆ εἰς τὸν Τάφον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας.
Θεοῦ θέα θεῖον θαῦμα
Διήγησις τοῦ μεγάλου καὶ φρικτοῦ μυστηρίου ὅπου ἔγινεν εἰς τὴν Ἁγίαν πόλιν τῆς Ἱερουσαλὴμ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν Σιών. Ἧτο ἡμέρα Τετάρτη, ὅτε ὁ λίθος ἔπεσεν ἀπὸ τὸν Οὐρανὸν καὶ αὐτὸς ὁ λίθος ἦτο μικρός, εἶχε δὲ μέσα γράμματα θεϊκὰ καὶ οὐδεὶς ἠδύναντο νὰ τὸν σαλεύσῃ.
Τότε ὁ Ἁγιώτατος Πατριάρχης τῶν Ἱεροσολύμων Ἰωαννίκιος ἐσύναξεν ὅλους τοὺς Ἀρχιερεῖς καὶ Ἱερεῖς καὶ ἅπαντας τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἔκαμαν δέησιν πρὸς τὸν Θεὸν τρία ἡμερόνυκτα γονυκλινῶς καὶ μὲ θερμὰ δάκρυα παρακαλοῦντες τὸν παντοδύναμον Κύριον. Καὶ ἠκούσθη φωνὴ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λέγουσα: «Ἐπάρατε τὴν αὐτὴν τὴν πέτραν καὶ ἴδετε τὰ γεγραμμένα θεϊκὰ λόγια». Τότε ὁ Ἁγιώτατος Πατριάρχης ἐρράγισε τὴν πέτραν, καὶ εὗρεν ἐντὸς αὐτῆς αὐτὰ τὰ γεγραμμένα ἅγια λόγια, ἅτινα ἔλεγον οὕτως:
Ὅσοι ἐπίστευσαν τῷ Ἁγίῳ Ὀνόματί μου καὶ ἔγιναν Χριστιανοί, πέμπω αὐτὴν τὴν Ἁγίαν μου Ἐπιστολήν. Εἰς τὸν κόσμον αὐτοῦ ἀφῆκα τὸ Εὐαγγέλιόν μου καὶ τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μου, διὰ νὰ σᾶς διδάσκουν νύκτα καὶ ἡμέραν διὰ νὰ φυλάξετε τὰς ἐντολάς μου, καὶ σεῖς ὡς ἀνόητοι τὰ καταπατεῖτε. Διὰ τοῦτο θέλω ἀποστρέψῃ τὸ πρόσωπόν μου ἀπὸ σᾶς καὶ δὲν θέλω σᾶς λυπηθῶ πλέον.
Ἐγὼ σᾶς ἔστειλα βάρβαρα ἔθνη καὶ σᾶς ἐμαστίγωσαν καὶ σᾶς ἐπῆραν τὸν βίον σας καὶ σεῖς δὲν ἐμετανοήσατε Διὰ νὰ σᾶς λυπηθῶ καὶ νὰ σᾶς λυτρώσω.
Ἴδετε καὶ στοχασθῆτε, ἄνθρωποι μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅτι ἐὰν δὲν φυλάξητε τὴν Ἁγίαν μου Κυριακὴν ὅπου εἰς αὐτὴν ἀνεστήθην, θέλω ἀνοίξει τοὺς καταρράκτας τοῦ οὐρανοῦ καὶ θὰ βρέξω αἷμα μὲ φωτιὰν νὰ σᾶς κατακαύσω.
Ἀφρόντιστοι! δὲν στοχάζεσθε, ὅτι τὴν Ἁγίαν μου Κυριακὴν ἀνέστησα τὸν πρωτόπλαστον Ἀδὰμ μαζὶ μὲ τὴν Εὔαν καὶ τοὺς ἔβαλα εἰς τὸν Παράδεισον ἀπὸ τὸν κατηραμένον τόπον τῆς Κολάσεως, ὅπου τόσους αἰῶνας ἦσαν κλεισμένοι, καὶ ἐχάρισα τὸν Παράδεισον εἰς αὐτοὺς καὶ εἰς ἐσᾶς, διὰ νὰ εὐφραίνησθε αἰωνίως μετ᾿ ἐμοῦ εἰς τὴν βασιλείαν μου;
Καὶ σεῖς, ἀφρονέστατοι καὶ ἀνόητοι καὶ φθονεροὶ εἰς τὴν καρδίαν, αὐτὴν τὴν ἡμέραν τὴν καταπατεῖτε μὲ τὰ παμμίαρα ἔργα σας; Στοχασθῆτε, ἀφρονέστατοι, ὅτι θέλω κλείσει τὸν Οὐρανὸν νὰ μὴ βρέξῃ πλέον καὶ τὴν γῆν νὰ μὴ βλαστήσῃ χορτάρι οὔτε γεννήματα, ὥστε νὰ σπείρητε καὶ νὰ μὴ θερίζητε, διότι διάγετε πρός με κακῶς καὶ διεστραμμένως.
Καὶ Ἐγὼ θέλω φερθῶ πρὸς ὑμᾶς μὲ ὀργήν, θυμὸν καὶ ἀγανάκτησιν.
«Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσεται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσιν». Ἐγὼ σᾶς ἔστειλα σημεῖα, χειμῶνας κακοὺς καὶ χιόνας, ἀκρίδας, ἀνέμους καὶ ἀστραπὰς φοβεράς, θανατικά, λοιμούς, σεισμοὺς φοβερούς, καὶ σεῖς ὡς λίθοι ἀναίσθητοι δὲν μετανοήσατε ἵνα εἰς πίστιν ἔλθει ἡ φθονερά σας καρδία καὶ ν᾿ ἀφήσητε τὰ κακά σας θελήματα.
Τὴν Ἁγίαν Κυριακὴν καὶ τὰς μεγάλας μου ἑορτὰς τὰς καταπατεῖτε μὲ τὰ πονηρὰ ἔργα σας, υἱοὶ διαβόλου καὶ κληρονόμοι τῆς αἰωνίου Κολάσεως καὶ ὄχι τῆς βασιλείας μου.
Καταπατεῖτε τὰ θεῖα μου προστάγματα, τὸ θεῖον Εὐαγγέλιον καὶ Τὴν Ἁγίαν μου Ἐκκλησίαν.
Ἐγὼ ηὐλόγησα τὴν γῆν νὰ δώσει σῖτον, οἶνον, ἔλαιον καὶ πᾶν ἀγαθόν, καὶ ἐχορτάσατε καὶ ἐπροκόψατε, καὶ σεῖς ἐστάθητε σὰν διάβολοι καὶ ἀχάριστοι ὡσὰν τὸν Ἰούδαν σιμὰ εἰς ἑμέ, ἀπὸ τὰ κακά σας ἔργα καὶ τὰς ἀνομίας σας τὰς παρανόμους.
Ἐβουλήθην ὅμως νὰ σᾶς ἀφανίσω, ἀλλὰ διὰ τὰς παρακλήσεις τῆς Ἁγίας καὶ Ὑπεραγίας Μητρός μου καὶ πάντων τῶν Ἁγίων μου σᾶς εὐσπλαγχνίσθηκα, καὶ διὰ πρεσβειῶν τῆς Παναχράντου Μητρὸς καὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ Προφητῶν καὶ Μαρτύρων καὶ Ὁσίων καὶ Δικαίων, δὲν σᾶς τιμώρησα διὰ τὰς βδελυρὰς πράξεις σας.
Τί ἀγαθὸν ἐπράξατε, διὰ ν᾿ ἀρέσητε τῆς βασιλείας μου;
Πτωχούς, ὀρφανούς, χήρας καὶ παιδία ἀνήλικα, ὅπου φωνάζουν ὀπίσω σας, δὲν ἐχορτάσατε οὔτε ἐκυβερνήσατε, διὰ νὰ σᾶς λυπηθῶ καὶ ἐγὼ καὶ νὰ συγχωρήσω τὰς ἁμαρτίας σας.
Δὲν βλέπετε τὰ ἀλλόφυλα ἔθνη, ὅπου νόμον δὲν ἔχουν καὶ νόμον πράττουν; Ἐγὼ σᾶς ἔδωκα Ἀρχιερεῖς καὶ Ἱερεῖς δίδων αὐτοῖς ἐξουσίαν τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν. Δὲν βλέπετε, ἀναίσθητοι, τί μέγα μυστήριον εἶναι ὁ ἀφορισμός;
Ὁποῖος σταθεῖ ἀφωρισμένος, δὲν δύναται τὸ σῶμα του νὰ διαλύσει ἡ γῆ, οὔτε ἡ ψυχή του ἔχει ἀνάπαυσιν εἰς τὸ αἰώνιον πῦρ τῆς κολάσεως, ἕως οὗ νὰ τὸν συγχωρήσει ὁ Ἱερεὺς ὅπου τὸν ἀφώρισεν. Ἂν δ᾿ εὑρίσκεται ἀποθαμένος, πρέπει νὰ τοῦ δώσει ὁ ἀρχιερεὺς τὴν συγχώρησιν καὶ οὕτω δύναται νὰ λυθεὶ τὸ σῶμα του καὶ εὑρέθη συγχωρεμένος εἰς τὸν αἰῶνα τὸν μέλλοντα.
Ἐνῶ σᾶς ἔδωκα Ἅγιον Νόμον διὰ μέσου τοῦ Προφήτου Μωϋσέως ἐπάνω εἰς τὸ ὄρος Σινᾶ, καὶ εἰς τοὺς ἐσχάτους καιροὺς ἦλθον καὶ ἐνσαρκώθη εἰς τὴν γῆν ἐκ τῆς Ἁγίας Μητρός μου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας καὶ τὸν παλαιὸν Νόμον πληρώσας ἀφῆκα πρὸς ὑμᾶς τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιόν μου, τὸ ὁποῖο εἶναι ἡ Καινὴ Διαθήκη μου.
Τὰ ὅσα ἔκαμα διὰ σᾶς τὸ ἀνθρώπινον γένος, σεῖς ὅλοι τὰ κατεπατήσατε μὲ τὰς κατηραμένας βλασφημίας σας βλασφημοῦντες καὶ καταπατοῦντες τὸν Σταυρόν μου καὶ τὰ φρικτὰ Πάθη, ἅτινα ὑπέφερα διὰ τὴν ἰδικήν σας ἀγάπην ἐπάνω εἰς τὸν τοῦ Κρανίου τόπον, προσέτι ὑπέφερα ἐμπτυσμοὺς καὶ κολαφισμούς, διὰ σᾶς ἐρραπίσθην, διὰ σᾶς ἐφόρεσα τὴν κοκκίνην χλαμύδα, τὴν ὁποίαν μοῦ ἐφόρεσαν δι᾿ ἐμπαιγμὸν καὶ ἐβάσταξα τὸν κάλαμον εἰς τὰς χεῖρας καὶ μὲ τόσους ἐμπτυσμοὺς καὶ ὀνειδισμοὺς ὠνομάσθην ψευδὴς βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων, διὰ τὴν ἰδικήν σας Σωτηρίαν.
Διὰ σᾶς ἐβάσταξα τὸν Σταυρὸν εἰς τοὺς ὤμους μου καὶ ἐσύρθην εἰς τὸν τοῦ Κρανίου τόπον, διὰ σᾶς ἐτελείωσα τὴν ζωὴν ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρὸν μὲ τόσας πληγάς, χύνων τὸ πανάγιον αἷμά μου, διὰ νὰ ξεπλύνω τὰς ἁμαρτίας σας καὶ διὰ νὰ χαρίσω τὴν οὐράνιον βασίλειάν μου, ὅπου εἶσθε ἐξωρισμένοι διὰ τὴν παράβασιν τοῦ πρωτοπλάστου Ἀδάμ.
Διὰ σᾶς ἐφόρεσα τὸν ἀκάνθινον στέφανον, κατατρυπῶν τὴν ἁγίαν κορυφήν μου, διὰ νὰ σᾶς στεφανώσω καὶ νὰ κάμω διαδόχους τῆς βασιλείας μου.
Διὰ σᾶς ἠνοίχθη ἡ ἁγία μου πλευρὰ ὑφ᾿ ἑνὸς τῶν στρατιωτῶν καὶ ἐξῆλθεν αἷμα καὶ νερόν, διὰ νὰ δείξω ὅτι τὸ νερὸν εἶναι τὸ βάπτισμα καὶ τὸ αἷμα εἶναι ἡ Ἁγία Κοινωνία, ὅπου χωρὶς αὐτὰ τὰ δύο μυστήρια δὲν δύναται νὰ ἴδῃ τις τὴν βασιλείαν τοῦ Πατρός μου τοῦ Ἐπουρανίου.
Ἀλλὰ σεῖς δι᾿ ἀνταμοιβὴν τῶν θείων μου εὐεργεσιῶν, ὑβρίζετε καὶ καταπατεῖτε τὸν Σταυρὸν καὶ τὰ Πάθη μου.
Ἴδετε ἄνθρωποι, καὶ στοχασθεῖτε ἀπὸ τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μου, ὅτι τὴν Ἁγίαν μου Κυριακήν, τὴν ὁποίαν καταπατεῖτε μὲ τὰ ἄνομα ἔργα σας, εἰς αὐτὴν τὴν Ἁγίαν ἡμέραν μέλλω νὰ τελειώσω τὴν Δευτέραν μου παρουσίαν καὶ νὰ τελειώσω τὸν κόσμον, ν᾿ ἀποδώσω τοῦ καθ᾿ ἑνὸς κατὰ τὰ ἔργα ὅπου ἔπραξε.
Καὶ ὅσοι ἐβάσταξαν τὰς ἐντολάς μου καὶ ἐποίησαν τὰ προστάγματά μου, θέλουν λάμψει ὥσπερ τὸν ἥλιον, καὶ θὰ ἀκούσουν τὴν μακαρίαν ἐκείνην φωνήν, τὸ «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου» καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ θ᾿ ἀκούσουν τὴν φρικτήν μου ἀπόφασιν:
«Πορεύεσθε οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. Πορεύεσθε εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον εἰς τὴν γενεὰν τοῦ πυρὸς μαζὶ μὲ τὸν πατέρα σας τὸν διάβολον. Δι᾿ αὐτὸν ἐδουλεύσατε, δι᾿ αὐτὸν ἐκοπιάσατε εἰς τὴν ζωὴν σᾶς καὶ αὐτὸν ἀπολαύσατε».
Ὑπάγετε καταλαληταί, ὑπάγετε καταδόται, ὑπάγετε ἐπίορκοι, ὅπου δι᾿ ὀλίγον χάρισμα, ἢ καὶ ἀπὸ πάθος κινούμενοι, ὀμνύετε παρανόμως τὸ Εὐαγγέλιόν μου καὶ καταστρέφετε τὸν πλησίον σας μὲ τὴν ψευδὴν μαρτυρίαν σας, ὅπου πολλάκις ἐπήρατε ἀθῴους εἰς τὸν λαιμόν σας, καὶ ἐξολοθρεύσατε παιδία καὶ οἰκογενείας, καὶ χαλάσατε ἀπὸ τὰς ὄψεις τῆς φύσεως διὰ τὸ πεῖσμα σας, καὶ τὰ τέλη σας, καὶ διὰ τὸν παράνομον φθόνον σας.
Ὑπάγετε τώρα νὰ κατακαίηται ὁ λάρυγγάς σας ἀπὸ φωτιὰ ἀσβέστων εἰς τὸν αἰῶνα τὸν ἅπαντα, μαζὶ μὲ τὸν πατέρα σας τὸν διάβολον.
Ὑπάγετε ἀντίδικοι, οἵτινες δὲν ἐφροντίσατε διὰ νὰ ἀρέσητε εἰς ἐμένα ὁποῦ σᾶς ἔπλασα καὶ σᾶς ἔδωκα τὰ μάτια καὶ τὰ ἐπίγεια ἀγαθά μου νὰ χαίρησθε, Ἀλλὰ ἐφροντίσατε ν᾿ ἀρέσητε τοῦ Πατρὸς σας τοῦ διαβόλου, διὸ καὶ τὰ ἔργα του ἐποιήσατε.
Ὑπάγετε, ἀχάριστοι καὶ ἀχόρταγοι, ὅπου διὰ τὸν θεὸν τὴν κοιλίαν σας προσκυνᾶτε καὶ λατρεύετε, μὴ βαστῶντες τὰς Τεσσαρακοστάς, Ἀλλὰ καταλύετε κρέας καὶ ὀψάριον, μὴ βαστῶντες τὰς Τετάρτας καὶ τὰς Παρασκευάς, ἀλλὰ καταλύετε κρέας καὶ ὀψάριον καὶ εἴ τι ἄλλο σᾶς ἐδίδασκεν ὁ διάβολος, διὰ νὰ τὸν ἀρέσητε.
Δὲν στοχάζεσθε, ὅτι τὴν Τετάρτην παρεδόθην εἰς τὰς χεῖρας τῶν Ἰουδαίων διὰ τὴν σωτηρίαν σας καὶ τὴν Ἁγίαν ἡμέραν τῆς Παρασκευῆς ἐτελείωσα τὴν ζωήν μου ἐπάνω εἰς τὸ ξύλον τοῦ Σταυροῦ χύνων τὸ αἷμα μου διὰ νὰ σᾶς ξεπλύνω ἀπὸ τὸν βόρβορον τῆς ἁμαρτίας, καὶ νὰ σᾶς χαρίσω τὴν βασίλειάν μου, ὅπου διὰ σᾶς ἐσταυρώθηκα; καὶ σεῖς εἰς αὐτὴν τὴν Ἁγίαν ἡμέραν τῆς Παρασκευῆς καταλύετε κρέας καὶ ὀψάριον, ὡσὰν χοῖροι ἄγριοι καὶ ὄχι ὡσὰν ἄνθρωποι Χριστιανοί.
Ἴδετε καὶ στοχασθῆτε ἀπὸ τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μου ὅτι τὴν ἡμέραν τῆς Παρασκευῆς ὅπου ἐσταυρώθην, ὅλη ἡ οἰκουμένη γνωρίζουσα μὲ διὰ ποιητὴν καὶ πλάστην ἐτρόμαξεν ὁ ἥλιος ἐσκοτίσθη καὶ ἡ γῆ ἐσείσθη, τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ εἰς τὸ μέσον ἐσείσθη, τὰ μνημεῖα ἠνεῴχθησαν, οἱ νεκροὶ ἐσηκώθησαν ἀπὸ τὰ μνημεῖα, γνωρίζοντες μὲ διὰ Θεὸν καὶ σωτῆρα τοῦ κόσμου.
Καὶ σεῖς εἰς αὐτὴν τὴν Ἁγίαν ἡμέραν πράττετε τὰ ἄνομα ἔργα σας. Κατηραμένος καὶ ἀφωρισμένος καὶ ἀσυγχώρητος ὁ λάρυγγας ὅπου καταλύει τὴν Τετάρτην καὶ Παρασκευὴν κρέας καὶ ὀψάριον χωρὶς σωματικῆς ἀσθενείας.
Στοχασθῆτε ὅτι θέλω ἀνοίξει τοὺς καταρράκτας τοῦ οὐρανοῦ, νὰ βρέξω νερὸ κοχλᾶτο εἰς τὰς δέκα Φεβρουαρίου καὶ κανεὶς δὲν θὰ ἠξεύρῃ, καὶ θέλω ῥίψῃ θηρία πτερωτὰ καὶ ἀνήμερα νὰ σᾶς καταφάγουν, καὶ νὰ φωνάζητε ὁ εἰς τὸν ἄλλον:
«Ἐβγᾶτε σεῖς οἱ ἀποθαμένοι νὰ ἔμβωμεν ἡμεῖς οἱ ζωντανοὶ διότι δὲν ἠμποροῦμεν πλέον νὰ ὑποφέρωμεν τὴν ὀργὴν τοῦ Παντοκράτορος Θεοῦ καὶ τὸν θυμόν του».
Καὶ πάλιν λέγω, θὰ πέμψω σκότος ἀστραπὰς καὶ βροντάς, νὰ σᾶς κατακαύσω καὶ νὰ μὴν σᾶς λυπηθῶ.
Ἀλλοίμονον εἰς ἐσᾶς τί ἀπολογίαν ἔχετε νὰ μοὶ δώσετε τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως;
Τὴν ὥραν ἐκείνην θέλει τρέμει ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἀλλοίμονον εἰς ἐκείνους ὅπου ἔπραξαν τοῦ διαβόλου τὰ ἔργα.
Ἴδετε ἄνθρωποι, νὰ ἀπέχητε ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας, ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειαν, τὸν φθόνον, τὴν πονηρίαν, τὴν μοιχείαν, τὴν κλοπήν, ὅπου κλέπτετε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.
Ἐὰν αὐτὰ δὲν ἀφήσετε, θέλετε ἴδει τὰ φοβερά μου σημεῖα καὶ θὰ τρομάξητε ἀπὸ τὴν ὀργήν μου, ὅπου ὁ οὐρανὸς θέλει τρέμει καὶ ἡ γῆ θὰ σείηται, ὁ ἥλιος θὰ σβήσει, ἡ σελήνη καὶ τὰ ἄστρα θὰ πέσουν, ἡ θάλασσα θὰ βρωμίσει, τὰ πηγάδια θὰ ξηρανθοῦν, καὶ σεῖς θὰ τρέμητε ὡς τὰ φύλλα τοῦ δένδρου, καὶ ἀνάπαυσιν ποσῶς δὲν θὰ ἔχητε.
Ἀλλοίμονον εἰς ἐκείνους ὅπου βλασφημοῦν τὸ ὄνομά μου μὲ τὴν βρωμεράν των γλῶσσαν, καταπατοῦντες τὸν Σταυρόν.
Θέλουν ἴδει τὸν Σταυρὸν τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως νὰ ἔρχηται μετὰ τῶν οὐρανίων ταγμάτων ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ μετὰ δόξης καὶ θὰ τρομάξουν ἀπὸ τὸν φόβον των.
Τότε θέλει τοὺς σύρει ὁ ποταμὸς ὁ πύρινος, ἐκεῖ ἔσται, κλαυθμὸς καὶ ὁ τριγμὸς τῶν ὀδόντων.
Ἀλλοίμονον εἰς ἐκεῖνον τὸν Ἱερέαν, ὅπου δὲν διδάσκει κάθε Κυριακὴν τὸν λόγον τοῦ Εὐαγγελίου θέλει δώσει φρικτὴν ἀπολογίαν διὰ τὸ ποίμνιόν του τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ.
Καὶ πάλιν λέγω διὰ τὴν ἁγίαν μου ἐπιστολήν, ὅτι δὲν ἐγράφη ἀπὸ χέρι ἀνθρώπου, ἀλλ᾿ ἀπὸ τὸν πατέρα μου τὸν ἐπουράνιον.
Καὶ ὅποιος ἄνθρωπος εὑρεθεῖ νὰ φλυαρήσει διὰ τὴν ἁγίαν μου ἐπιστολὴν καὶ νὰ εἰπεῖ ὅτι εἶναι ἀπὸ χέρι ἀνθρώπου νὰ εἶναι ἐπικατάρατος καὶ ἡ ψυχή του νὰ εἶναι μετὰ τοῦ Ἰούδα τοῦ προδότου καὶ νὰ κληρονομήσει τὸ ἀνάθεμα Σοδόμων καὶ Γομόρρων καὶ νὰ βασανίζηται εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ.
Καὶ πάλιν λέγω, ὅτι ὁποῖος δὲν δεχθεῖ τὴν ἁγίαν μου ἐπιστολὴν μὲ ὅλην τὴν καρδίαν, νὰ κληρονομήσει τὴν γεέννα τοῦ πυρὸς τὴν ἀσβέστων, ἐπειδὴ δὲν ἐπίστευσε τὴν ἐπιστολὴν τοῦ ποιητοῦ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ἀλλ᾿ εἶπεν ὅτι δὲν εἶναι γεγραμμένη ἀπὸ τὸν πατέρα μου.
Καὶ πάλιν λέγω ὅτι ὁποῖος ὑβρίζει τὸν Ἱερέαν τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου καὶ δὲν τὸν ἀγαπᾷ καὶ δὲν τὸν εὐλαβεῖται ὡς πανάγιον τοῦ Θεοῦ ὑπηρέτην, ὅπου τὸ ἅγιον πνεῦμα κατέβη εἰς τὴν κεφαλήν του, θέλει νὰ δώσει μεγάλην ἀπολογίαν τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν ὥραν τῆς κρίσεως.
Εὐλογημένος νὰ εἶναι ἐκεῖνος ὁ Χριστιανὸς καὶ ἀπὸ τὸν πατέρα μου, ὅπου πάρει τὴν ἁγίαν μου ἐπιστολὴν μὲ ὅλην του τὴν προθυμίαν, καὶ τὴν διαβάζει εἰς τὸν οἶκον του.
Καὶ ἂν ἔχει ἁμαρτίας ὡσὰν τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς του καὶ ὡσὰν τὰ φύλλα τοῦ δένδρου, ὅλαι συγχωροῦνται καὶ λειώνουν.
Συγχωρεῖ καὶ εὐλογεῖ ὁ Θεὸς τὸν οἶκον του καὶ τὰ ἔργα του καὶ ὅλα τὰ ἀγαθά του.
Καὶ πάλιν λέγω ὅτι ὅστις θρέψῃ πεινασμένον καὶ ἐνδύσει γυμνόν, καὶ δεχθεῖ ξένον εἰς τὸ σπίτι του καὶ τοῦ δώσει ἐλεημοσύνην, θέλουν πληθύνει τὰ ἀγαθά του καὶ θέλω τὸν εὐλογήσει ὡσὰν τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ.
Καὶ πάλιν λέγω, ἀλλοίμονον εἰς ἐκείνους τοὺς γονεῖς ὅπου δὲν ἑρμηνεύουν τὰ τέκνα των καὶ δὲν τὰ παρακινοῦν νὰ πηγαίνουν εἰς τὴν Ἁγίαν Ἐκκλησίαν καλύτερον νὰ μὴ τὰ γεννοῦσαν, διότι θέλουν δώσει φρικτὴν ἀπολογίαν εἰς τὸν φοβερὸν κριτὴν τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως.
Διὰ τοῦτο ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλὸς τοῦ Χριστοῦ Πατριάρχης Ἰωαννίκιος σᾶς παρακαλῶ ἀγαπητὰ τέκνα μου, χάρις εἴη ὑμῖν καὶ εἰρήνη ὑπὸ τοῦ Θεοῦ Πατρός, Κυρίου δὲ ἡμῶν Ἰησοῦ, καὶ σᾶς δίδω τὴν εὐλογίαν, παρακαλῶ σᾶς μὲ ὅλους τοὺς ἀρχιερεῖς ὅπου ἐξήγησαν τὴν Ἁγίαν ταύτην Ἐπιστολὴν καὶ τὴν ἔστειλαν εἰς τὸν κόσμον, ὅπως τὴν δεχθεῖτε μετὰ πάσης προθυμίας.
Καὶ εὐλογημένος ὁ ἄνθρωπος ὅπου τὴν ἔχει εἰς τὸ σπίτι του δὲν θέλει τοῦ συμβεῖ ποτὲ κανένα κακόν, οὔτε τοῦ ἐγγίσει ὁ διάβολος τὰ πράγματά του, καὶ τὸν δέχεται εἰς τὴν βασιλείαν του.
Εἰς δόξαν τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν.
Αὕτη ἡ ἐπιστολὴ εὑρέθη ἀπάνω εἰς τὸν ἅγιον Τάφον τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας. Καὶ νὰ γνωρίζῃ κάθε ἄνθρωπος καὶ νὰ ἠξεύρῃ, ὅτι, ὅστις διαβάζει τὴν εὐχὴν ταύτην μίαν φορὰν τὴν ἡμέραν καὶ τὴν βαστᾶ ἐπάνω του, δὲν φοβεῖται κακὸν θάνατον οὔτε ἀπὸ ποταμόν, οὔτε ἀπὸ ἐχθρούς. Ἀλλὰ διασκορπίζονται ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν.
Ὅποιος ὁμοίως τὴν διαβάζει ἐπάνω εἰς ἄνθρωπον ὅπου νὰ ἔχῃ τὸν πειρασμὸν εἰς τὸ κορμί του, παρευθὺς ὑγιαίνει ἀπὸ πᾶσαν πρᾶξιν τοῦ διαβόλου ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν.
Ἀκόμη ἔχει χάριν αὐτὴ ἡ εὐχή, ὅποιος τὴν διαβάζει μίαν φορὰν τὴν ἡμέραν, ἐκεῖνος ὅπου θέλει τοῦ ἔλθῃ ὁ θάνατος ὁ διωρισμένος, θέλει ἰδῇ τὴν Κυρίαν τοῦ Κόσμου τρεῖς ἡμέρες προτήτερα.
Ἀκόμη ὅποιος τὴν διαβάσῃ ἐπάνω εἰς γυναῖκα ὅπου μέλει νὰ γεννήσῃ ἐλευθερώνεται ὀγληγορώτερον ἀν ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀμήν.
Θεοτόκε Παρθένε, εὐλογημένη Μαρία Κεχαριτωμένη, Δέσποινα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου, ὅτι σωτῆρα ἔτεκες, τὸν μονογενῆ υἱὸν τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρα τῶν ψυχῶν ἡμῶν. Τῶν Ἀποστόλων λαμπρότης, τῶν προσφητῶν σύναξις, τῶν μαρτύρων ἐκκλησία, τῶν χριστιανῶν τὸ καταφύγιον, σκέπασόν με, Παρθένε Μαρία, ὑπὸ τὴν προστασίαν τῶν ἀγγέλων καὶ ὑπὸ τὴν σκέπην τῶν πτερύγων σου, καὶ βοήθησόν με τὸν δοῦλόν σου ἀπὸ πάντα πειρασμόν, ὅπου μέλλει νὰ μοῦ ἔλθῃ καὶ μὴ μὲ ἀποῤῥίψῃς· ὦ Παρθένε Μαρία, βοήθησόν με, Κύριε τοῦ Κόσμου, τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως ὅπως ἔλθῃ ἡ ταπεινή μου ψυχὴ μέσα εἰς τὸν Παράδεισον ἔμπροσθεν εἰς τὸν ἀδέκαστον θρόνον τοῦ Υἱοῦ σου, ὅταν ἔλθῃ νὰ κρίνῃ τὸν κόσμον ἐν τῇ δευτέρᾳ ἡμέρᾳ τῆς φρικτῆς αὐτοῦ παρουσίας καὶ νὰ ἀκούσω τὸ «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην βασιλείαν». Ναί, Δέσποινα τοῦ κόσμου, δώρησόν μοι τῷ ταπεινῷ δούλῳ σου τὸ ζητούμενον, ἵνα εὐχαρίστως δοξάζω τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ