Ὁμιλία εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς πανυπεράγνου δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας
Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ

(νεοελληνικὴ ἀπόδοση)

1. Ὁ ψαλμῳδὸς προφήτης, ἀπαριθμώντας τὰ εἴδη τῆς δημιουργίας καὶ καθορώντας τὴν ἀποτεθειμένη σ᾿ αὐτὰ σοφία τοῦ Θεοῦ, γεμάτος θαυμασμὸ ὁλόκληρος, ἐκεῖ ποὺ ἔγραφε ἀνεφώνησε· «πόσο μεγαλοπρεπῆ εἶναι τὰ ἔργα σου, Κύριε, ὅλα τὰ ἔπλασες μὲ σοφία!».

Σ᾿ ἐμένα τώρα, ποὺ ἐπιχειρῶ νὰ ἐξαγγείλω κατὰ δύναμι τὴν σαρκικὴ ἐπιφάνεια τοῦ Λόγου ποὺ ἔκτισε τὰ πάντα, ποιὸς λόγος θὰ μοῦ ἀρκέσῃ γιὰ ἐξύμνησι; Ἐὰν πραγματικά τα ὄντα εἶναι γεμάτα θαῦμα καὶ τὸ ὅτι αὐτὰ προῆλθαν στὴν ὕπαρξι ἀπὸ μὴ ὄντα εἶναι θεῖο καὶ πολυύμνητο, πόσο θαυμασιώτερο καὶ θειότερο εἶναι καὶ πόσο ἀναγκαιότερο εἶναι νὰ ὑμνῆται ἀπὸ μᾶς τὸ νὰ γίνῃ κάποιο ἀπὸ τὰ ὄντα θεός, καὶ ὄχι ἁπλῶς θεός, ἀλλὰ ὁ ὄντως ὧν Θεός, καὶ μάλιστα ἡ φύσις μας ποὺ δὲν μπόρεσε ἢ δὲν θέλησε οὔτε τὸν χαρακτῆρα κατὰ τὸν ὁποιίο ἔγινε νὰ φυλάξῃ καὶ γι᾿ αὐτὸ δικαίως ἀπωθήθηκε στὰ κατώτατα μέρη τῆς γῆς; Διότι τόσο μεγάλο καὶ θεῖο, τόσο ἀπόρρητο καὶ ἀκατανόητο εἶναι τὸ ὅτι ἡ φύσις μᾶς ἔγινε ὁμόθεος καὶ ὅτι δι᾿ αὐτῆς μᾶς ἐχαρίσθηκε ἡ ἐπάνοδος στὸ καλύτερο ὥστε τοῦτο καὶ στοὺς ἁγίους ἀγγέλους καὶ στοὺς ἀνθρώπους, ἀκόμη καὶ στοὺς προφῆτες, ἂν καὶ αὐτοὶ βλέπουν διὰ Πνεύματος, νὰ μένῃ στὴν πραγματικότητα ἀνεπίγνωστο, μυστήριο ποὺ εἶναι κρυμμένο ἀπὸ τὸν αἰῶνα.

Καὶ γιατί ἀναφέρω μόνο πρὶν πραγματοποιηθῇ; Διότι καὶ ὅταν ἔγινε, πάλι μένει μυστήριο, ὄχι βέβαια ὅτι ἔγινε ἀλλὰ πῶς ἔγινε· μυστήριο πιστευόμενο ἀλλὰ μὴ γινωσκόμενο, προσκυνούμενο, ἀλλὰ μὴ πολυπραγμονούμενο, προσκυνούμενο δὲ καὶ πιστευόμενο διὰ μόνου του Πνεύματος· «διότι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ εἰπῇ Κύριον Ἰησοῦ, παρὰ στὸ ἅγιο Πνεῦμα», καὶ τὸ Πνεῦμα εἶναι αὐτὸ διὰ τοῦ ὁποίου προσκυνοῦμε καὶ διὰ τοῦ ὁποίου προσευχόμαστε, λέγει ὁ ἀπόστολος.

2. Ὅτι δὲ τὸ μυστήριο τοῦτο εἶναι ἀκατανόητο, ὄχι μόνο στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀρχαγγέλους, ἀποδεικνύει σαφῶς καὶ τὸ γεγονὸς ποὺ ἑορτάζεται ἀπὸ ἐμᾶς σήμερα. Ὁ ἀρχάγγελος εὐαγγελίσθηκε στὴν Παρθένο τὴ σύλληψι· ὅταν δὲ αὐτὴ ἀναζητοῦσε τὸν τρόπο κι εἶπε πρὸς αὐτόν, «πῶς θὰ μοῦ συμβῇ τοῦτο, ἀφοῦ δὲν γνωρίζω ἄνδρα;», μὴ μπορώντας νὰ ἑρμηνεύσῃ τὸν τρόπο κατὰ κανένα τρόπο ὁ ἀρχάγγελος, κατέφυγε καὶ αὐτὸς πρὸς τὸν Θεό, λέγοντας «Πνεῦμα ἅγιο θὰ ἔλθη σ᾿ ἐσὲ καὶ δύναμις Ὑψίστου θὰ σὲ ἐπισκιάσῃ». Ὅπως δηλαδή, ἂν κανεὶς ἐρωτοῦσε τὸν Μωυσῆ, πῶς κατασκευάζεται ἀπὸ γῆ ἄνθρωπος, πῶς ἀπὸ χῶμα προέρχονται ὀστᾶ καὶ νεῦρα καὶ σάρκα, πῶς αἰσθητήρια ἀπὸ ἀναίσθητη ὕλη, πῶς πάλι ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ἀδαμιαία πλευρά, πῶς τὸ ὀστοῦν διαπλώθηκε καὶ διαιρέθηκε, ἑνώθηκε καὶ συνδέθηκε, πῶς ἀπὸ τὸ ὀστοῦν προῆλθαν σπλάγχνα καὶ χυμοὶ διάφοροι καὶ ὅλα τὰ ἄλλα; Ὅπως λοιπόν, ἂν κάποιος ἐρωτοῦσε αὐτὰ τὸν Μωυσῆ, δὲν θὰ ἔλεγε τίποτε περισσότερο πλὴν τοῦ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ποὺ ἔλαβε χῶμα ἀπὸ τὴ γῆ καὶ ἔπλασε τὸν Ἀδάμ, καὶ μιὰ ἀπὸ τὶς πλευρὲς τοῦ Ἀδὰμ καὶ κατασκεύασε τὴν Εὔα, ὥστε θὰ ἔλεγε μὲν ποιὸς εἶναι ὁ κτίστης, ἀλλὰ τὸν τρόπο κατὰ τὸν ὁποῖο ἔγιναν ἐκεῖνα δὲν θὰ τὸν ἔλεγε· ἔτσι καὶ ὁ Γαβριήλ, ὅτι τὸν ἄσπορο τόκο θὰ κατασκευάσουν τὸ ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἡ δύναμις τοῦ Ὑψίστου, τὸ εἶπε, τὸ πῶς ὅμως, δὲν τὸ εἶπε. Ἂν μάλιστα, ὅταν ἐμνημόνευσε προηγουμένως τὴν Ἐλισάβετ, ὅτι συνέλαβε σὲ γηρατειὰ ἐνῷ ἦταν στείρα, δὲν εἶχε νὰ εἰπῇ τίποτε παραπάνω πλὴν τοῦ ὅτι δὲν εἶναι τίποτε ἀδύνατο γιὰ τὸν Θεό, πῶς θὰ μποροῦσε νὰ εἰπῇ τὸν τρόπο στὴν περίπτωσι αὐτῆς ποὺ συνέλαβε κι ἐγέννησε παρθενικά;

3. Ἔχει ὅμως καὶ κάτι περισσότερο τὸ λεγόμενο ἀπὸ τὸν ἀρχάγγελο πρὸς τὴν Παρθένο, ποὺ ἐνέχει μεγαλύτερο μυστήριο· «θὰ ἔλθη», λέγει, «ἅγιο Πνεῦμα σ᾿ ἐσὲ καὶ δύναμις Ὑψίστου θὰ σ᾿ ἐπισκιάση». Γιατί; Διότι καὶ τὸ γεννώμενο δὲν εἶναι προφήτης οὔτε ἁπλῶς ἄνθρωπος, ὅπως ὁ Ἀδάμ, ἀλλὰ θὰ ὀνομασθῆ υἱὸς τοῦ Ὑψίστου, σωτὴρ καὶ λυτρωτὴς τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ βασιλεὺς αἰώνιος. Ὅπως τοὺς λίθους ποὺ ἐξέπεσαν ἀπὸ κορυφὴ ὅρους καὶ κινοῦνται ἕως τὸ τέλος τῆς ὑπωρείας τοὺς διαδέχονται πολλοὶ κρημνοί, ἔτσι κι ἐμᾶς, ἀφοῦ ἐξεπέσαμε ἀπὸ τὴ θεία ἐντολὴ στὸν παράδεισο κατεβήκαμε ἕως τὸν ᾅδη, πολλὰ δεινά μας εὐρήκαν διαδοχικά. Διότι δὲν εἶναι μόνο ἡ γῆ ποὺ ἀνέπτυξε ἀγκάθια καὶ τριβόλια αἰσθητά, κατὰ τὴν κατάρα πρὸς τὸν προπάτορα, ἀλλὰ ἐσπαρθήκαμε κι ἐμεῖς μὲ τὰ πολυειδῆ ἀγκάθια τῶν πονηρῶν παθῶν καὶ τὰ φοβερὰ τριβόλια τῆς ἁμαρτίας. Καὶ δὲν ἔλαβε τὸ γένος μᾶς ἐκείνη μόνο τὴ λύπη τὴν ὁποία ἐκληροδότησε ἡ προμήτωρ διά της πρὸς αὐτὴν κατάρας, ποὺ τὴν κατεδίκασε νὰ γεννᾷ μὲ λύπη, ἀλλὰ καὶ ὅλος ὁ βίος μᾶς ἔγινε σχεδὸν ὀδύνη καὶ λύπη.

4. Ὁ Θεὸς ὅμως ποὺ μᾶς ἔπλασε ἀπὸ εὐσπλαγχνία ἐπέβλεψε πρὸς ἐμᾶς φιλανθρώπως καὶ ἀφοῦ ἔκλινε τοὺς οὐρανοὺς κατέβηκε καὶ παίρνοντας ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο τὴ φύσι μᾶς τὴν ἀνακαίνισε καὶ τὴν ἐπανέφερε, μᾶλλον δὲ τὴν ἀνεβίβασε σὲ θεῖο καὶ οὐράνιο ὕψος. Θέλοντας λοιπὸν νὰ πραγματοποιήση αὐτό, μᾶλλον δὲ νὰ φέρῃ σὲ πέρας τὴν προαιώνια βουλὴ τοῦ σήμερα, στέλλει τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ, ὅπως λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, «στὴ Ναζαρὲτ πρὸς Παρθένο μνηστευμένη μὲ ἄνδρα, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἦταν Ἰωσήφ, ἀπὸ τὸ γένος καὶ τὴν πατριὰ τοῦ Δαβίδ, καὶ τὸ ὄνομα τῆς Παρθένου ἦταν Μαριάμ».

5. Στέλλει λοιπὸν ὁ Θεὸς τὸν ἀρχάγγελο πρὸς Παρθένο καὶ τὴν καθιστὰ μητέρα του μὲ μόνη τὴν προσφώνησι ἂν καὶ μένει παρθένος, ἐπειδὴ βέβαια, ἂν συλλαμβανόταν ἀπὸ σπέρμα, δὲν θὰ ἦταν νέος ἄνθρωπος οὔτε θὰ ἦταν ἄναμαρτητος καὶ σωτὴρ τῶν ἁμαρτωλῶν διότι ἡ κίνησις τῆς σαρκὸς γιὰ γέννησι, ἀφοῦ μένει ἀνυπότακτη πρὸς τὸν νοῦ ποὺ εἶναι ταγμένος νὰ ἡγεμονεύῃ τῶν λειτουργιῶν μας, δὲν εὑρίσκεται ἐντελῶς ἔξω ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Δαβὶδ ἔλεγε, «μὲ ἀνομίες συνελήφθηκα καὶ μὲ ἁμαρτίες μ᾿ ἐκυοφόρησε ἡ μητέρα μου». Ἐὰν λοιπὸν ἡ σύλληψις τοῦ Θεοῦ ἦταν ἀπὸ σπέρμα, δὲν θὰ ἦταν νέος ἄνθρωπος οὔτε ἀρχηγὸς τῆς νέας καὶ μὴ παλαιουμένης καθόλου ζωῆς. Ἂν ἦταν τῆς Παλαιᾶς μερίδος καὶ κληρονόμος ἐκείνου τοῦ πταίσματος, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ φέρῃ στὸν ἑαυτὸ τοῦ τὸ πλήρωμα τῆς ἄφθαρτης θεότητος καὶ νὰ κάμῃ τὴν σάρκα τοῦ ἀνεξάντλητη ἁγιασμοῦ, ὥστε καὶ τῶν προπατόρων ἐκείνων ν᾿ ἀποπλύνῃ τὸν μολυσμὸ μὲ περίσσεια δυνάμεως καὶ στοὺς ἐπιγόνους ὅλους νὰ ἐπαρκῇ γι᾿ ἁγιασμό. Γι᾿ αὐτὸ δὲν ᾖλθε ἄγγελος οὔτε ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ᾖλθε καὶ μᾶς ἔσωσε, ποὺ συνελήφθηκε καὶ ἐσαρκώθηκε σὲ μήτρα Παρθένου κι ἔμεινε ἀναλλοιώτως Θεός.

6. Ἔπρεπε δὲ νὰ ἔχῃ καὶ μάρτυρα τῆς ἄσπορης συλλήψεως τὴν Παρθένο καὶ συνεργὸ σὲ ὅσα ἐπρόκειτο νὰ τελεσθοῦν κατ᾿ οἰκονομία. Ποιὰ εἶναι αὐτά; Ἡ ἄνοδος στὴ Βηθλεέμ, ὅπου θὰ ἐτελεῖτο καὶ ὁ ἐξαγγελλόμενος καὶ δοξαζόμενος τοκετός· ἡ προσέλευσις στὸ ἱερό, ὅπου τὸ βρέφος μαρτυρεῖται Κύριος ζωῆς καὶ θανάτου ἀπὸ τὸν Συμεὼν καὶ τὴν Ἄννα· ἡ φυγὴ στὴν Αἴγυπτο ἐμπρὸς στὸν Ἡρῴδη καὶ ἡ ἐπάνοδος ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο κατὰ τὶς ἱερὲς προφητεῖες καὶ τὰ ἄλλα ποὺ δὲν εἶναι εὔκολο τώρα νὰ ἀπαριθμήσω. Γι᾿ αὐτὰ παρελήφθηκε ὡς μνηστὴρ ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἐστάλθηκε ὁ ἄγγελος σὲ παρθένο μνηστευμένη μὲ ἄνδρα ὀνομαζόμενο Ἰωσήφ. Τὴν δὲ φράσι «ἀπὸ τὸν οἶκο καὶ τὴν πατριὰ τοῦ Δαβὶδ» θὰ τὴν ἐννοήσης καὶ γιὰ τοὺς δύο· διότι τόσο ἡ Παρθένος ὅσο καὶ ὁ Ἰωσὴφ ἀνέφεραν τὴν γενεά τους στὸν Δαβίδ.

7. Καὶ τὸ ὄνομα, λέγει, τῆς Παρθένου ἦταν Μαριάμ, ποὺ ἑρμηνεύεται Κυρία. Τοῦτο δεικνύει καὶ τὸ ἀξίωμα τῆς Παρθένου καὶ τὸ βέβαιό της παρθενίας, καὶ τὸ ἀλλοιώτικο καὶ προσεκτικὸ καὶ κατὰ κάποιον τρόπο παναμώμητό του βίου της· διότι, ἐπειδὴ ἦταν κυρίως παρθένος φερωνύμως, εἶχε τὴν πλήρη κατοχὴ τῆς ἁγνείας, ὄντας παρθένος καὶ στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή, καὶ κατέχοντας τὶς ψυχικὲς δυνάμεις καὶ ὅλες τὶς αἰσθήσεις τοῦ σώματος ὑπεράνω κάθε μολυσμοῦ, καὶ μάλιστα τόσο κυρίως καὶ βεβαίως καὶ ἐγκύρως καὶ καθ᾿ ὅλα ἱερῶς ὅλον τὸν χρόνο, ὅπως ἡ κλεισμένη πύλη διατηρεῖ τοὺς θησαυροὺς καὶ τὸ σφραγισμένο βιβλίο διατηρεῖ τὰ γραπτὰ ἀνέγγικτα ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς· διότι περὶ αὐτῆς ἔχει γραφή, τοῦτο εἶναι τὸ σφραγισμένο βιβλίο καὶ αὐτὴ ἡ πύλη θὰ εἶναι κλεισμένη, καὶ κανεὶς δὲν πρόκειται νὰ περάσῃ ἀπὸ αὐτήν.

8. Ἀλλὰ καὶ μὲ ἄλλον τρόπο πάλι εἶναι Κυρία ἡ Παναγία κατ᾿ ἀξία, ὡς δεσπόζουσα τῶν ὅλων, ἐπειδὴ συνέλαβε σὲ παρθενία κι ἐγέννησε θείως τὸν κατὰ φύσι δεσπότη τοῦ παντός. Ἐπίσης βέβαια εἶναι Κυρία ὄχι μόνο ὡς ἐλευθέρα ἀπὸ δουλεία καὶ μέτοχος θείας κυριότητος, ἀλλὰ καὶ ὡς πηγὴ καὶ ρίζα τῆς ἐλευθερίας τοῦ γένους, καὶ μάλιστα μετὰ τὴν ἀπόρρητη καὶ χαρμόσυνη γέννα. Διότι αὐτὴ ποὺ συζεύχθηκε μὲ ἄνδρα εἶναι μᾶλλον κυριευμένη παρὰ κυρία, καὶ μάλιστα μετὰ τὴν περίλυπη καὶ ὀδυνηρὴ γέννα, κατὰ τὴν ἀρὰ ἐκείνη πρὸς τὴν Εὔα, «θὰ γεννήσης τέκνα μὲ λύπη, θὰ ἐξαρτᾶσαι ἀπὸ τὸν ἄνδρα σου καὶ αὐτὸς θὰ σὲ αὐθεντεύη»· γιὰ νὰ ἐλευθερώση ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀρὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος ἡ παρθενομήτωρ, λαμβάνει τὴν χαρὰ καὶ τὴν εὐλογία διὰ τοῦ ἀγγέλου· διότι ὁ ἄγγελος, λέγει, ἀφοῦ εἰσῆλθε εἶπε πρὸς τὴν Παρθένο, «Χαῖρε κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου, εἶσαι εὐλογημένη ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες»· Ὁ ἀρχάγγελος δὲν τῆς προαγγέλλει τὸ μέλλον λέγοντας, ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου, ἀλλὰ ἐξαγγέλλει ὅ,τι ἔβλεπε τότε ἀοράτως νὰ τελῆται. Καὶ ἀντιλαμβανόμενος ὅτι αὐτὴ εἶναι τόπος θείων καὶ ἀνθρωπίνων χαρισμάτων καὶ στολισμένη μὲ ὅλα τὰ χαρίσματα τοῦ θείου Πνεύματος, κυριολεκτικῶς τὴν ἀναγόρευσε κεχαριτωμένη, βλέποντας δὲ ὅτι ἤδη ἔλαβε ἔνοικο αὐτὸν στὸν ὁποῖο εὑρίσκονται οἱ θησαυροὶ ὅλων τούτων καὶ προορώντας τὴν ἀνώδυνη κυοφορία καὶ τὴν γέννα ποὺ θὰ ἐγινόταν χωρὶς ὠδῖνες, τῆς ἀπηύθυνε τὸ «χαίρειν» κι ἐβεβαίωσε ὅτι εἶναι ἡ μόνη εὐλογημένη καὶ εὐλόγως δοξασμένη ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες· διότι κατὰ τὴν ὑπερβολὴ τῆς δόξας τῆς θεομήτορος Παρθένου δὲν ὑπάρχει ἄλλη δοξασμένη, κι ἂν ἐδοξάσθηκε.

9. Ἀλλὰ ἡ Παρθένος, καθὼς εἶδε κι ἐφοβήθηκε μήπως εἶναι κάποιος ἀπατηλὸς ἄγγελος, ποὺ παραπλανᾷ τὶς ἀπερίσκεπτες κατὰ τὸ παράδειγμα τῆς Εὔας, δὲν ἔδεχθηκε ἀνεξετάστως τὸν χαιρετισμό· καὶ μὴ γνωρίζοντας ἀκόμη καθαρῶς τὸν σύνδεσμο πρὸς τὸν Θεὸ ποὺ εὐαγγελιζόταν αὐτός, ἐταράχθηκε, λέγει, μὲ τὸν λόγο του, ἐπιμένοντας σταθερὰ στὴν παρθενία, «καὶ διαλογιζόταν τί εἴδους ἀσπασμὸς εἶναι αὐτός»· Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἀρχάγγελος διαλύει ἀμέσως τὸν θεοφιλῆ φόβο τῆς χαριτωμένης Παρθένου, λέγοντάς της· «μὴ φοβῆσαι, Μαρία· διότι ἐπέτυχες τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ». Ποιὰ χάρι; Αὐτὴ ποὺ εἶναι δυνατὴ μόνο σ᾿ αὐτὸν ποὺ δύναται τὰ ἀδύνατα καὶ ἐφυλάχθηκε πρὸ τῶν αἰώνων σὲ σένα μόνη. «Ἰδοὺ θὰ συλλάβης τέκνο». Ἀκούοντας δὲ σύλληψι, λέγει, μὴ σκεφθῆς καμμιὰ ἀφαίρεσι τῆς παρθενίας, μὴ στενοχωρῆσαι καὶ μὴ ταράσσεσαι γι᾿ αὐτό· διότι τοῦτο τὸ «ἰδοὺ θὰ συλλάβης», λεγόμενο τότε πρὸς αὐτὴν ποὺ ἦταν παρθένος, ὑπεδείκνυε πλέον τὴ σύλληψι ὡς συνοδοιπόρο μὲ τὴν παρθενία.

10. «Ἰδοὺ λοιπὸν θὰ συλλάβης καὶ θὰ γεννήσης υἱόν»· δηλαδὴ παραμένοντας ὅπως εἶσαι σήμερα καὶ διατηρώντας ἀνέπαφη τὴν παρθενία σου, θὰ συλλάβης ἔμβρυο καὶ θὰ γεννήσης τὸν υἱὸν τοῦ Ὑψίστου. Τοῦτο προβλέποντας καὶ ὁ Ἡσαΐας πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ἔλεγε, «ἰδοὺ ἡ Παρθένος θὰ κυοφορήση καὶ θὰ γεννήση υἱόν», καὶ «προσῆλθα πρὸς τὴν προφήτιδα. Πῶς λοιπὸν ὁ προφήτης προσῆλθε πρὸς τὴν προφήτιδα; Ὅπως τώρα ὁ ἀρχάγγελος πρὸς αὐτὴν διότι αὐτὸ ποὺ εἶδε τώρα αὐτός, τοῦτο προεῖδε καὶ προεῖπε ἐκεῖνος. Ὅτι δὲ ἡ Παρθένος ἦταν προφήτις, ποὺ εἶχε προφητικὴ χάρι, θὰ τὸ δείξη στὸν θέλοντα ἡ ᾠδή της ποὺ περιέχεται στὸ εὐαγγέλιο.

11. Προσῆλθε λοιπόν, λέγει, ὁ Ἡσαΐας πρὸς τὴν προφήτιδα, ἀσφαλῶς μὲ τὸ προβλεπτικὸ πνεῦμα καὶ συνέλαβε τέκνο, πρὶν ἔλθη ὁ πόνος τῶν ὠδίνων, ἐξέφυγε καὶ ἐγέννησε ἀρσενικὸ τέκνο· ὁ δὲ ἀρχάγγελος λέγει τώρα πρὸς αὐτήν, «θὰ γεννήσης υἱὸν καὶ θὰ τὸν ὀνομάσης Ἰησοῦν, ποὺ ἑρμηνεύεται Σωτήρ· θὰ εἶναι δὲ μέγας». Εἶπε λοιπὸν πάλι ὁ Ἡσαΐας, «θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Ὁμοίως μὲ αὐτὸν τώρα λέγει καὶ ὁ ἀρχάγγελος, «αὐτὸς θὰ εἶναι μέγας καὶ θὰ ὀνομασθῆ υἱὸς Ὑψίστου» (πῶς δὲ δὲν εἶπε, εἶναι μέγας καὶ υἱὸς Ὑψίστου, ἀλλὰ θὰ εἶναι καὶ θὰ ὀνομασθῆ; Τοῦτο συμβαίνει διότι ὡμιλοῦσε περὶ τοῦ ἀνθρωπίνου προσλήμματος τοῦ Χριστοῦ), ἐνῷ συγχρόνως δηλώνει ὅτι καὶ θὰ γνωσθῇ σὲ ὅλους καὶ ἀπὸ αὐτοὺς θὰ κηρυχθῆ ὅτι εἶναι τέτοιας λογῆς, ὥστε ὕστερα νὰ μπορῇ καὶ ὁ Παῦλος νὰ λέγῃ, «ὁ Θεὸς ἐφανερώθηκε σὲ σάρκα, ἐκηρύχθηκε στὰ ἔθνη, ἐπιστεύθηκε στὸν κόσμο». Ἀλλὰ λέγει ἐπίσης, «θὰ τοῦ δώσῃ ὁ Κύριος τὸν θρόνο τοῦ πατρὸς τοῦ Δαβίδ, καὶ θὰ βασιλεύσῃ στὸ γένος τοῦ Ἰακὼβ ἐπὶ αἰῶνες καὶ τῆς βασιλείας του δὲν θὰ ὑπάρξῃ τέλος»· αὐτὸς δέ, τοῦ ὁποίου ἡ βασιλεία ὡς αἰωνία δὲν ἔχει τέλος, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἀλλ᾿ αὐτὸς ἔχει καὶ πατέρα τὸν Δαβίδ, ἑπομένως εἶναι ὁ ἴδιος καὶ ἄνθρωπος, ὥστε αὐτὸς ποὺ θὰ γεννηθῆ νὰ εἶναι συγχρόνως Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, υἱὸς ἀνθρώπου καὶ υἱὸς Θεοῦ, ποὺ ὡς ἄνθρωπος λαμβάνει τὴν ἀδιάδοχη βασιλεία ἀπὸ τὸ Θεὸ Πατέρα, ὅπως εἶδε καὶ προεξήγγειλε ὁ Δανιήλ· «παρατηροῦσα», λέγει, «ἕως ὅτου ἐτοποθετῆθηκαν θρόνοι κι ἐκάθησε ὁ Παλαιός των ἡμερῶν καὶ ἰδοὺ κάποιος ὡς υἱὸς ἀνθρώπου ἐρχόταν ἐπάνω στὶς νεφέλες τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἔφθασε μέχρι τῶν Παλαιοῦ των ἡμερῶν, κι ἐδόθηκε σ᾿ αὐτὸν ἡ τιμὴ καὶ ἡ ἐξουσία· καὶ ἡ βασιλεία τοῦ εἶναι βασιλεία αἰώνιος καὶ δὲν θὰ δοθῆ σὲ ἄλλον βασιλέα».

12. Θὰ καθήση δὲ στὸν θρόνο τοῦ Δαβὶδ καὶ θὰ βασιλεύσῃ στὸ γένος τοῦ Ἰακώβ· ἐπειδὴ βέβαια ὁ μὲν Ἰακὼβ εἶναι πατριάρχης ὅλων τῶν θεοσεβῶν, ὁ δὲ Δαβὶδ εἶναι ὁ πρῶτος ἀπὸ ὅλους ποὺ ἐβασίλευσε θεοσεβῶς μαζὶ καὶ θεαρέστως σὲ τόπο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος συνήνωσε σὲ μιὰ ἀρχὴ οὐράνια καὶ αἰώνια τὴν πατριαρχία καὶ τὴν βασιλεία. Ἡ δὲ χαριτωμένη Παρθένος, μόλις ἤκουσε ἀπὸ τὸν ἀρχάγγελο τὰ τόσο ἐξαίσια καὶ θεία λόγια, ὅτι ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου, καὶ ἰδοὺ θὰ συλλάβης καὶ θὰ γεννήσης υἱό, λέγει, «πῶς θὰ μοῦ συμβῇ τοῦτο; Διότι δὲν ἔχω σχέσεις μὲ ἄνδρα». Διότι ἂν καὶ μοῦ μεταφέρεις πολὺ πνευματικὸ καὶ ἀνώτερο σαρκικῶν παθῶν μήνυμα, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος μου ἀναφέρεις σύλληψι στὴν γαστέρα καὶ κυοφορία καὶ τοκετό, προσθέτεις δὲ γιὰ τὴ σύλληψι καὶ τὸ ἰδού· πῶς λοιπὸν θὰ μοῦ συμβῇ τοῦτο; Διότι, λέγει, δὲν ἔχω σχέσεις μὲ ἄνδρα. ==========

13. Λέγει δὲ τοῦτο ἡ Παρθένος, ὄχι ἀπὸ ἀπιστία, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἐζητοῦσε νὰ μάθη κατὰ τὸ δυνατὸ πῶς ἔχει τὸ πρᾶγμα· γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἀρχάγγελος λέγει πρὸς αὐτή, «Πνεῦμα ἅγιο θὰ ἔλθη σ᾿ ἐσένα καὶ δύναμις τοῦ Ὑψίστου θὰ σ᾿ ἐπισκιάση· γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ ἅγιο ποὺ θὰ γεννηθῆ θὰ ὀνομασθῆ Υἱὸς Θεοῦ». Ἁγία βέβαια εἶσαι ἐσύ, λέγει, καὶ χαριτωμένη, Παρθένε· Πνεῦμα δὲ πάλι ἅγιο θὰ ἔλθη σ᾿ ἐσένα, ποὺ θὰ ἑτοιμάση καὶ καταρτίση τὴν θεουργία μέσα σου μὲ ὑψηλότερα προσθήκη ἁγιασμοῦ· καὶ θὰ σὲ ἐπισκιάση δύναμις Ὑψίστου, ἡ ὁποία συγχρόνως θὰ σὲ ἐνδυμαμώνη καὶ διὰ τῆς ἐπισκιάσεως σ᾿ ἐσένα καὶ τῆς συνάφειας μὲ τὸν ἑαυτό της θὰ μορφώνῃ τὴν ἀνθρωπότητα, ὥστε τὸ γεννώμενο νὰ εἶναι ἅγιο, Υἱὸς Θεοῦ καὶ δύναμις Ὑψίστου μορφωμένη κατὰ ἄνθρωπο. Διότι ἐξ ἄλλου ἰδοὺ καὶ ἡ Ἐλισάβετ ἡ συγγενής σου, ποὺ ἐπέρασε ὅλον τὸν βίο τῆς στείρα, τώρα μὲ τὴν βούλησι τοῦ Θεοῦ σὲ γηρατειὰ παραδόξως κυοφορεῖ, διότι κανένα πρᾶγμα δὲν εἶναι ἀδύνατο γιὰ τὸν Θεό.

14. Τί πράττει λοιπὸν πρὸς αὐτὰ ἡ χαριτωμένη Παρθένος, ἡ θεία κατὰ τὴν σύνεσι καὶ ἀπαράμιλλη; Πάλι τρέχει πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἀπευθύνεται πρὸς αὐτὸν μὲ εὐχὴ λέγοντας πρὸς τὸν ἀρχάγγελο· ἄν, ὅπως λέγεις, ἔλθη σ᾿ ἐμένα ἅγιο Πνεῦμα, γιὰ νὰ μὲ καθαρίση περισσότερο καὶ νὰ μὲ δυναμώση νὰ δεχθῶ τὸ σωτήριο ἔμβρυο, ἂν μ᾿ ἐπισκιάση δύναμις τοῦ Ὑψίστου ποὺ θὰ μορφώση μέσα μου κατὰ τὸν ἄνθρωπο αὐτὸν ποὺ φέρει τὴν μορφὴ τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ δημιουργήση ἄσπορη λοχεία, ἂν τὸ γεννώμενο θὰ εἶναι ἅγιο καὶ Υἱὸς Θεοῦ καὶ Θεὸς καὶ βασιλεὺς αἰώνιος, βέβαια τίποτε δὲν εἶναι ἀδύνατο γιὰ τὸν Θεό, «ἰδοὺ ἐγὼ ἡ δούλη τοῦ Κυρίου, ἂς γίνῃ σύμφωνα μὲ τὸ λόγο σου». Κι ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ ὁ ἄγγελος, ἀφοῦ ἄφησε στὴν γαστέρα τῆς τὸν ποιητὴ τοῦ σύμπαντος συνημμένο μὲ σῶμα καὶ ἀφοῦ μὲ τὴν συνάφεια αὐτή, ποὺ ἐξυπηρέτησε, προξένησε τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἔτσι καὶ ὁ Ἡσαΐας προεικόνισε ἐναργῶς μὲ ὅσα ἀξιώθηκε ἤδη μακαρίως νὰ πάθη. Διότι αὐτὸς δὲν εἶδε τὸν Σεραφεὶμ νὰ παίρνῃ ἀμέσως τὸν ἄνθρακα ἀπὸ τὸ νοητὸ θυσιαστήριο τοῦ οὐρανοῦ· τοῦτον τὸν ἐπῆρε ὁ Σεραφεὶμ μὲ τὴν λαβίδα, μὲ τὴν ὁποία ἔγγισε καὶ τὰ χείλη του, δίδοντας τὴν κάθαρσι. Αὐτὴ ἡ ἐμπειρία τῆς λαβίδας ἦταν τὸ ἴδιο μ᾿ ἐκεῖνο τὸ μεγάλο θέαμα ποὺ εἶδε ὁ Μωυσῆς, μιὰ βάτο ποὺ ἦταν ἀναμμένη μὲ πῦρ καὶ δὲν κατακαιόταν.

15. Ποιὸς δὲν γνωρίζει ὅτι ἐκείνη ἡ βάτος καὶ αὐτὴ ἡ λαβίδα ἦσαν σὰν ἡ παρθενομήτωρ, ποὺ συνέλαβε μέσα της τὸ θεῖο πῦρ ἀπυρπολήτως, ἀφοῦ καί. ἐδῶ ἀρχάγγελος ἐμεσίτευε στὴν σύλληψι καὶ συνήνωνε δι᾿ αὐτῆς τὸν αἴροντα τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου μὲ τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ μὲ τὴν ἀπόρρητη συνάφεια μᾶς ἐξάγνισε; Ἑπομένως αὐτὴ ἡ παρθενομήτωρ εἶναι ἡ μόνη μεθόριο κτιστῆς καὶ ἄκτιστης φύσεως· ὅσοι βέβαια γνωρίζουν τὸ Θεὸ θὰ ἀναγνωρίσουν καὶ αὐτὴν ὡς χώρα τοῦ ἀχωρήτου καὶ αὐτὴν θὰ ὑμνήσουν μετὰ τὸν Θεὸ ὅσοι ὑμνοῦν τὸν Θεό. Αὐτὴ εἶναι καὶ αἰτία τῶν πρὶν ἀπὸ αὐτὴ καὶ προστάτις τῶν μετὰ ἀπὸ αὐτὴ καὶ πρόξενος τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν. Αὐτὴ εἶναι ὑπόθεσις τῶν προφητῶν, ἀρχὴ τῶν Ἀποστόλων, ἑδραίωμα τῶν μαρτύρων, κρηπῖδα τῶν διδασκάλων. Αὐτὴ εἶναι ἡ δόξα τῶν ἐπὶ γῆς, ἡ τερπνότης τῶν οὐρανίων, τὸ ἐγκαλλώπισμα ὅλης της κτίσεως. Αὐτὴ εἶναι ἡ καταρχή, ἡ πηγὴ καὶ ἡ ρίζα τῆς ἀποθησαυρισμένης γιὰ μᾶς ἐλπίδος στοὺς οὐρανούς.

16. Αὐτὴν τὴν ἐλπίδα εἴθε ν᾿ ἀποκτήσωμε ὅλοι ἐμεῖς μὲ τὶς δικές της προσβεῖες γιὰ μᾶς, σὲ δόξα τοῦ πρὸ αἰώνων γεννηθέντος ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ σαρκωθέντος κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες ἀπὸ αὐτὴν Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας. Σ᾿ αὐτὸν πρέπει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΝΔΡΕΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΗΤΗΣ

Λόγος εἰς τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου

Ἔφθασε σήμερα ἡ χαρὰ ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ καταργεῖ τὴν πρώτη κατάρα. Ἔφθασε Αὐτὸς ποὺ εὑρίσκεται παντοῦ, γιὰ νὰ τὰ γεμίση ὅλα μὲ χαρά. Πῶς ᾖλθε ὅμως; Χωρὶς νὰ περιβάλλεται ἀπὸ δορυφόρους, χωρὶς νὰ σύρῃ πίσω του τὶς στρατιὲς τῶν ἀγγέλων, δίχως μεγαλοπρεπῆ προσέλευσι, ἀλλὰ ἥσυχα καὶ ἤρεμα. Καὶ τὸ ἔκανε αὐτό, γιὰ νὰ διαφύγη τὴν προσοχὴ τοῦ ἄρχοντος τοῦ σκότους, γιὰ νὰ παγιδεύση μὲ τὸ σοφὸ αὐτὸ τέχνασμα τὸν ὄφι, νὰ ἐξαπατήσῃ τὸν δράκοντα, τὸν Ἀσσύριο ποὺ ἔθεσε ὑπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ ὅλη τὴν ἀνθρώπινη εὐγένεια, καὶ ἔτσι τελικὰ νὰ ἁρπάξη τὸ λάφυρο. Διότι δὲν ἀνέχθηκε ἡ ἄπειρη εὐσπλαγχνία Του νὰ ὑποστῇ καταστροφὴ αὐτὸ τὸ τόσο σπουδαῖο ἔργο, ὁ ἄνθρωπος, γιὰ χάρι τοῦ ὁποίου Ἐκεῖνος ἔστησε τοὺς οὐρανοὺς σὰν καμάρα, στερέωσε τὴν γῆ, σκόρπισε τὸν ἀέρα, ἅπλωσε τὴν θάλασσα καὶ κατεσκεύασε ὁλόκληρη τὴν ὁρατὴ κτίσι. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Θεὸς κατέβηκε στὴν γῆ, βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὸν οὐρανό, ᾖλθε ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, κυοφορήθηκε ἀπὸ Παρθένο, αὐτὸς ποὺ δὲν τὸν χωρεῖ ὁλόκληρο τὸ σύμπαν.

Λοιπὸν ἂς ἀγάλλωνται τὰ σύμπαντα σήμερα, καὶ ἡ φύσις ἂς σκιρτᾷ. Διότι ἀνοίγεται ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ ὑποδέχεται κρυφὰ τὸν Βασιλέα τοῦ παντός. Ἡ Ναζαρὲτ μιμεῖται τὴν Ἐδὲμ καὶ δέχεται στοὺς κόλπους τῆς τὸν φυτουργὸ τῆς Ἐδέμ. Ὁ Πατὴρ τῶν οἰκτιρμῶν μόνος του μνηστεύεται τὴν ἀνθρώπινη εὐτέλεια διὰ μέσου του μόνου γεννηθέντος ἀπὸ αὐτόν. Καὶ ὁ Γαβριὴλ ὑπηρετεῖ τὸ μυστήριο καὶ προσφωνεῖ ἥσυχα τὴν Παρθένο μὲ τὸ Χαῖρε, γιὰ νὰ διασῴση ἡ θυγάτηρ τοῦ Ἀδάμ, ποὺ ἀνέτειλε ἀπὸ τὸν Δαβίδ, τὴν χαρὰ ποὺ ἔχασε ἡ προμήτωρ. Σήμερα ὁ Πατὴρ τῆς δόξης εὐσπλαχνίσθηκε τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ κοίταξε μὲ συμπάθεια τὴν φύσι ποὺ ἐφθάρη ἀπὸ τὸν Ἀδάμ. Σήμερα ὁ χορηγός της εὐσπλαγχνίας φανερώνει τὴν ἄβυσσο τῶν παναγάθων σπλάγχνων του καὶ διοχετεύει στὴν κτίσι τὸ ἔλεός Του, ποὺ εἶναι ἄφθονο σὰν τὸ νερὸ ποὺ καλύπτει τὶς θάλασσες.

Αὐτὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ποὺ πανηγυρίζουμε τώρα. καὶ αὐτὴν τὴν παραγγελία δέχεται ὁ Γαβριὴλ καὶ μεσιτεύει ἀνάμεσα στὴν θεότητα καὶ τὴν ἀνθρωπότητα, καὶ πρῶτος εὐαγγελίζεται στὴν Παρθένο τὶς ἐγγυήσεις τῆς ὁλοκληρωτικῆς συνδιαλλαγῆς. Διότι ὁ Πατὴρ τῶν οἰκτιρμῶν συμπόνεσε τὸ γένος μας ποὺ εἶχε ἤδη καταφθαρῆ ἀπὸ τὸ ὀλίσθημα τῆς ἁμαρτίας καὶ ἐνθυμήθηκε τὸ ἔργο τῶν χειρῶν του. Καὶ ἐπειδὴ δὲν ὑπέφερε νὰ μᾶς βλέπῃ νὰ χανώμαστε ἕως τέλους, κατὰ πρῶτον ἔδωσε στὰ χέρια τοῦ Μωυσέως τὸν νόμο, ποὺ ἦταν γραμμένος σὲ λίθινες πλάκες. Καθὼς ὅμως ὁ νόμος δὲν εἶχε κανένα ἀποτέλεσμα1, ἀπέστειλε πνευματοφόρους ἄνδρες, ἐννοῶ τοὺς διορατικοὺς προφῆτες, οἱ ὁποῖοι ἔδειχναν ὅλες τὶς εὐθεῖες ὁδοὺς τοῦ Θεοῦ. Παρ᾿ ὅλο δὲ ποὺ ἔκλεισαν τὶς αἰσθήσεις τοὺς αὐτοὶ πρὸς τοὺς ὁποίους ἀπεστάλησαν καὶ δὲν βελτιώθηκαν καθόλου, ὡστόσο οὔτε τότε παρέβλεψε ὁ Πλάστης τὸ πλάσμα μας, ἀλλὰ ἐξαπέστειλε σὲ μᾶς τοὺς ἀναξίους, εἰς οὓς τὰ τέλη τῶν αἰώνων κατήντησε2, τὸν ὁμόθρονο καὶ ἰσοσθενὴ καὶ ἰσάγαθο Υἱό του, ὁ ὁποῖος προῆλθε ἀπὸ τοὺς ὑπεράγαθους καὶ πανάμωμους κόλπους του. Διότι ἔκρινε πὼς πρέπει μᾶλλον νὰ ἐργασθῆ γιὰ τὴν σωτηρία αὐτῶν ποὺ ἔχουν ναυαγήσει, παρὰ νὰ παραβλέψη αὐτὸ τὸ τόσο σπουδαῖο πλάσμα ποὺ ἔφτιαξε.

Ἀφοῦ λοιπὸν ὤρισε σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς πρώτους του ἀγγέλους νὰ διακονήση στὸ μυστήριο, νομίζω ὅτι αὐτὰ τοῦ παρήγγειλε μὲ τὸ νεῦμα τῆς οἰκείας του μεγαλειότητος: «Ἐμπρὸς λοιπόν, Γαβριήλ, πήγαινε στὴ Ναζαρέτ, τὴν πόλι τῆς Γαλιλαίας, στὴν ὁποία κατοικεῖ κόρη Παρθένος μνηστευμένη μὲ ἄνδρα ποὺ ὀνομάζεται Ἰωσήφ. Τὸ ὄνομα τῆς Παρθένου εἶναι Μαρία». Λέγει, στὴ Ναζαρέτ. Γιὰ ποιὸ λόγο; Γιὰ νὰ συλλέξη ὁ Παντοκράτωρ τὸ θεοχαρίτωτο κάλλος τῆς παρθενίας, ὅπως ἀκριβῶς τὸ τριαντάφυλλο, ἀπὸ ἀκανθωτὴ χώρα. καὶ γιὰ τὴν προφητεία, ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται3. Ποιός; Αὐτὸς ποὺ ἀνακηρύσσεται κατόπιν ἀπὸ τὸν Ναθαναὴλ Υἱὸς Θεοῦ καὶ Βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ4. Εἶναι βέβαια συνήθεια ὁ Γαβριὴλ νὰ διακονῇ στὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸ εἴδαμε στὴν περίπτωσι τοῦ Δανιήλ5. «Πήγαινε λοιπὸν στὴν πόλι τῆς Γαλιλαίας Ναζαρέτ. καὶ σὰν φθάσης σ᾿ αὐτήν, σπεῦσε πρῶτα νὰ ἀνακοινώσης στὴν Παρθένο αὐτὸ τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς χαρᾶς, τὸ ὁποῖο εἶχε χάσει προηγουμένως ἡ Εὔα. Καὶ πρόσεξε μὴν τῆς ταράξης τὴν ψυχή. διότι τὸ μήνυμα εἶναι χαρᾶς, ὄχι καταστροφῆς. ὁ ἀσπασμὸς εἶναι εὐφροσύνης καὶ ὄχι ἀθυμίας. Γιατί ποιὰ χαρὰ ἦταν ἢ θὰ εἶναι μεγαλύτερη γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἀπὸ τὸ νὰ γίνῃ συμμέτοχος τῆς θείας φύσεως, καί, μὲ τὴν πρὸς Αὐτὸν ἄμεση ἐπαφή, νὰ ἑνωθῆ καὶ νὰ γίνῃ ἕνα μὲ Αὐτὸν καθ᾿ ὑπόστασιν; Ποιὸ πρᾶγμα εἶναι πιὸ θαυμαστό, ἀπὸ τὸ νὰ βλέπῃς τὴν συγκατάβασι τοῦ Θεοῦ, ποὺ φθάνει μέχρι καὶ τὴν κυοφορία μέσα στὴν μήτρα μιᾶς γυναίκας; Ώ, τί παράδοξα πράγματα! Ὁ Θεὸς μέσα στὰ μόρια μιᾶς γυναίκας, ὁ τὸν οὐρανὸν θρόνον ἔχων, καὶ ὑποπόδιον τὴν γην6. Ὁ Θεὸς νὰ εὑρίσκεται μέσα στὴν κοιλιὰ μιᾶς γυναίκας, αὐτὸς ποὺ εἶναι ὑπερουράνιος καὶ συνθρόνος τῆς πατρικῆς ἀϊδιότητος. Καὶ ποιὸ πρᾶγμα εἶναι πιὸ παράδοξο ἀπὸ αὐτό, ἀπὸ τὸ νὰ παρουσιάζεται δηλ. ὁ Θεὸς ἀνθρωπόμορφος, χωρὶς νὰ ἐξέρχεται ἀπὸ τὴν θεότητά του; Καὶ ἀπὸ τὸ νὰ βλέπουμε τὴν ἀνθρώπινη φύσι νὰ εἶναι ὁλόκληρη συνενωμένη μὲ τὸν Πλάστη της, γιὰ νὰ θεωθῇ ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔπεσε πρῶτος στὴν ἁμαρτία;

Τί ἔκανε λοιπὸν ὁ Γαβριήλ; Ὅταν τὰ ἄκουσε αὐτὰ καὶ κατάλαβε πὼς ἡ διαταγὴ εἶναι βέβαια ἐπικυρωμένη μὲ θεϊκὴ ἀπόφασι ἀλλὰ ξεπερνᾷ τὴν δύναμί του, ἔμεινε μετέωρος ἀνάμεσα στὸν φόβο καὶ τὴν χαρὰ καὶ τοῦ ἦταν φανερὸ πὼς δὲν πρέπει νὰ ξεθαρρεύῃ. ἀλλὰ ἐπίσης δὲν ἔκρινε καὶ ἀσφαλὲς τὸ νὰ ἀντιλέγῃ. Ἀκολουθώντας λοιπὸν τὸ θεϊκὸ πρόσταγμα, πέταξε κάτω πρὸς τὴν Παρθένο καὶ φθάνοντας στὴ Ναζαρέτ, στάθηκε στὸ δωμάτιο. Ἔπειτα ἔμεινε σκεπτικὸς καὶ βασανιζόταν ἀπὸ διαφόρους λογισμούς, σὰν νὰ βρισκόταν σὲ ἀμηχανία. καὶ νομίζω πῶς αὐτὰ ἀναλογιζόταν: «Ἀπὸ ποῦ ν᾿ ἀρχίσω νὰ ἐκτελῶ τὴν ἀπόφασι τοῦ Θεοῦ; Νὰ εἰσέλθω βιαστικὰ στὸν θάλαμο; Ἀλλὰ τότε θὰ ταράξω τὴν ψυχὴ τῆς Παρθένου. Νὰ προχωρήσω πιὸ ἀργά; Ἀλλὰ ἡ κόρη θὰ νομίση πὼς μπῆκα αὐθαίρετα. Νὰ χτυπήσω τὴν πόρτα; Ἀλλὰ πῶς; Δὲν εἶναι χαρακτηριστικό των ἀγγέλων αὐτό, οὔτε κάτι ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ μπορεῖ νὰ ἐμποδίση τὸ ἀσώματο. Νὰ ἀνοίξω πρῶτα τὴν πύλη; Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη αὐτὴ εἶναι κλειστή, ἐγὼ μπορῶ νὰ εἰσέλθω. Νὰ τὴν καλέσω μὲ τὸ ὄνομά της; Ἀλλὰ θὰ τρομάξω τὴν κόρη. Αὐτὸ λοιπὸν θὰ κάνω. Θὰ ἐνεργήσω ἀνάλογα μὲ τὴν ἐπιθυμία Αὐτοῦ ποὺ μ᾿ ἔστειλε. διότι ἔχει σκοπὸ νὰ σώση τὸ ἀνθρώπινο γένος. Καὶ ἡ ἐπιθυμία Τοῦ βέβαια ἂν καὶ εἶναι κάπως παράδοξη, εἶναι ὅμως γεμάτη εὐσπλαγχνία καὶ σύμβολο καταλλαγῆς. Πῶς ἄραγε νὰ πλησιάσω τὴν Παρθένο; Γιὰ ποιὸ πρᾶγμα νὰ τῆς μιλήσω πρῶτα; Γιὰ τὸ χαρμόσυνο μήνυμα ἢ γιὰ τὴν ἐνοίκησι τοῦ Κυρίου μου; Γιὰ τὴν ἐπέλευσι τοῦ Πνεύματος ἢ γιὰ τὴν ἐπισκίασι τοῦ Ὑψίστου; Θὰ χαιρετήσω λοιπὸν τὴν Παρθένο, θὰ τῆς ἀνακοινώσω τὸ θαῦμα, θὰ τὴν πλησιάσω, θὰ τῆς ἀπευθύνω τὸν χαιρετισμὸ καὶ θὰ τῆς προσφωνήσω ἤρεμα τὸ Χαῖρε. Αὐτὸ θὰ μὲ βοηθήση νὰ τῆς μιλήσω μὲ παρρησία. Ἂς προπορευθῆ, ὡς ἐγγύησις γιὰ τὴν συνομιλία μου μὲ αὐτήν, τὸ Χαῖρε. Διότι αὐτὸ καὶ μόνο τὸ ἄκουσμα τοῦ Χαῖρε, ἐπειδὴ δὲν θὰ προξενήση κανένα φόβο στὴν κόρη, θὰ ἐξομαλύνῃ ἀπὸ πρὶν τὴν κατάστασι τῆς ψυχῆς της. Ἀπὸ τὴν χαρὰ λοιπὸν θ᾿ ἀρχίσω νὰ τῆς ἀναγγέλλω τὰ μηνύματα τῆς χαρᾶς. Διότι ἔτσι ἁρμόζει στὴν βασίλισσα, μὲ χαρμόσυνα μηνύματα νὰ τὴν χαιρετοῦμε. Διότι ὁ τρόπος εἶναι χαροποιός, ὁ καιρὸς εὐφρόσυνος, τὸ παράγγελμα χαρμόσυνο, τὸ βούλευμα σωτήριο καὶ προοίμιο ἀκατάληπτης χαρᾶς.

Αὐτὰ λοιπὸν ἀφοῦ ἀποφάσισε ὁ ἀρχάγγελος, πορεύθηκε στὴν παστάδα καὶ πλησίασε τὸν θάλαμο μέσα στὸν ὁποῖο κατοικοῦσε ἡ Παρθένος. Προσήγγισε ἥσυχα στὴν θύρα καί, ἀφοῦ εἰσῆλθε, προσεφώνησε τὴν Παρθένο μὲ ἤρεμη φωνή: Χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σού7. Αὐτὸς ποὺ ὑπάρχει πρὶν ἀπὸ σένα, σήμερα γίνεται μαζὶ μὲ σένα, καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο θὰ προέλθη ἀπὸ σένα. τότε ἀϊδίως, τώρα χρονικῶς. Πῶ, πῶ, τί ἀμέτρητη φιλανθρωπία! Πόσο μεγάλη ἀγαθοσύνη! Δὲν ἀρκέσθηκε στὸ μήνυμα τῆς χαρᾶς, ἀλλὰ ὠνόμασε καὶ τὸν αὐτουργὸ τῆς χαρᾶς μὲ τὴν κύησι τῆς Παρθένου. Διότι τὸ ὁ Κύριος μετά σου, δείχνει ὁλοφάνερα πὼς παρευρίσκεται ὁ ἴδιος ὁ Βασιλεὺς καὶ ὁλόκληρος σωματώνεται μέσα της, χωρὶς ὅμως νὰ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν οἰκεία του δόξα.

Χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σου. Χαῖρε, σὺ ποὺ εἶσαι τὸ ὄργανο τῆς χαρᾶς μὲ τὸ ὁποῖο ἐλύθη ἡ καταδίκη της κατάρας καὶ τὴν θέσι τῆς κατέλαβε δίκαια ἡ χαρά. Χαῖρε, σὺ ποὺ εἶσαι ἀληθινὰ εὐλογημένη. χαῖρε, ἡ λελαμπρυσμένη. χαῖρε, τὸ καλλωπισμένο ἀνάκτορο τῆς θείας δόξης. χαῖρε, τὸ ἱερὸ παλάτι τοῦ βασιλέως. χαῖρε, νυμφών, εἰς τὸν ὁποῖο ὁ Χριστὸς ἐνυμφεύθη τὴν ἀνθρωπότητα. χαῖρε, σὺ ποὺ ἐξελέγης ἀπὸ τὸν Θεὸ πρὶν νὰ γεννηθῆς. χαῖρε, τὸ μέσο συνδιαλλαγῆς τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. χαῖρε, θησαυρὲ τῆς ἀκηράτου ζωῆς. χαῖρε, οὐρανέ, ὑπερουράνιο οἴκημα τοῦ Ἡλίου τῆς δόξης. χαῖρε, εὐρύχωρο χωρίο τοῦ Θεοῦ ποὺ δὲν εἶναι χωρητὸς πουθενὰ ἐκτὸς μόνον ἀπὸ σένα. χαῖρε, γῆ ἁγία παρθενική, ἀπὸ τὴν ὁποία δημιουργήθηκε μὲ ἄρρητο θεοπλαστία ὁ νέος Ἀδὰμ γιὰ νὰ διασῴση τὸν παλαιό. χαῖρε, ζύμη ἁγία θεόπλαστη, ἀπὸ τὴν ὁποία ζυμώθηκε ὅλο τὸ φύραμα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, καί, ἀφοῦ μετεβλήθη σὲ ἄρτο ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀποτέλεσε ἕνα παράδοξο κρᾶμα.

Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν, καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σού8. Καὶ πολὺ σωστὰ εὐλογημένη. Διότι σὲ εὐλόγησε ὁ Θεός, ἐσένα τὸ σκήνωμά Του, ποὺ ἐκυοφόρησες ἀπεριλήπτως τὸν ὑπερπλήρη της Πατρικῆς δόξης ἄνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ εἶναι καὶ Θεός, τέλειος κατὰ τὶς φύσεις ἀπὸ τὶς ὁποῖες καὶ στὶς ὁποῖες συνέστη. Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν, ἡ ὁποία ἐχώρησες ἀστενοχωρήτως μέσα εἰς τὸ ἀσύλητο ταμεῖο τῆς παρθενίας σου τὸν οὐράνιο θησαυρό, ἐν ᾧ πάντες εἰσὶν οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως ἀποκρυφοι9. Σὺ εἶσαι ἀληθινὰ εὐλογημένη, ἧς ἡ κοιλία θημωνία ἅλωνος.10  διότι καρποφόρησες ἀσπερμάτως καὶ ἀγεωργήτως καρπὸ εὐλογίας, τὸν στάχυ τῆς ἀφθαρσίας Χριστό, καθὼς προσέφερες στὸν γεωργό της σωτηρίας μᾶς πλούσιο θερισμό, χιλιάδες μακαρίων ψυχῶν. Ἐσὺ εἶσαι ἀληθινὰ εὐλογημένη, ἡ ὁποία μόνη ἀπ᾿ ὅλες τὶς μητέρες προετοιμάσθηκες νὰ γίνῃς μητέρα τοῦ Κτίστου σου, καὶ ὅμως ἀπέφυγες ὅσα παθαίνουν οἱ μητέρες. Διότι δὲν διεφθάρη ἀπὸ μητρικὲς ὠδῖνες ἡ ἐξαίρετή σου παρθενία, καθὼς ὁ παρθενικός σου βλαστὸς διεφύλαξε σώα τα σήμαντρα τῆς ἁγνείας σου. Σὺ εἶσαι πραγματικὰ εὐλογημένη, ἡ μόνη ποὺ κυοφόρησες δίχως ἄνδρα αὐτὸν ποὺ ἅπλωσε τοὺς οὐρανοὺς καὶ οὐράνωσε ξενοπρεπῶς τὴν γῆ τῆς παρθενίας σου. Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν, ἡ μόνη ποὺ ἀξιώθηκε τὴν εὐλογία τὴν ὁποία ὑποσχέθηκε ὁ Θεὸς μὲ τὸν Ἀβραὰμ στὰ ἔθνη11. Ἐσὺ εἶσαι ἀληθινὰ εὐλογημένη, γιατί μόνο ἐσὺ ἐχρημάτισες μητέρα τοῦ εὐλογημένου παιδιοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Σωτῆρα μας, διὰ μέσου της ὁποίας κράζουν τὰ ἔθνη: Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου12. καί, Εὐλογητὸν τὸ ὄνομα τῆς δόξης αὐτοῦ εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ πληρωθήσεται τῆς δόξης αὐτοῦ πᾶσα ἡ γῆ. γένοιτο, γένοιτο13.

Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν, καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου. Καρπός, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔφαγε ὁ πρωτόπλαστος Ἀδὰμ καὶ ἐξήμεσε τὴν ἀρχαία κατάποσι, μὲ τὴν ὁποία δέχθηκε μέσα του τὸ δέλεαρ τῆς ἀπάτης. Καρπός, ἀπὸ τὸν ὁποῖο πηγάζει ὁ γλυκασμὸς τῆς πικρῆς γεύσεως τοῦ ξύλου καὶ ὁ ὁποῖος ἀποκαθαίρει τὴν ἀνθρωπότητα. ὁ ὁποῖος ἀνέβλυσε πηγὲς ποταμηφόρες γιὰ χάρι τοῦ Ἰσραὴλ ποὺ περιπλανιόταν στὴν ἔρημο, καὶ γλύκανε τὴν Μερρᾶν καὶ ἔβρεξε ψωμί, παράξενη τροφὴ καὶ ἀγεώργητη. Εὐλογημένος ὁ καρπός, ὁ ὁποῖος μετέβαλε τὰ ὕδατα ποὺ ἦσαν πικρὰ καὶ προκαλοῦσαν ἀτεκνία σὲ πόσιμα καὶ γόνιμα μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Ἐλισσαίου ποὺ ἔχυσε σ᾿ αὐτὰ ἁλάτι. Εὐλογημένος ὁ καρπὸς ὁ ὁποῖος προῆλθε ἀπὸ τὸν ἀκήρατο βλαστὸ τῆς παρθενικῆς μήτρας, ὡς βότρυς ὡριμασμένος κατὰ ὑπερφυὴ τρόπο. Εὐλογημένος ὁ καρπὸς ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἀναβλύζουν πηγὲς ὕδατος ἀλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνων14. Καρπός, ἀπὸ τὸν ὁποῖο προέρχεται ὁ ζωηφόρος ἄρτος, τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, καὶ ποτῆρι ἀθανασίας ποὺ παρέχει σωτήριο ποτό. Εὐλογημένος ὁ καρπός, τὸν ὁποῖο εὐλογεῖ κάθε γλῶσσα ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων15, μὲ τὸν τριπλασιασμὸ τῆς ἁγιαστικῆς Τριαδικῆς Θεότητος, καὶ τὸν κατατάσσει βέβαια στὴν ἴδια οὐσία, ἀλλὰ τὸν διαχωρίζει ὡς πρὸς τὴν ἰδιαίτερη ὑπόστασι. Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν, καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου.

Ἡ δέ, λέγει, ἐπὶ τῷ λόγῳ αὐτοῦ διεταράχθη, καὶ διελογίζετο ποταπὸς εἴη ὁ ἀσπασμὸς οὔτος16. Λέγει ὅτι ταράχθηκε, ὄχι γιατί ἔπεσε σὲ ἀπιστία. ἀποκλείεται. Ἀντίθετα μᾶλλον ἀπὸ εὐλάβεια πρὸς τὴν παράξενη προσφώνησι, διότι τῆς φάνηκε σὰν μαντεῖα αὐτὸ ποὺ ἔβλεπε. Οὔτε ἔπαθε αὐτὸ ποὺ συνέβη στὸν Ζαχαρία μέσα στὰ ἄδυτα ἀπὸ τὴν ἀπιστία του, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας δέχθηκε τὴν τιμωρία ἀπὸ τὰ γεννητικὰ στὰ φωνητικὰ ὄργανα καὶ ἀντάλλαξε τὴν ἀτεκνία μὲ τὴν ἀφωνία17. Ἀλλὰ καθὼς ἦταν καθαρὴ ἀπὸ κάθε ψόγο καὶ ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἐπιμειξία πρὸς ἄνδρα καὶ ἀπὸ κάθε ἐλευθεριάζουσα συνήθεια, καὶ εἶχε συνηθίσει νὰ προσηλώνῃ τὸ νοῦ της στὴν ἀκλινῆ θεωρία τῶν οὐρανίων, δέχθηκε μέσα στὴν ψυχὴ τῆς ταραχὴ ἀπὸ τὸν ἀσπασμό, ἐπειδὴ ἦταν φυσικό, μιὰ καὶ ἦταν ἀπαρρησίαστη, νὰ διστάση ἐκείνη τὴν στιγμὴ καὶ νὰ ἀνακρίνῃ μὲ τὸ λογικὸ αὐτὸ ποὺ τῆς εἶχε λεχθῆ καὶ ὄχι ν᾿ ἀνοίξη τ᾿ αὐτιά της ὡς ἔτυχε καὶ ἀπερίσκεπτα σ᾿ αὐτὸν ποὺ τῆς μιλοῦσε. Γι᾿ αὐτό, πολὺ σοφὰ ὁ εὐαγγελιστὴς τὸ ἐπισήμανε καὶ εἶπε. ἡ δὲ διελογίζετο. Σὰν νὰ ἐξέταζε τοὺς διαλογισμούς της μὲ τὸ κριτήριο τῆς καθαρᾶς διανοίας, ὥστε νὰ μὴν παραδεχθῇ χωρὶς κρίσι τοὺς λόγους. Ἔλεγε: ποταπὸς εἴη ὁ ἀσπασμὸς οὗτος; Διότι ἦταν φυσικό, αὐτὴ ποὺ ἦταν εὐγενὴς καὶ θυγατέρα τοῦ Δαβὶδ νὰ μὴν εἶναι ἀνίδεός των διηγήσεων ποὺ ἀναφέρονται στὶς Θεῖες Γραφές. Ἔτσι ἔστρεψε τὸ νοῦ τῆς ἀμέσως πρὸς τὴν πτῶσι τῆς προμήτορος, ἀναλογιζόμενη τὸ ὀλίσθημα ἐξ αἰτίας τῆς ἀπάτης, καὶ ὅσα ἄλλα παρόμοια ἐξιστορήθηκαν ἀπὸ τοὺς παλαιούς. Ἑπομένως δὲν ἔκανε ἄσχημα ὁ εὐαγγελιστὴς ποὺ γράφει πὼς διαλογιζόταν. Ἐπίσης, τὸ ἔκανε αὐτὸ καὶ γιὰ νὰ δείξη πόση σύνεσι εἶχε, καθὼς καὶ τὴν σταθερὴ καὶ πάγια καὶ ἀρρέμβαστη γνῶσι της. Διότι δὲν πρέπει νὰ γίνῃ ἀποδοχὴ τῆς προσφωνήσεως χωρὶς προηγουμένως νὰ γίνῃ βέβαιο πὼς εἶναι καλή, ὕστερα ἀπὸ προσεκτικὴ ἐξέτασι. Πλὴν ὅμως, ἐπειδὴ προσπαθοῦσε νὰ καταστείλη τὴν ταραχὴ τῆς ψυχῆς, δὲν πρόφερε καμμία λέξι. μόνο, ἀφοῦ πῆρε κάποιο φοβισμένο σχῆμα, ἄφηνε νὰ φανῇ ἡ κατάστασι τῆς ψυχῆς της καὶ στήλωσε τὴν σταθερότητα τοῦ ἤθους της ἀντὶ γιὰ τὴν φωνή της. Ἔλεγε μέσα της. ποταπὸς εἴη ὁ ἀσπασμὸς οὗτος; Μήπως μόνη ἐγὼ ἀπ᾿ ὅλες τὶς γυναῖκες θὰ καινοτομήσω τὴν φύσι; Μήπως μόνο ἐγὼ μπορῶ νὰ κυοφορήσω καρπὸ χωρὶς νὰ συνέλθω μὲ ἄνδρα; Ποταπὸς εἴη ὁ ἀσπασμὸς οὗτος; Ποιὸς ἔφερε αὐτὴ τὴν ἀγγελία καὶ ἀπὸ ποῦ μπῆκε; Νὰ εἶναι ἄνθρωπος αὐτὸς ποὺ ὁμιλεῖ; Ἀλλὰ φαίνεται ὡς ἀσώματος. Νὰ εἶναι ἄγγελος; Ἀλλὰ μιλάει σὰν ἄνθρωπος. Ἀγνοῶ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπω καὶ ἀπορῶ μ᾿ αὐτὰ ποὺ ἀκούω.

Τί ἔκανε λοιπὸν ὁ Γαβριήλ; Ἀμέσως μόλις κατάλαβε πὼς ἡ κόρη ταράχθηκε, δὲν σκέφθηκε τίποτε ἄλλο, ἀλλὰ ἀμέσως τῆς εἶπε. Μὴ φοβοῦ, Μαριάμ. εὖρες γὰρ χάριν παρὰ τῷ Θεῷ 18. Ἀφοῦ πρῶτα της κατασίγασε τὸ φόβο, ὕστερά της ἔδωσε θάρρος λέγοντας «μὴ φοβᾶσαι, γιατί βρῆκες χάρι ἀπὸ τὸν Θεό». αὐτὴν ποὺ ἔχασε ἡ Εὔα. Μὲ τὸ νὰ πῇ χάριν, διέλυσε τὴν ἀμφιβολία τῆς γνώμης της καὶ τὸ ὅτι τῆς φάνηκε πὼς πρέπει νὰ σκεφθῆ καλὰ τὸ πρᾶγμα. Καὶ προσθέτοντας τὸ εὖρες γὰρ χάριν παρὰ τῷ Θεῷ πιθανῶς νὰ ἀντέκρουσε τὸν φόβο τῆς Παρθένου. Μὴ φοβοῦ Μαριάμ. Δὲν εἶναι ἀπατηλὸς ὁ τρόπος. δὲν ἔχω ἔλθη γιὰ νὰ σὲ ἀποπλανήσω. δὲν λαλεῖ πάλι ὁ ὄφις ποὺ συρίζει, δὲν σοῦ μιλάω ἀπὸ τὴν γῆ. Ἀπὸ τὰ ὕψη ᾖλθα γιὰ νὰ σοῦ φέρω τὸ χαρμόσυνο μήνυμα. καὶ ὄχι ἁπλῶς ἕνα καλὸ μήνυμα, ἀλλὰ ἕνα μήνυμα μεγάλης χαρᾶς. Μὴ φοβοῦ, Μαριάμ. ὁ ἀσπασμὸς δὲν ἀποτελεῖ χλευασμό, οὔτε τὸ μήνυμα φέρει λύπη.

Ὁ Κύριος μετὰ σοῦ, ὁ χορηγὸς κάθε χαρᾶς καὶ Σωτῆρας ὅλου τοῦ κόσμου. Μαζί σου, αὐτὸς ποὺ δὲν χωρίσθηκε ἀπὸ τοὺς πατρικοὺς κόλπους, ἀλλὰ καὶ ἔχει συλληφθῆ μέσα στὴν μήτρα σου. Σὲ ἀπεκάλεσα Κεχαριτωμένη γιὰ νὰ σοῦ φανερώσω τὴν χαρὰ τοῦ μυστηρίου σου. Σὲ ὠνόμασα Κεχαριτωμένη, διότι δέχθηκες στὴν μήτρα σου ὅλη τὴν χαρὰ καὶ χαριτώθηκες μὲ στολὴ ποὺ λάμπει ἀπὸ τὰ θεῖα χαρίσματα. Προσφώνησα ὁ Κύριος μετὰ σοῦ, γιὰ νὰ δείξω ὁλοφάνερα τὴν ἐξουσία αὐτοῦ ποὺ εἰσῆλθε προηγουμένως μέσα σου. Διότι αὐτὸς εἶναι Κύριος καὶ Θεὸς ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης καὶ πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰώνος19, υἱὸς δικός σου, τῆς Παρθένου, ἀλλὰ καὶ Σωτῆρας ὅλων. Ὁ Κύριος μετά σου. ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια μαζί σου. Κύριος του νόμου, Πατέρας τῆς χάριτος καὶ πηγὴ τῆς ἀληθείας. Μὴ φοβοῦ, Μαριάμ. ὁ Κύριος μετά σου. Αὐτὸς ποὺ ἐξουσιάζει κάθε κυριαρχία. ὁ Υἱὸς τοῦ Πατρὸς τῶν φώτων, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε ἀναρχως ἀπὸ Αὐτὸν καὶ σαρκώθηκε χρονικῶς ἀπὸ ἐσένα, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται στὸν οὐρανὸ ὁλόκληρος μέσα στὸν κόλπο Του καὶ κάτω στὴν γῆ ὁλόκληρος μέσα στὴν κοιλιά σου. Αὐτὸς εἶναι μαζί σου καὶ μέσα σου. Διότι προφθάσε καὶ εἰσῆλθε καὶ ἐνδύθηκε τὴν μήτρα σου καὶ ἔτσι ὁ κατὰ φύσιν ἀχώρητος ἔγινε μέσα σου χωρητός. Μὴ φοβοῦ, Μαριάμ. εὖρες γὰρ χάριν παρὰ τῷ Θεῷ. Χάριν, τὴν ὁποία δὲν εἶχε δεχθῇ ἡ Σάρρα, δὲν τὴν γνώρισε ἡ Ρεββέκα καὶ δὲν τὴν βρῆκε ἡ Ραχήλ. Εὖρες χάριν, τὴν ὁποία δὲν ἀξιώθηκε ἡ ξακουστὴ Ἄννα, οὔτε ἡ Φενάννα, ἡ ἀντίπαλός της. Καθ᾿ ὅσον ἐκεῖνες ἔγιναν μητέρες ἐνῷ πρὶν ἦταν ἄτεκνες, ἀλλὰ ἔχασαν μαζὶ μὲ τὴν στείρωσι καὶ τὴν παρθενία. Ἐσὺ ὅμως καὶ μητέρα θὰ εἶσαι καὶ θὰ ἔχῃς ἀναφαίρετη τὴν παρθενία. Μὴ φοβᾶσαι λοιπόν, γιατί βρῆκες χάρι ἀπὸ τὸν Θεό. Χάρι, τὴν ὁποία δὲ βρῆκε κανεὶς ἄνθρωπος σ᾿ ὅλους τοὺς αἰῶνες σὰν καὶ σένα. Καὶ ποιὰ ἄλλη χάρις θὰ μποροῦσε νὰ ἐξομοιωθῇ μὲ αὐτήν, ποὺ ἔχει τὸ ἐξαίρετο προνόμιο πῶς προέρχεται ἄμεσα ἀπὸ τὸν Θεό;

Λοιπόν, εὖρες χάριν παρὰ τῷ Θεῷ. καὶ ἰδοὺ συλλήψη ἐν γαστρὶ καὶ τέξη υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησούν20. Πῶ, πῶ, τί θαῦμα! Πρῶτα της λύνει τὴν ἀπορία ποὺ δημιουργήθηκε μέσα της καὶ ἔπειτα προσθέτει τὰ λόγια τῆς ἑρμηνείας. Καὶ πρόσεξε πόσα πετυχαίνει μὲ λίγα λόγια. Καταστέλλει τὸν φόβο, προμηνύει τὴν χάρι, ἑρμηνεύει τὴν κύησι, προφητεύει τὴν γέννησι, ὁρίζει τὸ ὄνομα αὐτοῦ ποὺ θὰ γεννηθῆ. Καὶ δὲν σταματᾷ σ᾿ αὐτὰ ὁ λόγος του. ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ φανερωθῆ καλὰ τὸ μέγεθος τῆς ἐξουσίας αὐτοῦ ποὺ θὰ γεννηθῆ, ἀμέσως πρόσθεσε. Οὗτος ἔσται μέγας καὶ υἱὸς ὑψίστου κληθήσεται, καὶ δώσει Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνον Δαβὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, καὶ βασιλεύσει ἐπὶ τὸν οἶκον Ἰακὼβ εἰς τοὺς αἰῶνας, καὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος21. Εἶδες πῶς ἀφαίρεσε σιγὰ-σιγὰ τὸν φόβο ἀπὸ τὴν Παρθένο; Εἶδες πόσο θάρρος ἔδωσε στὴν ψυχή της; Διότι, ὅταν τὸν εἶπε Υἱὸ τοῦ Ὑψίστου, ἀλλὰ καὶ ὅτι ὁ Δαβὶδ θὰ εἶναι ὁ πατέρας του, ἔδωσε φτερὰ ἀμέσως σ᾿ ὅλο τὸ νοῦ της, ὅπως τὸ δείχνουν τὰ ἑπόμενα.

Καὶ πρόσεξε τὴν σύνεσι τῆς Παρθένου. Διότι, ὅταν τὰ πληροφορήθηκε αὐτά, καὶ κατάλαβε τὸ ἄτρεπτο τῆς ὑπεροχικῆς ἐξουσίας τοῦ Θείου θελήματος, εἶπε πρὸς τὸν ἄγγελον. πῶς ἔσται μοὶ τοῦτο, ἐπεῖ ἄνδρα οὐ γινώσκω ;22 Παράξενά μου ὑπόσχεσαι, λέγει, μοῦ ἀναγγέλλεις πράγματα ποὺ ξεπερνοῦν τὴν φύσι. Δὲν ἔχω πεῖρα γάμου. διότι ἔχω μνηστευθῆ βέβαια, ἀλλὰ δὲν ἔχω ὑπανδρευθῆ. Τὸν Ἰωσὴφ τὸν γνωρίζω ὡς μνηστῆρα καὶ ὄχι ὡς ἄνδρα. Ὁ μνηστῆρας εἶναι σύνοικος καὶ ὄχι συνευνος. Ἄσπορη ἡ γαστέρα, ἀλλὰ ὄχι ἀρόσιμη. Πῶς ἔσται μοὶ τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω; Διότι μήπως μόνον ἐμένα, λέγει, ἡ φύσις θὰ μὲ ἀναδείξη μητέρα δίχως γάμο; Μήπως μόνη ἐγὼ ἀντίθετα ἀπὸ τοὺς νόμους τῆς φύσεως θὰ εἰσαγάγω στὴν φύσι παράξενη γέννησι; Δὲν προηγήθηκε γάμος, δὲν ἔχω πεῖρα ἀπὸ ἄνδρα. Διότι δὲν γνώρισα τὸν Ἰωσήφ· γιὰ μένα ὑπῆρξε φύλακας καὶ ὄχι ἄνδρας. Καὶ πῶς ἔσται μοι τοῦτο;

Ἀποκρίνεται ἀμέσως ὁ Γαβριήλ, καὶ ἀπολεπτύνει τὴν παχύτητα τῆς ἐρωτήσεως μὲ τὸ ὕψος τῆς ἀποκρίσεως καὶ λέγει. Τί λόγια εἶναι αὐτὰ ποὺ λές, τρισμακαρία; Γιατί προβάλλεις τέτοιους λόγους; Ἐγὼ ᾖλθα ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ σοῦ ἀναγγείλω τὴν καινοπρεπὴ σύλληψι. Δὲν σοῦ μιλῶ ἀπὸ τὴν γῆ, ὅταν σου λέγω ὁ Κύριος μετά σου. καὶ σὺ ἀναρωτιέσαι πῶς ἔσται μοὶ τοῦτο; Ἐγώ σου εὐαγγελίζομαι αὐτὸν ποὺ προφθάσε νὰ κατοίκηση μέσα στὴν κοιλία σου πρὶν ἀπὸ τὴν παρουσία μου, καὶ σύ μου μιλᾷς γιὰ ἄνδρα καὶ γιὰ τὴν γήινη γέννησι καὶ λέγεις πῶς θὰ μοῦ συμβῇ; Κατανόησε, πῶς ἐξήνθησε ἡ ράβδος. πῶς ἡ πέτρα γέννησε τὸ νερό, ἀπὸ ποῦ τὸ κυοφόρησε. πῶς ἡ φωτιὰ τῆς βάτου προχώρησε μέσα στὸν θάμνο καὶ δὲν τὴν κατέφλεξε. Ἐὰν σὲ αὐτὰ δὲν δείχνῃς ἀπιστία, οὔτε σὲ μένα νὰ δείχνῃς. Διότι αὐτὸς ποὺ ἐνεργεῖ καὶ αὐτὰ καὶ ἐκεῖνα, εἶναι ἕνας. αὐτὸς ποὺ τὸν φέρεις μέσα σου. Κατὰ ἕνα παράξενο θεσμὸ ἀντίθετο μὲ τοὺς νόμους τῆς φύσεως θὰ γίνῃς τροφὸς αὐτοῦ ποὺ θὰ κυοφορήσης. Ὄχι ὅπως ἡ Ἐλισάβετ, ὄχι ὅπως ἡ Ἄννα ποὺ σὲ γέννησε. Διότι ἐκεῖνες ἔγιναν μητέρες, ἀφοῦ δέχθηκαν σπέρμα, ἐνῷ ἐσὺ θὰ γεννήσης χωρὶς ἄνδρα αὐτὸν ποὺ κατοίκησε μέσα σου ἄσπορος. Καὶ ἂν θὰ ἤθελες νὰ μάθης τὸν τρόπο, θὰ σοῦ τὸν πῶ καὶ αὐτὸν μὲ σαφήνεια.

Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι 23. Διότι αὐτὸς ποὺ γεννᾶται δὲν θὰ προέλθῃ ἀπὸ θέλημα σαρκός. οὔτε θὰ μεσιτεύση στὸν τοκετὸ τῆς μητέρας τοῦ Θεοῦ ἡ ἡδονὴ τῆς σάρκας. διότι στάθηκε πάνω ἀπὸ τοὺς ὅρους τῆς φύσεως καὶ ὅμως δὲν εἶναι τελείως ἔξω ἀπὸ τὴν φυσικὴ τάξι, ἀφοῦ ὁ ὑπερφυσικὸς λόγος ὑπερίσχυσε τοῦ φυσικοῦ. Κανένα πάθημα δὲν θὰ συμβῇ στὴν ἐπίγεια κύησι, ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ συνήθως τὴν ἀκολουθοῦν, ὅπως κανένα δὲν συνέβη στὴν οὐράνια γέννησι. Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σε καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι. Πρόσεξε σὲ ποιὸ σημεῖο φανερώνεται τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Διότι, ὅταν εἶπε Πνεῦμα Ἅγιον, δὲν ἐννόησε κανένα ἄλλον παρὰ τὸν Παράκλητο. Δύναμι τοῦ Ὑψίστου, προφανῶς ὑπονοεῖ τὸν Υἱόν. Διότι μὲ τὴν λέξι Ὕψιστος, εἰσάγεται ταυτόχρονα τὸ πρόσωπο τοῦ Πατρός. Τό, «θὰ σὲ ἐπισκιάσῃ» νομίζω ὅτι ἀναφέρεται σὲ αὐτὸ ποὺ προεῖδε ὁ Ἀββακοὺμ μὲ τὰ διορατικά του μάτια ὡς ὄρος κατάσκιο 24, καὶ ἐννοοῦσε τὴν Παρθένο. Δὶ᾿ ὁ καὶ τὸ γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται υἱὸς Θεοῦ 25. Διότι τὸ προαιώνιο βρέφος ποὺ διαπλάσθηκε ἀπερινόητα ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα διὰ τοῦ ἁγίου Πατρός, δίκαια θὰ εἶναι ἅγιο καὶ θὰ ὀνομασθῆ Υἱὸς τοῦ Ὑψίστου, διότι ὑπάρχει συναΐδιος Λόγος τοῦ Ὑψίστου. Ἔχει φανερωθῆ λοιπὸν μὲ σαφήνεια στὴν Παρθένο, τί καὶ ἀπὸ ποῦ καὶ τί λογῆς εἶναι αὐτὸ ποὺ κυοφορήθηκε μέσα της καὶ ὅτι αὐτὸ ποὺ θὰ γεννηθῆ θὰ εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ διασαφηνίση πιὸ ἀνάγλυφα καὶ καλύτερα τὴν δύναμι τοῦ λόγου προσθέτει τὴν κυοφορία τῆς Ἐλισάβετ. Σὰν νὰ τῆς λέγει ὅτι αὐτὸς ποὺ ἦταν ἱκανὸς νὰ δείξη ἀνέλπιστα γόνιμη τὴν μήτρα στὰ γεράματα, εἶναι ὁλοφάνερο πὼς θὰ δείξη καὶ παρθένον κυοφόρο ὑπὲρ λόγον. Γι᾿ αὐτὸ προσθέτει. ὅτι οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ῥῆμα 26. Μᾶλλον εὔκολα καὶ μὲ πολλὴ σαφήνεια ὁ Γαβριὴλ ἔπεισε τὴν Παρθένο νὰ ἀποδεχθῇ τὸ θαῦμα, προσθέτοντας τὸ οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ρῆμα.

Τί λέγει λοιπὸν τὸ Εὐαγγέλιο; Εἶπε δὲ Μαριάμ. ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου. γένοιτο μοὶ κατὰ τὸ ρῆμα σου27. Εἶδες σύνεσι; Εἶδες ὑπερβολὴ εὐγενικῆς συστολῆς; Ἀφοῦ κατάλαβε καλὰ τὴν σύλληψι τοῦ τοκετοῦ, τὴν γέννησι τοῦ τέκνου, ποιὸς καὶ τίνος θὰ εἶναι υἱὸς καὶ ποιὸς θὰ ὀνομασθῆ, καὶ ποιοῦ θρόνου εἶναι διάδοχος καὶ σὲ ποιοὺς θὰ βασιλεύσῃ, καὶ τέλος ὅτι αὐτὸς ποὺ θὰ γεννηθῇ δὲν θὰ ἐκπέσῃ ἀπὸ τὴν βασιλεία, ἄφησε καὶ αὐτὴ νὰ βγῇ ἀπ᾿ τὸ στόμα τῆς ἀντίστοιχη χαρούμενη φωνή. ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου. γένοιτο μοὶ κατὰ τὸ ρῆμα σου. Καὶ ἐννοεῖ αὐτό: Νά, εἶμαι ἕτοιμη καὶ τίποτε δὲν ὑπάρχει ποὺ θὰ μὲ ἐμποδίση. Ἡ ψυχὴ πρόθυμη, ἡ κοιλία εὔκαιρη. διότι εἶναι ἀνέπαφη καὶ φυλάσσεται μόνο γιὰ τὸν Πλάστη. «Ἰδοὺ ἡ δούλη τοῦ Κυρίου», ὑπάκουη, πρόθυμη νὰ ὑπηρετήσῃ, ἕτοιμη νὰ ὑποδεχθῇ. «Ἂς γίνῃ σύμφωνα μὲ τὸν λόγο σου». Ἐπειδή, λέγει, ὅλα, ὅσο ἦταν δυνατὸν τὰ ἀνήγγειλες εὐθέως, ὅλο αὐτὸ ποὺ τελεσιουργεῖται ἔχει γεμίσει ἀπὸ χαρὰ καὶ ὑπέρτατη δόξα. Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμα σου. Εὖγε στὴν ἄφραστη οἰκονομία! Εὖγε στὴν χάρι! Ὑπερεῦγε στὴν ἄναρχη βουλὴ καὶ πρόγνωσι! Πραγματικὰ Πνεῦμα Ἅγιο κατοίκησε μέσα στὴν Παρθένο, καὶ δύναμις τοῦ Ὑψίστου τὴν ἐπεσκίασε, σύμφωνα μὲ τὴν προωρισμένη βουλὴ καὶ πρόγνωσι τοῦ Θεοῦ.

Καὶ λέγει: καὶ ἀπῆλθεν ἀπ᾿ αὐτῆς ὁ ἄγγελος 28, ἀφοῦ ἐκπλήρωσε τὸ λειτούργημα ποὺ τοῦ εἶχε ἀνατεθῆ. Ἔφυγε ἀπ᾿ αὐτὴν ὁ ἄγγελος, ἀλλὰ δὲν ἀπομακρύνθηκε ὁ Κύριος. Διότι ὁ ἕνας εἶναι περιγραπτός, κι ἂν ἀκόμη εἶναι ἀσώματος. ἐνῷ ὁ ἄλλος εἶναι ἀπερίγραπτος, κι ἂν ἀκόμη εἶναι χωρητὸς μέσα στὸ σῶμα καὶ τὴν κοιλία τῆς Παρθένου. Καὶ ὁ ἕνας προκατήγγειλε ὅτι ὁ ἐρχόμενος κυοφορεῖται ἀπὸ τὴν Παρθένο γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἐνῷ ὁ ἄλλος, ἀνέλαβε τὴν οὐσία μας καὶ τὴν ἀνεμόρφωσε στὸν ἑαυτό του, ἀποδίδοντας στὴν φύσι τὸ κατ᾿ εἰκόνα καὶ τὸ πρῶτο ἀξίωμα, τὸ ὁποῖο τὸ ἔχασε ἀπὸ τὴν ἀπροσεξία τῶν πρωτοπλάστων. Καὶ ἀφοῦ τὸ ἀνύψωσε τὸ ἔβαλε νὰ καθίση ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας καὶ δυνάμεως καὶ κυριότητος καὶ παντὸς ὀνόματος ὀνομαζομένου οὐ μόνον ἐν τῷ αἰώνι τούτω, ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ μέλλοντι 29. Σ᾿ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνησις, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχό του Πατέρα καὶ τὸ πανάγιο καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν*.

1.    οὐδὲν γὰρ ἐτελείωσεν ὁ νόμος. Ἐβρ. ζ´ 19

2.    Α´ Κορ. ι´ 11

3.    Ματθ. β´ 23

4.    βλ. Ἰωάν. α´ 50

5.    βλ. Δαν. η´ 16. θ´ 21

6.    πρβλ. Ἡσ. ξς´ 1

7.    Λουκ. α´ 28

8.    Λουκ. α´ 42

9.    Κολ. β´ 3

10.  ᾎσμ. ᾎσμ. ζ´ 3

11.  Γέν. κβ´ 18

12.  Ἰωάν. ιβ´ 13

13.  βλ. Ψαλμ. οα´ 19

14.  Ἰωάν. δ´ 14

15.  Φιλιπ. β´ 10

16.  Λουκ. α´ 29

17.  Λουκ. α´ 20

18.  Λουκ. α´ 30

19.  Ἡσ. θ´ 6

20.  Λουκ. α´ 31

21.  Λουκ. α´ 32-33

22.  Λουκ. α´ 34

23.  Λουκ. α´ 35

24.  Ἀβ. γ´ 3

25.  Λουκ. α´ 35

26.  Λουκ. α´ 37

27.  Λουκ. α´ 38

28.  Λουκ. α´ 38

29.  Ἐφεσ. α´ 21

* Μετάφρασις κατ᾿ ἐπιλογήν, ἐκ τῆς ἱερᾶς Μονῆς Καρακάλλου Ἁγίου Ὄρους

“ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ”

ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ

ΕΤΟΣ Γ᾿  ΜΑΡΤΙΟΣ-ΜΑΪΟΣ 1991  ΤΕΥΧΟΣ 11