Συζυγίας ἐγκώμιον

ὑπὸ ἀνωνύμου τινὸς ἐγγάμου

Ὁ μοναχὸς δὲν θὰ γευθεῖ ποτὲ τὴν ἐμπειρία (πραγματικὸ γεγονὸς) νὰ μοιράζεται τὴ ζωή του, τὴν ὕπαρξή του. Νὰ μοιράζεται μὲ κάποιον ἄλλον τὸ κορμί του, τὸν πόθο καὶ τὶς ἐνορμήσεις του, τὴν τροφὴ τὴν κερδισμένη μὲ τὸν μόχθο του, τὴν ὅποια στέρησή του καὶ τὴν ὅποια ἄνεση. Δὲν θὰ μοιραστεῖ ὁ μοναχὸς ποτὲ μὲ κανέναν τὸ ὄνομά του, αὐτὸ ποὺ τοῦ ἐξασφαλίζει μετοχὴ στὴν κοινωνία τῶν σχέσεων. Δὲν θὰ γευθεῖ κανένα εἶδος μοιρασιᾶς τοῦ ἑαυτοῦ, «ἀπώλειας» τῆς «ψυχῆς» του —μοιρασιᾶς ἢ «ἀπώλειας» ποὺ εἶναι ἐπιπλέον καὶ αὐτονόητη, «φυσική», δίχως τὸ παραμικρὸ ἐνδεχόμενο νὰ βιωθεῖ ὡς ἀξιομισθία.

Ἡ συζυγία ξεκινάει μὲ τὴν ταπείνωση, σαφῶς ἀνεπίγνωστη, ὑποταγῆς σὲ φυσικὲς ἀνάγκες, ἀτομικές, ἐγωκεντρικές: Ἀνάγκη ἡδονῆς, ἀνάγκη συντροφικότητας, ἀνάγκη ἀπεξάρτησης ἀπὸ τὴ γονεϊκὴ προστασία, ἀνάγκη νὰ στήσει ὁ ἀτομικὸς ἄνθρωπος τὸ δικό του σπιτικό, τὴ δική του παρουσία μέσα στὸν κοινωνικὸ βίο. Καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι» (δὲν ἁλιεύει πρωταθλητές), ἔχει δρομολογήσει νὰ ἱκανοποιοῦνται οἱ φυσικές, ἀτομοκεντρικὲς αὐτὲς ἀνάγκες μέσα ἀπὸ μιὰ πορεία ἀνεπίγνωστης μοιρασιᾶς τῆς ζωῆς καὶ τῆς ὕπαρξης.

Ἡ μοιρασιὰ δὲν εἶναι στόχος, στόχος εἶναι ἡ ἱκανοποίηση τῆς ἀτομικῆς ἀνάγκης ποὺ ὅμως περνάει μέσα ἀπὸ τὴ μοιρασιά. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν ἔχει ἡ μοιρασιὰ τίποτα τὸ προγραμματικὰ ἀξιόμισθο. Εἶναι ἀκούσια ταπείνωση ὑποταγῆς στὴν ἀνάγκη. Καὶ ἐπειδὴ ἡ ἀνάγκη εἶναι ἐγωκεντρική, ἡ ἱκανοποίησή της μέσα ἀπὸ τὴ μοιρασιὰ συνεπάγεται, σχεδὸν σὲ κάθε βῆμα πρόσκρουση στὸν ἄλλον, σύγκρουση, φανερὴ ἢ ἀφανὴ διαμάχη, ἀνταγωνισμὸ τῶν ἐγώ. Ἀλλὰ ἡ ἀνάγκη πλεονεκτεῖ, αὐτὴ ὑποχρεώνει τὸ ἐγώ, προοδευτικὰ καὶ ἀνεπαίσθητα, νὰ ὑποταχθεῖ, νὰ καταβάλει τὸ ἔμπονο τίμημα τῆς αὐτοπαραίτησης ποὺ προϋποθέτει ἡ ἱκανοποίηση τῶν ἀναγκῶν.

Ἡ συζυγία, κατὰ κανόνα, εἶναι σκληρὴ ἀναμέτρηση ἐγωισμῶν, ἀπαιτήσεων αὐτονομίας καὶ ἐπιβολῆς —εἶναι καυγάδες, πικρὰ λόγια, σπαραγμὸς στὰ σωθικά. Ἔτσι, μὲ αὐτοὺς τοὺς πόνους γέννας, συντελεῖται ἀνεπίγνωστα ἡ μοιρασιὰ τῆς ὕπαρξης. Τὸ τίμημα τοῦ πόνου ἀπομακρύνει κάθε ὑπόνοια κατορθώματος, ἀπαίτησης ἐπαίνων γιὰ τὴν αὐτοπαραίτηση. Ἡ μοιρασιὰ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ὕπαρξης «οὐκ ἔρχεται μετὰ παρατηρήσεως», συντελεῖται ἐν ἀγνοίᾳ τῶν ἀθλουμένων. «Ὡς ἂν ἄνθρωπος βάλῃ τὸν σπόρον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ καθεύδῃ καὶ ἐγείρητε, νύκτα καὶ ἡμέραν, καὶ ὁ σπόρος βλαστάνῃ καὶ μηκύνηται ὡς οὐκ οἶδεν αὐτὸς —αὐτομάτῃ γὰρ ἡ γῆ καρποφορεῖ».

Ἡ μοιρασιὰ (σωστότερα: κοινωνία) τῆς ζωῆς καὶ τῆς ὕπαρξης «κέκτηται διδάσκαλον τὴν ἁγίαν Τριάδα». Εἶναι ἡ ὄντως ζωὴ ἡ ἀθάνατη, ποὺ εὐαγγελίζεται ἡ Ἐκκλησία. Στὴν προοπτικὴ αὐτοῦ τοῦ «εὐ-αγγελίου» ὅ,τι εἶναι ἀτομικό, εἶναι θάνατος καὶ ὅ,τι εἶναι αὐθυπέρβαση, αὐτοπροσφορά, κοινωνία, συνιστᾶ ζωή. Ἀτομικὴ ἀρετή, ἀτομικὴ ἠθικότητα, ἀτομικὴ ἐπιδίωξη σωτηρίας δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὸν τριαδικὸ τρόπον τῆς ὑπάρξεως, τὸν ἀποκεκαλυμμένο στὸν κενωτικὸ τρόπο τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὁδὸς θανάτου. Ἀντίθετα, ὁδὸς ζωῆς καὶ σωτηρίας (τρόπος νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος «σῶος», ὁλόκληρος, νὰ μετάσχει στὴν ὁλοκληρία τῆς ὕπαρξης) εἶναι ἡ μίμηση τῆς τριαδικῆς ἀγαπητικῆς ἐλευθερίας, ἡ κενωτικὴ αὐταπάρνηση τοῦ Χριστοῦ: Παραίτηση, στὴν περίπτωση τοῦ κτιστοῦ ἀνθρώπου, θελημένη ἢ ἀθέλητη, ἀπὸ τὴν αὐτονομία τοῦ ἐγώ, μοίρασμα τοῦ ἐγώ, ἑκούσια ἢ καὶ ἀκούσια ταπείνωση.

Ὁ γέρων Παΐσιος ὁ κελλιώτης ἔλεγε: «Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ταπεινωθεῖ, ἔστω καὶ ἀκούσια, ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὑποχρεωμένη νὰ ἔρθει ἐπάνω του». Μὲ μέτρο καὶ κριτήριο αὐτὴ τὴ φράση μποροῦμε νὰ καταλάβουμε «ἐκ μέρους» πῶς ὁ Θεὸς σώζει ἀνθρώπους ποὺ δὲν ὑποψιάστηκαν ποτὲ ὅτι εἶναι σεσωσμένοι —ἀνθρώπους βαφτισμένους στὴν Ἐκκλησία ἢ ἀλλογενεῖς καὶ ἀλλόθρησκους.

Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ συζυγία, ἡ ἐπιλογὴ τοῦ μοναχικοῦ βίου μοιάζει νὰ ἔχει ἀφετηρία ὄχι τὴν ταπεινὴ ὑποταγὴ στὴν ἀνάγκη, ἀλλὰ τὴν ἀσυναίσθητα ἐπηρμένη στόχευση τῆς ἀξιομισθίας. Ἂν ἔτσι συμβαίνει, εἶναι παγιδευμένη ἡ ἐπιλογὴ τοῦ μοναχικοῦ βίου σὲ ἀναγκαιότητα φυσικῶν ἐγωκεντρικῶν ἐνορμήσεων, ἄλλων ἀπὸ αὐτὲς ποὺ παγιδεύουν καταγωγικὰ τὴ συζυγία. Εἶναι οἱ ναρκισσιστικὲς ἐνορμήσεις, ποὺ ὁ μοναχὸς δὲν μπορεῖ μὲ καμία δύναμη θέλησης νὰ τὶς μεταπλάσσει σὲ μοιρασιὰ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ὕπαρξης, σὲ ἀκούσια αὐταπαρνητικὴ ταπείνωση —«τὸ γὰρ νικῆσαι τινὰ τὴν ἑαυτοῦ φύσιν τῶν οὐκ ἐνδεχομένων ἐστίν». Ἀγωνίζεται ὁ μοναχὸς νὰ ἀποβάλει τὸν ναρκισσισμὸ μὲ σκληρὴ προσπάθεια παραίτησης ἀπὸ τὶς φυσικὲς ἀτομοκεντρικὲς ἐπιθυμίες, παραίτησης ἀπὸ τὸ ἴδιον θέλημα. Ὅμως τὸ ἀφετηριακό του κίνητρο εἶναι ἡ ἔγνοια γιὰ τὸ ἄτομό του, ὅλες οἱ μέθοδοι νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὸ ἐγώ του ὁριοθετοῦνται ἀπὸ τὸ ἐγωτικὸ ἐνδιαφέρον. Δὲν εἶναι ὁδὸς μοιρασιᾶς τῆς ζωῆς καὶ τῆς ὕπαρξης, μοιρασιᾶς τοῦ κορμιοῦ, τοῦ ὁρατοῦ καὶ αἰσθητοῦ πυρήνα τῆς ἀτομικότητας, μοιρασιὰ τῆς χρείας, μοιρασιὰ τῆς καθημερινότητας.

Μέσα στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν κατατεθεῖ πολλὰ καὶ ἐπιφανῆ «παρθενίας ἐγκώμια». Δίνουν τὴν ἐντύπωση, ἴσως στὸν ἀνώριμο ἀναγνώστη, ὅτι κυριαρχοῦνται ἀπὸ ἕναν τυπικὰ ναρκισσιστικὸ πρωταθλητισμό. Καὶ συνοδεύεται ὁ ναρκισσισμὸς κατὰ κανόνα (ἡ κλινικὴ ψυχολογία ἑρμηνεύει ἐμπεριστατωμένα τὸ γιατί) ἀπὸ τὸν χθόνιο τρόμο γιὰ τὴ σεξουαλικότητα, τὴν ἄκρα ἐνοχοποίηση τῆς σεξουαλικότητας.

Σήμερα, στὰ πλαίσια τοῦ παγκοσμιοποιημένου πολιτισμοῦ τῆς ἀτομοκεντρικῆς χρησιμοθηρίας, καταλαβαίνουμε καὶ τὴν παρθενία κυρίως ὡς ἀγαμία, δηλαδὴ ὡς ἀποφυγὴ τοῦ γάμου γιὰ χάρη τῆς ἀπερίσπαστης ἀπὸ οἰκογενειακὲς μέριμνες στράτευσης στὸ ἔργο τῆς ἐκκλησίας. Καὶ εἶναι φυσικό, γιατὶ ὁ σημερινὸς πολιτισμὸς γεννήθηκε ἀπὸ τὸ ἀναποδογύρισμα τῶν προϋποθέσεων τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τρόπου ὕπαρξης καὶ ζωῆς —τὸν γέννησε ἡ μεσαιωνικὴ Δύση μετὰ τὴν ἀπόσχισή της ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας.

Οἱ αὐτονόητες στὸν πολιτισμό μας σήμερα προτεραιότητες, τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ καὶ τῆς χρησιμοθηρίας, ἔχουν στρεβλώσει συνολικὰ τὴ γλώσσα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ εὐ-αγγελίου: Καταλαβαίνουμε τὴ σωτηρία σὰν ἀτομικὴ ἐπιδίωξη καὶ νομικὴ καταξίωση, τὴν πίστη σὰν πακέτο ἀτομικῶν πεποιθήσεων, τὸν πρεσβύτερο τῆς Ἐκκλησίας σὰν «ἱερέα» θρησκείας, τὸν ἐπίσκοπο σὰν «δεσπότη», διοικητικὸ ἐξουσιαστὴ τοῦ ἰδεολογικοῦ καὶ ἱεροπρακτικοῦ μηχανισμοῦ τῆς θρησκείας. Μὲ τέτοιες προσλαμβάνουσες κατανοοῦμε καὶ τὴν ἀγαμία σὰν τυπικὸ προαπαιτούμενο γιὰ τὴ «βαθμίδα» ἱερωσύνης τοῦ πρεσβυτέρου καὶ τοῦ ἐπισκόπου στὸν Ῥωμαιοκαθολικισμό, γιὰ τὴ «βαθμίδα» τοῦ ἐπισκόπου στὴν Ὀρθοδοξία. Ὡς τυπικὸ προσὸν ἡ ἀγαμία διαστέλλεται σιωπηρὰ ἀλλὰ σαφῶς ἀπὸ τὴν παρθενία τῶν παραδοσιακῶν «ἐγκωμίων» —καταξιώνεται μὲ κριτήρια χρησιμοθηρικῆς ἀποτελεσματικότητας: ἀπερίσπαστης ἀπὸ συζυγικὲς μέριμνες στράτευσης. Στὴν «ὀρθόδοξη» πρακτική, ὅταν ἡ ἀνάληψη τῆς ἱερωσύνης προηγεῖται χρονικά, τὸ ἐκκλησιαστικὸ μυστήριο τοῦ γάμου ἀποκλείεται —ἂν ὁ ἔγγαμος κληρικὸς χηρέψει, πρέπει στανικὰ νὰ μεταταχθεῖ στὶς τάξεις τοῦ ἀγάμου κλήρου.

Ὁ «ἄγαμος κλῆρος» εἶναι μιὰ τρίτη κατηγορία: οὔτε μοναχοί, στὴν ἄσκηση τοῦ κοινοβίου ἢ τῆς ἀναχώρησης, οὔτε οἰκογενειάρχες, στὸ ἄθλημα μοιρασιᾶς τοῦ ἑαυτοῦ. Εἶναι (κατὰ κανόνα) οἱ καριερίστες τῆς θρησκευτικῆς ἐξουσίας, κάτι σὰν τοὺς εὐνούχους τῶν ἄλλοτε βασιλικῶν αὐλῶν. Φύονται καὶ αὐξάνονται, συνήθως, στὴν καμαρίλα ἐπισκοπικῶν αὐλῶν, μαθαίνουν νὰ ὑπαλλάσσουν τὴ σεξουαλικὴ στέρηση σὲ καριέρα μὲ στόχο τὸν δεσποτικὸ «θρόνο», τὴν ἐγωλαγνεία, θεσμοποιημένη: Νὰ ἐξουσιάζουν συνειδήσεις, νὰ ἐκμεταλλεύονται τὴν προβατώδη ὑποταγὴ τοῦ ποιμνίου, νὰ θυμιάζονται ὡς εἴδωλα καὶ νὰ πολυχρονίζονται ἀκαταπαύστως στὴ λατρεία. Μιὰ τέτοια καριέρα γοητεύει τὰ νεαρὰ ἀγαμίδια τῶν ἐπισκοπικῶν αὐλῶν, τὰ θέλγει ἐπιπλέον καὶ ἡ γυναικώδης ἐνασχόληση μὲ κοσμήματα, αὐτοκρατορικὲς μίτρες καὶ σκῆπτρα, χρυσοποίκιλτα ἐνδύματα. Στὴν ἱεράρχηση εὐθυνῶν, ἀξιωμάτων καὶ προβαδισμάτων τὰ ἀγαμίδια ὑποσκελίζουν αὐτονοήτως πολιοὺς πρεσβυτέρους, μόνο ἐπειδὴ «μετὰ γυναικὸς οὐκ ἐμολύνθησαν» —διέσωσαν τὴ ναρκισσιστικὴ αὐτονομία τους ἀνυπότακτοι σὲ συζυγία.

Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος, δὲν ἔγραψε «παρθενίας ἐγκώμιον». Κατέγραψε τὴν πείρα του καὶ τὶς συμβουλές του γιὰ τὸ ἀσκητικὸ ἄθλημα. Στὴ δική του καταγραφὴ μπορεῖ ν᾿ ἀρχίσει κανεὶς νὰ ὑποψιάζεται τὴ σύγκλιση μοναχισμοῦ καὶ συζυγίας, ὅταν πρίσμα τῆς θεώρησης εἶναι τὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονός: ὁ τρόπος τῆς Τριαδικῆς ἀγαπητικῆς ἀλληλοπεριχώρησης, ὁ κενωτικὸς τρόπος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ μοναχός, γιὰ τὸν ἅγιο Ἰσαάκ, εἶναι πρὶν ἀπὸ κάθε τι ἄλλο, ὁ «ἐξερχόμενος» ἀπὸ τὸν κόσμο προκειμένου νὰ «παραδώσει ἑαυτὸν τῷ Θεῷ» —ὄχι ἀφηρημένα καὶ γενικὰ στὸν Θεό, ἀλλὰ στὸν τρόπο τοῦ Θεοῦ: τρόπο τῆς ἄσκησης ποὺ τὸν θεσμοποίησε ἡ πείρα τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ συζυγία εἶναι ὑποταγὴ στὸν ζυγὸ τοῦ θελήματος τοῦ ἄλλου, μοιρασιὰ τοῦ ἑαυτοῦ, τῆς ζωῆς, τῆς καθημερινότητας, τοῦ κορμιοῦ καὶ τοῦ πόθου μὲ τὸν ἄλλον. Ἔτσι εἶναι καὶ γιὰ τὸν μοναχό, μόνο ποὺ ὁ «ἄλλος» γι᾿ αὐτὸν εἶναι μιὰ πολὺ-πολὺ συγκεκριμένη πρακτικὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀσκητικῆς, ἔνσαρκη ὡς ἀγαπητικὴ προστακτικὴ στὸ πρόσωπο τοῦ ἡγουμένου, τοῦ γέροντα —καὶ κάποτε, ἴσως, ἄμεσα στὸ πρόσωπο τῆς Κυρίας Θεοτόκου, στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Μὲ αὐτὴ τὴν ἀσκητικὴ πρακτικὴ τὴν ἐμπρόσωπη μοιράζεται ὁ μοναχὸς τὸ θέλημά του, τὴν τροφή του, τὸν σωματικό του μόχθο, τὴν ἐλπίδα του.

Τὸ μυστικὸ εἶναι ἴδιο μὲ τῆς συζυγίας: Ἡ ταπείνωση τῆς ἐγωκεντρικῆς ἀνάγκης, αὐτὴ ἐξαφανίζει ἀπὸ τὸ ἄθλημα κάθε ὑποψία ἀξιομισθίας. Ὁ ἀποκλεισμὸς κάθε ἐνδεχομένου ἀνταλλάγματος, ἡ ὁλοκληρωτικὴ (ἀλλὰ ἐρωτική, δηλαδὴ ἐκκλησιαστικὴ) αὐτοπαραίτηση καὶ αὐτοπροσφορά, καρποφορεῖ μὲ τὸν καιρὸ «αὐτομάτῃ» τὴ χάρη νὰ εἶναι ὁ μοναχὸς «πάντων χωρισθεὶς καὶ πᾶσι συνημμένος» —τὴ μοιρασιὰ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ὕπαρξης «ἥτις κέκτηται διδάσκαλον τὴν Ἁγίαν Τριάδα».

Συνήθως, λέει ὁ ἔμπειρος Ἰσαάκ, ἡ χάρη χαρίζεται ὅταν ἡ ἄσκηση μένει γιὰ χρόνια πολλὰ ἀναπάντητη καὶ ὁ ἀσκητὴς (σύζυγος ἢ μοναχὸς) βυθισμένος στὴν ἀπόγνωση δὲν παραιτεῖται. Ἐπιμένει στὴν πίστη-ἐμπιστοσύνη του.

«Συζυγίας ἐγκώμιον» σημαίνει: Νὰ ἀναδείξουμε τὴ συζυγία μέτρο καὶ τύπο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἀθλήματος, συζυγικοῦ καὶ μοναστικοῦ.

16.7.2009

Προέλευσις: http://www.epignosi-mag.gr/tefxi_epign/tefxos_109.html