Σεβασμιώτατε, σεβαστοὶ πατέρες, ἐντιμώτατοι ἐκπρόσωποι τῶν ἀρχῶν, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Ἔχουν περάσει πλέον ἀρκετὰ χρόνια, ἀπὸ τότε πού, πρώτη φορὰ προσκυνητὴς στὸ Ἅγιον Ὄρος, περιηγούμην ἔκθαμβος μεταξύ τῶν περικαλλῶν καὶ πανσεβάστων προσκυνημάτων τῶν Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους τοῦ Ἄθωνος. Προσερχόμενος δέ, στὴ μείζονα πανήγυρη τῆς Παναγίας Πορταϊτίσσης καὶ συμμετέχων κι ἐγώ, ἐλάχιστος νεανίας, στὸν λαμπρότατο ἑορτασμὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ἔνιωσα ὑψίστη ἀνάτασι ἐντὸς ἐκείνης τῆς λειτουργικῆς μεθέξεως.
Ἀπὸ τὴν βόρεια δὲ κόγχη τοῦ Καθολικοῦ, εἰς τὸ ἀριστερὸ ἀναλόγιο τῶν ψαλτῶν, καίτοι τὸ μέγα πλῆθος δὲν ἐπέτρεπε τὴν ἄμεση ὀπτικὴ προσπέλαση, ἐξεχώριζε εὔκολα μία στεντόρεια στιβαρὴ φωνή, ποὺ ἔψαλλε ἀκούραστα καὶ ὑποβλητικά, ὄχι μόνον τότε, ἀλλὰ καὶ στὶς λοιπὲς ἀκολουθίες. Ἡ στάση τοῦ πατρὸς ἐκείνου ἦτο ἡγεμονικῶς σεμνή, ἐνῷ τὸ παρουσιαστικό του φανέρωνε ἄνθρωπο ἐν γένει δουλεμένο μὲ πολλὴ χειρωνακτικὴ ἐργασία. Μὲ συνέστησαν ἀργότερα, λόγω κυρίως τῆς μοραΐτικης προελεύσεως. Ἐνθυμοῦμαι ὡσὰν νὰ εἶναι τώρα ἐκείνη τὴν γνωριμία, ἔξω ἀπὸ τὸ παρεκκλήσιο σιμὰ στὴν πύλη τῆς Μονῆς τῶν Ἰβήρων.
Στὴν πορεία μας στὴν ζωή, γιὰ λίγους ἀνθρώπους μποροῦμε νὰ ποῦμε ἐκ βαθέων ὅτι ἀποτελοῦν, εἰς τὸ διηνεκές, ἀπόλυτα πρότυπα συνεπείας, ἀγωνιστικότητος, ἐπιμελείας, ἐπιμονῆς καὶ ὑπομονῆς, σοβαρότητος, φιλαδελφείας, φιλοπατρίας, φιλοσοφίας, γενναιοδωρίας, ἀκτημοσύνης. Δὲν εἶναι ὑπερβολὴ -σεβαστοὶ πατέρες, ἀγαπητοὶ ἀδελφοὶ- ὅτι ὅλες αὐτὲς οἱ ἀρετὲς νὰ ἀποτελοῦν χαρακτηριστικὲς συμπεριφορὲς ἑνὸς προσώπου. Χαρὰ ποὺ τὄχουν τοῦτα τὰ ἡρωϊκὰ βουνὰ τῆς Ἀζανίδας σὰν βλέπουν ἕνα παιδί τους, νὰ κραδαίνει ὡς ἄλλος Ἀθανάσιος Διάκος τὸ σπαθὶ τῆς φιλαλήθους ἱστορικῆς ἐρεύνης, ὡς ἄλλος Παπαφλέσσας νὰ βάλει μὲ τὸ ντουφέκι τῆς φιλοπάτριδος γραφίδος του, κι ὡς Γερμανὸς Πατρῶν νὰ ῾φκιέται πνευματικῶς ὑπὲρ ἡμῶν ἁπάντων ἀπὸ τὸν ἁγιορείτικο ναΐσκο τοῦ ἱερομάρτυρος Γρηγορίου Ε´ ποὺ ἰδίαις χερσὶ ἔκτισε ὁ ἐν λόγῳ, Ὁσιολογιώτατος Μοναχὸς Γέρων Μάξιμος Ἰβηρίτης Νικολόπουλος ὁ Καμενιανίτης.
Προσκρούοντας ὁπωσδήποτε στὴν εἰλικρινῆ ταπεινοφροσύνη του, θὰ γίνει πάραυτα μία μικρὴ ἀναφορὰ στὴν ἕως τώρα πορεία, καλλιέργεια καὶ καρποφορία τοῦ σιωπηλοῦ αὐτοῦ γεωργοῦ.
Τιμὴ υψηλὴ ἀποτελεῖ γιὰ τὸν ὁμιλοῦντα, ὁ πνευματικὸς σύνδεσμος μὲ τὸν π. Μάξιμο Ἰβηρίτη, ἀκάματο ἐργάτη τῶν ἠθικῶν καὶ πνευματικῶν ἀξιῶν ὑπὲρ καὶ περὶ τῶν ὁποίων ἡ παροῦσα σύναξις, κλασικὸ ἐκφραστὴ τῆς μοναδικῆς πολιτείας, μιμητὴ ἄξιο μεγάλων μορφῶν τοῦ ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ.
Τιμὴ ὑψηλὴ ἀποτελεῖ γιὰ τὸν ὁμιλοῦντα, μειράκιον κυριολεκτικῶς τῶν γραμμάτων, νὰ τυγχάνει τῆς ἀναθέσεως παρουσιάσεως τοῦ νέου συγγραφικοῦ ἐγχειρήματος τοῦ π. Μαξίμου, ὑπὸ τὸν γενικὸ τίτλο «Προσκυνητάριον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Φανερωμένης Ἀροανίας Καλαβρύτων».
Δὲν εἶναι, φυσικά, ἡ πρώτη συνθετικὴ ἐπὶ χάρτου ἀπόπειρα τοῦ π. Μαξίμου· ἔχουν προηγηθεῖ κατὰ τὴν τελευταία ὀκταετία, ὁμιλίες εὶς συνέδρια, δημοσιεύσεις σὲ συλλογικὲς ἐπιστημονικὲς ἐκδόσεις, ἀλλὰ καὶ μονογραφίες, ποὺ πραγματεύονται ἱστορικὰ ἐθνικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ θέματα, ὅπως περὶ τοῦ Ὁσίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τοῦ Ὁσιομάρτυρος Παύλου τοῦ Νέου, τοῦ Ἱερομάρτυρος Γρηγορίου τοῦ Ε´, τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου τοῦ θαυματουργοῦ, καθὼς καὶ τοῦ ἥρωος τοῦ ῾21, Ξενοχρήστου Καμενιανίτη. Οἱ μονογραφίες εἰδικῶς αὐτές, πολυσέλιδες πολυτελεῖς ἐκδόσεις, μὲ ὑψηλὲς εὐλογίες ἱεραρχῶν καὶ ἀφειδεῖς χορηγίες τῶν εὐεργετῶν Ἰωάννου καὶ Αἰκατερίνης Ἀναγνωστοπούλου, ἀποτελοῦν ἀπαύγασμα πολυετοῦς ἐπιμελοῦς ἱστορικῆς ἐθνικῆς καὶ ἐκκλησιολογικῆς μὲν ἐρεύνης, προσεκτικῆς δὲ συνθέσεως πολυτίμων πληροφοριῶν, αἵτινες συνήχθησαν εἰς Ἅγιον Ὄρος, Πελοπόννησο καὶ ἀλλαχοῦ. Τοῦτο ἔγινε εἰς μελέτες προγενεστέρων καὶ δι᾿ αὐτοψίας ἀρχαιολογικῆς, ἱστορικῆς, λαογραφικῆς καὶ ἁγιογραφικῆς, κυρίως τοῦ ἰδίου τοῦ π. Μαξίμου.
Ἡ κριτικὴ ἀξιολόγηση τῶν ἔργων αὐτῶν ἦτο πολλὰ θετική. Ἡ ἐπιμελὴς καὶ διεξοδικὴ παράθεση πολλῶν ὠφελίμων, γενικῶν τε καὶ εἰδικῶν ἱστορικῶν στοιχείων, καθὼς καὶ ἡ συμπερίληψη καταγραφῶν καὶ πηγῶν προσδίδει ἐγκυρότητα στὴν ἔρευνα, ἐνῶ οἱ συνημμένες μαρτυρίες, φωτογραφίες μνημείων, εἰδικοὶ χάρτες καὶ τοπογραφικὰ συμπληρώνουν τὴν πληρότητα τῶν μελετῶν. Ἡ ἀναδρομὴ δὲ σὲ πολύτιμα ἱστορικὰ ἀρχεῖα, ὅπως τοπικὰ ἢ τὰ Γενικὰ Ἀρχεῖα τοῦ Κράτους τεκμαίρει καὶ πιστοποιεῖ ἀναντίρρητα τὰ γραφόμενα. Γιὰ τὴν συνεισφορὰ τῶν πονημάτων τοῦ π. Μαξίμου ἔχουν ἀποφανθεῖ ἔγκριτοι ἱστορικοὶ ἐρευνητές, μὲ τοὺς ὁποίους ὁ συγγραφεὺς συνεργάζεται καὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἀποδέχεται τὸν ἀναγκαῖο ἐπαναπροσανατολισμὸ στὴν περαιτέρω ἐξέλιξη τῶν προσπαθειῶν του.
Συνεχίζοντας λοιπὸν τὴν ἐπιλογὴ θεμάτων, πολλὰ σημαντικῶν μὲν γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ τόπου, σχετικῶς ἀγνώστων δὲ στὸν κόσμο, ὁ π. Μάξιμος τούτη τὴν φορὰ ἐπέλεξε νὰ ἐκπονήσει μελέτη γιὰ μία ἐκ τῶν ἀρχαιοτέρων ἱστορικῶν ἱερῶν μονῶν τοῦ περιωνύμου Καλαβρυτινοῦ τόπου, τῆς Παναγίας Φανερωμένης Ἀροανίας.
Προερχόμενος ὁ ἴδιος ἀπὸ τὸ παράπλευρο χωρίον Καμενιάνοι, ἀντελήφθη ἐπ᾿ ἐσχάτων -γράφει ὁ ἴδιος- τὸ μέγεθος τοῦ κεκυμμένου ἱστορικο-πνευματικοῦ πλούτου αὐτῆς, καθὼς καὶ τὴν ἔλλειψιν μιᾶς ἐν ἐκτάσει συγγραφῆς, προκειμένου νὰ συμβάλῃ πέραν τῆς καταγραφῆς, εἰς τὴν ἀποκατάστασιν, καὶ εἰ δυνατὸν ἐπαναλειτουργίαν αὐτῆς, 170 ἔτη μετὰ τὴν διάλυσίν της ὑπὸ τῆς Βαυαρικῆς Κυβερνήσεως τοῦ Ὄθωνος.
Ἔτσι, ἐκτὸς τοῦ κυρίως ἱστορικοῦ μέρους, ὁ π. Μάξιμος περιλαμβάνει ὁρισμένα συναφῆ στοιχεῖα, ὅπως: εἰδικὴ μελέτη περὶ τοῦ προσωνυμίου Φανερωμένη, ἄγνωστα θαύματα τῆς Παναγίας Φανερωμένης εἰς τὴν Ἀροανίαν, τὸ σπουδαιότερον μέρος τοῦ σχετικῶς ἀγνώστου φακέλλου τῆς Μονῆς εἰς τὰ Γενικὰ Ἀρχεῖα τοῦ Κράτους, τοπογραφικόν, ἀνθολογία κειμένων προγενεστέρων ἐγκρίτων ἱστορικῶν συγγραφέων, καθὼς καὶ πλούσιο φωτογραφικὸ ὑλικό.
Δηλοῖ τὴν ἐμφάνισι τῆς Θεοτόκου εἰς ἓν μέρος, ἢ τὴν διὰ θαυμαστοῦ τρόπου εὕρεσιν (φανέρωσιν) εἰκόνος αὐτῆς. Ὑπάρχουν μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα Εἰκόνες, Ναοί, Μονές, χωριά, ὁδοί. Σὲ ἕνα συνημμένο χωρίο ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Πέργης τῆς Μ.Χ.Ε. Εὐάγγελο Γαλάνη, γράφει: «Φανερωμένη θὰ πεῖ ὑπαρκτὴ ἐλπίδα, ὁλοφάνερη, χειροπιαστή, ἀθανασίας πλήρης. Παναγία μὲ μάτια ὁλάνοικτα, ποὺ βλέπουν ὡς τὴν ψυχὴ τὸν ἄνθρωπο, μὲ παρουσία αἰώνια, ποὺ στέκει ἀσάλευτη κοντὰ στὸν ἄνθρωπο. Παναγία γιὰ μᾶς. Πάντα Φανερωμένη, πάντα ἕτοιμη. Περισσότερο ζωντανὴ στὴν εἰκονικὴ ἀκινησία της, στὴν Κοίμησή της».
Ἡ Ἱερὰ Μονὴ τῆς Παναγίας Φανερωμένης εὑρίσκεται εἰς τὸ νότιον μέρος τῆς τ. ἐπαρχίας Καλαβρύτων, μεταξὺ Σοπωτοῦ καὶ Ἀγριδίου, καὶ πλησίον τῆς ἐπαρχιακῆς ὁδοῦ Καλαβρύτων - Τριποτάμων. Κεῖται δὲ ἐπὶ περιόπτου θέσεως εἰς τὸ μέσον τῆς βορείου πλευρᾶς τοῦ ὄρους Τάρταρος καὶ εἰς ὑψόμετρον 1000μ. Ἡ τοποθεσία εἶναι ἤρεμη, μὲ μεγάλη ὁρατότητα, πολλὰ ἀναβρύοντα ὕδατα καὶ ἱκανὴ νεαρὰ χλωρίδα.
Συμφώνως πρὸς τοπικὴν παράδοσιν ἡ Θεοτόκος ἐφανερώθη ἐν καιρῷ εἰς ἕνα ἀσθενῆ πιστὸν καὶ τὸν ἐθεράπευσε ἐκ βαρυτάτου ἀσθενείας, ὑπὸ τῆς ὁποίας ἐταλαιπωρεῖτο. Κατόπιν τούτου ἀφιερώθηκε Ἱερὰ Μονὴ στὴν Παναγία. Αὐτὸ ἐκτιμᾶται ὅτι ἔγινε περὶ τὸν 8ο αἰ., ἐνῷ κατὰ τὸν 11ο ἱδρύθη μετόχιον, αὐτὸ τῶν Ἁγίων Θεοδώρων.
Περὶ τὸ 1616 ἔλαβε χώρα ἀνακαίνιση τῆς Φανερωμένης, ὁ δὲ ὑπάρχων ναός, μικροεπισκευὲς καὶ ἀναδάσωση ἔγιναν τὸ 1966, ἀφοῦ ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Ὄθωνος, ἡ Μονὴ εἶχε πάψει νὰ συντηρεῖται καὶ κατέρρεε.
Ἡ Μονὴ περιβάλλεται ἀπὸ ἰσχυρὸ τεῖχος, μὲ ἐνσωματωμένη πυργοειδὴ κατασκευή· τὸ παλαιὸ κατάγραφο Καθολικὸν δὲν ὑπάρχει πλέον, καθὼς καὶ δὲν διασώζονται παλαιὰ κειμήλια.
Μεγάλες ἐκτάσεις ὡς Μετόχια, δωρεὲς καὶ ὑψηλὴ δραστηριότητα τῶν Μοναχῶν ἀπέφερε ἰδιαίτερη εὐρωστία στὴν Μονή, ἕως καὶ τὴν διάλυσίν της.
Μεγάλες λεηλασίες, καταστροφὲς καὶ σφαγὲς ἔγιναν κατὰ τὴν ἑνετικὴ κατάκτησι, ἀφοῦ οἱ περισσότεροι ἀρχιερεῖς τῆς περιόδου ὑπῆρξαν πρόσωπα κατώτερα τῶν περιστάσεων, καθότι «ἐνέτισαν». Ἐπίσης, οἱ Ἀλβανικὲς ἐπιδρομὲς (1771) μετὰ τὰ ὁρλωφικά, καὶ ἡ εἰσβολὴ στὸν Μοριᾶ τοῦ Ἰμπραὴμ πασᾶ (1825-1826), προηγήθηκαν τοῦ καιρίου πλήγματος ὑπὸ τοῦ ἰδίου τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους στὰ 1834.
Ὑπῆρχαν τότε 574 ἀνδρῶες Μονὲς μὲ 3000 Μοναχοὺς καὶ 18 γυναικεῖες μὲ 277 Μοναχές. Διὰ τοῦ ἀπὸ 25 Σεπτεμβρίου 1833 Β.Δ. διελύθησαν 412 Μονὲς (70%). Ἐνδεικτικὸν τῆς ἐχθρικῆς πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν στάσεως τῆς τότε κυβερνήσεως εἶναι ὅτι 160 παπικὲς Μονὲς ἐν Ἑλλάδι ἐξῃρέθησαν τῆς διαλύσεως καὶ οὐδὲν ἔπαθον.
Οἱ Μοναχοί, καταδιωκόμενοι ἀπὸ τὰς Ἱερὰς Μονὰς τῆς Μετανοίας των, περιήρχοντο ὡς πρόσφυγες καὶ πένητες τῇδε κἀκεῖσε.
Παραθέτει ἐδῶ ὁ π. Μάξιμος ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τ᾿ ἀπομνημονεύματα τοῦ Μακρυγιάννη, ποὺ ἀναφέρεται στὴν μεγάλη προσφορὰ τῶν ὀρθοδόξων μονῶν καὶ τὴν διάλυσίν των: «Διάλυσαν τὰ μοναστήρια· συνφώνησαν μὲ τοὺς Μπαυαρέζους καὶ πούλαγαν τὰ δισκοπότηρα κι᾿ ὅλα τὰ γερὰ εἰς τὸ παζάρι καὶ τὰ ζωντανὰ διὰ-δίχως τίποτα. Παίρναν οἱ τοιοῦτοι... Τότε πιαστήκαμεν καὶ γενήκαμεν κομμάτια. Μὲ διόρισαν ᾿πίτροπόν τους ὅλοι οἱ νοικοκυραῖγοι καὶ τρομάξαμεν νὰ λευτερωθοῦμεν ἀπὸ τὰ ζωντανά, ὁποὺ κάμαν λάφυρα ὅλοι αὐτεῖνοι τὰ μούλκια. Ἀφάνισαν ὅλως-διόλου τὰ μοναστήρια καὶ οἱ καϊμένοι οἱ καλογέροι, ὁποῦ ἀφανίστηκαν εἰς τὸν ἀγῶνα, πεθαίνουν τῆς πείνας μέσα τοὺς δρόμους, ὁποῦ αὐτὰ τὰ μοναστήρια ἦταν τὰ πρῶτα προπύργια τῆς ἀπανάστασής μας. Ὅτι ἐκεῖ ἦταν καὶ οἱ τζεμπιχανέδες μας κι᾿ ὅλα τ᾿ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου ὅτ᾿ ἦταν παράμερον καὶ μυστήριον ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Καὶ θυσιάσαν οἱ καϊμένοι οἱ καλογέροι καὶ σκοτώθηκαν οἱ περισσότεροι εἰς τὸν ἀγῶνα. Καὶ οἱ Μπαυαρέζοι παντήχαιναν ὅτ᾿ εἶναι οἱ Καπουτζίνοι τῆς Εὐρώπης, δὲν ἤξεραν ὅτ᾿ εἶναι σεμνοὶ κι᾿ ἀγαθοὶ ἄνθρωποι καὶ μὲ τὰ ἔργα τῶν χεριῶν τους ἀπόχτησαν αὐτά, ἀγωνίζοντας καὶ δουλεύοντας τόσους αἰῶνες καὶ ζοῦσαν μαζί τους τόσοι φτωχοὶ κ᾿ ἔτρωγαν ψωμί. Καὶ οἱ ἀναθεματισμένοι τῆς πατρίδας πολιτικοί μας καὶ οἱ διαφταρμένοι ἀρχιγερεῖς κι᾿ οἱ τουρκοπιασμένοι συνφώνησαν μὲ τοὺς Μπαυαρέζους καὶ χάλασαν καὶ ρήμαξαν ὅλους τοὺς ναοὺς τῶν μοναστηριῶν».
Ἐπίσης, ὁ περὶ τὰ 1951 Μητροπολίτης Κορυτσᾶς Εὐλόγιος Κουρίλας Λαυριώτης, ἀσχολούμενος καὶ οὗτος μὲ τὴν θλιβερὰν ὑπόθεσιν τῆς διαλύσεως τῶν Ἱερῶν Μονῶν εἰς τὸ περισπούδαστον ἔργον αὐτοῦ «Πατριαρχικὴ Ἱστορία», ἐπιῤῥίπτει εὐθύνες καὶ εἰς τὴν ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας, λέγων: «...Ἡ Ἱεραρχία ἐξαπέλυε ἀριστερὰ καὶ δεξιὰ ἀποστόλους νὰ πείσωσι τὸν λαόν, ὅτι εὖ τε καὶ καλῶς εὐοδοῦνται τὰ πράγματα, ὅτι εἶναι ἄγρυπνοι φύλακες τῶν δογμάτων τῆς πίστεώς μας καὶ ποτὲ δὲν ἤθελε ἀνδώσει, ἐὰν ἤθελε ἰδεῖν, ὅτι προσβάλλεται κατὰ μικρὸν ἡ ἱερὰ ἡμῶν θρησκεία. ... Ἀλλ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ ἦσαν φενάκη καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἀντὶ νὰ λάβωσι τὸ φραγγέλιον ἀνὰ χεῖρας νὰ ἐκδιώκωσι τοὺς ἱεροσύλους, ψεύδονται ἀναιδῶς πρὸς τὸν λαόν, γινόμενοι τυφλὰ τῶν ἀχρείων καὶ ἱεροφάγων πολιτικῶν ὄργανα. ... Ἀλλ᾿ αὐτοῖς τοῖς μισθωτοῖς ποιμέσι περὶ ἑνὸς μόνον ἔμελλε, τὸ πῶς νὰ ἐξασφαλίσωσι τὴν εὔνοιαν τῶν κρατούντων...».
Τὰ ἱερὰ καθιδρύματα, παρὰ τὴν κατασυκοφάντησίν τους ἀπὸ ὑποτιθεμένους προοδευτικοὺς κύκλους, εἶναι πλήρως ἀποδεδειγμένο καὶ ἀποκεκαταστημένο ὅτι διετήρησαν θερμὴ τὴν Ὀρθόδοξη πατροπαράδοτη πίστι, ἐθεράπευσαν προθύμως τὰ ἱερὰ γράμματα, καὶ ἠργάσθησαν ἐθνοφελῶς. Ἡ ἵδρυση καὶ στήριξη τῆς ἄλλοτε ἀκμαζούσης Σχολῆς τοῦ Σοπωτοῦ ὑπῆρξε ἀνεκτίμητη. Ἡ σχολή, ὡς Γυμνάσιο, ἔπαυσε νὰ λειτουργεῖ πρὸ εἰκοσαετίας μόλις, ἐλλείψει μαθητῶν...
Εἶναι πολλοὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀνεβαπτίσθησαν εἰς τὴν πνευματικὴ κολυμβήθρα της καὶ δέονται ὑπὲρ αὐτῆς: ὁ διδάσκαλος τοῦ Γένους Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης ὁ ἐξ Ἑβραίων, ὁ Ὁσιομάρτυς Παῦλος ὁ Νέος ὁ ἐκ Σοπωτοῦ, ὁ ἐθνεγέρτης Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός, οἱ Καλαβρυτινοὶ ὁπλαρχηγοὶ τοῦ 1821 καὶ τόσοι ἄλλοι!
Παρὰ δὲ τὶς ἀνηλεεῖς λεηλασίες καὶ καταστροφές, ἡ χάρις τῆς Θεοτόκου οὐδέποτε ἐξέλειψε· διὰ τοῦτο καὶ συνεχίζει νὰ εἶναι πνευματικὸν θησαυροφυλάκιον διὰ τὸν τόπον καὶ τὸ γένος ὅλον.
«Σὲ ποιὸ καλύβι ἀγνώριστο, σὲ ποιὰ
καρδιὰ θλιμμένη
νὰ πέρασες τὴ νύχτα σου, Κυρὰ Φανερωμένη;
Ποιὸ μαραμένο λούλουδο ἡ χάρη Σου, Κυρούλα
κρυφὰ - κρυφὰ ν᾿ ἀνάστησε, σὰν τ᾿ οὐρανοῦ δροσούλα;»
Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης
Εὐχαριστίες θερμὲς ἀξίζουν στὸν Γέροντα Μάξιμο Ἰβηρίτη γιὰ τὸν ἄοκνο ἀγῶνα του ὑπὲρ τῶν πατρῴων. Ἐπὶ πολὺ μοχθεῖ καὶ συντρέχει ἱκανῶς στὴν διάσωση θεσμῶν καὶ ἀξιῶν. Εὐχή μας νὰ συνεχίσει νὰ τοῦ ἐπιδαψιλεύει ὁ Κύριος πλούσιες τὶς πνευματικὲς δωρεές, μὲ τὶς πρεσβεῖες ποὺ τοῦ δίδει ἡ Κυρία Θεοτόκος ἡ Πορταΐτισσα, ἡ Μεγαλοσπηλαιώτισσα, ἡ Τρυπητή, ἡ Φανερωμένη. Στὴν Παναγία ἄλλωστε, κατετάγη ὁ π. Μάξιμος, αὐτὴν ἰσοβίως καὶ ἀξίως ὑπηρετεῖ.
ΑΛΗΘΩΣ, φημί, ΑΝΕΣΤΗ Ο ΚΥΡΙΟΣ!