Ἐδημοσιεύθη στὸ περιοδικὸ Ἐνοριακὴ Εὐλογία, ἀρ.
Τεύχους 43, Φεβρουάριος 2006
Περιοδικὴ Ἔκδοση τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Νικολάου Πευκακίων (ὁδοῦ Ἀσκληπιοῦ)
Τὸ θέμα τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν, ποὺ συζητιέται ὅλο καὶ περισσότερο κάθε μέρα, μέχρι νὰ γίνῃ πράξη μὲ νομοθετικὲς ρυθμίσεις -παρὰ τὶς ὅποιες ἀντιδράσεις- ἐντάσσεται στὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς μας, μιᾶς ἐποχῆς, ποὺ ἀπὸ τὴ μιὰ κόπτεται πὼς τάχα εἶναι ἀνθρωποκεντρικὴ (δηλαδὴ τὰ πάντα γιὰ τὸν ἄνθρωπο) καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη σὲ καίριες στιγμὲς τοῦ ἀνθρώπου ἀποδεικνύεται ἰδιαίτερα κυνικὴ καὶ ἀπάνθρωπη.
Ἡ Ἐκκλησία μας, ὁ μόνος Νοῦς ποὺ ἔμεινε ὄρθιος στὴ γῆ γιατὶ στηρίζεται ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν σάλεψε, ὅπως σαλέψαμε ἢ κινδυνεύουμε νὰ σαλέψουμε ὅλοι μας, θὰ ἀγωνισθῇ καὶ πάλι νὰ μᾶς φέρῃ στὰ συγκαλά μας καὶ σ᾿ αὐτὸ τὸ θέμα, ὅμως τὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα θὰ κριθῆ ἀπὸ τὸ ἂν τελικὰ θέλουμε νὰ ἀφυπνισθοῦμε ἢ συνηθίσαμε νὰ ἀποφασίζουν ἄλλοι γιὰ μᾶς χωρὶς ἐμᾶς, γιατί πάσχουμε ἀπὸ τὸ σύνδρομο τοῦ παλιμπαιδισμοῦ καὶ νοιώθουμε ἀσφάλεια καὶ εὐτυχία ὅταν στὶς δύσκολες ἀποφάσεις ξαναμπαίνουμε στὴν ἰδιότυπη «κούνια» μας καὶ πιπιλᾶμε τὸ δάχτυλό μας!...
* * *
Ἀσφαλῶς ὑπάρχουν πολλὰ θεολογικὰ ἐπιχειρήματα γιὰ τοὺς πιστοὺς Ὀρθοδόξους χριστιανούς, μὲ τὰ ὁποῖα καταδεικνύεται τὸ ἀπαράδεκτο τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν. Ὅμως αὐτὰ δὲν θὰ ἔχουν καμμιὰ ἀποτελεσματικότητα χωρὶς τὴ δική μας –τοῦ καθενός μας– λογικὴ καὶ θεολογικὴ συμμετοχή.
Πολλὲς φορὲς νοιώθει κανεὶς γραφικὸς ὅταν ἐπιχειρηματολογεῖ μπροστὰ σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν κάνει τὴ σκοπιμότητα ἀλήθεια, σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε νὰ θέλουν νὰ κάψουν μετὰ τὸ θάνατο τοὺς τὸ ἴδιο τους τὸ σῶμα!
Πρόκειται γιὰ ἀνθρώπους ποὺ ὁ σοφὸς λαός μας ἀποκαλεῖ, ἤδη προτοῦ πεθάνουν ἀνθρώπους τῆς ... «πυρκαγιᾶς». Καὶ εἶναι πράγματι γιὰ κάψιμο, ἀφοῦ δὲν ἄφησαν μέσα τους τίποτα ποὺ νὰ θυμίζῃ τὴν καταγωγή τους, τίποτα ποὺ νὰ θυμίζῃ Θεό.
Οἱ ἄνθρωποι τῆς «πυρκαγιᾶς» εἶναι αὐτοὶ ποὺ σ᾿ ὅλη τη ζωή τους κάνουν τὰ πάντα γιὰ νὰ λατρέψουν τὸ σῶμα τους, νὰ τὸ κάνουν τὸ κέντρο τοῦ σύμπαντος καὶ τῆς προσοχῆς καί, τελικά, μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο καταντοῦν τὸ σῶμα τους σκέτες σάρκες χωρὶς κανένα διακριτικὸ προσώπου καὶ ζωῆς ὥστε νὰ βρῇ ὁ Θεὸς μέσα τοὺς τόπο ἀναπαύσεως καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀναχωρεῖ ἀπ᾿ αὐτούς: «οὗ μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰώνα διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς σάρκας» (Γεν. 6,3). Καὶ ὅταν ἀναχωρήσῃ ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ἀρχίζει τὸ μίσος τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ δὲν ἡσυχάζει ἕως ὅτου ἐξολοθρεύσῃ τελείως τὸ σῶμα του καὶ τὸ κάνη στάχτη!
Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἄνθρωποι «ἐμπνεύσθηκαν» τὴν αὐτοκαταστροφὴ καὶ τὸ ὁλοκαύτωμά τους καὶ οἱ κατὰ πνεῦμα συγγενεῖς τους εἶναι αὐτοὶ ποὺ βάλθηκαν νὰ προπαγανδίζουν ὑποδεκνύοντας στὸν ταλαίπωρο λαό μας πὼς τὸ πιὸ σπουδαῖο ποὺ ἔχει νὰ κάνῃ γιὰ τὸ σῶμα του πεθαίνοντας εἶναι νὰ τό... κάψῃ!
Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἐκδίκηση ἀπὸ τὴν ἐκδίκηση τῆς ψυχῆς ποὺ παραμελήθηκε ἀπόλυτα σ᾿ ὅλη τὴν ἐπίγεια ζωὴ γιὰ νὰ δοθῇ ἀπόλυτη προτεραιότητα στὸ σῶμα της. Αὐτὴ ἡ ψυχὴ μισεῖ τελικὰ τόσο θανάσιμα τὸ σῶμα της ὥστε τὸ καίει(!).
Ἀντίθετα, οἱ πιστοί, γνωρίζουμε πὼς τὰ σώματά μας δὲν μᾶς ἀνήκουν, διότι δὲν εἶναι ἁπλὲς σάρκες, ἀφοῦ «ἐξαγορασθήκαμε» ἀπὸ τὸν Χριστὸ ποὺ ἔγινε Σῶμα μας καὶ Αἷμα μας. Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς ἀφυπνίζει: «Οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματος ἐστιν, οὐ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν; Ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς· δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καὶ ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν, ἅτινά ἐστι τοῦ Θεοῦ» (Α´ Κορ. 6,19).
Οἱ πιστοὶ γνωρίζουμε ὅτι ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα δὲν ἀχρηστεύει τὸ σῶμα ὥστε νὰ δικαιολογούμεθα νὰ τὸ κάψουμε, ὅπως καῖμε τὰ σκουπίδια, γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπ᾿ αὐτά! Καὶ τοῦτο, γιατί τὸ «κατ᾿ εἰκόνα» ὑπάρχει καὶ στὸ σῶμα μας καὶ ὄχι μόνο στὴ ψυχή μας. Αὐτὸ διατρανώνεται καὶ στὴ Νεκρώσιμη Ἀκολουθία: «Θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι ὅταν ἐννοήσω τὸν θάνατον, καὶ ἴδω ἐν τοῖς τάφοις κειμένην τὴν κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ πλασθεῖσαν ἡμῖν ὡραιότητα...». Στὸν τάφο δὲν βρίσκεται ἡ ψυχὴ ἀλλὰ μόνο τὸ σῶμα μας, τὸ «κατ᾿ εἰκόνα» Χριστοῦ σῶμα μας.
Οἱ πιστοὶ γνωρίζουμε ὅτι οἱ Εἰκόνες δὲν καίγονται. Οἱ ναοὶ τοῦ Θεοῦ δὲν καίγονται καὶ ὅποιος αὐτὰ τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια καίει εἶναι ἱερόσυλος καὶ βέβηλος. Ἂν αὐτὰ ἰσχύουν γιὰ τὶς αἰσθητὲς εἰκόνες καὶ τοὺς χειροποίητους ναούς, πολὺ περισσότερο ἰσχύουν γιὰ τὶς ἔμψυχες εἰκόνες, γιὰ τὰ ἔμψυχα ἀρτοφόρια, γιὰ μᾶς δηλαδὴ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀγαποῦμε τὸν Θεὸ καὶ παρὰ τὴν ἐλεεινότητά μας δὲν θέλουμε Αὐτὸς νὰ ἐγκαταλείψῃ οὔτε τὴν ψυχή, οὔτε τὸ σῶμα μας καὶ ἰδιαιτέρως μετὰ τὸν θάνατό μας ποὺ θὰ προσδοκοῦμε τὴν Ἀνάσταση τῶν σωμάτων μας ἀπὸ τὰ ταμεῖα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Χριστὸς μᾶς ἔδειξε τὸν κόκκο τοῦ σίτου, ποὺ τὸν παρομοίωσε μὲ τὰ σώματά μας καὶ μᾶς ἐξήγησε ὅλη τη διαδικασία ποὺ θὰ ἀκολουθηθῇ μέχρι τὴν κοινὴ Ἀνάσταση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Μᾶς εἶπε ὅτι ὁ σίτος, τὸ σῶμα μας, πρέπει νὰ σπαρῇ ὅταν πεθάνῃ, νὰ σπαρῇ στὴ γῆ, νὰ λυώσῃ, ὅπως ὁ κόκκος τοῦ σίτου ποὺ λυώνει, καὶ ὕστερα, νὰ ἀναστηθῇ ἔνδοξο τὸ σῶμα μας, σὰν τὸ στάχυ ποὺ ἀνατέλλει ἔνδοξο καὶ κατάκαρπο ἀπὸ τὸν λυωμένο καὶ ἀφανισμένο κόκκο τοῦ σιταριοῦ!
Αὐτὰ δὲν τὰ γνωρίζουν ὅσοι εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Αὐτοὶ γνωρίζουν μόνο τὸν θάνατο σὰν ὁριστικὸ τέλος καὶ ὄχι σὰν ἀρχή, τῆς αἰωνίου ζωῆς ἀπαρχή. «Ἀγνωσίαν γὰρ Θεοῦ τινες ἔχουσι», μᾶς ἐξηγεῖ ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος καὶ μᾶς κατηχεῖ: «Ἀλλ᾿ ἐρεῖ τις πῶς ἐγείρονται οἱ νεκροί; ποίῳ δὲ σώματι ἔρχονται; Ἄφρον, σὺ ὃ σπείρεις οὐ ζωοποιεῖται, ἐὰν μὴ ἀποθάνῃ· καὶ ὃ σπείρεις, οὐ τὸ σῶμα τὸ γεννησόμενον σπείρεις, ἀλλὰ γυμνὸν κόκκον, εἰ τύχοι σίτου ἤ τινος τῶν λοιπῶν. Ὁ δὲ Θεὸς αὐτῷ δίδωσι σῶμα καθὼς ἠθέλησε, καὶ ἑκάστῳ τῶν σπερμάτων τὸ ἴδιον σῶμα... οὕτω καὶ ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν, σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ... σπείρεται σῶμα ψυχικόν, ἐγείρεται σῶμα πνευματικόν» (Α´ Κορ. 15, 34-44). Σπείρεται τὸ σῶμα, δὲν καίγεται. Ὅπως καὶ ὁ κόκκος τοῦ σιταριοῦ δὲν καίγεται γιὰ νὰ βλαστήσῃ ἀλλὰ θάβεται καὶ λυώνει.
Ἡ διαδικασία τοῦ σιταριοῦ εἶναι ἡ προτύπωση τῆς δικῆς μας πορείας ἀπὸ τὴν ταφή μας στὴ γῆ πρὸς τὴν Ἀνάσταση. Γι᾿ αὐτὸ βράζουμε τὸ κόλλυβο στὰ μνημόσυνα.
Ἡ ταφὴ στὴ γῆ θὰ μᾶς φανερώσῃ ὄχι μόνο τὰ λείψανα τῶν προσφιλῶν μας καὶ τὰ σημεῖα τοῦ Θεοῦ πάνω σ᾿ αὐτά, ἀλλὰ καὶ τὰ ἅγια Λείψανα τῶν ἁγίων ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ. Ἂν εἶχε ἰσχύσει ἡ καύση τῶν νεκρῶν δὲν θὰ εἴχαμε οἱ πιστοὶ τόσα θαυματόβρυτα ἅγια Λείψανα, οὔτε ἡ ἐνορία μας τὸ ἱερὸ Λείψανο τοῦ ἁγίου Νικολάου Ἀρχιεπισκόπου Μύρων τῆς Λυκίας τοῦ τόσο θαυματουργοῦ Πατέρα μας.
Τὸ πρόβλημα ποὺ ἔντονα συζητεῖται ἀπὸ ἀνθρώπους ἐκτὸς Ἐκκλησίας δὲν ἀφορᾶ τὸν λαό μας. Ἀφορᾶ μόνο τοὺς ἴδιους. Δὲν πιστεύουν στὴν Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἀλλὰ μόνο στὴν ... καθαριότητα τῶν πόλεων! Καὶ θέλουν νὰ κάνουν καὶ τὸν πιστὸ λαὸ νὰ... χαζέψῃ σὰν κι᾿ αὐτοὺς καὶ νὰ κάψῃ τὸ σῶμα του γιὰ χάρη τοῦ πολιτισμοῦ τῶν ἀνθρώπων τῆς «πυρκαγιᾶς». Ὁ λαός μας στὴν πλειοψηφία του δὲν θὰ ἀκολουθήση ἀνθρώπους τῆς «πυρκαγιᾶς» γιατί σέβεται καὶ διστάζει νὰ κάψῃ ἀκόμη καὶ μιὰ φθαρμένη χάρτινη εἰκονίτσα. Πολὺ περισσότερο δὲν θὰ διανοηθῆ νὰ κάψῃ ποτὲ τὴν σφραγισμένη μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ ποτισμένη μὲ τὸ Τίμιο Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας ἔμψυχη Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τὸ σῶμα του!