ΤΟ ΜΕΓΑ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ
(ἀποσπάσματα)


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΤΟΜΟΣ Α´
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α´
Παραίνεση τῶν ἁγίων πατέρων γιὰ προκοπὴ στὴν τελειότητα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β´
Γιὰ τὸ ὅτι πρέπει νὰ ἐπιδιώκουμε τὴν «ἡσυχία» μὲ κάθε δυνατὸ τρόπο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ´
Γιὰ τὴν κατάνυξη

ΤΟΜΟΣ Β´
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ´
Περὶ ἐγκρατείας… καὶ ὄχι μόνο στὴν τροφή, ἀλλὰ καὶ στὶς ὑπόλοιπες κινήσεις τῆς ψυχῆς
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε´
Διάφορες διηγήσεις ὠφέλιμες γιὰ τοὺς πολέμους ποὺ ξεσηκώνει μέσα μας τὸ πάθος τῆς πορνείας
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ´
Περὶ ἀκτημοσύνης. Παράλληλα πρέπει νὰ φυλαγόμαστε καὶ ἀπὸ τὴν πλεονεξία
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ´
Διάφορες διηγήσεις ποὺ μᾶς ἐνθαρρύνουν γιὰ ὑπομονὴ καὶ ἀνδρεία
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η´
Τίποτε δὲν πρέπει νὰ κάνουμε γιὰ ἐπίδειξη
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ´
Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐπαγρυπνοῦμε ὥστε νὰ μὴ κρίνουμε κανένα

ΤΟΜΟΣ Γ´
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι´
Περὶ διακρίσεως
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ´
Εἶναι ἀνάγκη πάντοτε νὰ εἴμαστε νηφάλιοι
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ´
Γιὰ τὴν ἀδιάλειπτη καὶ νηφάλια προσευχή
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ´
Εἶναι ἀνάγκη νὰ φιλοξενοῦμε καὶ νὰ ἐλεοῦμε μὲ ἱλαρότητα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΔ´
Περὶ ὑπακοῆς

ΤΟΜΟΣ Δ´
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΕ´
Περὶ ταπεινοφροσύνης
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΣΤ´
Περὶ ἀνεξικακίας
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΖ´
Περὶ ἀγάπης
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΗ´
Περὶ διορατικῶν
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΘ´
Περὶ σημειοφόρων
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Κ´
Σχετικά με τὴν ἐνάρετη ζωή
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΑ´
Διάλογος ἁγίων Γερόντων μὲ ἐρωτήσεις καὶ ἀποκρίσεις
Ἀποφθέγματα αὐτῶν ποὺ γήρασαν στὴν ἄσκηση
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΒ´
Γιὰ τοὺς δώδεκα ἀναχωρητές


ΤΟΜΟΣ Α´

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α´

Παραίνεση τῶν ἁγίων πατέρων γιὰ προκοπὴ στὴν τελειότητα

1. Ρώτησε κάποιος τὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο:

«Τί ἂν φυλάξω, θὰ εἶμαι ἀρεστὸς στὸν Θεό;».

Καὶ ἀπάντησε ὁ Γέροντας: «Τήρησε αὐτὰ ποὺ θὰ σοῦ παραγγείλω:

8. Ὁ ἀββᾶς Βενιαμὶν πεθαίνοντας εἶπε στὰ πνευματικά του παιδιά:

«Κάντε αὐτὰ ποὺ θὰ σᾶς πῶ καὶ θὰ μπορέσετε νὰ σωθεῖτε: Νὰ εἶστε πάντοτε χαρούμενοι, νὰ προσεύχεστε ἀδιάκοπα καὶ νὰ εὐχαριστεῖτε τὸν Θεὸ γιὰ τὸ κάθε τί».

10.Εἶπε ὁ ἀββᾶς Γρηγόριος ὁ Θεολόγος:

«Ὁ Θεὸς ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο ποὺ εἶναι βαφτισμένος αὐτὰ τὰ τρία ζητάει: Ἀπὸ τὴν ψυχὴ ὀρθὴ πίστη, ἀπὸ τὴ γλῶσσα τὴν ἀλήθεια καὶ ἀπὸ τὸ σῶμα τὴ σωφροσύνη».

13.Ὁ μακάριος Ἐπιφάνιος ἔλεγε:

«Εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἀποκτοῦν, ὅσοι μποροῦν, τὰ χριστιανικὰ βιβλία. Καὶ μόνο ποὺ τὰ βλέπουμε τὰ βιβλία, μᾶς κάνουν πιὸ διστακτικοὺς πρὸς τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ καὶ μᾶς παρακινοῦν νὰ ἀνοίγουμε τὰ μάτια ὅλο καὶ περισσότερο πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ».

14.Εἶπε πάλι:

«Μεγάλη ἀσφάλεια γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ ἀνάγνωση τῆς ἁγίας Γραφῆς».

15.Εἶπε ἐπίσης:

«Ἡ ἄγνοια τῆς ἁγίας Γραφῆς εἶναι μεγάλος γκρεμὸς καὶ βαθὺ χάσμα».

16.Εἶπε ἀκόμη:

«Τὸ νὰ ἀγνοοῦν οἱ ἄνθρωποι ἐντελῶς τοὺς θείους νόμους εἶναι μεγάλη προδοσία τῆς σωτηρίας».

8. Εἶπε ὁ ἴδιος πάλι:

«Ὁ Θεὸς στοὺς ἁμαρτωλοὺς χαρίζει καὶ τὸ κεφάλαιο, ὅταν μετανοοῦν, ὅπως στὴν πόρνη καὶ τὸν τελώνη, ἐνῷ ἀπὸ τοὺς δικαίους ζητάει καὶ τόκους. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἀκριβῶς ἐκεῖνο ποὺ ἔλεγε ὁ Κύριος στοὺς Ἀποστόλους:

Ἐὰν ἡ εὐσέβειά σας δὲν ξεπεράσει τὴν εὐσέβεια τῶν Γραμματέων καὶ τῶν Φαρισαίων, δὲν θὰ μπεῖτε στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν».

9. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Εὐπρέπιος:

«Ἐφόσον παραδέχεσαι ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀξιόπιστος καὶ δυνατός, πίστευέ Τον καὶ θὰ μετέχεις στὶς εὐλογίες Του. Ἂν ὅμως τὸ παίρνεις ἀψήφιστα τὸ πρᾶγμα, σημαίνει ὅτι δὲν πιστεύεις».

Καὶ πρόσθεσε:

«Ὅλοι πιστεύουμε ὅτι εἶναι δυνατὸς ὁ Θεός, ἐπίσης πιστεύουμε ὅτι τὰ πάντα μπορεῖ νὰ κάνει, ἀλλὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἔχεις πίστη μέσα σου καὶ γιὰ τὶς προσωπικές σου ὑποθέσεις, ὅτι δηλαδὴ καὶ σὲ σένα θὰ κάνει θαυμαστὰ σημεῖα».

10. Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἴδιο Γέροντα:

«Πῶς ἔρχεται στὴν ψυχὴ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ;»

Καὶ ὁ Γέροντας εἶπε:

«Ἐάν ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀκτημοσύνη, ἔρχεται μέσα του ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ».

22.Στὶς ἀρχὲς τῆς μοναχικῆς του ζωῆς ὁ ἴδιος ὁ ἀββᾶς Εὐπρέπιος ἐπισκέφθηκε κάποιον Γέροντα καὶ τοῦ εἶπε:

«Ἀββᾶ, πές μου κάποιον λόγο, πῶς θὰ μπορέσω νὰ σωθῶ;»

Κι ἐκεῖνος τοῦ εἶπε:

«Ἐὰν θέλεις νὰ σωθεῖς, ὅπου κι ἂν πᾶς, μὴ βιαστεῖς νὰ πάρεις τὸν λόγο, πρὶν σὲ ρωτήσει κάποιος».

Αὐτὸς ἔνιωσε συντριβὴ γιὰ τὸν λόγο ποὺ τοῦ εἶπε καὶ ἔβαλε μετάνοια λέγοντας:

«Ἀλήθεια, πολλὰ βιβλία διάβασα καὶ τέτοια ὠφέλεια ποτὲ δὲ γνώρισα». Κι ἔφυγε πολὺ ὠφελημένος.

23.Εἶπε ἡ ἀμμᾶς Εὐγενία:

«Μᾶς συμφέρει σὰν ζητιάνοι νὰ ζοῦμε, ἀρκεῖ μόνο νὰ εἴμαστε μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ. Γιατὶ ὅποιος εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ, εἶναι πλούσιος κι ἂν ἀκόμη ὑλικὰ εἶναι φτωχός. Αὐτὸς ὁ ὁποῖος προτιμᾷ τὰ γήινα ἀπὸ τὰ πνευματικά, θὰ χάσει καὶ τὰ δυό, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ ἐπιθυμεῖ τὰ οὐράνια, θὰ βρεῖ ὁπωσδήποτε καὶ ἐπίγεια ἀγαθά».

28.Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας ὁ ἱερέας:

«Κάποιος ἀπὸ τοὺς Πατέρες ἔλεγε πὼς ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει, πάνω ἀπ᾿ ὅλα, νὰ ἀποκτήσει πίστη στὸν Θεὸ καὶ ν᾿ ἀναζητεῖ συνεχῶς καὶ μὲ πόθο τὸν Θεό. Νὰ ἐπιδιώκει ἐπίσης τὴν κακοπάθεια, τὴν ταπεινοφροσύνη, τὴν ἁγνότητα, τὴ φιλανθρωπία καὶ τὴν ἀγάπη σ᾿ ὅλους. Τὴν ὑποταγὴ καὶ τὴν πραότητα, τὴ μακροθυμία καὶ τὴν ὑπομονή, τὴν ἐπιθυμία γιὰ τὸν Θεό, καὶ νὰ παρακαλεῖ συνεχῶς τὸν Θεὸ μὲ πόνο καρδιᾶς καὶ ἀληθινὴ ἀγάπη γιὰ νὰ μὴν κοιτάξει ποτὲ πρὸς τὰ πίσω, ἀλλὰ νὰ ἔχει στραμμένη τὴν προσοχή του σ᾿ αὐτὰ ποὺ ἀκολουθοῦν. Νὰ μὴν ἔχει πεποίθηση στὰ καλά του ἔργα, δηλαδὴ στὴ διακονία του, καὶ νὰ ζητάει ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀδιάκοπα τὴ βοήθεια γιὰ ὅ,τι φέρνει ἡ κάθε μέρα».

32.Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ἡσαΐα γιὰ τὴ φράση τῆς προσευχῆς ποὺ ὑπάρχει στὸ Εὐαγγέλιο:

«Τί σημαίνει τό: Ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου;»

Καὶ ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε:

«Αυτό ἀφορά τους τελείους. Εἶναι ἀδύνατο νὰ ἁγιασθεῖ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ ἐμᾶς, ἐφόσον μᾶς ἐξουσιάζουν τὰ πάθη».

44. Εἶπε ὁ μακάριος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος:

«Ὅταν κάθεσαι νὰ διαβάσεις λόγο Θεοῦ, νὰ ἐπικαλεῖσαι στὴν ἀρχὴ τὸν Θεὸ ν᾿ ἀνοίξει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σου, ὥστε νὰ μὴν περιοριστεῖς στὸ νὰ διαβάζεις μόνο αὐτὰ ποὺ γράφτηκαν ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ ἐκτελεῖς, καὶ ἔτσι νὰ μὴ γίνει καταδίκη μας ἡ μελέτη τοῦ βίου καὶ τῶν λόγων τῶν ἁγίων».

48.Ἀνηφορίζοντας ἀπὸ τὴ Γεθσημανὴ στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, συναντᾷ κανεὶς τὸ μοναστῆρι τοῦ ἀββᾶ Ἀβραμίου.

Σ᾿ αὐτὸ τὸ μοναστῆρι ἡγούμενος ἦταν ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κυζικηνός. Τὸν ρωτήσαμε λοιπὸν κάποια μέρα:

«Ἀββᾶ, πῶς μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει κανεὶς ἀρετή;»

Καὶ μᾶς ἀπάντησε ὁ Γέροντας:

«Ἂν θέλει κανεὶς ν᾿ ἀποκτήσει μία ἀρετή, δὲν μπορεῖ νὰ τὴν κάνει κτῆμα του, ἂν δὲν μισήσει τὴν κακία ποὺ εἶναι ὁ ἀντίποδάς της.

56.Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Μακάριο τὸν μέγα σχετικὰ μὲ τὴν τελειότητα. Καὶ ἀπάντησε ὁ Γέροντας τὰ ἑξῆς:

«Δεν μπορεῖ νὰ εἶναι κανεὶς τέλειος, ἐὰν δὲν ἀποκτήσει ταπείνωση μεγάλη στὴν καρδιὰ καὶ στὸ σῶμα, ἐὰν δὲν μάθει δηλαδή:

60. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μωυσῆς:

«Εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀποκτήσει κανεὶς τὸν Ἰησοῦ, παρὰ μόνο μὲ κόπο, μὲ ταπείνωση καὶ μὲ προσευχὴ ἀκατάπαυστη».

62. Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε κάποιον Γέροντα: «Ποιὸ καλὸ πρᾶγμα ὑπάρχει, γιὰ νὰ τὸ κάνω καὶ νὰ βρῶ ζωὴ μέσα σ᾿ αὐτό;»

Καὶ εἶπε ὁ Γέροντας:

«Ὁ Θεὸς γνωρίζει τὸ καλό. Ὅμως ἄκουσα ὅτι κάποιος ἀπὸ τοὺς πατέρες ρώτησε τὸν ἀββᾶ Νισθερῶο τὸν μεγάλο, τὸν φίλο του ἀββᾶ Ἀντωνίου:

«Ποιὸ θεωρεῖται ἔργο καλὸ γιὰ νὰ τὸ κάνω;»

Κι ἐκεῖνος τοῦ εἶπε:

«Ὅλες οἱ ἀρετὲς δὲν εἶναι ἰσοδύναμες; Ἡ ἁγία Γραφὴ λέει ὅτι ὁ Ἀβραὰμ ὑπῆρξε φιλόξενος καὶ εἶχε τὸν Θεὸ μαζί του. Ὁ Ἠλίας ἀγαποῦσε τὴν ἡσυχία καὶ ὁ Θεὸς ἦταν μαζί του. Ὁ Δαβὶδ ἦταν ταπεινὸς καὶ ὁ Θεὸς ἦταν μαζί του. Ὅ,τι λοιπὸν καταλαβαίνεις νὰ θέλει ἡ ψυχή σου ποὺ εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ κάνε καὶ κράτα ἄγρυπνη τὴν καρδιά σου».

64. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν:

«Ἡ ἐπαγρύπνηση καὶ ἡ προσοχὴ στὸν ἑαυτό μας καὶ ἡ διάκριση, αὐτὲς οἱ τρεῖς ἀρετὲς εἶναι ὁδηγοὶ τῆς ψυχής».

70. Εἶπε ἀκόμη ὅτι, ὅταν πρόκειται ἕνας ἄνθρωπος νὰ χτίσει σπίτι, πολλὰ εἶναι τὰ χρειαζούμενα ποὺ συγκεντρώνει, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ τὸ στήσει τὸ σπίτι, ἀλλὰ καὶ εἴδη διάφορα συγκεντρώνει, ἔτσι κι ἐμεῖς ἂς ἀποκτήσουμε λίγο, ἔστω, ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἀρετές.

78. Εἶπε πάλι:

«Προσπάθησε ὅσο μπορεῖς νὰ μὴν κακομεταχειρισθεῖς γενικῶς κανένα, καὶ καθαρὴ κράτησε τὴν καρδιά σου στὶς σχέσεις σου μὲ κάθε ἄνθρωπο».

81. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Παμβώ: «Ἐὰν ἔχεις καρδιά, μπορεῖς νὰ σωθεῖς».

89. Εἶπε κάποιος Γέροντας: «Ἔχε ἕτοιμο τὸ σπαθί σου γιὰ ἀγώνα».

Καὶ ὁ ἀδελφὸς ἀπάντησε: «Τὸ θέλω ἀλλὰ δὲν μ᾿ ἀφήνουν τὰ πάθη».

Κι ὁ Γέροντας πρόσθεσε:

«Ἡ ἁγία Γραφὴ λέει: Ζήτησέ με, ὅταν θλίβεσαι, καὶ θὰ σὲ ἀπαλλάξω καὶ θὰ μὲ δοξάσεις. Νὰ ἐπικαλεῖσαι λοιπὸν Αὐτὸν καὶ θὰ σὲ λυτρώσει ἀπὸ κάθε πειρασμό».

93. Εἶπε ἐπίσης:

«Άνθρωπέ μου, γιὰ σένα γεννήθηκε ὁ Χριστός, γι᾿ αὐτὸ ἦρθε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ σωθεῖς ἐσύ.

Καὶ ἔγινε παιδί, καὶ μεγάλωσε ὡς ἄνθρωπος, ἐνῷ ἦταν Θεός.

Κάποια φορὰ ἔκανε τὸν ἀναγνώστη, πῆρε τὸ ἱερὸ βιβλίο μὲς στὴ συναγωγὴ καὶ διάβασε:

«Τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου εἶναι καὶ μένει σὲ μένα, γιατὶ μ᾿ αὐτὸ μὲ ἔχρισε».

Ἄλλη φορὰ ὡς ὑποδιάκονος ἔκαμε φραγγέλιο ἀπὸ σχοινὶ καὶ τοὺς ἔβγαλε ὅλους ἔξω ἀπὸ τὸ ἱερὸ καὶ τὰ πρόβατα καὶ τὰ βόδια καὶ ὅλα τ᾿ ἄλλα.

Ἄλλοτε πάλι ὡς διάκονος, ζώστηκε τὴν πετσέτα καὶ ἔπλυνε τὰ πόδια τῶν μαθητῶν του, δίνοντας ἐντολὴ νὰ πλένουν κι αὐτοὶ τὰ πόδια τῶν ἀδελφῶν τους, ὡς Ἱερέας, κάθισε ἀνάμεσα στοὺς ἱερεῖς καὶ δίδασκε τὸν λαό.

Κι ἄλλη φορὰ ὡς ἐπίσκοπος, πῆρε ἄρτο, τὸν εὐλόγησε καὶ τὸν ἔδωσε στοὺς μαθητές του.

Μαστιγώθηκε ἐξαιτίας σου καὶ σὺ γι᾿ αὐτὸν δὲν σηκώνεις οὔτε μία προσβολή, ἐνταφιάστηκε καὶ ἀναστήθηκε ὡς Θεός.

Ὅλα γιὰ μᾶς μὲ τὴ σειρά, τὸ ἕνα κατόπιν τοῦ ἄλλου τὰ ὑπέστη, γιὰ νὰ μᾶς σώσει.

Ἂς εἴμαστε λοιπὸν νηφάλιοι, ἂς εἴμαστε ἄγρυπνοι, ἂς περνοῦμε τὸν καιρό μας προσευχόμενοι, ἂς κάνουμε ὅσα εἶναι εὐάρεστα σ᾿ Αὐτόν».

98. Εἶπε πάλι κάποιος ἀπ᾿ τοὺς Γέροντες:

«Ἐὰν ὁ μέσα μας ἄνθρωπος εἶναι νηφάλιος, ἔχει τὴ δύναμη νὰ προστατεύσει καὶ τὸν ἔξω ἄνθρωπο.

Ἐὰν ὅμως λείπει ἡ ἐσωτερικὴ προϋπόθεση ἂς φυλάξουμε μὲ ὅση δύναμη ἔχουμε τὴ γλῶσσα μας».

103.Εἶπε κάποιος Γέροντας:

«Είτε πέφτεις νὰ κοιμηθεῖς εἴτε σηκώνεσαι ἢ ὁ,τιδήποτε ἄλλο κάνεις, ἐὰν ἔχεις τὸν Θεὸ μπροστὰ στὰ μάτια σου, σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ σὲ φοβίσει ὁ ἐχθρὸς καὶ ἐὰν ὁ λογισμὸς μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ μείνει σταθερὰ προσηλωμένος στὸν Θεό, τότε καὶ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ θὰ μείνει μέσα σ᾿ αὐτόν».

111.Εἶπε κάποιος ἀπ᾿ τοὺς πατέρες:

«Ἐὰν δὲν μισήσεις πρῶτα, δὲν μπορεῖς ν᾿ ἀγαπήσεις, ἐὰν δηλαδὴ δὲν μισήσεις τὴν ἁμαρτία, δὲν μπορεῖς νὰ κάνεις τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀναφέρεται στὴν ἁγία Γραφή, «Ἀπόφυγε τὸ κακὸ καὶ πρᾶξε τὸ καλό».

Ὅμως καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴν περίπτωση ἡ ψυχικὴ διάθεση εἶναι ἐκείνη ποὺ μετράει πάντοτε.

Γιατὶ ὁ Ἀδὰμ ἂν καὶ ἦταν μέσα στὸν παράδεισο, παρέβη τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ ὁ Ἰώβ, ἂν καὶ ἦταν καθισμένος πάνω στὴν κοπριά, κράτησε τὴν αὐτοκυριαρχία του.

Λοιπὸν τὸ μόνο ποὺ ζητάει ὁ Θεὸς ἀπ᾿ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἡ καλή του διάθεση καὶ νὰ ἔχει πάντοτε τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ μέσα του».

117.Εἶπε κάποιος Γέροντας:

«Φρόντισε μὲ ἰδιαίτερη προσοχὴ νὰ μὴν ἁμαρτάνεις, γιὰ νὰ μὴν προσβάλεις τὸν Θεὸ ποὺ κατοικεῖ μέσα σου καὶ τὸν διώξεις ἀπ᾿ τὴν ψυχή σου».

147.Ἔλεγε κάποιος ἀπὸ τοὺς Γέροντες:

«Ὅ,τι ἀποστρέφεσαι, μὴν τὸ κάνεις στὸν ἄλλο.

Ἀποστρέφεσαι τὸ νὰ πεῖ κάποιος λόγια ἐναντίον σου; Μὴν κακολογήσεις κι ἐσὺ κάποιον.

Ἀποστρέφεσαι τὸ νὰ σὲ ἐξευτελίσει κάποιος ἢ νὰ σὲ ἐξυβρίσει ἢ νὰ ἁρπάξει κάτι ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά σου ἢ ὅ,τι ἄλλο παρόμοιο μπορεῖ νὰ συμβεῖ; Καὶ ἐσὺ οὔτε ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ μὴν κάνεις σὲ ἄλλον.

Ὅποιος μπορεῖ νὰ κρατήσει αὐτὸν τὸν λόγο, τοῦ ἀρκεῖ γιὰ νὰ σωθεῖ».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β´

Γιὰ τὸ ὅτι πρέπει νὰ ἐπιδιώκουμε τὴν «ἡσυχία» μὲ κάθε δυνατὸ τρόπο

1. Ὅταν ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος ἀσκήτευε στὴν ἔρημο, ἔπεσε κάποτε σὲ ἀκηδία καὶ σὲ μεγάλη σύγχυση τῶν λογισμῶν του καὶ ἔλεγε στὸν Θεό:

«Κύριε, θέλω νὰ σωθῶ ἀλλὰ δὲν μ᾿ ἀφήνουν οἱ λογισμοί μου. Τί νὰ κάνω μὲ τὴ θλίψη μου αὐτή; Πῶς νὰ σωθῶ;»

Κάποια φορὰ λοιπὸν βγῆκε λίγο πρὸς τὰ ἔξω καὶ βλέπει κάποιον σὰν τὸν ἑαυτό του νὰ κάθεται καὶ νὰ κάνει ἐργόχειρο.

Μετὰ ἀπὸ λίγο ἄφηνε τὸ ἐργόχειρο, σηκωνόταν καὶ προσευχόταν, καὶ ξανὰ καθόταν καὶ συνέχιζε νὰ πλέκει τὸ σχοινί του.

Ὕστερα πάλι σηκωνόταν γιὰ προσευχή.

Ἦταν ἄγγελος Κυρίου ποὺ εἶχε σταλεῖ γιὰ νὰ διορθώσει τὸν Ἀντώνιο καὶ νὰ τοῦ δώσει σιγουριὰ καὶ ἄκουσε τὸν ἄγγελο νὰ τοῦ λέει:

«Κάνε κι ἐσὺ τὸ ἴδιο καὶ θὰ σωθεῖς».

Καὶ ὁ Ἀντώνιος ὅταν τ᾿ ἄκουσε, πῆρε μεγάλη χαρὰ καὶ κουράγιο. Καὶ ἔτσι κάνοντας προχωροῦσε στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας του.

16. Κάποτε κάποιοι Γέροντες πῆγαν στὸν ἀββᾶ Ἀρσένιο καὶ τὸν παρακάλεσαν θερμὰ νὰ τοὺς μιλήσει γιὰ τοὺς ἐρημῖτες μοναχούς, καὶ μάλιστα γι᾿ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔχουν συναπαντήματα μὲ ἄλλους ἀνθρώπους.

Τότε ὁ Γέροντας εἶπε:

«Ὅταν ἡ παρθένος μένει στὸ σπίτι τοῦ πατέρα της, πολλοὶ ζητοῦν νὰ τὴ μνηστευθοῦν, ὅταν ὅμως παντρευθεῖ, δὲν ἀρέσει σὲ ὅλους, ἄλλοι τὴ βρίσκουν ψεγάδια καὶ ἄλλοι τὴν ἐπαινοῦν, καὶ δὲν τιμᾶται, ὅπως πρῶτα, ὅταν ἦταν κρυμμένη. Τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὰ θέματα τῆς ψυχῆς, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ κοινοποιοῦνται, δὲν μποροῦν νὰ ἱκανοποιήσουν ὅλους».

17.Ὁ ἀββᾶς Βιτίμης διηγήθηκε τὸ ἑξῆς:

«Κάποτε καθὼς κατέβαινα στὴ Σκήτη, κάποιοι μοῦ ἔδωσαν λίγα μῆλα, γιὰ νὰ τὰ μεταφέρω στοὺς Γέροντες. Καὶ ἐγὼ κτύπησα τὴν πόρτα τοῦ κελιοῦ τοῦ ἀββᾶ Ἀχιλλᾶ, γιὰ νὰ τοῦ τὰ δώσω.

Μοῦ εἶπε τότε ἐκεῖνος:

«Ἀλήθεια, ἀδελφέ μου, δὲν θὰ ἤθελα τούτη τὴν ὥρα νὰ μοῦ κτυπήσεις τὴν πόρτα, κι ἂν ἀκόμη μου μετέφερες τὸ μάννα. Μὴν πᾶς καὶ σὲ κανένα ἄλλο κελί».

Ἐγὼ τότε ἀνεχώρησα γιὰ τὸ κελί μου καὶ πρόσφερα τὰ μῆλα στὴν ἐκκλησία».

11. Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ἡσαΐα:

«Πῶς πρέπει νὰ ἡσυχάζει κανεὶς μέσα στὸ κελί;»

Καὶ ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας:

«Τὸ νὰ ἡσυχάζει κανεὶς στὸ κελὶ σημαίνει νὰ ἐκθέτει συνεχῶς τὸν ἑαυτό του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐπιστρατεύει ὅλη του τὴ δύναμη γιὰ νὰ ἀντιστέκεται σὲ κάθε λογισμὸ ποὺ σπέρνει ὁ ἐχθρός, γιατὶ αὐτὸ σημαίνει ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν κόσμο».

Καὶ εἶπε ὁ ἀδελφός:

«Τί σημαίνει κόσμος;»

Κι αὐτὰ δὲν τὰ εἶπα ἀπὸ μόνος μου, ἀλλὰ ὁ Ἰωάννης ὁ Ἀπόστολος εἶναι ποὺ τὰ λέει:

Μὴν ἀγαπᾶτε τὸν κόσμο μήτε ὅσα εἶναι τοῦ κόσμου».

23.Ἕνας ἀδελφὸς τὸν ρώτησε: «Τί χρειάζεται νὰ κάνει ὁ ἡσυχαστής;»

Κι αὐτὸς εἶπε:

«Ὁ ἡσυχαστὴς εἶναι ἀνάγκη νὰ κάνει τὶς τρεῖς αὐτὲς ἐργασίες:

28.Εἶπε ἡ ἀμμᾶς Θεοδώρα:

«Καλό πρᾶγμα εἶναι ἡ ζωὴ τῆς ἡσυχίας, ὁ συνετὸς ἄνθρωπος ἡσυχάζει, ἀληθινά, εἶναι σπουδαῖο νὰ ζεῖ τὸν ἡσύχιο βίο ἡ μοναχὴ ἢ ὁ μοναχὸς καὶ προπάντων οἱ νέοι. Νὰ ξέρεις ὅμως ὅτι, ἂν κάποιος ἔχει τὴν πρόθεση νὰ ζήσει τὴ ζωὴ τῆς ἡσυχίας, ἔρχεται ἀμέσως ὁ πονηρὸς καὶ βαρύνει τὴν ψυχὴ μὲ ἀκηδία, μὲ ἀδιαφορία, μὲ λογισμούς, βαρύνει καὶ τὸ σῶμα μὲ ἀρρώστιες, μὲ ἀτονία, μὲ λύσιμο τῶν γονάτων καὶ ὅλων τῶν μελῶν, γενικὰ παραλύει τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, ὁπότε λέει κανεὶς «εἶμαι ἄρρωστος καὶ δὲν μπορῶ νὰ κάνω τὴν ἀκολουθία μου». Ὅμως ἂν εἴμαστε νηφάλιοι, ὅλα αὐτὰ διαλύονται.

Ἦταν ἕνας μοναχὸς ποὺ μόλις ἄρχιζε νὰ κάνει τὴν ἀκολουθία του, τὸν ἔπιανε ρῖγος καὶ πυρετός, πονοῦσε τὸ κεφάλι του καὶ τότε ἔλεγε στὸν ἑαυτό του: «Νά, εἶμαι ἄρρωστος καὶ κάποια ὥρα μπορεῖ νὰ πεθάνω, λοιπὸν ἂς σηκωθῶ πρὶν πεθάνω καὶ ἂς κάνω τὴν ἀκολουθία μού». Μὲ αὐτὸν τὸν λογισμὸ πίεζε τὸν ἑαυτό του καὶ ἔκαμνε τὴν ἀκολουθία του καὶ μόλις σταματοῦσε ἡ προσευχή, σταματοῦσε καὶ ὁ πυρετός, καὶ πάλι τὴν ὥρα τῆς ἀκολουθίας ἐρχόταν ὁ πυρετός, καὶ πάλι τὴν ὥρα τῆς ἀκολουθίας ἐρχόταν ὁ πυρετός, καὶ ξανὰ μ᾿ αὐτὸν τὸν λογισμὸ ἀντιστεκόταν ὁ ἀδελφὸς καὶ ἔκαμνε τὴν ἀκολουθία του καὶ τελικὰ νίκησε τὸν ἀρνητικὸ λογισμό».

30. Ἕνας ἀδελφὸς ζοῦσε σὲ κοινόβιο, κρατώντας αὐστηρὴ ἄσκηση.

Ὅταν μερικοὶ ἀδελφοὶ τῆς Σκήτης ἄκουσαν γι᾿ αὐτόν, ἦρθαν νὰ τὸν δοῦν καὶ μπῆκαν στὸν τόπο, ὅπου ὁ ἴδιος ἐργαζόταν.

Ἐκεῖνος ἀφοῦ τοὺς ἀσπάστηκε, στράφηκε πίσω καὶ ἄρχισε νὰ ἐργάζεται.

Οἱ ἀδελφοὶ βλέποντας αὐτὸ ποὺ ἔκανε τοῦ λένε: «Ἰωάννη, ποιὸς σοῦ ἔδωσε τὸ σχῆμα ἢ ποιὸς σὲ ἔκανε μοναχὸ καὶ δὲν σοῦ δίδαξε νὰ παίρνεις ἀπ᾿ τοὺς ἀδελφοὺς τὸ ἐπανωφόρι καὶ νὰ τοὺς λές: εὐχηθεῖτε ἢ καθῖστε;»

Τοὺς ἀπαντᾶ:

«Ὁ Ἰωάννης ὁ ἁμαρτωλὸς δὲν εὐκαιρεῖ γι᾿ αὐτά».

32. Ζοῦσε κάποτε στὴν Ἀλεξάνδρεια ἕνας μορφωμένος ἄνθρωπος ποὺ τὸν ἔλεγαν Κοσμᾶ. Ἦταν ἀξιοθαύμαστος καὶ πολὺ ἐνάρετος, μὲ ταπεινὸ φρόνημα, σπλαχνικός, ἐγκρατής, παρθένος, ἄνθρωπος τῆς ἡσυχίας, φιλόξενος, φίλος τῶν φτωχῶν.

Ἐπειδὴ ἐγὼ τοῦ εἶχα μεγάλη οἰκειότητα, μιὰ φορὰ τοῦ λέω:

«Κάνε ἀγάπη, πόσο χρόνο ζεῖς τὴ ζωὴ τῆς ἡσυχίας;»

Ἐπειδὴ σώπαινε καὶ δὲν μοῦ ἔδινε κἂν μιὰ ἀπάντηση, πάλι τοῦ λέω:

«Γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου πές μου».

Κι ἐκεῖνος, ἀφοῦ γιὰ λίγο κρατήθηκε, μοῦ λέει:

«Ἔχω τριάντα τρία χρόνια».

Πάλι τοῦ λέω:

«Κάνε τέλεια τὴν ἀγάπη, γιατὶ ξέρεις πολὺ καλὰ ὅτι γιὰ ὠφέλεια τῆς ψυχῆς σὲ ρωτῶ, πές μου, τόσο μεγάλο χρονικὸ διάστημα τῆς ἡσυχαστικῆς σου ζωῆς τί κατόρθωσες;»

Ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἀναστέναξε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς, μοῦ λέει: «Ἕνας ἄνθρωπος κοσμικὸς τί μπορεῖ νὰ κατορθώσει καὶ μάλιστα τὴ στιγμὴ ποὺ κάθεται στὸ σπίτι του;»

Ὅμως ἐγὼ τὸν παρακαλοῦσα:

«Για χάρη τοῦ Κυρίου πές μου καὶ ὠφέλησέ με».

Καὶ ἐπειδὴ τὸν πίεσα πολύ, εἶπε:

«Συγχώρεσέ με, αὐτὰ τὰ τρία ξέρω ὅτι κατόρθωσα: νὰ μὴ γελῶ, νὰ μὴν ὁρκίζομαι καὶ νὰ μὴ λέω ψέματα».

Ἐγὼ ὅταν τ᾿ ἄκουσα, δόξασα τὸν Θεό».

36. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας στὸν ἀββᾶ Μακάριο:

«Πές μου ἕναν λόγο».

Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ λέει:

«Νὰ ἀποφεύγεις τοὺς ἀνθρώπους».

Τὸν ρωτάει ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας:

«Τί σημαίνει νὰ ἀποφεύγει κανεὶς τοὺς ἀνθρώπους;»

Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ:

«Σημαίνει νὰ καθίσεις στὸ κελί σου καὶ νὰ κλάψεις τὶς ἁμαρτίες σου».

38. Ἕνας ἀδελφὸς ἐπισκέφτηκε στὴ Σκήτη τὸν ἀββᾶ Μωυσῆ καὶ τοῦ ζήτησε νὰ τοῦ πεῖ κάποιον λόγο.

Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ λέει:

«Πήγαινε, κάθισε στὸ κελί σου, καὶ τὸ κελί σου θὰ σοῦ τὰ διδάξει ὅλα».

45. Ὁ ἀββᾶς Ἰωσὴφ λέει στὸν ἀββᾶ Νισθερῶο:

«Τί νὰ κάνω μὲ τὴ γλῶσσα μου, ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὴ συγκρατήσω;»

Τοῦ λέει ὁ Γέροντας:

«Βρίσκεις ἀνάπαυση, ἂν μιλήσεις;»

«Ὄχι», τοῦ ἀπαντᾶ.

Τότε λέει ὁ Γέροντας: «Ἀφοῦ δὲν ἔχεις ἀνάπαυση, γιατί μιλᾷς; Καλύτερα νὰ σιωπᾷς καί, ἂν γίνεται συζήτηση, προτιμότερο πολλὰ νὰ ἀκοῦς παρὰ νὰ λές».

60. Διηγήθηκε κάποιος ὅτι τρεῖς φιλόπονοι ἄνθρωποι, φίλοι μεταξύ τους, ἔγιναν μοναχοί.

Ὁ πρῶτος διάλεξε σὰν ἔργο του νὰ εἰρηνεύει τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ εἶχαν ἐχθρικὲς σχέσεις μεταξύ τους, σύμφωνα μὲ τὸν Εὐαγγελικὸ λόγο:

«Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί».

Ὁ δεύτερος νὰ ἐπισκέπτεται τοὺς ἀρρώστους καὶ ὁ τρίτος ἔφυγε γιὰ νὰ ἡσυχάσει στὴν ἔρημο.

Ὁ πρῶτος λοιπόν, ἂν καὶ κόπιασε γιὰ νὰ σταματήσει τὶς διαμάχες τῶν ἀνθρώπων, δὲν μπόρεσε νὰ τοὺς θεραπεύσει ὅλους καί, ἐπειδὴ ἔπεσε σὲ ἀκηδία, πῆγε σ᾿ αὐτὸν ποὺ ὑπηρετοῦσε τοὺς ἀρρώστους καὶ τὸν βρῆκε κι αὐτὸν νὰ παραμελεῖ τὸ ἔργο του, καθὼς δὲν ἐπαρκοῦσε νὰ ἐφαρμόσει πλήρως τὴν ἐντολή.

Συμφώνησαν λοιπὸν καὶ οἱ δυὸ καὶ πῆγαν νὰ δοῦν τὸν ἐρημίτη. Τοῦ ἐξέθεσαν τὴ θλίψη τους καὶ τὸν παρακάλεσαν νὰ τοὺς πεῖ τί κατόρθωσε αὐτός.

Ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἔμεινε ἀμίλητος γιὰ λίγο, ἔριξε κατόπιν νερὸ στὴ λεκάνη καὶ τοὺς λέει:

«Προσέξτε τὸ νερό».

Ἦταν βέβαια ταραγμένο.

Μετὰ ἀπὸ λίγο τοὺς λέει πάλι:

«Προσέξτε καὶ τώρα πῶς ἔγινε τὸ νερό».

Καὶ μόλις πρόσεξαν τὸ νερό, βλέπουν σὰν σὲ καθρέπτη τὰ πρόσωπά τους.

Τοὺς λέει λοιπὸν τότε:

«Έτσι εἶναι κι αὐτὸς ποὺ ζεῖ ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους. Ἐξαιτίας τῆς ταραχῆς δὲν βλέπει τὰ σφάλματά του. Ὅταν ὅμως ἡσυχάσει καὶ προπαντὸς στὴν ἔρημο, τότε βλέπει τὰ ἐλαττώματα τοῦ ἑαυτοῦ του».

62. Εἶπε ἕνας Γέροντας:

«Ὅπως ἀκριβῶς σ᾿ ἕναν δρόμο, ὅπου πηγαινοέρχονται πολλοὶ πεζοί, ποτὲ δὲν φυτρώνει χορτάρι οὔτε κι ἂν τὸ σπείρεις, γιατὶ πατιέται τὸ χῶμα, ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ μᾶς.

Παραιτήσου ἀπὸ κάθε φροντίδα καὶ θὰ δεῖς νὰ φυτρώνουν αὐτά, ποὺ δὲν γνώριζες, ὅτι βρίσκονταν μέσα σου, ἐπειδὴ πάνω σ᾿ αὐτὰ περπατοῦσες».

65. Ἕνας Γέροντας εἶπε:

«Ἐκεῖνος ποὺ ἁμάρτησε στὸν Θεό, ὀφείλει νὰ ξεκόψει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη ἀγάπη, ἕως ὅτου πληροφορηθεῖ ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε φίλος του.

Γιατὶ ἡ ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων μᾶς ἐμποδίζει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ´

Γιὰ τὴν κατάνυξη

1. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος:

«Ἔχοντας τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ ζωντανὸ στὴ σκέψη μας, νὰ θυμόμαστε πάντοτε τὸ θάνατο.

Νὰ μισήσουμε τὸν κόσμο καὶ ὅλα τὰ τοῦ κόσμου, νὰ μισήσουμε κάθε σαρκικὴ ἀνάπαυση, νὰ ἀπαρνηθοῦμε στὴ ζωὴ αὐτή, γιὰ νὰ ζήσουμε μὲ τὸν Θεό. Νὰ θυμᾶστε τί ὑποσχεθήκατε στὸν Θεό. Γιατὶ αὐτὸ θὰ μᾶς τὸ ζητήσει τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως.

Ἂς δοκιμασθοῦμε λοιπὸν μὲ τὴν πεῖνα, τὴ δίψα καὶ τὴ γύμνια.

Ἂς ἀγρυπνήσουμε, ἂς πενθήσουμε, ἂς στενάξουμε μὲ τὴν καρδιά μας.

Ἂς ἐρευνήσουμε ἂν γίναμε ἄξιοι τοῦ Θεοῦ. Νὰ ἀγαπήσουμε τὴ θλίψη, γιὰ νὰ βροῦμε τὸν Θεό.

Νὰ καταφρονήσουμε τὴ σάρκα, γιὰ νὰ σωθεῖ ἡ ψυχή μας».

2. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἀρσένιο, ὅτι ὅλο τὸν χρόνο τῆς ζωῆς του καθισμένος στὸ ἐργόχειρό του, εἶχε στὸν κόρφο του ἕνα μαντήλι γιὰ τὰ δάκρυα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὰ μάτια του.

3. Ἕνας ἀδελφὸς παρακάλεσε τὸν ἀββᾶ Ἀμμωνᾶ:

«Πές μου ἕναν λόγο».

Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ λέει:

«Πήγαινε καὶ νὰ σκέφτεσαι, ὅπως σκέφτονται οἱ κακοῦργοι ποὺ εἶναι στὴ φυλακή, ἐκεῖνοι πάντα ρωτοῦν τοὺς ἀνθρώπους ποῦ εἶναι ὁ ἄρχοντας καὶ πότε ἔρχεται, καὶ κλαῖνε ἀπὸ τὴν ἀγωνία.

Ἔτσι καὶ ὁ μοναχὸς ὀφείλει πάντα νὰ προσέχει τὴν ψυχή του καὶ νὰ λέει:

«Ἀλίμονό μου, πῶς θὰ μπορέσω νὰ παρουσιασθὼ στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τί θὰ τοῦ ἀπολογηθῶ;»

Ἂν σ᾿ αὐτὸ ἔχεις διαρκῶς στραμμένη τὴν προσοχή σου, μπορεῖς νὰ σωθεῖς».

6. Ἕνας ἀδελφὸς εἶπε στὸν ἀββᾶ Ποιμένα:

«Μὲ ταράζουν οἱ λογισμοί μου καὶ δὲν μ᾿ ἀφήνουν νὰ φροντίσω γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου, ἀλλὰ μὲ κάνουν νὰ προσέχω τὶς ἐλλείψεις τοῦ ἀδελφοῦ μου».

Ὁ Γέροντας τοῦ μίλησε τότε γιὰ τὸν ἀββᾶ Διόσκορο, ὅτι στὸ κελί του ἔκλαιγε πάντοτε γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἐνῷ ὁ μαθητής του καθόταν στὸ ἄλλο κελί.

Πῆγε λοιπὸν κάποια φορὰ ὁ μαθητὴς στὸ κελὶ τοῦ Γέροντα καὶ τὸν βρῆκε νὰ κλαίει, ὁπότε τοῦ λέει:

«Πάτερ, γιατί κλαῖς;»

Κι ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ:

«Τὶς ἁμαρτίες μου, παιδί μου, κλαίω».

Τοῦ λέει ὁ ἀδελφός:

«Δεν ἔχεις ἁμαρτίες, πάτερ».

Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἀποκρίνεται:

«Ἀλήθεια, ἂν ἀφεθῶ νὰ δῶ τὶς ἁμαρτίες μου, δὲν μοῦ φθάνουν ἄλλοι τρεῖς ἢ τέσσερις νὰ κλαῖνε μαζί μου γι᾿ αὐτές».

Εἶπε λοιπὸν ὁ ἀββᾶς Ποιμήν: «Ἔτσι εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ γνώρισε τὸν ἑαυτό του».

8. Ὁ ἀββᾶς Ἠλίας εἶπε:

«Ἐγὼ τρία πράγματα φοβοῦμαι,

9. Ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας εἶπε:

«Εἶναι ἀπαραίτητο αὐτὸς ποὺ ζεῖ τὴ ζωὴ τῆς ἡσυχίας νὰ βάζει τὸν φόβο τῆς συνάντησης μὲ τὸν Θεὸ μπροστὰ ἀπὸ τὴν ἀνάσα του, γιατὶ ἐνόσω ἡ ἁμαρτία πείθει τὴν καρδιά του νὰ τὴν ἀκολουθεῖ, δὲν ἦρθε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ μέσα του ἀκόμα καὶ βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ».

14. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας:

15. Εἶπε πάλι:

16. Εἶπε ἀκόμη:

17. Ὁ μακάριος Θεόφιλος, ὁ ἀρχιεπίσκοπος, ἔλεγε:

«Πόσο μεγάλο φόβο καὶ τρόμο καὶ δυσκολία ἔχουμε νὰ ἀντικρίσουμε, τὴν ὥρα ποὺ ἡ ψυχὴ χωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα! Τότε μᾶς πλησιάζει στρατιὰ καὶ δύναμη τῶν ἀντίθετων δυνάμεων, οἱ ἄρχοντες τοῦ σκότους, οἱ κυρίαρχοι τῆς πονηρίας καὶ ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες, τὰ πονηρὰ δηλαδὴ πνεύματα, καὶ κρατοῦν τὴν ψυχὴ σὰν σὲ κάποια δίκη, παρουσιάζοντας ἐνώπιόν της ὅλα τὰ ἁμαρτήματα, ποὺ εἴτε μὲ ἐπίγνωση εἴτε ἀπὸ ἄγνοια ἔκανε, ἀπὸ τὴ νεαρὴ ἡλικία μέχρι τὴν ὥρα ποὺ στὰ ξαφνικὰ τὴν κατέλαβαν. Στέκονται λοιπὸν καὶ τὴν κατηγοροῦν γιὰ ὅλα, ὅσα ἔκανε. Λοιπόν, ποιὸν τρόμο νομίζεις ὅτι αἰσθάνεται ἐκείνη τὴν ὥρα, ἕως ὅτου βγεῖ ἡ ἀπόφαση καὶ ἐλευθερωθεῖ ἀπ᾿ αὐτά; Αὐτὴ εἶναι ἡ κρίσιμη ὥρα γιὰ τὴν ψυχή, μέχρι νὰ δεῖ ποιὸ θὰ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα γι᾿ αὐτήν.

Ἐπίσης καὶ οἱ θεῖες δυνάμεις στέκονται ἀκριβῶς ἀπέναντι στὶς ἀντίθετες καὶ μὲ τὴ σειρά τους παρουσιάζουν τὰ καλά της ἔργα. Σκέψου λοιπόν, ἡ ψυχὴ μὲς στὴ μέση μὲ τί φόβο καὶ τρόμο στέκεται, ἕως ὅτου βγεῖ ἡ ἀπόφαση τῆς δίκης της ἀπὸ τὸν δίκαιο Κριτή, καὶ ἂν εἶναι ἄξια, οἱ πρῶτοι διώχνονται ἐπιτιμητικὰ καὶ τὴν ψυχὴ τὴν ἁρπάζουν οἱ Θεῖες δυνάμεις ἀπὸ τὰ χέρια τῶν δαιμόνων καὶ στὸ ἑξῆς κατοικεῖ ἀμέριμνη, σύμφωνα μ᾿ αὐτὸ ποὺ ἔχει γραφεῖ: «Ὅλοι ὅσοι θὰ κατοικοῦν σὲ σένα θὰ εὐφραίνονται».

Ἔτσι ἐκπληρώνεται καὶ ἄλλος λόγος τῆς Γραφῆς, «Ἔφυγε μακριά τους κάθε πόνος, λύπη καὶ στεναγμός».

Τότε ἐλευθερωμένη πιὰ προχωρεῖ σ᾿ ἐκείνη τὴν ἀπερίγραπτη χαρὰ καὶ δόξα, στὴν ὁποία καὶ θὰ ἐγκατασταθεῖ.

Ἐὰν ὅμως βρεθεῖ νὰ ἔχει ζήσει μὲ ἀμέλεια, ἀκούει τὴ φοβερότατη φωνή:

«Νὰ ἀπομακρυνθεῖ ὁ ἀσεβῆς, γιὰ νὰ μὴ δεῖ τὴ δόξα τοῦ Κυρίου».

Τότε τὴν ψυχὴ αὐτὴ τὴν περιμένει ἡμέρα ὀργῆς, ἡμέρα θλίψης καὶ ἀνάγκης, τὸ σκοτάδι καὶ ἡ μαυρίλα. Ἀφοῦ παραδοθεῖ στὴν κόλαση καὶ στὴν αἰώνια φωτιά, θὰ εἶναι καταδικασμένη νὰ τιμωρεῖται στοὺς ἀπέραντους αἰῶνες. Τότε ποῦ εἶναι ἡ καύχηση τοῦ κόσμου, ποῦ ἡ κενοδοξία, ποῦ ἡ καλοπέραση καὶ ἡ ἀπόλαυση, ποῦ ἡ ἐπίδειξη, ποῦ ἡ ἀνάπαυση, ποῦ τὰ μεγάλα λόγια, ποῦ τὰ χρήματα καὶ ἡ ὑψηλὴ καταγωγή, ποῦ ὁ πατέρας, ποῦ ἡ μητέρα, ποῦ οἱ ἀδελφοί; Ποιὸς ἀπὸ αὐτοὺς θὰ μπορέσει νὰ γλιτώσει αὐτὴν τὴν ψυχή, ποὺ θὰ τὴν καίει ἡ φωτιὰ καὶ πικρὰ βάσανα θὰ τὴν κατέχουν;

Ἀφοῦ αὐτὰ ἔτσι ἔχουν, τί λογῆς πρέπει νὰ εἶναι ἡ δική μας ζωὴ μὲ ἅγια ἀναστροφὴ καὶ μὲ κάθε εὐλάβεια πρὸς τὸν Θεό;

Τί ἀγάπη ἔχουμε χρέος νὰ ἀποκτήσουμε, τί λογῆς συμπεριφορά, τί τρόπο ζωῆς, τί λογῆς πορεία;

Ποιὰ ἀκρίβεια στὴν κάθε μας ἐνέργεια, τί λογῆς πρέπει να᾿ ναι ἡ προσευχή μας, πόση βεβαιότητα νὰ ἔχουμε;

Αὐτὰ λοιπὸν ἀφοῦ τὰ περιμένουμε νὰ συμβοῦν, ἂς φροντίσουμε νὰ μᾶς βρεῖ ὁ Κύριος ἀκηλίδωτους καὶ ἄμεμπτους, μὲ εἰρήνη, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ τὸν ἀκούσουμε νὰ λέει:

«Ἐλάτε οἱ εὐλογημένοι ἀπὸ τὸν Πατέρα μου καὶ κληρονομῆστε τὴ βασιλεία, ποὺ ἔχει ἑτοιμασθεῖ γιὰ σᾶς ἀπὸ τότε ποὺ δημιουργήθηκε ὁ κόσμος».

21. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἰακώβ:

«Ὅπως ἀκριβῶς σ᾿ ἕνα σκοτεινὸ θάλαμο, ὅταν μπεῖ ἕνα λυχνάρι, τὸν φωτίζει, ἔτσι καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἐὰν ἔλθει στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, τὴ φωτίζει καὶ τῆς διδάσκει ὅλες τὶς ἀρετὲς καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ».

23. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Λογγίνος:

24. Ὁ ἀββᾶς Λογγίνος εἶχε μεγάλη κατάνυξη τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ψαλμῳδίας του, καὶ μία φορὰ τοῦ λέει ἕνας μαθητής του:

«Ἀββᾶ, αὐτὸς εἶναι ὁ πνευματικὸς κανόνας, νὰ κλαίει ὁ μοναχός, ὅταν κάνει τὴν ἀκολουθία του;»

Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ:

«Ναι, παιδί μου, αὐτὸς εἶναι ὁ κανόνας, ποὺ ἐπιζητεῖ ὁ Θεός.

Βέβαια ὁ Θεὸς δὲν ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο νὰ κλαίει, ἀλλὰ νὰ χαίρεται καὶ νὰ εὐφραίνεται καὶ νὰ τὸν δοξάζει, ὅπως οἱ ἄγγελοι, μὲ τὴν καθαρὴ καὶ ἀναμάρτητη ζωή του.

Ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε στὴν ἁμαρτία καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ κλαίει, ἐνῷ ὅπου δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία, ἐκεῖ δὲν ἔχει θέση τὸ κλάμα».

28. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Παφνούτιος, ὁ μαθητὴς τοῦ ἀββᾶ Μακαρίου, ὅτι εἶπε ὁ Γέροντας:

«Ὅταν ἤμουν μικρὸ παιδί, μαζὶ μὲ ἄλλα παιδιὰ ἔβοσκα μοσχάρια. Κάποια μέρα πῆγαν νὰ κλέψουν σῦκα, καὶ καθὼς ἔτρεχαν, ἔπεσε ἕνα ἀπὸ τὰ σῦκα κι ἐγὼ τὸ πῆρα καὶ τὸ ἔφαγα. Ἀπὸ τότε, ὅποτε τὸ θυμᾶμαι αὐτό, κάθομαι καὶ κλαίω».

29. Διηγήθηκαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Μακάριο τὸν μεγάλο ὅτι περπατώντας κάποια φορὰ στὴν ἔρημο, βρῆκε παραπεταμένο πάνω στὸ χῶμα ἕνα κρανίο νεκροῦ.

Τὸ κούνησε λίγο μὲ τὸ φοινικένιο ραβδὶ τοῦ λέγοντάς του: «Σύ, ποιὸς εἶσαι; Ἀποκρίσου με».

Τὸ κρανίο τοῦ μίλησε καὶ εἶπε:

«Ἐγὼ ἤμουν ἀρχιερέας τῶν εἰδωλολατρῶν ποῦ παρέμειναν σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο, κι ἐσὺ εἶσαι ὁ ἀββᾶς Μακάριος ποὺ ἔχει μέσα σου τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ὅποια ὥρα λοιπὸν σπλαχνίζεσαι αὐτοὺς ποὺ εἶναι στὴν κόλαση, παρηγοροῦνται λίγο».

Τὸν ρωτάει ὁ ἀββᾶς Μακάριος: «Καὶ τί λογῆς παρηγοριὰ ἔχουν;»

Καὶ ἀπαντᾷ τὸ κρανίο: «Ὅση εἶναι ἡ ἀπόσταση μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς, τόση εἶναι ἡ φωτιὰ κάτω ἀπὸ μᾶς. Καθὼς λοιπὸν στεκόμαστε μέσα στὴ φωτιὰ ἀπὸ τὸ κεφάλι ὡς τὰ πόδια, δὲν εἶναι δυνατὸν ὁ ἕνας νὰ δεῖ τὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου, γιατὶ ἡ ράχη τοῦ ἑνὸς εἶναι κολλημένη στὴ ράχη τοῦ ἄλλου. Ὅταν ὅμως προσεύχεσαι γιὰ μᾶς, βλέπει ἐν μέρει ὁ ἕνας τὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου».

Ἔκλαψε τότε ὁ Γέροντας καὶ εἶπε: «Ἀλίμονο στὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν αὐτὴ εἶναι ἡ παρηγοριὰ τῆς κόλασης».

Τὸν ξαναρωτάει ὁ Γέροντας: «Ὑπάρχει ἄλλο χειρότερο βάσανο ἀπ᾿ αὐτό;»

Καὶ λέει τὸ κρανίο: «Τὸ μεγαλύτερο βάσανο εἶναι κάτω ἀπὸ μᾶς».

«Και ποιοὶ εἶναι σ᾿ αὐτό;» ρωτᾷ ὁ Γέροντας.

«Ἐμεῖς -ἀπαντᾶ τὸ κρανίο-ποὺ δὲν γνωρίσαμε τὸν Θεό, βρίσκουμε ἔστω λίγο ἔλεος. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ γνώρισαν τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἀρνήθηκαν καὶ δὲν ἔκαναν τὸ θέλημά του, αὐτοὶ εἶναι ποὺ βρίσκονται κάτω ἀπὸ μᾶς».

Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὰ πῆρε ὁ Γέροντας τὸ κρανίο του, τὸ ἔθαψε στὴ γῆ καὶ συνέχισε τὸν δρόμο του.

30. Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Μωυσῆ:

«Τί νὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος σὲ κάθε πειρασμὸ ποὺ τοῦ ἔρχεται ἢ σὲ κάθε λογισμὸ ποῦ τοῦ ὑποβάλλει ὁ ἐχθρός;»

Ὁ Γέροντας ἀπαντᾷ:

«Ὀφείλει νὰ κλαίει μπροστὰ στὸν ἀγαθότατο Θεό, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει καὶ πολὺ γρήγορα θὰ βρεῖ ἀνάπαυση, ἂν παρακαλεῖ μὲ ἐπίγνωση, γιατὶ εἶναι γραμμένο: Δὲν θὰ φοβηθῶ τί θὰ μοῦ κάνει ἄνθρωπος».

31. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μωυσῆς:

«Ὅσοι νικηθήκαμε ἀπὸ κάποιο σωματικὸ πάθος, ἂς μὴν ἀμελήσουμε νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ πενθήσουμε τοὺς ἑαυτούς μας, προτοῦ μᾶς βρεῖ τὸ πένθος τῆς κρίσεως».

32. Εἶπε πάλι:

«Μὲ τὰ δάκρυα ἀποκτᾷ ὁ ἄνθρωπος τὶς ἀρετὲς καὶ μὲ τὰ δάκρυα ἐπίσης συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες.

Τὴν ὥρα ὅμως ποὺ κλαῖς, μὴν ὑψώσεις τὸν τόνο τοῦ ἀναστεναγμοῦ σου.

Καὶ ἂς μὴ γνωρίζει τὸ ἀριστερό σου χέρι τί κάνει τὸ δεξί. Τὸ ἀριστερὸ βέβαια εἶναι ἡ κενοδοξία».

39. Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:

«Τί νὰ κάνω μὲ τὶς ἁμαρτίες μου;»

Καὶ ἀπαντώντας ὁ Γέροντας τοῦ λέει:

«Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ λυτρωθεῖ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του, μὲ δάκρυα λυτρώνεται ἀπ᾿ αὐτὲς καὶ ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ ἀποκτήσει ἀρετές, μὲ δάκρυα τὶς ἀποκτᾷ.

Γιατὶ τὸ νὰ κλαῖμε εἶναι ἡ ὁδὸς ποὺ μᾶς παρέδωσε ἡ Γραφή, καθὼς καὶ οἱ πατέρες, ποὺ ἔλεγαν: Κλᾶψτε, ἄλλη ὁδὸς δὲν ὑπάρχει παρὰ μόνον αὐτή».

40. Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:

«Τί νὰ κάνω μ᾿ αὐτὲς τὶς ἐσωτερικὲς ἀνησυχίες ποὺ μὲ ταράζουν;»

Τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας:

«Νὰ κλάψουμε μπροστὰ στὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ ἀκούραστα, ἕως ὅτου μᾶς δώσει τὸ ἔλεός του».

41. Ὁ ἀββᾶς Ἰωσὴφ διηγήθηκε ὅτι ὁ ἀββᾶς Ἰσαὰκ εἶπε:

«Κάποτε καθόμουν μαζὶ μὲ τὸν ἀββᾶ Ποιμένα καὶ τὸν εἶδα νὰ πέφτει σὲ ἔκσταση.

Ἐπειδὴ τοῦ εἶχα πολὺ θάρρος, τοῦ ἔβαλα μετάνοια παρακαλώντας τον «πές μου, ποῦ ἤσουν;»

Ἐκεῖνος ἀναγκάσθηκε καὶ εἶπε:

«Ὁ λογισμός μου ἦταν ἐκεῖ στὸν Σταυρὸ τοῦ Σωτῆρος, ὅπου ἔστεκε ἡ ἁγία Μαρία ἡ Θεοτόκος καὶ ἔκλαιγε, καὶ ἐγὼ ἤθελα πάντοτε ἔτσι νὰ κλαίω».

42. Ἕνας ἀδερφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:

«Τί νὰ κάνω;»

Ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ: «Τὴν ὥρα ποὺ ὁ Θεὸς θὰ μᾶς ἐπισκεφθεῖ, γιὰ ποιὸ πρᾶγμα θὰ ἀνησυχήσουμε;»

Τοῦ λέει ὁ ἀδελφός: «Γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας».

Λέει λοιπὸν ὁ Γέροντας:

«Ἂς μποῦμε ἑπομένως στὸ κελί μας καὶ μένοντας ἐκεῖ ἂς θυμόμαστε τὶς ἁμαρτίες μας καὶ τότε ὁ Κύριος θὰ μᾶς βοηθάει σὲ ὅλα».

43. Ὁ μακάριος Ἀθανάσιος, ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ἀλεξάνδρειας, παρακάλεσε τὸν ἀββᾶ Παμβὼ νὰ κατέβει ἀπὸ τὴν ἔρημο στὴν Ἀλεξάνδρεια.

Πραγματικά, κατέβηκε καὶ βλέποντας μία θεατρίνα, γέμισαν δάκρυα τὰ μάτια του.

Ὅταν τὸν ρώτησαν ὅσοι ἦταν κοντά του νὰ μάθουν γιατί ἔκλαψε, εἶπε:

«Δύο πράγματα μοῦ ἔφεραν τὰ δάκρυα, τὸ ἕνα ἡ ἀπώλεια ἐκείνης, καὶ τὸ ἄλλο τὸ ὅτι ἐγὼ δὲν ἔχω τόση φροντίδα νὰ ἀρέσω στὸν Θεό, ὅση ἔχει αὐτή, προκειμένου νὰ ἀρέσει σὲ ἀνήθικους ἀνθρώπους».

44. Ὁ ἀββᾶς Παῦλος εἶπε:

«Μέχρι τὸν λαιμὸ εἶμαι βυθισμένος σὲ βοῦρκο καὶ κλαίω μπροστὰ στὸν Κύριο λέγοντας: Ἐλέησέ με».

46. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Σεραπίωνα, ὅτι ἡ ζωή του ἦταν σὰν ἑνὸς πουλιοῦ.

Δὲν ἀπόκτησε ποτὲ κανένα πρᾶγμα τοῦ κόσμου αὐτοῦ οὔτε ἔμεινε σὲ κελί, ἀλλὰ τυλιγμένος ἕνα σεντόνι καὶ κρατώντας ἕνα μικρὸ Εὐαγγέλιο τριγυρνοῦσε ἔtσι σὰν νὰ μὴν εἶχε σῶμα.

Πολλὲς φορὲς τὸν ἔβρισκαν νὰ κάθεται στὸν δρόμο ἔξω ἀπὸ ἕνα χωριὸ καὶ νὰ κλαίει γοερὰ καὶ τὸν ρωτοῦσαν:

«Γέροντα, γιατί κλαῖς ἔτσι;»

Κι ἐκεῖνος τοὺς ἀπαντοῦσε:

«Ὁ Κύριός μου, μοῦ ἐμπιστεύθηκε τὰ πλούτη του, ἀλλὰ ἐγὼ τὰ ἔχασα, γι᾿ αὐτὸ θέλει νὰ μὲ τιμωρήσει».

Ἐκεῖνοι, σὰν τὸν ἄκουγαν, νόμιζαν ὅτι μιλάει γιὰ χρυσάφι καὶ πολλὲς φορὲς τοῦ ἔριχναν ἕνα κομμάτι ψωμὶ καὶ τοῦ ἔλεγαν:

«Ἀδελφέ, δέξου το αὐτὸ καὶ φάε, ὅσο γιὰ τὰ πλούτη ποὺ ἔχασες, ὁ Θεὸς ἔχει τὴ δύναμη νὰ σοῦ τὰ στείλει».

Καὶ ὁ Γέροντας ἀποκρινόταν: «Ἀμήν».

47. Εἶπε ἡ ἀμμᾶς Συγκλητική:

«Αὐτοὺς ποὺ πρωτοέρχονται στὸν Θεὸ τοὺς περιμένει ἀγῶνας καὶ κόπος πολύς, ὕστερα ὅμως ἀκολουθεῖ χαρὰ ἀνείπωτη. Ὅπως ἀκριβῶς αὐτοὶ ποὺ θέλουν ν᾿ ἀνάψουν φωτιά, στὴν ἀρχὴ καπνίζονται καὶ τὰ μάτια τους δακρύζουν καὶ κατόπιν πετυχαίνουν αὐτὸ ποὺ θέλουν. Καὶ μάλιστα ἡ Γραφὴ λέει, «ὁ Θεός μας εἶναι φωτιὰ ποὺ κατακαίει».

Ἔτσι πρέπει κι ἐμεῖς τὴ θεϊκὴ φωτιὰ νὰ τὴν ἀνάψουμε μέσα μας μὲ δάκρυα καὶ κόπο».

48. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ὑπερέχιος:

«Ὁ μοναχός τη νύκτα τὴν κάνει μέρα ἀγρυπνώντας καὶ ἐπιμένοντας στὴν προσευχή. Ἔτσι κατανύσσοντας τὴν καρδιά του χύνει δάκρυα καὶ ἐπικαλεῖται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἔλεος».

49. Κάποιοι ἀδελφοὶ ἐπισκέφθηκαν τὸν ἀββᾶ Φίλικα, ἔχοντας μαζί τους ἀνθρώπους κοσμικούς, καὶ τὸν παρακάλεσαν νὰ τοὺς πεῖ ἕνα λόγο, ἀλλὰ ὁ Γέροντας σιωποῦσε.

Καθὼς ὅμως τὸν παρακαλοῦσαν πολλὴ ὥρα, τοὺς εἶπε: «Θέλετε ν᾿ ἀκούσετε κάποιο λόγο;»

Τοῦ λένε: «Ναί, ἀββᾶ», καὶ ὁ Γέροντας τοὺς εἶπε:

«Τώρα πιὰ δὲν ὑπάρχει λόγος. Ἄλλοτε, ὅταν ρωτοῦσαν τοὺς Γέροντες οἱ ἀδελφοὶ καὶ ἔκαμναν ὅσα τοὺς ἔλεγαν, ὁ Θεὸς τοὺς φώτιζε πῶς νὰ μιλήσουν. Τώρα ὅμως, ἐπειδὴ ρωτοῦν βέβαια, ἀλλὰ δὲν τηροῦν αὐτὰ ποὺ ἀκοῦν, ὁ Θεὸς πῆρε ἀπὸ τοὺς Γέροντες τὴ χάρη κι ἔτσι δὲν βρίσκουν τί νὰ ποῦν, γιατὶ ἀκριβῶς δὲν ὑπάρχει αὐτὸς ποὺ θὰ τὰ ἐφαρμόσει».

Ὅταν τὰ ἄκουσαν αὐτὰ οἱ ἀδελφοὶ στέναξαν καὶ εἶπαν: «Ἀββᾶ, προσευχήσου γιὰ μᾶς».

55. Διηγήθηκε ἕνας Γέροντας ὅτι κάποιος ἀδελφὸς ἤθελε νὰ φύγει γιὰ νὰ μονάσει, ἀλλὰ τὸν ἐμπόδιζε ἡ ἴδια ἡ μητέρα του.

Αὐτὸς ὅμως δὲν παραιτοῦνταν ἀπὸ τὸν σκοπό του καὶ ἔλεγε: «Θέλω νὰ σώσω τὴν ψυχή μου».

Ἡ μητέρα του ἂν καὶ προσπάθησε πολὺ νὰ τὸν ἐμποδίσει, δὲν τὰ κατάφερε καὶ τελικὰ ὑποχώρησε στὴν ἐπιθυμία του.

Ἔφυγε λοιπόν, ἔγινε καὶ μοναχός, ἀλλὰ ξόδεψε τὴ ζωή του μὲ ἀμέλεια.

Κάποτε πέθανε ἡ μητέρα του καὶ μετὰ ἀπὸ ἕνα χρονικὸ διάστημα συνέβη νὰ ἀρρωστήσει κι αὐτὸς πολὺ βαριὰ καὶ κάποια στιγμὴ ἦρθε σὲ ἔκσταση καὶ ἁρπάχθηκε στὴν κρίση, ἐκεῖ βρῆκε τὴ μητέρα του ἀνάμεσα στοὺς κατάδικους.

Ἐκείνη λοιπόν, μόλις τὸν εἶδε, ἔκπληκτή του λέει: «Τί συμβαίνει, παιδί μου; Καὶ σὺ καταδικάσθηκες να᾿ ρθεῖς στὸν τόπο αὐτό; Καὶ ποῦ πῆγαν τὰ λόγια ποὺ ἔλεγες; Θέλω νὰ σώσω τὴν ψυχή μου;»

Ντροπιάστηκε βέβαια μ᾿ αὐτὰ ποὺ ἄκουσε καὶ στεκόταν καταλυπημένος μὴ μπορώντας νὰ τῆς δώσει καμιὰ ἀπάντηση.

Οἰκονόμησε ὅμως ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς καὶ μετὰ τὸ ὅραμα αὐτὸ ἀνέλαβε ἀπὸ τὴν ἀσθένειά του.

Καὶ ἐπειδὴ σκέφθηκε ὅτι ἀπὸ τὸν Θεὸ τοῦ ἔγινε μία τέτοια ἐπίσκεψη, ἔγινε ἔγκλειστος καὶ φρόντιζε γιὰ τὴ σωτηρία του, μετανοώντας καὶ κλαίοντας γιὰ ὅσα μὲς στὴν ἀμέλειά του ἔκανε πιὸ μπροστά.

Καὶ τόσο μεγάλη ἦταν ἡ κατάνυξή του, ὥστε πολλοὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ ὑποχωρήσει λίγο, μήπως καὶ πάθει κάποια ζημιὰ ἀπὸ τὸ ὑπερβολικὸ κλάμα.

Αὐτὸς ὅμως δὲν παρηγοριόταν μὲ τίποτε καὶ ἔλεγε:

«Ἐὰν δὲν μπόρεσα νὰ ἀντέξω τὸν ἐξευτελισμὸ ἀπὸ τὴ μητέρα μου, πῶς θὰ σηκώσω κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως τὴν αἰσχύνη μπροστὰ στὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους;»

56. Εἶπε κάποιος Γέροντας:

«Ἐὰν ὑπῆρχε περίπτωση, κατὰ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ μετὰ τὴν ἀνάσταση, νὰ ξεψυχήσουν ἀπὸ φόβο οἱ ἄνθρωποι, ὅλος ὁ κόσμος θὰ πέθαινε ἀπὸ τρόμο καὶ ἔκπληξη. Τί θέαμα θὰ εἶναι νὰ βλέπει κανεὶς νὰ ἀνοίγουν οἱ οὐρανοὶ καὶ τὸν Θεὸ νὰ ἐμφανίζεται μὲ ὀργὴ καὶ ἀγανάκτηση καὶ ἀναρίθμητες στρατιὲς ἀγγέλων, καὶ μαζὶ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα! Γι᾿ αὐτὸ ὀφείλουμε νὰ ζοῦμε ἔτσι, ὡσὰν κάθε μέρα νὰ ζητάει ὁ Θεὸς νὰ λογοδοτοῦμε γιὰ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς μας».

57. Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε κάποιον Γέροντα: «Πῶς ἔρχεται ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ στὶς ψυχές;»

Ὁ Γέροντας ἀπάντησε:

«Ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀκτημοσύνη καὶ τὸ νὰ μὴν κρίνει τοὺς ἄλλους, θα ᾿ρθεῖ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ σ᾿ αὐτόν».

58. Ἕνας ἀδελφὸς ἐπισκέφθηκε κάποιον Γέροντα καὶ τὸν ρώτησε:

«Ἀββᾶ, γιὰ ποιὸν λόγο ἡ καρδιά μου εἶναι σκληρὴ καὶ δὲν φοβοῦμαι τὸν Θεό;»

Καὶ τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας:

«Νομίζω πὼς ἂν ἕνας ἄνθρωπος ἔχει παντοτινὸ ἔλεγχο μέσα του, ἀποκτᾷ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ».

Τὸν ξαναρωτᾷ ὁ ἀδελφός: «Καὶ τί εἶναι ὁ ἔλεγχος;»

Καὶ ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας:

«Εἶναι τὸ νὰ ἐλέγχει ὁ ἄνθρωπος σὲ κάθε περίπτωση τὶς κινήσεις τῆς ψυχῆς του λέγοντας στὸν ἑαυτό του:

«Θυμήσου ὅτι κάποια ὥρα θὰ συναντήσεις τὸν Θεό».

Νὰ προσθέτει καὶ αὐτό: «Τί ἔχω ἐγὼ νὰ κάνω μὲ τοὺς ἀνθρώπους;»

Νομίζω πὼς ἂν μείνει κανεὶς σταθερὰ σ᾿ αὐτά, θα ᾿ρθεῖ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ μέσα του».

59. Εἶδε κάποτε ἕνας Γέροντας κάποιον νὰ γελᾷ καὶ τοῦ λέει:

«Πρόκειται νὰ ἀπολογηθοῦμε ἐνώπιον οὐρανοῦ καὶ γῆς γιὰ ὅλη μας τὴ ζωὴ καὶ σὺ γελᾷς;»

60. Εἶπε ἕνας Γέροντας:

«Ὅπως μᾶς συνοδεύει παντοῦ ἡ σκιά μας, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο πρέπει νὰ ἔχουμε μέσα μας τὰ δάκρυα καὶ τὴ συντριβή, ὅπου κι ἂν βρισκόμαστε».

61. Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε ἕναν Γέροντα: «Τί νὰ κάνω;»

Καὶ τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας: «Ὀφείλουμε νὰ χύνουμε δάκρυα πάντοτε. Συνέβη κάποτε κάποιος ἀπὸ τοὺς πατέρες νὰ πεθάνει καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὴ ὥρα ἐπανῆλθε στὸν ἑαυτό του καὶ τὸν ρωτήσαμε:

«Τί εἶδες ἐκεῖ, ἀββᾶ;» Καὶ μᾶς εἶπε τότε κλαίοντας:

«Άκουσα ἐκεῖ ἕναν ἀσταμάτητο θρῆνο ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔλεγαν ἀλίμονό μου, ἀλίμονό μου».

Τὸ ἴδιο καὶ ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ λέμε πάντοτε».

62. Ἀδελφὸς ζήτησε ἀπὸ κάποιον Γέροντα νὰ μάθει λέγοντας:

«Πόσο ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή μου τὰ δάκρυα, καθὼς ἀκούω τοὺς Γέροντες νὰ μιλοῦν γι᾿αὐτά, ἀλλὰ δὲν ἔρχονται καὶ θλίβομαι».

Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε:

«Οι Ἰσραηλῖτες περίμεναν σαράντα χρόνια γιὰ νὰ μποῦν στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Τὰ δάκρυα εἶναι ἡ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, στὴν ὁποία ἐὰν ἐπιστρέψεις, δὲν ἔχεις στὸ ἑξῆς νὰ φοβηθεῖς πόλεμο. Ἔτσι ὁ Θεὸς θέλει νὰ θλίβεται ἡ ψυχή, γιὰ νὰ ἐπιθυμεῖ πάντοτε νὰ μπεῖ στὴ χώρα ἐκείνη».

64. Δυὸ σαρκικοὶ ἀδελφοὶ ἀπαρνήθηκαν τὸν κόσμο καὶ πῆγαν στὸ ὄρος τῆς Νιτρίας, ὅπου καὶ ὑποτάχτηκαν σ᾿ ἕναν πνευματικὸ πατέρα.

Ὁ Θεὸς ἔδωσε καὶ στοὺς δυὸ τὸ χάρισμα τῶν δακρύων καὶ τῆς κατανύξεως. Μιὰ φορὰ λοιπὸν ὁ Γέροντας σὲ ὅραμα βλέπει τοὺς δυὸ ἀδελφοὺς νὰ στέκονται καὶ νὰ προσεύχονται κρατώντας στὰ χέρια φύλλα χαρτιοῦ γραμμένα καὶ νὰ τὰ βρέχουν μὲ τὰ δάκρυά τους.

Τοῦ ἑνὸς τὰ γράμματα σβήνονταν εὔκολα, ἐνῷ τοῦ ἄλλου ὕστερα ἀπὸ κόπο, γιατὶ φαίνονταν σὰν νὰ ἦταν γραμμένα μὲ ἔγκαυστη μελάνη.

Ὁ Γέροντας παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ τοῦ δοθεῖ ἐξήγηση γιὰ τὸ ὅραμα.

Πραγματικὰ τοῦ παρουσιάστηκε ἕνας ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ λέει:

«Τα γράμματα στὰ χαρτιὰ εἶναι τὰ ἁμαρτήματά τους. Ὁ ἕνας με φυσικὸ τρόπο ἁμάρτησε καὶ γι᾿ αὐτὸ εὔκολα διαλύονται τὰ σφάλματά του. Ὁ ἄλλος μολύνθηκε μὲ ἀκάθαρτα καὶ βρωμερὰ παρὰ φύσιν ἁμαρτήματα καὶ γι᾿ αὐτὸ χρειάζεται νὰ καταβάλει περισσότερο κόπο γιὰ μετάνοια καὶ πολλὴ ταπείνωση».

Ἀπὸ τὸ ὅραμα καὶ ὕστερα ἔλεγε ὁ Γέροντας στὸν ἀδελφό:

«Κόπιασε, ἀδελφέ, γιατὶ τὰ γράμματα εἶναι ἐγκαυστὰ καὶ μὲ κόπο ἐξαλείφονται», ἀλλὰ δὲν τοῦ φανέρωσε τὸ πρᾶγμα μέχρι τὸν θάνατό του, γιὰ νὰ μὴν τοῦ κόψει τὴν προθυμία.

Ὡστόσο ὅλο καὶ περισσότερο τοῦ ἔλεγε: «Κόπιασε, ἀδελφέ, γιατὶ μὲ κόπο σβήνουν».

66. Ἕνας ἀδελφὸς προχωρημένος στὴν πνευματικὴ ζωή, τὴν ὥρα ποὺ ἔκαμνε τὸν κανόνα του μαζὶ μὲ τὸν δικό του ἀδελφό, τοῦ ἦταν ἀδύνατο νὰ συγκρατήσει τὰ δάκρυά του καὶ σταματοῦσε νὰ λέει τὸν ψαλμό. Μιὰ φορὰ ὁ ἀδελφὸς τὸν παρακάλεσε νὰ τοῦ πεῖ τί σκέφτεται τὴν ὥρα τοῦ κανόνα καὶ κλαίει τόσο πικρά.

Αὐτὸς τοῦ εἶπε: «Συγχώρησέ με, ἀδελφέ. Ἐγὼ πάντοτε ὅταν κάνω τὸν κανόνα μου, βλέπω τὸν κριτῆ κι ἐμένα τὸν ἴδιο νὰ στέκομαι μπροστά του σὰν κατάδικος καὶ νὰ ἀνακρίνομαι καὶ νὰ μοῦ λέει: «Γιατί ἁμάρτησες;» Λοιπόν, ἐπειδὴ δὲν ἔχω τί νὰ ἀπολογηθῶ, μοῦ κλείνεται τὸ στόμα καὶ γι᾿ αὐτὸ χάνω τὸν στίχο τοῦ ψαλμοῦ. Συγχώρησέ με ὅμως, ποὺ σὲ θλίβω. Κι ἂν σὲ ἀναπαύει, ἂς κάνει ὁ καθένας μας χωριστὰ ἀπὸ τὸν ἄλλον τὸν κανόνα του».

Τοῦ λέει ὁ ἀδελφός: «Ὄχι, πάτερ, γιατὶ κι ἂν ἀκόμη ἐγὼ δὲν ἔχω πένθος, ἀλλ᾿ ὅμως, ὅταν σὲ βλέπω, κακίζω τὸν ἑαυτό μου».

Κι ὁ Θεὸς εἶδε τὴν ταπείνωσή του καὶ χάρισε καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸ πένθος τοῦ ἀδελφοῦ του.

67. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς πῆγε σὲ κάποιον Γέροντα ποὺ κατοικοῦσε στὸ ὄρος Σινᾶ καὶ τὸν παρακάλεσε:

«Πάτερ, πές μου πῶς πρέπει νὰ προσεύχομαι, γιατὶ πολὺ ἐξόργισα τὸν Θεό».

Κι ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Παιδί μου, ἐγὼ ὅταν προσεύχομαι, ἔτσι λέω:

Κύριε, ἀξίωσέ με νὰ σὲ ὑπηρετήσω, ὅπως ὑπηρέτησα τὸν Σατανᾶ, κι ἀξίωσέ με νὰ σὲ ἀγαπήσω, ὅπως ἀγάπησα τὴν ἁμαρτία».

68. Εἶπε πάλι: «Καλὸ εἶναι ὁ ἄνθρωπος νὰ ἁπλώνει τὰ χέρια του πρὸς τὸν οὐρανὸ γιὰ προσευχὴ καὶ νὰ παρακαλάει τὸν Θεό, νὰ περάσει ἤρεμα ἡ ψυχὴ κατὰ τὴν ἔξοδό της μέσα ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς ποὺ ἐπιχειροῦν νὰ τὴν ἐμποδίσουν στὸν ἀέρα».

75. Ἕνας Γέροντας εἶπε:

«Σὲ ᾿κεῖνον ποὺ μετανοεῖ ἁρμόζει νὰ κάνει αὐτά:

76. Ἕνας Γέροντας εἶπε:

«Ὅπως κάθε ἁμαρτία, ποὺ θὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος, εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα, ἐνῷ αὐτὸς ποὺ πορνεύει ἁμαρτάνει στὸ σῶμα του, γιατὶ ἀπ᾿ αὐτὸ ἔρχεται τὸ μόλυσμα, ἔτσι κάθε ἐργασία ποὺ θὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ χύνει δάκρυα καθαρίζει τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα. Γιατὶ τὸ δάκρυ καθὼς κατεβαίνει ἀπὸ πάνω, ξεπλένει καὶ ἁγιάζει ὅλο τὸ σῶμα».

80. Εἶπε πάλι:

«Τὸ νὰ μιλάει κανεὶς γιὰ τὴν πίστη καὶ νὰ διαβάζει τὰ δόγματα εἶναι πράγματα ποὺ ξηραίνουν τὴν κατάνυξη τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἐξαφανίζουν, ἐνῷ οἱ βίοι καὶ οἱ λόγοι τῶν Γερόντων δίνουν φῶς στὴν ψυχή».

81. Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε κάποιον Γέροντα:

«Γιὰ ποιὸν λόγο ἡ ψυχή μου ἀγαπᾷ τὴν ἀκαθαρσία;»

Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε: «Ἡ ψυχὴ θέλει τὰ πάθη, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ εἶναι ποὺ τὴ συγκρατεῖ. Πρέπει νὰ χύνουμε δάκρυα γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ τὶς ἀκάθαρτες διαθέσεις μας. Εἶδες τὴ Μαρία, ὅταν ἔσκυψε στὸ μνῆμα καὶ ἔκλαιε, πῶς τῆς μίλησε ὁ Κύριος; Τὸ ἴδιο θὰ συμβεῖ καὶ μὲ τὴν ψυχή».

82. Ἕνας Γέροντας εἶπε:

«Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ κάθεται στὸ κελί του καὶ μελετάει τοὺς ψαλμούς, μοιάζει μὲ ἄνθρωπο ποὺ ζητάει τὸν βασιλιά.

Ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ θρηνώντας ζητάει κάτι, κρατάει τὰ πόδια τοῦ βασιλιά, παρακαλώντας νὰ βρεῖ ἔλεος ἀπὸ μέρους του, ὅπως εἶχε κάνει ἡ πόρνη».

83. Εἶπε ἕνας Γέροντας:

«Λίγο-λίγο συνήθισε τὴν καρδιά σου νὰ λέει γιὰ τὸν καθέναν ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς:

«Στ᾿ ἀλήθεια, αὐτὸς εἶναι πιὸ προχωρημένος ἀπὸ μένα στὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ».

Καὶ πάλι: «Αὐτὸς εἶναι καλύτερος ἀπὸ μένα».

Καὶ ἔτσι σιγὰ-σιγὰ θὰ φθάσεις στὸ σημεῖο νὰ βάζεις τὸν ἑαυτό σου κάτω ἀπὸ ὅλους, καὶ θὰ κατοικήσει μέσα σου τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.

Ἐνῷ, ἂν περιφρονήσεις ἕναν ἄνθρωπο, φεύγει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀπὸ σένα καὶ παραδίνεις τὸν ἑαυτό σου σὲ σαρκικοὺς μολυσμοὺς καὶ σοῦ σκληρύνεται ἡ καρδιὰ καὶ δὲν θὰ ὑπάρχει καμιὰ κατάνυξη μέσα σου».

85. Εἶπε πάλι:

«Ἀλίμονό σου, ψυχή, γιατὶ συνήθισες μόνο νὰ ζητᾷς τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὸν ἀκοῦς καὶ τίποτε νὰ μὴν κάνεις ἀπὸ ὅσα ἀκοῦς.

Ἀλίμονό σου, σῶμα, γιατὶ ξέρεις αὐτὰ ποὺ σὲ μολύνουν καὶ πάντοτε αὐτὰ ζητᾷς, τὸν χορτασμὸ καὶ τὴν ἀπόλαυση.

Ἀλίμονο στὸν νεώτερο ποὺ γεμίζει τὴν κοιλιά του καὶ δίνει ἐμπιστοσύνη στὸ θέλημά του, γιατὶ ἔτσι εἶναι μάταιη ἡ ἀπάρνηση τοῦ κόσμου ποὺ ἔκανε».

87. Κάποιος Γέροντας ζοῦσε μόνος στὴ μονὴ τῶν Μονιδίων καὶ ἡ παντοτινή του προσευχὴ ἦταν ἡ ἑξῆς:

«Κύριε, δὲν ἔχω τὸν φόβο σου μέσα μου, γι᾿ αὐτὸ στεῖλε μου κάποιον κεραυνὸ ἢ κάποια ἄλλη δύσκολη περίσταση, ἢ ἀρρώστια ἢ δαίμονα, μήπως ἔστω καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο φοβηθεῖ ἡ πωρωμένη μου ψυχή».

Αὐτὰ ἔλεγε καὶ συνέχιζε νὰ παρακαλεῖ τὸν Θεό.

«Ξέρω ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ μὲ συγχωρήσεις. Γιατὶ ἁμάρτησα πολὺ σὲ σένα, Δέσποτα, ἀλλ᾿ ἂν εἶναι δυνατὸν λόγῳ τῆς εὐσπλαχνίας σου, συγχώρεσέ με. Ἂν ὅμως αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει, τιμώρησέ με ἐδῶ στὴ γῆ, Δέσποτα, καὶ ἐκεῖ μὴ μὲ παιδεύσεις, ἀλλ᾿ ἐὰν καὶ αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο, τιμώρησέ με ἐδῶ κατὰ ἕνα μέρος καὶ ἐκεῖ ἀνακούφισέ με, ἔστω καὶ λίγο, ἀπὸ τὴν τιμωρία τῆς κόλασης. Ἄρχισε ἀπὸ τώρα νὰ μὲ παιδεύεις, ἀλλὰ ἂς μὴν περιπέσω στὴν ὀργή σου, Δέσποτα».

Μ᾿ αὐτὴ τὴν ἐπιμονὴ ἕνα ὁλόκληρο χρόνο μὲ ἀσταμάτητα δάκρυα, μὲ πολλὴ ταπείνωση στοὺς λογισμούς του καὶ μὲ νηστεῖες παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ καὶ σκεπτόταν:

«Άραγε τί νὰ σημαίνει ὁ λόγος ποὺ εἶπε ὁ Χριστός: Μακάριοι οἱ πενθοῦντες ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται;»

Καὶ κάποια ἡμέρα ἐνῷ καθόταν κατὰ γῆς θλιμμένος καὶ θρηνοῦσε κατὰ τὴ συνήθειά του, νύσταξε, καὶ νά, τοῦ παρουσιάσθηκε ὁ Χριστὸς μὲ ἱλαρὸ πρόσωπο καὶ μὲ γλυκιὰ φωνὴ τοῦ εἶπε:

«Τί ἔχεις, ἄνθρωπε, γιατί τόσο κλαῖς;»

Τοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος: «Ἐπειδὴ ἔπεσα, Κύριε».

Καὶ ὁ Ἰησοῦς ποὺ τοῦ ἐμφανίσθηκε τοῦ λέει: «Σήκω ἐπάνω».

Ἀποκρίθηκε τότε ὁ πεσμένος στὴ γῆ: «Δὲν μπορῶ, ἂν δὲν μοῦ δώσεις τὸ χέρι σου».

Καὶ ἅπλωσε Ἐκεῖνος τὸ χέρι του καὶ τὸν σήκωσε καὶ τοῦ λέει πάλι μὲ καλοσύνη:

«Γιατί κλαῖς, ἄνθρωπέ μου, γιατί τόσο λυπᾶσαι;»

«Και δὲν θέλεις, Κύριε, -ρωτᾷ ὁ ἀδελφός-νὰ κλάψω καὶ νὰ λυπηθῶ ποὺ τόσο σὲ πίκρανα;»

Τότε ὁ Κύριος ἅπλωσε τὸ χέρι του πάνω στὸ κεφάλι τοῦ ἀδελφοῦ, τὸ ἀγκάλιασε καὶ τοῦ λέει:

«Μη θλίβεσαι, ὁ Θεὸς θὰ εἶναι βοηθός σου ἀπὸ δῶ καὶ πέρα. Ἐπειδὴ ἐσὺ πόνεσες, δὲν θὰ στρέφεται πιὰ ἡ λύπη μου ἐναντίον σου. Ἐφόσον γιὰ σένα ἔχω χύσει τὸ αἷμα μου, δὲν θὰ δείξω πολὺ περισσότερο τὴ φιλανθρωπία μου καὶ σὲ σένα καὶ σὲ κάθε ψυχὴ ποὺ μετανοεῖ;»

Ὁ ἀδελφὸς συνῆλθε κατόπιν ἀπὸ τὴν ὀπτασία καὶ ἔνιωσε τὴν καρδιά του πλημμυρισμένη ἀπὸ χαρά, γιατὶ βεβαιώθηκε ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἐλέησε καὶ ἔζησε σ᾿ ὅλη του τὴ ζωὴ μὲ πολλὴ ταπείνωση εὐχαριστώντας τὸν Θεό.

90. Κάποιος Γέροντας, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νύχτας, μὴ γνωρίζοντας ὅτι ὁ μαθητής του ἄκουε, θρηνοῦσε πικρὰ μὲ ὀλολυγμούς.

Τὰ δόντια του ἔτριζαν κι ἔπεφταν ἄφθονα τὰ δάκρυά του.

Καὶ ὅταν τὸν παρακάλεσε ὁ μαθητής του νὰ τοῦ πεῖ τί τοῦ συμβαίνει, εἶπε:

«Ἦρθα σὲ κατάνυξη καὶ εἶδα τὶς ψυχὲς τῶν ἁμαρτωλῶν στὸν Ἅδη σὲ ποιὰ θλίψη εἶναι καὶ δὲν μπορῶ ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη νὰ παρηγορηθῶ».

93. Κάποιος εἶδε ἕνα νέο μοναχὸ νὰ γελάει καὶ τοῦ εἶπε: «Μὴ γελᾷς, ἀδελφέ, γιατὶ διώχνεις τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ ἀπ᾿ τὴν ψυχή σου».

103. Εἶπε πάλι:

«Ἐὰν περιπέσεις σὲ ἁμάρτημα καὶ μετὰ ἀποκαταστήσεις τὶς σχέσεις σου μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἀρχίσεις τὴ ζωὴ τοῦ πένθους καὶ τῆς μετάνοιας, πρόσεξε μὴν παύσεις νὰ πονᾷς καὶ νὰ στενάζεις ἐνώπιον τοῦ Κυρίου ὡς τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου σου, γιατὶ ὑπάρχει κίνδυνος νὰ ξαναπέσεις γρήγορα στὸν ἴδιο βόθρο.

Ἡ κατὰ Θεὸν λύπη εἶναι χαλινάρι τῆς ψυχῆς, ποὺ τὴ συγκρατεῖ γιὰ νὰ μὴν ξαναπέσει».

108. Κάποιος Γέροντας ποὺ ἔμενε στὸ κελί του ὁλομόναχος, ἔκανε ἑξήντα χρόνια μοναχὸς χωρὶς νὰ σταματήσει ποτὲ νὰ κλαίει.

Καὶ ἔλεγε πάντα: «Τὸν χρόνο τῆς ζωῆς μας τὸν ἔχει δώσει ὁ Θεὸς γιὰ μετάνοια καὶ πολὺ θὰ τὸν ἀναζητήσουμε κάποτε».

110. Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε ἕναν Γέροντα:

«Τί νὰ κάνω, ἀββᾶ, πού, ὅταν δῶ κάποιον νὰ ἁμαρτάνει, τὸν κατακρίνω, καὶ ὅταν ἀκούσω γιὰ ἕναν ἀδελφὸ πὼς εἶναι ἀμελής, τὸν μισῶ καὶ θὰ χάσω ἔτσι τὴν ψυχή μου;»

Καὶ εἶπε ὁ Γέροντας:

«Ὅταν ἀκούσεις κάτι τέτοιο, ἀπομακρύνσου ἀμέσως ἀπ᾿ τὸν λογισμὸ αὐτὸ κάνοντας ἕνα ἅλμα καὶ σπεῦσε νὰ θυμηθεῖς τὴ φοβερὴ ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ἀναλογίσου δίπλα σου τὸ φρικτὸ βῆμα, τὸν ἀδέκαστο δικαστῆ, τοὺς πύρινους ποταμούς, ποὺ ρέουν μπροστὰ σ᾿ ἐκεῖνο τὸ βῆμα κοχλάζοντας μέσα στὴ φοβερὴ φλόγα, τὶς ἀκονισμένες ρομφαῖες, τὶς σκληρὲς τιμωρίες, τὴν κόλαση ποὺ δὲν ἔχει τέλος, τὴ νύχτα τὴν ἄφεγγη, τὸ σκοτάδι τὸ ἐξώτερο, τὸ φαρμακερὸ φίδι, τὰ ἄλυτα δεσμά, τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν καὶ τὸν ὀδυρμὸ ποὺ δὲν ἔχει παρηγοριά. Αὐτὰ λοιπὸν νὰ σκέπτεσαι, τὴν ἀναπόφευκτη δηλαδὴ πανωλεθρία.

Κι ἐκεῖνος ὁ δικαστῆς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ κατηγόρους οὔτε ἀπὸ μάρτυρες οὔτε ἀπὸ ἀποδείξεις οὔτε ἀπὸ ἔλεγχο. Ἀλλὰ ἀνάλογα μὲ τὰ πεπραγμένα θὰ παρουσιασθεῖ μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ κάθε ἐνόχου. Τότε κανεὶς δὲν θὰ βρεθεῖ νὰ βγεῖ καὶ νὰ μᾶς γλιτώσει ἀπὸ τὴν τιμωρία, οὔτε πατέρας οὔτε γιὸς οὔτε μητέρα μήτε θυγατέρα μήτε κανεὶς ἄλλος συγγενής, οὔτε γείτονας οὔτε φίλος οὔτε συνήγορος. Μήτε μπορεῖ τὴν ἐνοχὴ νὰ τὴν ἐξαγοράσει τὸ χρῆμα, ὁ περίσσιος πλοῦτος ἢ ἡ δύναμη. Ὅλα αὐτὰ σὰν νά ᾿ταν σκόνη θὰ ἐξαφανισθοῦν ἀπ᾿ τὴ μέση, καὶ μόνος ὁ κρινόμενος θὰ πάρεις τὶς ἀπολαβές του γιὰ ὅσα ἔπραξε, ἢ τὴν ἀθωωτικὴ ἀπόφαση ἢ τὴν καταδικαστική. Τότε κανεὶς ἄλλος δὲν θὰ μπορεῖ νὰ κριθεῖ γιὰ χάρη ἄλλου. Ὁ καθένας θὰ κριθεῖ χωριστὰ γιὰ ὅσα διέπραξε.

Γνωρίζοντας αὐτὲς τὶς ἀλήθειες μὴν κατακρίνεις κανέναν καὶ θὰ εἶσαι πάντα εἰρηνικός».


ΤΟΜΟΣ Β´

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ´

Περὶ ἐγκρατείας… καὶ ὄχι μόνο στὴν τροφή, ἀλλὰ καὶ στὶς ὑπόλοιπες κινήσεις τῆς ψυχῆς

1. Κάποιοι ἀδελφοὶ ἀπὸ τὴ σκήτη ξεκίνησαν νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο. Μπῆκαν λοιπὸν σ᾿ ἕνα καράβι γιὰ νὰ πᾶνε καὶ σ᾿ αὐτὸ βρῆκαν ἕναν ἄλλο Γέροντα, ποὺ ἤθελε κι αὐτὸς νὰ πάει ἐκεῖ. Δὲν τὸν γνώριζαν ὅμως αὐτὸν οἱ ἀδελφοί. Καθισμένοι λοιπὸν μέσα στὸ καράβι ἀνέφεραν μεταξύ τους ἀποφθέγματα Πατέρων ἢ ρητὰ ἀπὸ τὴ Γραφὴ καὶ ἀπὸ ἀνάμεσα γιὰ τὸ ἐργόχειρό τους. Ὁ Γέροντας ἔμενε ἐντελῶς σιωπηλός. Σὰν βγῆκαν στὸ λιμάνι, παρατήρησαν ὅτι καὶ ὁ Γέροντας πήγαινε πρὸς τὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο.

Κι ὅταν ἔφτασαν ἐκεῖ τοὺς εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος: «Καλὴ συνοδεία βρήκατε τὸν Γέροντα αὐτόν». Καὶ στὸν Γέροντα εἶπε: «Καλοὺς ἀδελφοὺς εἶχες μαζί σου, ἀββᾶ». Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ: «Καλοὶ βέβαια εἶναι, ἀλλὰ ἡ αὐλή τους δὲν ἔχει πόρτα, καὶ ὅποιος θέλει μπαίνει στὸν στάβλο καὶ λύνει τὸ γαϊδούρι».

Καὶ αὐτὸ τὸ εἶπε, γιατὶ ὅ,τι ἐρχόταν στὸ στόμα τους, τὸ ἔλεγαν.

8. Ὁ ἴδιος βάδιζε κάποτε μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του, καὶ ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς βρῆκε πάνω στὸν δρόμο ἕνα μικρὸ ἀρακὰ χλωρὸ καὶ λέει στὸν Γέροντα:

«Πάτερ, μοῦ ἐπιτρέπεις νὰ τὸ πάρω αὐτό;»

Τὸν κοίταξε μὲ ἀπορία ὁ Γέροντας καὶ τοῦ λέει: «Ἐσὺ τὸ ἔβαλες ἐκεῖ;»

«Ὄχι» ἀπαντᾷ ὁ ἀδελφός.

«Και πῶς λοιπὸν θέλεις νὰ πάρεις -τοῦ λέει ὁ Γέροντας- αὐτὸ ποὺ δὲν τὸ ἔβαλες ἐσύ;»

20. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἑλλάδιο ὅτι ἔτρωγε ψωμὶ καὶ ἁλάτι. Ὅταν ἔφτανε τὸ Πάσχα ἔλεγε στὸν ἑαυτό του: «Οἱ ἀδελφοὶ τρῶνε ψωμὶ καὶ ἁλάτι. Ἐγὼ ὅμως ὀφείλω νὰ κάνω λίγο κόπο γιὰ τὸ Πάσχα καὶ ἐπειδὴ τὶς ἄλλες μέρες τρώγω καθιστός, τώρα ποὺ εἶναι Πάσχα θὰ κάνω τὸν κόπο νὰ τρώγω ὄρθιος».

21. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἑλλάδιο ὅτι ἔμεινε εἴκοσι χρόνια στὰ Κελλία καὶ δὲν σήκωσε ποτὲ τὰ μάτια του νὰ δεῖ τὴ στέγη τῆς ἐκκλησίας.

22. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ζήνωνα ὅτι βαδίζοντας κάποτε στὴν Παλαιστίνη κουράστηκε καὶ ἔκατσε νὰ φάει κοντὰ σ᾿ ἕναν κῆπο μὲ ἀγγουριές.

Καὶ τοῦ λέει ὁ λογισμός του: «Πάρε ἕνα ἀγγουράκι καὶ φᾶγε, δὲν εἶναι τίποτε αὐτό».

Κι αὐτὸς ἀπάντησε στὸν λογισμό του: «Οἱ κλέφτες πᾶνε στὴν κόλαση».

Σηκώθηκε λοιπὸν καὶ στάθηκε μέσα στὸν καύσωνα πέντε μέρες. Καὶ ἀφοῦ τσιγαρίσθηκε, εἶπε: «Δὲν μπορῶ νὰ ἀντέξω τὴν κόλαση».

Λέγει τότε στὸν λογισμό του: «Ἂν δὲν μπορεῖς, μὴν κλέβεις γιὰ νὰ τρῶς».

23. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας:

«Τη σιωπὴ νὰ τὴν ἀγαπᾷς περισσότερο ἀπὸ τὸ λόγο. Γιατὶ ἡ σιωπὴ φέρνει θησαυρό, ἐνῷ ἡ ὁμιλία τὸν διασκορπίζει».

29. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβός:

«Ἐὰν ἕνας βασιλιὰς θελήσει νὰ καταλάβει μία ἐχθρικὴ πόλη, πρῶτα δεσμεύει τὸ νερὸ καὶ τὴν τροφή. Καὶ ἔτσι οἱ ἐχθροὶ κινδυνεύοντας νὰ πεθάνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα ὑποτάσσονται σ᾿ αὐτόν. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὰ σαρκικὰ πάθη. Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ζήσει μὲ νηστεία καὶ πεῖνα, οἱ ἐχθροὶ ποὺ εἶναι στὴν ψυχή του χάνουν τὴ δύναμη τους».

33. Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ἰσίδωρο, τὸν πρεσβύτερο τῆς Σκήτης: «Γιατί οἱ δαίμονες σὲ φοβοῦνται τόσο πολύ;»

Καὶ τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας: «Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἔγινα μοναχὸς προσπαθῶ νὰ μὴν ἐπιτρέπω τὴν ὀργὴ νὰ ἀνέβει στὸ στόμα μου».

37. Κάποιος ἀπὸ τοὺς Γέροντες πῆγε στὸν συνασκητή του γιὰ νὰ πᾶν νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸν ἀββᾶ Ἰωσήφ.

Τοῦ λέει λοιπόν: «Πὲς στὸν μαθητή σου νὰ μᾶς στρώσει τὸ γαϊδουράκι».

Καὶ τοῦ ἀποκρίνεται ἐκεῖνος: «Φώναξέ τον καὶ ὅ,τι θέλεις θὰ στὸ κάνει».

Τὸν ρωτᾷ «πῶς ὀνομάζεται» καὶ ἀπαντᾷ ὁ ἄλλος «δὲν γνωρίζω».

Πόσον καιρὸ εἶναι μαζί σου -λέει ὁ Γέροντας- καὶ δὲν ξέρεις τὸ ὄνομά του;»

«Δυὸ χρόνια» τοῦ ἀπαντᾷ.

«Ἂν ἐσὺ δυὸ χρόνια δὲν γνωρίζεις τὸ ὄνομα τοῦ μαθητῆ σου -λέει ὁ ἐπισκέπτης Γέροντας- ἐγὼ τί χρειάζεται νὰ τὸ μάθω σὲ μία μέρα;»

45. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μακάριος:

«Ἐὰν ἐπιπλήττοντας κάποιον, αἰσθανθεῖς μέσα σου νὰ κινεῖται ὀργή, ἱκανοποιεῖς δικό σου πάθος. Καὶ δὲν σὲ ὑποχρεώνει κανεὶς νὰ χάσεις τὸν ἑαυτό σου, γιὰ νὰ σώσεις ἄλλους».

46. Προσφέρθηκαν κάποτε στὸν ἀββᾶ Μακάριο σταφύλια ποὺ ἐπιθυμοῦσε νὰ τὰ φάει. Ἀπὸ ἐγκράτεια ὅμως τὰ ἔστειλε σὲ ἕναν ἀδελφὸ ἄρρωστο ποὺ κι αὐτὸς εἶχε τὴν ἐπιθυμία νὰ φάει σταφύλια. Αὐτὸς τὰ πῆρε, ἔδειξε μάλιστα πάρα πολὺ χαρούμενος, γιατὶ ἤθελε νὰ κρύψει τὴν ἐγκράτειά του, καὶ κατόπιν τὰ ἔστειλε σὲ ἄλλον ἀδελφὸ μὲ τὴ δικαιολογία ὅτι δὲν ἔχει ὄρεξη γιὰ ὁτιδήποτε φαγώσιμο. Τὰ πῆρε κι ἐκεῖνος καὶ ἔκανε τὸ ἴδιο, ἂν καὶ εἶχε μεγάλη ἐπιθυμία νὰ τὰ γευθεῖ. Καθὼς λοιπὸν σὲ πολλοὺς ἀδελφοὺς πῆγαν τὰ σταφύλια καὶ κανεὶς δὲν θέλησε νὰ τὰ φάει, ὁ τελευταῖος ἐπίσης ἀδελφὸς δὲν τὰ ἔφαγε καὶ τὰ ἔστειλε στὸν ἀββᾶ Μακάριο πιστεύοντας ὅτι τοῦ προσφέρει σπουδαῖο δῶρο. Ὁ Μακάριος ὅμως τὰ ἀναγνώρισε καὶ ἀφοῦ ἐρεύνησε τί ἀκριβῶς συνέβη, θαύμασε καὶ εὐχαρίστησε τὸ Θεὸ γιὰ τὴν τόσο μεγάλη ἐγκράτεια τῶν ἀδελφῶν.

54. Εἶπε πάλι:

«Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος θὰ θυμᾶται τὸ ρητὸ τῆς Γραφῆς ὅτι τὰ λόγια σου θὰ σὲ δικαιώσουν καὶ τὰ λόγια σου θὰ σὲ καταδικάσουν, θὰ προτιμάει μᾶλλον νὰ σιωπᾶ».

55. Εἶπε ἀκόμη ὁ Γέροντας ὅτι ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Παμβὼ ἐὰν εἶναι καλὸ νὰ ἐπαινοῦμε τὸν πλησίον.

Καὶ τοῦ ἀπάντησε: «Καλύτερη εἶναι ἡ σιωπή».

84. Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Τιθόη:

«Πῶς νὰ περιφρουρήσω τὴν καρδιά μου;»

Κι ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Πῶς νὰ φυλάξουμε τὴν καρδιά μας, ὅταν εἶναι ἀνοικτὲς ἡ γλῶσσα μας καὶ ἡ κοιλιά μας;»

87. Εἶπε πάλι:

«Ἐκεῖνος ποὺ δὲν κυριαρχεῖ στὴ γλῶσσα του σὲ ὥρα ὀργῆς, αὐτὸς οὔτε στὰ πάθη του θὰ κυριαρχήσει ποτέ».

88. Εἶπε ἀκόμη:

«Προτιμότερο εἶναι νὰ τρώει κανεὶς κρέας καὶ νὰ πίνει κρασί, παρὰ νὰ τρώει τὶς σάρκες τῶν ἀδελφῶν του μὲ τὴν καταλαλιά».

104. Βγῆκε ἔξω κάποια φορὰ ὁ Γέροντας τὴ νύκτα καὶ μὲ βρῆκε νὰ κοιμᾶμαι στὴν αὐλὴ τοῦ κελιοῦ.

Καὶ ἄρχισε ὁ Γέροντας νὰ μὲ θρηνεῖ καὶ ἔλεγε κλαίοντας:

«Ἄραγε ποὺ βρίσκεται ὁ λογισμός του καὶ κοιμᾶται τόσο ἀμέριμνα;»

106. Κάποιος ἀπὸ τοὺς Γέροντες ἐπισκέφθηκε ἄλλον Γέροντα, ὁ ὁποῖος εἶπε στὸν μαθητή του:

«Κάνε μας λίγη φακή». Καὶ ἔκανε. «Μούσκεψε καὶ ψωμὶ» καὶ μούσκεψε.

Καὶ παρέμειναν μιλώντας γιὰ πνευματικὰ θέματα ὡς τὴν ἕκτη ὥρα τῆς ἄλλης μέρας.

Καὶ λέει στὸν μαθητή του πάλι:

«Κάνε μας λίγη φακή, παιδί μου».

Καὶ τοῦ ἀπαντᾷ ὁ μαθητής: «Ἀπὸ χθὲς τὴν ἔκανα».

Καὶ τότε σηκώθηκαν καὶ ἔφαγαν.

107. Ἀρρώστησε κάποιος ἀπὸ τοὺς Γέροντες καὶ ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ δεχθεῖ τροφή, τὸν παρακαλοῦσε πολλὲς μέρες ὁ μαθητής του νὰ τοῦ κάνει λίγο κουρκούτι ἀπὸ σιμιγδάλι. Πράγματι πῆγε, τὸ ἔκανε καὶ τοῦ τὸ ἔφερε νὰ φάει. Ἀλλὰ ὑπῆρχε ἐκεῖ κρεμασμένο ἕνα ἀγγεῖο μὲ λίγο μέλι μέσα καὶ ἕνα ἄλλο μὲ λίγο λάδι ἀπὸ λινόσπορο, μύριζε μάλιστα αὐτό, γιατὶ ἦταν ἀπὸ πολὺ καιρὸ καὶ προοριζόταν γιὰ τὸ λυχνάρι. Καὶ ὁ ἀδελφὸς κατὰ λάθος ἔβαλε στὸ φαγητὸ τοῦ Γέροντα ἀπ᾿ αὐτὸ ἀντὶ γιὰ μέλι.

Ὁ Γέροντας ὅταν τὸ δοκίμασε, δὲν ἔβγαλε μιλιὰ ἀλλὰ ἔφαγε σιωπηλός. Ὁ ἀδελφὸς ἐπέμεινε νὰ πάρει καὶ δεύτερη φορὰ καὶ ὁ Γέροντας βιάζοντας τὸν ἑαυτό του ἔφαγε.

Τοῦ δίνει καὶ τρίτη φορὰ, ἀλλὰ δὲν θέλησε νὰ φάγει λέγοντας: «Ἀλήθεια, παιδί μου, δὲν μπορῶ».

Κι ὁ ἀδελφὸς γιὰ νὰ τοῦ κάνει τὴ διάθεση, τοῦ λέει: «Ὡραῖο εἶναι, ἀββᾶ μου, νά, κι ἐγὼ θὰ φάω μαζὶ σου».

Μόλις ὅμως τὸ δοκίμασε καὶ ἀντιλήφθηκε τί ἔκανε, ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ λέγοντας:

«Ἀλίμονό μου, ἀββᾶ, σὲ σκότωσα, καὶ σὺ μοῦ φόρτωσες τὴν ἁμαρτία ποὺ δὲν μίλησες».

Κι ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Παιδί μου, μὴ θλίβεσαι, ἐὰν ἤθελε ὁ Θεὸς νὰ φάω μέλι, μέλι θὰ εἶχες βάλει».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε´

Διάφορες διηγήσεις ὠφέλιμες γιὰ τοὺς πολέμους ποὺ ξεσηκώνει μέσα μας τὸ πάθος τῆς πορνείας

1. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος:

«Νομίζω πὼς τὸ σῶμα ἔχει μία φυσικὴ κίνηση ποὺ ἔχει γίνει ἕνα μ᾿ αὐτό, ἀλλὰ δὲν ἐνεργεῖ χωρὶς τὴ συγκατάθεση τῆς ψυχῆς, σημειώνει μόνο στὸ σῶμα μία ἀπαθῆ κίνηση. Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἄλλη κίνηση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ ὅτι τρέφουμε καὶ περιποιούμαστε τὸ σῶμα μὲ φαγητὰ καὶ ποτά. Καὶ ἡ θερμότητα τοῦ αἵματος ποὺ ὀφείλεται σ᾿ αὐτά, διεγείρει τὸ σῶμα σὲ ἐνέργεια.

Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔλεγε ὁ Ἀπόστολος: «Μὴ μεθᾶτε μὲ κρασὶ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀσωτεία».

Ἀλλὰ καὶ ὁ Κύριος, ὅταν ἔδινε ἐντολὲς στοὺς μαθητές του, εἶπε: «Προσέχετε μὴ σκληρύνουν οἱ καρδιές σας μέσα στὴν κραιπάλη καὶ στὴ μέθη».

Ὑπάρχει ὅμως καὶ μία ἄλλη κίνηση σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίζονται πνευματικά. Αὐτὴ προέρχεται ἀπὸ τὴν δολιότητα καὶ τὸν φθόνο τῶν δαιμόνων.

Ὥστε πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι τρεῖς σωματικὲς κινήσεις ὑπάρχουν. Μιὰ ἡ φυσική, ἡ ἄλλη ἀπὸ ἀπροσεξία στὶς τροφὲς καὶ ἡ τρίτη ἀπὸ τοὺς δαίμονες».

14. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν:

«Ὅπως ὁ σωματοφύλακας τοῦ βασιλιὰ στέκεται στὸ πλάι του πάντοτε ἕτοιμος, τὸ ἴδιο καὶ ἡ ψυχὴ πρέπει νὰ εἶναι σὲ ἐγρήγορση ἀπέναντι στὸν δαίμονα τῆς σαρκικῆς ἁμαρτίας».

24. Διηγοῦνταν γιὰ τὴν ἀμμὰ Σάρρα ὅτι ὑπέμεινε δεκατρία χρόνια σφοδρὸ πόλεμο ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς πορνείας καὶ ποτὲ δὲν προσευχήθηκε γιὰ νὰ ἀπομακρυνθεῖ ὁ πόλεμος, ἀλλὰ μόνο ἔλεγε: «Θεέ μου, δός μου δύναμη».

25. Εἶπαν ἐπίσης γιὰ τὴν ἴδια ὅτι κάποια φορὰ τὸ πονηρὸ πνεῦμα τῆς πορνείας τῆς ἐπετέθη σφοδρότερα θυμίζοντάς της τὰ μάταια πράγματα τοῦ κόσμου αὐτοῦ.

Ἀλλὰ αὐτὴ ἀνυποχώρητη χάρις στὸ φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἄσκησή της, εὐθὺς ἀνέβηκε στὸ δωμάτιό της νὰ προσευχηθεῖ.

Τῆς παρουσιάζεται τότε τὸ πνεῦμα τῆς πορνείας σωματικὰ καὶ τῆς λέει: «Ἐσὺ μὲ νίκησες, Σάρρα».

Κι ἐκείνη ἀπαντᾷ: «Δὲν σὲ νίκησα ἐγώ, ἀλλὰ ὁ Δεσπότης μου Χριστός».

34. Εἶπε ἕνας Γέροντας:

«Λέει ὁ ἐχθρὸς στὸν Πατέρα, στέλνω τοὺς δικούς μου στοὺς δικούς σου γιὰ νὰ καταστρέψω τοὺς δικούς σου. Κι ἂν δὲν μπορῶ νὰ περάσω τὴν πονηριά μου στοὺς ἐκλεκτούς σου, τουλάχιστον τοὺς δημιουργῶ φαντασίες μέσα στὴ νύκτα».

Καὶ λέει σ᾿ αὐτὸν ὁ Σωτῆρας: «Ἐὰν ποτὲ τὸ ἔκτρωμα θὰ κληρονομήσει τὸν πατέρα του, ἄλλο τόσο κι αὐτὸ θὰ λογαριασθεῖ ὡς ἁμαρτία στοὺς ἐκλεκτούς μου».

35. Γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν βλαβερῶν λογισμῶν ἀποκρίθηκε κάποιος Γέροντας:

«Παρακαλῶ, ἀδελφέ, ὅπως σταματήσαμε τὶς βλαβερὲς πράξεις, ἂς σταματήσουμε καὶ τοὺς λογισμούς. Γιατὶ τί εἴμαστε, παρὰ χῶμα ποὺ προῆλθε ἀπὸ χῶμα;»

42. Πολεμήθηκε κάποτε ἕνας μαθητὴς μεγάλου Γέροντα ἀπὸ σαρκικὸ πειρασμό.

Καὶ ὁ Γέροντας βλέποντας τὸν κόπο του, τοῦ λέει: «Θέλεις νὰ παρακαλέσω τὸν Θεὸ νὰ σοῦ ξαλαφρώσει τὸν πόλεμο;»

Κι αὐτὸς εἶπε: «Ὄχι, ἀββᾶ, γιατὶ ἂν καὶ κοπιάζω, ἀλλὰ βλέπω καρπὸ ἀπὸ τὸν κόπο μου. Καλύτερα παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ μοῦ δίνει ὑπομονὴ νὰ τὸν ἀντέξω».

Κι ὁ ἀββᾶς τότε τοῦ εἶπε: «Σήμερα διαπίστωσα ὅτι ἔχεις προκόψει καὶ μὲ ἔχεις ξεπεράσει».

80. Εἶπε ἐπίσης ὁ Γέροντας ὅτι οἱ πονηροὶ λογισμοὶ μοιάζουν τὶς μῦγες ποὺ μπαίνουν μέσα στὸ σπίτι.

Ἂν λοιπὸν τὶς σκοτώνεις τμηματικά, μία-μία καθὼς μπαίνουν, δὲν κουράζεσαι. Ἂν ὅμως ἀφήσεις νὰ γεμίσει τὸ σπίτι, πολὺς κόπος θὰ χρειαστεῖ γιὰ νὰ τὶς βγάλεις.

Μπορεῖ βέβαια νὰ τὸ κατορθώσεις, μπορεῖ ὅμως νὰ ἀποκάμεις καὶ νὰ τὶς ἀφήσεις νὰ σοῦ ρημάξουν τὸ σπίτι.

87. Εἶπε ἕνας Γέροντας: «Ἡ ἀμεριμνία, ἡ σιωπὴ καὶ ἡ καλυμμένη ἐσωτερικὴ ἐργασία γεννοῦν τὴν καθαρότητα».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ´

Περὶ ἀκτημοσύνης. Παράλληλα πρέπει νὰ φυλαγόμαστε καὶ ἀπὸ τὴν πλεονεξία

1. Κάποιος ἀδελφὸς ποὺ ἀπαρνήθηκε τὸν κόσμο, μοίρασε τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς φτωχούς, κράτησε ὅμως λίγα γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ πῆγε στὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο. Ὅταν τό ᾿μαθε αὐτὸ ὁ Γέροντας τοῦ λέει:

«Ἐὰν θέλεις νὰ γίνεις μοναχός, πήγαινε στὸ τάδε χωριό, ἀγόρασε κρέας, τύλιξέ το στὸ σῶμα σου γυμνὸ καὶ ἔλα κατόπιν ἐδῶ».

Ἔκανε ὁ ἀδελφὸς ὅπως τοῦ ὑπέδειξε, ἀλλὰ τὰ σκυλιὰ καὶ τὰ πουλιὰ τοῦ ξέσχισαν τὸ σῶμα του.

Ὅταν γύρισε στὸν Γέροντα, τὸν ρώτησε νὰ μάθει ἐὰν ἔγιναν τὰ πράγματα ὅπως τὸν συμβούλεψε.

Καὶ καθὼς ἐκεῖνος τοῦ ἔδειχνε τὸ καταξεσχισμένο σῶμα του, τοῦ λέει ὁ ἅγιος Ἀντώνιος:

«Ἐκείνοι ποὺ ἀπαρνοῦνται τὸν κόσμο καὶ θέλουν νὰ ἔχουν χρήματα, ἔτσι κατακόπτονται ἀπὸ τοὺς δαίμονες ποὺ τοὺς πολεμοῦν».

7. Πῆγε κάποιος ἀδελφὸς στὸν Ἀγάθωνα καὶ τοῦ ᾿πε: «Ἄφησέ με νὰ μένω μαζί σου».

Καθὼς ὅμως πήγαινε βρῆκε στὸ δρόμο ἕνα κομμάτι νίτρο καὶ τό ᾿φερε αὐτό.

Καὶ ὁ Γέροντας τὸν ρώτησε: «Ἀπὸ ποῦ βρῆκες τὸ νίτρο;»

«Στὸ δρόμο -εἶπε ὁ ἀδελφός- τὸ βρῆκα καθὼς περπατοῦσα, καὶ τὸ πῆρα».

Τοῦ λέει τότε ὁ Γέροντας: «Ἐὰν ἦλθες νὰ κατοικήσεις μαζί μου, αὐτὸ ποὺ δὲν τὸ ἔβαλες ἐσὺ ἐκεῖ, πῶς τὸ πῆρες;»

Καὶ τὸν ἔστειλε νὰ τὸ πάει στὸ μέρος ἀπ᾿ ὅπου τὸ εἶχε πάρει.

18. Εἶπε ἐπίσης:

«Εἶναι ἀδύνατο νὰ ζήσει κανεὶς σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐὰν εἶναι φιλήδονος καὶ φιλοχρήματος».

22. Ἐπισκέφθηκαν κάποτε μερικοὶ ἀδελφοὶ τὸν ἀββᾶ Μακάριο στὴ Σκήτη.

Μέσα στὸ κελί του δὲν ὑπῆρχε τίποτε ἐκτὸς ἀπὸ νερὸ χαλασμένο, καὶ τοῦ εἶπαν:

«Ἀββᾶ, ἔλα πάνω στὸ χωριὸ καὶ θὰ σὲ φροντίζουμε».

Κι ὁ Γέροντας τοὺς λέει: «Ἀδελφοί, γνωρίζετε τὸ ψωμάδικο τοῦ τάδε στὴν πόλη;»

«Ναί», τοῦ εἶπαν.

«Τὸ ξέρω κι ἐγὼ» τοὺς ἀποκρίθηκε.

«Ξέρετε καὶ τὸ χωράφι τοῦ δεῖνα ἀπ᾿ ὅπου περνάει ὁ ποταμός;»

Τοῦ εἶπαν: «Ναί».

Καὶ κατέληξε ὁ Γέροντας: «Κι ἐγὼ τὸ ξέρω. Ὅταν λοιπὸν θέλω κάτι, δὲν σᾶς ἔχω ἀνάγκη. Παίρνω τὰ πόδια μου καὶ πηγαίνω».

30. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ὑπερέχιος:

«Ἡ θεληματικὴ ἀκτημοσύνη εἶναι θησαυρὸς γιὰ τὸν μοναχό. Θησαύρισε, ἀδελφέ μου, γιὰ τὸν Οὐρανό, γιατὶ ἀτέλειωτοι εἶναι οἱ αἰῶνες τῆς ἀναπαύσεως».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ´

Διάφορες διηγήσεις ποὺ μᾶς ἐνθαρρύνουν γιὰ ὑπομονὴ καὶ ἀνδρεία

1. Πῆγαν κάποιοι στὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο καὶ τοῦ εἶπαν:

«Πές μας κάποιο λόγο πῶς νὰ σωθοῦμε».

Καὶ ὁ Γέροντας τοὺς λέει: «Ἀκούσατε τί λέει ἡ Γραφή; Σᾶς ἀρκεῖ αὐτή».

Ἀλλὰ αὐτοὶ εἶπαν: «Θέλουμε καὶ ἀπὸ σένα, πάτερ, νὰ ἀκούσουμε».

Καὶ ὁ Γέροντας τοὺς εἶπε: «Τὸ Εὐαγγέλιο λέει: Ἂν κάποιος σὲ χτυπήσει στὸ δεξὶ μάγουλο, γύρισέ του καὶ τὸ ἄλλο».

«Δεν μποροῦμε -τοῦ λένε- νὰ τὸ κάνουμε αὐτό».

«Ἐὰν δὲν μπορεῖτε νὰ στρέψετε καὶ τὸ ἄλλο -λέει ὁ Γέροντας-ὑπομείνετε τουλάχιστον τὸ ράπισμα στὸ ἕνα».

«Οὔτε αὐτὸ μποροῦμε», τοῦ ἀπαντοῦν.

Ξαναμιλάει ὁ Γέροντας:

«Ἐὰν οὔτε αὐτὸ μπορεῖτε, μὴν ἀνταποδίδετε τὰ ἴσα».

Λένε πάλι: «Οὔτε αὐτὸ μποροῦμε».

Τότε ὁ Γέροντας γυρνάει καὶ λέει στὸν μαθητή του:

«Κάνε τοὺς λίγο κουρκούτι, γιατὶ εἶναι ἄρρωστοι. Ἐὰν τὸ ἕνα δὲν μπορεῖτε καὶ τὸ ἄλλο δὲν θέλετε, τί νὰ σᾶς κάνω;»

4. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν:

«Τὰ σημάδια τῆς προκοπῆς τοῦ μοναχοῦ στοὺς πειρασμοὺς φαίνονται».

6. Ὁ ἀββᾶς Βησσαρίων εἶπε:

«Σαράντα χρόνια δὲν ἔπεσα στὸ πλευρό μου, ἀλλὰ κοιμόμουν καθιστὸς ἢ ὄρθιος».

15. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας:

«Τίποτε δὲν ὠφελεῖ τόσο τὸν ἀρχάριο ὅσο οἱ προσβολὲς καὶ οἱ περιφρονήσεις. Ὅπως δηλαδὴ προκόβει τὸ δένδρο ποὺ ποτίζεται καθημερινά, τὸ ἴδιο καὶ ὁ ἀρχάριος ποὺ περιφρονεῖται καὶ ὑπομένει».

20. Εἶπε πάλι ὅτι κάποιος Γέροντας ἔμεινε σὲ κάποιο ἱερὸ εἰδωλολατρικό. Πῆγαν λοιπὸν οἱ δαίμονες καὶ τοῦ λένε: «Φύγε ἀπὸ τὸν τόπο μας».

Καὶ ὁ Γέροντας τοὺς εἶπε: «Ἐσεῖς δὲν ἔχετε τόπο».

Ἄρχισαν τότε νὰ τοῦ σκορπίζουν ἐντελῶς τὰ βάϊά του κι ὁ Γέροντας ἐπέμενε νὰ τὰ μαζεύει.

Κατόπιν τὸν ἔπιασε ὁ δαίμονας ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν ἔσυρε ἔξω.

Μόλις ἔφτασε στὴν πόρτα ὁ Γέροντας, μὲ τὸ ἄλλο του τὸ χέρι ἔπιασε τὴν πόρτα κράζοντας:

«Ἰησοῦ, βοήθησέ με» καὶ εὐθὺς ὁ δαίμονας ἐξαφανίστηκε καὶ ὁ Γέροντας ἀναλύθηκε στὰ δάκρυα.

Τὸν ρώτησε τότε ὁ Κύριος: «Γιατί κλαῖς;»

«Γιατὶ τολμοῦν -εἶπε ὁ Γέροντας- νὰ πιάσουν τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν μεταχειρίζονται ἔτσι».

«Ἐσὺ ἀμέλησες -τοῦ παρατήρησε ὁ Κύριος- γιατὶ μόλις μὲ ζήτησες, νὰ πῶς σοῦ βρέθηκα».

Καὶ αὐτὰ ποὺ λέω σημαίνουν ὅτι χρειάζεται πολὺς κόπος. Ἐὰν δὲν κοπιάσει κανείς, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει τὸν Θεὸ μαζί του. Γιατὶ Αὐτὸς γιὰ χάρη μας σταυρώθηκε.

24. Εἶπε ἡ ἀμμᾶς Θεοδώρα ὅτι κάποτε ἕνας εὐλαβὴς δεχόταν βρισιὲς ἀπὸ κάποιον καὶ τοῦ λέει:

«Μποροῦσα κι ἐγὼ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο νὰ σοῦ μιλήσω, ἀλλὰ ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ μοῦ κλείνει τὸ στόμα».

30. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἰσίδωρος:

«Ἡ σοφία τῶν ἁγίων αὐτὴ εἶναι, νὰ ἔχουν ἐπίγνωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ ὅλα τὰ νικᾷ ὁ ἄνθρωπος ὑπακούοντας στὴν ἀλήθεια, καθὼς εἶναι πλασμένος κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀπ᾿ ὅλα τὰ πνεύματα τὸ φοβερότερο εἶναι τὸ νὰ ἀκολουθεῖ κανεὶς τὴ δική του καρδιά, δηλαδὴ τί τοῦ ὑπαγορεύει ὁ λογισμός του καὶ ὄχι ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ ὕστερα τοῦ προκαλεῖ θλίψη, γιατὶ παραμένει γι᾿ αὐτὸν ἄγνωστο τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν βρίσκει τὴν ὁδὸ τῶν ἁγίων γιὰ νὰ βαδίζει σ᾿ αὐτήν. Τώρα λοιπὸν εἶναι καιρὸς νὰ κάνουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιατὶ ἡ σωτηρία κερδίζεται σὲ καιρὸ θλίψεως καθὼς λέει ἡ Γραφή:

«Με τὴν ὑπομονή σας, θὰ σώσετε τὴν ψυχή σας».

35. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Ματόης:

«Προτιμώ ἐργασία ἐλαφριὰ καὶ συνεχῆ παρὰ ἐξουθενωτικὴ ἐξαρχῆς ποὺ γρήγορα ὅμως σταματάει».

58. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Φορτᾶς:

«Ἐὰν ὁ Θεὸς θέλει νὰ ζῶ, γνωρίζει πῶς θὰ μὲ ἐξοικονομήσει. Ἐὰν ὅμως δὲν θέλει, τί σκοπὸ ἔχει γιὰ μένα ἡ ζωή;»

Δὲν δεχόταν τίποτε ἀπὸ κανένα, ἂν καὶ ἦταν κρεβατωμένος. Καὶ ἔλεγε:

«Ἐὰν προσφέρει κανεὶς κάποια φορὰ κάτι σὲ μένα καὶ δὲν τὸ κάνει γιὰ τὸν Θεό, οὔτε ἐγὼ ἔχω κάτι νὰ τοῦ δώσω οὔτε θά ᾿χει μισθὸ ἀπὸ τὸν Θεό, ἐφόσον δὲν τὸ πρόσφερε γιὰ τὸν Θεό, καὶ ἔτσι ἀδικεῖται αὐτὸς ποὺ πρόσφερε.

Ὅσοι ἔχουν ἀφιερωθεῖ στὸν Θεὸ καὶ σ᾿ Αὐτὸν ἀποβλέπουν μόνο, πρέπει νὰ ἔχουν τέτοια εὐλάβεια, ὥστε τίποτε νὰ μὴν ἐκλαμβάνουν ὡς καταφρόνια, ἔστω κι ἂν συμβεῖ ἄπειρες φορὲς νὰ ἀδικοῦνται».

63. Ἐπισκέφθηκαν κάποιοι ἀδελφοὶ στὴν ἔρημο ἕνα φημισμένο Γέροντα καὶ τοῦ εἶπαν:

«Πῶς μένεις καρτερικὰ ἐδῶ, ἀββᾶ, σηκώνοντας τὴν κακοπάθεια αὐτή;»

Καὶ ὁ Γέροντας ἀποκρίθηκε:

«Ὅλη ἡ κακοπάθειά μου ὅσον χρόνο βρίσκομαι ἐδῶ, δὲν συγκρίνεται οὔτε μὲ μία μέρα τῆς κόλασης».

68. Ἕνας Γέροντας μόναζε στὴν ἔρημο καὶ τὸ διάστημα ποὺ περπατοῦσε γιὰ νὰ προμηθεύεται τὸ νερὸ ἦταν δώδεκα μίλια.

Κάποια φορὰ λοιπὸν ποὺ πῆγε νὰ πάρει νερό, βαρέθηκε καὶ εἶπε:

«Τί χρειάζεται αὐτὸς ὁ κόπος; Θά ᾿ρθω νὰ μείνω κοντὰ στὸ νερό».

Μόλις τό ᾿πε αὐτό, στρέφει τὸ κεφάλι καὶ βλέπει κάποιον νὰ τὸν ἀκολουθεῖ καὶ νὰ μετράει τὰ βήματά του.

Τὸν ρωτάει εὐθύς: «Ποιὸς εἶσαι ἐσύ;»

«Ἄγγελος Κυρίου -τοῦ ἀπαντᾷ- σταλμένος νὰ μετρήσω τὰ βήματά σου γιὰ νὰ σοῦ δώσω τὸν μισθό σου».

Μόλις τ᾿ ἄκουσε αὐτὸ ὁ Γέροντας, ἐνθαρρύνθηκε, ἔγινε προθυμότερος καὶ πῆγε ἄλλα πέντε μίλια πιὸ βαθιὰ στὴν ἔρημο.

80. Ἦταν ἕνας Γέροντας στὴ Θηβαϊδα ποὺ ἔμενε σ᾿ ἕνα σπήλαιο καὶ εἶχε ἕναν ὑποτακτικὸ μαθητευόμενο. Συνήθιζε ὁ Γέροντας κάθε βράδυ νὰ τοῦ δίνει ὠφέλιμες συμβουλὲς καὶ μετὰ ἀπὸ τὴ νουθεσία, ἔκανε προσευχὴ καὶ τὸν ἔστελνε νὰ κοιμηθεῖ. Κάποτε συνέβη μερικοὶ εὐλαβεῖς λαϊκοί, ἐπειδὴ γνώριζαν τὴ μεγάλη ἄσκηση τοῦ Γέροντα, νὰ τοὺς ἐπισκεφθοῦν καὶ νὰ προσφέρουν σ᾿ αὐτοὺς κάποιο φαγητὸ νὰ φᾶνε. Ἀφοῦ ἔφυγαν αὐτοί, κάθισε πάλι ὁ Γέροντας τὸ βραδάκι, ὅπως τὸ συνήθιζε, καὶ νουθετοῦσε τὸν ἀδελφό. Τὴν ὥρα ὅμως ποὺ τοῦ μιλοῦσε, τὸν πῆρε ὁ ὕπνος. Καὶ ὁ ἀδελφὸς ἔμεινε κοντά του, ἕως ὅτου ξυπνήσει καὶ τοῦ κάνει τὴν εὐχή. Καθὼς λοιπὸν καθόταν πολλὴ ὥρα καὶ ὁ Γέροντας δὲν ξυπνοῦσε, ἐνοχλήθηκε ἀπὸ τοὺς λογισμούς του νὰ πάει νὰ κοιμηθεῖ χωρὶς νὰ τοῦ κάνει τὴν ἀπόλυση. Ἀλλὰ βίασε τὸν ἑαυτό του καὶ ἀντιστάθηκε στὸν λογισμὸ καὶ παρέμεινε. Πάλι ὅμως ἐνοχλήθηκε καὶ δὲν ἔφυγε. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἐνοχλήθηκε ἑπτὰ φορὲς καὶ ἀντιστάθηκε στὸν λογισμό. Ἀργότερα, ἀφοῦ εἶχε προχωρήσει ἡ νύκτα, ξύπνησε ὁ Γέροντας καὶ τὸν βρῆκε νὰ κάθεται δίπλα του καὶ τοῦ λέει:

«Δεν ἔφυγες μέχρι αὐτὴ τὴν ὥρα;»

Κι ἐκεῖνος εἶπε:

«Ὄχι, ἀββᾶ, γιατί δὲν μοῦ ᾿κανες ἀπόλυση».

«Καὶ γιατί -τὸν ρωτάει ὁ Γέροντας- δὲν μὲ ξύπνησες;»

«Δὲν τόλμησα -ἀπαντᾷ ὁ μαθητής- νὰ σὲ σκουντήσω γιὰ νὰ μὴ σοῦ διακόψω τὸν ὕπνο».

Σηκώθηκαν εὐθύς, ἄρχισαν τὸν ὄρθρο καὶ ὅταν τελείωσε ἡ ἀκολουθία, ἀπέλυσε τὸν ἀδελφὸ ὁ Γέροντας. Καὶ τὴν ὥρα ποὺ καθόταν μόνος, ἦρθε σὲ ἔκσταση καὶ βλέπει κάποιον νὰ τοῦ δείχνει ἕναν τόπο λαμπρὸ στὸν ὁποῖο ὑπῆρχε ἕνας θρόνος καὶ ἐπάνω στὸν θρόνο ἦταν τοποθετημένα ἑπτὰ στεφάνια.

Καὶ ρώτησε αὐτὸν ποὺ τοῦ τὰ ἔδειχνε:

«Τίνος εἶναι αὐτά;»

Κι ἐκεῖνος εἶπε:

«Τοῦ μαθητῆ σου. Τὸν τόπο καὶ τὸν θρόνο τοῦ τὰ χάρισε ὁ Θεὸς γιὰ τὴν ὑπακοή του. Καὶ τὰ ἑπτὰ στεφάνια τὰ κέρδισε αὐτὴ τὴ νύκτα».

Ἀπόρησε ὁ Γέροντας γι᾿ αὐτὸ ποὺ ἄκουσε καὶ γεμάτος ἀπὸ δέος καλεῖ τὸν ἀδελφὸ καὶ τοῦ λέει:

«Πές μου, τί ἔκανες τὴ νύκτα αὐτή;»

«Συγχώρα με, ἀββᾶ -ἀπάντησε ἐκεῖνος- δὲν ἔκανα τίποτε».

Ὁ Γέροντας νομίζοντας ὅτι ἀπὸ ταπεινοφροσύνη δὲν ὁμολογεῖ, τοῦ εἶπε:

«Δεν θὰ σ᾿ ἀφήσω νὰ φύγεις, ἐὰν δὲν μοῦ πεῖς τί ἔκανες ἢ τί σκέφτηκες τὴ νύκτα αὐτή».

Ἀλλὰ ὁ ἀδελφὸς ἐπειδὴ γνώριζε καλὰ ὅτι τίποτε δὲν ἔχει κάνει, δὲν εἶχε τί νὰ πεῖ. Καὶ λέει στὸν πατέρα:

«Ἀββᾶ, δὲν ἔκανα τίποτε, παρὰ μόνο ὅτι ἐνοχλήθηκα ἀπὸ λογισμοὺς ἑπτὰ φορὲς νὰ φύγω χωρὶς νὰ μοῦ κάνεις τὴν ἀπόλυση, ἀλλὰ δὲν ἔφυγα».

Ὅταν τ᾿ ἄκουσε αὐτὸ ὁ Γέροντας, κατάλαβε ὅτι κάθε φορὰ ποὺ πάλευε καὶ νικοῦσε τὸν λογισμό του, κέρδιζε ἕνα στεφάνι ἀπὸ τὸν Θεό. Στὸν ἀδελφὸ βέβαια δὲν εἶπε τίποτε, ἀλλὰ τὰ διηγήθηκε αὐτὰ σὲ ἀνθρώπους πνευματικοὺς χάριν ὠφελείας, γιὰ νὰ γνωρίζουμε ὅτι καὶ γιὰ λογισμοὺς ποὺ δὲν ἔχουν ἰδιαίτερη σπουδαιότητα ὁ Θεὸς μᾶς στεφανώνει.

Καλὸ λοιπὸν εἶναι νὰ βιάζουμε πάντοτε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό.

Γιατὶ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν βιάζεται καὶ τὴν ἁρπάζουν αὐτοὶ ποὺ ἀγωνίζονται.

81. Κάποτε ἕνας Γέροντας ποὺ ἔμενε στὰ Κελλία μόνος, ἀρρώστησε. Καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχε κανέναν νὰ τὸν ἐξυπηρετεῖ, σηκωνόταν καὶ ὅ,τι ἔβρισκε στὸ κελί του τὸ ἔτρωγε μὲ διάκριση. Ἔμεινε ἄρρωστος πολλὲς μέρες καὶ κανεὶς δὲν ἦρθε νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ. Ὅταν πέρασαν τριάντα μέρες καὶ κανεὶς δὲν εἶχε ἔρθει, ἔστειλε ὁ Θεὸς ἕναν ἄγγελο νὰ τὸν ὑπηρετεῖ.

Ἔμεινε ἐκεῖ ὁ ἄγγελος ἑπτὰ ἡμέρες καὶ τότε θυμήθηκαν οἱ Πατέρες τὸν Γέροντα καὶ εἶπαν μεταξύ τους:

«Μήπως πέθανε ὁ τάδε Γέροντας;»

Πῆγαν πράγματι καὶ μόλις χτύπησαν τὴν πόρτα, ἔφυγε ὁ ἄγγελος.

Ὁ Γέροντας φώναζε δυνατὰ ἀπὸ μέσα:

«Φύγετε ἀπ᾿ ἐδῶ, ἀδελφοί».

Ἀλλὰ παραβίασαν τὴν πόρτα καὶ μπῆκαν καὶ τὸν ρώτησαν γιατὶ φώναζε.

Κι ἐκεῖνος τοὺς εἶπε:

«Τριάντα ἡμέρες ἤμουν ἄρρωστος καὶ κανεὶς δὲν ἦρθε νὰ μὲ δεῖ. Καὶ νά, ἐδῶ καὶ ἑπτὰ ἡμέρες ἔστειλε ὁ Θεὸς τὸν ἄγγελό του νὰ μὲ ὑπηρετεῖ. Καὶ μόλις ἤλθατε, ἔφυγε ἀπὸ κοντά μου».

Μετὰ τὸ λόγο αὐτό, ἐκοιμήθη. Καὶ οἱ ἀδελφοὶ θαύμασαν καὶ δόξασαν τὸν Θεό, ποὺ δὲν ἐγκαταλείπει αὐτοὺς ποὺ ἐλπίζουν σ᾿ Αὐτόν.

82. Εἶπε ἕνας Γέροντας:

«Ἐὰν σὲ βρεῖ ἀρρώστια σωματική, μὴ χάνεις τὸ θάρρος σου. Γιατὶ ἂν θέλησε ὁ Κύριός σου νὰ ὑποφέρεις στὸ σῶμα, ποιὸς εἶσαι σὺ ποὺ θὰ δυσφορήσεις; Αὐτὸς δὲν σὲ φροντίζει γιὰ ὅλα; Μήπως ζεῖς ἐν τῇ ἀπουσίᾳ του; Νὰ εἶσαι καρτερικὸς λοιπὸν καὶ νὰ Τὸν παρακαλεῖς νὰ σοῦ δίνει αὐτὰ ποὺ σοῦ συμφέρουν, δηλαδὴ νὰ γίνεται τὸ θέλημά Του. Νὰ ζεῖς μὲ καρτερία καὶ νὰ τρέφεσαι ἀπὸ ἐλεημοσύνη (ὅσο εἶσαι ἄρρωστος)».

87. Ἔλεγε κάποιος ἀπὸ τοὺς Γέροντες γιὰ τὸν φτωχὸ Λάζαρο:

«Δεν βρίσκουμε νά ᾿ χει κάνει αὐτὸς καμιὰ ἀρετή, μόνο ποὺ δὲν γόγγυσε ποτὲ κατὰ τοῦ Θεοῦ ὅτι δὲν τὸν σπλαχνίστηκε, ἀντίθετα, σήκωσε τὸν πόνο του μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ δὲν κατέκρινε τὸν πλούσιο. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Θεὸς τὸν δέχθηκε ὡς δικό του».

89. Εἶπε ἄλλος Γέροντας:

«Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο δὲν προκόβουμε εἶναι ὅτι δὲν γνωρίζουμε τὰ μέτρα μας, οὔτε ἔχουμε ὑπομονὴ στὸ ἔργο ποὺ ἀρχίζουμε ἀλλὰ θέλουμε ἄκοπα νὰ ἀποκτοῦμε ἀρετή. Ἐπιπλέον πηγαίνουμε ἀπὸ τόπο σὲ τόπο νομίζοντας ὅτι θὰ βροῦμε κάποιον τόπο ποὺ δὲν ὑπάρχει διάβολος».

97. Ἕνας ἀπὸ τοὺς Πατέρες κατοικοῦσε σὲ κάποιον τόπο καὶ ἔκανε ζωὴ ὑποδειγματική.

Αὐτὸς εἶχε ἕναν ἀδελφὸ ποὺ ἦταν ἡγούμενος μιᾶς Λαύρας. Σκέφθηκε λοιπὸν κάποια μέρα:

«Γιατί νὰ κάθομαι ἐδῶ καὶ νὰ κοπιάζω; Θὰ πάω στὸν ἀδελφό μου καὶ αὐτὸς θὰ μοῦ δίνει τὰ χρειαζούμενα».

Σηκώθηκε καὶ πῆγε στὸν ἀδελφό του, ὁ ὁποῖος μόλις τὸν εἶδε χάρηκε. Λέγει λοιπὸν τοῦ ἀδελφοῦ του:

«Θέλω νὰ μείνω ἐδῶ ἀλλὰ δώσ᾿ μου ἕνα κελὶ γιὰ νὰ μένω μόνος».

Τοῦ ἔδωσε, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη καὶ ὕστερα λησμόνησε ὅτι ὁ ἀδελφός του ἦλθε ἐκεῖ.

Οἱ ἀδελφοὶ τῆς Λαύρας βλέποντας ὅτι εἶναι ἀδελφὸς τοῦ ἡγουμένου, νόμιζαν ὅτι ὁ ἀδελφός του, τοῦ προσφέρει ὅ,τι χρειάζεται καὶ δὲν τοῦ πῆγαν τίποτε, οὔτε τὸν κάλεσαν σὲ κελὶ νὰ πάρει τουλάχιστον ψωμί.

Καὶ αὐτὸς καθὼς ἦταν διστακτικὸς ἀπὸ σεβασμό, δὲν ἐνοχλοῦσε κανέναν.

Σκέφθηκε τότε καὶ εἶπε:

«Ἴσως δὲν εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ μείνω ἐδῶ».

Παίρνει λοιπὸν τὸ κλειδὶ τοῦ κελιοῦ, τὸ ἐπιστρέφει στὸν ἀδελφό του καὶ τοῦ λέει:

«Συγχώρα με, δὲν μπορῶ νὰ μένω ἐδῶ».

Ἐκεῖνος ἐξεπλάγη καὶ τοῦ λέει:

«Πότε ἦλθες ἐδῶ;»

«Ἐσὺ δὲν μοῦ ᾿δωσες τὸ κλειδὶ τοῦ κελιοῦ;» τὸν ρωτάει.

«Πίστεψέ με -τοῦ λέει ὁ ἀδελφός του- δὲν θυμόμουν ὅτι ἦλθες ἐδῶ. Ἀλλὰ γιὰ τ᾿ ὄνομα τοῦ Κυρίου, πές μου ποιὸς λογισμὸς σὲ ἔκανε καὶ ἦλθες ἐδῶ;»

Κι ἐκεῖνος τοῦ εἶπε:

«Ἀκριβῶς μὲ τέτοια ἐλπίδα, νὰ βρῶ δηλαδὴ ἀνάπαυση κοντά σου».

Τότε τοῦ λέει ὁ ἀδελφός του:

«Δίκαια λοιπὸν μ᾿ ἔκανε ὁ Θεὸς νὰ σὲ λησμονήσω, γιατὶ δὲν στήριξες τὴν ἐλπίδα σου σ᾿ Ἐκεῖνον, ἀλλὰ σὲ μένα».

Ἔτσι σηκώθηκε καὶ ἐπέστρεψε στὸ τόπο ποὺ κατοικοῦσε πρῶτα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η´

Τίποτε δὲν πρέπει νὰ κάνουμε γιὰ ἐπίδειξη

7. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας:

«Νομίζω πὼς εἶναι πολὺ σπουδαῖο καὶ πολύτιμο ἀγαθὸ νὰ νικήσει κανεὶς τὴν κενοδοξία καὶ νὰ προκόψει στὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ πέφτει στὴν ἐξουσία αὐτοῦ τοῦ πονηροῦ πάθους τῆς κενοδοξίας, γίνεται ξένος πρὸς τὴν εἰρήνη, σκληραίνει ἡ καρδιά του πρὸς τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφοὺς καὶ τελικὴ συμφορά του εἶναι ὅτι πέφτει στὴν ὑψηλοφροσύνη, δηλαδὴ στὴν ὑπερηφάνεια, ποὺ εἶναι ἡ μάνα ὅλων τῶν κακῶν.

Ἐσὺ ὅμως, πιστὲ δοῦλε τοῦ Χριστοῦ, κράτα κρυφὴ τὴν ἐργασία σου, καὶ μὲ πόνο καρδιᾶς φρόντισε νὰ μὴ χάσεις τὸν μισθὸ τῆς ἐργασίας σου ἐξαιτίας τῆς ἀνθρωπαρέσκειας. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ κάνει κάτι γιὰ νὰ ἐπιδειχθεῖ στοὺς ἀνθρώπους ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν μισθό του, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος».

12. Πῆγε ἄλλος ἀδελφὸς σ᾿ αὐτὸν (στὸν ἀββᾶ Θεόδωρο τῆς Φέρμης) καὶ ἄρχισε νὰ μιλάει καὶ νὰ ἐρευνᾷ γιὰ πράγματα, τὰ ὁποῖα ἀκόμη δὲν εἶχε ἀρχίσει νὰ τὰ ἐφαρμόζει. Καὶ τοῦ λέει ὁ Γέροντας:

«Ἀκόμη δὲν βρῆκες πλοῖο, οὔτε τὶς ἀποσκευές σου φόρτωσες, καὶ πρὶν ταξιδέψεις, ἔφτασες κιόλας σ᾿ ἐκείνη τὴν πόλη; Πρῶτα ἄρχισε τὴν ἐργασία καὶ καθὼς τὴν κάνεις, θὰ φθάσεις σ᾿ αὐτὰ ποὺ τώρα λές».

16. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν:

«Μάθε στὴν καρδιά σου νὰ ἐφαρμόζει αὐτὰ ποὺ διδάσκει ἡ γλῶσσα σου».

17. Εἶπε ἐπίσης:

«Οἱ ἄνθρωποι παρουσιάζουν μὲ πληρότητα τὴ διδασκαλία, ἀλλὰ ἐλάχιστα ἀπ᾿ αὐτὰ ἐφαρμόζουν».

20. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν:

«Ἐκεῖνος ποὺ μὲ κάθε τρόπο ἐπιδιώκει τὴ φιλία τῶν ἀνθρώπων, ἀπομακρύνεται ἐντελῶς ἀπὸ τὴ φιλία τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι καλὸ νὰ θέλει κανεὶς νὰ ἀρέσει σὲ ὅλους. Γιατὶ ἡ Γραφὴ λέει: Ἀλίμονό σας ὅταν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σᾶς ἐπαινοῦν».

22. Ὁ ἀββᾶς Ἀμμοῦν τῆς Ραϊθοῦς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Σισόη:

«Ὅταν διαβάζω τὴν Ἁγία Γραφὴ γυρεύει ὁ λογισμός μου νὰ φτιάξει κάποιες ὡραῖες φράσεις, γιὰ νὰ ἔχω ν᾿ ἀπαντῶ, ὅταν μὲ ρωτοῦν».

Κι ὁ Γέροντας τοῦ λέει:

«Δὲν χρειάζεται. Καλύτερα εἶναι ἀπὸ τὴν καθαρότητα τοῦ νοῦ (τῆς καρδιᾶς) νὰ ἀποκτήσεις καὶ τὸ νὰ μὴ μεριμνᾷς τί θὰ πεῖς, καὶ σωστὰ νὰ μιλᾶς».

26. Εἶπε ἡ ἁγία Συγκλητική:

«Ὅπως ἀκριβῶς ὁ θησαυρὸς ὅταν βγεῖ στὸ φανερό, μὲ τὸν καιρὸ λιγοστεύει καὶ τελικὰ ἐξαφανίζεται, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ἡ ἀρετή, ὅταν γίνεται γνωστὴ καὶ κοινοποιεῖται, χάνεται. Καὶ ὅπως τὸ κερὶ λιώνει, ὅταν πλησιάσει τὴ φωτιά, τὸ ἴδιο καὶ ἡ ψυχὴ διασκορπίζεται ἀπὸ τοὺς ἐπαίνους καὶ χαλαρώνει».

28. Κάποια φορὰ ποὺ καθόταν ὁ ἀββᾶς Τιθόης, κοντὰ ἐκεῖ ἦταν ἕνας ἀδελφὸς ἀλλὰ δὲν τὸ ἤξερε αὐτὸ καὶ στέναξε, καὶ δὲν κατάλαβε ὅτι ἦταν ὁ ἀδελφὸς δίπλα, γιατὶ βρισκόταν σὲ ἔκσταση. Κατόπιν ὅμως τοῦ ἔβαλε μετάνοια καὶ εἶπε: «Συγχώρεσέ με, ἀδελφέ, δὲν ἔγινα ἀκόμα μοναχός, ἀφοῦ στέναξα μπροστά σου».

31. Ἕνας ἀδελφός, ἀσκητὴς ποὺ δὲν ἔτρωγε ψωμί, ἐπισκέφθηκε κάποιον ὀνομαστὸ Γέροντα. Βρέθηκαν ἐκεῖ τὴ μέρα ἐκείνη κι ἄλλοι ξένοι καὶ μαγείρεψε ὁ Γέροντας γιὰ χάρη τους λίγο φαγητό. Ὅταν κάθισαν νὰ φᾶνε, ὁ ἀσκητὴς ἔβαλε γιὰ τὸν ἑαυτό του μόνο ρεβίθια μουσκεμένα καὶ ἔτρωγε. Ὅταν σηκώθηκαν ἀπ᾿ τὸ τραπέζι, τὸν πῆρε ἰδιαίτερα ὁ Γέροντας καὶ τοῦ ᾿πε:

«Ἀδελφέ, ὅταν ἐπισκέπτεσαι κάποιον, μὴ δείχνεις τὴ μοναχική σου ἄσκηση. Ἄν, πάλι, θέλεις νὰ κρατᾷς ὁπωσδήποτε τὴν ἄσκησή σου, νὰ κάθεσαι στὸ κελί σου καὶ νὰ μὴν πηγαίνεις πουθενά».

Ὁ ἀσκητὴς πῆρε ἕνα καλὸ μάθημα ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Γέροντα καὶ στὸ ἑξῆς στὶς συναντήσεις μὲ τοὺς ἀδελφοὺς δὲν ξεχώριζε.

32. Εἶπε κάποιος ἀπὸ τοὺς Πατέρες ὅτι στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ, κοντὰ στὸ χωριὸ ὅπου ὁ μακάριος Σιλουανὸς ζοῦσε στὴν Παλαιστίνη, κατοικοῦσε ἕνας ἀδελφὸς ποὺ προσποιοῦνταν τὸν σαλό. Ἔτσι, κάθε φορὰ ποὺ τὸν συναντοῦσε κάποιος ἀδελφός, ἄρχιζε καὶ γελοῦσε. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν κι ἐκεῖνος τὸν ἄφηνε κι ἔφευγε.

Συνέβη κάποια φορὰ νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸν ἀββᾶ Σιλουανὸ τρεῖς Πατέρες. Καὶ ἀφοῦ ἔκαναν προσευχή, τὸν παρακάλεσαν νὰ στείλει κάποιον μαζί τους γιὰ νὰ δοῦν τοὺς ἀδελφοὺς μέσα στὰ κελιά τους. Εἶπαν ἐπίσης στὸν Γέροντα:

«Κάνε ἀγάπη καὶ δῶσε ἐντολὴ στὸν ἀδελφὸ νὰ μᾶς πάει σ᾿ ὅλους».

Καὶ ὁ Γέροντας ἐνώπιόν τους εἶπε στὸν ἀδελφό:

«Να πᾶς τοὺς Πατέρες σὲ ὅλους».

Ἰδιαίτερα ὅμως τοῦ παρήγγειλε:

«Πρόσεξε, νὰ μὴν τοὺς πᾶς σ᾿ ἐκεῖνον τὸν σαλό, γιὰ νὰ μὴν σκανδαλισθοῦν».

Καθὼς περνοῦσαν ἀπ᾿ τὰ κελιὰ τῶν ἀδελφῶν οἱ Πατέρες, ἔλεγαν στὸν ὁδηγό τους: «Δεῖξε ἀγάπη νὰ μᾶς πᾶς σὲ ὅλους». Καὶ ἀπαντοῦσε ἐκεῖνος: «Βεβαίως». Ὅμως δὲν τοὺς πῆγε στὸ κελὶ τοῦ σαλοῦ σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Γέροντα.

Ὅταν ἐπέστρεψαν στὸν Γέροντα τοὺς εἶπε:

«Εἴδατε τοὺς ἀδελφούς;»

«Ναὶ -τοῦ εἶπαν- καὶ εὐχαριστοῦμε. Ἀλλὰ λυπούμαστε ποὺ δὲν πήγαμε σ᾿ ὅλους».

Ρωτάει τότε ὁ Γέροντας τὸν ὁδηγό τους:

«Δὲν σοῦ εἶπα νὰ τοὺς πᾶς σὲ ὅλους;»

«Ἔτσι ἔκανα, πάτερ» ἀπάντησε ὁ ἀδελφός.

Ἀλλὰ καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἔφευγαν οἱ Πατέρες εἶπαν πάλι στὸν Γέροντα:

«Ἀληθινὰ σᾶς εἴμαστε εὐγνώμονες, ποὺ εἴδαμε τοὺς ἀδελφούς, γιὰ ἕνα μόνο λυπούμαστε ποὺ δὲν τοὺς εἴδαμε ὅλους».

Παίρνει τότε ὁ ἀδελφὸς τὸν Γέροντα ἰδιαίτερα καὶ τοῦ λέει:

«Στὸν σαλὸ ἀδελφὸ δὲν τοὺς πῆγα».

Ἀφοῦ ἔφυγαν οἱ Πατέρες, ὁ Γέροντας καλοσκέφτηκε αὐτὸ ποὺ ἔγινε, σηκώνεται λοιπὸν καὶ πάει στὸν ἀδελφὸ ποὺ προσποιοῦνταν τὸν σαλό.

Χωρὶς νὰ χτυπήσει, ἀνοίγει σιγὰ-σιγὰ τὸ μάνδαλο καὶ αἰφνιδιάζει τὸν ἀδελφό.

Ἐκεῖνος καθισμένος ἔκανε τὴν πνευματική του ἐργασία καὶ εἶχε δυὸ καλαθάκια, τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δεξιὰ καὶ τὸ ἄλλο ἀπὸ τὰ ἀριστερά.

Σὰν εἶδε τὸν Γέροντα, ἄρχισε -ὅπως συνήθιζε- νὰ γελάει. Κι ὁ Γέροντας τοῦ λέει:

«Ἄσ᾿ τα τώρα αὐτὰ καὶ πές μου ποιὰ εἶναι ἡ ἄσκησή σου».

Ἐκεῖνος πάλι γελοῦσε. Συνέχισε ὁ ἀββᾶς Σιλουανός:

«Τὸ ξέρεις πολὺ καλὰ ὅτι ἐκτὸς Σαββάτου καὶ Κυριακῆς δὲν βγαίνω ἀπὸ τὸ κελί, ἀλλὰ τώρα ἦρθα μεσοβδόμαδα, γιατὶ ὁ Θεὸς μ᾿ ἔστειλε ἐδῶ».

Φοβήθηκε ὁ ἀδελφὸς καὶ βάζοντας μετάνοια στὸν Γέροντα, τοῦ λέει:

«Συγχώρεσέ με, πάτερ. Κάθε πρωὶ ἀρχίζω τὴν πνευματική μου ἐργασία ἔχοντας τὰ χαλίκια αὐτὰ μπροστά μου. Ἐὰν μοῦ ἔρθει καλὸς λογισμός, ρίχνω ἕνα χαλίκι στὸ δεξιὸ ζεμπίλι, ἂν ἔρθει πονηρὸς λογισμός, ρίχνω στὸ ἀριστερό. Τὸ ἀπόγευμα μετρῶ τὰ χαλίκια καὶ ἂν τοῦ δεξιοῦ εἶναι περισσότερα, τρώγω, ἂν ὅμως τοῦ ἀριστεροῦ εἶναι περισσότερα, δὲν τρώγω. Τὴν ἑπόμενη μέρα πάλι ἐὰν μοῦ ἔρθει πονηρὸς λογισμός, λέγω στὸν ἑαυτό μου: Πρόσεξε τί κάνεις, γιατὶ πάλι δὲν θὰ φᾶς».

Θαύμασε σὰν τ᾿ ἄκουσε ὁ ἀββᾶς Σιλουανός, καὶ εἶπε:

«Πράγματι οἱ Πατέρες ποὺ ἦρθαν σήμερα ἅγιοι ἄγγελοι ἦταν, ποὺ ἤθελαν νὰ κάνουν γνωστὴ τὴν ἀρετὴ τοῦ ἀδελφοῦ. Γιατὶ καὶ μὲ τὴν παρουσία τους ἔνιωσα μεγάλη χαρὰ καὶ εὐφροσύνη πνευματική».

37. Εἶπε ἕνας Γέροντας:

«Ἐκεῖνος ποὺ φανερώνει τὰ καλά του ἔργα καὶ τὰ κάνει γνωστὰ στὸν κόσμο, μοιάζει μὲ τὸν σποριὰ ποὺ ρίχνει τὸν σπόρο στὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς καὶ ἔρχονται τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὸν τρῶνε. Ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ κρύβει τὴν ἄσκησή του, ὅπως βάζει ὁ σποριὰς τὸν σπόρο μέσα στῆς γῆς τὰ αὐλάκια, αὐτὸς ἀκριβῶς θὰ ἔχει ἄφθονη συγκομιδή».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ´

Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐπαγρυπνοῦμε ὥστε νὰ μὴ κρίνουμε κανένα

1. Σὲ κάποιον ἀδελφὸ ποὺ ἔμενε στὸ κοινόβιο τοῦ ἀββᾶ Ἠλία, συνέβη κάποτε ἕνας πειρασμός. Γι᾿ αὐτὸ τὸν ἔδιωξαν ἀπὸ κεῖ καὶ πῆγε κοντὰ στὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο, στὸ ὄρος. Ἀφοῦ ἔμεινε ὁ ἀδελφὸς κοντά του κάποιο χρονικὸ διάστημα, τὸν ἔστειλε ὁ ἀββᾶς στὸ κοινόβιο ἀπ᾿ ὅπου εἶχε φύγει. Ἐκεῖνοι ὅμως μόλις τὸν εἶδαν, τὸν ξανάδιωξαν καὶ ὁ ἀδελφὸς γύρισε πάλι στὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο καὶ τοῦ εἶπε:

«Δὲν θέλησαν νὰ μὲ δεχθοῦν, πάτερ».

Τὸν ἔστειλε πάλι ὁ Γέροντας καὶ τοὺς μήνυσε τὸ ἑξῆς:

«Ἕνα καράβι ναυάγησε μέσα στὸ πέλαγος, ἔχασε τὸ φορτίο του καὶ μὲ κόπο πολὺ ἔφθασε στὴ στεριά. Καὶ ἐσεῖς ὅ,τι σώθηκε καὶ ἔφθασε στὴ στεριά, θέλετε νὰ τὸ καταποντίσετε;»

Κι ἐκεῖνοι ὅταν ἄκουσαν ὅτι ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος τὸν ἔστειλε, εὐθὺς τὸν δέχθηκαν.

8. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας:

«Ἐὰν σοῦ ἔρθει λογισμὸς νὰ κατακρίνεις τὸν πλησίον γιὰ κάποιο ἁμάρτημά του, πρῶτα νὰ σκεφθεῖς ὅτι ἐσὺ εἶσαι περισσότερο ἁμαρτωλὸς ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ ἐκεῖνα ποὺ νομίζεις ὅτι σωστὰ τὰ κάνεις, μὴν πιστέψεις ὅτι ἦσαν ἀρεστὰ στὸν Θεό. Καὶ ἔτσι δὲν θὰ τολμήσεις νὰ καταδικάσεις τὸν πλησίον».

9. Εἶπε ἐπίσης:

«Ἐὰν δὲν κατακρίνεις τὸν πλησίον ἀλλὰ ἐξουθενώνεις τὸν ἑαυτό σου, παρέχεις ἀνάπαυση στὴ συνείδηση σου».

9. Πῆγε κάποτε ὁ ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Θηβαῖος σε κάποιο κοινόβιο καὶ εἶδε ἕναν ἀδελφὸ νὰ σφάλλει καὶ τὸν κατέκρινε.

Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν ἔρημο, ἦλθε ἄγγελος Κυρίου καὶ στάθηκε μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ κελιοῦ του καὶ τοῦ εἶπε:

«Δὲν σοῦ ἐπιτρέπω νὰ μπεῖς».

Κι ἐκεῖνος παρακαλοῦσε κι ἔλεγε:

«Τί συμβαίνει;»

Ἀποκρίθηκε ὁ ἄγγελος καὶ τοῦ εἶπε:

«Ὁ Θεὸς μὲ ἔστειλε λέγοντας: Πές του, ποῦ προστάζεις νὰ βάλω τὸν ἀδελφὸ ποὺ ἔσφαλε καὶ τὸν καταδίκασες».

Εὐθὺς μετανόησε ὁ ἀββᾶς καὶ εἶπε:

«Ἁμάρτησα, συγχώρεσέ με».

Καὶ ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε:

«Σήκω, σὲ συγχώρεσε ὁ Θεός. Καὶ στὸ ἑξῆς νὰ προσέχεις νὰ μὴν κρίνεις κανέναν, προτοῦ τὸν κρίνει ὁ Θεός».

10. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Παφνούτιος, ὁ μαθητὴς τοῦ ἀββᾶ Μακαρίου:

«Παρακάλεσα τὸν Γέροντά μου λέγοντας: Πές μου κάποιον λόγο».

Κι ἐκεῖνος εἶπε: «Νὰ μὴν κακομεταχειριστεῖς κανέναν οὔτε νὰ τὸν κατακρίνεις. Αὐτὰ νὰ κάνεις καὶ σώζεσαι».

11. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Μακάριο τὸν μεγάλο ὅτι εἶχε γίνει, ὅπως λέει ἡ Γραφή, θεὸς ἐπίγειος. Γιατὶ ὅπως ἀκριβῶς ὁ Θεὸς σκεπάζει τὸν κόσμο, ἔτσι καὶ ὁ ἀββᾶς Μακάριος σκέπαζε τὰ ἐλαττώματα ποὺ ἔβλεπε στοὺς ἄλλους, σὰν νὰ μὴ τὰ ἔβλεπε, καὶ ἐκεῖνα ποὺ ἄκουε σὰν νὰ μὴ τὰ ἄκουε.

12. Κάποιος ἀδελφὸς τῆς Σκήτης κάποτε ἔσφαλε. Ἔγινε συγκέντρωση στὴν ὁποία κάλεσαν τὸν ἀββᾶ Μωυσῆ ἀλλ᾿ αὐτὸς δὲν θέλησε νὰ πάει.

Τοῦ παρήγγειλε τότε ὁ πρεσβύτερος: «Ἔλα, γιατὶ σὲ περιμένουν ὅλοι».

Κι ἐκεῖνος σηκώθηκε καὶ πῆγε κρατώντας στὴν πλάτη ἕνα καλάθι τρύπιο ποὺ τὸ γέμισε ἄμμο.

Οἱ Πατέρες ποὺ βγῆκαν νὰ τὸν προϋπαντήσουν τοῦ λένε: «Τί εἶναι αὐτό, πάτερ;»

«Οι ἁμαρτίες μου -ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας- ποὺ κυλοῦν καὶ πέφτουν πίσω μου καὶ δὲν τὶς βλέπω. Καὶ ἦλθα ἐγὼ σήμερα νὰ κρίνω τὰ σφάλματα ἄλλου».

Ὅταν τ᾿ ἄκουσαν αὐτὰ οἱ Πατέρες, δὲν εἶπαν τίποτε ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ ἀλλὰ τὸν συγχώρεσαν.

18. Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:

«Πές μου, πῶς θὰ γίνω μοναχός;»

Καὶ ὁ Γέροντας εἶπε: «Ἐὰν θέλεις νὰ βρεῖς ἀνάπαυση καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ στὴ μέλλουσα ζωή, νὰ λὲς σὲ κάθε περίπτωση: Ποιὸς εἶμαι ἐγώ; Καὶ νὰ μὴν κατακρίνεις κανένα».

20. Εἶπε ἐπίσης:

«Μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νὰ φαίνεται ὅτι σιωπᾷ ἐνῷ ἡ καρδιά του κατακρίνει τοὺς ἄλλους, ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος πάντοτε λαλεῖ.

Καὶ μπορεῖ ἕνας ἄλλος νὰ μιλάει ἀπὸ τὸ πρωὶ ὡς τὸ βράδυ καὶ ὅμως κρατάει σιωπὴ γιατὶ δὲν λέει τίποτε περισσότερο ἀπ᾿ ὅσα ὠφελοῦν».

21. Ρώτησε ἕνας ἀδελφὸς τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:

«Ἐὰν δῶ κάποιο σφάλμα τοῦ ἀδελφοῦ μου, εἶναι καλὸ νὰ τὸ σκεπάσω;»

Κι ὁ Γέροντας ἀπάντησε:

«Ὅποια ὥρα σκεπάσουμε τὸ σφάλμα τοῦ ἀδελφοῦ μας, σκεπάζει καὶ ὁ Θεὸς τὸ δικό μας. Καὶ ὅποια ὥρα θὰ φανερώσουμε τοῦ ἀδελφοῦ τὸ σφάλμα, θὰ φανερώσει καὶ ὁ Θεὸς τὸ δικό μας».

28. Ρώτησε ἕνας ἀδελφὸς τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:

«Τί νὰ κάνω ποὺ ὅταν πάω νὰ κάνω τὴν πνευματική μου ἐργασία μὲ κυριεύει ἡ ἀμέλεια;»

Κι ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε:

«Νὰ μὴν ἐξευτελίσεις κανέναν οὔτε νὰ τὸν κατακρίνεις. Κανέναν νὰ μὴν κατηγορήσεις καὶ ὁ Θεὸς θὰ σοῦ δώσει ἀνάπαυση καὶ ἡ πνευματική σου ἐργασία θὰ γίνεται ἤρεμα».

29. Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:

«Τί νὰ κάνω;»

Κι ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε:

«Εἶναι γραμμένο: Τὴν ἀνομία μου ἐγὼ θὰ τὴν ἐξαγγείλω καὶ θὰ φροντίσω νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία μου».

40. Κάποιος ἀδελφὸς ἔκανε μία ἐρώτηση σ᾿ ἕναν ἅγιο Γέροντα γιὰ νὰ ἔχει μία βάση, ὥστε νὰ μὴν ἁμαρτάνει μὲ τὸν λογισμό.

«Ἂς ὑποθέσουμε -εἶπε- ὅτι βλέπω κάποιον νὰ κάνει κάτι καὶ τὸ λέω αὐτὸ σὲ κάποιον ἄλλο, καὶ βλέπω ὅτι δὲν τὸν κατακρίνω, ἀλλὰ ἁπλῶς τὸ συζητοῦμε. Αὐτὸ παύει νὰ εἶναι κατάκριση;»

Ὁ Γέροντας εἶπε: «Ἐὰν μιλᾷς μὲ ἐμπάθεια ἔχοντας κάτι ἐναντίον του, εἶναι κατάκριση, ἂν ὅμως εἶσαι ἐλεύθερος ἀπὸ πάθος, δὲν εἶναι κατάκριση. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ μεγαλώνει τὸ κακό, ἡ σιωπὴ εἶναι προτιμότερη».

42. Ἄκουσε κάποιος ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες ὅτι ἕνας ἀδελφὸς ἔπεσε στὸ ἁμάρτημα τῆς πορνείας. Καὶ εἶπε:

«Ὤ, ἄσχημα ἔκανε».

Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες πεθαίνει ὁ ἀδελφός. Καὶ πάει ἄγγελος τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀδελφοῦ στὸν Γέροντα καὶ τοῦ λέει:

«Δὲς αὐτὸν ποὺ κατέκρινες, πέθανε. Ποῦ παραγγέλλεις νὰ τὸν βάλω, στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἢ στὴν κόλαση;»

Μετὰ ἀπ᾿ αὐτό, μέχρι τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του ὁ Γέροντας ζητοῦσε ἀσταμάτητα ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ δάκρυα καὶ πόνο πολὺ νὰ τὸν συγχωρήσει.

49. Εἶπε κάποιος Γέροντας:

«Ἐὰν δεῖς ἀδελφὸ νὰ ἁμαρτάνει, μὴ ρίξεις τὴν αἰτία σ᾿ αὐτὸν ἀλλὰ στὸν πολέμιό του, καὶ πές: Ὅπως αὐτὸς νικήθηκε, ἔτσι κι ἐγώ.

Κλαῖε καὶ ζῆτα τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ δεῖχνε συμπόνια σ᾿ αὐτὸν ποὺ ἄθελά του πάσχει. Γιατὶ κανεὶς δὲν θέλει νὰ ἁμαρτήσει στὸν Θεό, ἀλλὰ ὅλοι σφάλλουμε».

54. Εἶπε ἕνας Γέροντας:

«Τίποτε δὲν παροργίζει τόσο τὸν Θεὸ καὶ τίποτε δὲν ἀπογυμνώνει τόσο τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ χάρη, ὥστε νὰ φτάσει καὶ σὲ ἐγκατάλειψη ἀπὸ μέρους τοῦ Θεοῦ, ὅσο τὸ νὰ κατηγορεῖ τὸν πλησίον του ἢ νὰ τὸν κατακρίνει ἢ νὰ τὸν ἐξουθενώνει. Καὶ εἶναι τόσο βαρύτερη ἡ κατάκριση ἀπὸ κάθε ἄλλη ἁμαρτία, ὥστε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς λέει:

«Ὑποκριτή, βγάλε πρῶτα τὸ δοκάρι ποὺ ἔχεις στὸ μάτι σου καὶ τότε θὰ δεῖς καθαρὰ γιὰ νὰ βγάλεις τὸ σκουπιδάκι ποὺ βρίσκεται στὸ μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου».

Παρομοίασε δηλαδὴ τὸ ἁμάρτημα τοῦ πλησίον μὲ τὸ σκουπιδάκι, ἐνῷ τὴν κατάκριση μὲ τὸ δοκάρι.

Εἶναι τόσο κακὸ τὸ νὰ κατακρίνει κανείς, σχεδὸν ξεπερνᾷ κάθε ἁμαρτία.

Ἑπομένως τίποτε δὲν εἶναι βαρύτερο, ἀδελφοί μου, οὔτε χειρότερο ἀπὸ τὸ νὰ καταδικάσουμε ἢ νὰ ἐξουθενώσουμε τὸν πλησίον.

Γιατί νὰ μὴν προτιμοῦμε νὰ κατακρίνουμε τὸν ἑαυτό μας;

Καὶ ἐννοῶ τὰ κακὰ τὰ δικά μας ποὺ καλὰ τὰ γνωρίζουμε καὶ γιὰ τὰ ὁποῖα πρόκειται νὰ δώσουμε λόγο στὸν Θεό.

Γιατί ἁρπάζουμε τὸ δικαίωμα τῆς κρίσης τοῦ Θεοῦ;

Τί θέλουμε ἀπὸ τὸ πλάσμα του, τί θέλουμε ἀπὸ τὸν πλησίον;

Τί ζητᾶμε ἀπὸ τὰ βάρη τοῦ ἄλλου;

Ἔχουμε, ἀδελφοί, τί νὰ φροντίσουμε. Ὁ καθεὶς ἂς προσέχει τὸν ἑαυτό του καὶ τὶς δικές του κακίες.

Ἡ ἐξουσία νὰ δικαιώνει καὶ νὰ καταδικάζει, ἀνήκει μόνο στὸν Θεό, ποὺ γνωρίζει καὶ τὴν κατάσταση τοῦ καθενὸς καὶ τὴ δύναμη, τὸν τρόπο τῆς ζωῆς καὶ τὰ χαρίσματά του, τὴν ἰδιοσυγκρασία καὶ τὶς ἱκανότητές του, ἀνήκει στὸν Θεὸ ποὺ κρίνει ἀνάλογα μὲ τὸ καθένα ἀπ᾿ αὐτά, ὅπως ὁ ἴδιος μόνος τὰ γνωρίζει».


ΤΟΜΟΣ Γ´

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι´

Περὶ διακρίσεως

2. Κάποιοι ἀδελφοὶ πῆγαν στὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο νὰ τοῦ ἀναφέρουν τὰ ὁράματα ποὺ ἔβλεπαν, καὶ νὰ πληροφορηθοῦν ἀπ᾿ αὐτὸν ἐὰν πρόκειται γιὰ ἀληθινὰ ὁράματα ἢ τὰ δημιουργοῦν οἱ δαίμονες.

Αὐτοὶ εἶχαν ἕνα γαϊδουράκι ποὺ τοὺς ψόφησε στὸν δρόμο.

Μόλις ἔφθασαν στὸν Γέροντα, πρόλαβε καὶ τοὺς εἶπε:

«Πῶς ψόφησε τὸ γαϊδουράκι στὸν δρόμο;»

«Ποῦ τὸ ξέρεις, ἀββᾶ;» τὸν ρώτησαν.

Κι ἐκεῖνος τοὺς εἶπε:

«Οἱ δαίμονες μοῦ τὸ φανέρωσαν».

«Μὰ κι ἐμεῖς -εἶπαν- γι᾿ αὐτὸ τὸ θέμα ἤρθαμε νὰ σὲ ρωτήσουμε, γιατὶ βλέπουμε ὁράματα καὶ πολλὲς φορὲς βγαίνουν ἀληθινά. Ἀλλὰ μὴ τυχὸν πέφτουμε σὲ πλάνη;»

Καὶ ὁ Γέροντας παίρνοντας ὡς παράδειγμα αὐτὸ ποὺ συνέβη μὲ τὸν ὄνο, τοὺς πληροφόρησε ὅτι προέρχονται ἀπό τους δαίμονες.

5. Κάποιος ἀδελφὸς εἶπε στὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο:

«Προσευχήσου γιὰ μένα».

Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ λέει:

«Οὔτε ἐγὼ σὲ σπλαχνίζομαι οὔτε ὁ Θεός, ἐὰν σὺ ὁ ἴδιος δὲν σπεύσεις μὲ ζῆλο νὰ ζητήσεις ἀπὸ τὸν Θεό».

6. Εἶπε ἐπίσης ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἐπιτρέπει να᾿ρθοῦν οἱ μεγάλοι πειρασμοὶ στὴ γενιὰ αὐτὴ ὅπως στὶς παλαιότερες, γιατὶ γνωρίζει ὅτι εἶναι ἀδύναμοι καὶ δὲν ἀντέχουν.

7. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος ὅτι θα᾿ ρθεῖ ἐποχή, ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ φέρονται ὅπως οἱ παράφρονες. Καὶ ὅταν θὰ βλέπουν κάποιον ποὺ δὲν θὰ συμπεριφέρεται ὡς παράφρων, θὰ τὰ βάζουν μαζί του καὶ θὰ τοῦ λένε: «Ἐσὺ εἶσαι τρελός», ἐπειδὴ δὲν εἶναι ὅμοιος μ᾿ αὐτούς.

19. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων:

«Ἐὰν κάποιος μοῦ εἶναι ὑπερβολικὰ ἀγαπητὸς ἀλλὰ καταλάβω ὅτι μὲ παρασύρει σὲ κάποιο ἐλάττωμα, κόβω ἀμέσως τὶς σχέσεις μου μαζί του».

33. Εἶπε ἐπίσης ὁ ἀββᾶς Δανιήλ:

«Ὅσο ἀκμάζει τὸ σῶμα, τόσο ἡ ψυχὴ ἀδυνατίζει, καὶ ὅσο τὸ σῶμα ἀδυνατίζει, τόσο ἡ ψυχὴ ἀκμάζει».

35. Ρωτήθηκε ὁ μακάριος Ἐπιφάνιος ἐὰν ἀρκεῖ ἕνας δίκαιος ἄνθρωπος γιὰ νὰ κινήσει τὸν Θεὸ σὲ εὐσπλαχνία, καὶ εἶπε:

«Ναί, γιατὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς εἶπε: Ψάξτε νὰ βρεῖτε ἕναν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος νὰ εἶναι στὴν πράξη δίκαιος καὶ εὐσεβῆς καὶ θὰ φανῶ σπλαχνικὸς γιὰ ὅλο τὸ λαό».

40. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας:

«Ἡ ἁπλότητα καὶ τὸ νὰ μὴν ἔχουμε περὶ πολλοῦ τὸν ἑαυτό μας, καθαρίζει τὴν καρδιὰ ἀπὸ τὴν πονηρία».

47. Ὁ ἴδιος εἶπε:

«Καμιά ἀρετὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀναμετρηθεῖ μὲ τὴν ἀρετή, νὰ μὴν ἐξουθενώνουμε τὸν ἄλλον».

50. Ρωτήθηκε ἀπὸ κάποιον ἡ ἀμμᾶς Θεοδώρα σχετικὰ μὲ τὰ ἀκούσματα ποὺ φθάνουν στ᾿ αὐτιά μας:

«Πῶς εἶναι δυνατὸν -εἶπε- ὅταν γενικὰ τ᾿ αὐτιά μας δέχονται λόγια κοσμικῶν ἀνθρώπων ἢ ὁποιαδήποτε ἄλλα ἄσχετα, νὰ παραμένουν προσανατολισμένα στὸν Θεὸ μόνο;»

Καὶ ἡ ἀμμᾶς τοῦ λέει:

«Ὅπως ἀκριβῶς ἂν κάθεσαι σὲ τραπέζι ὅπου ὑπάρχουν πολλὰ φαγητὰ καὶ τρῷς βέβαια, ἀλλὰ ὄχι μὲ εὐχαρίστηση, τὸ ἴδιο καὶ ὅταν κοσμικὰ λόγια φθάνουν στ᾿ αὐτιά σου, τὴν καρδιά σου νὰ ἔχεις στραμμένη στὸν Θεὸ καὶ μ᾿ αὐτὴ τὴ διάθεση δὲν θ᾿ ἀκοῦς μὲ εὐχαρίστηση καὶ δὲν παθαίνεις καμιὰ ζημιά».

64. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἰακώβ:

«Δὲν χρειάζονται τὰ λόγια μοναχά, γιατὶ πολλὰ λένε οἱ ἄνθρωποι τοῦτον τὸν καιρό, χρειάζονται ἔργα. Αὐτὸ εἶναι τὸ ζητούμενο καὶ ὄχι τὰ λίγα τὰ ἄκαρπα».

78. Ρωτήθηκε ὁ ἀββᾶς Μιῶς ἀπὸ ἕναν στρατιωτικὸ ἐὰν ὁ Θεὸς δέχεται τὸν μετανοημένο. Κι ἐκεῖνος ἀφοῦ τὸν κατήχησε λέγοντάς του πολλά, τὸν ρώτησε: «Πές μου, ἀγαπητέ, ἐὰν σχισθεῖ ἡ χλαίνη σου, τὴν πετᾷς;»

«Ὄχι, -εἶπε- τὴ ράβω πάλι καὶ τὴ χρησιμοποιῶ».

«Ἂν λοιπὸν ἐσὺ -τοῦ λέει ὁ Γέροντας- λυπᾶσαι τὸ ροῦχο σου, ὁ Θεὸς δὲν θὰ λυπηθεῖ τὸ δικό του πλάσμα;»

83. Ἕνας ἀδελφὸς συμβουλεύθηκε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:

«Διέπραξα -εἶπε- μεγάλη ἁμαρτία καὶ θέλω νὰ μπῶ σὲ κανόνα μετανοίας γιὰ τρία χρόνια».

Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ λέει:

«Πολύ εἶναι».

«Μήπως γιὰ ἕνα χρόνο;» ρωτάει ὁ ἀδελφός.

«Πολύ εἶναι» ἀπαντᾷ πάλι ὁ Γέροντας.

Αὐτοὶ ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ εἶπαν:

«Μέχρι σαράντα μέρες;»

Καὶ πάλι ὁ Γέροντας εἶπε:

«Εἶναι πολύ».

Καὶ πρόσθεσε:

«Ἐγὼ πιστεύω ὅτι ἐὰν ὁ ἄνθρωπος μετανοήσει μὲ ὅλη του τὴν καρδιὰ καὶ δὲν συνεχίσει νὰ κάνει τὴν ἁμαρτία, καὶ μέσα σὲ τρεῖς μέρες τὸν δέχεται ὁ Θεός».

96. Κάποιος ἀδελφὸς εἶπε στὸν ἀββᾶ Ποιμένα:

«Ἂν δῶ κάτι, τὸ βλέπεις σωστὸ νὰ μιλήσω γι᾿ αὐτό;»

Ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Εἶναι γραμμένο ὅτι ὅποιος ἐκφράσει γνώμη, πρὶν τοῦ δώσουν τὸν λόγο, προδίδει ἀμυαλοσύνη καὶ εἶναι ντροπή του. Ἂν σὲ ρωτήσουν, μίλησε, ἀλλιῶς σώπαινε».

102. Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:

«Ἐὰν βρεθεῖ ἕνας ἄνθρωπος νὰ κάνει κάποια ἁμαρτία καὶ μετανοήσει, θὰ τὸν συγχωρήσει ὁ Θεός;»

Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ λέει:

«Μά, ὁ Θεὸς ποὺ ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς ἀνθρώπους νὰ κάνουν αὐτό, πολὺ περισσότερο δὲν θὰ τὸ κάνει ὁ ἴδιος; Εἶναι γνωστὸ ὅτι στὸν Πέτρο ἔδωσε ἐντολή: Μέχρι ἑβδομήντα φορὲς τὸ ἑφτὰ νὰ συγχωροῦμε».

111. Ρώτησε κάποιος ἀδελφὸς τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:

«Τί εἶναι μετάνοια γιὰ τὴν ἁμαρτία;»

Καὶ ὁ Γέροντας ἀπάντησε: «Τὸ νὰ μὴν κάνει κανεὶς στὸ ἑξῆς τὴν ἁμαρτία. Γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο οἱ δίκαιοι ὀνομάσθηκαν ἄμεμπτοι, γιατὶ ἔπαυσαν νὰ ἁμαρτάνουν καὶ ἔγιναν δίκαιοι».

121. Ἄλλος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:

«Εἶναι προτιμότερο τὸ νὰ μιλάει κανεὶς ἢ νὰ σιωπᾷ;»

Ὁ Γέροντας εἶπε: «Ἐκεῖνος ποὺ μιλάει, ἐπειδὴ τὸ θέλει ὁ Θεός, καλὰ κάνει. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ σιωπᾷ, γιατὶ τὸ θέλει ὁ Θεός, ἐπίσης καλὰ κάνει».

147. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Παλλάδιος:

«Ἡ ψυχὴ ποὺ ἀσκεῖται κατὰ Θεὸν πρέπει ἢ νὰ μαθαίνει μὲ ἐμπιστοσύνη ἀκούγοντας ὅσα δὲν γνωρίζει, ἢ νὰ διδάσκει μὲ σαφήνεια ὅσα ἔμαθε μὲ τὴν πεῖρα. Ἂν κανένα ἀπὸ τὰ δυὸ δὲν θέλει, δὲν εἶναι στὰ καλά της. Γιατὶ εἶναι ἀρχὴ ἀπομάκρυνσης ἀπὸ τὸν Θεὸ ἡ χορτασιὰ τῆς διδασκαλίας καὶ ἡ ἀνορεξία νὰ ἀκούσει λόγο Θεοῦ, γιὰ τὸν ὁποῖο πάντοτε πεινάει ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀγαπάει τὸν Θεό».

155. Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Σισόη:

«Τί νὰ κάνω, ἀββᾶ, ποὺ ἔπεσα;»

«Σήκω πάνω πάλι» ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας.

«Σηκώθηκα -τοῦ λέει ὁ ἀδελφός- καὶ ξαναέπεσα».

«Σήκω ξανὰ καὶ ξανά», λέει ὁ Γέροντας.

Καὶ ρωτάει ὁ ἀδελφός: «Ὡς πότε;»

«Ἕως ὅτου -ἀποκρίνεται ὁ Γέροντας- σὲ βρεῖ ἡ ὥρα τοῦ θανάτου εἴτε στὸ καλὸ εἴτε στὴν πτώση. Γιατὶ σ᾿ ὅποια κατάσταση βρεθεῖ ὁ ἄνθρωπος, σ᾿ αὐτὴν καὶ φεύγει».

159.Ἔλεγε κάποιος ἀπὸ τοὺς Γέροντες:

«Παρεκάλεσα τὸν ἀββᾶ Σισόη νὰ μοῦ πεῖ ἕναν λόγο, καὶ μοῦ εἶπε ὅτι ὅσα μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ τὰ ἀποφύγει καὶ δὲν λαμβάνει τὰ μέτρα του, εἶναι σὰν νὰ προκαλεῖ τὴν ἁμαρτία».

173. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ὑπερέχιος:

«Ἀληθινὰ σοφὸς εἶναι ὄχι αὐτὸς ποὺ διδάσκει μὲ τὰ λόγια, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ παιδαγωγεῖ μὲ τὸ παράδειγμα».

189. Ρωτήθηκε Γέροντας:

«Ποιὸ εἶναι τὸ ἔργο τοῦ μοναχοῦ;»

Καὶ ἀπάντησε:

«Ἡ διάκριση».

192. Ρωτήθηκε Γέροντας:

«Τί πρέπει νὰ κάνει ὁ μοναχός;»

Καὶ εἶπε: «Νὰ ἐπιδιώκει κάθε τί τὸ καλὸ καὶ νὰ ἀπέχει ἀπὸ κάθε κακό».

196. Εἶπε Γέροντας:

«Τὸ νὰ βιάζει κανεὶς σ᾿ ὅλες τὶς περιπτώσεις τὸν ἑαυτό του, αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ».

197. Εἶπε Γέροντας:

«Μὴν κάνεις τίποτε, προτοῦ ἐξετάσεις τὴν καρδιά σου ἂν αὐτὸ ποὺ θέλεις νὰ κάνεις εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ».

204. Εἶπε Γέροντας:

«Νὰ μὴ θέλεις ν᾿ ἀποφεύγεις τὴν καταφρόνια ἀπὸ μέρους τῶν ἄλλων».

209. «Ὁ Θεὸς -εἶπε ἄλλος Γέροντας- ζητάει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τοῦτα: Τὸν νοῦ, τὸν λόγο καὶ τὴν πράξη».

212.Ὁ ἴδιος εἶπε:

«Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὰ ἑξῆς:

223. Εἶπε Γέροντας:

«Οι Προφῆτες ἔγραψαν τὰ βιβλία (τῆς Γραφῆς). Ἦρθαν κατόπιν οἱ Πατέρες καὶ τὰ ἐφάρμοσαν. Οἱ μεταγενέστεροι τὰ ἀποστήθισαν. Ἦρθε κι αὐτὴ ἡ γενεά, τὰ ἔγραψε καὶ τὰ τοποθέτησε στὰ ράφια, ὅπου μένουν ἀχρησιμοποίητα».

260. Εἶπε Γέροντας:

«Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἑκούσια προσφέρει τὸν ἑαυτό του σὲ θλίψη, πιστεύω ὅτι μεταξὺ τῶν μαρτύρων τὸν λογαριάζει ὁ Θεός. Γιατὶ τὰ δάκρυα τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ ὑπολογίζονται ὡς αἵμα».

302. Εἶπε Γέροντας:

«Τὸ ψέμα τὸ ἐκπροσωπεῖ ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος, ἐνῷ, ἀντίθετα, τὴν ἀλήθεια ὁ ἀναγεννημένος ἄνθρωπος».

303. Εἶπε ἐπίσης:

«Ἡ ρίζα τῶν καλῶν ἔργων εἶναι ἡ ἀλήθεια. Τὸ ψέμα εἶναι θάνατος».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ´

Εἶναι ἀνάγκη πάντοτε νὰ εἴμαστε νηφάλιοι

3. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος:

«Αὐτὸς ποὺ χτυπάει τὴ μάζα τοῦ σιδήρου, πιὸ μπροστὰ βάζει στὸ μυαλό του τί πρόκειται νὰ κάνει, δρεπάνι, μαχαῖρι, τσεκοῦρι;

Ἔτσι καὶ ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ ἔχουμε στὸ μυαλό μας ποιὰ ἀρετὴ ἐπιδιώκουμε, γιὰ νὰ μὴν πάει χαμένος ὁ κόπος μας».

4. Ἕνας ἀδελφὸς παρακάλεσε τὸν ἀββᾶ Ἀρσένιο νὰ ἀκούσει ἀπ᾿ τὸ στόμα του κάποιον λόγο.

Καὶ ὁ Γέροντας εἶπε:

«Νὰ ἀγωνίζεσαι μ᾿ ὅλη σου τὴ δύναμη γιὰ νὰ γίνεται ἡ ἐσωτερική σου ἐργασία ὅπως τὴ θέλει ὁ Θεός, καὶ ἔτσι θὰ κυριαρχήσεις καὶ στὰ πάθη ποὺ ἐκδηλώνονται ἐξωτερικά».

5. Εἶπε ἐπίσης:

«Ἂν ἀναζητήσουμε τὸν Θεό, θὰ μᾶς ἐμφανισθεῖ καί, ἂν τὸν κρατήσουμε, θὰ μείνει μαζί μας».

6. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Δανιήλ:

Μὲ κάλεσε κάποια φορὰ ὁ ἀββᾶς Ἀρσένιος καὶ μοῦ εἶπε:

«Ἀνάπαυσε τὸν πατέρα σου, ὥστε, ὅταν ἀπέλθει στὸν Κύριο, νὰ τὸν παρακαλέσει γιὰ χάρη σου καὶ νὰ ἔχεις προκοπή».

7. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων:

«Ὁ μοναχὸς δὲν πρέπει νὰ ἀφήσει τὴ συνείδησή του νὰ τὸν κατηγορήσει σὲ καμία περίπτωση».

8. Εἶπε ἐπίσης ὅτι:

«Χωρίς τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προχωρήσει ὁ ἄνθρωπος οὔτε σὲ μία ἀρετή».

9. Εἶπε ἄλλη φορὰ:

«Εἶναι ἀνάγκη ὁ ἄνθρωπος νὰ ἔχει ὅλη τὴν ὥρα στραμμένη τὴ σκέψη του στὸ ὅτι θὰ τὸν κρίνει ὁ Θεός».

13. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἁλώνιος:

«Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος δὲν πεῖ μέσ᾿ τὴν καρδιά του ὅτι σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο ἐγὼ μόνον καὶ ὁ Θεὸς εἴμαστε, δὲν θὰ βρεῖ ἀνάπαυση».

14. Εἶπε ἐπίσης:

«Ἐὰν θέλει ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ τὸ πρωὶ ὡς τὸ δειλινὸ φθάνει σὲ μέτρα θεϊκά».

18. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας:

«Ἡ ὀλιγωρία καὶ τὸ ὅτι κατακρίνουμε κάποιον μὲ τὸν λογισμό μας, δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ δοῦμε τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ».

22. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Πέτρος:

«Ὅποιος ἀναζητεῖ τὸν Κύριό με πόνο καρδιᾶς, θὰ εἰσακουσθεῖ αὐτός, καὶ ὅ,τι ζητήσει μὲ ἐπίγνωση καὶ φροντίδα καὶ πόνο καρδιᾶς, ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε τί κοσμικὸ καὶ φροντίζοντας γιὰ τὴν ψυχή του πῶς θὰ τὴν παραστήσει στὸ βῆμα τοῦ Κυρίου ἀκατάκριτη, σ᾿ αὐτὸν θὰ τὰ δώσει ὁ Κύριος».

23. Ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος τοῦ Ἐνάτου εἶπε:

«Ἐὰν λογαριάσει ὁ Θεὸς τὴν ἀμέλειά μας στὶς προσευχὲς καὶ τὴν αἰχμαλωσία τοῦ νοῦ σὲ λογισμοὺς τὶς ὦρες τῆς ψαλμῳδίας, σωτηρία μὴν περιμένουμε».

24. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος τῆς Σκήτης:

«Ἔρχεται ὁ λογισμός, μὲ ταράζει καὶ μὲ ἀπασχολεῖ, δὲν ἔχει βέβαια τὴ δύναμη νὰ προχωρήσει στὴν πράξη, ἀλλὰ ὡστόσο γίνεται ἐμπόδιο στὴν ἀρετή. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ποὺ ἐπαγρυπνεῖ στὴν ψυχή του, πετάει πέρα τὸν λογισμὸ καὶ σηκώνεται γιὰ προσευχή».

27. Εἶπε ἡ ἀμμᾶς Θεοδώρα:

«Ἦταν κάποιος μοναχὸς ὁ ὁποῖος, ἐπειδὴ εἶχε πολλοὺς πειρασμούς, εἶπε:

«Θὰ φύγω ἀπὸ δῶ».

Καὶ μόλις ἔβαλε τὰ πέδιλά του, βλέπει καὶ κάποιον ἄλλον ἄνθρωπο νὰ φοράει τὰ δικά του πέδιλα καὶ νὰ τοῦ λέει:

«Ἐξαιτίας μου δὲν φεύγεις; Νά, ποὺ ἐγὼ θὰ πηγαίνω μπροστὰ ἀπὸ σένα, ὅπου κι ἂν πᾶς».

45. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μακάριος ὁ Μέγας:

«Ὁφείλει ἡ ψυχὴ τὶς ὦρες τῆς ψαλμῳδίας νὰ συμμαζεύει τοὺς λογισμούς της μὲ κατάνυξη καὶ τίποτε ἄλλο νὰ μὴν ἔχει στὸν νοῦ παρὰ τὴν ἀναμονὴ τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἀγάπη της τὴν ἔμφυτη νὰ τὴν διαφυλάττει γι᾿ αὐτὸν καὶ μόνο.

Καὶ ὅπως ἀκριβῶς ἡ μητέρα μαζεύει τὰ παιδιὰ στὸ σπίτι, γιὰ νὰ τὰ διδάξει καὶ νὰ τὰ συμβουλεύσει, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ ἔχει χρέος τοὺς λογισμούς της ποὺ περιπλανῶνται ἐδῶ κι ἐκεῖ, νὰ τοὺς συμμαζεύει ἀπὸ παντοῦ σὰν δικά της τέκνα, ἔστω κι ἂν ἡ ἁμαρτία τοὺς διασκορπίζει, ὥστε ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπ᾿ αὐτὴν ἀκατάπαυστα νὰ συμμαζεύει τοὺς λογισμοὺς καὶ νὰ ἀναμένει τὸν Κύριο μὲ πίστη βεβαία, γιὰ νὰ ἔρθει καὶ νὰ τῆς διδάξει τὴν ἀληθινὴ προσευχή, τὴν ἀπερίσπαστη ἀπὸ τὴν ἀναζήτηση Αὐτοῦ καὶ μόνον».

46. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μωυσῆς:

«Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ μπεῖ στὸν στρατὸ τοῦ Χριστοῦ, ἂν δὲν γίνει σὰν φωτιὰ ὅλος, ἂν δὲν καταφρονήσει τὴ δόξα καὶ τὴν καλοπέραση, ἂν δὲν ξεριζώσει τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν τηρήσει ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ».

48. Εἶπε ἐπίσης:

«Ὁφείλει ὁ ἄνθρωπος νὰ νεκρώσει τὸν ἑαυτό του ὡς πρὸς κάθε τί ἁμαρτωλό, προτοῦ χωρισθεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, γιὰ νὰ μὴν κάνει ζημιὰ σὲ κανένα ἄνθρωπο».

61. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμένας:

«Ἡ πονηριὰ τῶν ἀνθρώπων εἶναι κρυμμένη πίσω τους».

65. Εἶπε ἐπίσης:

«Οἱ ἑξῆς τρεῖς ἀρχὲς εἶναι χρήσιμες: Τὸ νὰ φοβᾶσαι τὸν Κύριο, νὰ προσεύχεσαι καὶ νὰ κάνεις τὸ καλὸ στὸν πλησίον».

77. Ρώτησαν κάποτε τὸν ἀββᾶ Σιλουανό:

«Τί εἴδους ἀσκήσεις ἔκανες, πάτερ, γιὰ νὰ ἀποκτήσεις τὴ φρόνηση αὐτή;»

Καὶ ἀποκρίθηκε:

«Ποτέ δὲν ἄφησα στὴν καρδιά μου λογισμὸ ποὺ παροργίζει τὸν Θεό».

78. Ρώτησε ὁ ἀββᾶς Μωυσῆς τὸν ἀββᾶ Σιλουανό:

«Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος κάθε μέρα νὰ βάζει ἀρχή;»

Καὶ ὁ Γέροντας εἶπε:

«Ἐὰν εἶναι ἀγωνιστής, μπορεῖ καὶ κάθε ὥρα νὰ βάζει ἀρχή».

81. Εἶπε ἡ μακαρία Συγκλητική:

«Τέκνα μου, ὅλοι γνωρίζουμε τὸν τρόπο νὰ σωθοῦμε, ἀλλὰ ἐξαιτίας τῆς ἀμελείας μας μένουμε πίσω στὴ σωτηρία».

84. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ὑπερέχιος:

«Ἡ σκέψη σου ἂς εἶναι παντοτινὰ στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καὶ γρήγορα θὰ τὴν κληρονομήσεις».

85. Εἶπε ἀκόμη:

«Ἡ ζωὴ τοῦ μοναχοῦ ἂς μιμεῖται τὴ ζωὴ τῶν ἀγγέλων καὶ νὰ κατακαίει τὴν ἁμαρτία».

97. Εἶπε Γέροντας:

«Ὅπως κανένας δὲν μπορεῖ νὰ βλάψει αὐτὸν ποὺ στέκεται κοντὰ στὸν βασιλιά, ἔτσι οὔτε ὁ Σατανᾶς μπορεῖ νὰ κάνει κάτι εἰς βάρος μας, ἂν ἡ ψυχή μας εἶναι κοντὰ στὸν Θεό. Γιατὶ λέει: «Πλησιάστε με καὶ θὰ σᾶς πλησιάσω κι ἐγώ».

Ἀλλὰ ἐπειδὴ συνεχῶς παίρνουν ἀέρα τὰ μυαλά μας, εὔκολα ἁρπάζει ὁ ἐχθρὸς τὴν ταλαίπωρη ψυχή μας καὶ τὴ ρίχνει στὰ ἄτιμα πάθη».

99. Ἔλεγαν γιὰ κάποιον Γέροντα ὅτι ὅταν τοῦ ἔλεγε ὁ λογισμός:

«Ἄσε τὴν σημερινὴ ἡμέρα καὶ αὔριο μετανοεῖς», ἀντέκρουε τὸν λογισμὸ λέγοντας:

«Ὄχι, σήμερα θὰ μετανοήσω καὶ αὔριο ἂς γίνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ».

119. Εἶπε Γέροντας:

«Να σκέφτεσαι πάντοτε τὰ καλά, γιὰ νὰ τὰ κάνεις καὶ πράξη. Καμιὰ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου δὲν ξεφεύγει ἀπὸ τὸν Θεό.

Νὰ κρατᾷς τὸν νοῦ σου καθαρὸ ἀπὸ κάθε κακό».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙB´

Γιὰ τὴν ἀδιάλειπτη καὶ νηφάλια προσευχὴ

8. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Εὐάγριος:

«Εἶναι μεγάλη ὑπόθεση νὰ προσεύχεται ὁ ἄνθρωπος χωρὶς νὰ περισπᾶται καὶ μεγαλύτερη εἶναι νὰ ψάλλει χωρὶς νὰ περισπᾶται».

9. Εἶπε πάλι:

«Ὅταν ἐμφανισθεῖ στὴν καρδιά σου λογισμὸς ποὺ σὲ καταπολεμεῖ, μὴ ζητᾷς στὴν προσευχή σου ἄλλα ἀντ᾿ ἄλλων, ἀλλὰ ἀκόνιζε ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ τὸ ξίφος τῶν δακρύων».

15. Ρώτησαν κάποιοι τὸν ἀββᾶ Μακάριο:

«Πῶς πρέπει νὰ προσευχόμαστε;»

Καὶ ὁ Γέροντας τοὺς εἶπε: «Δὲν χρειάζεται νὰ φλυαροῦμε, ἀλλὰ νὰ ὑψώνουμε τὰ χέρια καὶ νὰ λέμε: «Κύριε, ὅπως θέλεις καὶ ὅπως γνωρίζεις, ἐλέησέ με». Καὶ ἂν προμηνύεται πόλεμος: «Κύριε, βοήθει με», καὶ γνωρίζει ὁ ἴδιος τί μᾶς συμφέρει καὶ θὰ μᾶς ἐλεήσει».

16. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μωυσῆς:

«Ἐὰν δὲν συμφωνήσει ἡ πράξη μὲ τὴν προσευχή, εἶναι χαμένος ὁ κόπος σου».

Καὶ τὸν ρώτησε ἄλλος ἀδελφός:

«Και τί σημαίνει νὰ συμφωνεῖ πράξη καὶ προσευχή;»

«Σημαίνει -εἶπε ὁ Γέροντας- αὐτὰ γιὰ τὰ ὁποῖα προσευχόμαστε νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ὁ Θεός, νὰ μὴν τὰ κάνουμε πιά. Γιατὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος παραιτεῖται ἀπὸ τὰ θελήματά του, τότε ὁ Θεὸς γίνεται φίλος του καὶ δέχεται τὴν προσευχὴ τού».

22. Εἶπε πάλι:

«Γιὰ κάθε τί ποὺ θὰ τὸ ὑπομείνεις μὲ φιλόσοφη διάθεση, θὰ βρεῖς τὸν καρπό του στὴν ὥρα τῆς προσευχής».

23. Εἶπε ἐπίσης:

«Ἐὰν ἐπιθυμεῖς νὰ προσευχηθεῖς, ὅπως πρέπει, μὴ λυπήσεις καμιὰ ψυχή, ἀλλιῶς, χαμένος ὁ κόπος σου».

24. «Νὰ μὴ θέλεις οἱ ὑποθέσεις σου νὰ προχωροῦν, ὅπως ἐσὺ νομίζεις, ἀλλὰ ὅπως ἀρέσει στὸν Θεό. Ἔτσι θὰ εἶσαι ἀτάραχος καὶ θὰ εὐχαριστεῖς στὴν προσευχή σου τὸν Θεό».

28. Ἔλεγαν γιὰ κάποιον Γέροντα ὅτι ἐπὶ τέσσερις μῆνες ἐπισκεπτόταν κάποιον ἀδελφὸ στὴ Σκήτη καὶ οὔτε μία φορὰ δὲν τὸν βρῆκε εὔκαιρο. Κάποια ἄλλη φορὰ ποὺ τὸν ἐπισκέφθηκε πάλι καὶ στάθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα, τὸν ἄκουσε θρηνώντας νὰ λέει:

«Κύριε, μήπως δὲν φτάνει στὰ αὐτιά σου ἡ κραυγή μου; Ἐλέησέ με, γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου εἶναι ποὺ μοχθῶ ἔτσι παρακαλώντας σε».

34. Εἶπε Γέροντας:

«Ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσέχει νὰ μὴν βλάψει τὸν πλησίον, τότε ἐνθαρρύνεται ὁ λογισμός του ὅτι ἡ προσευχή του ἔγινε δεκτὴ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἂν ὅμως βλάψει τὸν πλησίον, ἡ προσευχή του γίνεται σιχαμερὴ καὶ εἶναι ἀπαράδεκτη. Γιατὶ ὁ στεναγμὸς τοῦ ἀδικημένου δὲν πρόκειται νὰ ἀφήσει τὴν προσευχὴ τοῦ ἄδικου ἀνθρώπου νὰ φθάσει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ».

35. Εἶπε ἐπίσης:

«Ἐὰν ἀκούσεις γιὰ κάποιον ὅτι σὲ ἔβρισε, καὶ σὲ ἐπισκεφθεῖ, μὴν τοῦ δείξεις ὅτι τό ᾿μαθες, ἀλλὰ χαριτολόγησε μαζί του καὶ καλοσύνεψε τὸ πρόσωπό σου ἀπέναντί του, γιὰ νὰ ἔχεις παρρησία στὴν προσευχὴ σου».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ´

Εἶναι ἀνάγκη νὰ φιλοξενοῦμε καὶ νὰ ἐλεοῦμε μὲ ἱλαρότητα

1. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀπολλὼς γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τῶν ἀδελφῶν:

«Καθὼς ἔρχονται οἱ ἀδελφοί, πρέπει νὰ ὑποκλινόμαστε μὲ σεβασμό, τὴν ὥρα ἐκείνη στὸν Θεὸ ὑποκλινόμαστε καὶ ὄχι σ᾿ αὐτούς. Γιατὶ λέει «εἶδες τὸν ἀδελφό σου, εἶδες τὸν Θεό σου». Καὶ αὐτό, κατὰ τὴ μαρτυρία τῆς Γραφῆς, τὸ ἔχουμε παραλάβει ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ. Ἀκόμη ὅταν τοὺς ὑποδέχεστε, νὰ σπεύδετε μ᾿ ὅλη σας τὴν καλὴ διάθεση νὰ τοὺς ἀναπαύσετε. Καὶ αὐτὸ τὸ γνωρίζουμε ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Λὼτ ποὺ μὲ τὴν ἐπιμονή του φιλοξένησε τοὺς ἀγγέλους».

2. Ἔλεγε ὁ μακαριστὸς Ἐπιφάνιος ὅτι μὲ πάρα πολὺ μικρὸ ἀντάλλαγμα πουλάει ὁ Θεὸς τὰ ἀγαθά του σ᾿ ἐκείνους ποὺ σπεύδουν νὰ τὰ ἀγοράσουν, γιὰ ἕνα κομματάκι ψωμί, ἕνα τιποτένιο ροῦχο, ἕνα ποτῆρι κρύο νερό, ἕναν ὀβολό.

Πρόσθετε καὶ τοῦτο: Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δανείζεται ἀπὸ ἄλλον ἄνθρωπο, εἴτε γιατὶ εἶναι πολὺ φτωχὸς εἴτε γιὰ νὰ βελτιώσει κάπως τὴ ζωή του, τὴν ὥρα ποὺ ἐπιστρέφει τὸ δάνειο ἐκφράζει βέβαια τὴν μεγάλη του εὐγνωμοσύνη, ἀλλὰ τὸ ἐξοφλεῖ κρυφά, ἐπειδὴ ντρέπεται. Ἐνῷ ὁ δεσπότης Θεὸς ἐνεργεῖ ἀντίστροφα. Δανείζεται κρυφὰ ἀλλὰ τὰ ἐπιστρέφει ἐνώπιον ἀγγέλων, ἀρχαγγέλων καὶ δικαίων ψυχῶν.

13. Ἀδελφὸς εἶπε στὸν ἀββᾶ Ποιμένα:

«Ἐὰν δώσω στὸν ἀδελφό μου λίγο ψωμὶ ἢ κάτι ἄλλο, οἱ δαίμονες μολύνουν τὴν πράξη αὐτὴ σὰν νὰ γίνεται ἀπὸ ἀνθρωπαρέσκεια».

Ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας:

«Κι ἂν ἀκόμη γίνεται ἀπὸ ἀνθρωπαρέσκεια, ἐμεῖς θὰ δώσουμε στὸν ἀδελφὸ ὅ,τι χρειάζεται».

Καὶ τοῦ εἶπε τὴν ἑξῆς παραβολή:

«Δυὸ ἄνθρωποι ἦσαν γεωργοὶ καὶ κατοικοῦσαν στὴν ἴδια πόλη. Ὁ ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς ἔσπειρε καὶ εἶχε λίγη σοδειὰ καὶ ἀκάθαρτη. Ὁ ἄλλος ἀμέλησε καὶ δὲν ἔσπειρε, γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶχε καθόλου σοδειά. Ἂν ἔπεφτε πεῖνα, ποιὸς ἀπὸ τοὺς δυὸ θὰ εἶχε νὰ ζήσει;»

«Αὐτὸς ποὺ ἔβγαλε τὴ λίγη καὶ ἀκάθαρτη σοδειὰ» ἀποκρίθηκε ὁ ἀδελφός.

«Ἔτσι λοιπὸν κι ἐμεῖς -λέει ὁ Γέροντας- ἂς σπέρνουμε λίγα, ἔστω καὶ ἀκάθαρτα, γιὰ νὰ μὴν πεθάνουμε ἀπὸ τὴν πείνα».

14. Ἀδελφὸς ἐπισκέφθηκε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα μετὰ ἀπὸ τὶς δυὸ πρῶτες ἑβδομάδες τῆς Σαρακοστῆς. Ἐξαγόρευσε τοὺς λογισμούς του καὶ καθὼς ἀναπαύθηκε ἡ ψυχή του, τοῦ λέει:

«Παρά λίγο θὰ ἐμπόδιζα τὸν ἑαυτό μου νὰ ἔρθει σήμερα ἐδῶ».

«Γιατί;» τὸν ρωτᾷ ὁ Γέροντας.

«Σκέφθηκα -τοῦ λέει ὁ ἀδελφός- μὴν τυχὸν δὲν μοῦ ἀνοίξετε, ἐπειδὴ εἶναι ἡ περίοδος τῆς Σαρακοστῆς».

Καὶ ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν ἀποκρίνεται:

«Ἐμεῖς δὲν μάθαμε νὰ κλείνουμε τὴν ξύλινη θύρα, ἀλλὰ μᾶλλον τὴ θύρα τῆς γλώσσας».

15. Παρακάλεσε ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος τῆς Φέρμης τὸν ἀββᾶ Παμβώ:

«Πές μου ἕναν λόγο».

Καὶ μὲ πολλὴ δυσκολία ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε: «Θεόδωρε, πήγαινε καὶ νά ᾿σαι σπλαχνικὸς πρὸς ὅλους. Γιατὶ ἡ εὐσπλαχνία βρίσκει πάντα παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ».

26. Ἀδελφὸς ἐπισκέφθηκε κάποιον ἀναχωρητὴ καὶ φεύγοντας τοῦ λέει:

«Συγχώρεσέ με, ἀββᾶ, γιατὶ σὲ ἐμπόδισα ἀπὸ τὸν κανόνα σου».

«Ὁ δικός μου κανόνας -ἀποκρίθηκε- εἶναι νὰ σὲ ἀναπαύσω καὶ νὰ σὲ στείλω εἰρηνικό».

27. Κάποιος ἀναχωρητὴς ἔμενε πολὺ κοντά σε κοινόβιο καὶ ἔκανε πολλὴ ἄσκηση.

Συνέβη νὰ πᾶνε κάποιοι στὸ κοινόβιο καὶ πίεσαν κι αὐτὸν νὰ φάει ἐκτὸς τῆς ὁρισμένης ὥρας του.

Κατόπιν τὸν ρώτησαν οἱ ἀδελφοί:

«Τὴν ὥρα ἐκείνη δὲν στενοχωρήθηκες, ἀββᾶ;»

Κι ἐκεῖνος εἶπε:

«Ἡ στενοχώρια ἡ δική μου εἶναι, ἂν κάνω τὸ δικό μου θέλημα».

31. Δυὸ ἀδελφοὶ ἐπισκέφθηκαν κάποτε ἕναν Γέροντα, ὁ ὁποῖος συνήθιζε νὰ μὴν τρώει κάθε μέρα. Ὅταν ὅμως εἶδε τοὺς ἀδελφοὺς χάρηκε καὶ εἶπε ὅτι ἡ νηστεία ἔχει μισθό, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ τρώει χάριν τῆς ἀγάπης ἐκπληρώνει δυὸ ἐντολές, μία γιατὶ παραιτεῖται ἀπὸ τὸ δικό του θέλημα καὶ ἄλλη γιατὶ ἐφαρμόζει τὴν κατεξοχὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ἀναπαύοντας τοὺς ἀδελφούς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΔ´

Περὶ ὑπακοῆς

1. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος:

«Ἡ ὑπακοὴ ποὺ συνοδεύεται μὲ τὴν ἐγκράτεια ὑποτάσσει θηρία».

9. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Σιλουανὸ ὅτι εἶχε ἕναν μαθητή, ποὺ τὸν ἔλεγαν Μᾶρκο. Αὐτὸς εἶχε μεγάλη ὑπακοὴ καὶ ἦταν καλλιγράφος. Ὁ Γέροντας τὸν ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα γιὰ τὴν ὑπακοή του. Εἶχε καὶ ἄλλους ἕνδεκα μαθητές, οἱ ὁποῖοι στενοχωροῦνταν, γιατὶ αὐτὸν τὸν ἀγαποῦσε παραπάνω ἀπ᾿ αὐτούς.

Τὸ ἔμαθαν οἱ Γέροντες καὶ λυπήθηκαν. Πῆγαν λοιπὸν κάποια μέρα καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν ἐλέγχουν. Τοὺς πῆρε μαζί του, βγῆκαν ἔξω καὶ κτύπησε ἕνα - ἕνα τὰ κελιὰ λέγοντας:

«Ἀδελφὲ τάδε, ἔλα, γιατὶ σὲ χρειάζομαι».

Ἀλλὰ κανεὶς ἀπ᾿ αὐτοὺς δὲν τὸν ἀκολούθησε ἀμέσως.

Πῆγε καὶ στὸ κελὶ τοῦ Μάρκου καὶ κτύπησε λέγοντας:

«Μᾶρκο».

Ἐκεῖνος μόλις ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Γέροντα, ἀμέσως πήδησε ἔξω, καὶ τὸν ἔστειλε σὲ διακονία.

Λέει τότε στοὺς Γέροντες:

«Ποῦ εἶναι οἱ ἄλλοι ἀδελφοί, Πατέρες;»

Μπῆκε κατόπιν στὸ κελὶ τοῦ ἀδελφοῦ νὰ δεῖ τὴν καλλιγραφία ποὺ ἔκανε, καὶ παρατήρησε ὅτι εἶχε ξεκινήσει νὰ κάνει τὸ ὄμικρον ἀλλὰ μόλις ἄκουσε τὸν Γέροντα, δὲν ἔστριψε τὴν πέννα νὰ τὸ ὁλοκληρώσει. Τοῦ εἶπαν τότε οἱ Γέροντες:

«Πράγματι, αὐτὸν ποὺ ἐσὺ ἀγαπᾷς, ἀββᾶ, αὐτὸν καὶ ἐμεῖς ἀγαποῦμε, γιατὶ καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἀγαπᾶ».

13. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μιῶς, ὅτι ἡ ἀληθινὴ ὑπακοὴ ἔχει ἀντάλλαγμα τὴν ὑπακοή. Ὅταν κανεὶς ὑπακούει στὸν Θεό, τὸν ἀκούει καὶ ὁ Θεός.

14. Ὁ ἀββᾶς Μωυσῆς εἶπε σ᾿ ἕναν ἀδελφό:

«Ἂς ἀποκτήσουμε τὴν ὑπακοή, ἡ ὁποία γεννάει τὴν ταπείνωση, τὴν ὑπομονή, τὴ μακροθυμία, τὴν κατάνυξη, τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς καὶ πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, καὶ αὐτὰ εἶναι τὰ πολεμικά μας ὅπλα».

15. Εἶπε ἐπίσης:

«Ἐμπρός, ἀδελφέ, γιὰ τὴν ἀληθινὴ ὑπακοή.

Γιατὶ αὐτὸς ποὺ ἔχει καλὴ ὑπακοή, ἤδη ἔχει ἐφαρμόσει ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ».

16. Εἶπε πάλι:

«Μοναχὸς νηστευτὴς ποὺ εἶναι ὑποτακτικός σε πνευματικὸ πατέρα, ἀλλὰ δὲν ἔχει ὑπακοὴ καὶ ταπείνωση, αὐτὸς ὁ μοναχὸς δὲν θὰ ἀποκτήσει καμιὰ ἀρετή, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ ξέρει τί θὰ πεῖ μοναχός».

25. Εἶπε ἡ ἀμμᾶς Συγκλητική:

«Ἐφόσον εἴμαστε σὲ κοινόβιο, τὸ προβάδισμα τὸ δίνουμε στὴν ὑπακοὴ μᾶλλον καὶ ὄχι στὴν ἄσκηση. Γιατὶ αὐτὴ κατευθύνει στὴν ὑπερηφάνεια, ἐνῷ ἡ ὑπακοὴ στὴν ταπεινοφροσύνη».

26. Εἶπε ἐπίσης:

«Πρέπει μὲ διάκριση νὰ διευθετοῦμε τὰ πράγματα τῆς ψυχῆς. Ἔτσι, μένοντας σὲ κοινόβιο μὴν ἐπιδιώκουμε ὅ,τι ἀρέσει σὲ μᾶς, οὔτε νὰ ὑπηρετοῦμε τὴ δική μας γνώμη, ἀλλὰ νὰ πειθαρχοῦμε στὸν πνευματικό μας πατέρα ποὺ τοῦ ἐμπιστευθήκαμε. Παραδώσαμε τὸν ἑαυτό μας σὲ ἐξορία, δηλαδὴ ἀποξενωθήκαμε ἀπὸ τὶς κοσμικὲς φροντίδες. Ἀπ᾿ ὅ,τι ἀποξενωθήκαμε, μὴν ἀναζητοῦμε τὰ ἴδια. Ἐκεῖ εἴχαμε δόξα, ἐδῶ ἀτιμία, ἐκεῖ ἀφθονία τροφῶν, ἐδῶ καὶ τοῦ ψωμιοῦ ἀκόμη τὴ στέρηση».

27. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ὑπερέχιος:

«Θησαυρός μεγάλης ἀξίας εἶναι ἡ ὑπακοὴ τοῦ μοναχοῦ. Αὐτὸς ποὺ τὴν ἔχει θὰ εἰσακουσθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ θαρρετὰ θὰ σταθεῖ δίπλα στὸν Ἐσταυρωμένο. Γιατὶ ὁ Ἐσταυρωμένος Κύριος ὑπάκουσε μέχρι θανάτου».

29. Ἔλεγαν οἱ Γέροντες ὅτι ἐὰν κάποιος ἔχει ἐμπιστοσύνη σ᾿ ἕναν πνευματικὸ πατέρα καὶ παραδίνει τὸν ἑαυτόν του σ᾿ αὐτὸν διὰ τῆς ὑπακοῆς, δὲν ἔχει ἀνάγκη νά᾿ναι στραμμένη ἡ προσοχή του στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ στὸν πατέρα του νὰ καταθέτει τὰ θελήματά του καὶ δὲν θὰ τὸν κατηγορήσει ὁ Θεός. Γιατὶ τίποτε δὲν ζητάει ὁ Θεὸς τόσο ἀπὸ τοὺς ἀρχαρίους, ὅσο τὸν μεγάλο κόπο τῆς ὑπακοῆς.

35. Εἶπε Γέροντας:

«Ἀδελφοί, ἀπὸ τὰ πρῶτα ποὺ εἶπε ὁ Σωτῆρας στοὺς μαθητές του ἦταν ὅτι θὰ ἔχετε θλίψη καὶ στενοχώρια. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἀποφεύγει τὴν ἀρχή, χάνει τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἀκριβῶς στὰ παιδιὰ προσφέρονται τὰ γράμματα καὶ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς μόρφωσης, ὥστε νὰ ἀποκτήσουν καὶ τὴν γνώση, ἔτσι καὶ ὁ μοναχὸς μένοντας ὑπάκουος μέσα σὲ κόπους καὶ σὲ θλίψεις, γίνεται συγκληρονόμος Χριστοῦ καὶ υἱὸς τοῦ Θεοῦ.

36. Εἶπε Γέροντας:

«Αὐτὰ ζητάει ὁ Θεὸς ἀπὸ τοὺς χριστιανούς:

Νὰ ὑπακούει ὁ χριστιανὸς στὶς ἅγιες Γραφές, αὐτὰ ποὺ λέγονται νὰ τὰ ἐφαρμόζει καὶ νὰ πειθαρχεῖ στοὺς ὀρθόδοξους ποιμένες καὶ Πατέρες».

39. Κάποιος ἀδελφὸς ποὺ ἦταν ὑποταγμένος, ἔτσι ὅπως ὁ Θεὸς θέλει, σὲ πνευματικὸ καὶ ἅγιο Γέροντα, τοῦ εἶπε μία μέρα:

«Πάτερ, ἐπειδὴ ἡ ἁγία Γραφὴ λέει ὅτι περνώντας μέσα ἀπὸ πολλὲς θλίψεις θὰ εἰσέλθουμε στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, καὶ βλέπω ὅτι ἐγὼ δὲν ἔχω καμιὰ θλίψη, τί πρέπει νὰ κάνω, μὴν τυχὸν χάσω τὴν ψυχή μου;»

Ὁ Γέροντας τὰ ἄκουσε καὶ τοῦ λέει:

«Να μὴν στενοχωριέσαι καθόλου, ἐσὺ δὲν ἔχεις εὐθύνη. Καθένας, ποὺ βάζει τὸν ἑαυτό του σὲ ὑπακοὴ στοὺς Πατέρες, αὐτὴ τὴν ἀμεριμνία καὶ τὴν ἀνάπαυση ἐξασφαλίζει».

ΤΟΜΟΣ Δ´

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΕ´

Περὶ ταπεινοφροσύνης

1. Ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος βυθίζοντας κάποια φορὰ βαθιὰ τὴ σκέψη του στοῦ Θεοῦ τὴν κρίση ζήτησε νὰ μάθει:

«Κύριε, εἶπε, πῶς μερικοὶ ζοῦν λίγα χρόνια καὶ πεθαίνουν, ἐνῷ ἄλλοι φτάνουν στὰ βαθιὰ γεράματα; Γιατὶ κάποιοι ζοῦν μέσα στὴ φτώχεια καὶ ἄλλοι πλουτίζουν; Καὶ πῶς συμβαίνει ἄδικοι νὰ πλουτίζουν καὶ δίκαιοι ἄνθρωποι νά᾿ναι φτωχοί;»

Ἄκουσε τότε μιὰ φωνὴ νὰ τοῦ λέει:

«Ἀντώνιε, τὸν ἑαυτό σου πρόσεχε. Αὐτὰ εἶναι κρίματα Θεοῦ καὶ δὲν σοῦ συμφέρει νὰ τὰ μάθεις».

2. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος στὸν ἀββᾶ Ποιμένα ὅτι ἡ σπουδαιότερη ἐργασία ποὺ ἔχει νὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος εἶναι νὰ ἀναλαμβάνει τὴν εὐθύνη τῶν σφαλμάτων του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀναμένει πειρασμὸ μέχρι τελευταίας του πνοῆς.

3. Εἶπε ἐπίσης:

«Εἶδα ὅλες τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου ἁπλωμένες πάνω στὴ γῆ καὶ στενάζοντας εἶπα: Ποιὸς ἄραγε μπορεῖ νὰ τὶς προσπεράσει αὐτές; Καὶ ἄκουσα μία φωνὴ νὰ μοῦ λέει: Ἡ ταπεινοφροσύνη».

4. Ὅποιος δὲν δοκιμάσθηκε σὲ πειρασμοὺς -εἶπε ἄλλη φορὰ- δὲν θὰ μπορέσει νὰ μπεῖ στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

5. Ἐπισκέφθηκαν κάποτε Γέροντες τὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο, μαζί τους ἦταν καὶ ὁ ἀββᾶς Ἰωσήφ.

Θέλοντας ὁ Γέροντας νὰ τοὺς δοκιμάσει, τοὺς εἶπε ἕνα ρητὸ ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ ἄρχισε ἀπὸ τοὺς νεώτερους νὰ τοὺς ρωτάει ποιὸ εἶναι τὸ νόημά του.

Ὁ καθένας ἔλεγε ὅπως τὸ καταλάβαινε, καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντοῦσε:

«Δὲν τὸ βρῆκες».

Τελευταῖο ἀπ᾿ ὅλους ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ἰωσήφ:

«Ἐσὺ τί νομίζεις ὅτι σημαίνει ὁ λόγος αὐτός;»

«Δὲν γνωρίζω» ἀπάντησε ἐκεῖνος.

Λέει τότε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος:

«Ὁπωσδήποτε ὁ ἀββᾶς Ἰωσὴφ βρῆκε τὸν δρόμο, γιατὶ εἶπε: δὲν γνωρίζω».

6. Ἔκαναν ἕφοδο κάποτε οἱ δαίμονες στὸν ἀββᾶ Ἀρσένιο μέσα στὸ κελί του καὶ τὸν ταλαιπωροῦσαν.

Ἔφθασαν κάποια στιγμὴ οἱ διακονητές του καὶ καθὼς ἦσαν ἔξω ἀπὸ τὸ κελί, τὸν ἄκουσαν νὰ κραυγάζει πρὸς τὸν Θεὸ καὶ νὰ λέει:

«Θεέ μου, μὴ μὲ ἐγκαταλείψεις. Δὲν ἔκανα τίποτε τὸ καλὸ ἐνώπιόν σου ἀλλὰ βοήθησέ με κατὰ τὴν ἀγαθότητά σου νὰ βάλω ἀρχή».

23. Ρωτήθηκε ὁ ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς τί εἶναι «ἡ στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδός». Καὶ ἀποκρίθηκε:

«Ἡ στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδὸς εἶναι νὰ πολεμάει ὁ ἄνθρωπος τοὺς λογισμούς του καὶ νὰ κόβει τὰ δικά του θελήματα ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό. Καὶ αὐτὸ σημαίνει τὸ ρητό: Ἐγκαταλείψαμε ἐμεῖς τὰ πάντα καὶ σὲ ἀκολουθήσαμε».

28. Ἔλεγε ὁ μακαριστὸς Γρηγόριος ὁ Θεολόγος:

«Πῶς θὰ κατέβουμε πρὸς τὴν σωτήρια ταπεινοφροσύνη, χωρὶς νὰ ἐγκαταλείψουμε τὸν ὀλέθριο ὄγκο τῆς ὑπερηφάνειας; Ἐὰν παντοτινὰ ἐπιδιώκουμε τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ δὲν ἀδιαφοροῦμε σὲ καμιὰ περίπτωση, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι τάχα δὲν βλαπτόμαστε ἀπὸ αὐτό. Διότι ἡ ψυχὴ ἐξομοιώνεται πρὸς τὸ ἀντικείμενο μὲ τὸ ὁποῖο ἀσχολεῖται καὶ διαπλάθεται σύμφωνα μ᾿ αὐτὰ ποὺ πράττει καὶ παίρνει τὸ ἀνάλογο σχῆμα μ᾿ αὐτά.

Γιὰ σένα λοιπὸν καὶ ἡ ἐμφάνιση καὶ τὸ ἔνδυμα, τὸ βάδισμα ὅσο καὶ τὸ κάθισμα, ἡ τροφὴ καὶ ἡ ὅλη εἰκόνα τῆς ζωῆς σου, ἀκόμη καὶ τὸ στρώσιμο τοῦ κρεβατιοῦ καὶ τὸ σπίτι καὶ τὰ ἀντικείμενα ποὺ ὑπάρχουν μέσα σ᾿ αὐτό, ὅλα ἂς εἶναι προσαρμοσμένα γιὰ λιτὴ ζωή. Ἀλλὰ καὶ ἡ ψαλμῳδία καὶ τὸ ᾆσμα καὶ ἡ καλὴ συμπεριφορὰ πρὸς τὸν πλησίον, καὶ αὐτὰ ἂς κλίνουν πρὸς τὴ λιτότητα περισσότερο παρὰ στὴν ὑπερβολή.

Μὴν κομπάζεις, σὲ παρακαλῶ, μὲ λόγους ἐπιδεικτικούς, οὔτε μὲ ᾄσματα ὑπερβολικὰ καλλίφωνα, οὔτε μὲ συζητήσεις ὑπερήφανες καὶ δυσνόητες, ἀλλὰ σὲ ὅλα νὰ ἀφαιρεῖς ἀπὸ τὸ μέγεθος.

Καλοσυνάτος μεταξὺ τῶν φίλων, ἤπιος στὸν ὑπηρέτη, ἀνεξίκακος στοὺς θρασεῖς, φιλάνθρωπος στοὺς ἀνήμπορους, ἡ παρηγοριὰ σ᾿ ὅσους ὑποφέρουν, παρὼν σ᾿ ὅσους θλίβονται, μ᾿ ἕνα λόγο μὴ παραβλέποντας κανέναν, γλυκὺς ὅταν ἀπευθύνεσαι σὲ κάποιον, ἀνοιχτόκαρδος στὴν ἐξυπηρέτηση, πρόθυμος καὶ καταδεκτικὸς πρὸς ὅλους».

30. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Ἐπιφάνιος:

«Ἡ Χαναναία κραυγάζει καὶ εἰσακούεται, ἡ αἱμορροοῦσα σωπαίνει καὶ καλοτυχίζεται, ὁ Φαρισαῖος μιλάει δυνατὰ καὶ καταδικάζεται, ὁ Τελώνης οὔτε ἀνοίγει τὸ στόμα καὶ δικαιώνεται».

31. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Εὐάγριος: Ἀρχὴ σωτηρίας εἶναι τὸ νὰ καταδικάζεις τὸν ἑαυτό σου.

40. Εἶπε ἐπίσης ὅτι αὐτὸς ποὺ ἔχει ταπείνωση δὲν ἔχει γλῶσσα νὰ πεῖ σὲ κάποιον ὅτι εἶναι ἀμελὴς ἢ νὰ ἀντιμιλήσει σ᾿ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος τὸν ταλαιπωρεῖ, οὔτε ἔχει μάτια νὰ δεῖ ἢ νὰ ἀντιληφθεῖ ἄλλου ἀνθρώπου ἐλαττώματα, οὔτε αὐτιὰ ν᾿ ἀκούσει πράγματα ποὺ δὲν ὠφελοῦν τὴν ψυχή του. Στόμα δὲν ἔχει νὰ φανερώσει ἐλαττώματα κάποιου ἢ νὰ θλίψει κάποιον μὲ τὰ λόγια του οὔτε ἔχει ἐνδιαφέροντα μὲ κάποιον ἐκτὸς τῶν δικῶν του ἁμαρτημάτων. Ἀντίθετα, εἶναι εἰρηνικὸς πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, γιατὶ αὐτὸ εἶναι ἐντολὴ τοῦ Κυρίου καὶ ὄχι γιατὶ χαρίζεται κάποια ἄλλη ἀδυναμία.

Γιατὶ κι ἂν νηστεύει κανεὶς ὅλη τὴν ἑβδομάδα καὶ κάνει πολλοὺς κόπους ἔξω ἀπὸ τὴν πορεία αὐτή, πᾶνε χαμένοι ὅλοι οἱ κόποι του.

41. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας:

«Ἡ συνειδητὴ παράδοση τοῦ ἑαυτοῦ μας στὸν Θεό, καὶ ἡ ὑπακοὴ στὶς ἐντολές του μὲ ταπείνωση, φέρνουν τὴν ἀγάπη καὶ ἡ ἀγάπη φέρνει τὴν ἀπάθεια».

43. Ρώτησαν τὸν ἀββᾶ Ἡσαΐα τί εἶναι ταπείνωση, κι ἐκεῖνος εἶπε:

«Ταπείνωση εἶναι νὰ θεωροῦμε τὸν ἑαυτό μας πιὸ ἁμαρτωλὸ ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ ἐξουθενώνουμε τὸν ἑαυτό μας ὅτι τίποτε καλὸ δὲν κάναμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Καὶ ἡ ἐργασία τῆς ταπείνωσης εἶναι ἡ ἑξῆς: Νὰ σιωποῦμε, νὰ μὴ ψηφίζουμε τὸν ἑαυτό μας σὲ καμιὰ περίπτωση, νὰ μὴν εἴμαστε φιλόνικοι, νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι γιὰ ὑποταγή, μὲ τὸ βλέμμα χαμηλωμένο, τὸν θάνατο νὰ ἔχουμε πρὸ ὀφθαλμῶν, νὰ μὴν χρησιμοποιοῦμε τὸ ψέμα καὶ τὸν ἀργὸ λόγο. Νὰ μὴν ἀντιμιλοῦμε στὸν μεγαλύτερο, νὰ μὴ θέλουμε νὰ περάσει ὁ λόγος μας, νὰ ὑπομένουμε τὶς περιφρονήσεις, νὰ μισήσουμε τὴν ἀνάπαυση, νὰ βιάζουμε τὸν ἑαυτό μας σὲ κάθε περίπτωση, νὰ εἴμαστε νηφάλιοι, νὰ κόψουμε τὸ θέλημά μας, νὰ μὴν προκαλοῦμε κανέναν καὶ νὰ μὴ φθονοῦμε κανένα».

46. «Ἂς μὴ μιλάει ἡ γλῶσσα σου -εἶπε ἄλλη φορὰ- ἀλλὰ ἡ πράξη. Ὁ λόγος σου νά᾿ναι ταπεινὸς περισσότερο ἀπ᾿ ὅ,τι ἡ πράξη. Μὴν μιλήσεις ἐρήμην τῆς συνειδήσεώς σου καὶ μὴ διδάξεις χωρὶς ταπείνωση, γιὰ νὰ δεχθεῖ ἡ γῆ τὸν σπόρο σου».

49. Βρέθηκε κάποτε ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος μὲ ἀδελφοὺς καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἔτρωγαν, εὐλαβικὰ ἔπαιρναν τὰ ποτήρια, ἀμίλητοι, ἀλλὰ δὲν ἔλεγαν τὸ «συγχώρησον». Εἶπε τότε ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος: «Ἔχασαν οἱ μοναχοὶ τὴν εὐγένειά τους, νὰ λένε: συγχώρησον».

50. Ὁ ἴδιος εἶπε:

«Καμιὰ ἀρετὴ δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὸ νὰ μὴν ἐξουθενώνουμε τοὺς ἄλλους».

59. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης:

«Ἡ πόρτα τοῦ οὐρανοῦ εἶναι ἡ ταπείνωση. Καὶ οἱ Πατέρες μας, περνώντας μὲ χαρὰ μέσα ἀπὸ πολλὲς καταφρονήσεις, μπῆκαν στὴν πόλη τοῦ Θεοῦ».

60. Εἶπε ἐπίσης: «Ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἶναι πάνω ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἀρετές».

61. Ρώτησε κάποια φορά:

«Ποιὸς πούλησε τὸν Ἰωσήφ;»

«Οἱ ἀδελφοί του» ἀποκρίθηκε ἕνας ἀδελφός.

«Ὄχι» τοῦ λέει ὁ Γέροντας, «ἡ ταπείνωσή του τὸν πούλησε, γιατὶ μποροῦσε νὰ πεῖ «εἶμαι ἀδελφός τους» καὶ νὰ ἀντιδράσει, ἀλλὰ σώπασε καὶ χάρη στὴν ταπείνωση πούλησε τὸν ἑαυτό του. Καὶ ἡ ταπείνωσή του τὸν κατέστησε ἄρχοντα στὴν Αἴγυπτο».

62. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης:

«Ἀφήσαμε τὸ ἐλαφρὺ φορτίο, δηλαδὴ τὸ νὰ μεμφόμαστε τὸν ἑαυτό μας καὶ κουβαλᾶμε τὸ βαρύ, δηλαδὴ τὸ νὰ δικαιώνουμε τὸν ἑαυτό μας».

63. Ὁ ἴδιος καθόταν στὴ σύναξη καὶ στέναξε μὴ γνωρίζοντας ὅτι κάποιος εἶναι πίσω του.

Ὅταν τὸ κατάλαβε, ἔβαλε μετάνοια λέγοντας: «Συγχώρεσέ με, ἀββᾶ, εἶμαι ἀκόμη ἀκατήχητος».

76. Ρώτησε ἀδελφὸς τὸν ἀββᾶ Κρόνιο:

«Μὲ ποιὸν τρόπο φθάνει ὁ ἄνθρωπος στὴν ταπεινοφροσύνη;»

«Μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ» ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας.

«Καὶ τί κάνοντας -ρωτάει πάλι ὁ ἀδελφός- φθάνει στὸν φόβο τοῦ Θεοῦ;»

«Ὅπως τὰ βλέπω ἐγὼ -λέει ὁ Γέροντας-μὲ τὸ νὰ περιμαζεύει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ κάθε τί καὶ νὰ τὸν δίνει σὲ κόπο σωματικὸ μὲ ὅση δύναμη ἔχει, καὶ νὰ θυμᾶται τὴν ἔξοδό του ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ καὶ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ».

81. Ρώτησαν τὸν ἀββᾶ Λογγίνο:

«Ποιὰ ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἀρετὲς εἶναι μεγαλύτερη, πάτερ;»

Καὶ ὁ Γέροντας εἶπε:

«Σκέφτομαι ὅτι ὅπως ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ χειρότερη ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἁμαρτίες, ἀφοῦ κι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἔριξε κάποιους, ἀντίστοιχα καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη ἔχει τὴ δύναμη καὶ ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ ἀπύθμενα βάθη νὰ ἀνεβάσει πάνω τὸν ἄνθρωπο, ἔστω κι ἂν ἔχει ἁμαρτήσει ὅσο καὶ ὁ διάβολος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος μακαρίζει αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ταπεινὸ φρόνημα».

84. Πήγαινε κάποτε ὁ ἀββᾶς Μακάριος ἀπὸ τὸ Ἕλος στὸ κελί του κρατώντας βλαστούς.

Καὶ ξαφνικὰ τὸν συναντάει ὁ διάβολος πάνω στὸν δρόμο μ᾿ ἕνα δρεπάνι στὸ χέρι.

Ἔκανε νὰ τὸν χτυπήσει ἀλλὰ δὲν τὸ κατόρθωσε καὶ τοῦ λέει:

«Πολλὴ ἀντίσταση ὑπάρχει σὲ σένα, Μακάριε, γιατὶ ἡ δύναμή μου δὲν ἐνεργεῖ ἐπάνω σου. Ὅ,τι κάνεις, κάνω κι ἐγώ, ἐσὺ νηστεύεις, νηστεύω κι ἐγώ, ἐσὺ ἀγρυπνεῖς, ἐγὼ δὲν κοιμᾶμαι καθόλου. Ἕνα πρᾶγμα μόνο εἶναι στὸ ὁποῖο μὲ νικᾷς».

«Καὶ ποιὸ εἶναι αὐτό;» τὸν ρωτάει ὁ ἀββᾶς Μακάριος.

«Ἡ ταπείνωσή σου -ἀπαντᾷ- καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν μπορῶ νὰ σὲ νικήσω».

93. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μωυσῆς:

«Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος δὲν κρατᾷ μέσα στὴν καρδιά του ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός, ὁ Θεὸς δὲν τὸν εἰσακούει».

«Καὶ τί σημαίνει -ρωτάει ὁ ἀδελφός- νὰ κρατᾷς στὴν καρδιά σου ὅτι εἶσαι ἁμαρτωλός;»

Καὶ ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας:

«Ἐκεῖνος ποὺ σηκώνει συνειδητὰ τὶς ἁμαρτίες του, δὲν βλέπει τὶς ἁμαρτίες τοῦ πλησίον».

94. Ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Μωυσῆ:

«Σὲ κάθε κόπο ποὺ κάνει ὁ ἄνθρωπος, τί εἶναι αὐτὸ ποὺ θὰ τὸν βοηθήσει;»

«Ὁ Θεός, -τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας- εἶναι αὐτὸς ποὺ βοηθάει, διότι εἶναι γραμμένο στὴ Γραφή:

Ὁ Θεὸς εἶναι καταφυγὴ καὶ δύναμή μας καὶ βοηθὸς πανίσχυρος στὶς θλίψεις ποὺ μᾶς βρίσκουν».

«Καὶ οἱ νηστεῖες -ξαναρωτᾷ ὁ ἀδελφός-καὶ οἱ ἀγρυπνίες ποὺ κάνει ὁ ἄνθρωπος, τί σκοπὸ ἔχουν;»

«Αὐτὲς -τοῦ λέει ὁ Γέροντας- ταπεινώνουν τὴν ψυχή. Καὶ ἡ Γραφὴ λέει:

Δὲς τὴν ταπείνωσή μου καὶ τὸν κόπο μου καὶ συγχώρεσε ὅλες τὶς ἁμαρτίες μου.

Καὶ ἐὰν ἡ ψυχὴ θὰ φέρει τοὺς καρποὺς αὐτούς, θὰ τὴν σπλαχνιστεῖ ὁ Θεὸς χάρη σ᾿ αὐτά».

96. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ματώης:

«Ὅσο περισσότερο προσεγγίζει ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεό, τόσο πιὸ πολὺ ἁμαρτωλὸ χαρακτηρίζει τὸν ἑαυτό του. Ὁ προφήτης Ἡσαΐας ὅταν εἶδε τὸν Θεὸ ἀποκαλοῦσε τὸν ἑαυτό του ταλαίπωρο καὶ βρωμερό».

97. Ἔλεγε ἐπίσης:

«Ὅταν ἤμουν νέος, εἶχα τὸν λογισμὸ ὅτι ἴσως κάποια καλὴ ἐργασία κάνω. Τώρα ὅμως ποὺ γέρασα, βλέπω ὅτι καμιὰ καλὴ ἐργασία δὲν ἔχω κάνει».

98. Ἀδελφὸς ἐπισκέφθηκε τὸν ἀββᾶ Ματώη καὶ τοῦ λέει:

«Πῶς οἱ Σκητιῶτες ἔκαναν περισσότερα ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ λέει ἡ Γραφὴ ἀγαπώντας τοὺς ἐχθρούς τους παραπάνω ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους;»

Καὶ ὁ ἀββᾶς Ματώης τοῦ εἶπε:

«Ἐγὼ μέχρι τώρα ἀκόμη δὲν ἔχω καταφέρει νὰ ἀγαπῶ σὰν τὸν ἑαυτό μου ἐκεῖνον ποὺ μὲ ἀγαπᾷ».

102. Ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ματώη:

«Τί νὰ κάνω ποὺ μὲ στενοχωρεῖ ἡ γλῶσσα μου, γιατὶ σὰν βρεθῶ ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους, δὲν μπορῶ νὰ τὴν συγκρατήσω καὶ τοὺς κατακρίνω γιὰ κάθε καλὴ πράξη ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐλέγχω. Τί νὰ κάνω λοιπόν;»

Καὶ ὁ Γέροντας ἀποκρίθηκε:

«Ἐὰν δὲν μπορεῖς νὰ κυριαρχήσεις στὴ γλῶσσα σου, πᾶνε νὰ ζήσεις μόνος, γιατὶ αὐτὸ εἶναι ἀδυναμία σου. Αὐτὸς ποὺ μένει μαζὶ μὲ ἀδελφούς, δὲν πρέπει νὰ εἶναι τετράγωνος, ἀλλὰ στρογγυλὸς γιὰ νὰ κυλάει πρὸς ὅλους».

Καὶ πρόσθεσε ὁ Γέροντας:

«Τὸ ὅτι ζῶ μόνος δὲν εἶναι ἀπὸ ἀρετὴ ἀλλὰ ἀπὸ ἀδυναμία. Δυνατοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ βάζουν τὸν ἑαυτό τους ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους».

107. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ξάνθιος:

«Τὸ σκυλὶ εἶναι σὲ καλύτερη μοῖρα ἀπὸ μένα, διότι καὶ ἀγάπη ἔχει καὶ δὲν θὰ κριθεῖ».

112. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν:

«Ἔχουμε πολλοὺς πειρασμούς, γιατὶ δὲν ἀποδεχόμαστε τὴν τάξη στὴν ὁποία εἴμαστε, καθὼς καὶ τὸ ὄνομά μας, ὅπως μᾶς λέει ἡ Γραφή. Δὲν βλέπουμε τὴ γυναῖκα τὴ Χαναναία ποὺ ἀποδέχθηκε τὸν χαρακτηρισμὸ ποὺ τῆς ἔκανε ὁ Κύριος καὶ γι᾿ αὐτὸ τὴν ἀνέπαυσε;

Ἐπίσης τὴν Ἀβιγαία ποὺ εἶπε στὸν Δαβίδ: Ἐγὼ ἔφταιξα, κι ἐκεῖνος τὴν ἄκουσε καὶ τὴν ἀγάπησε;

Ἡ Ἀβιγαία ἐκπροσωπεῖ τὴν ψυχὴ καὶ ὁ Δαβὶδ τὴν Θεότητα. Ἐὰν λοιπὸν ἡ ψυχὴ μεμφθεῖ τὸν ἑαυτό της ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ὁ Κύριος τὴν ἀγαπᾷ».

113. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν:

«Μὴν ἔχεις περὶ πολλοῦ τὸν ἑαυτό σου, ἀλλὰ νὰ προσκολληθεῖς σὲ ἄνθρωπο ποὺ ἡ ζωή του εἶναι σωστή».

114. Ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα: «Τὸ ὑψηλὸ φρόνημα τί εἶναι;»

Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε:

«Τὸ νὰ ὑπεραμύνεσαι τὸ δίκιο σου».

121. Ἀδελφὸς εἶπε στὸν ἀββᾶ Ποιμένα:

«Ἐὰν πέσω σὲ ἐλεεινὸ παράπτωμα, μὲ κατάτρωει ὁ λογισμός μου κατηγορώντας με «πῶς ἔγινε καὶ ἔπεσες;»

Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ λέει:

«Ὅποια ὥρα πέσει ὁ ἄνθρωπος σὲ κάποιο σφάλμα καὶ πεῖ «ἥμαρτον», ἀμέσως παύει ὁ λογισμός».

125. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν:

«Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ ὅλη τὴν ὥρα, ὅπως συμβαίνει μὲ τὴν ἀναπνοὴ ἀπὸ τὴ μύτη του».

127. Εἶπε ἐπίσης:

«Τὸ νὰ εἶναι παραδομένος κανεὶς στὸν Θεὸ μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη, τὸ νὰ μὴν ἔχει περὶ πολλοῦ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸ νὰ παραιτεῖται ἀπὸ τὸ θέλημά του, αὐτὰ εἶναι ἐργαλεῖα τῆς ψυχῆς».

129. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν ὅτι ὁ μακάριος ἀββᾶς Ἀντώνιος ἔλεγε:

«Ἡ μεγάλη δύναμη τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ νὰ ἀναλαμβάνει τὴν εὐθύνη τῶν σφαλμάτων του ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ νὰ ἀναμένει πειρασμὸ μέχρι τελευταίας του ἀναπνοῆς».

133. Εἶπε πάλι:

«Νὰ μὴν κάνεις τὸ θέλημά σου. Ἀνάγκη εἶναι νὰ ταπεινώνεις τὸν ἑαυτό σου γιὰ χάρη τοῦ ἀδελφοῦ σου».

135. Εἶπε ἐπίσης:

«Αὐτὸ ποὺ γνωρίζει ἕνας ἄνθρωπος καὶ ποὺ δὲν τὸ τήρησε πῶς μπορεῖ νὰ τὸ διδάξει στὸν ἄλλον;»

163. Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Σισόη:

«Ποιὰ εἶναι ἡ ὁδὸς ποῦ ὁδηγεῖ στὴν ταπείνωση;»

Καὶ τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας:

«Ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ταπεινοφροσύνη εἶναι: ἡ ἐγκράτεια, ἡ προσευχὴ στὸν Θεὸ καὶ ὁ ἀγῶνας νὰ ἔχει κανεὶς τὸν ἑαυτό του κατώτερο ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο».

165. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Σαρματᾶς:

«Προτιμῶ ἄνθρωπο ποὺ ἁμάρτησε, ἐὰν κατάλαβε ὅτι ἁμάρτησε καὶ μετανοεῖ, παρὰ ἄνθρωπο ποὺ δὲν ἁμάρτησε καὶ ἔχει τὸν ἑαυτό του γιὰ ἐνάρετο».

172. Εἶπε κάποιος Γέροντας:

«Μὴ λὲς μόνο λόγια ταπείνωσης, ἀλλὰ νὰ ἔχεις φρόνημα ταπεινό, γιατὶ χωρὶς ταπεινοφροσύνη εἶναι ἀδύνατον νὰ ὑψωθεῖς στὴν κατὰ Θεὸν ἐργασία».

177. Ρώτησαν κάποιον Γέροντα πῶς ἀποκτᾷ ἡ ψυχὴ ταπείνωση. Καὶ ἀπάντησε:

«Ὅταν νοιάζεται μόνον γιὰ τὰ δικά της σφάλματα».

179. Εἶπε Γέροντας:

«Ἡ ταπείνωση δὲν ὀργίζεται, οὔτε κάνει κάποιον νὰ ὀργιστεῖ».

182. Εἶπε Γέροντας:

«Αὐτὸν ποὺ τὸν τιμοῦν ἢ τὸν ἐπαινοῦν περισσότερο ἀπ᾿ ὅτι ἀξίζει, πολὺ ζημιώνεται, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ δὲν τιμᾶται καθόλου ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, θὰ δοξασθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό».

187. Εἶπε Γέροντας:

«Σὲ κάθε πειρασμὸ μὴν κατηγορεῖς τοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ μόνο τὸν ἑαυτό σου λέγοντας: ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν μου συμβαίνουν αὐτά».

193. Εἶπε Γέροντας:

«Μὴν πιστέψεις μέσα σου πὼς ἐπαγρυπνεῖς γιὰ τὴν σωτηρία σου πιὸ πολὺ ἀπ᾿ τὸν ἀδελφό σου καὶ πὼς εἶσαι πιὸ ἀσκητικὸς ἀπ᾿ αὐτόν, ἀλλὰ μ᾿ ἕνα πνεῦμα πτωχείας ἐν Χριστῷ καὶ μὲ ἀγάπη ἀνυπόκριτη, νὰ εἶσαι ὑποταγμένος στὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ μὴν σὲ βρεῖ πνεῦμα ὑπερηφάνειας καὶ χάσεις τὸν κόπο σου. Γιατὶ ἔχει γραφεῖ: Αὐτὸς ποὺ νομίζει ὅτι στέκεται καλὰ στὰ πόδια του, ἂς προσέξει μὴν πέσει. Νὰ εἶναι ἀρτυμένη ἡ ζωή σου μὲ ἁλάτι μέσα στὸ πνεῦμα τοῦ Κυρίου».

194. Εἶπε Γέροντας:

«Οὐδέποτε ξέφυγα ἀπ᾿ τὰ μέτρα μου γιὰ ν᾿ ἀνεβῶ ψηλότερα, οὔτε πάλι ταράχθηκα, γιατὶ ἀναγκάστηκα νὰ ταπεινωθῶ.

Ἡ ὅλη φροντίδα μου εἶναι νὰ παρακαλῶ τὸν Θεό, ὥσπου νὰ μὲ ἀπαλλάξει ἀπ᾿ τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο».

197. Σὲ κάποιον ἀπ᾿ τοὺς ἀδελφοὺς παρουσιάστηκε ὁ διάβολος μετασχηματισμένος σὲ ἄγγελο φωτὸς καὶ τοῦ ᾿πε:

«Ἐγὼ εἶμαι ὁ Γαβριὴλ καὶ στάλθηκα σὲ σένα».

Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε:

«Πρόσεξε μήπως στάλθηκες γιὰ κάποιον ἄλλον, γιατὶ ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος».

Κι ἐκεῖνος ἀμέσως ἔγινε ἄφαντος.

198.Ἔλεγαν οἱ Γέροντες ὅτι κι ἂν ἀκόμη σοῦ παρουσιαστεῖ πραγματικὸς ἄγγελος, μὴν τὸ πιστέψεις, ἀλλὰ ταπεινώσου λέγοντας:

«Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ δῶ ἄγγελο, μιὰ ποὺ ζῶ μέσα στὴν ἁμαρτία».

199.Ἔλεγαν γιὰ κάποιο Γέροντα ὅτι ἐκεῖ ποὺ καθόταν στὸ κελί του κι ἔκανε τὸν ἀγῶνα του, ἔβλεπε φανερὰ μπροστά του τοὺς δαίμονες καὶ τοὺς ἐξευτέλιζε. Βλέποντας ὁ διάβολος τὸν ἑαυτό του νὰ νικιέται ἀπ᾿ τὸν Γέροντα, πῆγε καὶ παρουσιάστηκε λέγοντας:

«Ἐγὼ εἶμαι ὁ Χριστός».

Μόλις τὸν εἶδε ὁ Γέροντας ἔκλεισε τὰ μάτια του. Τοῦ λέει τότε ὁ διάβολος:

«Γιατί κλείνεις τὰ μάτια σου; Ἐγὼ εἶμαι, ὁ Χριστός».

Τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας:

«Ἐγὼ δὲν θέλω νὰ δῶ ἐδῶ τὸν Χριστό».

Καὶ μόλις τ᾿ ἄκουσε ὁ διάβολος ἔγινε ἄφαντος.

200. Σ᾿ ἄλλο Γέροντα ἔλεγαν οἱ δαίμονες:

«Θέλεις νὰ δεῖς τὸν Χριστό;»

Κι ἐκεῖνος τοὺς εἶπε: «Νὰ χαθεῖτε καὶ σεῖς καὶ αὐτὰ ποὺ λέτε. Ἐγὼ πιστεύω στὸν Χριστό μου ποὺ εἶπε: Ἐὰν σᾶς πεῖ κάποιος, νά, ἐδῶ ὁ Χριστός, νά, ἐκεῖ ὁ Χριστός, νὰ μὴν πιστέψετε».

Κι ἀμέσως ἐξαφανίστηκαν.

208. Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε ἕνα Γέροντα:

«Ποιὰ εἶναι ἡ προκοπὴ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ τὴ θέλει κι ὁ Θεός;»

Κι ἀπάντησε ὁ Γέροντας:

«Ἡ προκοπὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ταπείνωση, γιατὶ ὅσο κάποιος κατεβαίνει πρὸς τὴν ταπείνωση, τόσο ἀνεβαίνει σὲ προκοπή».

210. Εἶπε Γέροντας:

«Ἐὰν πεῖς σὲ κάποιον, συγχώρησέ με, ταπεινώνοντας τὸν ἑαυτό σου, καῖς τοὺς δαίμονες».

213. Ρωτήθηκε κάποιος Γέροντας τί εἶναι ταπείνωση.

Κι ἀπάντησε: «Ἡ ταπείνωση εἶναι μεγάλο καὶ θεϊκὸ ἔργο· ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ταπείνωση εἶναι οἱ σωματικοὶ κόποι καὶ τὸ νὰ θεωρεῖ κανεὶς τὸν ἑαυτό του πιὸ ἁμαρτωλὸ ἀπ᾿ ὅλους καὶ κατώτερο ὅλων».

Καὶ εἶπε ὁ Γέροντας:

«Αὐτὸ στὴν πράξη σημαίνει νὰ μὴν προσέχει κανεὶς ξένες ἁμαρτίες, ἀλλὰ πάντοτε τὶς δικές του καὶ διαρκῶς νὰ παρακαλεῖ τὸν Θεό».

214. Παρακάλεσε κάποιος ἀδελφὸς ἕνα Γέροντα:

«Πές μου -τοῦ εἶπε- κάτι ποὺ νὰ τὸ τηρήσω καὶ νὰ σωθῶ μ᾿ αὐτό».

Καὶ τοῦ λέει ὁ Γέροντας: «Ἐὰν μπορεῖς νὰ βαστάξεις ὅταν σὲ βρίσουν, αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλύτερο ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἀρετές».

215. Εἶπε Γέροντας:

«Σῴζεται ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ σηκώσει ἐξουθένωση καὶ βρισιὲς καὶ ζημία».

220. Εἶπε Γέροντας:

«Μὴν κατηγορήσεις μέσα σου τὸν ἀδελφό σου γιὰ ὁποιοδήποτε πρᾶγμα».

224. Εἶπε λοιπὸν ὁ Γέροντας:

«Αὐτὸ εἶναι ποὺ θεραπεύει τὸν ἄνθρωπο καὶ αὐτὸ θέλει ὁ Θεός, νὰ ἀναλάβει δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος τὴν εὐθύνη τῶν σφαλμάτων του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ».

236. Κάποιος ρώτησε ἕναν Γέροντα:

«Τί νὰ κάνω ποὺ ἡ κενοδοξία μου μὲ θλίβει;»

Καὶ τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας: «Καλὰ κάνεις, μιὰ καὶ σὺ ἔκανες τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ».

Καὶ ἀπ᾿ αὐτὸ κατανύχθηκε ὁ ἀδελφὸς καὶ ἔβαλε μετάνοια λέγοντας: «Συγχώρεσέ με, γιατὶ τίποτε τέτοιο δὲν ἔκανα».

Καὶ τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας: «Ἂν αὐτὸς ποὺ τὰ δημιούργησε αὐτά, ἦρθε μέσα σὲ ταπεινοφροσύνη, ἐσὺ ποὺ εἶσαι πηλός, γιατί κενοδοξεῖς; Ποιὸ εἶναι, λοιπόν, τὸ ἔργο σου, δυστυχισμένε;»

254. Εἶπε κάποιος Γέροντας:

«Ἂν μπροστά σου κατηγορήσει κάποιος ἀδελφὸς ἕναν ἄλλο ἀδελφό, πρόσεξε μὴν τὸν ντραπεῖς καὶ πεῖς:

«Ναί, ἔτσι εἶναι», ἀλλὰ ἢ σιώπα ἢ πές του: «Ἐγὼ ἀδελφέ, εἶμαι καταδικασμένος καὶ δὲν μπορῶ νὰ κρίνω ἄλλον».

Καὶ ἔτσι σῴζεις καὶ τὸν ἑαυτό σου καὶ ἐκεῖνον».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΣΤ´

Περὶ ἀνεξικακίας

4. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ζήνων:

«Ἐκεῖνος ποὺ θέλει ν᾿ ἀκούσει γρήγορα ὁ Θεὸς τὴν προσευχή του, μόλις σταθεῖ ὄρθιος καὶ ὑψώσει τὰ χέρια του γιὰ νὰ προσευχηθεῖ πρὸς τὸ Θεό, πρὶν ἀπ᾿ ὅλα καὶ προτοῦ ἀκόμα εὐχηθεῖ γιὰ τὴ δική του ψυχή, ἂς προσευχηθεῖ ἀπὸ τὰ κατάβαθα τῆς ψυχῆς του γιὰ τοὺς ἐχθρούς του. Καὶ μ᾿ αὐτή του τὴν πράξη, γιὰ ὅτι κι ἂν παρακαλέσει τὸ Θεό, θὰ εἰσακουστεῖ».

6. Ἐνῷ καθόταν κάποτε ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβὸς μπροστὰ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, τὸν περιτριγύρισαν οἱ ἀδελφοὶ καὶ τοῦ ἐμπιστεύονταν τοὺς λογισμούς τους. Τὸν εἶδε κάποιος ἀπ᾿ τοὺς Γέροντες καὶ ἐπειδὴ πολεμήθηκε ἀπὸ φθόνο, τοῦ εἶπε:

«Τὸ κανάτι σου, Ἰωάννη, εἶναι γεμάτο δηλητήριο».

Καὶ ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης τοῦ εἶπε:

«Ἔτσι εἶναι, ἀββᾶ. Καὶ αὐτὸ τὸ εἶπες, γιατὶ βλέπεις μόνο τὰ ἔξω. Καὶ τί δὲν θὰ εἶχες ἀκόμη νὰ πεῖς, ἂν ἔβλεπες καὶ τὰ μέσα;»

8. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἰσίδωρο ὅτι, ὅταν μιλοῦσε στοὺς ἀδελφοὺς στὴν ἐκκλησία, αὐτὸν τὸν λόγο μόνο ἔλεγε:

«Ἀδελφοί, συγχωρῆστε καὶ θὰ συγχωρηθοῦν καὶ οἱ δικές σας ἁμαρτίες».

17. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν:

«Ὁποιαδήποτε ταλαιπωρία κι ἂν πέσει ἐπάνω σου, θὰ τὴ νικήσεις μὲ τὴ σιωπή».

18. Ἀκόμα εἶπε:

«Ἡ πονηρία δὲν ἐξουδετερώνει καθόλου τὴν πονηρία, ἀλλά, ἐὰν κάποιος σοῦ κάνει κακό, ἐσὺ εὐεργέτησέ τον, γιὰ νὰ ἐξαφανίσεις τὴν κακία μὲ τὰ καλὰ ἔργα».

19. Ἄκουσε ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν γιὰ κάποιον ποὺ ἔτρωγε κάθε ἕξι ἡμέρες, διότι ὀργιζόταν.

Καὶ εἶπε ὁ Γέροντας: «Ἔμαθε νὰ σηκώνει τὸ βάρος τῆς νηστείας τῶν ἕξι ἡμερῶν καὶ δὲν ἔμαθε νὰ διώχνει τὴν ὀργή του».

22. Κάποιος ἀδελφός, ποὺ ἀδικήθηκε ἀπὸ ἄλλον ἀδελφό, ἦλθε στὸν ἀββᾶ Σισώη καὶ τοῦ εἶπε:

«Ἀδικήθηκα ἀπὸ κάποιον ἀδελφὸ καὶ θέλω νὰ πάρω πίσω τὸ δίκιο μου».

Ὁ Γέροντας ὅμως τὸν παρακαλοῦσε λέγοντας:

«Μή, τέκνον, καλύτερα ἄφησέ το στὸ Θεὸ τὸ θέμα τοῦ δίκιου σου».

Κι ἐκεῖνος ἐπέμεινε: «Δὲν θὰ σταματήσω τὴν ὑπόθεση, ὥσπου νὰ πάρω τὸ δίκιο μου πίσω».

Τότε ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε: «Ἂς σηκωθοῦμε γιὰ προσευχή, ἀδελφέ».

Καί, ἀφοῦ σηκώθηκε, εἶπε ὁ Γέροντας:

«Θεὲ δὲν σ᾿ ἔχουμε πλέον ἀνάγκη νὰ φροντίζεις γιὰ μᾶς, γιατὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι παίρνουμε πίσω τὸ δίκιο μας».

Μόλις λοιπὸν τὸ ἄκουσε αὐτὸ ὁ ἀδελφός, ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Γέροντα λέγοντας:

«Συγχώρεσέ με, ἀββᾶ, δὲν θὰ ζητήσω πλέον τὸ δίκιο μου ἀπὸ τὸν ἀδελφό».

29. Πῆγαν κάποτε στὸ ἀσκητήριο ἑνὸς Γέροντα λῃστὲς καὶ τοῦ εἶπαν:

«Ἔχουμε ἔλθει νὰ σοῦ πάρουμε ὅσα ἔχεις στὸ κελί σου».

Κι ἐκεῖνος εἶπε: «Πάρτε ὅσα νομίζετε, παιδιά μου».

Πῆραν λοιπὸν ὅσα βρῆκαν στὸ κελί, ξέχασαν ὅμως ἕνα σακοῦλι ποὺ ἦταν ἐκεῖ κρεμασμένο.

Τὸ πῆρε λοιπὸν ὁ Γέροντας κι ἔτρεχε ἀπὸ πίσω τους φωνάζοντάς τους καὶ λέγοντας:

«Παιδιά, πᾶρτε αὐτὸ ποὺ ξεχάσατε στὸ κελί σας».

Κι ἐκεῖνοι, ἐπειδὴ θαύμασαν τὴν ἀγαθότητα τοῦ Γέροντα, ἔβαλαν στὴ θέση τοὺς ὅλα τὰ πράγματα τοῦ κελιοῦ καὶ μετανιωμένοι ἔλεγαν μεταξύ τους:

«Πραγματικὰ αὐτὸς εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ».

39. Εἶπε ἕνας ἀπὸ τοὺς Πατέρες:

«Ἐὰν κάποιος σὲ κακολογήσει, ἐσὺ πές του καλὰ λόγια.

Ἐὰν τὰ δεχθεῖ, θὰ εἶναι καλὸ καὶ γιὰ τοὺς δυό. Ἐὰν πάλι δὲν τὰ δεχθεῖ, αὐτὸς θὰ λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὰ ὑβριστικά του λόγια κι ἐσὺ γιὰ τὰ καλά σου λόγια».

40. Εἶπε Γέροντας:

«Ἐὰν κάποιος θυμηθεῖ αὐτὸν ποὺ τὸν ἔθλιψε ἢ τὸν περιφρόνησε ἢ τὸν κακολόγησε ἢ τὸν ἔβλαψε, ὀφείλει νὰ τὸν φέρνει στὴ μνήμη του σὰν γιατρὸ σταλμένο ἀπ᾿ τὸν Χριστό. Καὶ ἔχει χρέος νὰ τὸν θεωρεῖ εὐεργέτη του.

Διότι τὸ ὅτι στενοχωρεῖσαι, εἶναι χαρακτηριστικὸ ἄρρωστης ψυχῆς, ἂν δὲν ἤσουν ἄρρωστος, δὲν θὰ σὲ πείραζε. Ὀφείλεις νὰ χαίρεσαι μὲ τὸν ἀδελφό, διότι αὐτός σου φανέρωσε τὴν ἀρρώστια σου, καὶ νὰ εὔχεσαι γι᾿ αὐτὸν ὡσὰν νὰ πρόκειται γιὰ ἕνα θεραπευτικὸ φάρμακο ποὺ σοῦ τό ᾿στειλε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἂν ὅμως νιώθεις μῖσος γι᾿ αὐτόν, εἶναι σὰν νὰ λὲς μέσα σου κατὰ τοῦ Χριστοῦ:

Δὲν θέλω νὰ δεχτῶ τὰ φάρμακά σου, θέλω νὰ σαπίσω μέσα στὰ τραύματά μου».

41. Εἶπε ἄλλη φορά:

«Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ γιατρευτεῖ ἀπ᾿ τὰ φοβερὰ τραύματα τῆς ψυχῆς, προκειμένου ν᾿ ἀπαλλαγεῖ ἀπ᾿ τὴν ἀρρώστια, ὀφείλει νὰ ὑπομένει ὅσα θὰ τοῦ κάνει ὁ γιατρός. Γιατὶ οὔτε κι αὐτὸς ποὺ πάσχει σωματικὰ δέχεται εὐχαρίστως νὰ τὸν κόβουν ἢ νὰ τὸν καυτηριάζουν ἢ νὰ πάρει καθαρτικό, ἀλλὰ καὶ μόνο ποὺ τὰ θυμᾶται ἀηδιάζει. Ὅμως πείθει τὸν ἑαυτό του πὼς χωρὶς αὐτὸ τοῦ εἶναι ἀδύνατον ν᾿ ἀπαλλαγεῖ ἀπ᾿ τὴν ἀρρώστια. Καὶ ὑπομένει ὅσα τοῦ κάνει ὁ γιατρός, γιατὶ γνωρίζει πὼς δοκιμάζοντας προσωρινὰ κάτι ὄχι εὐχάριστο, θὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπ᾿ τὴν μακροχρόνια ἀσθένεια.

Ὄργανο τοῦ Χριστοῦ ποὺ καυτηριάζει εἶναι αὐτὸς ποὺ σὲ προσβάλλει ἢ σὲ κακολογεῖ καὶ σὲ ἀπαλλάσσει ἀπ᾿ τὴν κενοδοξία.

Καθαρτικὸ ποὺ σοῦ στέλνει ὁ Χριστὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ σοῦ προκαλεῖ ὑλικὴ ζημία, γιατὶ σὲ ἀπαλλάσσει ἀπ᾿ τὴν πλεονεξία.

Καὶ αὐτὸς ποὺ ἀποφεύγει ἕναν πειρασμὸ ἀπ᾿ τὸν ὁποῖο θὰ ἔχει ὠφέλεια, ἀποφεύγει ζωὴ αἰώνια.

Καὶ ποιὸς ἄλλος χάρισε στὸν Ἅγιο Στέφανο τέτοια δόξα, σὰν αὐτὴ ποὺ ἀπέκτησε ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ τὸν λιθοβόλησαν;»

42. Ἄλλη φορὰ εἶπε:

«Ἐγὼ δὲν κατακρίνω αὐτοὺς ποὺ μὲ κατηγοροῦν, ἀλλὰ τοὺς ἀποκαλῶ εὐεργέτες μου. Κι οὔτε πάλι κάνω πέρα τὸν γιατρὸ τῶν ψυχῶν τὴν ὥρα ποὺ προσφέρει τὸ φάρμακο τῆς ἀτιμίας στὴν κενόδοξη ψυχή μου».

43. Εἶπε ἕνας Γέροντας:

«Βλέπουμε τὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, διαβάζουμε γιὰ τὰ πάθη του, κι ὅμως ἐμεῖς δὲν σηκώνουμε καμία προσβολή».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΖ´

Περὶ ἀγάπης

1. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος:

«Ἐγὼ δὲν φοβᾶμαι πιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ τὸν ἀγαπῶ, γιατὶ ἡ ἀγάπη διώχνει πέρα τὸν φόβο».

2. Εἶπε πάλι:

«Ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν πλησίον. Ἂν κερδίσουμε τὸν ἀδελφό, τὸν Θεὸ κερδίζουμε, ἐνῷ ἂν σκανδαλίσουμε τὸν ἀδελφό, στὸν Χριστὸ ἁμαρτάνουμε».

4. Ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων εἶπε:

«Ποτὲ δὲν πλάγιασα νὰ κοιμηθῶ, ἔχοντας δυσαρεστηθεῖ μὲ κάποιον, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἄφησα -ὅσο μποροῦσα- ἄλλον νὰ κοιμηθεῖ, ἔχοντας κάτι μὲ μένα».

7. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων:

«Ἂν γινόταν νὰ βρῶ ἕνα λεπρὸ καὶ νὰ τοῦ δώσω τὸ δικό μου σῶμα καὶ νὰ πάρω τὸ δικό του, εὐχαρίστως θὰ τὸ ἔκαμνα. Γιατὶ αὐτὴ εἶναι ἡ τέλεια ἀγάπη».

16. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβός:

«Δὲν γίνεται νὰ χτίσει κανεὶς τὸ σπίτι, ἀρχίζοντας ἀπὸ πάνω καὶ προχωρώντας πρὸς τὰ κάτω. Ἀπὸ τὰ θεμέλια θὰ ἀρχίσει καὶ θὰ προχωρήσει πρὸς τὰ πάνω».

Τὸν ρωτοῦν:

«Τί σημαίνουν αὐτὰ τὰ λόγια;»

«Τὸ θεμέλιο, ἀπαντᾷ, εἶναι ὁ πλησίον, προκειμένου νὰ τὸν σώσεις, καὶ πρῶτος ἐσὺ ὠφελεῖσαι, γιατὶ ἀπ᾿ αὐτὸν κρέμονται ὅλες οἱ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ».

18. Ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης εἶπε:

«Ὁ πατέρας μας, ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος, εἶπε: Ποτὲ δὲν ἔβαλα τὸ δικό μου συμφέρον πιὸ πάνω ἀπὸ τὴν ὠφέλεια τοῦ ἀδελφοῦ μου».

32. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ὑπερέχιος:

«Προσπάθησε νὰ γλιτώσεις -ὅσο μπορεῖς- τὸν πλησίον ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες χωρὶς νὰ τὸν προσβάλεις, διότι καὶ ὁ Θεὸς δὲν ἀποστρέφεται ὅσους μετανοοῦν. Ἐπίσης, λόγος κακίας ἢ πονηρίας ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ σου ἂς μὴν παραμένει στὴν καρδιά σου, γιὰ νὰ μπορεῖς νὰ λές:

Συγχώρεσέ μας τὰ παραπτώματά μας, ὅπως καὶ ἐμεῖς συγχωροῦμε ἐκείνους ποὺ μᾶς ἔφταιξαν».

38. Ἕνας Γέροντας εἶπε:

«Ἂν κάποιος σοῦ ζητήσει ἕνα πρᾶγμα καὶ σὺ βιάζοντας τὸν ἑαυτό σου τὸ προσφέρεις, φρόντισε καὶ ὁ λογισμός σου νὰ εὐαρεστηθεῖ μὲ αὐτὸ ποὺ δίνεις, καθὼς εἶναι γραμμένο: Ἂν κάποιος σὲ ἀγγαρεύσει νὰ πᾶς μαζί του ἕνα μίλι, πήγαινε δυό. Δηλαδὴ ἂν κάποιος σοῦ ζητήσει κάτι, νὰ τοῦ τὸ δώσεις μὲ ὅλο σου τὸ εἶναι».

44. Δυὸ Γέροντες ζοῦσαν ὡς μοναχοὶ πολλὰ χρόνια μαζὶ καὶ ποτὲ δὲν μάλωσαν. Εἶπε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον:

«Ἂς φιλονικήσουμε κι ἐμεῖς μία φορὰ ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι».

Ὁ ἄλλος ἀποκρίθηκε:

«Δὲν ξέρω πῶς γίνεται ἡ φιλονικία».

Καὶ τοῦ λέει ὁ ἀδελφός:

«Νά, θὰ βάλω στὴ μέση ἕνα τοῦβλο. Ἐγὼ θὰ λέω ὅτι εἶναι δικό μου κι ἐσὺ νὰ λές, ὄχι, δικό μου εἶναι, καὶ ἀπὸ δῶ γίνεται ἡ ἀρχή».

Ἔβαλαν πράγματι στὴ μέση ἕνα τοῦβλο. Λέει ὁ ἕνας:

«Αὐτὸ εἶναι δικό μου».

Ὁ ἄλλος εἶπε: «Ὄχι, εἶναι δικό μου».

Εἶπε ὁ πρῶτος:

«Ἔ, ἂν εἶναι δικό σου, πάρ᾿ το καὶ πήγαινε».

Καὶ ἔφυγαν, χωρὶς νὰ βροῦν αἰτία γιὰ φιλονικία.

45. Ἕνας Γέροντας εἶπε:

«Ποτὲ δὲν ἐπεθύμησα ἕνα ἔργο ποὺ νὰ ὠφελεῖ ἐμένα καὶ νὰ βλάπτει τὸν διπλανό, γιατὶ πίστευα ὅτι τὸ κέρδος τοῦ ἀδελφοῦ μου εἶναι καρποφορία γιὰ μένα».

51. Κάποιος ἀπὸ τοὺς Πατέρες πῆγε στὴν πόλη νὰ πουλήσει τὸ ἐργόχειρό του. Ἐκεῖ εἶδε ἕναν φτωχὸ ποὺ ἦταν γυμνός, καὶ ἐπειδὴ τὸν σπλαχνίστηκε, τοῦ χάρισε τὸ ἐπανωφόρι του. Ὁ φτωχὸς ὅμως πῆγε καὶ τὸ πούλησε. Ὅταν τὸ ἔμαθε αὐτὸ ὁ Γέροντας, λυπήθηκε καὶ μετάνιωσε ποὺ τοῦ ἔδωσε τὸ ἔνδυμα.

Ἐκείνη τὴ νύχτα παρουσιάστηκε στὸν Γέροντα -σὲ ὄνειρο-ὁ Χριστός, φορώντας τὸ ἐπανωφόρι. Τοῦ λέει:

«Μὴ λυπᾶσαι, νά, φορῶ αὐτὸ ποὺ μοῦ ἔχεις δώσει».

52. Οἱ Γέροντες ἔλεγαν:

«Ὁ καθένας ὀφείλει τὰ προβλήματα τοῦ πλησίον νὰ τὰ κάνει δικά του καὶ σὲ ὅλα νὰ συμπάσχει μὲ αὐτόν. Καὶ νὰ χαίρεται καὶ νὰ κλαίει μαζὶ μ᾿ αὐτόν, καὶ μὲ τέτοια διάθεση νὰ στέκεται ἀπέναντί του, σὰν νὰ φοράει τὸ σῶμα τοῦ πλησίον καὶ σὰν νὰ πρόκειται γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἂν ποτὲ συμβεῖ κάτι κακὸ σ᾿ ἐκεῖνον.

Αὐτὰ εἶναι σύμφωνα μὲ τὴ Γραφὴ ποὺ λέει: Χάρη στὸν Χριστὸ ὅλοι εἴμαστε ἕνα σῶμα.

Καί: Ὅλοι ὅσοι πίστευσαν στὸν Χριστὸ εἶχαν μία καρδιὰ καὶ μία ψυχή».

58. Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε κάποιον Γέροντα:

«Γιατί, ὅταν κάνω τὶς μικρές μου προσευχὲς (τὸν κανόνα μου), προσέχω ὅτι ἄλλοτε δὲν ὑπάρχει εὐφορία στὴν καρδιά μου καὶ ἄλλοτε προθυμία;»

Ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας:

«Πῶς λοιπὸν θὰ φανεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾷ τὸν Θεό;»

Καὶ συμπλήρωσε:

«Ἐμένα τὸ σῶμα μου μέχρι τώρα δὲν μπόρεσε νὰ ἀνταποκριθεῖ στὴν προαίρεσή μου».

61. Ἕνας Γέροντας εἶπε:

«Μὴν ἀπαιτεῖς ἀγάπη ἀπὸ τὸν πλησίον, γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾷ κάποιον καὶ δὲν βρίσκει ἀνταπόκριση ταράζεται.

Καλύτερα, ἐσὺ δεῖξε τὴν ἀγάπη στὸν πλησίον, ἔτσι κι ἐσὺ νιώθεις ἀνάπαυση, ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὁδηγεῖς σὲ ἀγάπη καὶ τὸν πλησίον».

62. Εἶπε πάλι:

«Τὸ νὰ ὑστερεῖς στὸ θέμα τῆς ἀγάπης ἀπέναντι τῶν ἀδελφῶν προέρχεται ἀπὸ τὸ ὅτι δέχεσαι τοὺς λογισμοὺς ποὺ ξεκινοῦν ἀπὸ ὑποψία καὶ ἐμπιστεύεσαι στὰ αἰσθήματά σου. Ἐπιπλέον καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν θέλεις νὰ παθαίνεις ἀντίθετα ἀπὸ ὅ,τι ἐπιθυμεῖς. Ἐκεῖνο λοιπὸν ποὺ σοῦ χρειάζεται εἶναι μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, πρῶτα -πρῶτα νὰ μὴ δίνεις ἐμπιστοσύνη στὶς ὑπόνοιές σου καὶ ὕστερα μὲ ὅλη σου τὴν προθυμία καὶ τὴ δύναμη νὰ ταπεινώνεσαι ἐνώπιον τῶν ἀδελφῶν, καὶ νὰ κόβεις γιὰ χάρη τους τὸ θέλημά σου».

Ἔλεγε ἐπίσης ὅτι ἡ ἀγάπη ποὺ ἔχει ἀφετηρία τὸν Θεὸ εἶναι πιὸ δυνατὴ καὶ ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποὺ τὴν ἔχει κανεὶς ἐκ φύσεως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΗ´

Περὶ διορατικῶν

4. Ὁ ἀββᾶς Δανιὴλ εἶπε:

«Μᾶς διηγήθηκε ὁ ἀββᾶς Ἀρσένιος -τάχα γιὰ κάποιον ἄλλον, ἐνῷ ὁ ἴδιος ἦταν- τὰ ἑξῆς:

Ἕνας Γέροντας καθὼς καθόταν στὸ κελί του, ἄκουσε φωνὴ ποὺ ἔλεγε:

«Ἔλα, θὰ σοῦ δείξω τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων».

Σηκώθηκε καὶ βγῆκε. Τὸν ἔφερε σὲ κάποιο τόπο καὶ τοῦ ἔδειξε ἕναν Αἰθίοπα νὰ κόβει ξύλα καὶ νὰ κάνει ἀπ᾿ αὐτὰ ἕνα μεγάλο φορτίο, ποὺ προσπαθοῦσε νὰ τὸ φορτωθεῖ, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε. Καὶ ἀντὶ νὰ ἀφαιρέσει ξύλα ἀπὸ αὐτό, ἔκοβε κι ἄλλα καὶ τὰ στοίβαζε στὸ φορτίο. Αὐτὸ τὸ ἔκαμνε γιὰ πολλὴ ὥρα.

Προχώρησε λίγο παρὰ πέρα. Τοῦ δείχνει ἕναν ἄνθρωπο νὰ στέκεται πάνω σὲ λάκκο, νὰ βγάζει νερὸ ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ νὰ τὸ ρίχνει σὲ μία δεξαμενὴ ποὺ ἦταν ὅλο τρῦπες καὶ ἔπεφτε τὸ ἴδιο τὸ νερὸ πάλι στὸν λάκκο.

Ξανὰ τοῦ λέει:

«Ἔλα, θὰ σοῦ δείξω ἄλλο».

Καὶ βλέπει ἕναν ναὸ καὶ δυὸ ἄνδρες καθισμένους σὲ ἄλογα ποὺ κρατοῦσαν οἱ δυό τους ἕνα ξύλο σὲ πλάγια θέση ὁ ἕνας δίπλα στὸν ἄλλο. Ἤθελαν νὰ περάσουν ἀπὸ τὴ θύρα, ἀλλὰ δὲν μποροῦσαν, γιατὶ τὸ ξύλο ἦταν πλαγιαστό. Καὶ δὲν πῆρε τὴν ταπεινὴ θέση ὁ ἕνας πίσω ἀπὸ τὸν ἄλλο, ὥστε νὰ μεταφέρουν τὸ ξύλο κρατώντας το πρὸς τὴν εὐθείσα ποὺ πήγαιναν, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔμειναν ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα.

Αὐτοὶ εἶναι, ἐξήγησε, ἐκεῖνοι ποὺ βαστοῦν τὸν ζυγὸ τῆς δικαιοσύνης μὲ ὑπερηφάνεια, καὶ δὲν ταπεινώθηκαν νὰ διορθώσουν τὸν ἑαυτό τους καὶ νὰ βαδίσουν τὴν ταπεινὴ ὁδὸ τοῦ Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μένουν ἔξω ἀπὸ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος ποὺ κόβει τὰ ξύλα, εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὁ πεσμένος σὲ πολλὲς ἁμαρτίες καὶ ἀντὶ νὰ μετανοήσει, βάζει κι ἄλλες πάνω στὶς ἁμαρτίες του. Τέλος, ἐκεῖνος ποὺ τραβὰ τὸ νερὸ εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού, ναὶ μὲν κάνει καλὰ ἔργα, ἀλλὰ ἐπειδὴ σ᾿ αὐτὰ εἶχε ἀναμείξει ὄχι καλὸ σκοπό, ἔχασε ἐξαιτίας αὐτοῦ καὶ τὰ καλὰ ἔργα.

Κάθε ἄνθρωπος λοιπὸν πρέπει νὰ εἶναι προσεκτικὸς στὰ ἔργα του, γιὰ νὰ μὴν κοπιάσει ἄδικα».

30. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Παχώμιο ὅτι κάποτε κηδευόταν τὸ σκήνωμα ἑνὸς νεκροῦ καὶ ὅτι τὸ συνάντησε ὁ ἀββᾶς στὸν δρόμο.

Βλέπει δυὸ ἀγγέλους νὰ ἀκολουθοῦν τὸν νεκρὸ πίσω ἀπὸ τὸ νεκροκρέβατο.

Ἀπόρησε γι᾿ αὐτοὺς καὶ παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ τοῦ ἀποκαλύψει τὸ γεγονός.

Τὸν πλησιάζουν οἱ δυὸ ἄγγελοι. Τοὺς ρωτάει:

«Γιατί ἐσεῖς ποῦ εἶστε ἄγγελοι ἀκολουθεῖτε τὸν νεκρό;»

Καὶ τοῦ λένε οἱ ἄγγελοι:

«Ὁ ἕνας ἀπὸ μᾶς εἶναι τῆς Τετάρτης κι ὁ ἄλλος τῆς Παρασκευῆς. Αὐτὸς ὡς τὴ μέρα ποὺ πέθανε δὲν παρέλειπε νὰ νηστεύει Τετάρτη καὶ Παρασκευή, γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο ἀκολουθήσαμε πίσω ἀπὸ τὸ σκήνωμά του. Ἐπειδὴ λοιπὸν μέχρι τὸν θάνατό του τήρησε τὴ νηστεία, κι ἐμεῖς μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο δοξάσαμε αὐτὸν ποὺ ἔκανε ἀγῶνα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου».

31. Ὁ μακάριος Παῦλος ὁ ἁπλός, ὁ μαθητὴς τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, διηγήθηκε στοὺς Πατέρες ὅτι κάποτε ἐπισκέφθηκε ἕνα μοναστῆρι γιὰ ὠφέλεια τῶν ἀδελφῶν. Μετὰ τὴ συνηθισμένη συνομιλία μεταξύ τους, μπῆκαν στὴν ἁγία τοῦ Θεοῦ ἐκκλησία νὰ κάνουν τὴν καθιερωμένη ἀκολουθία. Ὁ μακάριος Παῦλος -λέει- πρόσεχε τὸν καθένα ποὺ ἔμπαινε στὴν ἐκκλησία, ἄραγε μὲ ποιὰ ψυχικὴ διάθεση ἐρχόταν στὴν ἀκολουθία. Γιατὶ ὁ Θεὸς καὶ αὐτὸ τὸ χάρισμα τοῦ εἶχε δώσει, νὰ βλέπει ποιὸς εἶναι ὁ καθένας στὴν ψυχή, ὅπως ἐμεῖς βλέπουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο.

Ὅλοι ἔμπαιναν μὲ λαμπρὴ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ πρόσωπο χαρωπὸ καὶ ὁ ἄγγελος τοῦ καθενὸς χαιρόταν μαζί του. Ἕναν -λέει- τὸν βλέπει μαῦρο καὶ σκοτεινὸ σ᾿ ὅλο του τὸ σῶμα. Δαίμονες τὸν περιτριγύριζαν κι ἀπ᾿ τὰ δυὸ μέρη, τὸν τραβοῦσαν καὶ τοῦ περνοῦσαν χαλινάρι στὴ μύτη, ἐνῷ ὁ ἄγγελός του ἀκολουθοῦσε ἀπὸ μακριά, σκυθρωπὸς καὶ θλιμμένος.

Ὁ Παῦλος κλαίγοντας καὶ χτυπώντας μὲ τὸ χέρι τὸ στῆθος, καθόταν ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ θρηνοῦσε αὐτὸν ποὺ τὸν εἶδε σὲ τέτοια κατάσταση. Οἱ Πατέρες μπροστὰ στὴν παράξενη στάση τοῦ ἀββᾶ καὶ στὴν ἀπρόοπτη μεταβολή του σὲ δάκρυα καὶ πένθος, ἄρχισαν καὶ οἱ ἴδιοι νὰ θρηνοῦν, καὶ τὸν ρωτοῦσαν καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς πεῖ τί εἶδε, φοβούμενοι μήπως τὸ ἔκανε γιατί εἶχε κάποιο παράπονο ἀπὸ ὅλους. Τὸν παρακαλοῦσαν ἀκόμη νὰ μπεῖ στὴν ἀκολουθία.

Ὁ Παῦλος ὅμως τοὺς ἀπομάκρυνε καὶ καθόταν ἔξω, θρηνώντας μὲ τὴν ψυχή του αὐτὸν ποὺ τὸν εἶδε ἔτσι.

Ὕστερα ἀπὸ λίγο ἡ ἀκολουθία τελείωσε καὶ ὅλοι ἔβγαιναν. Ὁ Παῦλος πάλι παρατηροῦσε τὸν καθένα, θέλοντας νὰ δεῖ σὲ τί κατάσταση ἦσαν αὐτοὶ ποὺ ἔβγαιναν. Βλέπει λοιπὸν ἐκεῖνον τὸν ἄνδρα, τὸν μαῦρο καὶ ζοφερό, νὰ βγαίνει ἀπὸ τὴν ἐκκλησία λαμπρὸς στὸ σῶμα, τοὺς δαίμονες νὰ ἀκολουθοῦν κάπου μακριὰ καὶ τὸν ἅγιο ἄγγελο κοντά του νὰ τὸν συνοδεύει καὶ νὰ χαίρεται πολὺ γι᾿ αὐτόν. Ὁ Παῦλος ἀναπήδησε μὲ χαρὰ καὶ φώναζε εὐλογώντας τὸν Θεό:

«Ὢ ἀνέκφραστη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καὶ ἀγαθότητα! Ὤ, δόξα στοὺς θείους οἰκτιρμούς Του καὶ στὴν ἄμετρη φιλανθρωπία Του!»

Τρέχοντας ἀμέσως ἀνέβηκε σὲ ψηλὸ σκαλοπάτι καὶ ἔλεγε μὲ μεγάλη φωνή:

«Ἐλᾶτε νὰ δεῖτε τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ τί καταπληκτικὰ καὶ ἀξιοθαύμαστα εἶναι. Ἐλᾶτε νὰ δεῖτε αὐτὸν ποὺ θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦν καὶ νὰ γνωρίσουν τὴν ἀλήθεια. Ἐλᾶτε νὰ τὸν προσκυνήσουμε, νὰ πέσουμε στὰ πόδια του καὶ νὰ τοῦ ποῦμε: Σὺ μόνος μπορεῖς νὰ ἀπαλλάσσεις ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες».

Ἔτρεχαν ὅλοι μαζὶ μὲ ἐνδιαφέρον νὰ ἀκούσουν τὰ λεγόμενα. Ὅταν συγκεντρώθηκαν ὅλοι, ὁ Παῦλος περιέγραψε τί εἶχε ἀποκαλυφθεῖ σ᾿ αὐτόν, πρὶν μποῦν στὴν ἐκκλησία. Ὕστερα ζήτησε ἐπίμονα ἀπό ᾿κεῖνον τὸν ἄνδρα νὰ φανερώσει γιὰ ποιὰ αἰτία ὁ Θεὸς τοῦ χάρισε ξαφνικὰ μιὰ τέτοια ἀλλαγή.

Ὁ ἀδελφός, ἀφοῦ ἐξετέθη ἀπὸ τὸν Παῦλο μπροστὰ σὲ ὅλους, χωρὶς δισταγμὸ ἄρχισε νὰ λέει τὰ σχετικὰ μὲ τὸν ἑαυτό του.

«Ἐγὼ -εἶπε- εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός. Ἀπὸ πολὺ καιρὸ καὶ μέχρι τώρα ζοῦσα μέσ᾿ τὰ σαρκικὰ ἁμαρτήματα. Ὅταν ὅμως μπῆκα στὴν ἁγία τοῦ Θεοῦ ἐκκλησία, αὐτὴ τὴν ὥρα ἄκουσα ἀπὸ τὸν προφήτη Ἡσαΐα -μᾶλλον ὁ Θεὸς μιλοῦσε μέσῳ αὐτοῦ- νὰ λέει: Νὰ λουσθεῖτε, νὰ καθαρισθεῖτε. Νὰ ἀφαιρέσετε τὶς πονηρίες καὶ τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη ἀπὸ τὶς καρδιές σας, ὥστε νὰ εἶσθε καθαροὶ ἐνώπιόν μου. Νὰ μάθετε νὰ κάνετε τὸ καλό. Καὶ ἂν οἱ ψυχές σας εἶναι κόκκινες, θὰ τὶς λευκάνω σὰν τὸ χιόνι. Κι ἂν θελήσετε νὰ μὲ ἀκούσετε, θὰ ἀπολαύσετε τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς. Καὶ ἐγὼ ὁ πόρνος -λέει- μὲ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ προφήτη ἔνιωσα κατάνυξη στὴν ψυχή. Στέναξα μέσα μου καὶ εἶπα στὸν Θεό: Σὺ εἶσαι ὁ Θεός, ποὺ ἦρθες στὸν κόσμο νὰ σώσεις τοὺς ἁμαρτωλούς. Αὐτὰ ποὺ τώρα ὑποσχέθηκες μὲ τὸν προφήτη σου, αὐτὰ πραγματοποίησέ τα σὲ μένα τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ἀνάξιο. Νά, ἀπὸ τώρα σοῦ δίνω τὸν λόγο μου κι ἔρχομαι σὲ συμφωνία μαζί σου, καὶ μὲ τὴν καρδιά μου σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι δὲν θὰ κάνω πλέον κάτι ἀπὸ αὐτὰ τὰ κακά. Ἐγκαταλείπω κάθε παρανομία καὶ ἀπὸ τώρα ὑπηρετῶ ἐσένα μὲ καθαρὴ συνείδηση. Σήμερα, Κύριέ μου, καὶ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ὥρα δέξαι με μετανοημένο, πεσμένο στὰ πόδια σου καὶ ἀποφασισμένο ἀπὸ δῶ καὶ πέρα νὰ ἀπέχω ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. Μὲ αὐτὲς τὶς συμφωνίες -λέει- ἔφυγα ἀπὸ τὴν ἐκκλησία παίρνοντας μέσα στὴν ψυχή μου τὴν ἀπόφαση νὰ μὴν πράξω πιὰ τίποτε τὸ κακὸ ἀπέναντι στὸν Θεό».

Ὅλοι ὅσοι τὰ ἄκουσαν αὐτά, μὲ μιὰ φωνὴ ἔψαλλαν δυνατὰ στὸν Θεό:

«Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας».

Λοιπόν, χριστιανοί, καθὼς ξέρουμε ἀπὸ τὶς θεῖες Γραφὲς καὶ τὶς ἀποκαλύψεις πόση ἀγαθότητα ἔχει ὁ Θεὸς σὲ ὅσους καταφεύγουν μὲ εἰλικρίνεια σ᾿ Ἐκεῖνον καὶ διορθώνουν μὲ μετάνοια τὰ προηγούμενα ἁμαρτήματα, καὶ ὅτι δίνει πάλι τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἔχει ὑποσχεθεῖ, χωρὶς νὰ τιμωρεῖ τὶς προηγούμενες ἁμαρτίες, ἐμεῖς ἂς μὴν ἀπελπιστοῦμε γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ὅπως δηλαδὴ ὑποσχέθηκε μὲ τὸν προφήτη Ἡσαΐα ὅτι θὰ πλύνει ὅσους ἔχουν βρεθεῖ στὸν βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας καὶ ὅτι θὰ τοὺς λευκάνει σὰν μαλλὶ καὶ χιόνι, καὶ ὅτι θὰ τοὺς κάνει ἄξιους γιὰ τὰ ἀγαθὰ τῆς ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἔτσι πάλι μὲ τὸν ἅγιο προφήτη Ἰεζεκιὴλ ὁρκίζεται ὅτι δὲν θὰ μᾶς καταστρέψει. Γιατί, λέει ἡ προφητεία:

«Ζῶ ἐγὼ -διαβεβαιώνει ὁ Κύριος- καὶ δὲν θέλω τὸν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὥσπου νὰ ἐπιστρέψει καὶ νὰ ἔχει ζωή».

32. Κάποτε ὁ Ζαχαρίας, μαθητὴς τοῦ ἀββᾶ Σιλουανοῦ, μπῆκε στὸ κελὶ καὶ βρῆκε τὸν ἀββᾶ σὲ ἔκσταση, καὶ τὰ χέρια του ὑψωμένα στὸν οὐρανό. Ἔκλεισε τὴν πόρτα καὶ βγῆκε. Ξανὰ πῆγε στὶς δώδεκα καὶ στὶς τρεῖς τὸ μεσημέρι καὶ τὸν βρῆκε στὴν ἴδια στάση.

Κατὰ τὶς τέσσερις χτύπησε τὴν πόρτα καὶ μπῆκε. Τὸν βρῆκε νὰ ἡσυχάζει. Τὸν ρωτᾷ:

«Πάτερ, τί ἔχεις σήμερα;»

«Ἀδιαθέτησα σήμερα, παιδί μου» ἀπάντησε.

Ἐκεῖνος ὅμως ἀγκάλιασε τὰ πόδια του καὶ τοῦ εἶπε;

«Δὲν θὰ σ᾿ ἀφήσω, ἂν δὲν μοῦ πεῖς τί εἶδες».

Κι ὁ Γέροντας τοῦ λέει:

«Ἐγὼ ἁρπάχτηκα στὸν οὐρανὸ καὶ εἶδα τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ στεκόμουν ὡς πρὶν ἀπὸ λίγο, καὶ τώρα γύρισα».

38. Κάποιος ἀπὸ τοὺς Πατέρες εἶπε ὅτι οἱ μοναχοὶ τρία πράγματα τιμοῦν ἰδιαίτερα, ποὺ κι ἐμεῖς πρέπει νὰ τὰ πλησιάζουμε μὲ φόβο καὶ τρόμο καὶ χαρὰ πνευματική. Αὐτὰ εἶναι ἡ κοινωνία τῶν ἁγίων μυστηρίων, ἡ τράπεζα τῶν ἀδελφῶν καὶ ὁ νιπτῆρας τους.

Ἔφερε καὶ ἀνάλογο παράδειγμα:

Ἕνας Γέροντας, μεγάλος διορατικός, μιὰ μέρα ἦταν μαζὶ μὲ πολλοὺς ἀδελφούς. Τὴν ὥρα ποὺ αὐτοὶ ἔτρωγαν, ὁ Γέροντας καθισμένος στὸ τραπέζι πρόσεχε μὲ τὸ πνεῦμα του, κι ἔβλεπε ἄλλους νὰ τρῶνε μέλι, ἄλλους ψωμί, ἄλλους κόπρο. Ἀποροῦσε μέσα του, καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεό:

«Κύριε, φανέρωσέ μου αὐτὸ τὸ μυστηριῶδες πρᾶγμα, ὅτι οἱ ἴδιες τροφὲς εἶναι μπροστὰ σὲ ὅλους πάνω στὸ τραπέζι, ὅμως τὴν ὥρα ποὺ τρῶνε φαίνονται τόσο ἀλλαγμένες, ὥστε ἄλλοι τρῶνε μέλι, ἄλλοι ψωμὶ καὶ ἄλλοι κόπρο».

Ἦρθε φωνὴ ἀπὸ ψηλὰ ποὺ ἔλεγε:

«Αὐτοὶ ποὺ τρῶνε τὸ μέλι εἶναι ὅσοι μὲ φόβο καὶ τρόμο καὶ πνευματικὴ χαρὰ κάθονται στὸ τραπέζι, καὶ ἡ προσευχή τους εἶναι ἀκατάπαυστη, ἔτσι ἡ εὐχή τους σὰν θυμίαμα ἀνεβαίνει στὸν Θεό, γι᾿ αὐτὸ καὶ τρῶνε μέλι. Αὐτοὶ ποὺ τρῶνε τὸ ψωμὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ εὐχαριστοῦν γιὰ τὸ ὅτι τρῶνε αὐτὰ ποὺ δωρίζει ὁ Θεός. Αὐτοὶ ποὺ τρῶνε τὴν κόπρο εἶναι ὅσοι γογγύζουν καὶ λένε: Αὐτὸ εἶναι καλὸ καὶ κεῖνο σάπιο.

Δὲν πρέπει ἔτσι νὰ σκέφτεται κανείς, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ δοξολογεῖ τὸν Θεὸ καὶ νὰ τὸν ὑμνολογεῖ, γιὰ νὰ ἐκπληρωθεῖ τὸ ρητό:

«Εἴτε τρῶτε εἴτε πίνετε εἴτε κάτι ἄλλο κάνετε, ὅλα νὰ τὰ κάνετε γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ».

41. Ἕνας Γέροντας εἶπε:

Αὐτὸ λέει ἡ Γραφὴ γιὰ τὶς δυὸ καὶ τρεῖς ἁμαρτίες τῆς Τύρου, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς τέσσερις δὲν θὰ στρέψω ἀλλοῦ τὸ πρόσωπό μου.

Δηλαδὴ τέσσερα εἶναι τὰ στάδια τῆς ἁμαρτίας:

Ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλα αὐτὰ δὲν θὰ ἀποστραφῶ ἐκεῖνον ποὺ μετανοεῖ, λέει ὁ ΣΚύριος.

46. Ἕνας Γέροντας κάποτε πῆρε τὸ χάρισμα νὰ βλέπει ὅσα γίνονται. Ἔλεγε:

«Εἶδα ἀδελφὸ νὰ μελετάει στὸ κελί του, καὶ νά, ἕνας δαίμονας ἦρθε καὶ στεκόταν ἔξω ἀπὸ τὸ κελί.

Ὅσο ὁ ἀδελφὸς μελετοῦσε, δὲν μποροῦσε νὰ μπεῖ μέσα.

Μόλις ὅμως σταματοῦσε τὴ μελέτη, τότε ὁ δαίμονας ἔμπαινε στὸ κελί του καὶ τοῦ ἔφερνε πόλεμο».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΘ´

Περὶ σημειοφόρων

4. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Δουλᾶς, ὁ μαθητὴς τοῦ ἀββᾶ Βησαρίωνα:

Καθὼς βαδίζαμε κάποτε στὰ ἀμμώδη ὑψώματα δίπλα ἀπὸ τὴ θάλασσα, δίψασα καὶ εἶπα στὸν ἀββᾶ Βησαρίωνα:

«Ἀββᾶ, διψῶ πολύ».

Καὶ ὁ Γέροντας, ἀφοῦ ἔκαμε εὐχή, μοῦ εἶπε:

«Πιὲς ἀπ᾿ τὴ θάλασσα».

Κι ἔγινε γλυκὸ τὸ νερὸ καὶ ἤπια. Ὡστόσο ὅμως ἐγὼ γέμισα καὶ τὸ δοχεῖο μου, μὴ τυχὸν διψάσω παρακάτω.

Καὶ μόλις μὲ εἶδε ὁ Γέροντας μοῦ εἶπε:

«Γιατί γέμισες νερό;»

«Συγχώρησέ με, τοῦ ἀπάντησα, μὴ τυχὸν διψάσω παραπέρα».

Καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Γέροντα:

«Ὁ Θεὸς εἶναι ἐδῶ ἀλλὰ καὶ παντοῦ εἶναι ὁ Θεός».

6. Κάποια ἄλλη φορὰ πάλι, καθὼς πηγαίναμε σὲ κάποιον Γέροντα, πῆγε ὁ ἥλιος νὰ βασιλέψει. Προσευχήθηκε τότε ὁ Γέροντας καὶ εἶπε:

«Σὲ παρακαλῶ, Κύριε, ἂς σταθεῖ ὁ ἥλιος ὥσπου νὰ φτάσω στὸν δοῦλο σου». Κι ἔγινε ἔτσι.

13. Κάποια γυναῖκα ποὺ ἔπασχε ἀπὸ καρκίνο τοῦ μαστοῦ, καθὼς ἄκουσε σχετικὰ μὲ τὸν ἀββᾶ Λογγῖνο, ζήτησε νὰ τὸν συναντήσει.

Ἀσκήτευε ἐκεῖνος στὸ Ἔνατο τῆς Ἀλεξάνδρειας.

Καθὼς τὸν ἀναζητοῦσε ἡ γυναῖκα, συμπτωματικὰ ὁ μακαριστὸς ἐκεῖνος μάζευε ξύλα στὴν ἀκροθαλασσιά.

Μόλις τὸν συνάντησε τοῦ εἶπε:

«Ἀββᾶ, ποῦ μένει ὁ ἀββᾶς Λογγῖνος, ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ;» χωρὶς νὰ βάλει μὲ τὸ νοῦ της ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος.

Κι ἐκεῖνος τῆς εἶπε: «Τί τὸν θέλεις ἐκεῖνον τὸν ἀπατεῶνα; Καθόλου μὴν πᾶς σ᾿ αὐτόν, γιατὶ εἶναι κατεργάρης. Καὶ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔχεις;»

Ἡ γυναῖκα τότε ἔδειξε τὸ πάθος της κι ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἔκαμε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ στὸ μέρος ποὺ ἔπασχε, τὴν ἄφησε νὰ φύγει λέγοντάς της:

«Πήγαινε καὶ θὰ σὲ θεραπεύσει ὁ Θεός, γιατὶ ὁ Λογγῖνος σὲ τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ σὲ ὠφελήσει».

Ἔφυγε ἡ γυναῖκα, ἀφοῦ πίστεψε στὸν λόγο του καὶ θεραπεύτηκε ἀμέσως. Μετὰ ἀπὸ αὐτά, ἀφοῦ διηγήθηκε σὲ κάποιους τὴν ὑπόθεση καὶ ἀνέφερε τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ Γέροντα, διαπίστωσε ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ἦταν ὁ ἀββᾶς Λογγῖνος.

14. Ἄλλοτε πάλι τοῦ ῾φεραν κάποιο ἕναν δαιμονισμένο κι ἐκεῖνος τοὺς εἶπε:

«Σὰν τί θὰ μποροῦσα νὰ σᾶς κάνω, πάτε καλύτερα στὸν ἀββᾶ Ζήνωνα».

Ἀργότερα ὁ ἀββᾶς Ζήνων ἄρχισε νὰ ἐπιπλήττει τὸν δαίμονα προσπαθώντας νὰ τὸν διώξει.

Κι ἄρχισε νὰ φωνάζει τὸ δαιμόνιο:

«Καὶ τί νομίζεις, ἀββᾶ Ζήνων, ὅτι ἐξαιτίας σου φεύγω; Νά, ἐκεῖ προσεύχεται ὁ ἀββᾶς Λογγῖνος, παρακαλώντας τὸν Θεὸ ἐναντίον μου καὶ ἐπειδὴ φοβᾶμαι τὶς προσευχές του βγαίνω, ἐσένα οὔτε ποὺ σοῦ ἔδινα σημασία».

15. Ἄλλοτε πάλι μιὰ γυναῖκα ποὺ εἶχε στὸ χέρι της ἀρρώστια ποὺ δὲν θεραπευόταν, πῆγε μαζὶ μὲ μιὰ ἄλλη γυναῖκα ἔξω ἀπ᾿ τὸ κελί του, πρὸς τὸ βορινὸ παράθυρο καὶ τὸν ἔβλεπε ἐκεῖ ποὺ καθόταν καὶ ἐργαζόταν. Καὶ τὴ μάλωνε λέγοντας:

«Φύγε ἀπὸ δῶ, γυναῖκα».

Ἀλλ᾿ αὐτὴ ἔμενε ἐκεῖ κοιτάζοντάς τον δίχως νὰ μιλάει, γιατὶ φοβόταν.

Κατάλαβε ὅμως ὁ Γέροντας τί εἶχε, ἀπὸ πληροφορία ποὺ τοῦ ᾿δῶσε ὁ Θεός.

Σηκώνεται λοιπὸν καὶ κλείνοντας τὸ παράθυρο μπροστά της, τῆς εἶπε:

«Φύγε, δὲν ἔχεις τίποτε τὸ κακό».

Καὶ ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ θεραπεύτηκε ἡ γυναῖκα.

16. Ἄλλοτε πάλι πῆγε σ᾿ αὐτὸν κάποιος μὲ σκοπὸ νὰ τὸν συναντήσει. Καὶ πῆρε τὸ κουκοῦλι τοῦ Γέροντα καὶ καθὼς πῆγε σὲ κάποιον ποὺ ἔπασχε ἀπὸ δαιμόνιο, μόλις ἀκούμπησε τὴν πόρτα γιὰ νὰ μπεῖ, ἔβγαλε κραυγὴ ὁ δαιμονισμένος λέγοντας:

«Τί μοῦ ἔφερες ἐδῶ τὸν Λογγῖνο γιὰ νὰ μὲ διώξει;»

Καὶ ἀμέσως, τὴν ἴδια στιγμή, βγῆκε τὸ δαιμόνιο ἀπ᾿ αὐτόν.

24. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἅγιο Σπυρίδωνα ὅτι εἶχε μία θυγατέρα παρθένο, εὐλαβῆ σὰν τὸν πατέρα της, μὲ τὸ ὄνομα Εἰρήνη. Ἕνας γνωστὸς αὐτῆς τῆς ἔδωσε ἕνα πολύτιμο κόσμημα νὰ τοῦ τὸ φυλάξει. Κι αὐτὴ γιὰ νὰ τὸ ἀσφαλίσει καλύτερα, ἔκρυψε τὸ θησαυρὸ στὴ γῆ. Μετὰ ὅμως ἀπὸ λίγο καιρὸ ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ ἡ παρθένος.

Πέρασε κάποιο χρονικὸ διάστημα καὶ παρουσιάζεται αὐτὸς ποὺ εἶχε δῶσε τὸν θησαυρό. Μὴ βρίσκοντας τὴν θυγατέρα του, τὰ ἔβαλε μὲ τὸν πατέρα της, τὸν ἀββᾶ Σπυρίδωνα, ἄλλοτε ἀπειλώντας τον καὶ ἄλλοτε παρακαλώντας τον.

Καὶ ἐπειδὴ ὁ Γέροντας θεωροῦσε ὡς συμφορὰ τὴ ζημιὰ ποὺ ἔπαθε αὐτὸς ποὺ ἔδωσε τὸν θησαυρό, ἦρθε στὸν τάφο τῆς θυγατέρας του καὶ ζητοῦσε ἀπ᾿ τὸν Θεὸ νὰ τοῦ δείξει πρόωρα τὴν ἀνάσταση ποὺ ἔχει ὑποσχεθεῖ. Καὶ νὰ ποὺ δὲν διαψεύδεται, γιατὶ ἐμφανίζεται ἀμέσως ζωντανὴ ἡ παρθένος στὸν πατέρα της καὶ ἀφοῦ τοῦ ἔδειξε τὸν τόπο, ὅπου βρισκόταν τὸ κόσμημα, ἔφυγε πίσω πάλι. Ἔτσι πῆρε ὁ Γέροντας τὸν θησαυρὸ καὶ τὸν ἔδωσε.

30. Ἔλεγαν γιὰ κάποιον Γέροντα ὅτι τὸ κελί του ἦταν φωτεινὸ σὰν τὴν ἡμέρα. Καὶ ὅπως διάβαζε καὶ ἐργαζόταν τὴν ἡμέρα, ἔτσι γινόταν καὶ τὴ νύχτα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Κ´

Σχετικά με τὴν ἐνάρετη ζωὴ

1. Κάποια φορὰ τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἅγιος Ἀντώνιος προσευχόταν στὸ κελί του, ἄκουσε μία φωνὴ ποὺ τοῦ ἔλεγε:

«Ἀντώνιε, δὲν ἔφθασες ἀκόμη στὸ μέτρο τοῦ τάδε τσαγκάρη ποὺ ζεῖ στὴν Ἀλεξάνδρεια».

Σηκώθηκε τὸ πρωί, πῆρε τὸ βαΐτικο ραβδί του καὶ πῆγε νὰ τὸν βρεῖ. Ἔφθασε σὲ κεῖνο τὸ μέρος καὶ μπῆκε στὸ ἐργαστήριό του.

Ἐκεῖνος ὅταν τὸν εἶδε ταράχτηκε. Τοῦ λέει λοιπὸν ὁ Γέροντας:

«Μίλησέ μου γιὰ τὶς πράξεις σου».

Ὁ τσαγκάρης εἶπε:

«Δὲν ξέρω νὰ ἔχω κάνει ποτὲ κάτι καλό, παρὰ μόνο, μόλις σηκωθῶ τὸ πρωὶ νὰ καθίσω στὸ ἐργόχειρό μου, λέω ὅτι ὁλόκληρη ἡ πόλη αὐτή, ἀπὸ τὸν πιὸ μικρὸ μέχρι τὸν πιὸ μεγάλο, μπαίνουν στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ γιὰ τὶς ἐνάρετες πράξεις τους καὶ ὅτι μόνο ἐγὼ κληρονομῶ τὴν κόλαση γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου. Τὸ βράδυ πάλι λέω τὰ ἴδια λόγια, πρὶν κοιμηθῶ».

Τ᾿ ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος καὶ εἶπε:

«Ἀληθινά, σὰν καλὸς χρυσοχόος, ἐνῷ κάθεσαι στὸ σπίτι, ἀναπαυτικὰ κληρονόμησες τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἐγὼ ὅλο μου τὸν χρόνο τὸν περνῶ στὴν ἔρημο, ὅμως, καθὼς δὲν ἔχω διάκριση, δὲν σὲ ἔφθασα».

5. Κάποτε τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν ὁ ἀββᾶς Μακάριος στὸ κελί του, ἄκουσε μία φωνὴ ποὺ ἔλεγε:

«Μακάριε, δὲν ἔφθασες ἀκόμη στὰ μέτρα τῶν τάδε γυναικῶν αὐτῆς ἐδῶ τῆς πόλης».

Τὸ πρωὶ ὁ Γέροντας σηκώθηκε, πῆρε τὸ βαΐτικο ραβδί του κι ἄρχισε νὰ ὁδοιπορεῖ γιὰ τὴν πόλη.

Ὅταν ἔφτασε στὴν πόλη καὶ βρῆκε τὸ σπίτι, χτύπησε τὴν πόρτα. Βγῆκε ἡ μία καὶ τὸν ὑποδέχτηκε στὸ σπίτι. Ἀφοῦ κάθισε γιὰ λίγο, ἦρθε καὶ ἡ ἄλλη. Τὶς κάλεσε, κι ἐκεῖνες ἦρθαν καὶ κάθισαν μαζί του. Τὶς λέει ὁ Γέροντας:

«Γιὰ σᾶς ἔκανα τόση πορεία καὶ ὑπέμεινα τόσο κόπο, ὥσπου νὰ φτάσω ἀπὸ τὴν ἔρημο. Πέστε μου λοιπὸν τὴν ἐργασία σας, ποιὰ εἶναι;»

«Πάτερ -τοῦ λένε- πίστεψέ μας, δὲν εἴμαστε ἡ καθεμιά μας ἔξω ἀπὸ τὴν κλίνη τοῦ ἄνδρα της μέχρι σήμερα. Ποιὰ ἐργασία λοιπὸν ζητᾷς ἀπὸ μᾶς;»

Ὁ Γέροντας ἔβαλε μετάνοια καὶ τὶς παρακαλοῦσε:

«Φανερῶστε μου τὸ ἔργο σάς».

Τότε τοῦ λένε:

«Ἐμεῖς κατὰ κόσμον εἴμαστε ξένες μεταξύ μας. Ἔτυχε ὅμως νὰ παντρευτοῦμε δυὸ ἀδελφοὺς κατὰ σάρκα. Καὶ νά, ἐδῶ καὶ δεκαπέντε χρόνια ὡς σήμερα κατοικοῦμε σ᾿ αὐτὸ τὸ σπίτι καὶ δὲν ξέρουμε νὰ φιλονικήσαμε ποτὲ ἢ νὰ ἀναφερθήκαμε σὲ αἰσχρὰ πράγματα. Μάλιστα, ἦρθε στὸ λογισμό μας νὰ ἀφήσουμε τοὺς ἄνδρες μας καὶ νὰ μποῦμε στὸ τάγμα τῶν μοναχῶν. Πολὺ παρακαλέσαμε τοὺς ἄνδρες μας νὰ μᾶς ἐπιτρέψουν νὰ φύγουμε, ἀλλὰ δὲν τοὺς πείσαμε. Ἔτσι, ἀφοῦ δὲν πετύχαμε αὐτὸν τὸν σκοπό, κάναμε συμφωνία μεταξύ μας καὶ μὲ τὸν Θεό, μέχρι τὸν θάνατό μας νὰ μὴ βγεῖ ἀπὸ τὸ στόμα μας κανένας κοσμικὸς λόγος».

Ὅταν τ᾿ ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἀββᾶς Μακάριος, εἶπε:

«Ἀληθινά, δὲν ὑπάρχει παρθένα ἢ παντρεμένη ἢ μοναχὸς ἢ κοσμικός, ὁ Θεὸς τὴν πρόθεση ζητάει καὶ δίνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὲ ὅλους».

6. Ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν εἶπε ὅτι ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος εἶχε πεῖ γιὰ τὸν ἀββᾶ Παμβὼ ὅτι ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶχε, ἔκανε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ κατοικεῖ μέσα του.

7. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν:

«Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Πατέρες μας ἔγιναν ἀνδρεῖοι στὴν ἄσκηση, ἀλλὰ στὴ λεπτότητα τῶν λογισμῶν ἐλάχιστοι».

8. Ὁ ἴδιος εἶπε: «Τρεῖς σωματικὲς πράξεις εἴδαμε στὸν ἀββᾶ Παμβώ:

Ἀσιτία κάθε μέρα ὡς τὸ βράδυ, σιωπὴ καὶ ἐργόχειρο».

9. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ποιμένα ὅτι ἂν κάθονταν μπροστά του κάποιοι Γέροντες καὶ μιλοῦσαν γιὰ ἀββάδες ἢ ἀνέφεραν τὸ ὄνομα τοῦ ἀββᾶ Σισώη, τοὺς ἔλεγε: «Ἀφῆστε τὸν ἀββᾶ Σισώη, τὰ σχετικὰ μ᾿ αὐτὸν ξεπερνοῦν κάθε διήγηση».

17. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Σαρματᾶ ὅτι πολλὲς φορὲς ἔκανε ἄσκηση ἐπὶ σαράντα ἡμέρες σύμφωνα μὲ τὴ γνώμη τοῦ ἀββᾶ Ποιμένα, καὶ περνοῦσαν οἱ μέρες σὰν ἕνα τίποτε γι᾿ αὐτόν. Ἦρθε ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν καὶ τοῦ λέει:

«Πές μου τί ἔχεις κερδίσει κάνοντας τόσο κόπο».

Ἐκεῖνος ἔλεγε: «Τίποτε περισσότερο».

Τοῦ λέει πάλι ὁ ἀββᾶς: «Δὲν θὰ σ᾿ ἀφήσω, ἂν δὲν μοῦ πεῖς».

Ἐκεῖνος εἶπε: «Ἕνα μόνο εἶδα, ὅτι ἂν πῶ στὸν ὕπνο «πήγαινε», πηγαίνει. Καὶ ἂν πῶ «ἔλα», ἔρχεται».

20. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ὢρ ὅτι οὔτε ποτὲ εἶπε ψέματα οὔτε ὁρκίστηκε οὔτε ἔδωσε κατάρα σὲ ἄνθρωπο οὔτε μίλησε χωρὶς νὰ ὑπάρχει ἀνάγκη.

21. Ὁ ἴδιος ὁ ἀββᾶς Ὢρ ἔλεγε στὸν μαθητή του Παῦλο: «Πρόσεχε νὰ μὴ φέρεις ποτὲ σ᾿ αὐτὸ τὸ κελὶ ἀνάρμοστα λόγια».

22. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ὢρ καὶ τὸν ἀββᾶ Θεόδωρο ὅτι συνήθιζαν ἀδιάκοπα νὰ βάζουν ἀρχὴ γιὰ κάθε καλὸ καὶ νὰ εὐχαριστοῦν τὸν Θεό.

31. Δυὸ ἄνθρωποι συμφώνησαν καὶ ἔγιναν ἀσκητές. Ἔκαναν μεγάλη ἄσκηση κι ἔζησαν ἐνάρετη ζωή. Ὁ ἕνας συνέβη νὰ γίνει ἡγούμενος κοινοβίου. Ὁ ἄλλος παρέμεινε ἀναχωρητὴς καὶ φτάνοντας στὴν τελειότητα τῆς ἀσκήσεως, ἔκαμνε μεγάλα θαύματα: γιάτρευε δαιμονισμένους, ἔλαβε τὸ προορατικὸ χάρισμα, καὶ ἀρρώστους θεράπευε. Ἐκεῖνος ποὺ ἀπὸ ἀσκητὴς ἔγινε κοινοβιάρχης, ὅταν ἄκουσε ὅτι τόσα χαρίσματα ἀξιώθηκε νὰ πάρει ὁ συνασκητής του, ἀπομονώθηκε γιὰ τρεῖς βδομάδες ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ προσευχήθηκε ἐκτενῶς στὸν Θεὸ νὰ τοῦ φανερώσει «πῶς ἐκεῖνος κάνει θαύματα κι ἔχει γίνει περιβόητος σ᾿ ὅλους, ἐγὼ ὅμως σὲ τίποτε ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν μετέχω».

Παρουσιάστηκε ἄγγελος Κυρίου σ᾿ αὐτὸν καὶ τοῦ λέει:

«Ἐκεῖνος τὴν πνευματικὴ ἐργασία του μέσα στὸ κελὶ τὴν κάνει μὲ στεναγμοὺς καὶ δάκρυα στὸν Θεὸ μέρα καὶ νύχτα, πεινώντας καὶ διψώντας γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου. Ἐσὺ καθὼς μεριμνᾷς γιὰ πολλά, ἔχεις τὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς πολλούς, ἔ, σοῦ φτάνει ἡ παρηγοριὰ τῶν ἀνθρώπων».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΑ´

Διάλογος ἁγίων Γερόντων μὲ ἐρωτήσεις καὶ ἀποκρίσεις

1. Πῶς πρέπει νὰ εἶναι ὁ μοναχὸς στὸ κελί;

Ἀπόκριση: Νὰ ἀπέχει ἀπὸ τὴ γνώση τῶν πολλῶν πραγμάτων, ὥστε, καθὼς ὁ λογισμὸς μένει ἐλεύθερος ἀπὸ τὰ διάφορα, νὰ κατοικήσει ἡ γνώση τοῦ Κυρίου.

2. Ἐρώτηση: Τί εἶναι ὁ μοναχός;

Ἀπόκριση: Ὁ μοναχὸς εἶναι σὰν τὴν περιστερά. Ὅπως ἡ περιστερὰ βγαίνει στὸν ἀέρα τὴν κατάλληλη στιγμὴ νὰ τινάξει τὰ φτερά της, κι ἂν καθυστερήσει ἔξω ἀπὸ τὴ φωλιά, δέχεται χτυπήματα ἀπὸ τὰ ἄγρια πουλιὰ καὶ χάνει τὴν ὀμορφιά της, ἔτσι καὶ ὁ μοναχός, βγαίνει τὴν ὥρα τῆς σύναξης νὰ ξετινάξει τοὺς λογισμούς του, κι ἂν ἀργοπορήσει ἔξω ἀπ᾿ τὸ κελί, ραπίζεται ἀπὸ τοὺς δαίμονες καὶ σκοτεινιάζουν οἱ λογισμοί του.

3. Ἐρώτηση: Μὲ ποιὸ λογισμὸ ὁ διάβολος βγάζει ἔξω ἀπὸ τὸ κελὶ τὸν μοναχό;

Ἀπάντηση: Ὁ διάβολος εἶναι σὰν τὸν γητευτὴ τῶν φιδιῶν. Ὅπως ὁ γητευτὴς μὲ μαγευτικὰ λόγια κάνει τὸ φίδι νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴ φωλιὰ καὶ ἀφοῦ τὸ πιάσει, τὸ πάει καὶ τὸ ρίχνει στὶς πλατεῖες τῆς πόλης καὶ τὸ ἀφήνει ἐκεῖ νὰ τὸ περιπαίζουν οἱ ἄνθρωποι, κι ὅταν γεράσει πολὺ μαζί του, ὕστερα ἢ τὸ θανατώνει στὴ φωτιὰ ἢ τὸ πνίγει στὴ θάλασσα, ἔτσι καὶ ὁ μοναχὸς τὰ ἴδια παθαίνει, ὅταν παρασύρεται ἀπ᾿ τοὺς λογισμοὺς καὶ ἐγκαταλείπει τὸ κελί του.

7. Ἐρώτηση: Πῶς πρέπει νὰ γίνεται τὸ ἔργο τῆς ψαλμῳδίας καὶ ποιὸ νὰ εἶναι τὸ μέτρο τῆς νηστείας;

Ἀπάντηση: Τίποτε παραπάνω ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ ἔχει ὁρισθεῖ. Γιατὶ πολλοὶ θέλοντας τὸ παραπάνω, ὕστερα οὔτε τὸ λίγο μπόρεσαν νὰ ἐκτελέσουν.

9. Ἐρώτηση: Ἂν μὲ σκανδαλίσει ὁ ἀδελφός, μὲ συμβουλεύεις νὰ τοῦ βάλω μετάνοια;

Ἀπάντηση: Βάλε του μετάνοια καὶ ξέκοψε ἀπ᾿ αὐτόν. Ἔχουμε τὸν ἀββᾶ Ἀρσένιο ποὺ λέει: Μὲ ὅλους νὰ ἔχεις ἀγάπη κι ἀπ᾿ ὅλους νὰ βρίσκεσαι σὲ ἀπόσταση.

10. Ἐρώτηση: Τί σημασία ἔχει γιὰ τὸν ἄνθρωπο τὸ νὰ προσφέρει εὐχαριστήριο δῶρο στὴν ἐκκλησία;

Ἀπάντηση: Αὐτὸ τὸ πρᾶγμα εἶναι θησαυρὸς φυλαγμένος μπροστὰ στὸν Θεό. Ὅ,τι βάζεις ἐδῶ, ἀμέσως πηγαίνει ἐπάνω.

11. Ἐρώτηση: Ἔχω ἐπιθυμία νὰ μαρτυρήσω γιὰ τὸν Θεό.

Ἀπάντηση: Ἂν σὲ ὥρα δύσκολη ὑπομείνει κανεὶς τὸν πλησίον, αὐτὸ εἶναι ἴσο με τὸ καμίνι τῶν τριῶν Παίδων.

12. Ἐρώτηση: Γιατί ἡ πορνεία ἐνοχλεῖ τὸν ἄνθρωπο;

Ἀπάντηση: Ἐπειδὴ ὁ διάβολος γνωρίζει ὅτι ἡ πορνεία μᾶς ἀποξενώνει ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, καθὼς ἀκούει τὸν Κύριο ποὺ λέει:

«Δὲν θὰ παραμείνει τὸ Πνεῦμα μου σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, γιατὶ αὐτοὶ εἶναι σάρκες».

(Ἐρώτηση ἑνὸς νέου σὲ κάποιο Θηβαῖο Γέροντα γιὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ κάνει τὴν πνευματικὴ ἐργασία στὸ κελί).

13. Ἐρώτηση: Πῶς πρέπει νὰ «ἡσυχάζει» κανεὶς στὸ κελί;

Ἀπάντηση: Ὅταν κάνει τὴν ἄσκηση στὸ κελί, διόλου νὰ μὴ θυμᾶται ἄνθρωπο.

14. Ἐρώτηση: Ποιὰ ἐργασία ὀφείλει ἡ καρδιὰ νὰ κάνει, γιὰ νὰ εἶναι στραμμένος ὁ μοναχὸς στὸν ἑαυτό του;

Ἀπάντηση: Αὐτὴ εἶναι ἡ τέλεια ἐργασία τοῦ μοναχοῦ, τὸ νὰ ἔχει πάντοτε στραμμένη τὴν προσοχὴ στὸν Θεὸ χωρὶς νὰ περισπᾶται ὁ νοῦς.

15. Ἐρώτηση: Πῶς ὀφείλει νὰ διώχνει ὁ νοῦς τοὺς πονηροὺς λογισμούς;

Ἀπάντηση: Εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατον ἀπὸ μόνος του νὰ τὸ κάνει αὐτὸ οὔτε ἔχει τέτοια δύναμη. Ἀλλὰ κι ἂν ἡ ψυχὴ πέσει σὲ λογισμούς, ἀμέσως ὀφείλει νὰ καταφύγει σ᾿ αὐτὸν ποὺ τὴν ἔπλασε ἱκετεύοντάς τον, καὶ κεῖνος τοὺς διαλύει σὰν κερί. Γιατὶ ὁ Θεός μας εἶναι φωτιὰ ποὺ κατακαίει.

18. Ἐρώτηση: Λοιπόν, μὲ ποιὰ τέχνη καταφεύγει ὁ λογισμὸς στὸν Θεό;

Ἀπάντηση: Ἂν σοῦ ἔρθει λογισμὸς πορνείας, ἀμέσως τράβηξε ἀπὸ κεῖ τὸν νοῦ καὶ φέρτον ψηλὰ μὲ βιασύνη. Μὴν ἀργοπορήσεις, γιατὶ ἡ ἀργοπορία ἰσοδυναμεῖ μὲ συγκατάθεση.

19. Ἐρώτηση: Ἂν ἔρθει λογισμὸς κενοδοξίας ὅτι κατόρθωσες ἀρετή, δὲν ὀφείλει νὰ τὸν ἀντικρούσει ὁ λογισμός;

Ἀπάντηση: Ὁποιαδήποτε ὥρα κανεὶς ἀντιλέγει στὸν λογισμό, ἀμέσως ὁ λογισμὸς γίνεται πιὸ ἰσχυρὸς καὶ πιὸ ὁρμητικός, ἐκεῖνος μὲ τὴν ἀντιλογία του βρίσκεται σὲ πλεονεκτικότερη θέση ἀπὸ σένα. Ἐπιπλέον τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο δὲν σὲ βοηθάει καὶ τόσο, γιατὶ παρουσιάζεσαι σὰν νὰ καυχιέσαι, ὅτι δηλαδὴ μπορῶ ἐγὼ νὰ τὰ βγάλω πέρα μὲ τὰ πάθη.

Ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ἔχει πνευματικὸ πατέρα, στὸν πατέρα τὰ ἀναθέτει καὶ εἶναι ἀμέριμνος γιὰ ὅλα καὶ οὔτε νοιάζεται πιὰ τί λόγο θὰ δώσει καὶ στὸν Θεό, ἔτσι κι ἐκεῖνος ποὺ παρέδωσε τὸν ἑαυτό του στὸν Θεὸ δὲν πρέπει νὰ ἔχει καθόλου φροντίδα γιὰ τὸν λογισμὸ ἢ νὰ ἀντιπαραταχθεῖ στὸν λογισμὸ ἢ γενικὰ νὰ μὴν τὸν ἀφήσει νὰ μπεῖ μέσα του.

Ἂν γίνει καὶ μπεῖ, σύρε τον πάνω στὸν Πατέρα σου καὶ πὲς στὸ λογισμό: «Ἐγὼ δὲν ἔχω τίποτε μὲ σένα, νὰ ὁ Πατέρας μου, αὐτὸς ξέρει». Κι ἐπίμονα τράβα τον ἐπάνω, ὁπότε σ᾿ ἀφήνει στὰ μισὰ τοῦ δρόμου καὶ φεύγει, γιατὶ δὲν μπορεῖ να ᾿ρθεῖ μαζί σου σὲ Ἐκεῖνον οὔτε νὰ σταθεῖ μπροστά Του. Ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἐργασία ἀνώτερη καὶ πιὸ ἀμέριμνη δὲν ὑπάρχει σ᾿ ὅλη τὴν Ἐκκλησία.

28. Ἐρώτηση: Πῶς μπορεῖ κανεὶς πάντοτε νὰ προσεύχεται; Γιατὶ τὸ σῶμα παρουσιάζει ἀδυναμία προκειμένου νὰ προσευχηθεῖ.

Ἀπάντηση: Προσευχὴ δὲν λέγεται μόνο τὸ νὰ στέκεται κανεὶς τὴν συγκεκριμένη ὥρα προσευχῆς καὶ νὰ προσεύχεται, ἀλλὰ τὸ νὰ προσεύχεται πάντοτε.

29. Ἐρώτηση: Πῶς πάντοτε;

Ἀπάντηση: Εἴτε τρῷς εἴτε πίνεις εἴτε περπατᾷς σὲ δρόμο εἴτε κάποιο ἔργο κάνεις, νὰ μὴν ἀφήνεις τὴν προσευχή.

30. Ἐρώτηση: Ἂν ἕνας συνομιλεῖ μὲ κάποιον, πῶς μπορεῖ νὰ πραγματοποιήσει τὸ νὰ προσεύχεται πάντοτε;

Ἀπάντηση: Γι᾿ αὐτὸ εἶπε ὁ ἀπόστολος, μὲ κάθε προσευχὴ καὶ δέηση. Ἔτσι, ὅταν δὲν εἶσαι ἐλεύθερος νὰ προσευχηθεῖς, καθὼς συναναστρέφεσαι μὲ ἄλλον, νὰ προσεύχεσαι μὲ δέηση.

31. Ἐρώτηση: Μὲ ποιὰ προσευχὴ ὀφείλει νὰ προσεύχεται κανείς;

Ἀπάντηση: Νὰ λέει τὸ Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς κ.λπ.

32. Ἐρώτηση: Πόσο μέτρο ὀφείλει νὰ ἔχει ἡ προσευχή;

Ἀπάντηση: Δὲν ὅρισε μέτρο. Ἐφόσον εἶπε πάντοτε καὶ χωρὶς διακοπὴ νὰ προσεύχεστε, δὲν ἔχει μέτρο.

Ἔλεγε ἀκόμη κι αὐτό, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ τὰ κατορθώσει αὐτά, ὀφείλει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους νὰ τοὺς βλέπει ὡς ἕναν καὶ νὰ μὴν καταλαλεῖ.

Ἀποφθέγματα αὐτῶν ποὺ γήρασαν στὴν ἄσκηση, ἀποφθέγματα ποὺ δηλώνουν σὲ περιληπτικὴ ἔκθεση τὴν τελειότητα τῆς ἀρετῆς τους

36. Ἔλεγε (ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας) πάλι ὅτι, ἂν θέλει ὁ Θεὸς νὰ δείξει τὸ ἔλεός Του σὲ μιὰ ψυχὴ κι αὐτὴ ξεφεύγει ἀπὸ τὴν κανονικὴ πορεία καὶ δὲν δέχεται, ἀλλὰ κάνει τὸ θέλημά της, ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς νὰ πάθει ἐκεῖνα ποὺ δὲν θέλει, ὥστε μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ Τὸν ἐπιζητήσει.

38. Τὸν ἴδιον τὸν ρώτησαν τί εἶναι φιλαργυρία καὶ ἀπάντησε:

«Τὸ νὰ μὴν ἐμπιστεύεσαι στὸν Θεὸ ὅτι ἔχει τὴ φροντίδα σου, νὰ μὴν ἐλπίζεις ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ θέλεις νὰ φαίνεσαι σπουδαῖος».

39. Ρωτήθηκε πάλι τί εἶναι καταλαλιὰ κι ἀποκρίθηκε:

«Τὸ νὰ ἀγνοεῖ κανεὶς τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ φθονεῖ τὸν πλησίον του».

40. Ρωτήθηκε πάλι τί εἶναι ἡ ὀργὴ καὶ ἀπάντησε:

«Φιλονικία, ψέμα καὶ ἔλλειψη γνώσης».

41. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἠλίας, ὁ διακονητής:

«Τί δύναμη ἔχει ἡ ἁμαρτία, ὅπου ὑπάρχει μετάνοια; Καὶ τί ὠφελεῖ ἡ ἀγάπη ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ὑπερηφάνεια;»

42. Εἶπε πάλι:

«Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τὸν νοῦ τους στραμμένο ἢ στὶς ἁμαρτίες ἢ στὸν Ἰησοῦ ἢ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους».

43. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος:

«Πολλοὶ στὴν ἐποχή μας διάλεξαν τὴν ἀνάπαυση, προτοῦ τοὺς τὴν δώσει ὁ Θεός».

47. Ὁ ἀββᾶς Ἰάκωβος εἶπε:

«Δὲν θέλησα ποτὲ νὰ πῶ ἢ νὰ ἀκούσω λόγο κοσμικό».

48. Ὁ ἀββᾶς Λογγῖνος εἶπε στὸν ἀββᾶ Ἀκάκιο:

«Ἡ γυναῖκα τότε καταλαβαίνει ὅτι ἔχει συλλάβει, ὅταν σταματήσει τὸ αἷμα της. Ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ τότε ξέρει ὅτι ἔχει συλλάβει Πνεῦμα Ἅγιο, ὅταν σταματήσουν τὰ πάθη τὰ χαμηλὰ ποὺ ρέουν ἀπ᾿ αὐτήν. Ὅσο καιρὸ περιπλέκεται σ᾿ αὐτά, πῶς μπορεῖ νὰ ὑπερηφανεύεται σὰν νὰ εἶναι τάχα ἀπαθής; Δῶσε αἷμα καὶ πᾶρε Πνεῦμα».

49. Ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν εἶπε ὅτι τὸ θέλημα καὶ ἡ ἀνάπαυση καί, προπαντός, ἡ συνήθεια σ᾿ αὐτά, ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπο στὴν πτώση.

55. Ὁ ἀββᾶς Παῦλος εἶπε:

«Ἂς πηγαίνουμε πίσω ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ».

58. Εἶπε πάλι ὅτι πολλὲς φορὲς ἡ ἀπουσία τῆς ντροπῆς καὶ τοῦ φόβου φέρνουν τὴν ἁμαρτία.

59. Κάποιος Γέροντας εἶπε:

«Ἄνθρωπε, ἂν θέλεις νὰ ζήσεις σύμφωνα μὲ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, θὰ βρεῖς βοηθὸ τὸν Νομοθέτη».

60. Εἶπε πάλι:

«Ἂν ἑκούσια θελήσεις νὰ παρακούσεις τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, θὰ βρεῖς τὸν διάβολο νὰ σὲ βοηθάει στὴν πτώση».

61. Εἶπε Γέροντας:

«Ἡ ἀμεριμνησία, ἡ σιωπὴ καὶ ἡ μυστικὴ ἐσωτερικὴ μελέτη γεννοῦν τὴν ἁγνότητα».

62. Εἶπε Γέροντας:

«Ἡ μέλισσα ὅπου πηγαίνει, κάνει μέλι. Ἔτσι κι ὁ μοναχὸς ὅπου πηγαίνει, τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ ἐργάζεται».

63. Εἶπε πάλι ὅτι ὁ Σατανᾶς πλέκει σχοινιά, ὅσο ἐσὺ τοῦ δίνεις λουρίδες αὐτὸς πλέκει. Αὐτὸ τὸ εἶπε γιὰ τοὺς λογισμούς.

64. Εἶπε Γέροντας:

«Ὅταν κάποιος ἀδελφὸς θέλει νὰ πάει νὰ συναντήσει ἕναν ἀδελφό, ὁ δαίμονας τῆς κατακρίσεως ἢ πηγαίνει πιὸ μπροστὰ ἀπ᾿ αὐτὸν ἐκεῖ ἢ ἔρχεται μαζί του στὸν ἀδελφό».

65. Εἶπε Γέροντας: «Τὸν τεμπέλη καὶ τὸν ἀκαμάτη δὲν τοὺς θέλει ὁ Θεός».

66. Ἄλλος Γέροντας εἶπε: «Δῶσε διάθεση καὶ θὰ πάρεις δύναμη».

67. Ἄλλος εἶπε: «Ἡ ἀχαριστία μεσιτεύει γιὰ χάρη τῆς ἀδυναμίας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ».

68. Ἕνας Γέροντας εἶπε:

«Ὅπως ὁ κασσίτερος ἀφοῦ μαυρίσει, πάλι γίνεται λαμπερός, ἔτσι καὶ αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν, κι ἂν μαυρίζουν, καθὼς ἁμαρτάνουν, πάλι λαμπρύνονται, ὅταν μετανοοῦν, γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο ἴσως ἡ πίστη παρομοιάστηκε μὲ κασσίτερο».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΒ´

Γιὰ τοὺς δώδεκα ἀναχωρητὲς

1. Δώδεκα ἀναχωρητὲς ἅγιοι, σοφοὶ καὶ πνευματικοὶ ἄνθρωποι, συγκεντρώθηκαν κάποτε καὶ ζήτησαν νὰ ὁμολογήσει ὁ καθένας ὅσα κατόρθωσε στὸ κελί του καὶ ποιὰ ἦταν ἡ πνευματική του ἄσκηση.

Ὁ πρῶτος, ὁ μεγαλύτερος στὴν ἡλικία, εἶπε:

«Ἀδελφοί, ἐγὼ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἄρχισα νὰ ζῶ ἡσυχαστικὴ ζωὴ σταύρωσα ὅλο τὸν ἑαυτό μου ἀπέναντι στὰ ἐξωτερικὰ πράγματα, ἔχοντας στὸν νοῦ μου αὐτὸ ποὺ εἶναι γραμμένο: Νὰ σπάσουμε τοὺς δεσμοὺς ποὺ μᾶς συνδέουν μαζί τους καὶ νὰ ρίξουμε ἀπὸ πάνω μας τὸν ζυγό τους. Ἔτσι, ἔκανα ἕνα τεῖχος ἀνάμεσα στὴν ψυχή μου καὶ στὰ σωματικὰ πράγματα καὶ ἀναλογίσθηκα ὅτι, ὅπως αὐτὸς ποὺ εἶναι μέσα ἀπὸ τὸ τεῖχος δὲν βλέπει αὐτὸν ποὺ στέκεται ἔξω, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ σὺ μὴ θελήσεις νὰ βλέπεις τὰ πράγματα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὰ ἔξω. Ἀλλὰ νὰ ἔχεις στραμμένη τὴν προσοχή σου στὸν ἑαυτό σου, ἀναμένοντας κάθε μέρα μὲ ἐλπίδα τὸν Θεό.

Ἔτσι θεωρῶ τὶς πονηρὲς ἐπιθυμίες φίδια καὶ ἀπόγονους ἀπὸ ὀχιές, καὶ ὅταν τὶς αἰσθάνομαι νὰ ξεφυτρώνουν στὸ νοῦ μου, τὶς ξηραίνω μὲ φοβέρες καὶ ὀργή. Ἀκόμη, δὲν σταμάτησα ποτὲ νὰ τὰ βάζω μὲ τὸ σῶμα μου καὶ μὲ τὴν ψυχή μου, γιὰ νὰ μὴν ἐκτραποῦν σὲ τίποτε ἀνάρμοστο».

Ὁ δεύτερος εἶπε:

«Ἐγὼ ἀπὸ τότε ποὺ ἀρνήθηκα τὸν κόσμο, εἶπα στὸν ἑαυτό μου: Σήμερα ἀναγεννήθηκες, σήμερα ἄρχισες νὰ δουλεύεις στὸν Θεό, σήμερα ἄρχισες νὰ κατοικεῖς ἐδῶ σὰν ξένος. Ἔτσι κάθε μέρα νὰ αἰσθάνεσαι, σὰν ἕνας ξένος καὶ ὅτι αὔριο θὰ φύγεις».

Ὁ τρίτος εἶπε:

«Ἐγὼ ἀπὸ τὸ πρωὶ ἀνεβαίνω στὸν Κύριό μου, καὶ ἀφοῦ τὸν προσκυνήσω, πέφτω μὲ τὸ πρόσωπο κάτω καὶ ἐξομολογοῦμαι τὰ ἁμαρτήματά μου. Ἔπειτα κατεβαίνοντας προσκυνῶ τοὺς ἀγγέλους του καὶ τοὺς παρακαλῶ νὰ ἱκετέψουν τὸν Θεὸ γιὰ μένα καὶ γιὰ ὁλόκληρη τὴν κτίση. Ἀφοῦ τὸ κάνω αὐτό, κατεβαίνω στὴν ἄβυσσο καὶ ὅ,τι κάνουν οἱ Ἰουδαῖοι, ὅταν πηγαίνουν στὰ Ἱεροσόλυμα, ποὺ σχίζουν τὰ ἐνδύματά τους καὶ κλαῖνε καὶ πενθοῦν γιὰ τὴ συμφορὰ ποὺ βρῆκε τοὺς πατέρες τους, αὐτὸ κάνω κι ἐγώ. Περιπλανιέμαι στοὺς τόπους τῆς κόλασης, βλέπω τὰ δικά μου μέλη (δηλαδὴ τοὺς ἐκεῖ ἄλλους χριστιανούς) νὰ βασανίζονται καὶ κλαίω μ᾿ αὐτοὺς ποὺ κλαῖνε».

Ὁ τέταρτος εἶπε:

«Ἐγὼ ἔτσι νιώθω, σὰν νὰ κάθομαι μὲ τὸν Κύριο καὶ τοὺς Ἀποστόλους του στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Εἶπα στὸν ἑαυτό μου: ἀπὸ δῶ καὶ πέρα κανέναν συγγενῆ νὰ μὴν ξέρεις, ἀλλὰ πάντοτε νὰ βρίσκεσαι μ᾿ αὐτούς, νὰ τοὺς ἀναζητᾷς καὶ νὰ μιμεῖσαι τὸν καλὸ τρόπο τῆς ζωῆς τους, ὅπως ἡ Μαρία ποὺ καθόταν κοντὰ στὰ πόδια τοῦ Κυρίου καὶ ἄκουγε τὰ λόγια του:

«Νὰ γίνετε ἅγιοι, γιατὶ ἐγὼ εἶμαι ἅγιος. Νὰ γίνετε σπλαχνικοὶ καὶ τέλειοι, ὅπως ὁ Πατέρας σας εἶναι τέλειος. Νὰ διδαχτεῖτε ἀπὸ μένα ὅτι εἶμαι πρᾶος καὶ ταπεινὸς στὴν καρδιά».

Ὁ πέμπτος εἶπε:

«Ἐγὼ κάθε φορὰ βλέπω ἀγγέλους νὰ ἀνεβαίνουν καὶ νὰ κατεβαίνουν γιὰ τὴν πρόσκληση τῶν ψυχῶν. Καὶ πάντοτε, περιμένοντας τὸ τέλος μου, λέω: Εἶναι ἕτοιμη ἡ καρδιά μου, Θεέ μου».

Ὁ ἕκτος εἶπε:

«Ἐγὼ καθὼς κάνω τὴν πνευματική μου ἐργασία στὸ κελί, νομίζω ὅτι ἀκούω ἀπὸ τὸν Κύριο αὐτὰ τὰ λόγια: Νὰ κοπιάστε γιὰ μένα κι ἐγὼ θὰ σᾶς ἀναπαύσω, ἀκόμη λίγο νὰ ἀγωνιστεῖτε καὶ θὰ σᾶς δείξω τὴ σωτηρία καὶ τὴ δόξα μου. Ἂν μὲ ἀγαπᾶτε, ἂν εἴσαστε παιδιά μου, σὰν Πατέρα ποὺ παρακαλάει, νὰ αἰσθανθεῖτε γιὰ μένα σεβασμό, ἂν εἶστε ἀδελφοί μου, νὰ μὲ σεβαστεῖτε ὅπως ἐκεῖνον ποὺ ὑπέμεινε πολλὰ γιὰ σᾶς. Ἂν εἴσαστε πρόβατά μου, νὰ ἀκοῦστε τὴ φωνὴ τοῦ ποιμένα, ἂν εἶστε δοῦλοι μου, νὰ ἀκολουθήσετε τὰ παθήματα τοῦ δεσπότη σας».

Ὁ ἕβδομος εἶπε:

«Ἐγὼ αὐτὰ τὰ τρία μελετῶ συνεχῶς καὶ λέω ἀδιάκοπα στὸν ἑαυτό μου: πίστη, ἐλπίδα, ἀγάπη, γιὰ νὰ χαίρομαι μὲ τὴν ἐλπίδα, νὰ στηρίζομαι μὲ τὴν πίστη, καὶ μὲ τὴν ἀγάπη νὰ μὴ λυπήσω ποτὲ κανένα».

Ὁ ὄγδοος εἶπε:

«Ἐγὼ βλέπω τὸν διάβολο νὰ πετάει ζητώντας ποιὸν νὰ καταπιεῖ. Ὅπου κι ἂν πάει, βλέπω μὲ τὰ ἐσωτερικὰ μάτια, καὶ ἀναφέρομαι ἱκετευτικὰ στὸν Δεσπότη μου Χριστὸ ἐναντίον του, ὥστε νὰ μείνει ἄπρακτος καὶ νὰ μὴν μπορέσει νὰ κάνει τίποτε σὲ κανέναν, ἰδίως σ᾿ αὐτοὺς ποὺ φοβοῦνται τὸν Θεό».

Ὁ ἔνατος εἶπε:

«Ἐγὼ ὅταν κάνω τὴν πνευματική μου ἐργασία, βλέπω τὴν ἐκκλησία τῶν νοερῶν δυνάμεων κι ἀνάμεσά τους τὸν Κύριό της δόξας νὰ λάμπει περισσότερο ἀπ᾿ ὅλους. Ὅταν μὲ βρεῖ ἀκηδία, ἀνεβαίνω στοὺς οὐρανοὺς καὶ βλέπω τὴν ἔξοχη ὡραιότητα τῶν ἀγγέλων κι ἀκούω τοὺς ὕμνους ποὺ ἀνυψώνουν ἀκατάπαυστα στὸν Θεό, καθὼς καὶ τὴ μελῳδία τους. Ὑψώνομαι μὲ τοὺς ἤχους καὶ τὴ φωνὴ καὶ τὴ μουσικότητά τους, ὥστε νὰ νιώσω αὐτὸ ποὺ εἶναι γραμμένο:

«Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ» καὶ ὅλα τὰ ἐπίγεια τὰ θεωρῶ στάχτη καὶ σκουπίδια».

Ὁ δέκατος εἶπε:

«Ἐγὼ πάντοτε βλέπω κοντά μου τὸν φύλακα ἄγγελό μου καὶ προσέχω τὸν ἑαυτό μου, ἔχοντας στὸ μυαλό μου αὐτὸ ποὺ ἔχει γραφεῖ:

«Ἔβλεπα μπροστά μου τὸν Κύριο πάντοτε, ὅτι στέκεται στὰ δεξιά μου, γιὰ νὰ μὴν κλονισθῶ ἀπὸ τὴ θέση μου».

Φοβοῦμαι λοιπὸν αὐτὸν ποὺ παρακολουθεῖ τὴν πορεία μου. Διότι τὸν βλέπω κάθε μέρα νὰ ἀνεβαίνει στὸν Θεὸ καὶ νὰ παρουσιάζει τὰ ἔργα καὶ τὰ λόγια μου».

Ὁ ἑνδέκατος εἶπε:

«Ἐγὼ προσωποποίησα τὶς ἀρετές, ὅπως π.χ. τὴν ἐγκράτεια, τὴ σωφροσύνη, τὴ μακροθυμία, τὴν ἀγάπη κι ἔστησα τὸν ἑαυτό μου ἀνάμεσά τους ὥστε νὰ μὲ περικυκλώσουν αὐτές. Κι ὅπου κι ἂν πάω, λέω στὸν ἑαυτό μου: «Ποῦ εἶναι οἱ παιδαγωγοί σου; Μὴν ἀδιαφορήσεις, μὴν ἀκηδιάσεις, ἀφοῦ παντοτινὰ αὐτὲς τὶς ἔχεις δίπλα σου, ὅποια ἀρετὴ θέλεις κοντά σου εἶναι, καὶ καλὰ λόγια θὰ ποῦν στὸν Θεὸ γιὰ σένα, ὅτι δηλαδὴ βρῆκαν σὲ σένα ἀνάπαυση».

Ὁ δωδέκατος εἶπε:

«Ἐσεῖς, Πατέρες, ἔχοντας φτεροῦγες ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀποκτήσατε οὐράνια ζωή. Κι αὐτὸ καθόλου παράξενο δὲν εἶναι, σᾶς βλέπω νὰ στέκεστε ψηλὰ λόγῳ τῶν ἔργων σας καὶ νὰ ἐπιδιώκετε τὰ οὐράνια. Μὲ δύναμη μάλιστα μετακινεῖστε ἀπ᾿ τὴ γῆ ἐσεῖς ποὺ ἀποξενωθήκατε ἐντελῶς ἀπ᾿ αὐτήν. Πῶς νὰ σᾶς ὀνομάσω; Ἐπίγειους ἀγγέλους ἢ οὐράνιους ἀνθρώπους; Ἐγὼ κρίνοντας τὸν ἑαυτό μου τόσο ἀνάξιο ἀκόμη καὶ νὰ ζεῖ, βλέπω μπροστά μου τὶς ἁμαρτίες μου. Ὅπου κι ἂν πάω, ὅπου κι ἂν στραφῶ τὶς βλέπω νὰ προχωροῦν πρὶν ἀπὸ μένα.

Στὰ καταχθόνια καταδίκασα τὸν ἑαυτό μου. Λέω «Θὰ εἶμαι μαζὶ μ᾿ αὐτοὺς ποὺ μοῦ ἀξίζει. Μ᾿ αὐτοὺς ὕστερα ἀπὸ λίγο θὰ μὲ κατατάξουν». Βλέπω ἐκεῖ θρηνητικὲς κραυγὲς καὶ δάκρυα, ποὺ δὲν σταματοῦν ποτὲ καὶ εἶναι ἀνεκδιήγητα. Βλέπω κάποιους νὰ τρίζουν τὰ δόντια καὶ νὰ πηδοῦν μ᾿ ὅλο τους τὸ σῶμα καὶ νὰ τρέμουν ἀπ᾿ τὸ κεφάλι μέχρι τὰ πόδια. Πέφτω μὲ τὸ πρόσωπο κάτω καὶ ρίχνοντας στάχτη στὸ κεφάλι μου ἱκετεύω τὸν Θεὸ νὰ μὴ δοκιμάσω ἐκεῖνες τὶς συμφορές. Βλέπω καὶ μία θάλασσα ἀπὸ φωτιὰ νὰ παφλάζει καὶ νὰ φυσομανάει ἐδῶ κι ἐκεῖ καὶ νὰ βρυχιέται, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ νομίζει κανεὶς ὅτι τὰ κύματα τῆς φωτιᾶς φτάνουν μέχρι τὸν οὐρανό. Καὶ μέσ᾿ τὴ φοβερὴ αὐτὴ θάλασσα ἀμέτρητους ἀνθρώπους ριγμένους ἀπὸ ἄγριους ἀγγέλους, καὶ ὅλοι μαζὶ ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι μὲ μιὰ φωνὴ νὰ βγάζουν δυνατὲς κραυγὲς καὶ νὰ κράζουν μὲ ἰσχυροὺς θρήνους καὶ φωνὲς τέτοιες, ποὺ κανεὶς δὲν ἔχει ἀκούσει. Σὰν ξερὰ χόρτα ὅλοι νὰ καίγονται, καὶ οἱ οἰκτιρμοὶ τοῦ Θεοῦ νὰ φεύγουν μακριὰ ἀπ᾿ αὐτούς, γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους.

Τότε θρηνῶ τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, πῶς τολμᾷ νὰ μιλήσει ἢ νὰ δίνει τὴν προσοχή του σὲ κάτι ἐφήμερο, ἀφοῦ τόσο μεγάλα κακὰ περιμένουν τὸν κόσμο. Μὲ τέτοιους λογισμοὺς κρατῶ τὸ πένθος στὴν καρδιά μου, κρίνοντας τὸν ἑαυτό μου ἀνάξιο γιὰ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, καὶ πραγματοποιεῖται σὲ μένα ὁ λόγος τῆς Γραφῆς: Τὰ δάκρυά μου ἔγιναν γιὰ μένα ψωμὶ μέρα καὶ νύχτα».

Αὐτὰ εἶναι τὰ κατορθώματα τῶν σοφῶν καὶ πνευματικῶν Πατέρων. Μακάρι κι ἐμεῖς νὰ δείξουμε στοὺς ἄλλους μιὰ ζωὴ ἄξια νὰ τὴν θυμοῦνται, γιὰ νὰ εὐχαριστήσουμε τὸν Δεσπότη μας Χριστό, ἀφοῦ γίνουμε τέλειοι καὶ ἀψεγάδιαστοι.

2. Ἕνας Γέροντας εἶπε ὅτι ὑπῆρχε κάποιος ἀναχωρητής, ποὺ κατοικοῦσε στὴν πιὸ βαθιὰ ἔρημο ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια κι εἶχε ἀποκτήσει χάρισμα διορατικό, ὥστε νὰ συναναστρέφεται μὲ τοὺς ἀγγέλους. Καὶ συνέβη τὸ ἑξῆς: Δυὸ ἀδελφοὶ μοναχοὶ ἄκουσαν τὰ σχετικὰ μ᾿ αὐτὸν καὶ εἶχαν τὴν ἐπιθυμία νὰ τὸν γνωρίσουν καὶ νὰ ὠφεληθοῦν. Βγῆκαν ἀπὸ τὰ κελιά τους καὶ πήγαιναν πρὸς αὐτὸν μὲ ἐμπιστοσύνη στὴν καρδιά. Καὶ ἀναζητοῦσαν τὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ στὴν ἔρημο.

Ὕστερα ἀπὸ μερικὲς μέρες πλησίασαν στὴ σπηλιὰ τοῦ Γέροντα. Ἀπὸ μακριὰ βλέπουν κάποιον σὰν ἄνθρωπο ντυμένο στὰ λευκὰ νὰ στέκεται πάνω σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς λόφους ποὺ ἦταν κοντὰ στὸν ὅσιο σὲ ἀπόσταση περίπου τριῶν σημείων.

Τοὺς φώναξε:

«Ἀδελφοί, ἀδελφοί».

Αὐτοὶ τὸν ρώτησαν:

«Ποιὸς εἶσαι καὶ τί θέλεις;»

«Νὰ πεῖτε, τοὺς ἀποκρίθηκε, στὸν ἀββᾶ ἐκεῖνον ποὺ θὰ συναντήσετε: θυμήσου αὐτὸ ποὺ σὲ παρακάλεσα».

Οἱ ἀδελφοὶ ἦρθαν, βρῆκαν τὸν Γέροντα, τὸν χαιρέτισαν καὶ πέφτοντας στὰ πόδια τοῦ παρακαλοῦσαν νὰ ἀκούσουν ἀπὸ τὸ στόμα του λόγο σωτηρίας. Πράγματι, διδάχτηκαν ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ ὠφελήθηκαν πολύ.

Τοῦ μίλησαν καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶδαν καθὼς ἔρχονταν, καὶ τὴν παράκλησή του. Ὁ Γέροντας κατάλαβε ποιὸς ἦταν, ἀλλὰ προσποιοῦνταν ὅτι δὲν τὸν ἤξερε. Μάλιστα ἔλεγε: «Κανένας ἄλλος ἄνθρωπος δὲν κατοικεῖ ἐδῶ». Οἱ ἀδελφοὶ ὅμως βάζοντας συνέχεια μετάνοιες καὶ ἀγκαλιάζοντας τὰ πόδια του τὸν ὑποχρέωναν νὰ πεῖ ποιὸς ἦταν αὐτὸς ποὺ εἶδαν.

Ὁ Γέροντας τοὺς σήκωσε ὄρθιους καὶ τοὺς εἶπε:

«Δῶστε μου τὸν λόγο σας ὅτι δὲν θὰ μιλήσετε ἐπαινετικὰ σὲ κανέναν γιὰ μένα σὰν γιὰ κάποιον ἅγιο, μέχρι νὰ φύγω στὸν Κύριο, καὶ τότε θὰ σᾶς μιλήσω καθαρὰ γιὰ τὴν ὑπόθεση». Ἐκεῖνοι ἔκαναν ὅπως τοὺς ζήτησε. Τοὺς λέει λοιπόν:

«Αὐτὸς ποὺ ἔχετε δεῖ ντυμένο στὰ λευκὰ εἶναι ἄγγελος Κυρίου, ποὺ ἦρθε ἐδῶ καὶ παρακαλεῖ ἐμένα τὸν ἀδύναμο καὶ μοῦ λέει: «Ἱκέτευσε τὸν Κύριο γιὰ μένα, νὰ ξαναγυρίσω στὸν τόπο μου, γιατὶ ἔχει πιὰ συμπληρωθεῖ ἡ προθεσμία ποὺ ὁρίσθηκε σὲ βάρος μου ἀπὸ τὸν Θεό». Στὴν ἐρώτησή μου «ποιὰ εἶναι ἡ αἰτία τῆς ποινῆς σου;» ἀπάντησε:

«Συνέβη σὲ μία ἐπαρχιακὴ πόλη πολλοὶ ἄνθρωποι νὰ παροργίζουν τὸν Θεὸ μὲ τὶς ἁμαρτίες τους γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα, καὶ μ᾿ ἔστειλε νὰ τοὺς παιδεύσω μὲ εὐσπλαχνία. Ἐγὼ ὅμως ὅταν τοὺς εἶδα πολὺ νὰ ἀσεβοῦν, τοὺς ἐπέβαλα μεγαλύτερο παιδεμό, μὲ ἀποτέλεσμα πολλοὶ νὰ ἐξοντωθοῦν. Γι᾿ αὐτὸ μοῦ ἐπεβλήθη ἡ ἀπομάκρυνσή μου ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ ποὺ μοῦ εἶχε ἀναθέσει τὴν ἀποστολή».

Ὅταν τοῦ εἶπα «καὶ πῶς εἶμαι ἄξιος νὰ παρακαλέσω τὸν Θεὸ γιὰ ἕναν ἄγγελο;», ἐκεῖνος εἶπε:

«Ἂν δὲν ἤξερα ὅτι ὁ Θεὸς δέχεται τὴν προσευχὴ τῶν γνήσιων δούλων του, δὲν θὰ ἐρχόμουν καὶ δὲν θὰ σὲ ἐνοχλοῦσα».

Ἐγὼ ἀναλογίσθηκα ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὸ ἀμέτρητο ἔλεος τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἄπειρη ἀγάπη του πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ποὺ τὸν ἔκανε ἄξιο νὰ μιλάει μαζί του καὶ νὰ τὸν βλέπει, ἐπίσης οἱ ἄγγελοί του νὰ ὑπηρετοῦν τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ ἔχουν ἐπαφὴ μαζί τους, ὅπως ἔχει γίνει μὲ τοὺς μακάριους δούλους του Ζαχαρία καὶ Κορνήλιο καὶ τὸν προφήτη Ἠλία καὶ τοὺς ἄλλους ἁγίους. Ἔνιωσα κατάπληξη μ᾿ αὐτὰ καὶ δόξασα τὴν εὐσπλαχνία του».

Μετὰ ἀπ᾿ τὸ περιστατικὸ αὐτὸ ὁ τρισμακάριστος πατέρας μας ἀναπαύτηκε. Οἱ ἀδελφοὶ τὸν ἔθαψαν τιμητικὰ μὲ ὕμνους καὶ προσευχές. Κι ἐμεῖς ἂς ἐπιδιώξουμε νὰ μιμηθοῦμε τὶς ἀρετὲς αὐτοῦ τοῦ Γέροντα μὲ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦν καὶ νὰ φτάσουν στὴν ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειάς του».

8. Ἕνας Γέροντας ἔλεγε ὅτι δὲν πρέπει κανεὶς νὰ μεριμνᾷ γιὰ τίποτε παρὰ μόνο γιὰ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Καὶ πρόσθετε:

«Κι ἂν ἀναγκασθῶ νὰ φροντίσω γιὰ γήινη ἀνάγκη, ποτὲ δὲν τὴν σκέφτομαι πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα της».

9. Ἔλεγαν οἱ Γέροντες ὅτι ὅπως ἡ φωτιὰ καίει τὰ ξύλα, ἔτσι καὶ τὸ ἔργο τοῦ μοναχοῦ ὀφείλει νὰ καίει τὰ πάθη.

10. Γιὰ κάποιο Γέροντα ποὺ κατοικοῦσε σὲ κοινόβιο ἔλεγαν οἱ ἀδελφοὶ τῆς ἴδιας μονῆς ὅτι αὐτὰ τὰ τρία πλεονεκτήματα ἀπέκτησε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο μοναχὸ αὐτῆς τῆς γενιᾶς: τὸ νὰ νηστεύει πολύ, τὸ νὰ ἀγρυπνεῖ πολὺ καὶ τὸ νὰ ἐργάζεται πολύ.

14. Ὁ ἅγιος Γέροντας Θεόδωρος ποὺ καταγόταν ἀπ᾿ τὰ Ἄδανα, μᾶς διηγήθηκε ὅτι ὅταν ζοῦσε στὰ μέρη τῆς Ἁγίας Πόλεως, στὸ κοινόβιο τοῦ Πενθουκλᾶ, κοντὰ στὸν ἅγιο ποταμὸ Ἰορδάνη, ἦρθε κάποιος ἀπ᾿ τὰ μέρη τῆς Ἀσίας θέλοντας νὰ γίνει μοναχὸς στὸ μοναστῆρι αὐτό. Καὶ ὁ ἡγούμενος τὸν δέχτηκε.

Ἔμεινε κάποιο χρονικὸ διάστημα καὶ ἐπειδὴ ὠφελήθηκε πνευματικὰ ἀπ᾿ τὴν καλὴ κατάσταση τοῦ μοναστηριοῦ, μιὰ ποὺ εἶχε ἀρκετὸ χρυσάφι τὸ φέρνει καὶ τὸ δίνει στὸν ἀββᾶ, λέγοντάς του:

«Ἀββᾶ, ἐπειδὴ ὠφελήθηκα ἀπ᾿ τὴν ζωὴ στὸ κοινόβιο καὶ θέλω ἐὰν καὶ ὁ Θεὸς συγκατανεύει, νὰ κάνεις τὴν κουρά μου καὶ νὰ μοῦ δώσεις τὸ ἅγιο σχῆμα, πᾶρε αὐτὴν τὴν εὐλογία καὶ διαχειρίσου την ὅπως νομίζεις», καὶ τοῦ δείχνει τὸ χρυσάφι.

Ὁ ἡγούμενος ὅμως ποὺ ἦταν ἄνθρωπος ἐνάρετος καὶ εἶχε φόβο Θεοῦ, δὲν ἔσπευσε νὰ πάρει τὸ χρυσάφι, ἀλλὰ τοῦ λέει:

«Αὐτά, παιδί μου, ἐδῶ δὲν τὰ χρειαζόμαστε. Ὅπως γνωρίζεις δὲν εἴμαστε πολυέξοδοι στὶς ἀνάγκες μας, ἀλλ᾿ ὅπως τύχει μὲ φτηνὰ πράγματα περνοῦμε, καθὼς ζοῦμε ἐδῶ στὴν ἔρημο. Ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, πήγαινε καὶ δώσ᾿ τα στοὺς φτωχοὺς καὶ θὰ ἔχεις θησαυρὸ στοὺς οὐρανούς». Ἐκεῖνος ὅμως ἐπέμενε νὰ παρακαλεῖ καὶ νὰ λέει:

«Τὸ ἔταξα, πάτερ, ὅπου ἐγκαταβιώσω, ἐκεῖ νὰ τὰ προσφέρω».

Κι ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ:

«Ἐγώ, παιδί μου, ἐὰν τὰ πάρω, θὰ τὰ δώσω στοὺς φτωχούς. Γιατὶ δὲν μάθαμε νὰ συγκεντρώνουμε θησαυρὸ ἐπάνω στὴ γῆ». Ἐκεῖνος πάλι ἐπέμενε λέγοντας, «Πάρε τα, Πάτερ, καὶ ὅπως νομίζεις διαχειρίσου τα». Τότε ὁ ἀββᾶς δέχτηκε τὸν χρυσὸ καὶ τοῦ ἔκανε τὴν κουρὰ καὶ τοῦ ᾿δωσε τὸ ἅγιο σχῆμα.

Κατ᾿ οἰκονομίαν Θεοῦ ὅμως δὲν ξόδεψε ὁ ἀββᾶς τὰ χρήματα, ἀλλὰ περίμενε θέλοντας νὰ δεῖ τὴν προκοπή του. Ὡστόσο κανένας δὲν γνώριζε, οὔτε καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἀδελφός, ὅτι ὑπῆρχαν ἀκόμη τὰ χρήματα. Στὴν ἀρχὴ λοιπόν, ποὺ εἶχε ἀκόμη τὴ θέρμη τῆς ἀποταγῆς, ἐκπλήρωνε κάθε ὑποταγὴ καὶ ἔκανε ἀκούραστα καὶ τὸ διακόνημα ποὺ τοῦ ἀνέθεταν. Μετὰ ὅμως ἀπὸ καιρὸ ἄρχισε νὰ χαλαρώνει καὶ νὰ μὴ δείχνει τὴν ἴδια προθυμία, ἀλλὰ σιγὰ-σιγὰ ἄρχισε κάπως νὰ μουρμουρίζει λέγοντας:

«Ἐγὼ εἶχα δώσει πολλὰ λεφτὰ στὸ κοινόβιο καὶ δὲν τρώω δωρεὰν τὸ ψωμί».

Ὅταν ἄκουσαν λοιπὸν αὐτὰ κάποιοι ἀδελφοί, ἄρχισαν νὰ σκανδαλίζονται καὶ προπαντὸς οἱ πιὸ ἁπλοϊκοί. Ὅταν τό ᾿μαθε αὐτὸ ὁ ἀββᾶς, τὸν κάλεσε καὶ τοῦ εἶπε:

«Δὲν μὲ πίεσες, ἀδελφέ, σὺ ὁ ἴδιος, γιὰ νὰ δεχθῶ τὰ χρήματά σου; Δὲν τὰ ἔχεις δώσει γιὰ νὰ τὰ μοιράσουμε στοὺς φτωχούς; Ἢ μήπως κάναμε συμφωνία νὰ μὴν ἐργάζεσαι καὶ νὰ σκανδαλίζεις τοὺς ἀδελφοὺς μὲ τοὺς γογγυσμούς σου; Ὄχι, ἔτσι, παιδί μου, γιατὶ ἡ Γραφὴ λέει: Προσέξτε νὰ μὴν σκανδαλίσετε κανέναν ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς μικρούς».

Κι ἐνῷ πολλὲς καὶ διάφορες νουθεσίες τοῦ ἔκαμε ὁ ἀββᾶς, δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπ᾿ τὴ διαβολικὴ ἐνέργεια, ποὺ ἐνισχύθηκε μέσα του ἀπ᾿ τὴν πονηρὴ συνήθεια τοῦ γογγυσμοῦ. Βλέποντας, λοιπόν, ὁ ἀββᾶς ὅτι δὲν ἀλλάζει γνώμη, τοῦ λέει κάποια μέρα, «Ἔλα, ἀδελφέ, νὰ πᾶμε κάτω στὸν Ἰορδάνη». Ὅπως εἴπαμε παραπάνω, τὸ μοναστῆρι βρίσκεται σὲ κοντινὴ ἀπόσταση ἀπ᾿ τὸ ποτάμι. Κατέβηκαν, λοιπόν, ἐντελῶς μόνοι οἱ δυό τους.

Καὶ καθὼς περπατοῦσαν στὶς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη, ἄρχισε ὁ ἀββᾶς νὰ τὸν νουθετεῖ. Βγάζει κάποια στιγμὴ τὸ χρυσάφι ἔτσι ὅπως ἦταν σφραγισμένο καὶ τοῦ λέει: «Τὸ γνωρίζεις αὐτό;» «Ναί, δέσποτα», τοῦ ἀπαντᾷ.

Τότε τοῦ λέει ὁ ἀββᾶς: «Πάρε, παιδί μου, τὸν χρυσὸ καὶ εἴτε, ὅπως ἔταξες, δώσ᾿ τα στοὺς φτωχούς, εἴτε κατὰ τὴν κρίση σου κράτα τα. Γιατὶ δὲν παραβαίνω τὸν κανόνα τοῦ κοινοβίου ἐξαιτίας αὐτῶν τῶν χρημάτων, οὔτε πάλι σκανδαλίζω τοὺς ἀδελφούς, ὥστε νὰ παροργίζω καὶ τὸν Θεό. Εἶναι ἀδύνατο νὰ μένεις μαζί μας χωρὶς νὰ κάνεις διακόνημα, ὅπως ἀκριβῶς κάνουν καὶ οἱ ἄλλοι ἀδελφοί. Καὶ ἐγὼ ὅταν ἤμουν νέος ἔκανα τὸ ἴδιο καὶ μέχρι τώρα πιέζω τὸν ἑαυτό μου νὰ κάνω ὅσο μπορῶ, ὅπως καὶ σὺ ὁ ἴδιος τὸ γνωρίζεις».

Ὁ ἀδελφὸς μόλις εἶδε τὸν χρυσὸ καὶ ἄκουσε αὐτὰ ἀπ᾿ τὸν ἀββᾶ, πέφτει στὰ πόδια του λέγοντας:

«Συγχώρεσέ με, πάτερ, αὐτὰ τὰ ἔχω δώσει στὸν Θεὸ καὶ σὲ σᾶς, καὶ δὲν τὰ παίρνω πίσω».

Κι ὁ Γέροντας τοῦ λέει:

«Παιδί μου, ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπ᾿ αὐτά, διότι ὅλα εἶναι δικά του δημιουργήματα. Ζητάει ὅμως τὴν ψυχική μας σωτηρία. Ἀποκλείεται νὰ τὰ κρατήσω αὐτὰ ἀπὸ δῶ καὶ πέρα». Ἐκεῖνος πάλι ἐπέμενε πέφτοντας στὰ πόδια του καὶ λέγοντας: «Δὲν σηκώνομαι ἀπ᾿ τὰ πόδια σου, ἐὰν δὲν μοῦ δώσεις τὸν λόγο σου ὅτι δὲν θὰ μὲ ἀναγκάσεις νὰ τὰ πάρω».

Βλέποντας, λοιπόν, ὁ Γέροντας νὰ τὸν παρακαλεῖ μὲ πόνο ψυχῆς, τοῦ λέει:

«Σύμφωνοι, παιδί μου, οὔτε κι ἐγὼ στὸ ἑξῆς σὲ ἀναγκάζω νὰ τὰ πάρεις, ἀλλ᾿ οὔτε κι ἐγὼ τὰ κρατῶ».

Καὶ μόλις, λοιπόν, σηκώθηκε ὁ ἀδελφός, λύνει ὁ ἀββᾶς τὸ κομπόδεμα καὶ τοῦ λέει:

«Αὐτὰ εἶναι, παιδί μου, τὰ νομίσματα».

Κι ἐκεῖνος εἶπε: «Ὅπως μοῦ ᾿κανες τὴ χάρη νὰ συμφωνήσεις μαζί μου, πάτερ, μὴ μοῦ ξαναμιλήσεις γι᾿ αὐτά».

Κι ὁ Γέροντας χαμογέλασε ἤρεμα καὶ εἶπε, «Ὄχι, παιδί μου».

Καὶ μόλις εἶπε αὐτά, μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ ἀδελφοῦ, τὰ ἐκσφενδονίζει στὸν βυθὸ τοῦ ποταμοῦ. Καὶ λέει στὸν ἀδελφό: «Ὅλα αὐτά, παιδί μου, διδαχτήκαμε ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ τὰ περιφρονοῦμε, ὁ ὁποῖος εἶπε:

«Ποιὸ τὸ ὄφελος ἂν κάποιος κερδίσει ὅλο τὸν κόσμο, χάσει ὅμως τὴν ψυχή του;»

Καὶ «πόσο δύσκολα θὰ μποῦν στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν αὐτοὶ ποὺ ἔχουν χρήματα!»

Κι ὁ Μωυσῆς, πάλι, ὅταν εἶδε τοὺς Ἰσραηλῖτες νὰ ἔχουν ξεπέσει στὴν εἰδωλολατρία, τὸ ἴδιο τὸ χρυσὸ αὐτὸ εἴδωλο, ἀφοῦ τὸ ἔσπασε σὲ πολὺ μικρὰ κομμάτια, τὸ διασκόρπισε μέσα στὰ νερά, δείχνοντας πὼς ἀπ᾿ ὅλα τὰ πράγματα προτιμότερη εἶναι ἡ εὐσέβεια.

Ἔλα, λοιπόν, παιδί μου, στὸ κοινόβιο καὶ μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφοὺς ἀγωνίσου χωρὶς ντροπὴ σὲ κάθε διακόνημα γιὰ τὸν Κύριο, φέροντας στὴ μνήμη σου τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ποὺ ἔλεγε:

«Δὲν ἦρθε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ τὸν ὑπηρετήσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπηρετήσει καὶ νὰ δώσει τὴν ψυχή του λύτρο γιὰ πολλούς».

Βλέποντας ὁ ἀδελφὸς τὴν θεοφιλῆ πρόθεση τοῦ ἀββᾶ καὶ τὴν περιφρόνησή του πρὸς τὰ χρήματα, ἔνιωσε κατάνυξη μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπέστρεψε μαζί του στὸ κοινόβιο. Ἀπέκτησε μεγάλη ταπείνωση καὶ ὑποταγὴ σὲ ὅλους. Καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἔγινε σκεῦος ἐκλογῆς καὶ ἐκοιμήθη σ᾿ αὐτὴ τὴ μονή.

ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΘΕΟ Η ΔΟΞΑ