Χρόνια περασμένα

Ποῦ εἶναι τὸ χρόνια τὰ παλιὰ
καὶ τὰ εὐλογημένα
ποὺ ζούσαμε ὅλοι ἁπλᾶ
καὶ ὅλα εὐτυχισμένα;

Ποῦ εἶναι τὰ χρόνια τὰ παλιά,
ποὺ ἡ διπλοπροσωπία
ἤτανε λέξις ἄγνωστη
μέσα εἰς τὴν φιλία;

Ποῦ εἶναι τὰ χρόνια τὰ παλιά
πρὶν πέσῃ τὸ μεγαλεῖο,
ποὺ πήγαινες στὸ φίλο σου
μὲ δίχως προσκλητήριο;

Σὲ τράβαγε ἡ φιλία σας,
πήγαινες μὲ ἀφέλεια,
δὲν εἶχε ἀκόμη γεννηθεῖ
σὲ μᾶς ἡ πολυτέλεια.

Τώρα ἡ μάνα ἡ ἴδια
νὰ πάει στὸ παιδί της,
πρέπει νὰ ἔχει πρόσκληση
γιὰ τὴν ὑποδοχή της.

Ἄλλαξαν πλέον οἱ καιροὶ
δὲν εἶναι ὅπως πρῶτα,
ὅλοι κοντὰ ποὺ ζούσαμε
καὶ εἴχαμε μία πόρτα.

Τώρα ἐσκορπισθήκαμε
σὰν τοὺς λαγοὺς στὰ δάση
καὶ μόνον ἡ Ἐκκλησία μας
δύναται νὰ μᾶς μάσῃ.

Ἀλλιῶς ἐὰν δὲν ἔχουμε
τὴν ἐπικοινωνία,
θὰ γίνουμε σὰν ἀσκητὲς
ποὺ ζοῦν στὴν ἐρημία.

Γιὰ θυμηθεῖτε τὸν καιρὸ
τὴ μάνα μας στὸ μαγειριό,
ποὺ ἑτοίμαζε ἕνα φαγὶ
καὶ τρώγαμε ὅλοι μαζί,

νέοι καὶ γέροι καὶ παιδιά,
μία κατσαρόλα, μία φωτιά.
Τώρα καθεὶς ξεχωριστό,
ἕνας ψητό, ἄλλος βραστό.

Ὁ ἄλλος δίαιτα κρατᾷ,
τὸν βλάπτουν τὰ τηγανιτά.
Οἱ ἄλλοι μὲ βιταμίνες ζοῦν,
νὰ χάσουν βάρος προσπαθοῦν.

Στὸ τέλος, λίγο ἢ πολὺ
ὅλοι πεθαίνουν ἀπ᾿ τὴ χολή.

Ποῦ εἶναι ἐκείνη ἡ ἐποχὴ
ποῦ ὅλοι περπατοῦσαν
καὶ ζωντανὰ τὰ αἵματα
ὅλων κυκλοφοροῦσαν;

Τώρα ὅλα εἶναι τεχνητὰ
καὶ ὅλα μᾶς πειράζουν,
τὰ νεῦρα χάπια καρτεροῦν
ἀλλιῶς δὲν ἡσυχάζουν.

Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος ὁ καιρὸς
ποὺ ἦταν ὁ γάμος ἱερός,
ὅταν νικοῦσε ἡ προξενιὰ
τοῦ ἔρωτος τὴ λεβεντιά;

Καὶ στεφανώντουσαν νὰ ζοῦν
μέχρι θανάτου χωρισθοῦν.

Καὶ ὅταν βάπτιζαν τὸ παιδὶ
τί ἔκστασις ἦτο αὐτή…
εἰς τὸν παπποῦ καὶ τὴ γιαγιά,
τί περηφάνια στὴν καρδιά,
τὸ ὄνομά τους ν᾿ ἀκουσθῇ
οὐδέποτες νὰ ξεχασθῇ.

Μεγάλη ἦτον κληρονομιὰ
τὸ ὄνομα σὴ φαμιλιά.
Ἐπέρασε τώρα κι αὐτό,
ἀνήκει στὸν παλιὸ καιρό.

Ἔτσι παγώνουν οἱ καρδιὲς
καὶ ἀλλάζουνε οἱ γενιές.

Ποῦ εἶναι τὰ χρόνια τὰ παλιὰ
τὰ χρόνια τὰ ὡραῖα,
ποὺ μὲ τραγοῦδι καὶ μεζὲ
γλεντοῦσε ἡ παρέα;

Τώρα πέντε-ἕξι μαχαιροπήρουνα
καὶ πιάτα μιὰ ντουζίνα,
μὰ νὰ χορτάσουν δὲν μποροῦν
τὴν ψυχική τους πεῖνα.

Ποῦ εἶναι τὰ χρόνια τὰ παλιὰ
τὰ διαμαντένια χρόνια,
ὅπου ὑπῆρχε ὁ σεβασμὸς
καὶ νιώθαμε συμπόνοια;

Καθένας τώρα προσπαθεῖ
τὸν ἄλλον νὰ περάσει
καὶ μεσ᾿ τὸ χρέος πνίγεται
ὡς ὅτου νὰ γεράσει.

Μᾶς πλάκωσε ἡ ἀπονιὰ
μᾶς ζάλισε τὸ χρῆμα,
χάσαμε τὰ αἰσθήματα
καὶ πέσαμε στὸ κρῖμα.

Λυπήσου μας πάλι Θεὲ
καὶ μὴ μᾶς κατακρίνεις,
Ἐσὺ ποὺ πάντα ἔλεος
εἰς τὰ παιδιά Σου δίνεις.

Στεῖλε μας πάλι μία φωνὴ
θεὲ τ᾿ Ἁγίου Γιάννη,
γιὰ νὰ σωθεῖ καὶ ὑψωθεῖ
τοῦ γάμου τὸ στεφάνι.

Συγχώρησε τὰ λάθη μας
δῶσε μας τὴ γαλήνη
ποὺ μᾶς ἐδίδαξε ὁ Χριστὸς
μὲ τὴν ταπεινοσύνη.

Ποίημα-δῶρον πρὸς τοὺς ἀγαπητούς μου ἐνορίτας
τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου ὁδ. Ἀχαρνῶν.
Πρωτ. Κων. Παναγιωτόπουλος