«...Ὅταν χειροτονήθηκα ἱερέας, εἶπα μιὰ μέρα στὸν πατέρα Γερμανό, σ᾿ ἕναν εὐλαβῆ ἱερομόναχο στὴν Μονὴ Ἁγίου Σάββα στὰ Ἱεροσόλυμα:
– Παπα–Γερμανέ, διάβασα σὲ διάφορα ἱερὰ βιβλία, ὅτι πολλοὶ ἱερεῖς παλαιότερα, ὅταν τελοῦσαν τὴν Μεγάλη Εἴσοδο κρατώντας τὰ Τίμια Δῶρα, δὲν πατοῦσαν στὴν γῆ, ἀλλὰ ἐφέροντο στὸν ἀέρα. Ὑπάρχουν καὶ σήμερα τέτοιοι ἱερεῖς;
– Μὴν ἀμφιβάλλεις, μοῦ εἶπε, μήπως πάθεις καὶ σὺ κάτι τέτοιο.
Και πράγματι, τὴν ἑπομένη Κυριακὴ ἤμουν ἐφημέριος καὶ ἐλειτουργοῦσα στὸ καθολικὸ της Μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα.
Ὅταν βγῆκα στὴν Μεγάλη Εἴσοδο κρατώντας ἐπὶ τῆς κεφαλῆς μου τὸ Ἅγιον Δισκάριον, στὸ ὁποῖο ὑπῆρχε ὁ Ἅγιος Ἄρτος καὶ στὸ δεξιό μου χέρι τὸ Ἅγιον Ποτήριον μὲ τὸ Ἅγιον Αἷμα, σήκωνα τὰ πόδια μου ἐπάνω, διότι δὲν ἔβρισκα στέρεο ἔδαφος νὰ πατήσω!
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁ ἱερομόναχος Γερμανὸς βρισκόταν μέσα στὸ θυσιαστήριο. Ὅταν τελείωσε ἡ Θεία Λειτουργία πῆγα στὸ δωμάτιό μου γιὰ νὰ ἡσυχάσω λίγο.
Μετὰ ἀπὸ ὥρα ἦλθε ὁ πατὴρ Γερμανὸς καὶ μοῦ εἶπε:
– Γιατί σήμερα κατὰ τὴν ὥρα τῆς Μεγάλης Εἰσόδου σήκωνες τὰ πόδιά σου;
Καὶ ἐγὼ τοῦ εἶπα:
– Πατέρα Γερμανέ, δὲν ξέρω τί μοῦ συνέβη. Δὲν ἔβρισκα στέρεο ἔδαφος νὰ πατήσω.
– Αὐτὸ εἶναι, μοῦ εἶπε, ἐφέρεσο στὸν ἀέρα ἐνῷ σὲ κρατοῦσαν Θεῖοι Ἄγγελοι. Γι’ αὐτὸ πίστευε καὶ μὴ ἐρεύνα, γιατὶ τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἶναι μέγα μυστήριο.
– Μά, μόνον κατὰ τὴν Μεγάλη Εἴσοδο κρατοῦν οἱ θεῖοι Ἄγγελοι τὸν λειτουργὸν εἰς τὸν ἀέρα;
–Ναί. Διότι τότε φέρει ἐπάνω του τὰ Τίμια Δῶρα. Ὅταν τὰ ἀποθέσῃ τότε ἡ χάρις ἐνεργεῖ εἰς τὸ πνεῦμα τοῦ λειτουργοῦντος, τὸ ὁποῖο μεταρσιοῦται στὸν φωτεινὸ καὶ οὐράνιο κόσμο...
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Ἀρχιμανδρίτου Ἰωακεὶμ Σπετσιέρη, «Ἀπομνημονεύματα, Ἅγιον Ὄρος – Ἱεροσόλυμα», Ἔκδοση Ἱερᾶς Καλύβης, «Σύναξις τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων», Νέα Σκήτη, Ἅγιον Ὄρος.
Ποιὸς ἦταν ὁ π. Ἰωακεὶμ Σπετσιέρης, συγγραφέας πρωτότυπων βιβλίων ἀπὸ τὶς περιοδεῖες του στοὺς Ἁγίους Τόπους...
Ὁ παππούς τυῦ ἦταν ἱερεὺς ἔγγαμος καὶ ὀνομαζόταν Ἰωάννης. Ὅταν γεννήθηκε ὁ π. Ἰωακείμ, κατὰ κόσμον Ἰωάννης, ὁ παππούς του προεῖπε ὅτι θὰ γίνῃ ἱερεὺς καὶ θὰ πάρη τὸ ὄνομά του, δηλαδὴ Ἰωάννης. Τέτοια ἀρετὴ εἶχε ὁ παπποὺς ἐκεῖνος, ὥστε προγνώρισε ἀκόμα καὶ τὸ θάνατό του.
Στὸ τέλος μιᾶς λειτουργίας βγῆκε στὴν Ὡραία Πύλη καὶ εἶπε στὸ ἐκκλησίασμα: Αὐτὴ ἐδῶ εἶναι ἡ τελευταία μου λειτουργία. Πῆγε στὴν κόρη του, ποὺ ἦταν παντρεμένη καὶ τοῦ προσέφεραν καφέ. Κι’ ἐκεῖ ἀκόμη τοὺς εἶπε: Τοῦτος εἶναι ὁ τελευταῖος καφὲς ποὺ πίνω...
Ὁ Ἰωακείμ, κατὰ κόσμον Ἰωάννης Σπετσιέρης, καταγόταν ἀπὸ τὴν Κεφαλλονιά. Ὁ πατέρας του, ἀγρότης στὸ ἐπάγγελμα, ἦταν πολὺ πνευματικὸς ἄνθρωπος. Την ὥρα τῆς ἐργασίας του ἔψαλλε διάφορα τροπάρια.
Ἰδιαίτερα τοῦ ἄρεσαν τὰ ἱερὰ ᾄσματα τοῦ Τίμιου Σταυροῦ: «Σταυρὸς ὁ φύλαξ πάσης της οἰκουμένης... καὶ τῶν δαιμόνων τὸ τραῦμα», θύμωσε ὁ καταραμένος μιὰ νύχτα μαζί του καὶ τὸν χτύπησε στὸ πόδι πολὺ ἄσχημα.
Χωρὶς νὰ ἀρρωστήσῃ, ζήτησε Πνευματικό, καὶ ἀφοῦ ἐξομολογήθηκε τοῦ εἶπε: Τὴν τάδε ἡμέρα νἄρθῃς νὰ μὲ κοινωνήσης, διότι θὰ πεθάνω. Πρὸ τριῶν ἡμερῶν, προγνώρισε τὸ θάνατό του. Ὁ π. Ἰωακεὶμ ἔλειπε ἀπὸ τὸ σπίτι γι᾿ αὐτὸ εἶπαν οἱ δικοί του νὰ τὸν εἰδοποιήσουν νὰ ἔρθῃ. Ὁ πατέρας του ὅμως τοὺς ἀπάντησε: Μὴν κάνετε τίποτα, δὲν προφταίνει νὰ ἔλθῃ...
Σὲ ἡλικία 18 περίπου ἐτῶν ὁ κ. Ἰωακεὶμ ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Περπάτησε ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη μὲ τὰ πόδια γιὰ νὰ φτάση στὸ «Περιβόλι τῆς Παναγίας» μας. Πέρασε ἀπὸ τὸ Βατοπαίδι, ὅπου θέλησαν νὰ τὸν κρατήσουν. Δὲν ἔμεινε ὅμως ἐκεῖ, ἐξ αἰτίας ἑνὸς σκανδάλου ποὺ συνέβη.
Ἀπὸ τὸ Βατοπαίδι ὁ π. Ἰωκεὶμ ᾖλθε στὴ Νέα Σκήτη, καὶ συγκεκριμένα στὴν καλύβη τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, μία ἀπὸ τὶς παλαιότερες Νεοσκητιώτικες καλύβες, ἡ ὁποία τιμᾶται μὲ τὴν ἑορτὴ τοῦ «Γενεσίου τῆς Θεοτόκου». Ἴσως ἐγνώριζε τοὺς γεροντάδες, τὸν γέροντά του π. Χριστόφορο, καὶ τὸν π. Συνέσιο.
Ο π. Χριστοφόρος εἶχε κάμει κοινόβιο στὸ Κουτλουμούσι, ἦταν δὲ πολὺ αὐστηρός. Ἔστελνε τὸν π. Ἰωακεὶμ νὰ δουλεύῃ ὅλη μέρα στὴν κατασκευὴ τοῦ ὑδραγωγείου. Τὴ νύχτα, ἐνῷ ὁ π. Ἰωακεὶμ διάβαζε τὸ Μηναῖο ἢ τὸ ψαλτῆρι, ἀποκοιμόταν ἀπὸ τὴν κούραση. Τότε ἔπαιρνε τὸ βιβλίο ὁ γέροντας καὶ χτυπώντας τον στοργικὰ στὴν πλάτη, τοῦ ἔλεγε:
–Πέθανε, καὶ θὰ πᾶς στὸν Παράδεισο...
Σὲ νεαρὰ ὅμως ἡλικία ὁ π. Ἰωακεὶμ εἶχε προσβληθῆ ἀπὸ τὴν ἐπικίνδυνη τότε ἀρρώστεια τῆς φυματιώσεως. Ἕνα Σάββατο οἱ γεροντάδες πῆγαν στὸ κοιμητήρι καὶ τὸν ἄφησαν μόνο του στὸ σπίτι. Ὁ π. Ἰωακεὶμ παρακαλοῦσε τὴν Παναγία μας νὰ μεσιτεύσῃ νὰ φύγῃ ἀπ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ γιὰ νὰ μὴν κουράζῃ τοὺς γεροντάδες του.
Τότε τοῦ παρουσιάστηκε ἡ Παναγία μας. Φαινόταν ἀπὸ τὴ μέση καὶ πάνω ἐνῷ ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάτω βρισκόταν μέσα σὲ μιὰ φωτιὰ καὶ τοῦ εἶπε: Ὁ ἐλπίζων εἰς ἐμὲ δὲν φοβᾶται, οὔτε σὲ τούτη οὔτε στὴν ἄλλη ζωή!
Κάποτε ὁ π. Ἰωακεὶμ μαζὶ μὲ τὸν ὑποτακτικό του, π. Θεοφύλακτο, πῆγαν στὴν Ἱ. Μ. Ἁγ. Παύλου, στὴν ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς, ὅπου πανηγύριζε ἡ μονή. Ἐκεῖ βρισκόταν καὶ ὁ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει παρεπιδημῶν ἅγιος Μηλιτουπόλεως Ἰερόθεος.
Στὴ Θεία Λειτουργία, καὶ συγκεκριμένα στὸ σημεῖο τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν Τιμίων δώρων, ὁ π. Ἰωακεὶμ εἶδε μιὰ λάμψη, σὰν φῶς ποὺ ἐκπέμπει ἕνας προβολέας, νὰ ἔρχεται ἀπὸ τὸν κουμπὲ καὶ νὰ ἐπισκιάζῃ τὰ Τίμια Δῶρα. Τὸ εἶπε στὸν ὑποτακτικό του μὲ τὸν ὅρο νὰ μὴν τὸ πῇ πουθενὰ ὅσο θὰ ζοῦσε.
Ὁ π. Ἰωακεὶμ μὲ τὸν Μητροπολίτη Βόλου εἶχε ἀγαθὲς σχέσεις. Πήγαινε συχνὰ στὴν ἐπαρχία του, ὅπου ἐκήρυττε καὶ ἐξομολογοῦσε. Μία εὐσεβὴς κυρία, ὀνομαζόμενη Ἀνδρομάχη, ποὺ γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη της ἕνας ἅγιος ἀσκητὴς τὴν ὀνόμασε Ταβιθὰ καὶ Φτωχομάνα (ἀργότερα ἔγινε μοναχὴ καὶ ὀνομάστηκε Μάρθα, καὶ αὐτὴ ἔδωσε τὰ στοιχεῖα γιὰ τὴ σύνταξη τῆς βιογραφίας τοῦ παπα–Πλάνα) διηγήθηκε στὸν π. Θεοφύλακτο, τὸν ὑποτακτικὸ τοῦ π. Ἰωακείμ, τὸ ἑξῆς: Κάποια φορὰ ποὺ λειτουργοῦσε ὁ Γέροντας στὸν Ἅγιο Νικόλαο Βόλου, συνέβη νὰ βρίσκομαι κι ἐγὼ ἐκεῖ. Στὴν ὥρα τῆς Μεγάλης Εἰσόδου, τὸν εἶδα νὰ μὴν πατάη στὴ γῆ...
Ὅταν δὲν κοινωνοῦσε ὁ ὑποτακτικός του, δὲν τὸν ἄφηνε νὰ διαβάζῃ τὴν ἀκολουθία τῆς Εὐχαριστίας τῆς Θ. Μεταλήψεως. Ἔλεγε: Ἐγὼ κοινώνησα, ἐγὼ πρέπει νὰ τὴν διαβάσω. Σὲ μιὰ θεία Λειτουργία, ἐνῷ τελείωσε καὶ ἑτοιμαζόταν νὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τὸ ἱερό, τὸν ἔπιασαν τὰ δάκρυα. Τότε ὁ ὑποτακτικός του μπῆκε στὸ ἱερὸ καὶ τὸν ρώτησε παραξενεμένος: «Γέροντά μου, γιατί κλαῖς; Μήπως σὲ στενοχώρησα ἐγὼ καὶ δὲν τὸ ξέρω;».
«Ὄχι παιδί μου», τοῦ ἁπαντᾶ, «νά, θυμήθηκα τὴν Παναγίτσα μας». Ἴσως εἶδε κάτι καὶ ἤθελε νὰ τὸ σκεπάσῃ.
Εἶχε μεγάλη εὐλάβεια στὴν Παναγία μας, καὶ συχνὰ τὴν προσφωνοῦσε: «Παναγούλα μου, Παναγίτσα μου».
Μετὰ τὴν ἀκολουθία διάβαζαν τὴν παράκληση τῆς Παναγίας μας, καὶ ἀφοῦ ἔκαμε ἀπόλυση, ἔλεγε στὸν ὑποτακτικό του: «Κάνε τώρα π. Θεοφύλακτε, ἕναν καφὲ νὰ πιοῦμε, μὲ τὴν εὐλογία τῆς Παναγίτσας μας». Μποροῦσε νὰ περάσῃ μὲ ἕναν καφὲ καὶ λίγο ψωμὶ ὅλη μέρα. Ἦταν πολὺ ἐγκρατής. Νερὸ μόνο στὴν τράπεζα ἔπινε.
Μερικοὶ τοῦ ἔλεγαν: «Πνευματικέ, καὶ τὸ νερὸ νηστεύεις;». Στὸν ὑποτακτικό του ἀπαγόρευε νὰ πιῇ νερὸ μετὰ τὸ Ἀπόδειπνο. Τοῦ ἔλεγε: «Κάνε ὑπομονὴ νὰ ἔχῃς μισθό. Πῶς ὑπέμεναν οἱ πατέρες;».
Τὶς ἀκολουθίες τὶς διάβαζε πάντα μέσα στὴν ἐκκλησία, ἀκόμα καὶ τὸ χειμῶνα, χωρὶς ν’ ἀνάβῃ φωτιά. «Μερικές φορές», λέει ὁ π. Θεοφύλακτος, «ξύλιαζαν τὰ πόδια μου ἀπὸ τὸ πολὺ κρύο. Κι ὁ γέροντας μὲ παρηγοροῦσε λέγοντας: Παιδί μου, οἱ ἅγιοι Πατέρες προσεύχονταν πάνω στοὺς στύλους, καὶ μεῖς μέσα στὸ σπίτι θέλουμε φωτιά; Ἔχουμε χρήματα νὰ πάρουμε ξύλα, ἀλλὰ καλὸ εἶναι νὰ ταλαιπωρήσουμε λίγο τὸ σῶμα μας».
Στὰ πνευματικά του καθήκοντα ἦταν πολὺ αὐστηρός. Ζηλωτὴς τῆς καθαρᾶς ἀναγνώσεως καὶ τῆς ἁρμονικῆς ψαλμῳδίας. Ἔψαλλε ἀργὰ καὶ διάβαζε ἀργὰ μὲ κατάνυξη. Μιὰ φορὰ στὸ Κυριακὸ ἕνας μοναχὸς διάβαζε γρήγορα καὶ τὸν παρετήρησε: «τί διαβάζεις γρήγορα; Ἐδῶ κάνεις προσευχή».
Στὸν ὑποτακτικό του ἔλεγε: "Μὴ διαβάζῃς γρήγορα, γιατὶ θὰ χαλάσῃς τὴ γλῶσσα σου καὶ θὰ συνηθίσῃς στὴ βιασύνη».
* Σὲ κάποια καλύβη τῆς Ν. Σκήτης ἀσκήτευε ὁ πατὴρ Ν. Ὁ πατὴρ Ν. τῇ συνεργείᾳ τοῦ πονηροῦ φθονοῦσε τὸν πατέρα Ἰωακείμ. Κάθε φορὰ ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὴν καλύβη του ὁ π. Ἰωακείμ, μόλις τὸν ἀντίκρυζε ἀπὸ μακρυά, τὸν ὕβριζε «πλανεμένε, κατηραμένε, καρδινάλιε κλπ.» Ὁ π. Ἰωακεὶμ δὲν μιλοῦσε καθόλου. Ἕνας μοναχὸς πῆγε στὸν π. Ἰωακεὶμ καὶ τοῦ λέει: «ὁ π. Ν. σὲ κατηγορεῖ συνέχεια». Τότε ὁ π. Ἰωακεὶμ σὲ ἔντονο ὕφος τοῦ λέει: «Δεν σοῦ ἐπιτρέπω νὰ κατηγορῇς τὸν εὐεργέτη μου», καὶ τὸν ἔδιωξε. Ὁ μοναχὸς ἔτρεξε στὸν π. Ν. καὶ τοῦ εἶπε τὸ γεγονός. Ὁ π. Ν ὅταν ἄκουσε αὐτό, κατανύγηκε, μετάνιωσε, πῆγε στὸν π. Ἰωακείμ, ἔβαλε μετάνοια καὶ ζήτησε νὰ τὸν συγχωρέσῃ. Ἀπὸ τότε πήγαινε τακτικὰ στὸν π. Ἰωακείμ. Ἔτσι μὲ τὴν ἀνεξικακία τοτ ὁ π. Ἰωακεὶμ νίκησε καὶ βοήθησε ἕνα ἀδελφὸ νὰ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὸ πάθος του.
* Κάποτε σὲ πανηγύρι τῆς Νέας Σκήτης ὁ Δικαῖος τὸν διέταξε νὰ ξεφορέσῃ καὶ νὰ μὴ λάβῃ μέρος στὴ θεία λειτουργία. Ὁ π. Ἰωακείμ, χωρὶς νὰ ταραχθῇ καθόλου, ἔκαμε ὅπως τοῦ εἶπαν, κάθησε στὸ στασίδι, καὶ παρακολούθησε τὴ θεία λειτουργία ἀτάραχος. Κατόπιν πῆγε στὴν τράπεζα ποὺ παρέθεσε ὁ Δικαῖος, καὶ ἔφαγε σὰν νὰ μὴ συνέβη τίποτε. Τέτοια ἦταν ἡ ἀνεξικακία καὶ ἡ ὑπομονή του.
* Ὁ π. Ἰωακεὶμ ὑπηρέτησε στὴ Χαλκίδα ὡς ἱεροκῆρυξ. Στὸν ὑποτακτικό του εἶπε κάποτε μιὰ κυρία ἀπὸ τὴ Χαλκίδα: «Ἔδινε ἐξετάσεις τὸ παιδί μου στὴ σχολὴ Εὐελπίδων. Πῆγα στὸν π. Ἰωακεὶμ καὶ τὸν παρεκάλεσα νὰ προσευχηθῇ γιὰ νὰ πετύχῃ τὸ παιδί μου. Μοῦ ἀπάντησε: Αὐτὴ τὴ στιγμὴ ποὺ μοῦ τὸ λές, ἔχει ἐπιτύχει ὁ γυιός σου. Ἔτσι κι ἔγινε».
* Στὴν Κόρινθο ἔκαμε ἱεροκῆρυξ ὀχτὼ χρόνια. Δύο κοπέλλες ποὺ ἐξομολογοῦντο στὸν π. Ἰωακείμ, πῆγαν ἕνα βράδυ νὰ τὸν ἰδοῦν καὶ τοὺς ἔλεγε πολλὰ διὰ τὴν ὠφέλειαν τῆς ψυχῆς. Εἶχε βραδυάσει καὶ ὁ πνευματικὸς ἄναψε τὴ λάμπα. Φῶτα δὲν ὑπῆρχαν. Ἐκεῖ ποὺ συζητοῦσαν, βλέπουν στὸν ὦμο τοῦ π. Ἰωακεὶμ ἕνα περιστέρι! Αὐτὸ τὸ βεβαίωσε στὸν ὑποτακτικό του π. Θεοφύλακτο μιὰ ἀπὸ τὶς κοπέλλες ποὺ τὸν εἶδαν.
* Ὅταν ἔψαλλαν «Τὴν Τιμιωτέραν...» δὲν θυμίαζε τὶς εἰκόνες, ὅπως συνήθως γίνεται, ἀλλὰ ἄφηνε τὸ θυμιατὸ κάτω ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας μας. Δὲν ἤθελε, ἐνῷ μεγαλύνουμε ψάλλοντας τὴν μητέρα τοῦ Θεοῦ, νὰ γυρίζουμε στὸ ναό, θυμιάζοντας τὶς εἰκόνες.
* Μιὰ φοιτήτρια προσπαθοῦσε νὰ παντρευτῇ ἕνα φοιτητή, ὁ ὁποῖος προοριζόταν γιὰ ἄγαμος κληρικός. Ὁ π. Ἰωακεὶμ τὸν συμβούλευε νὰ προσέχῃ. Τὸ ἔμαθε ἡ φοιτήτρια, πῆγε στὸν γέροντα, τὸν βρῆκε, ἄρχισε νὰ τὸν βρίζῃ. Κάποια στιγμὴ τοῦ λέει θυμωμένη: «Νὰ σκάσης, ἐγὼ θὰ τὸν πάρω». Μόλις γύρισε σπίτι της ἔπεσε βαρειὰ ἄρρωστη, κοντὰ στὸ θάνατο. Ἡ μητέρα της ἀμέσως μόλις ἔμαθε τὴν αἰτία, ἔτρεξε, βρῆκε τὸν π. Ἰωακεὶμ καὶ τὸν ἔφερε στὸ σπίτι. Ὁ Γέροντας προθυμοποιήθηκε, πῆγε στὸ σπίτι της, τὴν διάβασε, τὴν συχώρεσε, κι ἔτσι γλύτωσε ἀπὸ τὸν κίνδυνο.
* Ἕνα καιρὸ ὁ π. Ἰωακεὶμ λειτουργοῦσε στὸν ἱερὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀσωμάτων, στὴν ἱερὰ μονὴ Πετράκη. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς θείας λειτουργίας, ἕνας διάκονος ποὺ δὲν εἶχε λάβει μέρος στὸ μυστήριο, καὶ εὐρίσκετο ἐκτός του ἱεροῦ, μπῆκε στὸ ἱερὸ βῆμα καὶ ἔλεγξε ἔντονα τὸν π. Ἰωακείμ. Ὁ Γέροντας ἀτάραχος τοῦ ἀπάντησε: «Διάκονε, παιδί μου, δὲν σὲ βλέπω νὰ στέκεσαι καλά». Μόλις ἔκανε νὰ βγῇ ὁ διάκονος ἀπὸ τὸ ἱερό, ἔπεσε ἀμέσως κι ἔσπασε τὸ πόδι του. Ὁ π. Ἰωακείμ, ὅταν τελείωσε ἡ θεία λειτουργία, τὸν ἐπισκέφθηκε νὰ ἰδῇ πῶς πάει. «Γέροντα», τὸν ρωτάει ὁ διάκονος, «μὲ καταράστηκες;». «Ὄχι παιδί μου», ἀπαντάει ὁ π. Ἰωακείμ, «ἀλλὰ πῶς τόλμησες νὰ κάνῃς αὐτὸ μέσα στὸ ἱερό, τὴν ὥρα τῆς θείας λειτουργίας, ἐκεῖ ὅπου τρέμουν κι αὐτοὶ οἱ ἄγγελοι;».
* Ὅ,τι κακὸ κι ἂν τοῦ ἔκαμναν, ποτὲ δὲν καταριόταν. Εἶχε πάντα ὑπ’ ὄψιν του τὸ «Εὐλογεῖτε καὶ μὴ καταρᾶσθε» (Ῥωμ. ιβ´ 14). Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅσους τὸν ἐπικραίνανε, τοὺς μνημόνευε πρώτους κατὰ τὴν προσκομιδή.
* Ἄλλοτε ἕνας μοναχός, ὁ π. Γ., ὕβρισε τὸν γέροντα Ἰωακείμ, χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ αἰτία. Κατὰ τὴ διάρκεια ποὺ τὸν ὕβριζε, ὁ γέροντας δὲν μιλοῦσε καθόλου. Ὅταν ἔφυγε ὁ π. Γ., λέει στὸν π. Θεοφύλακτο: «Παιδί μου, τί τοῦ ἔκανα καὶ μὲ ὕβρισε;». Φθάνοντας στὸ σπίτι του ὁ π. Γ. ἔπεσε ἀπὸ τὴν ἁπλωταριὰ καὶ χτύπησε ἄσχημα τὸ πόδι του. Ὅταν συνῆλθε, θέλησε νὰ πάῃ στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Παύλου. Στὸ δρόμο βρῆκε ἕνα μουλάρι ποὺ δὲν κλωτσοῦσε ποτέ, ἀντιθέτως ἦταν πολὺ ἥμερο. Μόλις ὁ π. Γ. τὸ πλησίασε ἀνύποπτος, τοῦ ἔδωσε ἕνα δυνατὸ χτύπημα στὸ ἴδιο πόδι, ποὺ εἶχε χτυπήσει πέφτοντας ἀπὸ τὴν ἁπλωταριά.
* Κάποτε ὁ γέροντας ἤθελε νὰ ταξιδέψει μὲ τὸ καράβι. Ἀνεβαίνοντας τὴ σκάλα τοῦ καραβιοῦ, ἕνας ἐπιβάτης ἄρχισε νὰ τὸν εἰρωνεύεται: «Παπὰς εἶναι μαζί μας, δὲν θὰ πᾶμε καλὰ σήμερα». Καὶ ὁ π. Ἰωακεὶμ ἀπαντᾷ: «Ὅλοι καλὰ θὰ πᾶμε, μόνον ἐσὺ δὲν θὰ πᾶς καλά». Σὲ λίγο λειτούργησε ἡ θεία δίκη. Τὸν ἔπιασε μιὰ ζάλη καὶ ἔπεσε μέσα στὴ μαούνα. Τὸν ἐσήκωσαν, καὶ ἀφοῦ συνῆλθε, ἔβαλε μετάνοια στὸ γέροντα, καὶ τοῦ ζήτησε συγνώμη.
*Μιὰ κυρία στὴν Ἀθῆνα παρακαλοῦσε τὸν γέροντα νὰ προσευχηθῇ ν’ ἀποκτήσῃ παιδί, ἐπειδὴ ἦταν στείρα. «Θά πάω στὸ Ἅγιον Ὄρος νὰ προσευχηθῶ καὶ θὰ σοῦ γράψω», τῆς εἶπε.
Πράγματι, προσευχήθηκε ἐπὶ εἴκοσι μέρες ἔντονα γιὰ τὴν ὑπόθεση αὐτὴ –συχνὰ ὅταν τοῦ ζητοῦσαν κάτι, ἔπρεπε νὰ περάσουν εἴκοσι μέρες νὰ προσευχηθῇ καὶ μετὰ νὰ ἀπαντήσῃ– καὶ μετὰ ἀπὸ εἰκοσαήμερο ἔγγραφε στὴν κυρία τὰ ἑξῆς:
Δὲν πρόκειται νὰ ἀποκτήσῃς παιδί, διότι δὲν θὰ τὸ διαπαιδαγωγήσῃς χριστιανικὰ καὶ θὰ κολαστῆ ἡ ψυχή του. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Θεὸς δὲν σοῦ δίνει παιδί. Αὐτὴ τὴν πληροφορία πῆρα ἀπὸ τὴν προσευχή μου.
* Κάποτε ποὺ συνέβη νὰ ταξιδεύῃ ὁ γέροντας, ὁ καπετάνιος ἐγκατέλειψε τὴν ὑπηρεσία του καὶ ἔπαιζε μὲ παλιογυναῖκες. Ὁ γέροντας ἀναστέναξε γι’ αὐτὸ καὶ στεναχωρέθηκε. Σὲ λίγο ἀκούστηκε ἕνας φοβερὸς κρότος: Εἶχε χαλάσει ἡ μηχανή. Στὴν ἀρχὴ νόμισσαν ὅτι χτύπησαν σὲ βράχο. Ὕστερα σιγὰ–σιγὰ ἀράξανε στὴ Στυλίδα, καὶ ματαιώθηκε τὸ ταξίδι.
* Πολλὲς φορὲς ὁ π. Ἰωακεὶμ λειτουργοῦσε στὸ Ἀμαλιεῖο, στὴν Ἀθῆνα, ὅπου ἐκκλησιαζόταν ἡ βασίλισσα Ὄλγα. Μὲ τὴν βασίλισσα γνωριζόταν καὶ πήγαινε πολλὲς φορὲς στὸ παλάτι. Ἤθελε ἡ βασίλισσα νὰ γίνῃ ὁ π. Ἰωακεὶμ δεσπότης καὶ νὰ τὸν στείλη στὴ Ῥωσσία.
* Στὴν Ἀθήνα ὁ π. Ἰωακεὶμ ἔμενε στὸ μετόχι τοῦ Παναγίου Τάφου. Μιὰ γυναίκα ποὺ ἔχανε τὰ παιδιά της, τὴν τελευταία φορὰ εἶχε ἀπελπισθῆ καὶ ἀπὸ τοὺς γιατρούς, ἔμαθε γιὰ τὸν γέροντα, πῆγε, τὸν βρῆκε, ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ προσευχηθῇ. Ὁ γέροντας ἀμέσως τὴν πηγαίνει στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, ποὺ εἶναι στὸ μετόχι τοῦ Παναγίου Τάφου, καὶ τῆς δίνει τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων λέγοντας: «Κράτησέ τα ἐπάνω σου». Ὕστερα τῆς διάβασε διάφορες εὐχές, προσευχήθηκε καὶ τῆς λέει: «Μὴ φοβᾶσαι, θὰ ἀποκτήσης παιδί». Καὶ πράγματι ἔτσι κι ἔγινε. Ἡ γυναίκα χάρηκε πολὺ καὶ ζητοῦσε φωτογραφία ἀπὸ τὸ γέροντα νὰ τὴν ἔχῃ σπίτι της γιὰ εὐλογία καὶ προστασία.
* Μιὰ φορὰ ποὺ ταξίδευε ὁ γέροντας γιὰ τὸν Πειραιᾶ μὲ καράβι, ἐπίασε μεγάλη θαλασσοταραχὴ καὶ ὁ καπετάνιος φοβήθηκε. Οἱ ἐπιβάτες καὶ ἰδίως τὰ γυναικόπαιδα ἔκλαιγαν. Δημιουργήθηκε πανικός. Ὁ γέροντας πῆγε κάτω στὸ καράβι, σὲ μιὰ γωνιὰ καὶ ξάπλωσε. Ἔτσι ὅπως ἦταν, βλέπει ἕνα περιστέρι ποὺ πέταγε πάνω του καὶ τοῦ ἔλεγε: «Κοιμᾶσαι;» – «Ναί» – «Ἐγὼ ὅμως ξαγρυπνῶ γιὰ νὰ σὲ φυλάω. Πήγαινε καὶ πὲς στὸ πλήρωμα ὅτι θὰ πᾶνε ὅλοι καλὰ στὸν Πειραιᾶ, χωρὶς νὰ πάθῃ κανεὶς τίποτε». Ὁ γέροντας ἀνέβηκε ἐπάνω καὶ ἐνθάρρυνε τοὺς ἐπιβάτες. Πράγματι ἔφτασαν σῶοι στὸν Πειραιᾶ.
* Κάποια Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ὁ γέροντας ἤθελε νὰ πάῃ ἔξω νὰ ἐξομολογήσῃ. Οἱ συγκοινωνίες τότε ἦσαν δύσκολες. Ἔστειλε τὸν ὑποτακτικό του στὴ διπλανὴ σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης, νὰ εἰδοποιήσῃ τὸν καπετάνιο, ὅταν πάῃ στὴ Δάφνη, νὰ πιάση στὸ μουράγιο τῆς Νέας Σκήτης νὰ τὸν πάρη. Ὁ καπετάνιος ὅμως δὲν θέλησε νὰ τὸν πάρῃ, καὶ ἔφυγε γιὰ τὴ Δάφνη. Γύρισε ὁ γέροντας καὶ βεβαίωσε τὸν ὑποτακτικό του: «Θὰ φύγω σήμερα. Ρώτησα τὴν Παναγίτσα μας καὶ μοῦ εἶπε ὅτι θὰ φύγω». Ὁ π. Θεοφύλακτος ἔλεγε μέσα του: «τί λέει ὁ γέροντάς μου; Πῶς θὰ φύγῃ ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει συγκοινωνία; Μὲ τί θὰ πάῃ;».
Σὲ λίγο ὅμως ᾖρθε ἕνα καράβι ἀπὸ τὴ Σκόπελο στὴ Νέα Σκήτη, καὶ ἔφερε λάδι καὶ κρασί. Ὁ καπετάνιος ἦταν γνωστὸς μὲ τὸν γέροντα. Κάθε φορὰ ποὺ θὰ ἐρχόταν στὴ Νέα Σκήτη, ἔπρεπε νὰ ἐπισκεφθῇ τὸ γέροντα, νὰ πάρη τὴν εὐλογία του. Ἔτσι καὶ τώρα. Ἀνέβηκε μὲ τοὺς ὑπολοίπους του στὸ καλύβι καὶ ὁ γέροντας κέρασε καφέ, ρακὶ κλπ. Τὴν ἴδια μέρα ἔφυγε ἔξω μ’ αὐτούς.
* Ὁ π. Ἰωακεὶμ πάντα ὅταν ἤθελε νὰ κάνῃ κάτι, ἔπρεπε νὰ ρωτήσῃ τὴν Παναγία μας ἢ τοὺς Ἁγίους Ἀναργύρους. Τίποτε δὲν ἔκανε χωρὶς τὴν εὐλογία τους. Μιὰ φορὰ ὁ π. Χρυσόστομος (μοναχὸς τῆς Νέας Σκήτης, κοιμήθηκε τὸ 1975) πῆγε στὸν π. Ἰωακεὶμ καὶ τοῦ ζήτησε νὰ ἔρθῃ στὸ σπίτι του νὰ λειτουργήσῃ.
– Πάτερ Χρυσόστομε, τοῦ λέει, θὰ ρωτήσω τοὺς Ἁγίους Ἀναργύρους καὶ ἂν μοῦ δώσουν εὐλογία θάρθω. Πῆγε λοιπὸν μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῶν Ἁγίων καὶ προσευχήθηκε. Κατόπιν γύρισε καὶ εἶπε στὸν π. Χρυσόστομο: – Θἄρθω, μοῦ ἔδωσαν εὐλογία οἱ Ἅγιοι.
* Κάποτε πῆγε σ’ ἕνα σπίτι τῆς Σκήτης νὰ λειτουργήσῃ. Ὅταν τελείωσαν εἶπε στὸν ὑποτακτικό του: «Άλλη φορὰ δὲν πάω σ’ αὐτὸ τὸ σπίτι νὰ λειτουργήσω, γιατὶ εἶδα κακὸ σημεῖο». Τί εἶδε, δὲν τὸ εἶπε. Ὁ γέροντας τῆς καλύβης ἐκείνης – ἦταν τότε ἡ ἐποχὴ τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἡμερολογίου – κατέκρινε συνεχῶς ἱερεῖς, ἀρχιερεῖς, ...
* Κάποιος γέροντας πήγαινε στὸ γέροντα Ἰωακεὶμ καὶ κατέκρινε συζητώντας γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου. Ἐκφραζόταν δὲ πολὺ ἄσχημα. Ὁ π. Ἰωακείμ, ἀφοῦ τὸν ὑπέμεινε ἀρκετὲς φορὲς λέει κάποια μέρα στὸν ὑποτακτικό του π. Θεοφύλακτο. «Δεῖξε σὲ παρακαλῶ τὸν δρόμο στὸν π. Δ.» Ἀπὸ τότε ὁ π. Δ. δὲν ξαναπῆγε σπίτι του. Ἐφάρμοζε σὲ τέτοιες περιπτώσεις ὁ γέροντας τὸ ψαλμικό: «Τὸν καταλαλοῦντα λάθρα τὸν πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον» (Ψαλμ. ρ´ 5).
* Ὁ π. Ἰωακεὶμ ἦταν ὀλιγόλογος. Ποτὲ δὲν κατέκρινε κανένα. Πέρναγε τὶς ὧρες του μὲ τὶς ἀκολουθίες, τὴ μελέτη, τὴν προσευχή, τὴν συγγραφή. Σὲ σπίτια δὲν πήγαινε, ἐκτὸς ἐξαιρέσεων. Ἦταν σοβαρός. Κάποια μέρα ἕνας μοναχὸς πηγαίνοντας στὸ σπίτι τοῦ π. Ἰωακεὶμ καὶ ἀστειευόμενος, ἀποκαλοῦσε τὸν ὑποτακτικό του Ἀββᾶ. Ἀφοῦ ἐπαναλήφθηκε αὐτὸ ἀρκετὲς φορές, τοὺς λέει: «Βάλτε μετάνοια καὶ οἱ δύο καὶ νὰ μὴν ἐπαναληφθῇ, γιατὶ θὰ σᾶς βάλω κανόνα. Ἀστεῖα δὲν χρειάζονται στοὺς καλογήρους».
* «Μοναχός ποὺ δὲν ἔχει ταπείνωση», συνήθιζε νὰ λέῃ, «πρόσωπο Θεοῦ δὲν βλέπει».
* Ὡς ἐξομολόγος ἀντιμετώπισε καὶ δύσκολες περιπτώσεις. Ἦταν αὐστηρὸς στὴν τήρηση τῶν κανόνων. Μιὰ φορὰ ἦρθε ἕνας μοναχὸς ἀπὸ ἕνα ἰδιόρρυθμο μοναστῆρι νὰ ἐξομολογηθῇ. Πρὶν τὸν ἐξομολογήσῃ τὸν ρώτησε: – Ἔχετε ἀγένεια στὸ μοναστήρι; Τρῶτε κρέας; Καὶ σὰν τοῦ ἀπάντησε καταφατικὰ ὁ μοναχός, λέει: – Πήγαινε, δὲν σὲ ἀναλαμβάνω. Αὐτὰ τὰ δύο εἶναι ἀρκετὰ νὰ σὲ κολάσουν.
* Στὴν Νέα Σκήτη δὲν γινόταν ἀγρυπνία στὸ Καθολικὸ τὸν Δεκαπενταύγουστο, ἐπειδὴ πανηγυρίζει ἡ καλύβη τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ γίνεται ἐκεῖ ἀγρυπνία.
Στὶς μέρες τοῦ π. Ἰωακείμ, εὑρίσκονταν σ’ ὅλη τὴ Σκήτη 80–100 πατέρες ποὺ μποροῦσαν νὰ κάνουν δύο ἀγρυπνίες. Ἐνῷ κοιμόταν ὁ π. Ἰωακείμ, τοῦ παρουσιάστηκε ἕνας ἄγγελος καὶ τὸν γύρισε στὶς Σκῆτες καὶ στὰ Μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὅρους.
Τοῦ ἔλεγε:
– Βλέπεις: Ἐδῶ κάνουν ὁλονυκτία πρὸς τιμὴν τῆς Παναγίας, ἐδῶ ἐπίσης ἀγρυπνοῦν. Ἐσεῖς γιατί δὲν κάνετε ἀγρυπνία;
Κατόπιν τοῦ παρουσίασε μοναχούς της Νέας Σκήτης νὰ κόβουν ξύλα καὶ νὰ τὰ μεταφέρουν.
Καὶ συμπλήρωσε:
– Νὰ ἐργάζονται μποροῦν, νὰ κάνουν ἀγρυπνία δὲ μποροῦν. Τὴν ἑπομένη χρονιὰ ὁ π. Ἰωακεὶμ μὲ δικά του ἔξοδα ἔκαμε ἀγρυπνία στὸ Καθολικό, καὶ ἔτσι ἔγιναν δύο ἀγρυπνίες στὴ Ν. Σκήτη τὸ Δεκαπενταύγουστο.
* Κάποτε ποὺ εὑρισκόταν στὴν Ἀθῆνα, στὸ μετόχι τοῦ Παναγίου Τάφου, ἀντιμετώπισε ἐπιτυχῶς μιὰ δύσκολη περίπτωση:
Μιὰ κοπέλλα, κόρη γραμματέως τῆς πρεσβείας, ᾖλθε σὲ παράνομες σχέσεις μὲ ἕνα μανάβη, καὶ πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ αὐτοκτονήσῃ. Σκεπτόταν νὰ πέση μέσα στὸ πηγάδι ποὺ εἶχαν στὸ σπίτι, ἀλλὰ δίσταζε. Ἀποφάσισε τελικὰ νὰ πάῃ στὸ Φάληρο καὶ ἐκεῖ νὰ πνιγῇ. Καθ’ ὁδὸν θυμήθηκε τὸν π. Ἰωακείμ, καὶ σκέφτηκε νὰ περάσῃ νὰ τὸν δῇ καὶ κατόπιν νὰ πραγματοποιήσῃ τὸ σχέδιό της. Πράγματι πῆγε, βρῆκε – κατ’ οἰκονομίαν Θεοῦ – τὸν π. Ἰωακεὶμ καὶ τοῦ εἶπε τὴν ἀπόφασή της. Τῆς λέει ὁ π. Ἰωακείμ:
–Κάθισε ἐκεῖ καὶ θὰ γυρίσω.
Τρέχει γρήγορα στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων καὶ ἔκανε πύρινη προσευχὴ γιὰ τὴν ψυχὴ ποὺ κινδύνευε. Μετὰ ἐπέστρεψε στὴν κοπέλλα καὶ τῆς εἶπε:
– Θὰ κάνῃς ὅ,τι θὰ σοῦ πῶ.
– Πάτερ, ἐγὼ θὰ πάω νὰ πνιγῶ, δὲν θὰ σ’ ἀκούσω.
Καὶ ὁ γέροντας τὴ συμβούλεψε τὰ ἑξῆς:
– Θα πᾶς στὴ μητέρα του καὶ θὰ τῆς πῇς; «Ἀπὸ σήμερα εἶμαι κόρη σου».
Πράγματι πῆγε καὶ ἔκανε ὑπακοὴ σ’ ὅ,τι τὴν συμβούλεψε ὁ π. Ἰωακείμ. Ἡ μητέρα τοῦ μανάβη συγκινήθηκε τόσο πολύ, ὥστε εἶπε:
– Εἶμαι ἀνάξια νὰ ἔχω τέτοια κόρη.
(Ἡ κοπέλλα ἦταν μορφωμένη, ἤξερε ἀρκετὲς γλῶσσες). Οἱ προσευχὲς τοῦ γέροντα κατέβασαν τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ καὶ ἐξουδετέρωσαν κάθε ἀντίσταση. Τὸ βράδυ ἦρθε καὶ τὸ παλληκάρι καὶ ἀποφάσισαν νὰ γίνῃ ὁ γάμος.
Μιὰ μέρα, μετὰ ἀπὸ χρόνια, ὁ π. Ἰωακεὶμ βάδιζε στοὺς δρόμους τῆς Ἀθήνας, καὶ ἄκουσε μιὰ φωνή:
– π. Ἰωακείμ, π. Ἰωακείμ.
Γυρίζει, βλέπει μιὰ γυναῖκα νὰ τὸν πλησιάζῃ λέγοντας: Δὲ μὲ γνωρίζεις; Ἐγὼ εἶμαι ποὺ ἤθελα νὰ πνιγῶ καὶ μὲ ἔσωσες. Νά ὁ ἄντρας μου, νά καὶ τὸ παιδί μου!
Τέτοια δύναμη εἶχαν οἱ προσευχὲς τοῦ γέροντα, ὥστε ἔκαναν ψυχολογικὲς νεκραναστάσεις.
* Στὴ Λαμία κάποιος ἐκκλησιαστικὸς ἐπίτροπος δὲν χώνευε τὸν π. Ἰωακείμ. Μιὰ παραμονή, Κυριακῆς ἢ ἑορτῆς, εἶπε στὸν π. Ἰωακείμ:
– Αὔριο δὲν θὰ σ’ ἀφήσω νὰ βγάλῃς κήρυγμα. Τὴν ὥρα ποὺ θὰ μιλᾷς θὰ βγάλω δίσκο.
Ἀληθινά, τὴν ἄλλη μέρα, ὅταν ὁ π. Ἰωακεὶμ ἀνέβηκε στὸν ἄμβωνα, ὁ ἐπίτροπος ἅρπαξε τὸ δίσκο καὶ ἄρχισε νὰ γυρίζῃ στὴν ἐκκλησία, νομίζοντας πὼς θὰ ἐμποδίση τὸ γέροντα νὰ μιλήσῃ.
Καὶ τότε, πάνω ἀπὸ τὸν ἄμβωνα, ὁ π. Ἰωακεὶμ φώναξε μὲ ἔντονο ὕφος:
– Ἔξω οἱ ἀσεβεῖς ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Δὲν κατεβαίνω ἀπὸ τὸν ἄμβωνα. Μέχρι τὸ βράδυ θὰ φωνάζω, ἔξω οἱ ἀσεβεῖς ἀπὸ τὴν ἐκκλησία.
Ἀφοῦ αὐτὴ ἡ φράση ἐπαναλήφθηκε λίγες φορές, ὁ ἐπίτροπος δὲν ἄντεξε ἄλλο, πῆρε τὸ δίσκο, τὸν ἔβαλε στὴ θέση του καὶ ἔτσι συνέχισε ὁ γέροντας τὴν ὁμιλία του.
* Κάποιος μοναχὸς πῆγε κάποτε νὰ ἐξομολογηθῇ καὶ εἶχε λεφτὰ στὸ ταμιευτήριο. Τὸν ἐμάλωσε: –Μοναχὸς ἐσύ, καὶ νὰ ἔχῃς χρήματα στὸ ταμιευτήριο; Γενικὰ δὲν ἐπέτρεπε σὲ κανένα νὰ παίρνει λαχεῖα κλπ.
* Ὁ τότε Μητροπολίτης Γυθείου καὶ Οἰτύλου, ἔστειλε ἔγγραφο στὴν Ἱερὰ Σύνοδο ζητώντας νὰ γίνῃ περικοπὴ ὁρισμένων τμημάτων στὴ Θεία Λειτουργία. Τὸ ἔμαθε ὁ γέροντας Ἰωακεὶμ καὶ μὲ μιὰ του ἐπιστολὴ τὸν ἐπέπληξε δριμύτατα. Μεταξύ των ἄλλων τοῦ ἔγραφε:
– Βρὲ ἑφταμηνίτικο – ἦταν πολὺ κοντὸς στὸ ἀνάστημα ὁ τότε Γυθείου καὶ Οἰτύλου – ποιὸς εἶσαι ἐσὺ ποὺ θὰ κάνῃς αὐτό; Τὴν Λειτουργία τὴν ἔγραψαν φωστῆρες καὶ στῦλοι τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ποιὸς εἶσαι σὺ ποὺ θὰ βάλῃς χέρι στὴ Λειτουργία;
Ἀργότερα ὁ Γυθείου καὶ Οἰτύλου συνάντησε τὸν π. Ἰωακεὶμ καὶ τὸν ρώτησε:
– Ἐσύ, γέροντα, μοῦ ἔγραψες γιὰ τὸ ἔγγραφο ποὺ ἔστειλα στὴν Ἱερὰ Σύνοδο περὶ συντομεύσεως τῆς Θ. Λειτουργίας;
– Ναί, τοῦ λέει, καὶ τὸν ἔλεγξε λέγοντας ἄφοβα τὴν ἀλήθεια. Τότε ὁ Σεβασμιώτατος τοῦ εἶπε διάφορα ἐπιχειρήματα, ποὺ κατὰ τὴν γνώμη του ἦταν ὑπὲρ τῆς συντομεύσεως τῆς Θ. Λειτουργίας: Ὅτι κουράζεται τὸ ἐκκλησίασμα καὶ ὅτι οἱ κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου θὰ ἔχουν περισσότερο χρόνο στὴ διάθεσή τους. Καὶ ὁ π. Ἰωακεὶμ τοῦ ἀπαντᾷ: –Αὐτοὶ ποὺ κουράζονται στὴ Θ. Λειτουργία, θἆταν προτιμώτερο νὰ μὴν ἔρχονται στὴν ἐκκλησία, παρὰ γιὰ χάρη τους νὰ συντομεύσουμε τὴ Θ. Λειτουργία.
* Ὅταν πλησίαζε πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἔλεγε στὸν ὑποτακτικό του: – Νὰ πεθάνω, παιδί μου, γιὰ νὰ μὴ δῶ τὸ κακὸ ποὺ θὰ γίνῃ στὴν ἐκκλησία. (σσ.προφανῶς μὲ τὸ σχίσμα τοῦ ἡμερολογίου σὲ παλαιὸ καὶ νέο)
* Ὁ π. Ἰωακείμ, ὡς μαθητὴς στὴ Ριζάρειο Σχολή, εἶχε διευθυντὴ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἔκτισε μοναστήρι στὴν Αἴγινα, ὁ π. Ἰωακεὶμ συχνὰ τὸν ἐπισκεπτόταν. Καὶ μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ ἁγίου πήγαινε στὸν τάφο του καὶ προσευχόταν μὲ τὸ κομποσχοίνι. Αἰσθανόταν εὐωδία στὸν τάφο.
Κάποτε ὁ π. Ἰωακεὶμ μπῆκε ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ σ’ ἕνα καράβι, γιὰ νὰ πάῃ στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου, νὰ προσκυνήσῃ καὶ νὰ προσευχηθῇ, καθὼς συνήθιζε. Ὁ καπετάνιος, ἀπὸ ἄγνωστη αἰτία, τὸν πέρασε γιὰ δεσπότη, καὶ ὕψωσε τὴ σημαία. Ὅταν πλησίαζε στὴν Αἴγινα, ἄρχισε νὰ κορνάρῃ. Συγκεντρώθηκαν οἱ ἱερεῖς καὶ ὁ κόσμος γιὰ νὰ ὑποδεχτοῦν τὸ δεσπότη. Ὅμως δεσπότης δὲν ὑπῆρχε καὶ οἱ ἱερεῖς ἀποροῦσαν, πῶς τὸ ἔκανε αὐτὸ ὁ καπετάνιος. Τότε τοὺς λέει ὁ π. Ἰωακείμ: «Μὴ ταράζεσθε. Αὐτὸ ἔγινε ἐπειδὴ ἔρχομαι γιὰ τελευταία φορὰ νὰ προσκυνήσω στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου καὶ θέλησε ὁ ἅγιος νὰ μὲ τιμήσῃ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο». Καὶ πράγματι ἦταν ἡ τελευταία φορὰ ποὺ ἐπισκέφθηκε ὁ π. Ἰωακεὶμ τὸ μοναστήρι τοῦ ἁγίου. Μεσολάβησε ὁ πόλεμος, ἀρρώστησε καὶ δὲν ξαναεπισκέφθηκε πλέον τὸν τάφο τοῦ ἁγίου.
* Τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή του 1943 ὁ π. Ἰωακεὶμ ἀρρώστησε ἀπὸ ἀνεπάρκεια καρδίας. Δυσκολευότανε νὰ κατεβαίνει στὸ Κυριακὸ τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα. Ὁ ὑποτακτικός του τοῦ ἔλεγε νὰ ξεκουράζεται στὸ σπίτι.
– Ὄχι, ἀπαντοῦσε, θἄρθω. Θὰ ζήσω ἄλλη χρονιὰ νὰ γιορτάσω τέτοιες μέρες;
Τὸ καλοκαῖρι ἐβάρυνε. Πρήστηκαν τὰ πόδια του. Κατάλαβε πὼς θὰ ταξίδευε γιὰ τὴν Ἄνω Ἱερουσαλήμ. Στὸν ὕπνο του ἔλεγε τοὺς χαιρετισμούς.
– Θὰ πεθάνω, εἶπε στὸν π. Θεοφύλακτο κάποια μέρα. Ἡ ψυχή μου λέει τοὺς χαιρετισμούς.
Παραμονὲς τοῦ θανάτου του, Σεπτέμβριο τοῦ ’43, εἶδε στὸν ὕπνο του τὸν Ἅγιο Νεκτάριο, καὶ εἶπε πάλι στὸν ὑποτακτικό του γιὰ τὴν ἔξοδό του. Σὲ λίγες μέρες κοιμήθηκε...
Πηγή: Συνοδεία ἀρχιμ. Σπυρίδωνος Ξένου, Νέα Σκήτη.