Ὁ Ὅσιος Ἰσίδωρος ἔδειχνε ἔντονο ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ ὅσα συνέβαιναν στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Πόση χαρὰ γέμιζε κάθε φορὰ ποὺ μάθαινε ὅτι κάποιος εὐλαβὴς καὶ ἐνάρετος νέος προσερχόταν στὶς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου καὶ προσευχόταν νὰ ὑπηρετήσει τὸν Κύριο καὶ τὴν Ἐκκλησία μὲ αὐταπάρνηση καὶ ἀνιδιοτέλεια.
Ἀντίθετα πόνο καὶ λύπη καταλάμβανε τὴν ψυχή του ὅταν πληροφοροῦνταν ὅτι ὑπῆρχαν κληρικοὶ ποὺ ζοῦσαν χωρὶς φόβο Θεοῦ ἢ χρησιμοποιοῦσαν τὴν ἱερωσύνη τους γιὰ πλουτισμὸ ἢ γιὰ νὰ περνοῦν ἄνετα καὶ γενικὰ νὰ καταδυναστεύουν τοὺς πιστοὺς ποὺ τοὺς ἐμπιστεύθηκε ἡ Ἐκκλησία.
Ἐναντίον τῶν ἐπιλησμόνων Κληρικῶν, ὅλων τῶν βαθμῶν, ἔγραψε ἐλεγκτικὲς ἐπιστολὲς καὶ προσπάθησε νὰ τοὺς φέρει σὲ συναίσθηση.
Οἱ ἀνάξιοι ἀρχιερεῖς καὶ πρεσβύτεροι δέχθηκαν τὶς δίκαιες ἐπικρίσεις τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου. Ἔγραψε πολλὲς ἐπιστολὲς γιὰ ἀναξίους κληρικοὺς ὅπως στὸν Μάρωνα, τὸν Ζώσιμο, τὸν Μαρτινιανό, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλους κληρικοὺς ποὺ μόλυναν μὲ τὴν ζωή τους τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο. Ἡ εὐθύνη τοῦ κληρικοῦ ἔκανε τὸν Ἅγιο νὰ ἀρνηθεῖ νὰ γίνει κληρικός, ὅταν τοῦ τὸ πρότεινε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος νὰ τὸν χειροτονήσει καὶ τελικῶς τὸ δέχτηκε μὲ πολλὲς πιέσεις.
Μέσα ἀπὸ τὶς ἐπιστολές του θὰ δοῦμε τί πρέσβευε ὁ Ἅγιος γιὰ τὸ μέγα τῆς ἱερωσύνης ἀξίωμα. Σὲ ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε στὸν Ἐπίσκοπο Ἑρμογένη γράφει: «κυριότερος ἐπίτροπος ἀπὸ τοὺς ἐπίγειους εἶναι αὐτὸς ποὺ στέφθηκε ἱερέας παρὰ ἐκεῖνος ποὺ φορεῖ τὴν πορφυρῆ ἐσθῆτα (ὁ βασιλιάς). Διότι ὁ ἱερέας εἶναι ὑπεύθυνος τῶν ψυχῶν, ἐνῶ ὁ βασιλιὰς εἶναι ὑπεύθυνος τῶν σωμάτων». Σὲ ἄλλη ἐπιστολὴ μὲ τὸν ἴδιο παραλήπτη σημειώνει «ἡ ἱερωσύνη βρίσκεται ἀνάμεσα στὴν θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση, γιὰ νὰ ὑπηρετεῖ τὴν πρώτη καὶ νὰ μεταβάλλει πρὸς τὸ ἀνώτερο τὴν ἄλλη». Στὸν Ἐπίσκοπο Θεοδόσιο γράφει «εἶναι θεῖο ἀξίωμα ἡ ἱερωσύνη καὶ ἀπὸ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν τὸ πιὸ τίμιο. Διότι μὲ αὐτὴ καὶ ἀναγεννιόμαστε καὶ παίρνουμε μέρος στὰ ἰδιαίτερά μας μυστήρια, χωρὶς τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μετέχουμε στὰ οὐράνια. Σύμφωνα μὲ τοὺς ἀψευδεῖς χρησμοὺς τῆς ἀλήθειας ποὺ ἄλλοτε λέει ἂν δὲν ἀναγεννηθεῖ κάποιος μὲ νερὸ καὶ πνεῦμα (δηλαδὴ μὲ τὸ βάπτισμα καὶ τὴν μετάνοια) δὲν θὰ εἰσέλθει στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ ἄλλοτε ἂν δὲν φάει κάποιος τὴν σάρκα μου καὶ δὲν πιεῖ τὸ αἷμα μου, δὲν ἔχει θέση μαζί μου... Χωρὶς αὐτὰ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀξιωθεῖ κανεὶς χριστιανικὰ τέλη κι αὐτὰ μόνο μὲ τὴν ἱερωσύνη κατορθώνονται».
Στὸν πρεσβύτερο Κύρο γράφει ὅτι ἡ ἱερωσύνη «εἶναι ὑψηλότερη καὶ ἀξιότερη ἀπὸ κάθε βασιλεία», ἐνῶ στὸν κόμη Ἑρμῖνο ὀνομάζει τὴν ἱερωσύνη «θεῖο πράγμα». Στὸν κόμη Ἑρμεῖο «θεία τελετὴ ἡ ὁποία ἀνοίγει τοὺς οὐρανοὺς σὲ ὅσους μυήθηκαν». Σὲ ἄλλες του ἐπιστολὲς τὴν ὀνομάζει «πράγμα οὐράνιο», «θεία λειτουργία» καὶ «ἱερωσύνη οὐρανία». Σὲ ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε στὸν διάκονο Παλλάδιο συγκρίνει τὴν ἱερωσύνη μὲ τὴν βασιλεία, γράφει ὅτι: «ἡ πρώτη ρυθμίζει τὰ θεῖα πράγματα, ἐνῶ ἡ ἄλλη τὰ ἐπίγεια» καὶ ὡς ἐκ τούτου εἶναι ὄχι μόνον τὴν ὑψηλή, ἀλλὰ καὶ «περισσότερη κοπιαστικὴ ἀπ᾿ αὐτήν». Σὲ ἄλλον διάκονο, τὸν Ἰσίδωρο, σημειώνει ὅτι «ἀπὸ τὴν ἱερωσύνη καὶ τὴν βασιλεία, συνονόματέ μου, τὰ πράγματα ἔχουν συνδεθεῖ. Διότι ἂν καὶ διαφέρουν μεταξύ τους πολύ, δηλαδὴ ἡ πρώτη ὡς ψυχὴ ὑπάρχει στὸν κόσμο καὶ ἡ ἄλλη ὡς σῶμα, ἀποβλέπουν ὅμως σὲ ἕνα τέλος, στὴ σωτηρία τῶν ὑπηκόων», ὄχι μόνο ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς ποὺ παρουσιάσαμε, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς ἄλλες ποὺ δὲν ἀναφέρουμε συμπεραίνουμε ὅτι ὁ ὅσιος τιμᾶ ἰδιαίτερα τὴν ἱερωσύνη, τὴν ὁποία ἔχει πολὺ ψηλὰ στὴ συνείδησή του. Ἡ ἱερωσύνη εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ὁ ἱερέας εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ ὅλους τοὺς θνητούς. Γιὰ νὰ λάβει ἕνας πιστὸς τὴν ἱερωσύνη πρέπει νὰ ἔχει ὁρισμένα προσόντα. Τὰ προσόντα αὐτὰ τὰ ὑπογραμμίζει ὁ Ἰσίδωρος στὶς ἐπιστολές του.
Σὲ ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε στὸν Ἐπίσκοπο Λαμπέτιο, γράφει ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται νὰ προσέλθει κάποιος στὴν ἱερωσύνη χωρὶς «νὰ ἀσκηθεῖ στὴν ὑπακοὴ καὶ νὰ ἔχει γυμναστεῖ καὶ εὐδοκιμήσει στὶς βασικὲς ἀρετές», ὁπότε καὶ «ἔρχεται στὴν τέλεση τὶς λειτουργίας, ἔχοντας ὡς τὸ πιὸ μεγάλο ἀγαθά, τὴν ἐμπειρία. Διότι ἐκεῖνος ποὺ ἐπιχειρεῖ ἀπὸ πρὶν νὰ κανονίζει τοὺς ἄλλους, ξεφεύγει ἀπὸ τὴν ἀλήθεια· αὐτὸς ὅμως ποὺ πρῶτα ρύθμιζε τὸν ἑαυτό του καὶ ἀπόκτησε τὴν πείρα τῶν πραγμάτων, θὰ εἶναι κατάλληλος νὰ ρυθμίζει τοὺς ἄλλους. Διότι ἐκεῖνος βέβαια πού, πρὶν ἀκόμα ἀσχοληθεῖ μὲ τὰ ὅπλα, νομίζει κιόλας ὅτι ἔγινε στρατηγός, αὐτὸς ὁ ἴδιος ὅμως ἀφοῦ πρωτύτερα γίνει καλὸς στρατιώτης θὰ εἶναι καὶ παρὰ πολὺ καλὸς στρατηγός». Ἂν σὲ κάθε πράγμα ἡ ἀπειρία μπορεῖ νὰ ἔχει ὄχι τὰ ἀναμενόμενα ἀποτελέσματα, στὴν ἱερωσύνη ἔχει καταστροφικά. Γράφει πάνω στὸ θέμα αὐτὸ «Πολλοὶ ἀπερίσκεπτα, ἀφοῦ νόμισαν ὅτι μπορεῖ κάθε ἄνδρας νὰ ἐξουσιάζει τὶς ψυχὲς ἢ τὰ σώματα, ἀνέλαβαν ἐξουσία κι ἀφοῦ γέμισαν ἀπὸ μύρια κακὰ καὶ τοὺς ἑαυτούς τους καὶ τοὺς ὑπηκόους, ὕστερα κατήντησαν στὸ βάραθρο τῆς καταστροφῆς ἄδοξα».
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐμπειρία καὶ τὴν συναίσθηση τῶν δυνατοτήτων καὶ ἱκανοτήτων του ὁ ὑποψήφιος γιὰ τὴν ἱερωσύνη, πρέπει νὰ ἔχει τὶς παρακάτω ἀρετές: ἐγκράτεια, μὲ τὴν στενὴ καὶ πλατιά της ἔννοια, νὰ εἶναι στολισμένος μὲ ἀρετὲς καὶ ἀνδρεῖος μέχρι αὐτοθυσίας καὶ νὰ ἔχει συνεχῶς στὸ μυαλό του, ὅτι «ὅσοι φοροῦν τὸ πολυτιμότατο στεφάνι τῆς ἱερωσύνης, εἶναι σωστὸ νὰ κομπάζουν γιὰ ἀρετὲς περισσότερο παρὰ γιὰ χρήματα καὶ νὰ θεωροῦν ταιριαστὴ εὐχαρίστηση τὴν σωφροσύνη καὶ νὰ μὴν ὑποχωροῦν οὔτε στὴν γαστριμαργία, οὔτε στὰ σχετικὰ μὲ αὐτὴν πάθη». Ἐπιπλέον, ὁ ὑποψήφιος πρέπει νὰ εἶναι καρτερικὸς καὶ νὰ εἶναι ἕτοιμος νὰ πεθάνει, προκειμένου νὰ ὑπερασπιστεῖ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν εὐσέβεια. Ἐπίσης, θὰ πρέπει νὰ γνωρίζει ὁ ὑποψήφιος κληρικὸς ὅτι θὰ γίνει λυχνάρι ἀναμμένο ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ γιὰ νὰ «ἐξαστράπτη φωτισμὸν τῇ ἐκκλησίᾳ» μὲ τὴν ζωή του μὲ τὴν δράση του. Ἑπομένως γράφει: «δὲν εἶναι δίκαιο νὰ γίνει ἱερέας ὁ βέβηλος», διότι «ἱερὸν εἶναι χρῇ τὸν ἱερωμένον». Ὁ κληρικός, συνεχίζει, πρέπει νὰ ἔχει τὴν δύναμη ὥστε «νὰ διατηρήσει τὸν ἑαυτόν του μακριὰ ἀπὸ κάθε τυραννικὸ καὶ αἰσχρὸ πάθος ὅπως τὰ ἀνάκτορα», διότι «ἐκεῖνος ποὺ ὑπηρετεῖ τὸν Θεὸ καὶ εἶναι κοντά του, τίποτε ξένο καὶ ὑλικὸ δὲν μπορεῖ νὰ φέρει ἐπάνω του».
Στὸν ἐπίσκοπο Στρατήγιο, ποὺ εἶχε ἐνθρονιστεῖ πρὶν ἀπὸ λίγες ἡμέρες, ἔγραφε «γνώριζε, τιμιώτατε, ὅτι σὲ ὅλη σου τὴν ζωή, κυρίως ὅμως τώρα ποὺ ξεπερνᾶς τὰ ὅρια αὐτῆς ποὺ θεωρεῖται ἐξουσία, ἡ ὁποία εἶναι καὶ λειτουργία, θὰ ἤσουν δίκαιος ἂν νικοῦσες τὶς ἐπιθυμίες σου, γιὰ νὰ μὴ νικηθεῖς ἀπὸ καμία ἀδυναμία ἀπὸ αὐτὲς ποὺ ἔχουν οἱ ὑπήκοοί σου. Διότι εἶναι παρὰ πολὺ δυσάρεστο, ἂν συλληφθεῖς νὰ μὴ μπορεῖς νὰ ἐξουσιάζεις τὸν ἑαυτό σου, ἐνῶ θέλεις νὰ διατάζεις αὐτοὺς ποὺ εἶναι στὴν ἐξουσία σου». Τὸν Ἀρχιδιάκονο Πανσόφιο συμβούλευε ὡς ἑξῆς: «Ἂν διακονεῖς τὸ θυσιαστήριο τοῦ Χριστοῦ νὰ τελεῖς μὲ εὐλάβεια τὴν λειτουργία σου, σύμφωνα μὲ τὸ νόμο Του καὶ νὰ φαίνεσαι πρᾷος καὶ ταπεινὸς στὴν καρδιά. Διότι δὲν διοικεῖς κάποια πολιτικὴ ἡγεμονία, ποὺ φλογίζεται ἀπὸ περηφάνια καὶ ἐμπάθεια, ἀλλὰ διακονία εἰρηνικὴ καὶ ἀτάραχη. Σὲ ἄλλη ἐπιστολὴ σημειώνει στὸν ἀποδέκτη της ὅτι: «ἂν καὶ ἡ ἱερωσύνη εἶναι πιὸ ὑψηλὴ καὶ πιὸ ἄξια ἀπὸ κάθε βασιλεία, δὲν πρέπει αὐτοὶ ποὺ τὴν ἔχουν νὰ ὑπερηφανεύονται γι᾿ αὐτὴν μπροστὰ στοὺς ἄλλους, ἀλλὰ νὰ θεωροῦν πιὸ σωστὸ καὶ πιὸ ταιριαστὸ στολίδι της τὴν πραότητα ποὺ συνοδεύεται μὲ σύνεση».
Μεγάλη χαρὰ αἰσθανόταν ὁ ἅγιος ὅταν μάθαινε ὅτι πιστοὶ καὶ ἐνάρετοι συνάνθρωποί του στελεχώνουν τὶς τάξεις τοῦ κλήρου. Ἀντίθετα πόνο θλίψη καὶ ἀγανάκτηση ὅταν τὸν κυρίευε, ὅταν ἔφταναν στὸ κελλί του εἰδήσεις ὅτι ἀνάξια καὶ φαῦλα πρόσωπα χειροτονοῦνται ἱερεῖς. Ὅπως μέσα στοὺς δώδεκα μαθητὲς τοῦ Κυρίου μας ἦταν καὶ αὐτὸς ποὺ τὸν πρόδωσε, ὁ Ἰούδας, ἔτσι δυστυχῶς καὶ στὶς τάξεις τοῦ κλήρου εἰσέρχονται πολλὲς φορὲς ἄτομα ἀκατάλληλα καὶ ἀνάξια, τὰ ὁποῖα μὲ τὴν ζωή τους σκανδαλίζουν καὶ ψυχραίνουν τοὺς πιστούς. Ἐπιδρομεῖς κληρικοὺς τοὺς ὀνομάζει ὁ ἱερὸς πατήρ. Σὲ μιὰ ἐπιστολὴ γράφει: «αὐτοὺς ὅμως ποὺ τόλμησαν νὰ ὁρμήσουν σὲ αὐτήν... πρέπει νὰ τοὺς κατηγορεῖ κανείς... διότι παραμελώντας τὴν ὁδὸ ποὺ φέρνει στὴ λειτουργία καὶ ἀτιμάζοντας τὴν ἁγιοτάτη καὶ καθαροτάτη ὑπομονή, ποὺ ἀποκτήθηκε σὲ πολὺ χρόνο μὲ ἐναρέτους κόπους καὶ παραβλέποντας καὶ τοὺς θεσμοὺς καὶ τὶς ἄλλες ἁγίες πράξεις τῆς ἐνάρετης ζωῆς, νόμισαν ὅτι τοὺς ἐπαρκεῖ ἡ χειροτονία. Καμαρώνοντας μόνο γι᾿ αὐτήν, προβάλλουν αὐτοὺς ποὺ ζοῦν σωστά».
Ποιὰ εἶναι τὰ ἀποτελέσματα, ὅταν γίνονται κληρικοὶ ἀνάξιοι; «Ὅταν κάποιος νόθος καὶ ἀνάξιος εἰσέλθει μὲ τὴν βία στὸ ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης, τότε κυρίως καὶ ὁ στολισμὸς τοῦ ἀξιώματος μεταβάλλεται σὲ ἀπρέπεια. Διότι εἶναι ἀφύσικο νὰ γίνονται οἱ ὑπήκοοι ὅμοιοι μὲ τὸν ἄρχοντα».
Μεγάλη ἡ εὐθύνη τοῦ Ἐπισκόπου ποὺ χειροτονεῖ ἀνάξιους. Γράφει γιὰ κάποιον ἐπίσκοπο: «Ἂν ἀγνοώντας ὁ Εὐσέβιος τοὺς χειροτόνησε, θὰ ἔχει μέτρια ἀπολογία «ἐν ἀγνοίᾳ»· ἂν ὅμως, ὅπως λές, γνωρίζοντάς το παρὰ πολὺ καλά, παρέδωσε τὸ ποίμνιο (γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ Χριστὸς ἔχυσε τὸ αἷμα του) σὲ λύκους γιὰ νὰ τὸ ἁρπάξουν, σὲ σκυλιὰ γιὰ νὰ ἀσελγήσουν καὶ σὲ ἀλεποῦδες γιὰ νὰ τὸ ἀφανίσουν μὲ δόλο, αὐτὸς δὲν θὰ ἔχει τί νὰ ἀπολογηθεῖ γιὰ τὶς τόσες ἁμαρτίες.
Κι αὐτὰ τὰ λέγω, ὄχι διότι θὰ εἶναι ἀνεύθυνοι ἐκεῖνοι καὶ δὲν θὰ κριθοῦν, ἀλλὰ διότι αὐτὸς ποὺ παρέχει τὰ σπέρματα τῶν ἁμαρτημάτων θὰ τιμωρηθεῖ πολὺ περισσότερο. Διότι αὐτὸς ποὺ δημιουργεῖ τὴν αἰτία γίνεται αἴτιος γιὰ ὅλα ὅσα συμβαίνουν».
Ἡ ἱερωσύνη κατὰ τὸν Ὅσιο δὲν εἶναι οὔτε ἀντικείμενο ἀγοροπωλησίας, οὔτε ταιριάζει στὸν καθένα, οὔτε ταιριάζει στὸν καθένα, οὔτε εἶναι παιχνίδι ποὺ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἀδεξιότητα τοῦ ἑνὸς ἢ τοῦ ἄλλου. Φέρεται μὲ δριμύτητα πάντοτε καὶ ἐναντίον ἐκείνου ποὺ καπηλεύονται τὴν ἱερωσύνη.
Σὲ μία του ἐπιστολὴ ἀναφέρει: «τὸν παλιὸ καιρό, στὴν ἐποχὴ τῶν ἑβραίων, καθὼς ἡ ἱερωσύνη συνδεόταν μὲ τὸ γένος, κατηγοροῦσαν πολλοί, διότι δινόταν ἐξαιτίας τοῦ γένους καὶ ὄχι τῆς ἀρετῆς· ἐπειδὴ ὅμως μεταρρυθμίστηκε πρὸς τὸ καλύτερο καὶ μεταβιβάστηκε στὴν ἀρετή, πολὺ περισσότερο κακοποιεῖται, παρὰ ὅταν καὶ κατώτερη ἦταν καὶ στὸ γένος μοιραζόταν μὲ κλῆρο. Διότι, τότε ἂν καὶ ἦταν μερικοὶ ἀνάξιοι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ προσερχόταν στὴν ἱερωσύνη, ἦταν ὅμως καὶ ἄριστοι καὶ ἡ ἐξαγορά της μὲ χρήματα ἀπαγορευόταν ἐντελῶς. Τώρα ποὺ καὶ πρὸς τὸ καλύτερο προόδεψε καὶ στὴν ἀρετὴ προσφέρθηκε, πολὺ περισσότερο καταπατήθηκε... εἶναι λοιπὸν γνωστὸ σὲ στεριὰ καὶ σὲ θάλασσα, ὅτι κανένας ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ καλοπερνοῦν δὲν θὰ χειροτονηθεῖ ἱερέας». Ποιὸ ὅμως θὰ εἶναι τὸ τίμημα ποὺ θὰ πάρουν ὅλοι ὅσοι πῆραν τὴν ἱερωσύνη χωρὶς νὰ τὴν ἀξίζουν: «Ἂν τὴν ἱερωσύνη μὲ χαμερπῆ κολακεία καὶ μὲ χρήματα τὴν ἀσπάστηκες ἄπληστα, ξεφεύγοντας τὴν προσοχὴ τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδὴ δῆθεν δὲν διέκριναν τὴν ἀλήθεια, μὴ νομίσεις ὅμως ὅτι ἔτσι θὰ ξεφύγεις καὶ τὴν μέλλουσα ἀνταπόδοση». Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος καὶ ἀλλοῦ καταδικάζει ὅσους πῆραν ἀνάξια τὴν ἱερωσύνη.
Μεγάλο βάρος ρίχνει στοὺς Ἐπίσκοπους ποὺ χειροτονοῦν κάποιον χωρὶς νὰ ἐξετάσουν καὶ νὰ ἐρευνήσουν τὴν ζωή του. Τὴν μεγαλύτερη εὐθύνη γιὰ τὴν εἰσαγωγὴ ἀναξίων καὶ σκανδαλοποιῶν ἀτόμων στὴν ἱερωσύνη, κατὰ τὸν ὅσιο ἔχουν οἱ Ἐπίσκοποι. Αὐτοὶ πρὶν τρέξουν νὰ βάλουν τὸ χέρι τους στὸ κεφάλι αὐτοῦ ποὺ θὰ χειροτονήσουν, πρέπει νὰ ἐξετάσουν καλὰ καὶ νὰ ρωτήσουν πολλοὺς καὶ νὰ διασταυρώσουν τὶς πληροφορίες τους γιὰ τὶς ἀρετὲς ἢ τὶς κακίες ποὺ ἔχει ὁ ὑποψήφιος κληρικὸς καὶ μετὰ νὰ τὸν χειροτονήσουν. Αὐτὲς εἶναι μερικὲς ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς στὶς ὁποῖες φαίνονται οἱ ἀπόψεις τοῦ Ὁσίου Ἰσιδώρου τοῦ Πηλουσιώτου γιὰ τὸν Ἱερὸ Κλῆρο.