«Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος» καὶ «Μιμηταί μου γίνεσθε καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ». Μὲ αὐτὰ τὰ θεόπνευστα λόγια μᾶς προτρέπει ὁ μέγας Ἀπόστολος Παῦλος νὰ μιμούμεθα καὶ νὰ τιμῶμεν τοὺς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας. Αὐτοὺς τοὺς πνευματικούς μας πατέρες, ἐμπνεόμενοι πάντοτε ἀπὸ τὸν εὐσεβῆ βίον τους, διδασκόμενοι ἀπὸ τὸ παράδειγμά τους ἐν ἔργοις καὶ λόγοις, τὸ κατὰ δύναμιν.
Τιμῆς ἕνεκεν καὶ σεβασμοῦ πρὸς τὸν ἀείμνηστον ἱερέα Μιχαὴλ Καραμπάτση, γράφω δύο πτωχὰ λόγια ἀπὸ τὸν βίον του.
Ἐλάχιστος ἐγγονός του, Μ.Σ.
Γεννήθηκε τὸ ἔτος 1833 στὸ Ἀγερσανὶ Νάξου. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, τὸ ἔθνος μας ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἀπὸ τὸ 1821 καὶ μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ χρόνια ἐπανάσταση καὶ πολὺ αἷμα ἐθνομαρτύρων. Σχολεῖα δὲν ὑπῆρχαν, γυμνάσια κτλ., μόνο δημοτικὰ σχολεῖα καὶ ἐκεῖ μάθαιναν οἱ ἄνθρωποι λίγα γράμματα ἀπὸ τοὺς κληρικούς, ἱερεῖς καὶ μοναχούς. Καὶ οἱ δημοδιδάσκαλοι τὴν ἴδια δουλειὰ ἔκαναν καὶ αὐτὸ κρυφὰ ἀπὸ τοὺς Τούρκους, γι᾿ αὐτὸ τὰ παιδιὰ ἔλεγαν στὸ δρόμο γιὰ τὸ σχολεῖο τὸ κρυφό, τὸ ἑξῆς ὡραῖο ποίημα: «Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου νὰ περπατῶ, νὰ πηγαίνω στὸ σκολειό, νὰ μαθαίνω γράμματα, τοῦ Θεοῦ τὰ πράγματα».
Ὅταν ἔφθασε σὲ ἡλικία, νυμφεύθηκε μιὰ κόρη ἀπὸ τὸ χωριὸ τῶν Τριπόδων, Μαρία τὸ ὄνομά της καὶ ἦταν ἀπὸ χριστιανικὴ οἰκογένεια. Ἀπέκτησαν ὀκτὼ τέκνα, τρία ἀγόρια καὶ πέντε κορίτσια. Τὰ ὀνόματα τῶν ἀγοριῶν ἦσαν Νικόλαος, Δημήτριος καὶ Σπυρίδων, ἐνῶ τὰ ὀνόματα τῶν κοριτσιῶν ἦσαν Ἀναστασία, Αἰκατερίνη, Εἰρήνη, Καλλιόπη καὶ Κυριακὴ ἡ μικρότερη (ὁ γράφων εἶναι παιδὶ τῆς μικρότερης κόρης του, Κυριακῆς).
Ἂς δοῦμε λοιπὸν τὸν βίον του ὡς ἱερέως. Χειροτονήθηκε διάκονος καὶ ἱερεὺς τότε στὸ Ἀγερσανί. Ἐκεῖ δὲν εἶχαν μεγάλη ἐκκλησία, ἦταν μιὰ μικρὴ στὸ χῶρο τοῦ Ἁγίου Νικολάου ποὺ ὑπάρχει μέχρι σήμερα. Ἐκεῖ εἶναι καὶ τὸ κοιμητήριο τοῦ χωριοῦ. Βρῆκαν λοιπὸν ἕνα εὐρύχωρο οἰκόπεδο στὴ μέση τοῦ χωριοῦ καὶ ἄρχισε ὁ μακαρίτης ὁ παππούς μου, ὁ ὁποῖος ἤξερε τὴν τέχνη τοῦ κτίστη, καὶ μὲ τὴ βοήθεια καὶ φώτιση τοῦ Θεοῦ μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ οἰκόπεδο ἔκτισε ἐκκλησία πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, τὸ βόρειο κλῖτος ποὺ ὑπάρχει καὶ σήμερα ἐκεῖ στὸν τόπο.
Σήμερα εἶναι τρισυπόστατος αὐτὸς ὁ Ἱερὸς Ναός, μὲ ψηλὰ καμπαναριὰ καὶ καμπάνες ποὺ δυνατὰ διαλαλοῦν τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ στολίζουν τὸ ὡραῖο χωριὸ Ἀγερσανί. Βέβαια, τὸ χωριὸ ἔχει πάρει τὸ ὄνομα ἀπὸ ἕνα ἐξωκλήσι, τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο, ποὺ βρίσκεται ἔξω ἀπ᾿ τὸ χωριὸ καὶ ὑπάρχει καὶ μέχρι σήμερα.
Ἂς γράψουμε τώρα γιὰ τὸ πρῶτο κλῖτος, πῶς κτίστηκε. Γιὰ νὰ γίνει μιὰ ἐκκλησία ὅπως καὶ κάθε κτίριο, χρειάζονται πολλὰ πράγματα, μάστορες, ἐργάτες, ὑλικὰ κτλ. Ἔκτιζε λοιπὸν ὁ παππούς μου μὲ ἄλλους μαστόρους καὶ συνέχιζαν τὸ ἱερὸ ἔργο τους. Τότε τὰ χρήματα ἦσαν λίγα καὶ δὲν ὑπῆρχαν βιομηχανικὰ ἐργοστάσια. Οἱ γεωργοὶ ποὺ ἦσαν στὸ χωριὸ καλλιεργοῦσαν τὰ χωράφια καὶ εἶχαν λίγα χρήματα. Ἔδιναν εἰσφορὲς γιὰ τὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ χρειαζόντουσαν καὶ ἄλλα χρήματα. Ἀφοῦ λοιπὸν εὐποροῦσε καὶ τὸ δικό μας χωριό, οἱ Τρίποδες, καὶ ἐπειδὴ ἡ μακαρίτισσα ἡ γιαγιά μου ἦταν Τριποδιώτισσα, εἶχε τὸ θάρρος ὁ ἱερέας παππούς μου καὶ ἦρθε νὰ ζητήσει βοήθεια γιὰ τὸ κτίσιμο τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος στὸ Ἀγερσανί.
Ἦρθε λοιπὸν στοὺς Τρίποδες, ἔδωσαν τὸν ὀβολόν τους ὅσοι θέλησαν γιὰ τὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ τὰ χρήματα ἦσαν λίγα καὶ τὸ χρέος πολύ. Ἦταν Σάββατο καὶ ἔπρεπε τότε νὰ πληρωθοῦν οἱ ἐργάτες καὶ τότε σκέφτηκε ὁ παππούς μου τὸ θαῦμα ποὺ ἔκανε ὁ Ἅγιος Σπυρίδωνας ποὺ ἔγινε τὸ φίδι χρυσό. Ἔτσι, εἶπε μὲ πίστη καὶ συγκίνηση στὸν Ἅγιο: «Ἅγιε μου Σπυρίδωνα, σὺ ποὺ ἔκανες τὸ φίδι χρυσὸ καὶ ἐλέησες τὸν πτωχὸ ἄνθρωπο, κάνε τὸ θαῦμα σου καὶ τώρα νὰ βρῶ χρήματα νὰ πληρώσω τοὺς ἐργάτες ποὺ κτίζουν τὴν Ἐκκλησία σου».
Τότε ὁ δρόμος Ἀγερσανίου-Τριπόδων ἦταν ἁπλῶς ἕνα δύσβατο μονοπάτι, φυσικὰ ὄχι ἀμαξητό. Ἀφοῦ λοιπὸν προσευχήθηκε θερμὰ πρὸς τὸν Ἅγιο καὶ τὸν παρακάλεσε, ὁ Ἅγιος ἄκουσε καὶ ἔκανε τὸ θαῦμα του. Ἀφοῦ εἶχε ἀφήσει στὸν Ἅγιο τὴ μέριμνα αὐτή, ἔπρεπε νὰ περάσει ὡς διαβάτης γιὰ νὰ πάει στὸ Ἀγερσανὶ ἀπὸ ἕνα μέρος στενὸ ποὺ εἶναι δύο βράχια, τὸ ἕνα ἀπέναντι στὸ ἄλλο. Πέρασε λοιπὸν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ βλέπει ἕνα χρυσὸ φιδάκι ἐμπρὸς στὰ πόδια του. Τότε κατάλαβε τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου ποὺ τοῦ ζήτησε βοήθεια, πῆρε τὸ φιδάκι καὶ τὸ πῆγε στὴ χώρα τῆς Νάξου, νὰ τὸ ἐξαργυρώσει καὶ μὲ τὰ χρήματα νὰ πληρώσει τοὺς ἐργάτες. Καὶ εὐχαριστημένος δόξαζε τὸν Θεὸν καὶ τὸν Ἅγιον καὶ ἔτσι τὰ ὀνόματα ποὺ ἀφιέρωσε στὰ δύο παιδιά του ἦσαν Σπυρίδων καὶ Εἰρήνη, τὸ ἕνα γιὰ τὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα καὶ τὸ ἄλλο γιὰ τὴν κόρη του Εἰρήνη.
Ὡς ἱερέας, στὸ ἔργο του στὴν ἐκκλησία ἦταν τύπος Χριστοῦ. Ἂν καὶ δὲν ἔμαθε πολλὰ γράμματα, τὸ βιβλίο δὲν ἔλειπε ποτὲ ἀπὸ τὰ χέρια του. Μελετοῦσε μὲ πίστη καὶ ζῆλο τὴν Ἁγία Γραφή, τοὺς βίους τῶν Ἁγίων καὶ δίδασκε μὲ ἀγάπη, ταπείνωση καὶ πραότητα τὸ ποίμνιον ποὺ τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός· καὶ ὡς ἄλλος Δαβὶδ μὲ τὴ φλογέρα, τὸ ὁδηγοῦσε πάντοτε σὲ δροσερὲς πηγὲς τοῦ φρέατος τοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἔκανε ὅλους τοὺς πιστοὺς νὰ προσέρχονται μὲ θεῖον ζῆλο στὴν ἐκκλησία καὶ εἶναι καύχημα καὶ ἀξιέπαινοι οἱ χριστιανοὶ ποὺ μεταλαμπάδευσαν τὴν ἱερὰ ἐκείνη παράδοση καὶ ὑπάρχει μέχρι σήμερα εἰς τὸ χωριὸ Ἀγερσανί. Εἶναι ὅλοι εὐσεβεῖς, πρόσχαροι, μὲ πίστη, ταπείνωση καὶ ἀγάπη.
Δὲν πῆγε ὁ κόπος του χαμένος, τὸν εὐλόγησε ὁ Θεὸς καὶ ὁ Ἅγιος Σπυρίδων ὁ προστάτης του. Λειτουργοῦσε μὲ φόβο Θεοῦ ἀνελλιπῶς καὶ τὴν Ἁγία Μεγάλη Παρασκευὴ σκεπτόμενος πάντοτε τὰ Ἅγια Πάθη τοῦ Κυρίου ποὺ ὑπέμεινε δι᾿ ἡμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς, δίδασκε ὅλες τὶς ἀρετὲς τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπέφευγε τὴν κοσμικότητα, τὰ ἤθη καὶ ἔθιμα, τὰ ὄργανα, τοὺς μασκαράδες κτλ.
Δίχως νὰ μισεῖ τοὺς ἀνθρώπους, ὁδηγοῦσε τὸν κόσμο πάντα στὴν ἐκκλησία τὴν Κυριακὴ καὶ τὶς γιορτὲς τῶν Ἁγίων καὶ ἦταν πολὺ ἐπιεικής, ἐπειδὴ ἦσαν οἱ ἄνθρωποι ἀγρότες ἄνδρες καὶ γυναῖκες. Ἔλεγε, γιὰ παράδειγμα, ὅταν γιόρταζε ὁ ἅγιος Θαλέλλαιος: «Πηγαίνετε πρῶτα στὴν ἐκκλησία καὶ κατόπιν νὰ πᾶτε στὰ κτήματά σας νὰ κάνετε τὶς ἐργασίες σας». Καὶ οἱ ἄνθρωποι ἔκαναν «ὑπακοή».
Ἐκείνη τὴν ἐποχή, οἱ ἱερεῖς δὲν εἶχαν μισθὸ καὶ ζοῦσαν μόνο μὲ αὐτὰ ποὺ εἶχαν προαίρεση καὶ τοὺς φιλοδωροῦσαν οἱ χριστιανοί. Πήγαιναν στὰ χωράφια ποὺ ἁλώνιζαν τὰ κριθάρια, τὰ εὐλογοῦσε ὁ ἱερέας καὶ ὁ κάθε χριστιανὸς ἔδινε ὅτι καρπὸ εἶχε εὐχαρίστηση στὸν ἱερέα. Ἐπίσης, πήγαιναν καὶ στὰ πατητήρια ποὺ ἔβγαζαν τὸ κρασί, τὰ εὐλογοῦσε ὁ ἱερέας καὶ τοῦ ἔδιναν οἱ χριστιανοὶ ὅτι καρπὸ ἤθελαν, ὄσπρια κτλ. Ἔτσι ζοῦσαν τότε οἱ ἱερεῖς, ἦσαν ὀλιγαρκεῖς ὅπως λέγει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Εὐτυχέστερος ὁ εἰς τὰ ὀλίγα ἀρκούμενος». Δὲν ἦταν πλούσιος ὁ μακαρίτης ὁ παππούς μου, εἶχε ὅμως πίστη στὸ Θεὸ καὶ ὅλη τὴ μέριμνά του σ᾿ Ἐκεῖνον. Καὶ ὁ παντογνώστης Θεός, ποὺ βλέπει κάθε ἄνθρωπο, ὅλα τὰ εἶχε πλούσια καὶ ἂς ἦταν πτωχὸς σὲ ὑλικὴ περιουσία. Λέγει στὴν Ἁγία Γραφή: «Αἱρετότερον ὄνομα καλὸν ἢ πλοῦτος πολύς».
Οἱ πέντε κόρες ποὺ εἶχε, μόνο μὲ τὸ καλὸ ὄνομα παντρεύτηκαν. Πήγαινε ὁ κάθε γαμπρὸς καὶ τοῦ ἔλεγε: Παπᾶ μου, ἦρθα μὲ τὴν εὐχή σου ἂν θέλεις νὰ μοῦ δώσεις τὴν κόρη σου νὰ τὴν πάρω σύζυγό μου». Καὶ ἐκεῖνος τοὺς ἀπαντοῦσε πὼς τὰ κορίτσια εἶναι πτωχὰ καὶ δὲν ἔχει νὰ τοὺς δώσει περιουσία. Καὶ οἱ γαμπροὶ ἐπέμεναν ὅτι ἁπλῶς ἤθελαν νὰ παντρευτοῦν τὶς κόρες του καὶ δὲν τοὺς ἔνοιαζε ἡ περιουσία. Ἀλλὰ τώρα θὰ ἐξιστορήσω τί προτερήματα ἔβλεπαν σ᾿ αὐτὲς οἱ γαμπροί. Ἡ περιουσία τους ἦταν πνευματικὴ καὶ ἀφανής. Εἶχαν πίστη στὸ Θεό, εὐσέβεια, ταπείνωση καὶ τὸ σπουδαιότερο ὑπακοὴ στὸν ἱερέα πατέρα τους.
Ὅπως μοῦ διηγήθηκε ἡ μακαρίτισσα μητέρα μου, παπαδοπούλα, ἡ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ ἔκλεινε μετὰ τὴ δύση τοῦ ἡλίου· δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ γυρίζουν ἔξω τὴ νύχτα. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη δὲν ὑπῆρχε νερὸ στὰ σπίτια ὅπως τώρα καὶ πήγαιναν μὲ τὶς στάμνες στὰ πηγάδια ἢ στὶς ἐξωτερικὲς βρύσες καὶ ἔπαιρναν νερό. Ἔλεγε λοιπὸν ὁ παππούς μου στὰ κορίτσια νὰ πηγαίνουν κάθε μέρα νὰ φέρνουν νερὸ γιὰ τὸ σπίτι, ἀλλὰ τὸ νερὸ ποὺ χρειάζονταν γιὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς νὰ τὸ ἔφερναν ἀπ᾿ τὸ Σάββατο. Πρόσεχε σὲ πολλὰ σημεῖα τῆς ζωῆς του νὰ μὴν σκανδαλίσει ποτὲ κανέναν. Ἔφερναν οἱ ψαράδες ψάρια στὸ χωριὸ καὶ πουλοῦσαν Τετάρτη ἢ Παρασκευὴ καὶ δὲν ἔβγαινε ποτὲ νὰ ἀγοράσει γιὰ νὰ μὴν σκανδαλίσει τοὺς χριστιανούς, ἔστω καὶ ἂν ἤθελε νὰ τὰ φᾶνε τὴν ἑπόμενη μέρα. Σὲ τέτοια θέματα ἦταν τύπος καὶ ὑπογραμμός.
Τὸ καλὸ παράδειγμα τῶν κοριτσιῶν του, τὸ μετέδωσαν στοὺς συζύγους τους καὶ τοὺς ἔφεραν ὅλους στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ὅσο γιὰ τὰ ἀγόρια, ὁ Δημήτριος ἀρρώστησε καὶ πέθανε, ὁ Νικόλαος ἦταν κτίστης στὸ ἐπάγγελμα καὶ ψάλτης στὴν ἐκκλησία καὶ τέλος ὁ Σπυρίδων προόδευσε στὴν ψαλτικὴ τέχνη καὶ ἔμαθε (τὴν λεσβιακὴ) τότε μουσικὴ καὶ ἦταν ἄριστος ἱεροψάλτης. Εὐσεβὴς καὶ καλλίφωνος, εἶχε τὴν καλοσύνη καὶ μετέδωσε ὡς ἱερὰ παρακαταθήκη σὲ ἀείμνηστους ἱεροψάλτες προγενέστερους ἐμοῦ, Βασίλειον Ἰωάν. Μαργαρίτη, Σπυρίδωνα Ἰωάν. Μαργαρίτη, Μιχαὴλ Νικ. Καραμπάτση καὶ στὸν ὑπογραφόμενο, ταπεινὸ καὶ ἀνάξιο Μ. Σ., ὅλους ἀνίψια του.
Τὸ καλὸ παράδειγμα τοῦ ἱερέως Μιχαὴλ Καραμπάτση ἐξαπλώθηκε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ παντοῦ, πρὸς δόξα Θεοῦ. Ἀξιώθηκε καὶ πῆγε στοὺς Ἁγίους Τόπους προσκυνητής, βαπτίστηκε στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ καὶ ἔγινε «παπαχατζῆς», ὅπως τὸν ἔλεγαν σὲ ὅλη του τὴ ζωή.
Θὰ γράψω ἕνα πράγμα γεγονὸς ἀπ᾿ τὰ Ἱεροσόλυμα. Ἴσως πολλοὶ δὲν τὸ γνωρίζουν αὐτὸ τὸ θαῦμα ποὺ ἔκανε ἐκεῖ ὁ Χριστός μας. Περνοῦσε ὁ Κύριός μας ὅταν ἦταν στὰ Ἱεροσόλυμα μὲ τὰ πόδια καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ δρόμο βλέπει ἕναν ἄνθρωπο σὲ ἕνα κτῆμα καὶ τὸν ρωτᾶ: «Τί σπέρνεις ἐκεῖ εὐλογημένε;» Καὶ ὁ ἄνθρωπος θέλησε νὰ πεῖ ψέματα στὸν Κύριο, (ἐπειδὴ δὲν ἤξερε ὅτι ἦταν Θεὸς καὶ ἄνθρωπος) καὶ τοῦ λέγει: «Πέτρες σπέρνω», ἀλλὰ ἔσπερνε ρεβίθια. Τότε ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπαντᾶ: «Ὅ,τι εἶπες νὰ θερίσεις». Ὁ ἄνθρωπος χαμογέλασε ποὺ εἶπε ψέματα, ἔσπειρε τὰ ρεβίθια, αὐτὰ ἔδεσαν καὶ ὅταν ξεράθηκαν, τὰ πῆγαν στὸ ἁλώνισμα. Τὰ ἁλώνισαν, ἔγιναν ἕνα σωρὸ ρεβίθια καὶ ἦταν ἕτοιμος νὰ τὰ βάλει στὰ σακιά. Πρὶν τὰ βάλει ὅμως, δοκίμασε ἕνα ρεβίθι στὸ στόμα του, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ μασήσει διότι ἦταν πέτρα μὲ τὸ σχῆμα τοῦ ρεβιθιοῦ. Τότε παίρνει ἕνα ἄλλο καὶ ἦταν ἀκριβῶς τὸ ἴδιο. Στὸ τέλος εἶδε ὅτι ὅλα τὰ ρεβίθια εἶχαν γίνει πέτρες. Καὶ ἔτσι μὲ τὸ θαῦμα ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος, ἄφησε τὰ ρεβίθια ἐκεῖ ὁ γεωργὸς καὶ τὰ ἔπαιρναν οἱ προσκυνητὲς γιὰ νὰ θυμοῦνται αὐτὸ τὸ γεγονός. Ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ρεβίθια εἶχε φέρει καὶ ὁ παππούς μου ὅταν εἶχε πάει σ᾿ ἐκεῖνο τὸν τόπο.
Μοῦ ἔχουν διηγηθεῖ καὶ ἄλλοι παλαιοὶ γεροντότεροι Τριποδιῶτες ὅτι καὶ ἐδῶ ἔκτισε δύο ἐκκλησίες ὁ παππούς μου, τὴν Σταυροπηγὴ ποὺ τώρα γίνεται μεγάλο πανηγύρι τὴν ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στὶς 14 Σεπτεμβρίου. Μαζεύεται πολὺς κόσμος ἀπ᾿ τὰ γύρω χωριά.
Καὶ κατόπιν ἔκτισε ἄλλο ἐξωκλήσι ποὺ ὑπάρχει στοὺς Τρίποδες, τοὺς Ἁγίους Θεοδώρους, τὸ ὁποῖο ἐπίσης ἐπεκτάθηκε ἡ ἐκκλησία προσφάτως μὲ ἐνέργειες Εὐάγγελου καὶ Δημητρίου Παπαδόπουλου καὶ γίνεται δύο φορὲς τὸ χρόνο πανηγύρι. Τὸ ἕνα γίνεται τῶν Ἁγίων Θεοδώρων τοῦ Τήρωνος, Α´ Σάββατο τῶν Νηστειῶν, καὶ τὸ ἄλλο τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτου, στὶς 8 Ἰουνίου.
Κάποτε ἀρρώστησε μὲ κήλη καὶ εἶχε νὰ κάνει λειτουργία στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο. Ἀλλὰ πονοῦσε καὶ παρακάλεσε τὸν Ἅγιο νὰ τὸν κάνει καλὰ καὶ ὢ τοῦ θαύματος! Σὰν καλὸς ἰατρὸς ὁ Ἅγιος τὸν θεράπευσε καὶ ἔκανε τὴ Θεία Λειτουργία.
Ἦσαν καὶ ἄλλοι δύο ἱερεῖς τότε στὸ Ἀγερσανί, ὁ π. Μιχαὴλ καὶ ὁ π. Νικόλαος Ὀρφανός, ποὺ τὸν ἔλεγαν παπα-Σπανό, διότι δὲν εἶχε πολλὰ γένια. Ζοῦσαν εἰρηνικά, πιστοὶ ὅλοι μὲ ἀγάπη, σεβασμὸ καὶ ὁμοφροσύνη καὶ προσπαθοῦσαν ὅλοι μαζὶ νὰ ὁδηγήσουν τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ στὴν εὐσέβεια καὶ τὴν ἀρετὴ καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἔφεραν τὸ ἔργο τους εἰς πέρας καὶ τὸ παράδειγμά τους θὰ μείνει αἰώνιο διὰ τοὺς νεωτέρους ἐφημέριους ὅλης τῆς μητροπόλεώς μας.
Ὅσα καὶ νὰ γράψει κανεὶς γιὰ ἕνα πρόσωπο ἱερὸ καὶ ταπεινό, δὲν μπορεῖ νὰ περιγράψει τὴν καλοσύνη καὶ τὶς ἀρετὲς τοῦ διότι ὁ ταπεινόφρων δὲν κοπιάζει ὅτι καλὸ καὶ νὰ κάνει ἀλλὰ μόνο γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ καυχιέται ὅπως ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἔτσι καὶ ὁ π. Μιχαὴλ Καραμπάτσης. Οἱ ἐλεημοσύνες ποὺ ἔκανε ἦσαν πολλὲς παρ᾿ ὅτι εἶχε μεγάλη οἰκογένεια, πάντοτε στὸ τραπέζι του καλοῦσε τοὺς πτωχοὺς καὶ ἔτρωγαν ὅλοι μαζὶ σὰν μιὰ οἰκογένεια.
Στὴν γιορτή του, τῶν Ταξιαρχῶν, πήγαιναν νὰ εὐχηθοῦν ὅλοι οἱ ἐνορίτες τοῦ χωριοῦ· μεταξὺ αὐτῶν ἦσαν καὶ ἄσημοι (πτωχοὶ τῷ πνεύματι). Μιὰ φορὰ στὴ γιορτή του, τοῦ ἔλεγαν ὅλοι «Νὰ ἔχουμε τὴν εὐχή σου παπᾶ». Κάποιος ὅμως τοῦ εὐχήθηκε διαφορετικὰ καὶ τοῦ εἶπε: «Ἔχε τὴν εὐχή μου παπᾶ». Τότε ὁ παππούς μου ποὺ ἦταν ταπεινός, τοῦ ἀπάντησε εὐχαριστημένος καὶ χαμογελώντας «Τὴν δική σου εὐχὴ νὰ ἔχουμε». Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἕνας πτωχὸς σὰν τὸν Λάζαρο, ἀλλὰ εἶχε ἁγνὴ ψυχὴ καὶ τὸν καλοῦσε στὸ τραπέζι του μὲ τὴν οἰκογένειά του. Καὶ ἀφοῦ πρῶτα χαιρόταν ὁ ἴδιος ψυχικά, ἔδινε χαρὰ καὶ στοὺς πτωχούς.
Ὁ ἴδιος ποτὲ δὲν καυχήθηκε ὅτι ἔκανε κανένα καλὸ ἔργο. Ἐφάρμοσε τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου μας ποὺ λέει γιὰ τοὺς ἐλεήμονές «ὅπως ᾖ σου ἡ ἐλεημοσύνη ἐν τῷ κρυπτῷ καὶ ὁ Πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ».
Ὅταν ἐξομολογοῦσε, γιὰ νὰ μὴν ντρέπεται ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐξομολογηθεῖ τὶς ἁμαρτίες του, ἔσκυβε κάτω τὸ πρόσωπό του σὰν νὰ κοιμόταν. Καὶ κάποτε μιὰ γυναίκα τοῦ εἶπε «Πάτερ, σᾶς κούρασα μὲ τὶς ἁμαρτίες μου καὶ νυστάζετε» καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε «Λέγε τὶς ἁμαρτίες σου, μὰ ἐγὼ δὲν κοιμοῦμαι, ἀκούω». Πρόσεχε πολὺ σὲ ὅλα τὰ ζητήματα νὰ ὠφελήσει ψυχὲς καὶ ὄχι νὰ τὶς ζημιώσει.
Μὲ αὐτὲς τὶς ἀρετὲς ἦταν στολισμένος· πίστη ἀκλόνητη στὸ Θεό, ἀγάπη, ταπείνωση, καλοσύνη, πραότητα, ἀγαθοεργία, ἔκλινε ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ ποιοῦσε πάντα τὸ ἀγαθό.
Ἀρρώστησε λίγο ἐλαφρὰ στὸ τέλος τῆς ζωῆς του, δὲν ἔτρωγε φαγητό. Ἔζησε σαράντα ἡμέρες μόνο μὲ νερό. Ἐξομολογήθηκε, κοινώνησε γιὰ τελευταία φορὰ καὶ ἐκοιμήθη ἡμέρα πένθιμη καὶ νηστείας, τὴν ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἀναπαυμένος στὴν ψυχὴ ὅτι ἔκανε τὸ καθῆκον του καὶ θὰ λάβει τὸ μισθό του ἀπὸ τὸ δίκαιο Κριτὴ Θεό, θὰ ἀκούσει τὴ μακαρία φωνὴ τοῦ Κυρίου μας: «Εὖ δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ, εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου».
Αὐτὰ τὰ λίγα ἔγραψα ἀπὸ τὴν ἁγία καὶ ἐνάρετη ζωὴ τοῦ μακαρίτη τοῦ παπποῦ μου ἀπὸ διηγήσεις τῆς μητρός μου καὶ εἶναι ὅλα ἀληθινά. Ὡς παιδὶ τὸν γνώρισα, ἤμουν 10 ἐτῶν ὅταν ἐκοιμήθη στὰ 1929, σὲ ἡλικία 96 ἐτῶν.
Στὸν οὐράνιο θρόνο τοῦ Κυρίου ποὺ παραστέκει, ζητοῦμε τὶς προσευχές του. Ἀμήν.
*
Εὐλογημένε μου παπᾶ προσεύχου καὶ δι᾿ ἐμὲ
τὸν ἐλάχιστο καὶ ἁμαρτωλὸ ἐγγονό σου. Μ.Σ.