Ὅταν ὁ Κύριος ὑποσχόταν στοὺς Ἀποστόλους τὴ μέγιστη δωρεὰ τοῦ Πνεύματος, εἶπε: «Ἐγὼ φεύγω, ἀλλὰ ὁ Παράκλητος, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ θὰ στείλει ὁ Πατέρας στὸ ὄνομά μου, Ἐκεῖνος θὰ σᾶς διδάξει τὰ πάντα». Ἐκεῖνος, λοιπόν, θὰ προσευχηθεῖ καὶ Ἐκεῖνος θὰ κλάψει, γιατί, ὅπως λέει κι ὁ Ἀπόστολος, ἐμεῖς δὲν ξέρουμε πῶς νὰ προσευχηθοῦμε, ὅπως πρέπει, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τὸ ἴδιο μεσιτεύει γιὰ ἐμᾶς μὲ στεναγμούς, ποὺ δὲν ἐκφράζονται μὲ λέξεις (Ρωμ. 8,26).... Καὶ ὅταν, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεση, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς πεντηκοστῆς ἐπιφοίτησε ὁ Παράκλητος καὶ ἡ δύναμη τοῦ ἀγαθοῦ πνεύματος σκήνωσε στὶς ψυχὲς τῶν Ἀποστόλων, ἀφαιρέθηκε ἀπὸ αὐτοὺς ὁλότελα τὸ κάλυμμα τῆς κακίας, καταργήθηκαν τὰ πάθη καὶ ξεσκεπάσθηκαν τὰ μάτια τῆς καρδιᾶς τους. Καὶ ἀφοῦ γέμισαν ἀπὸ σοφία καὶ ἔγιναν τέλειοι ἀπὸ τὸ Πνεῦμα, διὰ μέσου του Πνεύματος ἔμαθαν πῶς νὰ πράττουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ Ἐκεῖνο χειραγωγήθηκαν σὲ ὁλόκληρη τὴν ἀλήθεια, καθὼς Ἐκεῖνο ἔγινε ὁ ἡγεμόνας κι ὁ βασιλιὰς τῶν ψυχῶν τους.
Κι ἐμεῖς, λοιπόν, ὅταν μᾶς ἔρχεται νὰ κλάψουμε, ἐνῶ ἀκοῦμε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ἂς παρακαλέσουμε τὸ Χριστὸ μὲ ἀδίστακτη πίστη νὰ ἔλθει σὲ ἐμᾶς τὸ Πνεῦμα, ὅπως ἐλπίσαμε, τὸ ὁποῖο ἀληθινὰ ἀκούει καὶ προσεύχεται, σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα καὶ τὴ βούληση τοῦ Θεοῦ.
(Λόγοι εἰς ρν´ κεφάλαια, κεφάλαιον σδ´. Φιλοκαλία, τόμος Γ´, σελ. 288-289)