[Πρώτη] [Δευτέρα] [Τρίτη] [Ἅγιοι]
Αἰτία καὶ ἀφορμὴ γι᾿ αὐτὸ τὸ βιβλίο στάθηκε ὁ ἀνθρώπινος πόνος. Ὅλο καὶ πιὸ συχνά, ἔρχονται τελευταῖα ἄνθρωποι καὶ μοῦ ἐξομολογοῦνται τὰ βάσανά τους, τὶς στεναχώριες τους καὶ τὰ ἀδιέξοδά τους.
Γέμισε ὁ κόσμος, ἡ κοινωνία, ἀπὸ τὰ κακὰ αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων ποὺ ὑπηρετοῦν τὸν διάβολο δηλαδὴ οἱ μάγοι, ἀστρολόγοι, μέντιουμς, μελλοντολόγοι.
Ρίξτε μία ματιὰ ποὺ φαντάζομαι ὅτι πολὺ καλὰ γνωρίζετε στὰ περιοδικά, στὶς ἐφημερίδες, στὴν τηλεόραση! Ἀμέτρητοι ὅλοι αὐτοί, ποὺ μὲ τὴ μαγεία καὶ τὴν μαντεία, γεμίζουν τὸν κόσμο μας ἀπὸ δαιμόνια. Αὐτοὶ γνωρίζουν τί κάνουν, δυστυχῶς ὅμως, πολλοὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τοὺς πλησιάζουν δὲν γνωρίζουν ἀκριβῶς τί κάνουν. Ἄλλωστε ὡς ὄργανα τοῦ πονηροῦ, ξέρουν καλὰ τὴ δουλειά τους. Χρησιμοποιοῦν πολλὲς φορὲς καὶ εἰκόνες τῶν Ἁγίων, λιβάνια, κεριὰ καὶ διάφορες προσευχές. Μ᾿ αὐτὰ ἐξαπατοῦν τοὺς ἀφελεῖς, γιατὶ στὰ κρυφὰ ἄλλα κάνουν.
Δὲν τοὺς διόρισε καμμιὰ ἐκκλησία καὶ κανεὶς δεσπότης γιὰ αὐτὰ ποὺ κάνουν, ἀλλὰ ἀντιθέτως τὸ σωματεῖο τοῦ διαβόλου, κάποια ἀπὸ τὶς ψυχοερευνητικὲς ἐταιρίες τοῦ Σατανᾶ.
Ὁ ἀριθμὸς τους πιά, εἶναι πολὺ μεγάλος. Χιλιάδες. Καὶ δυστυχῶς, χιλιάδες εἶναι καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ σκέπτονται νὰ κάνουν κακὸ στὸν συνάνθρωπό τους, ζητώντας τὴ βοήθεια ὅλων αὐτῶν. Μάλιστα, μετὰ ἀμοιβῆς πλούσιας. Βλέπετε ὅμως ὁ διάβολος ἐξαπατάει καὶ τοὺς ἴδιους, τὰ ὄργανά του δηλαδή, γιατὶ ὅλοι τους ὅταν τοὺς γνωρίσει κανεὶς ἔχουν τρομερὰ προβλήματα ἰδίως ψυχολογικά. Ἄιντε τώρα νὰ λύσουν αὐτοὶ καὶ τῶν πελατῶν τους. Μπερδεύτηκαν οἱ ἄνθρωποι μὲ τὸ διάβολο, καὶ ζοῦν σὰν κλέφτες καὶ τρελοί, μὲ τὶς ἐνοχές τους καὶ τὶς κακίες τους.
Πολλοὶ Ἁγιορεῖτες Πατέρες, ἔχουν δίκιο ποὺ λένε, ὁ διάβολος ἔβαλε τέτοια φωτιὰ στὸν κόσμο ποὺ δὲν σβήνει εὔκολα. Ἔγιναν κουμπάροι μὲ τὸν διάβολο καὶ ἄιντε νὰ ξεμπλέξουν.
Πολὺ τυχεροί, εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἔμπλεξαν στὰ δίχτυα τους. Καμμιὰ φορά, σκέφτομαι καὶ ᾿γω ὁ ταλαίπωρος, καλύτερα νὰ μὴν εἶχαν γεννηθεῖ αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι. Δὲν τὸ λέω αὐτὸ γιὰ τὸ ἁμάρτημά τους, ἀλλὰ γιὰ τὸν λόγο ὅτι καὶ αὐτοὶ ποὺ μετανοοῦν, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ζήταγαν χατήρια, ἀπὸ τὰ δαιμόνια, πολὺ πίστη πρέπει νἄχουν μετά, γιατὶ τὸ μίσος τοῦ διαβόλου πάνω τους, εἶναι τεράστιο. Ἀρνήθηκαν τὴν πίστη τους, καὶ δέθηκαν ἀπὸ τὰ μίση τους. Ἔγιναν δοῦλοι τοῦ διαβόλου οἱ κακόμοιροι καὶ ποῦ νὰ μπορέσουν τώρα νὰ τοῦ φύγουν. Τοὺς περιποιεῖται ἀμέσως ὁ πονηρός, καὶ ἔτσι ζοῦν τὴν ἀντίδρασή τους, κάνοντας καὶ αὐτοὶ τὸ κακὸ γύρω τους.
Ὁ Θεὸς νὰ βοηθήσει κάθε ἄνθρωπο. Ὁ Θεὸς ἔδωσε τὴν ζωὴ στὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ χαίρεται καὶ νὰ προγεύεται τὸν Παράδεισο. Τὰ ὄργανα τοῦ Σατανᾶ ὅμως, ἀντὶ γιὰ τὴν χαρὰ ἔχουν τὸ μίσος καὶ ἀντὶ γιὰ τὴν πρόγευση τοῦ Παραδείσου, τὶς ἁλυσίδες γιὰ τὴν κόλαση. Μέσα τους γνωρίζουν, ὅτι ἀκόμη καὶ αὐτοὶ ποὺ πηγαίνουν στὶς πόρτες τους τοὺς σιχαίνονται. Ὑποφέρουν μέσα τους, ἀλλὰ ὁ διάβολος τοὺς ἔχει δεμένους καλά. Βλέπετε ὡστόσο ἡ μετάνοια, πάντοτε ὑπάρχει καὶ ἡ ἐκκλησία, ὁ Χριστός, πάντοτε τοὺς περιμένει καὶ πονάει καὶ γι᾿ αὐτούς. Ἄλλωστε τὸ παράδειγμα τῶν μάγων καὶ ἀστρολόγων, μάντεων καὶ πνευματιστῶν, ποὺ ἀναφέρονται σ᾿ αὐτὸ τὸ βιβλίο εἶναι πάρα πολλὰ μέσα στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ὀρθοδοξίας. Εὔχομαι ὁ Ἅγιος Θεός, νὰ βοηθήσει καὶ νὰ φωτίσει, κάθε ἄνθρωπο σὲ ὅποια κατάσταση καὶ νὰ βρίσκεται ἀπὸ τὸν διάβολο.
Τὸ κακό, γεννάει κακὸ καὶ τὸ καλό, καλό. Ὁ Θεὸς τὸν ἁμαρτωλὸ τὸν ἀγαπάει, τὴν ἁμαρτία μισεῖ. Ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε γιὰ νὰ ζήσει ὁ ἄνθρωπος αἰώνια στὸν παράδεισο. Κατάργησε τὸν θάνατο καὶ τὴ δύναμη τοῦ διαβόλου μὲ τὸν Σταυρό.
Θεωρῶ ὑποχρέωσή μου καὶ καθῆκον μου στὸν Θεό, νὰ μπορέσω μὲ τὴ βοήθειά του, ἡ πράξη ἐτούτη νὰ γίνει καλό σε πολλοὺς συνανθρώπους μας, ποὺ χτυπήθηκαν καὶ πόνεσαν στὴ ζωή τους, στενοχωρήθηκαν καὶ γνώρισαν θλίψεις, νὰ γλιτώσουν ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ κακὰ τοῦ διαβόλου ποὺ κάνουν οἱ μάγοι, οἱ ἀστρολόγοι, οἱ χαρτορίχτρες καὶ τὰ μέντιουμ καὶ νὰ γνωρίσουν τὸν Θεό, ποὺ ἴσως πολλοὶ νὰ τὸν ξέχασαν, καὶ νὰ τὸν περιφρόνησαν καὶ ἔτσι ὁ διάβολος τοὺς βρῆκε ἐκτεθειμένους.
Οὔτε τὰ μάγια, οὔτε ἡ γλωσσοφαγιὰ καὶ ἡ βασκανία, ἔχουν δύναμη ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ κοντὰ στὸν Χριστό, τὴν Παναγία καὶ τοὺς Ἁγίους. Ἐπειδὴ σὲ ἐξομολογήσεις ποὺ ἄκουσα, ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ γεύθηκαν τὸν πόλεμο τοῦ Σατανᾶ, ἀντιλήφθηκα ὅτι δὲν γνωρίζουν οἱ ἄνθρωποι ἀκριβῶς, μὲ ποιὸ τρόπο θὰ ἀπαλλαχτοῦν ἀπὸ τὸν διάβολο καὶ τὰ ὄργανά του, ἀναφέρω τὶς πιὸ σημαντικὲς πράξεις ποὺ πρέπει νὰ κάνει ὁ κάθε παθῶν.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἀκατανόητη. Δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου αὐτὴ τὴν ἄπειρη ἀγάπη ποὺ ἔχει ὁ Θεὸς γιὰ ὅλους μας. Μπορεῖ ὅμως, νὰ ἀρχίσει νὰ κατανοεῖ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἴδιος στρέφει τὸ βλέμμα του, τὸ μυαλό του στὸν Χριστό. Τότε τὰ δαιμόνια καὶ τὰ ἔργα τους χάνουν τὴ δύναμή τους. Ὁ διάβολος παίρνει δύναμη ἀπὸ τὴν ἀποστασία μας στὸν Θεό, ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἐμεῖς μετανοοῦμε, τοῦ κόβουμε τὰ δικαιώματα καὶ τὶς πονηρὲς ἐνέργειές του πάνω μας. Τὰ μάγια καὶ ὅλα τὰ κακὰ τοῦ διαβόλου χαλᾶνε ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἐξομολογεῖται. Ὅταν ὑπάρχουν αἰτίες τοῦ διαβόλου ποὺ μᾶς θλίβουν, ἂς καταφύγουμε στὴν ἐκκλησία. Πρέπει νὰ ἐξομολογηθοῦμε σὲ Ἱερέα τὶς ἁμαρτίες μας. Δὲν πρέπει νὰ ντρεπόμαστε τὴν ὥρα τῆς ἐξομολόγησης, ἔτσι ὥστε ὁ πονηρὸς νὰ μᾶς φέρει σὲ δύσκολη θέση γιὰ νὰ ἔχει μαζί μας κρατούμενα. Καλὸ εἶναι νὰ σκεφτοῦμε ὅτι ὁ Ἱερέας, ἔγινε λειτουργός του Ὑψίστου ὄχι μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ δώρησε τὸν ἑαυτό του γιὰ τὴν Ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ σὲ μᾶς.
Εἶναι ὁ δικός μας ἄνθρωπος. Νοσταλγεῖ τὸ καλό μας. Μὴν διστάζετε. Ὁ πόλεμος κατὰ τοῦ διαβόλου καὶ τὶς μεθοδεῖες του, θέλει ἀποφασιστικότητα. «Ὁ Θεὸς θέλει πάντας σωθῆναι» «Δὲν θέλω τὸν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἕως ἐπιστρέψει καὶ ξαναζήσει», μᾶς λέει ὁ Κύριος. Καὶ ἀκόμη, μᾶς καλεῖ ὁ ἴδιος «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς». Ἔτσι τὸ πρῶτο πράγμα εἶναι ἡ σωστὴ ἐξομολόγηση. Ἂς ἀποβάλετε τὴν φιλαυτία, τὶς σαρκικὲς ἁμαρτίες ἔγγαμοι καὶ ἄγαμοι, τοὺς θυμούς, τὶς ἀδικίες μας καὶ τόσα ἄλλα. Τὸ δεύτερο κύριο πράγμα ποὺ πρέπει κανεὶς νὰ κάνει εἶναι νὰ συγχωρήσει τοὺς ἐχθροὺς «ἐκ καρδίας». Τὸ προστάζει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καὶ προσεύχεσθαι ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ διωκόντων ὑμᾶς». Αὐτὰ δὲν τὰ ἀντέχει ὁ διάβολος. Θέλετε νὰ νικᾶτε ὅλα τὰ πονηρὰ ἔργα; «ἀγαπεῖστε καὶ ταπεινωθεῖτε». Τίποτε δὲν θὰ μπορεῖ νὰ σᾶς βλάψει. Μὲ τὴν ἐξομολόγηση ὁ ἄνθρωπος νιώθει ἀμέσως νὰ τὸν σκεπάζει ὁ Θεός. Ἔτσι χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ τὸ ἐξηγήσει πῶς συμβαίνει, γεμίζει μὲ εἰρήνη, εὐτυχία, μακαριότητα, σιγουριά. Νιώθει τὴ ζωή του νὰ ξαναρχίζει, νιώθει τὸ σῶμα του πανάλαφρο. Ἐξομολογηθεῖτε τὴν ψυχική σας κατάσταση. Μὴν λέτε τὶς ἐμπειρίες σας, τὰ γεγονότα. Τὴν ψυχική σας κατάσταση νὰ λέτε.
Ἔτσι θὰ ἀξιωθεῖτε νὰ κοινωνήσετε μὲ τὴν ἄδεια τοῦ ἐξομολόγου, καὶ τότε ὁ Θεὸς θὰ σᾶς δωρήσει ὑγεία ψυχῆς τε καὶ σώματος. Ἔτσι θὰ πέσουν ὁλοκληρωτικὰ τὰ δεσμὰ τῆς μαγείας καὶ τοῦ Σατανᾶ. Μιὰ ἄλλη περίπτωση ἄμυνάς σας εἶναι ἡ ἑξῆς. Δέχεσθε κακιὰ ἐπήρεια εἴτε πνευματική, εἴτε ψυχική, εἴτε σωματική; Τότε βάλτε ἕναν σταυρὸ πάνω στὸ κεφάλι σας καὶ προσευχηθεῖτε. Κάντε μία παράκληση ἢ χαιρετισμοὺς στὴν Παναγία μας, ἢ σὲ κάποιον Ἅγιο ποὺ ἔχετε στὴν καρδιά σας. Ἀμέσως θὰ ἀνακουφισθεῖτε. Ἂν θέλετε ἀκόμη προσευχηθεῖτε μ᾿ ἕνα κομποσχοίνι «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με καὶ συγχώρησε Κύριε ὁρατοὺς καὶ ἀόρατους ἐχθροὺς ἡμῶν» ἢ καὶ «Δόξα σοὶ ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντων ἕνεκεν».
Ἕνας γέροντας ἐδῶ στὸ Ἅγιον Ὄρος ἔλεγε, τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ... ἀξίζει 100 δραχμές, τὸ Δόξα τῷ Θεῷ 1.000 δραχμὲς σὲ καιροὺς πειρασμῶν. Ζῆστε τὴν μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Μὴν παραπονεῖσθε. Εὐχαριστεῖτε τὸν Θεὸ ποὺ σᾶς κάλεσε «ἐν μέσῳ πειρασμῶν».
Νιώθετε ὅτι σᾶς γλωσσοτρῶνε ἢ σᾶς βασκαίνουν; προσευχηθεῖτε λέγοντας ὅσο μπορεῖτε τὸ Πάτερ ἡμῶν..., τὸ Χαῖρε Κεχαριτωμένη..., συγχωρέστε τους. Ζητεῖσθε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ φωτίσει τοὺς ἐχθρούς. Νὰ θεραπεύσει τὶς ψυχικές τους ἀσθένειες. Δεηθεῖτε στὴν ἐκκλησία γιὰ ὅλους. Δὲν μπορεῖ ὁ πειρασμὸς νὰ σταθεῖ μ᾿ ὅλα αὐτά. Γκρεμίζεται. Συνηθεῖστε νὰ κάνετε ἐλεημοσύνες. Συνηθεῖστε νὰ διαβάζετε κάθε μέρα λίγο ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, θὰ δεῖτε πόση ἀνακούφιση θὰ νιώθετε. Ζητεῖσθε ἀπὸ ἕναν ἱερέα νὰ σᾶς διαβάσει ἐξορκισμούς, διαβάσθε καὶ ἐσεῖς τὴν εὐχὴ τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ καὶ τὴν εὐχὴ στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο ποὺ ἐμπεριέχεται στὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ βιβλίου.
Μεγάλο καλὸ θὰ δεῖτε, κάνοντας λειτουργίες ἢ καὶ σαρανταλείτουργο ἀκόμη. Μάθετε μὲ τὸν καιρό, νὰ περιφρονεῖτε τὸν διάβολο καὶ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἐπιβουλεύονται τὸ κακό. Ὄχι ὅμως μειώνοντας τὸ πρόσωπο, ἀλλὰ τὸν πειρασμό τους ποὺ σᾶς βαραίνουν.
Μὴν ἀπελπίζεσθε, ὁ Χριστὸς γιὰ μᾶς «Αὐτὸς τὰς ἀσθενείας ἡμῶν ἔλαβε καὶ τὰς νόσους ἐβάστασεν». Ἐκεῖνος μᾶς εἶπε στὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο τὸ «Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε· κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν». Ἐφαρμόσθε καὶ τὶς μετάνοιες. Πολὺ τὶς μισεῖ ὁ πονηρός. Μὴν κρίνετε καὶ κατακρίνετε. Στὴν θέση τῆς κατάκρισης, βάλτε τὴν κατανόηση. Δεῖτε τὸ φῶς στὰ παράθυρα ποὺ ἀνοίγει στὴν ψυχή σας ὁ Θεός, καὶ πράξτε μὲ ἀνιδιοτέλεια. Τότε ὅλα ἀλλάζουν. Ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει σιγὰ σιγὰ τὸν Θεό. Τέλος, συνηθεῖστε νὰ ἔχετε πάντοτε μόνο καλοὺς λογισμούς, γιὰ ὅλα καὶ γιὰ ὅλους. Ὁ διάβολος πλέον, θὰ ξέρει ὅτι ὅποια παγίδα καὶ νὰ χρησιμοποιήσει, θὰ χάνει. Περπατῆσθε στὴν ζωή σας μὲ τὰ δυὸ πόδια τῆς ὑπομονῆς καὶ ἐπιμονῆς, τῆς πίστης καὶ τῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ, τῆς ἐλπίδας καὶ τῆς Ἀγάπης. Μετὰ ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ θὰ δεῖτε ὅτι, μὲ τὸ φτυάρι νὰ σᾶς ρίχνουν τὰ μάγια νὰ τὰ τρῶτε, νὰ τὰ πατᾶτε δὲν θἄχουν καμμία ἀπολύτως ἐξουσία πάνω σας. Οἱ Ἅγιοι ποὺ θὰ διαβάσετε παρακάτω στὸ βιβλίο, ὅλα αὐτὰ καὶ ἄλλα ἔκαναν μέσα ἀπὸ τὴν πίστη καὶ τὴν Ἀγάπη τους στὸν Θεὸ καὶ τίποτε δὲν πάθαιναν. Τοὐναντίον πολλοὶ μάγοι, μετάνιωσαν καὶ ἔγιναν χριστιανοὶ καὶ πολλοὶ μάλιστα, ἅγιασαν καὶ μαρτύρησαν, γιατὶ γνώρισαν τὴν ἀληθινὴ δύναμη.
Γιὰ νὰ γράψει κανείς, ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔζησαν οἱ Ἅγιοι ἀπὸ τοὺς πονηροὺς ἀνθρώπους ποὺ συνεργοῦσαν μὲ τὰ δαιμόνια, ὅπως ἐπίσης καὶ τὸν ἀριθμὸ ὅλων τῶν Ἁγίων εἶναι μᾶλλον ἀδύνατο, γιατὶ θὰ χρειάζονταν πολλοὶ τόμοι.
Ὡστόσο ὅμως, ἀναφέρονται ἐνδεικτικὰ πολλὲς περιπτώσεις ἀπὸ ἀνθρώπους πονηρούς, ποὺ ἔδρασαν μὲ μίσος καὶ λύσσα ἔναντι τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας.
ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ποὺ ζοῦμε, γίνεται μία μάχη ὅσο ζοῦμε, ἀνάμεσα στὸν Ἄνθρωπο καὶ τὸν διάβολο. Αὐτό, εἶναι κάτι ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀποφύγει κανείς μας. Ἀπὸ τότε ποὺ οἱ πρωτόπλαστοι ἔφυγαν ἀπὸ τὸν Παράδεισο, ὁ διάβολος συνέχισε νὰ τοὺς πολεμάει, νομίζοντας ἔτσι ὅτι πολεμάει τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς ποὺ δὲν ἐγκατέλειψε ὅμως, ποτὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ μετὰ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, εἶπε στὸν διάβολο: «καὶ ἔχθραν θήσω ἀνὰ μέσον σου καὶ ἀνὰ μέσον τῆς γυναικὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς αὐτὸς σοῦ τηρήσει κεφαλήν, καὶ σὺ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν».
Ἡ Εὔα, ἡ Παναγία, ἡ Ἐκκλησία εἶναι αὐτὴ ἡ γυναίκα. Αὐτὴ ἡ μεταφορικὴ γυναίκα, κτυπάει τὸν σατανᾶ θανάσιμα στὸ κεφάλι. Τὸ ἴδιο ἀναφέρεται καὶ στὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη στὸ Εὐαγγέλιο, στὸ 12ο Κεφάλαιο: «καὶ ὠργίσθη ὁ δράκων ἐπὶ τῇ γυναικί, καὶ ἀπῆλθε ποιῆσαι πόλεμον μετὰ τῶν λοιπῶν τοῦ σπέρματος αὐτῆς, τῶν τηρούντων τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ καὶ ἐχόντων τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ».
Ὁ Θεὸς ἔκλαψε, περπατώντας μόνος του στὸν παράδεισο τὴ μέρα ποὺ ἔπεσε ὁ ἄνθρωπός μας λέει ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Πόποβιτς. Τρεῖς φορὲς τὸν ρώτησε τὸν Ἀδάμ: «Ποῦ εἶσαι;» γιατὶ περίμενε μία δικαιολογία νὰ διορθώσει στὸ καλό. Ὁ Ἀδὰμ ἔνιωθε ἔνοχος καὶ δὲν τολμοῦσε νὰ ἀντικρύσει τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς ποτὲ δὲν ἐπέμβηκε στὸ αὐτεξούσιο, δηλαδὴ στὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἔτσι ὁ Ἀδάμ, ἀκολούθησε τὸ δρόμο ποὺ πῆρε ἀπὸ τὴν ἐξαπάτηση τοῦ διαβόλου.
Ὁ καλὸς Θεὸς ὅμως ἀπὸ τότε, δὲν ἔπαψε νὰ προστατεύει τὸ δημιούργημά του ἀπὸ τὸν πονηρό. Ἔτσι αὐτὴ ἡ μάχη, μέχρι συντέλειας τοῦ κόσμου θὰ γίνεται ἀνάμεσα στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν διάβολο. Ὁ διάβολος ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα, πολεμάει νὰ ἀπομακρύνει μὲ χίλιους δυὸ τρόπους, τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ δύναμη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, πολεμάει τὸν διάβολο καὶ τὶς παγίδες του. Ἔτσι πέρασαν αἰῶνες καὶ αἰῶνες καὶ τὸ κακό, δὲν διορθώθηκε. Θὰ πάρει τέλος στὴν Δευτέρα Παρουσία. Ὡς τότε ὁ πονηρός, θὰ πολεμάει τὰ παιδιὰ τῆς γυναίκας ποὺ εἴπαμε πιὸ πάνω. Ὁ ἄνθρωπος θὰ παλεύει μέσα του, μὲ τὸ καλὸ τὸ κακό. Μήπως αὐτὸ δὲν γίνεται καὶ σὲ ἐκείνους, ποὺ δὲν εἶναι Χριστιανοὶ σ᾿ ὅλη τὴ γῆ; Ὅλοι δὲν μιλοῦν γι᾿ αὐτὴν τὴν μάχη τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ; Βλέπετε καλοί μου Χριστιανοί, ὁ Θεὸς ἔδωσε τιμόνι στὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ βρεῖ τὸ δρόμο του, τὸν ἠθικὸ νόμο, τὴν συνείδηση, τὴ λογική. Ὁ σατανᾶς ὅμως, διαβάλε τὴ λογικὴ καὶ τὴ συνείδηση, γι᾿ αὐτὸ ὀνομάζεται καὶ διάβολος. Μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο κέρδισε καὶ τὰ ὄργανά του, μάγους, ἀστρολόγους, μέντιουμς καὶ τόσους ἄλλους μετὰ δόγματα τῆς κόλασής του.
Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ οἰκονομία Θεοῦ εἶναι. Γιατὶ φαίνεται, ὅτι αὐτὲς οἱ ψυχὲς δὲν μποροῦσαν νὰ καταλάβουν, μὲ καλὸ τρόπο τὸν Θεό, τὸ δρόμο του, τὴν Ἀγάπη του. Νά τόσα κακὰ κάνουν, καὶ γνωρίζουν ποῦ ὑποτάσσονται, κι ὅμως δὲν λένε νὰ διορθωθοῦν. Φωνάζουν τὰ δαιμόνια, ζητᾶνε βοήθεια ἀπὸ τὸν διάβολο, ἑπομένως γνωρίζουν καλύτερα ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ὅτι, ὑπάρχει ὁ Θεὸς καὶ οἱ Ἅγιοί του, καὶ ὅμως δὲν τοὺς κόβει τὸ μυαλό. Καταδικάζονται μόνοι τους, στὴν αἰωνιότητα τοῦ πόνου καὶ τῆς ὀδύνης. Ὁ Θεὸς νὰ τοὺς φωτίσει. Ἂς προσευχόμαστε γιὰ ὅλους. Ὁ Θεὸς τὸν ἀγαπάει τὸν ἄνθρωπο. Πολὺ τὸν ἀγαπάει. Γι᾿ αὐτὸ δὲν πρέπει ὁ ἄνθρωπος ποὺ παθαίνει κακό, ἢ περνάει δυσκολία ἀπὸ τὸν πονηρὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, νὰ γογγύζει, νὰ ἀγανακτεῖ, νὰ χάνει τὸ θάρρος του, νὰ στεναχωριέται.
Οἱ Ἅγιοι χαίρονταν ὅταν εἶχαν πειρασμοὺς καὶ ἔκλαιγαν ὅταν δὲν εἶχαν, γιατὶ νόμιζαν ὅτι τοὺς ἐγκατέλειψε ὁ Θεὸς γιὰ κάποια μεγάλη τους ἁμαρτία. Ναί, ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει νὰ δοκιμάζεται ὁ ἄνθρωπος. Εἶναι πολλοὶ οἱ λόγοι καὶ γιὰ χάρη αὐτοῦ, γνωρίζουμε ποιοὶ εἴμαστε καὶ πῶς εἴμαστε. Ἔτσι μποροῦμε νὰ πλησιάσουμε, νὰ γνωρίσουμε τὸν Θεό. Ὄχι ὅπως νομίζουμε ἐμεῖς στὸ μυαλό μας, μὲ τὴν ἄποψή μας. Νά γιατὶ, οἱ Ἅγιοι ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ λένε ὅτι, δὲν πρέπει ὁ χριστιανὸς νἄχει ἄποψη.
Ὄχι γιατὶ εἶναι ἄβουλο ὄν, γιατὶ πρῶτος ὁ Θεὸς ἔδειξε ὅτι τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἔχει ἐλεύθερο ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ὕπαρξής του, ἀλλὰ γιατὶ ὁ ἄνθρωπος, δὲν γνωρίζει τί εἶναι πράγματι τὸ σωστὸ γιὰ τὴ σωτηρία του, ἂν δὲν τὸν ὁδηγήσει ὁ Θεός. Ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει ἕναν δικό του πόλεμο ἀπὸ τὸν διάβολο, ἀρκεῖ νὰ τὸν καταλάβει, καὶ νὰ μὴν συγκατατεθεῖ μὲ τὸν πονηρό. Οἱ κύριες αἰτίες ποὺ ἐπιτρέπει ὁ Θεός, εἶναι αὐτὲς ποὺ μᾶς λέει ὁ Ἅγιος Μάξιμος, ὁ Ὁμολογητής. Ἡ πρώτη εἶναι γιὰ νὰ καταλάβουμε μὲ τὴν πείρα τοῦ πολέμου, νὰ γνωρίζουμε τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό. Ἡ δεύτερη αἰτία, εἶναι γιὰ νὰ γίνουμε σταθεροί, στὴν Ἀρετὴ ποὺ ἀποκτοῦμε ἀπὸ τὸν πόλεμο τῆς πρώτης αἰτίας. Ἡ τρίτη αἰτία, ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸ νὰ μὴν ὑπερηφανευόμαστε, ὅταν νιώθουμε ὅτι ἀποκτοῦμε ἀρετὲς καὶ γευόμεθα τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἡ τέταρτη εἶναι αὐτή, ποὺ μᾶς δείχνει τοὺς τρόπους καὶ τοὺς λόγους, νὰ μισήσουμε μὲ τὴ δύναμή μας τὸ κάθε κακό. Καὶ τελευταία ἡ πέμπτη αἰτία, νὰ μὴν ξεχάσουμε ποτέ, πῶς φθάσαμε στὰ διάφορα κατορθώματα ἔναντι τοῦ πονηροῦ με τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ Χάρη Του ποὺ μᾶς βοήθησε. Πάντως ἐπειδὴ ζοῦμε, σὲ καιροὺς μεγάλης ἀποστασίας μας ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ἐπειδή, ἐμεῖς γινόμαστε αἰτία τῶν κακῶν ποὺ μᾶς βρίσκουν, ἂς προσέχουμε.
Ἂς ἔχουμε φιλότιμο στὸν Θεό. Νὰ μὴν γινόμαστε ἀχάριστοι, φίλαυτοι, ὑπερήφανοι. Νὰ μὴν προσβάλουμε τὴν Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Νὰ μὴν ἐκμεταλλευόμαστε τὴν Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Νὰ μὴν ἐγκαταλείπουμε τὴν Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἂς μὴν ξεχνᾶμε ποτέ, ὁ διάβολος καὶ τὰ ἔργα του, δὲν ἀντέχουν αὐτὴ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Τὸ μίσος του καὶ τὰ ἔργα του ἀφανίζονται μόνο, μὲ τὴ δύναμη τῆς Ἀγάπης, τῆς Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
ΣΤΟΝ ΒΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΓΚΡΑΤΙΟΥ μεταξὺ ἄλλων, ἀναφέρονται καὶ τὰ ἑξῆς περιστατικά. Ὅταν ὁ Ἅγιος βρέθηκε στὴν Σικελία, νὰ κηρύξει τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἄρχισε νὰ καταργεῖ τὰ εἴδωλα καὶ τὰ δαιμόνια τους. Φυσικὸ ἦταν οἱ ἱερεῖς τῶν εἰδώλων καὶ οἱ μάγοι, νὰ θορυβηθοῦν καὶ νὰ μὴν ξέρουν τί νὰ κάνουν. Ἰδίως ὅταν ὁ Ἅγιος Παγκράτιος ἔφθασε, ἐνώπιον τοῦ εἰδώλου τοῦ δαίμονα Λύσσωνα, οἱ μάγοι, οἱ μάντεις καὶ οἱ οἰωνοσκόποι τῆς ἐπαρχίας, γνωρίζοντας τί τοὺς περίμενε χωρίσθηκαν ἀνὰ τριάντα δύο ἄτομα μεταξύ τους καὶ κατέφυγαν στοὺς σκοτεινοὺς τρόπους τους τί νὰ πράξουν. Τότε παρουσιάσθηκε ἐνώπιόν τους ὁ δαίμονας Λύσσωνας λέγοντάς τους: «Τί ἤλθατε κοντά μου καὶ μὲ κολακεύετε μάταια;». Ξαφνιασμένοι τὰ ὄργανα τοῦ Σατανᾶ, ρώτησαν τὸν δαίμονα ἂν ὑπάρχει ἄλλος Θεὸς μεγαλύτερος ἀπὸ αὐτόν, ὁ δὲ Λύσσωνας συνέχισε νὰ ὁμολογεῖ ἀπὸ τὸ φόβο του ντροπιασμένος καὶ νὰ λέει: «Ὅ,τι κάναμε μέχρι τώρα κάναμε, καὶ ἀπὸ σήμερα πλέον δὲν θὰ μποροῦμε νὰ σᾶς παλεύουμε» «Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔκανε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆν, τὴν θάλασσα καὶ ὅλο τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο, ἔπλασε Αὐτὸς καὶ τώρα ἐναντίον μας ἔστειλε πύρινη ρομφαία, ἡ ὁποία αὐτὴ ἡ ἴδια κατέστρεψε τὸν Φάλκωνα, τὸν Δία καὶ τοὺς λοιποὺς θεούς ἀλλὰ καὶ μένα ἀπὸ σήμερα μὲ κατέστησε ἀνίκανο καὶ ἄπρακτο, διότι ὁ Λυκαονίδης ἔφερε ἐδῶ τὸν μαθητὴ τοῦ Ἰησοῦ Παγκράτιο».
Τότε οἱ μάγοι (οἱ σημερινοὶ μέντιουμς καὶ ἀστρολόγοι) σὰν τρελοὶ καὶ μὴ ξέροντας τί νὰ κάνουν, οἱ ἀμετανόητοι ἄρχισαν νὰ κάνουν μεγαλύτερες θυσίες στὸν δαίμονα Λύσσωνα, προκειμένου νὰ ἱκανοποιήσουν τὸν ἐγωισμό τους, ἄρχισαν νὰ σφάζουν τράγους καὶ ταύρους, γεμίζοντας φιάλες ἀπὸ αἵματα καὶ ἀποφασίζοντες, νὰ ρίξουν κλῆρο σὲ ἐπιφανεῖς ἀνθρώπους τοῦ τόπου, προκειμένου νὰ κάνουν καὶ ἀνθρωποθυσία, πέφτοντας ὁ κλῆρος στὸν ἄρχοντα τοῦ τόπου Βονιφάτιο, καὶ ὅλα αὐτὰ γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν τὸν δαίμονα.
Ὁ δὲ Παγκράτιος ἐρχόμενος ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ εἰδώλου τοῦ Λύσσωνα, φόρεσε τὴν ἱερατική του στολὴ καὶ ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι, θαύμασαν τὸ θεῖο φῶς ποὺ ἔλουζε τὸν Ἅγιο καὶ ἔπεσαν ὅλοι στὰ γόνατα ἐκστασιασμένοι. Ὁ δὲ δαίμονας ἔπινε τὸ αἷμα τῶν θυσιασθέντων ἀπὸ τὶς φιάλες. Τότε ὁ Παγκράτιος ἐπιτίμησε τὸ δαίμονα Λύσσωνα, ποὺ εἶχε τὴ μορφὴ ὄφι λέγοντάς του: «Ὁρκίζω σε δαίμονα ἀκάθαρτε εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδας νὰ φύγεις ἀπὸ τοῦτον τὸν τόπο καὶ νὰ βυθισθεῖς μὲ τὸν Φάλκωνα στὴ θάλασσα».
Ἀμέσως ὁ δαίμονας, ἔκανε ἕναν μεγάλο κρότο καὶ ὅλοι τρόμαξαν. Ἔπειτα ξεριζώθηκε τὸ φοβερό του εἴδωλο καὶ ἔπεσε στὴ θάλασσα. Ὁ ὄφις Λύσσωνας μὲ τὸν ὁποῖο εἶχε ὁμοιωθεῖ ὁ δαίμονας, ἔσκασε καὶ ἄνοιξε κατὰ μῆκος ἡ κοιλιά του. Ὅσοι παρευρίσκονταν ἐκεῖ, ἔσυραν τὸν δαίμονα ὡς τὴ θάλασσα κρατώντας ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὴ ράχη του σὲ ἀνάμνηση τοῦ θαύματος. Μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ προσῆλθε στὸν Ἅγιο μία μάγισσα ἱέρεια τῆς Ἥρας μὲ δόλο δῆθεν νὰ βαπτισθεῖ, προκειμένου ὁ Ἅγιος νὰ τὴν θεραπεύσει ἀπὸ τὴ λέπρα ποὺ τὴν βασάνιζε. Ὁ Παγκράτιος κατάλαβε τὴν πονηρία της, ὡστόσο ὅμως σημείωσε στὸ μέτωπό της τὸν Τίμιο Σταυρὸ καὶ ἀμέσως ἡ λέπρα ποὺ εἶχε στὸ σῶμα της ἔπεσε στὸ ἔδαφος. Ἐκείνη ἀντὶ νὰ εὐχαριστήσει, ἄρχισε νὰ λέει βλάσφημα λόγια καὶ ὕβρεις. Τότε καὶ ὁ Παγκράτιος μὴ ἀντέχοντας τῆς ἀποκρίθηκε «Ἐπειδὴ τόλμησες γύναι νὰ ἐνοχλήσεις τὸν Κύριο ποὺ σὲ θεράπευσε καὶ σοῦ ἔδωσε τὴν ὑγεία αὐτὸς δύναται καὶ πάλι νὰ ἐπιστρέψει καὶ πάλι πάνω σου τὴν λέπρα». Σκύβοντας ὁ Ἅγιος, πῆρε μὲ τὴ χούφτα του σάπια σάρκα της ποὺ ἔπεσε στὸ χῶμα καὶ τὴν ἔριξε πάνω της καὶ ἐκείνη ἀμέσως τότε φλογίσθηκε ὅπως καὶ πρίν. Αὐτὸ στάθηκε αἰτία νὰ καταλάβει πλέον ἡ μάγισσα τὸ λάθος της καὶ μετανοημένη, δέχθηκε ὀχτὼ ἡμέρες κατήχηση καὶ στὴ συνέχεια βαπτίσθηκε, πετώντας καὶ καίγοντας τὰ μαγικά της.
Ἕνα ἀκόμη περιστατικὸ ἔχει ὡς ἑξῆς: Ὅταν χρειάσθηκε ὁ Πολιτάρχης Βονιφάτιος νὰ ἀφήσει γιὰ λίγες ἡμέρες τὸν Ἐπίτροπο Ἔλιδο στὴ θέση του, ὁ Ἔλιδος θέλησε νὰ ἐκβιάσει τὴν ἀδελφὴ τῆς διακόνισσας Βενέδικτας νὰ γίνει μία ἀπὸ τὶς γυναῖκες παλλακίδες τοῦ παλατιοῦ. Αὐτὲς οἱ δυὸ ἀδελφὲς ζοῦσαν σὲ μοναστήρι, ποὺ ἵδρυσε ὁ ἴδιος ὁ Παγκράτιος καὶ μάλιστα ὁ Ἅγιος τὶς βάφτισε χριστιανές. Ὁ Ἔλιδος ἐπειδὴ εἶδε ὅτι ἀποτύγχαναν οἱ προσπάθειές του, νὰ πείσει τὴν ἀδελφὴ τῆς διακόνισσας Βενέδικτας κατέφυγε στοὺς Μοντανιστές, μιὰ αἵρεση τῆς ἐποχῆς μὲ μαγικὰ νὰ κερδίσει τὸ σκοπό του. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τοῦ ἔδωσε ἕνα βιβλίο μαντείας, μὲ τὸ ὁποῖο ἐπικαλέσθηκε τοὺς δαίμονες καὶ συνάχθηκαν ἀναρίθμητοι μαῦροι σὰν Αἰθίοπες, κρατοῦντες βέλη καὶ τόξα καὶ τοὺς ἔστειλε στὶς δυὸ ἁγίες αὐτὲς ἀδερφές. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ὅμως δὲν ἐπέτρεψε διόλου νὰ τὶς ἐνοχλήσουν καὶ ὅταν ἐπέστρεψαν ντροπιασμένοι στὸν Ἔλιδο, ὁμολόγησαν οἱ ψεῦτες πρὸς δόξαν Θεοῦ τὴν ἀλήθεια λέγοντας: «Εἴδαμε μέγα βοηθό, στὶς γυναῖκες ἐκεῖνες καὶ δὲν μπορούσαμε νὰ ὑποφέρουμε αὐτὴ τὴ θέα καὶ φύγαμε ἄπρακτοι· ἐσὺ κάνε ὅ,τι θέλεις γιατὶ ἐμεῖς ἀναχωροῦμε ἀπὸ αὐτὸν τὸν τόπο ὅπως ὁ Φάλκωνας, ὁ Λύσσωνας καὶ ὁ Δίας ὑπὸ θείας δύναμης διωκόμενοι». Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁ Ἔλιδος, ἀφοῦ βασάνισε τὶς ἀδελφὲς τὶς ἀποκεφάλισε. Οἱ δὲ Μοντανιστὲς συναθροίσθηκαν ἐνάντια στὸν Παγκράτιο. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ γεγονότα φοβηθέντες, ἔσπευσαν νὰ φύγουν ἀπὸ τὴ θάλασσα, ὅπου σηκώθηκε φοβερὸς ἄνεμος καὶ πνίγηκαν. Ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς μόνο ὁ μάγος μοντανιστὴς ποὺ ἔδωσε τὸ μαγικὸ βιβλίο τῆς μαντείας, πίστεψε στὸν Χριστὸ καὶ βαπτίσθηκε χριστιανός. Αὐτὸς δέ, ἔγραψε καὶ τὸ βίο καὶ τοὺς ἄθλους τῶν Ἁγίων ποὺ γνωρίζουμε ὡς σήμερα.
ΕΠΙ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ βασίλευε στὴν Ἰνδία ὁ βασιλιὰς Ἀβεννήρ, ὁ ὁποῖος εἶχε γιὸ ποὺ τὸ ὄνομά του ἦταν Ἰωάσαφ. Ἐξ ἀρχῆς ὁ Ἀβεννήρ, πληροφορήθηκε ἀπὸ τοὺς μάγους καὶ ἀστρολόγους τοῦ παλατιοῦ του, ὅτι ὁ Ἰωάσαφ θὰ ἀκολουθοῦσε τὸν Χριστό. Ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε νὰ τὸ πληροφορηθεῖ, γιὰ νὰ γίνουν τὰ φοβερὰ καὶ θαυμαστὰ στὴν Ἰνδία. Φοβηθεὶς γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ἔκλεισε τὸν μικρὸ Ἰωάσαφ στὸ παλάτι γιὰ νὰ μὴν γνωρίσει περὶ τοῦ χριστιανισμοῦ, μέχρι νὰ μεγαλώσει καὶ νὰ γνωρίσει γυναῖκες, πράγμα ποὺ θὰ ἐμποδιζόταν πλέον νὰ γίνει χριστιανός, ἀφοῦ θὰ ζοῦσε μὲ ἁμαρτίες.
Ὁ καλὸς Θεὸς ὅμως, δὲν ἄφησε ἔτσι τὸν ἄνθρωπό του. Μὲ τὴν σκέπη τοῦ Θεοῦ, εἰσχώρησε στὸ παλάτι ἕνας γέροντας ἀσκητὴς ὀνόματι Βαρλαὰμ καὶ δίδαξε στὸν μικρὸ Ἰωάσαφ, τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὡστόσο ὁ Ἀβεννὴρ σκότωνε τοὺς χριστιανοὺς προκειμένου νὰ μὴν ὑπάρχει κανεὶς ὅταν θὰ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ παλάτι ὁ Ἰωάσαφ καὶ μεταστραφεῖ στὸν χριστιανισμό. Εἰς μάτην ὅμως, γιατὶ σχετικὰ σύντομα ἔμαθε ὅτι ὁ Ἰωάσαφ ἦταν πλέον χριστιανός.
Τότε μανιασμένος κάλεσε ὅλους τοὺς γόητες, τοὺς μάγους καὶ τοὺς μάντεις, ἐνώπιον τοῦ γιοῦ του γιὰ νὰ τὸν μεταστρέψει ἀπὸ τὴν πίστη του. Οἱ χριστιανοὶ φοβισμένοι δὲν προσῆλθαν ἐκτὸς ἀπὸ ἕναν, τὸν Βαραχία, ἕναν ἀνδρεῖο ἄρχοντα ἑνὸς τόπου. Μὲ πονηρία ὁ Ἀβεννὴρ ἔβαλε ἄνθρωπο ποὺ τὸν λέγανε Ναχὼρ νὰ ὑποδηθεῖ τὸν Βαρλαάμ, ἐπειδὴ τοῦ ἔμοιαζε νὰ πεῖ πράγματα ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων τοῦ διαβόλου ψευδῆ γιὰ νὰ μπερδευθεῖ ὁ Ἰωάσαφ. Ὢ τοῦ θαύματος ὅμως, ὁ Ναχὼρ τὴν ὥρα ἐκείνη φωτίσθηκε καὶ μεταστράφηκε καὶ καταντρόπιασε τοὺς μάγους. Τότε ἔξω φρενῶν ὁ Ἀβεννὴρ ἀπευθύνθηκε στὸν μεγαλύτερο μάντη τῆς περιοχῆς τὸν Θευδᾶ. Ὁ Θευδᾶς μὲ συμμάχους τὶς γυναῖκες καὶ τὶς μαγεῖες πολέμησε ἀνελέητα τὸν Ἰωάσαφ. Ὁ Ἰωάσαφ νίκησε ὅλους τοὺς πειρασμοὺς μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ στὸ τέλος ὁ Θεὸς τὸν εὐλόγησε τόσο, ποὺ βάφτισε καὶ τὸν Μάντη Θευδᾶ πρὸς δόξαν Θεοῦ Χριστιανό.
ΣΤΑ ΠΟΛΛΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ποὺ ἀναφέρονται στὸν ΟΣΙΟ ΠΑΡΘΕΝΙΟ ΕΠΙΣΚΟΠΟ ΛΑΜΨΑΚΟΥ ἀναφέρονται καὶ τὰ ἑξῆς: Κάποια γυναίκα ποὺ τὸ ὄνομά της ἦταν Εὐχαριστία, εἶχε στὰ ἐντόσθια φοβερὴ ἀσθένεια ποὺ προῆλθε ἀπὸ μαντεῖες καὶ γοητεῖες μάγων, μὲ ἄνδρα της μάλιστα μεγάλο μάγο ὀνόματι Ἀγάπιος. Ὁ Ἀγάπιος ἀναγνωρίζοντας τὴν Ἁγιότητα τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Παρθενίου, ἔφερε μετανοημένος τὴ γυναίκα του στὸν Ἅγιο, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ τῆς διάβασε εὐχὲς τὴν ἐθεράπευσε τελείως.
Ἕνα ἄλλο περιστατικὸ ποὺ ἀναφέρεται στὸ βίο του, ἔχει νὰ κάνει μὲ κάποιους ψαράδες ὅπου τοὺς ἔκαναν πονηροὶ καὶ μοχθηροὶ ἄνθρωποι, μαγεῖες μὲ μαντεῖες καὶ γοητεῖες, νὰ μὴν μποροῦν νὰ πιάσουν οὔτε ἕνα ψάρι. Ἔριχναν τὰ δίχτυά τους, ἀλλὰ κανένα ψάρι δὲν ἔμπαινε στὰ δίχτυα ἀπὸ τὴν βασκανία τοῦ δαίμονα. Τότε οἱ ψαράδες κατέφυγαν στὸν Ἅγιο καὶ τὸν παρακάλεσαν νὰ τοὺς βοηθήσει, γιατὶ κατάλαβαν τί τοὺς συνέβαινε. Βλέποντάς τους ὁ Ἅγιος προσῆλθε στὸν αἰγιαλὸ καὶ ἀφοῦ εὐλόγησε τὴ θάλασσα, ἔριξε ἁλάτι καὶ τοὺς εἶπε νὰ ρίξουν ἀμέσως τὰ δίχτυα. Ὑπακούσαντες οἱ ψαράδες τὸν Παρθένιο ἔπραξαν ὅ,τι τοὺς εἶπε ὁ Ἅγιος καὶ ὢ τοῦ θαύματος τὰ δίχτυα γέμισαν τόσα ψάρια, ποὺ ὅσοι ἦταν παρόντες ἐξεπλάγησαν.
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΥ ΖΟΥΣΕ Ο ΑΓΙΟΣ ΛΕΟΝΤΙΟΣ ὁ Ἐπίσκοπος Κατάνης (πόλης τῆς Σικελίας) διαδραματίσθηκε τὸ ἑξῆς περιστατικό. Στὸ νησὶ τῆς Σικελίας ζοῦσε ἕνας λεκανομάντης ὀνόματι Ἡλιόδωρος, ὁ ὁποῖος μὲ τὴ βοήθεια τῶν δαιμόνων ἔκανε σημεῖα καὶ τέρατα. Στὴ δὲ κακία του ξεπερνοῦσε καὶ τοὺς γνωστοὺς ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο μάγους. Ἐπειδὴ ἦταν γιὸς χριστιανῆς γυναίκας ὀνόματι Βαρβάρας, κορόιδευε τοὺς συνανθρώπους του ὡς χριστιανὸς δῆθεν. Ἀπὸ μικρὸς ὅμως ἦταν πολὺ φιλόδοξος καὶ κενόδοξος, καὶ ἤθελε μὲ παντοίους τρόπους νὰ κερδίσει τὰ μεγαλύτερα ἀξιώματα.
Ἔτσι λοιπὸν βρῆκε ἕναν ἐπίσημο Ἰουδαῖο στὶς μαγεῖες καὶ τὶς γοητεῖες ἀστρολόγο τοῦ τόπου του καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν βοηθήσει νὰ λάβει τὸ ποθούμενο ἀξίωμα. Αὐτὸς τοῦ δῶσε τότε μιὰ ἐπιστολὴ καὶ τοῦ εἶπε: «Πήγαινε τὰ μεσάνυχτα στοὺς τάφους τῶν ἀρχόντων, ἀνέβα πάνω σὲ ἕναν στύλο καὶ ἐκεῖ θὰ ἔρθει κάποιος φοβερὸς στὴ θέα ἀλλὰ μὴ φοβηθεῖς· ἂν σοῦ πεῖ νὰ κατεβεῖς, μὴν ὑπακούσεις μέχρι νὰ σοῦ ὑποσχεθεῖ ὅτι θὰ κάνει ὅλα τὰ θελήματά σου. Ὁ Ἡλιόδωρος παθιασμένος ὅπως ἦταν πῆγε ἀπὸ τὸ πάθος του νὰ γίνει ἔπαρχος στὸ ἀξίωμα· τυφλωμένος ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειά του πῆγε στὸ νεκροταφεῖο καὶ ἀφοῦ ἔριξε ψηλὰ στὸν ἀέρα τὴν ἐπιστολὴ εἶδε τὸν διάβολο ἔφιππο σὲ ἐλάφι νὰ τοῦ λέει: «Τί χρειάζεσαι ἀπὸ ἐμένα;». Ὁ Ἡλιόδωρος ἀγωνιωδῶς τοῦ ἀπάντησε: «Θέλω νὰ μοῦ κάνεις ὅ,τι ποθῶ καὶ ὀρέγομαι». Ὁ δὲ διάβολος τοῦ ἀποκρίθηκε: «Ἂν δέχεσαι ν᾿ ἀρνηθεῖς τὸν Χριστὸ θὰ σοῦ παρέχω ἀμέσως ὅ,τι μοῦ ζητᾶς».
Τότε ὁ δυστυχὴς Ἡλιόδωρος ἀπαρνήθηκε τὸν Χριστὸ ποὺ τοῦ δίδαξε ἡ μητέρα του καὶ συντάχθηκε μὲ τὸν δαίμονα, ὁ ὁποῖος τοὔδωσε τὸν πιὸ δυνατὸ στὴν κακία καὶ πονηρία διάβολο ὀνομαζόμενον Γάσπαρο,τὸν ὁποῖο πρόσταξε νὰ στέκεται κοντά του καὶ νὰ ὑποτάσσεται σ᾿ ὅλα του τὰ θελήματα. Ἀφοῦ πρόσταξε αὐτὰ ὁ ἄρχοντας τοῦ σκότους ἔγινε ἄφαντος, ὁ δὲ Ἡλιόδωρος χαρούμενος μὴ γνωρίζοντας ὅτι ἔχασε τὴν ψυχή του αἰώνια, ἄρχισε νὰ κάνει κακίες στοὺς εὐσεβεῖς ἀνθρώπους μὲ μαγεῖες καὶ γοητεῖες, σὲ σημεῖο ποὺ ἔχασε τελείως τὰ λογικά του καὶ γύριζε ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ τρομοκρατώντας τοὺς κατοίκους μὲ τὶς κακουργίες τῶν μαγειῶν του, φθάνοντας ἡ ὀργὴ τοῦ βασιλιὰ νὰ ἀποφασίσει νὰ τὸν κυνηγάει νὰ τὸν θανατώσει, ἐκεῖνος ὡστόσο μὲ τὰ μάγια τοῦ ξέφευγε. Ὁ Ἅγιος Λεόντιος πολλὲς φορὲς μὲ χρηστότητα καὶ μὲ ἀγάπη τὸν παρακαλοῦσε, νὰ σταματήσει τὶς κακουργίες του ἀλλὰ ἐκεῖνος τοὐναντίον χειρότερα ἔκανε. Ἄρχισε νὰ εἰσέρχεται στὴν Ἁγία Ἐκκλησία ὅπου λειτουργοῦσε ὁ Ἅγιος Λεόντιος καὶ νὰ περιπαίζει τὰ Ἄχραντα καὶ τὰ θεῖα Μυστήρια.
Μιὰ ἡμέρα λοιπὸν τόσο πολὺ ἔβαλε στὸ νοῦ του νὰ μπεῖ στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ ἀρχίσει νὰ κλωτσάει νὰ φωνάζει ἄτακτα καὶ λέγει διάφορες βλασφημίες καὶ νὰ περιπαίζει τὸν Ἅγιο καὶ ἦταν μάλιστα ἡμέρα μεγάλης γιορτῆς. Ὅλη αὐτὴ τὴν αὐθάδεια δὲν τὴν ἄντεξε πλέον ὁ Ἅγιος καὶ γονατισθείς, παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν βοηθήσει νὰ καταισχύνει τὸν Ἡλιόδωρο. Μὲ τὸ ποὺ τελείωσε τὴν εὐχὴ ὁ Λεόντιος, κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὸ Ἅγιο Βῆμα πρὶν νὰ βγάλει τὰ ἱερὰ ἄμφια καὶ δένει ἀπὸ τὸν λαιμὸ τοῦ Ἡλιοδώρου τὸ ὠμοφόριό του λέγοντας: «Ὁ Κύριος, ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος γκρέμισε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τὸν πατέρα σου τὸν διάβολο σὲ ἐπιτιμᾶ, νὰ μὴν μπορεῖς πιὰ νὰ ἐνεργεῖς τὶς μαγεῖες σου πρὸς ἀπάτη πολλῶν καὶ ἀπώλεια ἀθώων ἀνθρώπων». Ἀμέσως τὴν στιγμὴ ἐκείνη, κάθε μαγικὴ τέχνη καὶ σατανικὴ δύναμη τοῦ Ἡλιοδώρου ἐξαφανίσθηκε. Τότε μὲ βασιλικὴ διαταγὴ συνελήφθηκε γιὰ ὅλα τὰ κακουργήματα καὶ καταδικάσθηκε σὲ θάνατο. Θαῦμα μέγα ὅμως ἀκολούθησε. Ἡ τιμωρία τοῦ Ἡλιοδώρου ἦταν ὁ θάνατος μὲ φωτιά, ἀλλὰ στὴ φωτιὰ μπῆκε καὶ ὁ Λεόντιος μαζί του. Μὲ τὸ ποὺ ἄρχισε νὰ χαμηλώνει πλέον ἡ φωτιὰ ὁ Ἅγιος Λεόντιος βγῆκε ἀπὸ τὴ φλόγα ἀβλαβὴς πρὸς ἔκπληξη τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἦταν παρόντες καὶ τὰ ἱερά του ἄμφια ἦταν καθ᾿ ὅλα ἄθικτα ἐνῶ ὁ μάγος Ἡλιόδωρος ἀποτεφρώθηκε τελείως.
ΟΤΑΝ Η ΑΓΙΑ ΦΩΤΕΙΝΗ ΠΕΡΝΟΥΣΕ ΤΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ἀπὸ τὸν Νέρωνα γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἀντιμετώπισε καὶ ἕνα μεγάλο μάγο τῆς ἐποχῆς της, τὸ μάγο Λαμπάδιο. Μὲ διαταγὴ τοῦ τύραννου Νέρωνα ὁ Λαμπάδιος ἑτοίμασε φαρμακεῖες γιὰ τὴν μακάρια Φωτεινή. Κατασκεύασε δηλητήρια θανατηφόρα τὰ ὁποῖα ἔδωσε στὴν Ἁγία νὰ τὰ πιεῖ. Ἡ Ἁγία Φωτεινὴ παίρνοντας τὰ δηλητήρια εἶπε πρὸς τὸν μάγο: «Δὲν ἔπρεπε ἐμεῖς νὰ κρατήσουμε καθόλου στὰ χέρια μας αὐτὰ τὰ μιαρά, καὶ οὔτε νὰ τὰ πιοῦμε ἐπειδὴ ἐσὺ Λαμπάδιε εἶσαι ἀκάθαρτος. Ἀλλὰ γιὰ νὰ γνωρίσεις ἐσὺ βασιλιὰ Νέρωνα καὶ σὺ μάγε Λαμπάδιε τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ἐγὼ πρώτη πίνω τὶς φαρμακεῖες σου ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ Ἡμῶν καὶ ὕστερα ἂς τὸ πιοῦν καὶ οἱ ἄλλοι μάρτυρες».
Πράγματι ὅλοι οἱ μάρτυρες καὶ ἡ Ἁγία ἔμειναν κατὰ πάντα ἀβλαβεῖς σὰν νὰ μὴν εἶχαν πιεῖ τίποτε. Βλέποντας ὁ φαρμακερὸς μάγος Λαμπάδιος τὰ ὅσα συνέβαιναν ἐκπλάγηκε καὶ στράφηκε πρὸς τὴν Ἁγία Φωτεινὴ καὶ εἶπε: «Ἔχω κατασκευασμένο καὶ ἕνα ἄλλο δηλητήριο πολὺ δυνατώτερο καὶ ἂν τὸ πιεῖτε καὶ δὲν πεθάνετε ἀμέσως, τότε θὰ πιστέψω καὶ ἐγὼ στὸν Θεὸ σάς». Ἀφοῦ ἔφεραν καὶ αὐτὸ καὶ τὸ ἔδωσαν νὰ τὸ πιοῦν ὅλοι καὶ κανείς τους δὲν ἔπαθε τίποτα τὸ κακό, βλέποντας ὁ μάγος καὶ αὐτή του τὴν ἀποτυχία μάζεψε ὅλα του τὰ μαγικὰ βιβλία καὶ τὰ ἔριξε στὴ φωτιὰ καὶ τὰ ἔκαψε. Πίστεψε στὸν Χριστό, βαπτίσθηκε καὶ μετονομάσθηκε Θεόκλητος. Μόλις ὁ βασιλιὰς τὸ ἔμαθε πρόσταξε τοὺς στρατιῶτες του νὰ τὸν συλλάβουν. Ἐκεῖνοι τὸν ἅρπαξαν καὶ τὸν ὁδήγησαν ἐν μέσῳ τῶν μαρτύρων καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν πρὶν ἀπὸ τοὺς μάρτυρες. Ἔτσι ὁ πρώην μάγος ἔγινε μάρτυρας, λαβαίνοντας πρῶτος ἀπὸ τοὺς μάρτυρες τὸν στέφανο τοῦ Κυρίου.
Η ΑΓΙΑ ΞΕΝΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ τὸ 291 μ.Χ. στὴν Καλάμα τῆς Πελοποννήσου (κοντὰ στὴ Σπάρτη). Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἔπαρχος στὴν περιοχὴ αὐτὴ ἦταν κάποιος ὀνόματι Δομετιανός, ὁ ὁποῖος ἦταν ἄνθρωπος κακότροπος καὶ θηριώδης. Αὐτὸς λοιπὸν ὅταν κάποτε γύριζε ἀπὸ τὸ κυνήγι, συνάντησε τυχαῖα τὴν Ξενία καὶ θαμπώθηκε ἀπὸ τὴν ὀμορφιά της. Κυριευμένος ἀπὸ ἔρωτα στὴν καρδιά του γιὰ τὴν Ξενία, κατέφυγε σὲ ὀνομαστὸ μάγο τῆς περιοχῆς του προκειμένου μὲ τὰ μαγικά, νὰ ἑλκύσει τὴν Ξενία σὲ ἔρωτα μαζί του γιὰ νὰ τὴν κάνει γυναίκα του. Ἡ Ἁγία Ξενία νίκησε ὅλα τὰ μαγικὰ μὲ τὴν πίστη της στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ φυλάχθηκε ἀβλαβής. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ὁ ἔπαρχος ἀπογοητευμένος, ἄρχισε καὶ τῆς ἔκανε μαρτύρια. Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας, χρησιμοποιεῖ τὶς ἐξορκιστικὲς εὐχὲς ποὺ ἔγραψε ἡ Ἁγία Ξενία τὴν περίοδο ποὺ περνοῦσε τὰ μαρτύρια γιὰ τὴν πίστη της στὸν Χριστό.
Ο ΑΓΙΟΣ ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΥΠΡΟΥ γεννήθηκε τὸ 310 σ᾿ ἕνα χωριὸ τῆς Παλαιστίνης ποὺ ὀνομαζότανε Βησανδούκη καὶ ἀπεῖχε λίγα χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν Ἐλευθερόπολη. Κάποτε λοιπὸν πλησίασε τὸν Ἅγιο ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους μάγους τῆς Περσίας, λέγοντάς του: «Μακάριε Ἐπιφάνιε μάγε ἀγαπημένε, ἦλθες ἐδῶ γιὰ νὰ κάνεις πολλὰ κατορθώματα. Δίδαξε τὴν τέχνη σου, σὲ ὅλους μας ἐδῶ τοὺς μάγους καὶ θὰ ὑπακοῦμε σὲ ἐσένα».
Ἀλλὰ ὁ Ἅγιος τοῦ ἀπάντησε: «Μάγε ἐχθρὲ τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ, ἔμαθες νὰ λὲς λόγια ἀπρεπῆ καὶ μάθε ὅτι οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι μάγοι τῆς ἀδικίας. Γι᾿ αὐτὸ ἐπειδὴ εἶσαι πονηρὸς καὶ χρειάζεσαι σωφροσύνη, σοῦ λέω νὰ μείνεις ἄφωνος καὶ νὰ μὴν μπορεῖς νὰ μιλᾶς τοῦ λοιποῦ μέχρι νὰ διορθωθεῖς». Πράγματι ὁ Μάγος ἔχασε τὴν φωνή του καὶ ἔπαθε καὶ ἀκινησία. Βλέποντας οἱ παρευρισκόμενοι ὅλα αὐτά, τρόμαξαν καὶ ἔπεσαν καταγῆς. Τότε ὁ Ἅγιος ἔπιασε τὸν βασιλιὰ ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τοῦ εἶπε: «Σήκω ἐπάνω βασιλιά μου καὶ μὴ φοβᾶσαι». Τότε σηκώθηκαν ὅλοι ἐπάνω καὶ στραφεὶς πρὸς τὸν μάγο ὁ Ἅγιος τοῦ εἶπε: «Συλλογίσου ὅλα αὐτὰ ποὺ εἶδες καὶ ἄκουσες καὶ πρόσεχε τὴν ἀλήθεια καὶ πάψε νὰ μὲ νομίζεις μάγο, γιατὶ ἐγὼ εἶμαι δοῦλος τοῦ ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἐν τῷ ὀνόματί του μίλησε καὶ κινήσου ὅπως καὶ πρὶν καὶ γίνε φίλος τῆς ἀλήθειας».
Ἀμέσως τότε ὁ μάγος ἄρχισε νὰ ξαναμιλάει καὶ νὰ κινεῖται καὶ ζήτησε συγχώρεση καὶ μετάνιωσε γιὰ ὅ,τι ἔσφαλε στὸν Ἅγιο. Λίγο ἀργότερα ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος ἀνέστησε ἐνώπιον τοῦ βασιλιᾶ ἄνθρωπο ποὺ πέθανε ἀπὸ τὶς ἀδικίες τῶν μάγων. Καὶ στὰ τελευταῖα του χρόνια ὁ Ἅγιος προσκάλεσε μία γυναίκα ἀπὸ τὸ χωριὸ Σουλιμά, ἡ ὁποία ἦταν μάγισσα καὶ πλάνευε πολλοὺς καὶ τυραννοῦσε πολλοὺς καὶ τοὺς παρέδιδε στὸν Σατανᾶ καὶ τὴν ἐπιτίμησε λέγοντάς της νὰ σταματήσει ὅλα αὐτὰ τὰ κακὰ ποὺ κάνει, νὰ ἐξομολογηθεῖ καὶ νὰ ὑποστεῖ κανόνα εἰδάλως θὰ εἶναι ἐκτὸς τῆς ἐκκλησίας. Ἡ πρώην μάγισσα μετανοημένη πλέον, δέχθηκε νὰ ἐξομολογηθεῖ στὸν Ἅγιο Ἐπιφάνιο. Ὁ Ἅγιος μὲ πολλὴ χαρά, τὴν παρηγόρησε καὶ τῆς ἐπέβαλε κανόνα ἀνάλογο τῶν ἁμαρτημάτων της, σύμφωνα μὲ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Παρήγγειλε δὲ στὴ γυναίκα αὐτὴ μετὰ τὸ τέλος τοῦ κανόνα, νὰ ἐπανέλθει νὰ τῆς διαβάσει τὴ συγχωρετικὴ εὐχὴ γιὰ νὰ τῆς δώσει ἄδεια νὰ κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Μετὰ ἀπὸ χρόνο μαθαίνει ἔκπληκτη ἡ γυναίκα ὅτι ὁ Ἅγιος ἀσθένησε καὶ πλησιάζει στὸν θάνατο. Τρέχει στὴν Χριστιανούπολη προκειμένου νὰ προλάβει τὸν Ἅγιο Ἐπιφάνιο ζωντανό, μάταια ὅμως, ὁ Ἅγιος εἶχε κοιμηθεῖ καὶ τὸν ὅδευαν πρὸς τὸν τάφο. Τότε διασχίσασα τὸ πλῆθος μὲ ὁρμή, ἔπεσε πάνω στὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου καὶ γοερὰ θρηνεῖ. Ὁ Ἅγιος ἐπιτελεῖτο πρῶτο του θαῦμα μετὰ θάνατον. Μὴ ἀντέχοντας τὸν πόνο τῆς ψυχῆς τῆς μετανοημένης γυναίκας, ὕψωσε τὸ χέρι σὰν νὰ ἦταν ζωντανός, τὴν εὐλόγησε καὶ τῆς ἔλυσε τὸν κανόνα. Ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι ἐξεπλάγησαν καὶ ὑμνοῦσαν τὸν Τριαδικὸ Θεό.
Ο ΑΓΙΟΣ ΑΥΤΟΣ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ σὲ μία κωμόπολη κοντὰ στὴν Καστοριὰ ἀπὸ ταπεινοὺς μέν, ἀλλὰ καλῶς φημισμένους γονεῖς. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἦταν πλέον ἱερωμένος, ἀνάμεσα στὰ τόσα γεγονότα ποὺ ἀντιμετώπισε, συνέβηκε καὶ τὸ ἑξῆς. Κάποιος ἡλικιωμένος μάντης ἀστρολόγος, ἀπὸ τὸ χωριὸ Γαλατὰ ἦλθε νὰ ἐξομολογηθεῖ γιὰ λόγους ἀνθρωπαρέσκειας. Ἀφοῦ προσκύνησε τὸν Ἅγιο κάθησε ἐνώπιόν του καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγο τοῦ λέγει ὁ Ἰάκωβος: «Πές μου ἄνθρωπέ μου τὶς ἁμαρτίες σου γιὰ νὰ λάβεις ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν συγχώρεση». Ἄρχισε λοιπὸν νὰ λέει ἐκεῖνος κάποιες μικρὲς ἁμαρτίες κρύβοντας τὶς μεγάλες, νομίζοντας ὅτι θὰ κοροϊδέψει τὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ Ἰάκωβο. Ὁ Ἅγιος τοῦ Θεοῦ ὅμως, γνωρίζοντας μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς ἁμαρτίες ποὺ τοῦ ἔκρυβε, τὸν παρώτρυνε νὰ ἐξομολογηθεῖ σωστά. Ἐκεῖνος ὅμως ἔλεγε ὅτι ἔκανε καλωσύνες, σὲ φτωχοὺς καὶ ὀρφανὰ καὶ ἄλλα. Ὁ Ἅγιος ὅμως τοῦ ἀπαντοῦσε νὰ ἐξομολογηθεῖ καὶ νὰ μὴν λέει ψέματα, αὐτὴ τὴν ὥρα τοῦ θείου Μυστηρίου τῆς ἐξομολόγησης. Ὁ ἡλικιωμένος μάντης τοῦ ἔλεγε ὅτι δὲν ἔχει ἄλλη ἁμαρτία. Τότε λυπήθηκε ὁ Ἅγιος καὶ ξαφνικά, ὁ μάντης δαιμονίσθηκε καὶ ἔπεσε κάτω κυλιόμενος καὶ ἀφρίζοντας στὸ στόμα του. Βλέποντας αὐτὸ ποὺ γινότανε οἱ ἄνθρωποι ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ, θαύμασαν τὴ δύναμη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ στὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν παρακάλεσαν νὰ τὸν θεραπεύσει.
Ὁ Ἅγιος ἔδωσε ἐντολὴ τότε σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς παρευρισκόμενους νὰ σκύψει καὶ νὰ βγάλει ἀπὸ τὰ ροῦχα τοῦ ἡλικιωμένου μάντη ἕνα βιβλίο μὲ ᾠδὲς σατανικῆς μαγείας, ποὺ ἔκρυβε πάνω του καὶ μὲ τὴν ὑπόδειξη τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τὸ ἔκαψαν. Ὅσο γιὰ τὸν ἡλικιωμένο μάντη τὸν θεράπευσε ὁ Ἅγιος, ἀλλὰ ἔφυγε ἀμετανόητος καὶ δυστυχῶς μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες πέθανε.
Ο ΑΓΙΟΣ ΕΝΔΟΞΟΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΒΙΚΤΩΡΑΣ μαρτύρησε στὰ χρόνια ποὺ βασίλευε ὁ Ἀντωνῖνος τὸ ἔτος 160 μ.Χ. Ὅταν ἔγινε χριστιανός, ἦταν στρατιώτης καὶ ὁμολόγησε τὴν πίστη του, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ δούκας τοῦ στρατεύματος νὰ ἀρχίσει νὰ τοῦ κάνει μαρτύρια, γιὰ νὰ τὸν μεταστρέψει καὶ πάλι στὴν εἰδωλολατρεία. Ἕνα ἀπὸ τὰ μαρτύρια ἦταν καὶ τοῦτο. Προσκάλεσε λοιπὸν ἕναν μάγο ποὺ ἔκανε μαγγανεῖες, ποὺ ἦταν περίφημος γιὰ τὶς μαγικές του ἱκανότητες.
Αὐτὸς ὁ μάγος λοιπὸν κατασκεύασε δηλητήρια καὶ μαγικὰ καὶ τὰ βάλανε στὸ φαγητὸ τοῦ Βίκτωρα. Ὁ Ἅγιος μάρτυρας εἶδε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τί ἔπραξαν καὶ παίρνοντας στὰ χέρια τὸ φαγητό, μὲ τὰ παρασκευάσματα τοῦ μάγου εἶπε: «Ἂν καὶ δὲν μοῦ ἐπιτρέπεται νὰ φάω καθόλου κρέας ὅμως γιὰ νὰ γνωρίσουν ὅλοι οἱ παριστάμενοι τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ ἐγὼ τὸ τρώω γιατὶ ἔχει γραφτεῖ στὴν Ἁγία Γραφὴ «εἴτε τρώγετε, εἴτε πίνετε ὅλα νὰ τὰ κάνετε πρὸς δόξα Θεοῦ»» (Α´ κεφ. ι´ 31). Ἀφοῦ εἶπε τὰ λόγια αὐτά, προσευχήθηκε καὶ ἔφαγε ὅ,τι τοῦ πρόσφεραν ὑπὸ τοῦ μάγου ἐνώπιον ὅλων. Ὅταν εἶδε ὁ μάγος ὁ ὁποῖος παρασκεύασε τὰ δηλητήρια, ὅτι ὁ Ἅγιος Βίκτωρας δὲν ἔπαθε τίποτε ποὺ τὰ ἔφαγε, καταντροπιασμένος γιὰ τὴν ἀστοχία τῆς μαγείας του, ἑτοίμασε ἄλλα φαγητὰ μὲ περισσότερες μαγγανεῖες καὶ πιὸ βαριὰ δηλητήρια. Ὅταν τὰ πρόσφεραν στὸν Βίκτωρα, ὁ μάγος τοῦ εἶπε: «Ἂν καὶ πάλι τρώγοντάς τα δὲν πάθεις τίποτα τότε καὶ ἐγὼ θὰ ἀπαρνηθῶ τὰ ἔργα τῆς μαγείας καὶ τῆς μαγγανείας καὶ θὰ προσκυνήσω τὸν Χριστὸ ποὺ λατρεύεις ἐσύ».
Πράγματι ὁ Ἅγιος Βίκτωρας τὰ ἔφαγε ὅλα γιὰ δεύτερη φορά, δίχως νὰ πάθει ἀπολύτως τίποτα. Τότε ὁ μάγος βλέποντας ἔκπληκτος, φώναξε δυνατὰ ἐνώπιον ὅλων: «Ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ νίκησε ὅλες τὶς μαγικὲς μαγγανεῖες μου καὶ τέχνες καὶ τώρα ἡ δύναμη αὐτὴ μὲ τὴν καλωσύνη καὶ ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία, μὲ ξαναγεννάει καὶ μένα σήμερα καὶ διασώζει τὴν ψυχή μου».
Στὴ συνέχεια, ἔκαψε ὅλα τὰ μαγικά του βιβλία ἐνώπιον ὅλων καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο στὴν ἔρημο χριστιανὸς πλέον νὰ ζήσει τὴ μετάνοιά του.
Ο ΟΣΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ στὰ τέλη τοῦ ΙΕ´ αἰῶνα στὸ χωριὸ Πλατίνα τῆς ἐπαρχίας Φαναριοῦ Τρικάλων, ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς.
Κάποια γυναίκα ποὺ ἦταν χήρα καὶ εἶχε δυὸ παιδιά, τὸν Δημήτριο καὶ τὸν Ἀρσένιο ζοῦσε κοντὰ στὸν Ὄλυμπο ὅπου μόναζε ὁ Ὅσιος Διονύσιος. Ἔτυχε καὶ ἀρρώστησε τὸ ἕνα της παιδί, ὁ Ἀρσένιος ἀπὸ μία πολὺ ἄσχημη ἀσθένεια καὶ πρήσθηκε τὸ πρόσωπό του καὶ ἡ μητέρα του ὀνόματι Ζωὴ ἔπεσε σὲ βαθιὰ θλίψη. Ἀκούσας ὁ Δημήτριος γιὰ τὸν Ὅσιο Διονύσιο εἶπε στὴ μητέρα του: «Ἂν δὲν πάω τὸν Ἀρσένιο στὸν Ὅσιο Διονύσιο δὲν θεραπεύεται». Ἡ μητέρα του, τοῦ ἀπάντησε νὰ πᾶνε. Ὅταν ἦλθαν στὸν Ἱερομόναχο τότε Διονύσιο τοὺς ὑποδέχθηκε μὲ τὴν Ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Διάβασε ὁ Ὅσιος εὐχὲς στὸν Ἀρσένιο καὶ ἔχρισε τὸ πρόσωπό του μὲ ἅγιο ἔλαιο καὶ σὲ λίγες μέρες θεραπεύθηκε.
Παραμείνας στὸ μοναστήρι ὁ Ἀρσένιος γιὰ λίγες μέρες πόθησε νὰ γίνει μοναχὸς καὶ συμβουλεύθηκε καὶ τὸν ἀδελφό του Δημήτριο, ὁ ὁποῖος τὸν παρότρυνε νὰ τὸ κάνει. Ὅταν ὁ Δημήτριος γύρισε στὸ σπίτι του, ἐξιστόρησε στὴ μητέρα του τί ἔγινε καὶ ἐκείνη ἀμέσως ἀπαρηγόρητη ἔκλαψε. Κάποια γυναίκα ποὺ τὴν εἶδε σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση, τὴν συμβούλεψε νὰ καταφύγει γιὰ βοήθεια σὲ μιὰ μάντισσα. Πράγματι ἡ μάντισσα ἔκανε τὴν κακοπραγία ἐπικαλούμενη μὲ ἐπωδὲς τὸν ἔξαρχο τῶν δαιμόνων τὸν ὁποῖο τὸν ἔστειλε στὸν Ὄλυμπο νὰ βγάλει ἀπὸ τὴ Μονὴ τὸν Ἀρσένιο.
Ἡ θεία Δύναμη ὅμως ποὺ σκέπαζε τὸ Μοναστήρι, τὸν ἔδιωξε καὶ ὅταν γύρισε ντροπιασμένος στὴ μητέρα τοῦ Ἀρσενίου ἄπρακτος τὴν ἕσφιγγε ἀπὸ τὸ λαιμό, τὴν ἔδερνε καὶ τῆς ἔλεγε: «Γιατί μὲ ἔστειλες στὸν Ἀσκητὴ Διονύσιο, τὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὸν πλησιάσω;» καὶ συνέχιζε νὰ τὴν κλωτσάει καὶ νὰ τὴν μαστιγώνει.
Τότε τόσο πολὺ ὑπέφερε, ποὺ ἀπὸ τὶς φωνές της ἔτρεξε ὁ κόσμος, νὰ δεῖ τί συμβαίνει. Τὴν βρῆκαν σὲ ἐλεεινὴ κατάσταση καὶ ἐκείνη ὁμολόγησε τὸ τί ἔπραξε. Τότε ἡ ἴδια ἔστειλε τὸν Δημήτριο νὰ φέρει τὸν Ὅσιο νὰ τὴν βοηθήσει. Ὁ Ἅγιος ἦλθε καὶ τὴν βοήθησε καὶ ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὸν δαίμονα. Μετὰ ἀπὸ αὐτό, τόσο ἀγάπησε τοὺς Μοναχούς, ὥστε ἔγινε καὶ αὐτὴ Μοναχὴ καθὼς ἐπίσης καὶ ὁ Δημήτριος.
ΕΝΑΣ ΑΡΧΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΑΡΑΚΗΝΟΥΣ ὀνομαζόμενος Ἀσπέβετος εἶχε γιὸ ὀνόματι Τερέβωνα, ὁ ὁποῖος ἦταν ἡμιπαράλυτος ἀπὸ δαιμονικὴ συνεργεία. Ἀξιώθηκε τὸ ἴδιο τὸ παιδὶ καὶ εἶδε μία ὀπτασία, τὴν ὁποία εἶπε στὸν πατέρα του. Ὁ πατέρας πῆρε τὸ παιδὶ καὶ πολλοὺς βαρβάρους συνοδεία καὶ κίνησε ἀπὸ τὴν Ἀραβία καὶ ἦλθε στὸ σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου, ὅπως τὸν πρόσταξε στὴν ὀπτασία ποὺ εἶδε. Ἐρχόμενοι συνάντησαν μοναχὸ ποὺ ἀσκήτευε μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Εὐθύμιο, ποὺ τὸν ἔλεγαν Θεόκτιστο, ὁ ὁποῖος τοὺς εἶπε ὅτι μέχρι τὸ Σάββατο δὲν ἐπέτρεπε σὲ κανέναν νὰ τοῦ μιλήσει. Ὁ μικρὸς Τερέβωνας τοῦ ἐξιστόρησε ὅσα συνέβηκαν λέγοντάς του: «Ἐγὼ δοῦλε τοῦ Θεοῦ κατέφυγα μετὰ τοῦ πατρός μου σὲ ὅλους τοὺς μάντεις μάγους καὶ γιατροὺς τῆς Ἀραβίας στοὺς ὁποίους δαπανήσαμε πολλὰ καὶ καμμία ὠφέλεια δὲν βρῆκα. Τὰ ἴδια ἔπαθα καὶ στὴν Περσία ποὺ πήγαμε. Γνωρίζοντας ὅλα αὐτὰ τὰ μυθεύματα, δεήθηκα στὸν Ἀληθινὸ Θεὸ νὰ μὲ θεραπεύσει καὶ νὰ γίνω χριστιανός. Καθὼς εὐχόμουν λοιπὸν εἶδα ἕναν Μοναχὸ στὸν ὕπνο μου μακρυγένη καὶ γέροντα, ποὺ μὲ ρώτησε γιὰ τὴν ἀσθένειά μου καὶ ἐγὼ τοῦ ἔδειξα τὸ πάθος μου καὶ μοῦ λέει: «ἂν θεραπευθεῖς θὰ κάνεις ὅσα ὑποσχέθηκες στὸν ἀληθινὸ Θεό;», τότε ἐγὼ τὸ ὑποσχέθηκα μὲ ζῆλο. Ὁ ἐμφανιζόμενός μου εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Εὐθύμιος καὶ κατοικῶ στὸν Χείμαρρο δέκα μίλια μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἂν ἐπιθυμεῖς ἔλα νὰ μὲ βρεῖς καὶ ὁ Κύριος θὰ σὲ θεραπεύσει». Πράγματι ὁ Θεόκτιστος μετέφερε τὸ γεγονὸς στὸν Εὐθύμιο, ὁ ὁποῖος γνώρισε τὰ ὅσα γινόταν. Μετὰ τοῦτο θεραπεύθηκε ὁ Τερέβωνας καὶ ὅλοι οἱ προσελθόντες πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ βαπτίσθηκαν καὶ ἀπὸ αὐτοὺς κάποιοι ἔγιναν καὶ ὑποτακτικοὶ στὸν Ἅγιο Εὐθύμιο.
ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΛΛΑΔΙΟΣ τὸ ἑξῆς περιστατικὸ τοῦ Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου: Κάποιος ἄνδρας ὁ ὁποῖος ζοῦσε μέσα στὴν ἀνομία προσπαθοῦσε νὰ ἑλκύσει μία νέα σε ἔρωτα καὶ ἐπειδὴ ἡ νέα ἦταν σωφρονισμένη τότε ἐκεῖνος κατέφυγε σὲ μαγεῖες γιὰ νὰ τὴν ἐκδικηθεῖ. Ἡ νεανίδα ἀπὸ τὶς μαγεῖες παραμορφώθηκε καὶ ἔγινε ἄσχημη σὰν τέρας. Οἱ γονεῖς της μετὰ ἀπὸ αὐτό, τὴν ἔφεραν στὸν Ἅγιο νὰ τὴν θεραπεύσει. Βλέποντας ὁ Ἅγιος τη νέα εἶπε στοὺς γονεῖς της: «Ἐσεῖς τὴν βλέπετε ἔτσι ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ δαίμονος, ἐκείνη δὲν ἔχει καθόλου ἀλλάξει». Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτά, πῆρε τὴν κόρη στὸ κελλὶ τοῦ ὅπου ἔκανε δέηση στὸν Κύριο καὶ τὴν ἔχρισε μὲ ἅγιο ἔλαιο. Ἀμέσως ἡ νέα ἐπανῆλθε καὶ ὁ Ἅγιος συμβούλεψε ὅτι αὐτό, τὸ ἔπαθε ἐπειδὴ ἀπεῖχε ἀπὸ τὴν Ἁγία Κοινωνία ἐνῶ ὁ χριστιανὸς πρέπει νὰ κοινωνάει ἀξίως συχνά.
ΟΤΑΝ Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΕΤΡΟΣ ἦταν στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας καὶ δίδασκε τὸ λαό, προσῆλθε καὶ ὁ Σίμωνας ὁ ὀνομαστὸς μάγος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, γιὰ νὰ πλανήσει τοὺς πιστεύοντας στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ πολεμήσει τὸν Ἀπόστολο Πέτρο. Ὀργισμένος ὁ λαὸς πρὸς τὸν μάγο Σίμωνα γιὰ τὶς φοβερὲς μαγεῖες του ὅρμησαν νὰ τὸν λιντσάρουν. Βλέποντας ὁ Σίμωνας τὶς διαθέσεις τοῦ λαοῦ, καθὼς καὶ τὴ διαταγὴ τοῦ βασιλιᾶ τῆς Ρώμης Κλαύδιου νὰ τὸν συλλάβουν οἱ στρατιῶτες του, κατέφυγε στὶς πόλεις τῆς Ἰουδαίας πλανεύοντας τοὺς ἀνθρώπους καὶ ὀνομάζοντας τὸν ἑαυτό του Θεό. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ἔφεραν ἐνώπιόν του, ἀλλὰ ἀντὶ νὰ τὸν θανατώσει ὅπως ἔλεγε τὸ διάταγμα ποὺ ἔβγαλε, τὸν τίμησε καὶ τὸν δόξασε τόσο ὥστε καὶ ἀνδριάντα τοῦ ἔφτιαξε ποὺ τὸν ἔστησε ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς δυὸ γέφυρες τοῦ ποταμοῦ Τίβερη τῆς Ρώμης, γράφοντας ἐπάνω: «Σίμωνι δέω σανκτω», δηλαδὴ τὸ εἴδωλο τοῦτο εἶναι τοῦ Σίμωνος τοῦ Ἁγίου καὶ αὐτὸ γιατὶ μὲ τὶς μαγεῖες του τόσο ἐξαπάτησε ὁ μάγος τὸν Κλαύδιο καὶ τοὺς Ρωμαίους, ὥστε τὸν προσκυνοῦσαν σὰν Θεό. Παρακολουθώντας δὲ ὁ Σίμωνας τὸ μέγα ἱεραποστολικὸ ἔργο ποὺ ἔκανε χάριτι Θεοῦ ὁ Πέτρος στὴ Ρώμη, δὲν ἄντεχε πλέον νὰ κρύβει ἄλλο τὴν κακία του, ἄρχισε φανερὰ νὰ πολεμάει τὸν Ἀπόστολο Πέτρο. Ἔτσι καὶ αὐτὸς μάζευε τοὺς πλανεμένους Ρωμαίους καὶ ἄρχισε νὰ κάνει διάφορες μαγεῖες πρὸς ἐξαπάτησή τους. Δαίμονες ποὺ ἐπικαλοῦνταν, δημιουργοῦσαν φαντασίες δῆθεν νεκρῶν ποὺ τοὺς ἀνέστηνε ὁ Σίμωνας, ἀνάπηρους ἔκανε δῆθεν καλὰ καὶ τόσα ἄλλα. Ἀκόμη ἄλλαζε ὁ ἴδιος ὄψεις καὶ γινότανε φίδι, πτηνὸ καὶ ἄλλα ζῶα, ἔμπαινε στὴ φωτιὰ συνεργοῦντος τοῦ δαίμονος καὶ δὲν πάθαινε τίποτε.
Ὁ μὲν Πέτρος ἀκύρωνε ὅλες αὐτὲς τὶς μαγεῖες μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τέλος βλέποντας ὁ μικρὸς Σίμωνας ὅτι οἱ μαγεῖες του ἀχριστεύονταν μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Πέτρο, θέλησε νὰ παρακινήσει τὸ πλῆθος μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο, γιὰ νὰ θανατώσει τὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ. Ἔφτιαξε δάφνινο στεφάνι ποὺ ἔβαλε στὸ κεφάλι του καὶ ἀνέβηκε στὸ ψηλότερο εἰδωλολατρικὸ ναὸ τῆς Ρώμης καὶ ἄρχισε νὰ λέει φοβερίζοντας τοὺς ἀνθρώπους: «Ἀλίμονο σᾶς ποὺ δὲν μὲ πιστεύετε καὶ πιστεύετε στὸν Πέτρο· ἐγὼ εἶμαι Θεὸς καὶ καλῶ αὐτὴν τὴν ὥρα τοὺς ἀγγέλους μου νὰ μὲ πάρουν πάνω στὸν οὐρανὸ καὶ νὰ σᾶς τιμωρῶ ἀπὸ ἐκεῖ μέχρι νὰ συμμορφωθεῖτε». Στὴ συνέχεια κτύπησε τὶς παλάμες του καὶ ἄρχισε νὰ πετάει. Ἔτσι οἱ δαίμονες τὸν κρατοῦσαν χωρὶς οἱ ἄνθρωποι νὰ τοὺς βλέπουν καὶ πολλοὶ πλανήθηκαν φωνάζοντας: «Μέγας ὁ Θεός, ὁ Σίμων». Τότε ὁ Ἀπόστόλος Πέτρος βλέποντας ὅσα ὁ διάβολος ἔκανε μὲ τὸ ὄργανό του καὶ ἐξαπατοῦσε τὸ πλῆθος, λυπήθηκε καὶ γονάτισε παρακαλώντας τὸν Θεὸ νὰ σταματήσει τὸν ἄθλιο νὰ συνεχίζει τὶς πονηρὶές του. Στρέφοντας μετὰ τὰ μάτια του πρὸς τὸν Σίμωνα τὸν ἐπιτίμησε λέγοντάς του: «Σᾶς λέγω τοὺς ὑπηρέτες τοῦ Σατανᾶ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου μου Ἰησοῦ Χριστοῦ τὸν ὁποῖο ἐγὼ κηρύττω πλέον νὰ μὴ βαστᾶτε τοῦ λοιποῦ τὸν Σίμωνα, ἀλλὰ νὰ τὸν ἀφήσετε μόνο του τὴν ὥρα αὐτὴ ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται». Ἀκούγοντας οἱ δαίμονες τὴν προσταγή, δὲν μποροῦσαν πλέον ἀπὸ τὴ θεία Δύναμη νὰ κάνουν ὅτι τοὺς παράγγελνε ὁ μάγος καὶ τὸν ἄφησαν ὅπως ἦταν. Τότε ἔπεσε ὁ ταλαίπωρος Σίμωνας καὶ συντρίφθηκαν ὅλα τὰ κόκκαλά του καὶ τὴ δεύτερη μέρα, παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸ διάβολο μὲ φρικτοὺς πόνους καὶ στεναγμούς. Βλέποντας ὁ λαὸς τὰ φοβερὰ καὶ θαυμαστὰ πίστεψε στὸν Χριστό, λέγοντας τώρα πιά: «Μέγας ὁ Θεὸς ὁ ὑπὸ τοῦ Πέτρου κηρυττόμενος».
ΚΑΠΟΤΕ ΖΟΥΣΕ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ στὴν Ὁσία τῆς Καππαδοκίας πλούσια καὶ εὐγενής, ποὺ ἦταν ἀρραβωνιασμένη μὲ ἕνα νέο. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ἡ γυναίκα μετάνιωσε γιὰ τὸν ἀρραβώνα της καὶ γιὰ νὰ μὴν τὴν ἐνοχλεῖ ὁ νέος, πῆγε στὸ μοναστήρι τῆς Ἁγίας Εἰρήνης νὰ γίνει μοναχή. Ὁ δὲ διάβολος τὴν φθόνησε γι᾿ αὐτὸ ποὺ ἔκανε καὶ ἄναψε στὸν μνηστήρα μία παράφορη ἀγάπη καὶ ἕναν ξέφρενο ἔρωτα. Μὴ μπορώντας ὁ νέος νὰ τὴν βγάλει ἀπὸ τὸ μοναστήρι κατέφυγε σὲ ἕναν μάγο μάντη καὶ ἀστρολόγο καὶ τοῦ ἔταξε πολλὰ χρήματα νὰ φέρει τὴν γυναίκα μὲ τὶς μαγεῖες του στὸ θέλημά του. Ἔπραξε λοιπὸν ὁ μάγος, τὶς τέχνες τοῦ διαβόλου του ἐκεῖ στὴν Καππαδοκία. Τὰ μάγια ἔπιασαν στὴν γυναίκα καὶ ἔχασε τὰ λογικά της καὶ ἄρχισε νὰ οὐρλιάζει καὶ νὰ φωνάζει τὸ ὄνομα τοῦ πρώην ἀρραβωνιαστικοῦ της γυρίζοντας πέρα δώθε μέσα στὸ μοναστήρι. Φοβέριζε δέ, ὅτι ἂν δὲν τῆς ἀνοίξουν τὶς πύλες τοῦ μοναστηριοῦ νὰ φύγει, θὰ πνιγεῖ καὶ θὰ κάνει καὶ ἄλλα κακά. Βλέποντας καὶ ἀκούγοντας ἡ Ὁσία Εἰρήνη ὅλα αὐτά, ἔκλαιγε καὶ θλιβότανε λέγοντας: «Ἀλίμονό μου τὴν ἄθλια ὅτι γιὰ τὴν ἀμέλειά μου γίνονται ὅλα αὐτὰ καὶ ὁ πονηρὸς διάβολος ἐπιβουλεύεται τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ». Ἀλλὰ παίρνοντας μέσα της δύναμη ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐπιτίμησε τὸν διάβολο λέγοντάς του: «Πονηρὲ διάβολε ὁ Χριστὸς δὲν σ᾿ ἀφήνει νὰ καταπιεῖς τὴν ἀδελφότητά μου». Τότε μάζεψε τὴν ἀδελφότητα καὶ ἀφοῦ δίδαξε καὶ νουθέτησε πῶς νὰ φυλάγονται ἀπὸ τὶς πανουργίες τοῦ διαβόλου, πρόσταξε νὰ νηστέψουν ὅλη τὴν ἑβδομάδα καὶ νὰ προσευχηθοῦν κάνοντας καὶ χίλιες μετάνοιες ἡμερησίως γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ἀδελφῆς ποὺ βίωνε τὸν πειρασμό. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὴν τρίτη νύχτα βλέπει ἡ Ἁγία Εἰρήνη μπροστά της ἐκεῖ ποὺ προσευχότανε τὸν Μέγα Βασίλειο νὰ τῆς λέει: «Γιατί Εἰρήνη μᾶς ἐπιπλήτεις ὅτι ἀφήνουμε καὶ γίνονται στὴν πατρίδα μας τὰ μιαρὰ καὶ τὰ σκοτεινὰ τῶν ὀργάνων τοῦ Σατανᾶ; Μόλις ξημερώσει παράλαβε τὴν ἄρρωστη δόκιμη καὶ ὁδήγησέ την στὴν Παναγία τῶν Βλαχερνῶν καὶ ἐκεῖ θὰ ἔλθει ἡ Μητέρα τοῦ Δεσπότη Χριστοῦ νὰ τὴν θεραπεύσει».
Αὐτὰ εἶπε ὁ Ἅγιος καὶ ἔγινε ἄφαντος. Τὸ πρωὶ ἡ Ἁγία πῆρε τὴν πάσχουσα μαζὶ μὲ δυὸ ἀδελφὲς συνοδεία καὶ ἀφοῦ ἔφθασαν στὸ Ναὸ τῶν Βλαχερνῶν προσευχήθηκαν ὅλη τὴν ἡμέρα καὶ τὴ νύχτα. Στὰ μέσα τῆς νυκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴν κούραση κοιμήθηκαν. Βλέπει τότε στὸν ὕπνο της ἡ Ἁγία Εἰρήνη λαὸ πολύ, ὁ ὁποῖος ἑτοίμαζε τὸ δρόμο χρυσοφορεμένο καὶ πάμφωτο ραντίζοντάς τον μὲ εὐωδιαστὰ ἄνθη καὶ θυμιάζοντας. Τότε ἡ Ἁγία ρώτησε γιατί γίνονται ὅλα αὐτά. Ἀκούει δὲ ἐκείνη τὴ στιγμὴ νὰ τῆς λένε: «Ἔρχεται ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἑτοιμάσου καὶ σὺ νὰ τὴν ὑποδεχθεῖς καὶ νὰ ἀξιωθεῖς νὰ τὴν προσκυνήσεις». Σὲ λίγο ἡ Παντάνασσα μὲ πλῆθος ἀστραπηφόρων ἀγγέλων ἐμφανίσθηκε. Τὸ πρόσωπό της ἦταν τόσο λαμπερὸ ποὺ δὲν μποροῦσε κανεὶς νὰ δεῖ. Ἀφοῦ ἡ Παναγία εἶδε ὅλους τοὺς ἀρρώστους ἦλθε καὶ στὴ μαθήτρια τῆς Εἰρήνης. Τότε ἔπεσε στὰ ἄχραντα πόδια τῆς Παναγίας ἡ Ἁγία ἔμφοβη καὶ ἔντρομη ἄκουσε δὲ νὰ μιλάει ἡ Θεοτόκος στὸν Ἅγιο Βασίλειο καὶ νὰ τὸν ρωτάει τί χρειάζεται ἡ Εἰρήνη. Ὁ Ἅγιος ἀνέφερε τὴν ἱστορία τῆς νέας. Τότε εἶπε πάλι ἡ Παναγία: «Καλέστε καὶ τὴν Ἁγία Ἀναστασία» καὶ ὅταν ἦλθε εἶπε καὶ πρὸς αὐτήν: «Ὑπάγετε μαζὶ μὲ τὸν Βασίλειο στὴν Καισαρεία ἐξετάστε μὲ ἐπιμέλεια καὶ θεραπεῦστε τὴν κόρη γιατὶ ὁ Θεὸς καὶ ὁ Υἱός μου τὴν χάρη αὐτὴ σᾶς ἔδωσε νὰ θεραπεύετε ἀρρώστους». Τότε προσκύνησαν οἱ Ἅγιοι τὴν Θεοτόκο καὶ ἔφυγαν γιὰ νὰ πράξουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ δὲ Εἰρήνη ἄκουσε φωνὴ ποὺ τῆς ἔλεγε νὰ ἐπιστρέψουν στὸ μοναστήρι τους καὶ θὰ γίνει καλὰ ἡ νέα. Πράγματι γύρισαν στὸ μοναστήρι χαρούμενες. Ἦταν μέρα Παρασκευὴ καὶ μαζεύτηκαν ὅλες οἱ ἀδελφὲς στὸν Ἑσπερινὸ καὶ ἡ Ἁγία Εἰρήνη εἶπε σ᾿ ὅλες τὶς ἀδελφὲς νὰ παρακαλέσουν τὸν Θεὸ μετὰ δακρύων. Μέσα σ᾿ ὅλη αὐτὴ τὴν κατάνυξη ξαφνικὰ ἐμφανίστηκαν ἡ Ἁγία Ἀναστασία καὶ ὁ Ἅγιος Βασίλειος δίνοντας στὴν Εἰρήνη ἕνα δέμα. Μόλις τὸ ἔλυσαν οἱ μοναχὲς βρῆκαν μέσα διάφορες μαγεῖες μὲ σπάγγους, τρίχες, μολύβια καταδέσματα γραμμένα ὀνόματα δαιμόνων, εἴδωλα ἀπὸ μόλυβδο, ἕνα ὁμοίωμα ἄνδρα καὶ τὸ ἄλλο τῆς νέας κολλημένα καὶ ἄλλες βρωμιές. Οἱ μοναχὲς εὐχαριστοῦσαν τὸν Θεὸ γιὰ αὐτὸ τὸ μέγα θαῦμα καὶ ἡ Ἁγία ἔστειλε στὴν Παναγία τῶν Βλαχερνῶν λάδι γιὰ τὴ Θεία Λειτουργία καὶ ὅλα τὰ μαγικὰ στὸν Ἱερέα νὰ τὰ κάψει. Ἔτσι καὶ ἔγινε, μετὰ ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία ὁ Ἱερέας ἔχρισε τὴ μαγεμένη νέα με λάδι ἀπὸ τὴν καντήλα τῆς Παναγίας καὶ ὅση ὥρα καίγονταν στὴ φωτιὰ τὰ μάγια ἀκούγονταν φωνὲς σὰν ἀπὸ γουρούνια ποὺ τὰ σφάζουν. Μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο λύθηκε ἡ νέα ἀπὸ τὸν διάβολο καὶ τὰ ἔργα τοῦ μάγου καὶ παρέμεινε μοναχὴ πλάι στὴν Ἁγία Εἰρήνη τὴ Χρυσοβαλάντου.
ΟΠΩΣ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΒΙΟ τοῦ ΟΣΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ κάποτε ὑπῆρχε μία γυναίκα μάντισσα, ἡ ὁποία κατασκεύαζε διάφορα μαγικὰ φυλακτήρια, τὴν ὁποία προσποιούνταν ὁ Ἅγιος ὅτι τὴν ἀγαποῦσε, τῆς ἔδινε τροφὴ καὶ ροῦχα καὶ πολλὰ ἀκόμη ἀπὸ αὐτὰ ποὺ τοῦ χάριζαν οἱ χριστιανοί. Σκέφθηκε μία μέρα ὁ Ἅγιος ἕναν τρόπο νὰ καταργηθοῦν οἱ πονηριές της καὶ ἔπραξε τὸ ἑξῆς, τῆς εἶπε: «Θέλεις νὰ σοῦ φτιάξω ἕνα φυλαχτὸ νὰ μὴν μπορεῖ κανεὶς νὰ σοῦ κάνει κακό;». Ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε ναί. Ὁ δὲ Ἅγιος ἔγραψε τότε τὴν ἐπιτίμησή του σὲ Συριακὴ διάλεκτο: «Εἶθε νὰ σὲ καταργήσει ὁ Θεὸς καὶ νὰ σὲ κάμει νὰ παύσεις νὰ ἀποστρέφεσαι ἀπ᾿ αὐτοῦ, καὶ νὰ ἀποστρέφεις καὶ τοὺς ἄλλους». Τοῦτο τὸ γραφόμενο τὸ πῆρε ἡ μάντισσα καὶ τὸ φύλαξε πάνω της. Ἀλλὰ ἔκτοτε δὲν μποροῦσε πλέον νὰ κάνει μαγεῖες καὶ φυλαχτήρια.
Ο ΑΓΙΟΣ ΑΥΤΟΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ ζοῦσε στὰ χρόνια τοῦ Βασιλιὰ Ἀδριανοῦ τὸ 117 μ.Χ. καὶ ἦταν μάγος ἱερέας τῶν δαιμονικῶν καὶ τῆς πλάνης τοῦ διαβόλου. Δέχθηκε καὶ διδάχθηκε τὸν χριστιανισμὸ ἀπὸ ἕναν Ἐπίσκοπο καὶ μεταστράφηκε στὸν χριστιανισμό. Μαρτύρησε γιὰ τὴν πίστη του ἀργότερα μαζὶ μὲ τὴν ἀδελφή του Βεβαία.
ΥΠΗΡΧΕ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου ἕνας πολὺ ὀνομαστὸς μάγος ποὺ ὀνομαζότανε Νοητιανός, ἔχοντας γυναίκα μὲ τὸ ὄνομα Φορᾶν καὶ δυὸ γιοὺς μὲ τὰ ὀνόματα Ρὰξ καὶ Πολύκαρπος. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶχε μεγάλη πείρα στὴ μαγεία τοῦ Σατανᾶ καὶ πολλὰ βιβλία μαγειῶν, ὑπὸ τοῦ διαβόλου συντεθειμένα. Ὅταν εἶδε ὁ Νοητιανὸς ὅτι γκρεμίσθηκε ὁ Ναὸς τοῦ Διονύσου ἀπὸ τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰωάννη, λυπήθηκε ἀσύστολα καὶ μὲ δαιμονιώδη ἐγωισμὸ καὶ ζῆλο προσῆλθε στὸν Ἰωάννη προκαλώντας τον μὲ τὰ ἑξῆς λόγια· «Ἐσὺ ποὺ κηρύττεις τὸν Ἀληθινὸ Θεὸ ἀνάστησε τοὺς δώδεκα ἱερεῖς ποὺ καταπλακώθηκαν κάτω ἀπὸ τὰ χαλάσματα τοῦ ναοῦ, ἀλλιῶς θὰ τὸ κάνω ἐγώ». Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἀπαντώντας του τοῦ εἶπε: «Ἂν ἦταν ἄξιοι νὰ ἀναστηθοῦν δὲ θὰ καταπλακώνονταν ἀπὸ τὰ ἴδια τους τὰ εἴδωλα». Ὁ Νοητιανὸς φοβερίζοντας τὸν Ἰωάννη τοῦ ἀπάντησε: «Ἐγὼ θὰ ἀναστήσω αὐτοὺς καὶ ἐσὺ θὰ ὑποβληθεῖς τὴν ἐσχάτη τῶν ποινῶν θανατούμενος ὡς καταστροφέας τοῦ Ναοῦ τοῦ Διονύσου».
Ὁ δὲ Ἰωάννης παρακάλεσε τὸν μάγο νὰ μὴν πλανιέται ἀπὸ τὶς μαγεῖες του. Μάταια ὅμως. Ὁ Νοητιανὸς ἔκανε ἐπίκληση 12 δαιμόνων καὶ τοὺς διέταξε νὰ πάρουν τὴ μορφὴ τῶν πεθαμένων ἱερέων τῶν εἰδώλων. Στὴ συνέχεια τοὺς διέταξε νὰ τὸν ἀκολουθήσουν ἐνώπιον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου γιὰ νὰ πλανήσουν τὸ λαό. Οἱ δαίμονες τοῦ ἀρνήθηκαν γιατὶ ἔτρεμαν τὸν Ἰωάννη καὶ εἶπαν στὸν Νοητιανὸ νὰ παραμείνουν πίσω ἀπὸ τὸ γκρεμισμένο Ἱερὸ τοῦ Ναοῦ καὶ νὰ φωνάξει τὸ λαὸ νὰ τοὺς δεῖ ἐκεῖ. Ὁ Ἰωάννης γνωρίζοντας τί ἔπραξε ὁ Νοητιανός, διέταξε τὸν μαθητή του Πρόχορο νὰ πάει πίσω στὸ ἱερὸ τοῦ γκρεμισμένου ναοῦ καὶ νὰ ἐπιτιμήσει τοὺς δαίμονες ἐξ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ καὶ τοῦ δικοῦ του νὰ φύγουν σὲ τόπο ἄνυδρο καὶ ἀκατοίκητο. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Πηγαίνοντας ὁ λαὸς νὰ δεῖ τοὺς ἱερεῖς δὲν εἶδε τίποτε καὶ ὀργίσθηκε ἀκραῖα πρὸς τὸν Νοητιανό, γιατὶ τὸν ἀποπλάνησε· μετὰ ἀπὸ αὐτὸ δὲ γύρισαν στὸν Ἅγιο Ἰωάννη καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς δεχθεῖ καὶ πάλι. Ἐκτὸς αὐτοῦ πλέον ὁ Νοητιανὸς προσπαθοῦσε νὰ κάνει κακὸ στὸν Ἅγιο Ἰωάννη, μὲ συνεχόμενες ἐπικλήσεις τῶν δαιμόνων. Δὲν κατάφερε τίποτε ὅμως καὶ ὅλο καὶ περισσότερο ἡ ὀργὴ καὶ ὁ θυμὸς τὸν τρέλαινε.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης διακρίνοντας σὲ τί κατάσταση περιεῖλθε ὁ Νοητιανὸς λυπήθηκε πολύ. Παρακάλεσε τὸν Κύριο Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ τοῦ στερήσει τὸ φῶς τῶν ματιῶν του μέχρι νὰ μετανοήσει, ὅπως καὶ ἔγινε. Ὁ Νοητιανὸς ἔπειτα ἀπὸ ὅλα αὐτά, βαπτίσθηκε Χριστιανὸς μαζὶ μὲ τὴ γυναίκα του καὶ τοὺς δυὸ γιούς του πρὸς δόξαν Θεοῦ.
ΚΑΠΟΙΑ ΚΟΠΕΛΑ ΑΠΟ ΧΩΡΙΟ τοῦ κάμπου τῆς Μεσαρᾶς εἶχε δαιμονισθεῖ. Ἦταν τόσο ἐπιθετική, ποὺ κινδύνευαν ἀνθρώπινες ζωὲς ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις ποὺ ἔκανε μὲ τὶς δυνάμεις ποὺ ἔβαζε στὸ δαιμονόπληκτο σῶμα της τὸ πονηρὸ πνεῦμα. Οἱ συγγενεῖς της ἄκουσαν γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ Ὁσίου Παρθενίου καὶ τὴν πῆγαν μὲ μεγάλο κόπο στὸν Κουδουμά. Μόλις τὴν εἶδε ὁ Ὅσιος εἶπε: «Καημένο παιδὶ ἀπὸ βλασφημία δαιμονίσθηκες. Σὲ βλασφήμησαν καὶ μπῆκε ὁ πονηρὸς μέσα σου». Στὴ συνέχεια ὁ Ὅσιος σταύρωσε τὴν νεανίδα μὲ τὸν Τίμιο Σταυρὸ καὶ ἡ κοπέλα ἀμέσως θεραπεύθηκε.
Μὲ τὴν εὐκαιρία αὐτὴ ὁ Ὅσιος μίλησε σ᾿ ὅλους τοὺς παρευρισκομένους τί μπορεῖ νὰ πάθει ὁ συνάνθρωπός μας ὅταν οἱ βλάσφημοι λένε τὴν βλασφημία: «Ἀϊ στὸ διάβολο». Πόσες φορὲς κάθε μέρα ἀκούγεται αὐτὴ ἡ φράση!
Ὁ καλὸς Θεὸς ὅμως δὲν ἐπιτρέπει τὸν διάβολο ποὺ καιροφυλαχτεῖ νὰ εἰσχωρήσει ὡς Λέων ὠρυόμενος στὸν κάθε ἄνθρωπο, ἔλεγε ὁ Ὅσιος δοξάζοντας τὸν Ἅγιο Θεό.
Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ τὸ 211 στὴν Καρχηδόνα. Προερχότανε ἀπὸ μεγάλη καὶ πλούσια οἰκογένεια Συγκλητικῶν. Ἦταν στὴν ἐποχή του πρὶν νὰ γίνει χριστιανὸς ἀπὸ τοὺς πιὸ φημισμένους μάγους. Τὸν πλησίασε κάποια φορὰ ἕνας νέος εὐγενής, ὀνόματι Ἀγλαΐδας καὶ τοῦ πρότεινε νὰ βάλει σὲ ἐφαρμογὴ τὶς μαγεῖες γιὰ μία νέα ποὺ ἐρωτεύθηκε παράφορα μὲ τὸ ὄνομα Ἰουστίνη.
Τοῦ ἔφερε χρῆμα καὶ χρυσάφια καὶ πολλὰ δῶρα. Ὁ μάγος Κυπριανὸς ἄρχισε τὰ μιαρά του ἔργα. Πῆρε ἀμέσως τὰ μαγικά του βιβλία καὶ ἄρχισε νὰ ἐπικαλεῖται τὰ δαιμόνια. Ράντισε μὲ μαγόνερα καὶ μαγόλαδα καὶ σκόνες τὸ σπίτι τῆς νεαρῆς.
Ἦταν ἀπόλυτα σίγουρος ὅτι θὰ πετύχει σίγουρα ἀφοῦ μέχρι τότε ἦταν ἀσυναγώνιστος στὶς πονηριὲς τοῦ διαβόλου. Ἡ Ἰουστίνη ἦταν ὅμως χριστιανὴ καὶ πολὺ καλὰ νουθετημένη ἀπὸ τὸν διάκονο τῆς Ἀντιόχειας Πραύλιο καὶ ζοῦσε πολὺ κοντὰ στὸ Χριστὸ τὴν μυστηριακὴ ζωὴ τῆς σωτηρίας. Ἔτσι μὲ τὴν δύναμη τοῦ Ἰησοῦ ἡ Ἰουστίνη μὲ πολλὴ προσευχὴ καὶ θάρρος, ἄρχισε νὰ νικάει τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς ἐπιθυμίες τῶν μαγειῶν τοῦ Κυπριανοῦ. Ὁ Κυπριανὸς ἔστειλε μὲ περισσὴ ὑπομονὴ πολλὰ δαιμόνια ἰσχυρὰ χωρὶς νὰ πετύχει τίποτε.
Ἡ Ἰουστίνη μὲ τὴ δύναμη τοῦ Σταυροῦ καὶ τὸν καθαρὸ βίο της, νικοῦσε ὅλα τὰ μαγικά. Τότε ὁ διάβολος μὴ ξέροντας τί ἄλλο νὰ κάνει μεταμορφώθηκε σὲ δῆθεν μοναχὴ καὶ πῆγε στὸ σπίτι τῆς Ἰουστίνης καὶ προσπάθησε μὲ δολιότητα νὰ νικήσει τὴν Ἰουστίνη. Τότε ἐκείνη κατάλαβε τί εἶχε ἀπενάντί της καὶ μὲ τὸν Τίμιο Σταυρὸ κυνήγησε τὸν δαίμονα.
Μὴν ἀντέχοντας πιὰ τὴν ἀποτυχία τοῦ ὁ Κυπριανός, ζήτησε νὰ μάθει γιὰ τὴν Ἰουστίνη. Τότε κατάλαβε τὴν κατάντια τῆς περίπτωσής του καὶ ἔτσι παίρνει τὴν ἀπόφαση νὰ βαφτιστεῖ χριστιανός. Τὸν βοήθησε σ᾿ αὐτή του τὴν προσπάθεια ὁ Ἱερέας τοῦ τόπου του Καικίλιος. Μάζεψε ὅλα τὰ μαγικά του βιβλία καὶ εἴδωλα καὶ τὰ ἔκαψε ἐνώπιον τοῦ Ἐπισκόπου.
35 χρόνων στὴν ἡλικία του ἦταν ὅταν ἔγιναν ὅλα αὐτά. Μοίρασε τὰ ὑπάρχοντά του καὶ στὴν πορεία ἀξιώθηκε ναγίνει καὶ Ἱερέας καὶ μάλιστα τόσο πολὺ τὸν ἀγάπησε ὁ κόσμος γιὰ τὸ ἱεραποστολικό του ἔργο ποὺ ὅταν χήρεψε ὁ θρόνος τοῦ Ἐπισκόπου Δονάτου στὴν Καρχηδόνα τὸν διαδέχθηκε ὁ Κυπριανός. Ἀξιώθηκε νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μαζὶ μὲ τὴν Ἰουστίνη ποὺ τόσο πολέμησε ἀλλὰ στάθηκε ἡ μεγάλη αἰτία γιὰ τὴν Ἁγιωσύνη του.
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΥΤΟΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ἔγιναν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ γνήσιοι μαθητὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Αὐτοὶ οἱ δυὸ Ἀπόστολοι ἦλθαν στὴν Κέρκυρα νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο, ὅταν βασιλιὰς στὸ νησὶ ἦταν ὁ Κερκυλλῖνος. Ἀφοῦ ἀγανάκτησε ὁ βασιλιὰς βλέποντας τοὺς Κερκυραίους νὰ πιστεύουν στὸν Χριστὸ ἀπὸ τοὺς δυὸ ἀποστόλους, τοὺς ἔκλεισε στὴ φυλακὴ καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς βασανίζει. Ζήτησε δὲ καὶ βοήθεια ἀπὸ ὀνομαστὸ μάγο τοῦ νησιοῦ, ὁ ὁποῖος γιὰ νὰ τοῦ δείξει τὴ δύναμή του πρόσταξε καὶ ἔφεραν μπροστά του ἕνα ζευγάρι βόδια, ἄροτρο καὶ σιτάρι. Τότε ἐκεῖνος ἔσπειρε τὸ σιτάρι καὶ ὄργωσε τὸν ἀγρὸ καὶ μὲ τὴ μαγεία του ἀμέσως βλάστησε ὁ ἀγρὸς καὶ ἦλθαν τὰ σπαρτὰ νὰ ἦταν ἕτοιμα πρὸς θερισμό.
Ὁ μάγος ἀφοῦ θέρισε τὸν χρυσὸ ἀπὸ τὰ σπαρτὰ ἀγρό, μετέφερε τὸν καρπὸ στὸν μύλο παρουσία τοῦ βασιλιᾶ καὶ ἄλεσε καὶ ζύμωσε ψωμὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔφαγε ὁ Καρκυλλῖνος καὶ φώναξε ἀπὸ τὸν θαυμασμὸ πρὸς τὸ πλῆθος ποὺ κάλεσε νὰ δεῖ τὴν φαντασία τοῦ μάγου: «Ὁρίστε ἡ δύναμη τοῦ Δία, γιατί ἀκολουθεῖτε τοὺς χριστιανούς;» Φουσκωμένος ὁ μάγος ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειά του, ζήτησε ἀπὸ τὸ βασιλιὰ νὰ φέρουν μπροστὰ τοὺς δυὸ Ἁγίους. Ὁ βασιλιὰς ὑπάκουσε καὶ τοὺς ἔφερε. Οἱ Ἅγιοι μόλις εἶδαν τὸν μάγο ἀποκρίθηκαν: «Αὐτὸς εἶναι βασιλιὰ ὁ μάγος ποὺ σὲ μιὰ ὥρα ἔσπειρε, θέρισε καὶ κατὰ φαντασία ἔφτιαξε τὸ ψωμὶ ποὺ φάγατε;», «Ναί, αὐτὸς εἶναι», ἀπάντησε ὁ Κερκυλλῖνος. Τότε οἱ Ἅγιοι λυπήθηκαν καὶ εἶπαν: «Πλησίασε μάγε τὸ τέλος σου. Μετάνιωσε καὶ ὁ Θεὸς θὰ σὲ συγχωρήσει».
Τοὐναντίον ὁ μάγος γιὰ νὰ δείξει τὴ δύναμή του, στάθηκε σὲ ψηλὸ μέρος καὶ ἄρχισε νὰ σφυρίζει ποικιλότροπα. Τότε ἄρχισαν τὰ ἄλογα, ζῶα ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ νὰ σκιρτοῦν, τὰ φυτά, οἱ πέτρες κινοῦνταν καὶ φαινόταν σὲ ὅσους ἔβλεπαν σὰν νὰ τυμπανίζουν καὶ ἄλλα τέτοια ποὺ δημιουργοῦσαν ἔκπληξη στοὺς παρευρισκομένους. Πλησίασε τότε ὁ Ἰάσωναςτον μάγο καὶ τοῦ εἶπε: «Πονηρὲ τί ἄλλο ἔχεις νὰ ἐπιδείξεις;» καὶ ὁ μάγος ἀπάντησε: «Ἐσεῖς πρέπει τώρα νὰ δείξετε νὰ δεῖ τὸ πλῆθος τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ σας».
Ἅπλωσε τότε τὸ χέρι του ὁ Ἰάσωνας στὸν ὦμο του λέγοντάς του: «Ὁ Κύριος νὰ ἀφανίσει τὶς πονηρίες σου ἀπὸ τὴν ὥρα αὐτὴ καὶ νὰ ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ σῶμα σου τὴν ψυχή σου καθὼς καὶ τὴν ὕπαρξή σου ἀπὸ τὴ γῆ τῶν ζώντων». Ἀμέσως μετὰ ἀπὸ τὸ λόγο ὁ μάγος ξεψύχησε καὶ ἔγινε σὰν μάρμαρο ὄρθιο μοιάζοντας σὰν ἀνδριάντας. Τὸ πλῆθος σάστισε καὶ φώναξε: «Μέγας ὁ Θεὸς τοῦ Ἰάσωνα καὶ Σωσιπάτρου», πιστεύοντας ὅλοι στὸν Ἰησοῦ ἀκόμη καὶ ἡ κόρη τοῦ βασιλιᾶ ἡ μετέπειτα Ἁγία Κέρκυρα.
ΤΟ 1669 ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΚΩ ΜΑΡΤΥΡΗΣΕ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ ὁποῖος γιὰ ἄγνωστες αἰτίες μέχρι σήμερα, οἱ Τοῦρκοι τὸν ἐτούρκεψαν μὲ μαγεῖες καὶ μαγγανεῖες καὶ τὸν τρέλαναν. Μετὰ ἀπὸ λίγο χρόνο ὅμως, ὅταν πέρασαν οἱ ἐπήρρειες τοῦ διαβόλου ἀντιλήφθηκε ὅτι φόραγε σαρίκι. Μετανιωμένος παραδόθηκε σὲ μαρτύρια καὶ ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν ἁγίασε.
Ο ΑΓΙΟΣ ΑΥΤΟΣ ΕΖΗΣΕ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ τοῦ Ἰουστινιανοῦ Α´ (527-565). Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Σύκεοι κοντὰ στὴν Γαλατία. Ἔγινε ἐπίσκοπος Ἀναστασιουπόλεως. Τὸν Ἅγιο αὐτὸν θέλησε νὰ τὸν πολεμήσει ἕνας μάγος ὀνόματι Θεόδοτος, τοῦ ὁποίου μάλιστα θεράπεσε ὁ Ἅγιος τὴν γυναίκα του ἀπὸ συνεργὸ δαίμονά του. Ἔτσι ἀφοῦ φώναξε τοὺς δαίμονες, τοὺς ἔστειλε νὰ φονεύσουν τὸν Ἅγιο. Οἱ δαίμονες ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ πλησιάσουν περίμεναν νὰ κοιμηθεῖ γιὰ νὰ τοῦ ἐπιτεθοῦν. Μόλις κοιμήθηκε ὁ Ἅγιος κίνησαν ἐναντίον του. Δὲν μποροῦσαν ὅμως γιατὶ Ἅγιοι ἄγγελοι φύλαγαν τὸν Ἅγιο καὶ γιατὶ κάθε φορὰ ποὺ τὸν πλησίαζαν καίγονταν. Ἔτσι γύρισαν ντροπιασμένοι στὸν μάγο Θεόδοτο ἀπολογούμενοι μὲ τὰ λόγια αὐτά: «Ἐμεῖς πολὺ περισσότερο ἀπὸ σένα Θεόδοτε θέλαμε νὰ κάνουμε τὸ κακό, ἀλλὰ κάθε φορὰ ποὺ τὸν πλησιάζαμε ἡ ἀναπνοή του γινότανε φωτιὰ καὶ μᾶς ἔκαιγε».
Ἀπελπισμένος ὁ μάγος κατασκεύασε φαρμακεῖες τότε καὶ τὶς ἀνάμιξε μὲ ψάρι καὶ ἔπεισε τὸν Ἅγιο νὰ τὸ φάει. Ὁ Ἅγιος ἀφοῦ σταύρωσε τὸ φαγητό του, κάθε κακὸ ἀκυρώθηκε καὶ δὲν ἔπαθε τίποτε. Ὁ Θεόδοτος βλέποντας καὶ αὐτὸ ἦλθε μετανιωμένος καὶ ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου, ζητώντας συγχώρεση καὶ νὰ ἀξιωθεῖ νὰ δεχθεῖ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα τῶν χριστιανῶν. Ὁ Ἅγιος καθάρισε μὲ ἀγάπη ἀπὸ τὴν ἀνομία τὸν Θεόδοτο καὶ μὲ νηστίες καὶ ἐλεημοσύνες καὶ ἀφοῦ προέτρεψε νὰ ζητήσει συγνώμη γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, τὰ ζῶα, τὴ φύση ὅπου ἔδεσε μὲ τὴν τέχνη τῆς μαγείας, τὸν βάφτισε στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδας.
ΤΙ ΝΑ ΠΡΩΤΟΓΡΑΨΕΙ ΚΑΝΕΙΣ γιὰ τὸν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν! Ἀναφορικὰ μόνο θὰ ποῦμε, ὅτι ὅταν ἔφτασε στὴν Κύπρο καὶ κατήχησε τὸν Ἀνθύπατο Σέργιο Παύλιο, συνάντησε μεγάλο φθόνο καὶ κακουργία ἀπὸ τὸν μάγο Ἐλύμα ὁ ὁποῖος ἐμπόδιζε τὸ ἔργο του. Τότε ὁ θεῖος Παῦλος τὸν ἐπιτίμησε καὶ ὁ Ἐλύμας τυφλώθηκε. Ἐπίσης τὰ ἑπτὰ ἀδέλφια παιδιὰ τοῦ Ἑβραίου Ἀρχιερέα Σκευᾶ, ποὺ ἀσχολοῦνταν μὲ τὴ μαγεία προσπάθησαν νὰ χρησιμοποιήσουν τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἔλεγαν σὲ ἄρρωστους ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα: «Σᾶς ξορκίζουμε στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τὸν ὁποῖο κηρύττει ὁ Παῦλος κ.λπ. κ.λπ.». Τότε ὁ διάβολος ἀποκρίθηκε: «Τὸν Ἰησοῦ τὸν γνωρίζω καὶ τὸν Παῦλο τὸν ξέρω καλά, ἀλλὰ ἐσεῖς ποιοὶ εἶσθε;» καὶ τότε δαιμονισμένος ποὺ εἶχε τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα μέσα του ὄρμηξε πάνω τους καὶ τὸν βασάνισε. Ἀκόμη ἡ μάντισσα τῶν Φιλίππων, ποὺ εἶχε μέσα της τὸ Πνεῦμα τοῦ Πύθωνος καὶ ὅταν ἐπισκέφθηκαν ἀπὸ πίσω τους καὶ φώναξε: «Νά οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Νὰ τοὺς ἀκοῦτε». Τότε ὁ Παῦλος κατάλαβε ὅτι ὁ διάβολος ἤθελε ἐκ δεξιῶν νὰ παγιδέψει τοὺς Ἀποστόλους, στράφηκε ἐναντίον της καὶ ἐπιτίμησε τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα ποὺ εἶχε μέσα της: «Σὲ διατάζω στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ βγεῖς ἀπὸ μέσα της πονηρέ» καὶ τὸ πνεῦμα βγῆκε ἀμέσως ταπεινωμένο ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ στὸν Παῦλο.