Θὰ μακρυγορούσαμε, ἂν θέλαμε νὰ περιγράψουμε ὅλα ὅσα ἀφοροῦν τὸ θέμα αὐτὸ σὲ σχέση μὲ τὸ Γέροντά μας. Ἡ προσευχὴ ἦταν γιὰ τὸν Γέροντα ἕνα ἀπέραντο κεφάλαιο καὶ τὸ κύριο μέλημά του. Σὲ αὐτὴν εἶχε δοθεῖ ὁλόκληρος. Ὅλη τὴν ζωή του, ὅλη τὴν ἐπίδοση καὶ τὸν ἐνθουσιασμό του, ὅλη τὴν φροντίδα καὶ τὴν προσπάθειά του, ὅλο του τὸ εἶναι τὰ εἶχε ἀποθέσει στὴν ἀρετὴ τῆς προσευχῆς. Τί μποροῦμε νὰ ποῦμε καὶ νὰ περιγράψουμε ἀπὸ τὰ δυσπρόσιτα καὶ ἀπροσπέλαστα μυστήρια ποὺ ἀγνοοῦμε ἐμεῖς οἱ ταπεινοί, πτωχοὶ καὶ ἀδύνατοι ἀπὸ τὴ φύση καὶ τὴν κατάστασή μας;
Βλέπαμε ἐξωτερικὰ τὴν πρακτικὴ ζωή του. Παρατηρούσαμε, πόσο ἀνελέητα φερόταν πρὸς τὸν ἑαυτό του καὶ ἀνάλογα συλλογιζόμασταν. Ποιὸς ὅμως ἦταν δυνατὸν νὰ δεῖ ἢ νὰ περιγράψει τὸν ἐσωτερικό του κόσμο καὶ τοὺς ἀλαλήτους στεναγμούς του καὶ ὅλα ὅσα ἡμέρα καὶ νύχτα προσέφερε στὸν Θεό;
Δικαιολογημένες ἀπαιτήσεις μποροῦσαν νὰ τοῦ ἀποσπάσουν ἀνάλογες ὑποχωρήσεις σὲ σχέση μὲ ὁ,τιδήποτε πρακτικὸ τὸν ἀπασχολοῦσε. Στὴν τάξη ὅμως καὶ τὸν τύπο τῆς προσευχῆς ἦταν ἀδύνατο νὰ γίνουν ὑποχωρήσεις. Ἡ ἀκρίβεια καὶ ἡ ἐμμονή του στὸ θεῖο ἔργο τῆς προσευχῆς μαρτυροῦσαν τὸ ὕψος καὶ τὸ πλάτος τῆς φροντίδας του καὶ τὰ ἀντίστοιχα ἀποτελέσματα ἦταν πολὺ φανερά. Κατὰ τὴν κρίση τῶν Πατέρων μας, τὸ σαφέστερο δεῖγμα τῆς πνευματικῆς ζωῆς μιᾶς ψυχῆς εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ, ποὺ ὑπάρχει ὡς ἐσωτερικὴ μόνιμη κατάσταση καὶ ὄχι ὡς προϊὸν προσπαθείας. Καὶ στὸν πνευματικὸ Γέροντά μας βλέπαμε ὅτι τὸ κύριο μέλημα καὶ ὁ κύριος στόχος του ἦταν ἡ προσευχή.
Ὁ ἀείμνηστος μᾶς παιδαγωγοῦσε καὶ μᾶς ὑπεδείκνυε ἀκούραστα τὴν ἀξία καὶ τὸν πλοῦτο τοῦ καρποῦ τῆς προσευχῆς. Συχνὰ τόνιζε: «ἡ ἀκρίβεια τῆς ἐντολῆς αὐτῆς καὶ ἡ προσπάθεια τῆς προσευχῆς θὰ σᾶς ἀνοίξει τὴν πόρτα τῆς προσευχῆς» ἢ «αὐτὸ τὸ λάθος θὰ σᾶς γίνει ἐμπόδιο στὴν προσευχή».
Τὴν ἰδιαίτερη μέριμνα τοῦ Γέροντος γιὰ τὴν ἄσκηση τῆς προσευχῆς μπορεῖ νὰ τὴν διαπιστώσει ὁ καθένας καὶ ἀπὸ τὶς διάφορες ἐπιστολές του, ποὺ δημοσίευσε ὁ ἀγαπητὸς ἀδελφός μας, ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου. Γράφει ὁ Γέροντας πρὸς ἕνα νεώτερο: «Ἡ νοερὰ προσευχὴ εἰς ἐμένα εἶναι ὅπως τοῦ καθενὸς ἡ τέχνη. Καθότι ἐργάζομαι αὐτὴν τριάντα ἓξ καὶ ἐπέκεινα χρόνια», δηλαδὴ σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἕως τότε μοναχικῆς του ζωῆς. Ἡ ἄνεση, μὲ τὴν ὁποία περιγράφει αὐτὴ τὴν παναρετὴ ὁ μακαριστὸς Γέροντας – τὴν ἀρχή της, τὴν λεπτομερῆ ἐξήγηση τῶν διαφόρων σταδίων καὶ καταστάσεων ποὺ ἀκολουθοῦν ὡς καὶ αὐτὴ τὴν ἔλλαμψη καὶ ἁρπαγή, στὴν ὁποία ὁδηγεῖ ἡ ἴδια αὐτοὺς ποὺ τὴν ἀσκοῦν μὲ ζῆλο –μαρτυρεῖ τὸν βαθμὸ τῆς προαγωγῆς μὲ τὴν δύναμη τῆς Χάριτος, καὶ τῆς κατοχῆς τῶν μυστηρίων καὶ τῶν ἰδιοτήτων τῆς προσευχῆς...
... Σὲ ἄλλη ἐπιστολὴ, ποὺ περιγράφει τὴν ἰδιότητα τῆς προσευχῆς, μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρει «τὸν δὲ φωτισμὸν διαδέχονται διακοπὴ τῆς εὐχῆς καὶ συχναὶ θεωρίαι. Ἁρπαγὴ τοῦ νοός, κατάπαυσις τῶν αἰσθήσεων, ἀκινησία καὶ ἄκρα σιγὴ τῶν μελῶν, ἕνωσις Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου εἰς ἕν». Συνεχεῖς ἐμπειρίες του ἦταν ἡ εἰρήνη τῶν λογισμῶν, ἡ συνάντηση μὲ ἄλλον ἀέρα, ἡ «ζωοποιὸς νέκρωση» καὶ γαλήνη τῶν μελῶν, ἡ αἴσθηση λεπτῆς αὔρας, ἡ ἄρρητη εὐωδία, τὸ ἄϋλο, ὑπέρλευκο καὶ ἄκτιστο φῶς. Γι᾿ αὐτὸ συχνὰ μᾶς μιλοῦσε μὲ τέτοιες ἐκφράσεις. Χαρακτηριστικό του ἦταν ἐπίσης ἡ εὐχέρεια νὰ ἑρμηνεύει τοὺς ποικίλους πειρασμοὺς σὲ ὅλο τὸ στάδιο τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα καὶ ἰδίως στὸ πρακτικὸ μέρος. Αὐτὸ ἦταν ἐπισφράγιση καὶ ἀπόδειξη τοῦ αἰωνίου κύρους τῆς Πατερικῆς παραδόσεως, ποὺ συνεχίζεται καὶ παρατείνεται ἀδιάκοπα καὶ ἀπαραχάρακτα ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες ὡς τὶς ἡμέρες μας.
Τὸν πατρικὸ χαρακτήρα τῆς χαριτωμένης καὶ ἀληθινῆς προσευχῆς τοῦ Γέροντος ἐπισφράγιζε καὶ ἡ κοινωνία του μὲ τὸν πανανθρώπινο πόνο. Νοιώθαμε ὅτι αὐτὸ τὸ ζοῦσε ἔντονα καὶ σχεδὸν διαρκῶς. Πολλὲς φορὲς τὸν βλέπαμε νὰ βυθίζεται ἤρεμα στὸν ἑαυτό του, καὶ φαινόταν ὅτι δὲν ἦταν κοντά μας. Ἀλλοιωνόταν ἡ ἔκφρασή του καὶ μὲ λυπημένο ὕφος ἀναστέναζε ἐλαφρά. «Γέροντα, τί συμβαίνει;», ρωτούσαμε μὲ τὴν νεανική μας περιέργεια. «Κάποιος πάσχει, παιδιά» μᾶς ἔλεγε. Ἡ διαπίστωση γινόταν ὅταν μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες λαμβάναμε ἕνα γράμμα μὲ τὴν περιγραφὴ κάποιας περιπέτειας. «Πῶς γίνεται, Γέροντα, αὐτοὶ ποὺ προσεύχονται περισσότερο νὰ γίνονται κοινωνικότεροι τῶν ἄλλων;». Γιατὶ βλέπαμε ὅτι αὐτοὶ αἰσθάνονται τὸν πλησίον καὶ κοινωνοῦν μὲ αὐτὸν πρακτικότερα, μολονότι οἱ ἴδιοι εἶναι σχεδὸν κρυμμένοι καὶ ἄγνωστοι. Μὲ τὸ δικό του λεξιλόγιο μᾶς ἀποδείκνυε τότε τὴν καθολικότητα τῆς προσευχῆς, ποὺ εἶναι ὁ κυριότερος φορέας τῆς οἰκουμενικότητος. Μὲ τὴν προσευχὴ πραγματοποιεῖται τελειότερα ἡ ἕνωση μὲ τὸν Θεό, καὶ ἔτσι τὰ πάντα καταλήγουν στὴν Χριστοένωση καὶ Χριστοκοινωνία. Ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὰ θέματα ποὺ «ἔπασχε», ἴσως νὰ μειονεκτοῦσε μερικὲς φορὲς στὴν δυνατότητα ἐκφράσεως. Δὲν μποροῦσε νὰ διατυπώσει πλήρως τὰ πνευματικὰ βιώματά του μὲ τοὺς λεπτοὺς φιλοσοφικοὺς ὅρους τῆς θεολογίας. Μᾶς πληροφοροῦσε ὅμως μὲ λεπτομέρεια γιὰ τὸ κάθε νόημα ποὺ περικλείεται στὸν πνευματικὸ ἀγώνα τῆς ἐν Θεῷ ζωῆς γενικά, ἀλλὰ καὶ εἰδικὰ σὲ ὅ,τι ἀναφέρεται στὴν προσευχή, μὲ ἕναν ἐπαγωγικὸ τρόπο, ποὺ τοῦ ἔδινε ἡ ἐλευθερία τῆς ἐμπειρίας του.
Μᾶς ἔλεγε: «Ἡ μάχη πρὸς τὰ πάθη εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς πορείας πρὸς τὴν καθαρὰ προσευχή. Εἶναι ἀδύνατον νὰ προοδεύσει κάποιος στὴν εὐχή, ὅταν ἐνεργοῦν τὰ πάθη. Στὴν ἀγριότητα τῆς μάχης κατὰ τῶν παθῶν, ἐνῶ ὁ ἀγωνιστὴς πολεμάει μὲ σωστὸ τρόπο καὶ πρόθυμα, συμβαίνει κάποτε νὰ τὸν «ὑποκλέπτουν» τὰ πάθη, εἴτε ἀπὸ ἀπειρία γιὰ τὸ ἄγνωστο εἶδος τοῦ πολέμου εἴτε ἀπὸ ἀδυναμία. Παρόλα ὅμως αὐτά, δὲν ἐμποδίζεται ἡ παρουσία τῆς Χάριτος τῆς προσευχῆς. Ὅταν ὅμως ὁ «ὑποσκελισμός» τῶν παθῶν προέρχεται ἀπὸ ἀμέλεια ἢ ἔχει κάποια κενοδοξία, τότε ἡ παρουσία τῆς Χάριτος εἶναι ἀδύνατη. Ἔπειτα ὁ νοῦς, κατὰ τὸ μέτρο τῆς ἀπαλλαγῆς του ἀπὸ τὰ πάθη, παίρνει διὰ τῆς Χάριτος Θάρρος καὶ δύναμη στὸν πόλεμο κατὰ τῶν λογισμῶν καὶ στέκεται μὲ ἐπιμονὴ στὴν προσευχὴ καὶ γενικότερα στὴν θεωρία τοῦ Θεοῦ».
... Πάμπολλα παραδείγματα στὴν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων μᾶς πείθουν γιὰ τὴν σωτηρία ἀπὸ ἐπικείμενους ὀλέθρους ἐξαιτίας τῆς προσευχῆς ἐναρέτων ἀνθρώπων. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἐκδηλώνουν οἱ τέλειοι ἐν Θεῷ τὶς δυὸ κύριες ἀρετές τους. Τὴν ἀγάπη καὶ τὴν προσευχή. Ἡ ἀγάπη συνιστᾶ τὴν οὐσία τῆς προσωπικότητος τῶν τελείων, ἐνῶ ἡ προσευχὴ τὸ ἀποδεικνύει.
Ὁ Γέροντας μᾶς ἔλεγε ὅτι σὲ ὅποιον προσεύχεται ἀληθινὰ ἀποκαλύπτεται ἡ αἴσθηση τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον. Καὶ πιὸ συγκεκριμένα, «ὅταν ἡ Χάρις ἐνεργήσει στὴν ψυχὴ τοῦ εὐχομένου, τότε τὸν πλημμυρίζει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ ἄλλο νὰ ἀντέξει αὐτὸ ποὺ αἰσθάνεται. Στὴν συνέχεια, στρέφεται ἡ ἀγάπη αὐτὴ πρὸς τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο, τὸν ὁποῖο ἀγαπᾶ τόσο, ὥστε νὰ θέλει νὰ πάρει ἐπάνω του ὅλο τὸν ἀνθρώπινο πόνο καὶ τὴν δυστυχία γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν οἱ ἄλλοι. Συμπάσχει σὲ κάθε θλίψη καὶ δυσκολία, θλίβεται ἀκόμα καὶ γιὰ αὐτὰ τὰ ἄλογα ζῷα καὶ κλαίει, ὅταν σκεφθεῖ ὅτι πάσχουν! Αὐτὰ εἶναι χαρακτηριστικὰ ἀγάπης, ποὺ τὰ προκαλεῖ καὶ τὰ δραστηριοποιεῖ ἡ προσευχή. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅσοι πρόκοψαν στὴν προσευχὴ δὲν παύουν νὰ εὔχονται ὑπὲρ τοῦ κόσμου. Σὲ αὐτοὺς ἀνήκει καὶ ἡ παράταση τῆς ζωῆς του - ὅσο καὶ ἂν αὐτὸ φαίνεται παράδοξο καὶ τολμηρὸ - καὶ νὰ ξέρετε ὅτι, ἂν αὐτοὶ ἐκλείψουν, τότε θὰ ἔρθει τὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ κόσμου» .
Ὁ Θεός, ὡς ἡ αὐτούσια Παναγάπη, μεταδίδει καὶ μεταφέρει μέρος ἀπὸ τὴν Παναγαθότητά Του στὰ κτίσματά Του, ὅπως καὶ ὅσο Αὐτὸς γνωρίζει. Αὐτὸ ἔχει ὡς συνέπεια νὰ κάνουν τὸ ἴδιο πράγμα καὶ οἱ θεούμενοι δοῦλοι Του, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἐπίκλησή τους μεταδίδουν ἐπίσης τὴν ἀγάπη στὸν κόσμο. Τὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι, ἂν ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ σῶμα, ἡ προσευχὴ εἶναι ἡ ἐνέργεια καὶ ἡ δύναμή του. Καὶ ἀποδεικνύεται ὅτι μὲ τὴν προσευχὴ κατορθώνεται ἐπιτυχέστερα ἡ ἐκπλήρωση τῆς ἀγάπης σὲ παγκόσμια κλίμακα, ἐκεῖ ὅπου ἀδυνατοῦν οἱ τόσοι ἄλλοι πόροι καὶ τρόποι...