Γέρων Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης Ἱερομόναχος - Πνευματικὲς νουθεσίες

Περὶ Νοερᾶς Προσευχῆς, Δακρύων καὶ Χάριτος


Νὰ λέγῃς παιδί μου τὴν εὐχή, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με», ἡμέρα καὶ νύχτα συνέχεια. Ἡ εὐχὴ θὰ τὰ φέρῃ ὅλα. Ἡ εὐχὴ περιέχει τὰ πάντα, περικλείει τὰ πάντα, αἴτησι, παράκλησι, πίστι, ὁμολογία, θεολογία κλπ. Ἡ εὐχὴ νὰ λέγεται χωρὶς διακοπή.

Ἡ εὐχὴ θὰ φέρῃ ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον εἰρήνη, γλυκύτητα, χαρά, δάκρυα. Ἡ εἰρήνη καὶ ἡ γλυκύτης θὰ φέρουν περισσότερον εὐχή, καὶ ἡ εὐχὴ κατόπιν, περισοτέραν εἰρήνη καὶ γλυκύτητα κλπ. Θὰ ἔρθῃ στιγμή, ποὺ ἂν θὰ σταματᾷς τὴν εὐχή, θὰ αἰσθάνεσαι ἄσχημα.

Ὅταν ὁ μοναχός, βρῇ αὐτὴ τὴν χαρὰ καὶ τὴν εἰρήνη ἀπὸ τὴν εὐχή, τότε θεωρεῖ σκύβαλα ὅλα τὰ τοῦ κόσμου. Τότε δοξάζει τὸν Θεόν, ποὺ τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου. Τότε, σκέπτεται, τί θὰ εἶναι ἄραγε ἐκεῖ εἰς τὸν Παράδεισον, ἂν τὸν ἀξιώσῃ ὁ Κύριος, ἐφόσον ἐδῶ χορταίνει ἀπὸ χάρι, ἐφόσον ἐδῶ νοιώθει τέτοια μακαριότητα. Σκέπτεται τί θὰ εἶναι ἄραγε ἐκεῖνα τὰ ἀνέκφραστα ἀγαθά!

Ἡ εὐχὴ λοιπὸν θὰ φέρῃ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν γλυκύτητα, καὶ κατόπιν θὰ φέρῃ τὰ δάκρυα. Μόνα τους θὰ ἔρχονται τὰ δάκρυα. Εἶναι ἕνα ἄλλο σκαλοπάτι τὰ δάκρυα. Πρῶτα θὰ εὕρῃς μὲ τὴν εὐχὴν μία χαρά, μία εἰρήνη καὶ γλυκύτητα. Πρῶτα θὰ νοιώσῃς αὐτά, καὶ κατόπιν ἐφόσον θελήσῃ ὁ Θεός, μπορεῖ νὰ γευθῇς κι ἄλλες καταστάσεις. Π.χ. μία ἁρπαγὴ τοῦ νοός, κλπ.

Ἐσὺ παιδί μου λέγε τὴν εὐχή. Πίεζε τὸν ἑαυτόν σου νὰ λέγῃς τὴν εὐχή. Οἱανδήποτε ἐργασία κι ἂν κάνῃς, λέγε τὴν εὐχή. Ἐνίοτε δυσκολεύεσαι νὰ λέγῃς τὴν εὐχὴ ταυτοχρόνως εἰς τὴν ἐργασία σου. Θὰ ἔρθῃ ὅμως καιρός, ὅπου ἐνῷ θὰ κάνῃς οἱανδήποτε ἐργασία, ἐνῷ θὰ ἔχῃς οἱανδήποτε ἀπασχόλησι, θὰ λέγῃς ταυτοχρόνως καὶ τὴν εὐχή. Θὰ λέγεται μόνη της ἡ εὐχή. Τρόπον τινά, σὰν νὰ ἔχῃς δυὸ ἐγκεφάλους. Ὁ ἕνας θὰ λέγῃ τὴν εὐχήν, καὶ ὁ ἄλλος θὰ ἐκτελῇ οἱανδήποτε ἐργασία, οἱανδήποτε ἀπασχόλησι.

Ἡ ἁρπαγὴ τοῦ νοὸς εἶναι προχωρημένη κατάστασις. Γίνεται ἀπὸ τὸν Θεόν, ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἁρπάζεται καὶ ἀνέρχεται ὁ νοῦς εἰς ὕψη δυσθεώρητα. Τότε αἰσθάνεσαι, ὅτι ἔφυγε ὁ νοῦς σου. Τότε ὁ νοῦς ὁδηγεῖται ἀπὸ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ. Τὸν ὁδηγεῖ ὅπου θέλει ὁ Θεός. Τότε εἴτε δοξολογεῖ τὸν ἄπειρον Θεόν, δηλαδὴ ὁδηγεῖται εἰς δοξολογίαν, εἴτε βλέπει μυστήρια Θεοῦ.

Ἡ εὐχὴ ποὺ λέγομεν, μᾶς καθαρίζει ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον ἀπὸ τὰ πάθη.

Πολὺ φοβᾶται ὁ διάβολος τὴν εὐχή. Φοβᾶται τὴν εὐχή, ποὺ σὰν πύρινος κύκλος, περικλείει τὸν εὐχόμενον. Ὅπως ἀνέφερα ὅταν ὁμίλησα περὶ ὑπακοῆς, ὁ δαιμονισμένος ἐκεῖνος, ποὺ ἦτο εἰς πλησίον ἐδῶ κελλί, ὅταν ἔγινε καλὰ λόγω τῆς ὑπακοῆς του, μοῦ ἔλεγε: Λέγοντας τὴν εὐχή, ἔβλεπα τὸν δαίμονα ἀπέναντί μου νὰ ταράσσεται. Στὴν δεύτερη εὐχὴ ἐταράσσετο περισσότερον. Στὴν τρίτη ἐγένετο ἄφαντος.

Ἐγὼ κάποτε ὅταν ἤμουν ἀρχάριος, πολεμήθηκα ἀπὸ τὸν διάβολο. Εἶχα σαρκικὸ πόλεμο. Ξάπλωσα νὰ κοιμηθῶ, ἀλλὰ ὁ πόλεμος τῆς σαρκὸς δυνατός. Ἤρχισα μὲ ζέσι νὰ λέγω τὴν εὐχή. Τότε μεταξὺ ὕπνου καὶ ξύπνου βλέπω ἕνα ὄνειρο, ἕνα ὅραμα: Ἀπέναντι εἰς τὴν ἐξώπορτα, ἤτανε ἕνας δαίμονας, ὅπως τὸν περιγράφουν πατέρες, μὲ κέρατα, μὲ μαῦρα φτερά, κ.λ.π., καὶ κάγχαζε. Δὲν ἠδύνατο ὅμως νὰ πλησιάσῃ εἰς τὸ κελλί μου! Συνῆλθα. Πῆγα καὶ τὸ διηγήθηκα κατόπιν εἰς τὸν Γ. Ἰωσήφ. Μοῦ λέγει: Βλέπεις παιδί μου, ὅτι μὲ τὴν εὐχή, τὸν κρατᾷς εἰς τὴν ἐξώπορτα, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ σὲ πλησιάση!

Εἰς ἕνα μοναχό, εἰσήρχοντο λογισμοὶ βλασφημίας. Τοῦ λέγαμε νὰ λέγῃ τὴν εὐχὴ συνέχεια, χωρὶς διακοπή. Αὐτὸς τὸ δικό του. Δὲν ἤκουε. Ἔκανε κι ἄλλες παρακοές. Διὰ τὸν μοναχὸν αὐτόν, προσηύχετο καὶ ὁ Γ. Ἰωσὴφ κι ἐγὼ πάρα πολύ. Μία φορά, μετὰ ἀπὸ πολὺ προσευχὴ ποὺ ἔκανα δι᾿ αὐτόν, σὰν νὰ μὲ πῆρε ὁ ὕπνος. Τότε βλέπω σὲ ἀπόστασι τινά, ὡσὰν νὰ ἦτο μιὰ γυναῖκα, ἡ ὁποία τραγουδοῦσε καὶ τὸν μοναχὸν διὰ τὸν ὁποῖον προσευχόμουν πρίν, νὰ πηγαίνει πρὸς τὰ ἐκεῖ. Τὸν φωνάζω μὲ τὸ ὄνομά του. Αὐτὸς τίποτε. Δὲν σταματᾷ. Συνεχίζει νὰ πηγαίνῃ πρὸς τὰ ἐκεῖ. Τὸν ξαναφωνάζω. Αὐτὸς πάλι δὲν σταματᾷ. Διὰ τρίτη φορὰ φωνάζω. Πάλι δὲν σταματᾷ. Συνῆλθα. Πληροφορήθηκα οὕτω, ὅτι αὐτὸν δὲν τὸν πειράζει ὁ διάβολος. Δηλαδὴ μόνος του, θεληματικά, πηγαίνει πρὸς τὸν διάβολον. Αὐτὸς μόνος του εἶναι πειρασμός!

Ἡ νοερὰ προσευχὴ ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον, φέρνει τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν πρώτην χάριν τοῦ βαπτίσματος.

Προσοχὴ νὰ μὴ λυπήσῃ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Ὅταν λυπηθῇ ὁ ἀδελφός, δὲν μπορεῖς νὰ κάνῃς προσευχή. Σβήνει ἡ προσευχή!

Ὁ Γ. Ἰωσὴφ ἔλεγε εἰς τοὺς ὑποτακτικούς του: Ἀπὸ ἐσᾶς δὲν θέλω τίποτε. Ἐγὼ θὰ μαγερεύω. Ἐγὼ θὰ σᾶς διακονῶ. Ἀπὸ σᾶς θέλω μόνον μέρα νύχτα προσευχή, μετάνοια, κυρίως δάκρυα. Τίποτε ἄλλο δὲν θέλω, μόνον βία εἰς τὴν προσευχήν, καὶ δάκρυα μέρα – νύχτα.

Μιὰ φορὰ εὑρισκόμενος εἰς τὴν Ἁγίαν Ἄννα, εἰς τὸ κελλὶ τοῦ τιμίου Προδρόμου, καὶ θέλοντας νὰ προσευχηθῶ δὲν μποροῦσα, διότι κάτω ἀπὸ τὸ κελλὶ ἐγίνετο μεγάλος θόρυβος, πολὺ φασαρία καὶ φωνές. Σκεπτόμουνα πῶς θὰ κάνω προσευχὴν μὲ τόσον θόρυβον. Τότε λέγοντας τὴν εὐχὴ μὲ τὸ στόμα, δοκίμασα νὰ μπῶ μέσα μου, εἰς τὸν ἑαυτόν μου. Προσπαθοῦσα καὶ προσευχόμουν νὰ μὲ βοηθήσῃ ὁ Κύριος! Ἐπὶ μίαν ὥρα δὲν ἄκουγα τίποτε. Ὅταν βγῆκα, ὅταν συνῆλθα, βρὲ λέγω, ποῦ βρισκόμουνα ἐπὶ τόσην ὥρα; Τότε κατάλαβα σχετικὰ μὲ τὴν νοερὰ προσευχήν.


Ἐπιστολὴ Γέροντος Ἐφραὶμ πρὸς γυναικεία Ἱερὰ Μονή

Κατουνάκια 22-7-74

Ἐν Χριστῷ ἀγαπημένες μου ψυχές. Εὔχομαι ἡ χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος νὰ κυματίζῃ μέσα σας. Δὲν γνωρίζω τί ἀκριβῶς σας ἔχει πῇ ὁ ἀγαπητός μου ἀδελφὸς καὶ σεβαστὸς Γέροντάς σας γιὰ μένα. Πάντως ὡς συμπεραίνω, ἡ ἀγάπη του γιὰ μένα ὑπερβαίνει τὸ ὅριον τῆς ἀληθείας καὶ ἀκριβείας. Δὲν θὰ τολμοῦσα οὔτε κατὰ διάνοιαν νὰ σᾶς ὁμιλήσω, διότι γνωρίζω, ὅτι δὲν ὑπάρχει κενόν τι εἰς τὰς ὁμιλίας του πρὸς ἐσᾶς, γιὰ νὰ ἔλθω τώρα ἐγὼ νὰ τὸ συμπληρώσω, ἢ καὶ νὰ τὸ πληρώσω, ἀλλὰ ἀφοῦ μὲ παρακαλεῖτε, ἢ μᾶλλον μὲ πιέζετε νὰ σᾶς γράψω κάτι, ὄχι τί καινὸν εἰς τὰ τοῦ Γέροντός σας, ἀλλὰ τὸ ἴδιον μὲ ἄλλους λόγους, ἅς σας ἀκούσω, ἶνα μὴ φανῶ παρήκοος.

Γνωρίζω, ὅτι γράφω πρὸς ψυχάς, αἱ ὁποῖαι ἀπαρνήθηκαν τὸν κόσμον καὶ τὰ τοῦ κόσμου, καὶ ἀφιέρωσαν τὸν ἑαυτὸν τοὺς ἓξ ὁλοκλήρου γιὰ τὴν ἄλλην ζωὴν στὸν ἐπουράνιον Νυμφίον, τὸν γλυκύτατον Ἰησοῦν. Ἐνεδύθησαν τὸ ἔνδυμα, τὸ μοναχικόν. Τὸ ἔνδυμα τῆς ἀγαμίας, τῆς παρθενίας, τῆς σωφροσύνης, τῆς ὑπακοῆς, τῆς προσευχῆς. Ἔφυγαν μακρυὰ ἀπὸ τὸν κόσμον, οὐχὶ μόνον μὲ τὸ σῶμα, ἀλλὰ πολὺ περισσότερον μὲ τὸ πνεῦμα. Συναγωνίζονται νύκτα καὶ ἡμέρα μὲ τοὺς ἀσάρκους ἀγγέλους, ἐν σαρκὶ οὖσαι, εἰς τὴν δοξολογίαν τοῦ Θεοῦ. Μέρα τὴν ἡμέρα προκόπτουν (αὐτοπαρατηρώσαι ἑαυτάς) εἰς τὴν ἐξομολόγησι, εἰς τὴν ὑπακοήν, εἰς τὴν προσευχήν, καὶ γενικῶς εἰς τὴν αὐτοσυγκέντρωσιν. Τᾶς περιλούει ἡ σιωπή, ἢ μᾶλλον ἡ σμικρολογία, τὸ πένθος, τὰ ἀείρροα δάκρυα, ὁ Θεῖος ἔρως. Ὁ παρθενικὸς Θεῖος ἔρως τοῦ γλυκυτάτου καὶ ὡραιοτάτου Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ δὲν παύουν οὔτε στιγμήν, ποὺ νὰ μὴ προφέρουν τὸ γλυκύτατον Αὐτοῦ ὄνομα. Ἰησοῦ μου γλυκύτατε ἐλέησόν με. Ἰησοῦ μου γλυκειὰ ἀγάπη ἐλέησόν με. Ἰησοῦ μου Νυμφίε μου ἐλέησόν με.

Βεβαίως αὐτὴ ἡ εὐχὴ δὲν εἶναι ἡ ἴδια γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, δηλαδὴ γιὰ ὅλες τὶς καταστάσεις. Ὁ ἕνας τὴν λέγει: Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με. Ὁ ἄλλος τὴν λέγει: Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ ἐλέησόν με. Ὁ ἄλλος: Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με. Ὁ ἄλλος: Ἰησοῦ μου ἐλέησόν με. Ὁ ἄλλος: Ἰησοῦ μου, καὶ ὁ τελευταῖος δὲν προφέρει τίποτε, ἀλλὰ κάθεται σιωπώντας καὶ ἐντρυφώντας τὴ Θείαν γλυκύτητα! Εὔχομαι νὰ φθάσετε στὴν τελευταία κατάστασιν. Ὅλα ἔρχονται διὰ μέσου τῆς ὑπακοῆς. Ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τῆς μοναχῆς, ἡ ὑπακοὴ εἶναι. Ὅλα τὰ χαρίσματα διαμέσου τῆς ὑπακοῆς χορηγοῦνται. Ὑπακοὴ = ζωή. Παρακοὴ = Θάνατος.

Συγχωρήσατε μοὶ διὰ τὴν φλυαρίαν μου.
Μὲ ἀδελφικὴν ἀγάπη καὶ ψυχικὸν σύνδεσμον.
Ἐφραίμ


Περὶ Χάριτος

Εὑρισκόμενος μία φορὰ εἰς κατάστασιν χάριτος, ἔπαυσα ἂν λέγω τὸ «Κύριε» ἀπὸ τὴν εὐχή, καὶ ἔλεγα μόνον «Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με». Ὅσον περισσότερον πλήθαινε ἡ χάρις, ἔπαυσα νὰ λέγω καὶ τὸ «Χριστέ». Κατόπιν ἔπαυσα καὶ τὸ «ἐλέησόν με», καὶ ἔλεγα μόνον τὸ «Ἰησοῦ μου». Ἡ χάρις συνεχῶς ηὔξανε. Ἔφθασε στιγμή, ποὺ δὲν ἠμποροῦσα νὰ εἴπω, οὔτε τὸ «Ἰησοῦ μου», ἀλλὰ κύταζα μὲ σηκωμένη τὴν κεφαλὴ πρὸς τὰ ἐπάνω καθηλωμένος, σχεδὸν ἀκίνητος. Τότε βρίσκεται κανεὶς σὲ μιὰ προεκστατικὴ κατάστασι. Ἔχει βέβαια, ἀκόμη τὰς αἰσθήσεις του. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα εἶναι ἔκστασις. Εὑρισκόμενος κανεὶς σὲ αὐτὴ τὴν κατάστασιν, ἔχει μέσα του ἄρρητο γλυκύτητα, μακαριότητα, δάκρυα, θεῖον ἔρωτα, κλπ., καὶ λόγῳ τούτων τὸ σῶμα καθηλοῦται.

Τέτοια κατάστασις ἔρχεται εἰς τὸ τέλος, δηλαδὴ εἶναι τὸ τέλος, ἡ ἔκβασις τῆς καρδιακῆς προσευχῆς, γίνεται ὅταν ἐνεργήσῃ ἡ προσευχή.

Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ λέγει, ὅτι ὅταν ἐπισκιάσῃ ἡ χάρις εἰς τὸν προσευχόμενον, νομίζει ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ παράδεισος, ἡ ἀπαρχὴ τοῦ παραδείσου. Πολλὲς φορὲς λέγοντας τὴν εὐχούλα, αἰσθάνεσαι χαρά, εἰρήνη, μακαριότητα. Πολλὲς φορὲς ἔτσι εὑρισκόμενος, εἶπα εἰς τὸν Γ. Ἰωσήφ: Καὶ εἰς κόλαση νὰ εἶμαι, δὲν μὲ πειράζει ἀρκεῖ τὴν εὐχὴ νὰ λέγω.

Ἐρώτησις: Τῆς εὐχῆς ἡ χάρις καὶ ἡ χαρὰ ποὺ σταλάζει μέσα μας, εἶναι ἱκανή, νὰ δώσῃ στὸν ἄνθρωπον, νὰ ἀποκτήσῃ γι᾿ αὐτὴν τόσην ἀγάπην ποὺ νὰ λέγῃ: μόνον τὴν εὐχὴν νὰ ἔχω, καὶ ὅπου εἶναι ἡ εὐχή, θὰ βρεθῆ καὶ ὁ παράδεισος γύρω – τριγύρω; Αὐτὸ εἶναι ἐπειδὴ ἡ εὐχὴ ἔχει τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ; Καὶ ὅπου εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου βρίσκεται ἡ χάρις;

Ἀπάντησις: Ναί, ὅπου τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐνεργεῖ ἡ χάρις. Γιατί κάνομεν νοερὰ προσευχή; Γιατί ἐργαζόμεθα νοερὰ προσευχή; Γιὰ νὰ βροῦμε τὸν καρπὸν τοῦ βαπτίσματος τὸν ὁποῖον χάσαμε.

Ὅταν ἔρθῃ πάτερ μου ἡ ἐνέργεια τῆς νοερᾶς προσευχῆς, νομίζεις, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ παράδεισος. Αὐτὸ ποὺ αἰσθάνομαι μὲ φθάνει. Δὲν θέλω τίποτε ἄλλο. Ὅταν ἔρθῃ ἡ χάρις, τότε θὰ σὲ κάνῃ χαριτωμένον. Ἀρκεῖ νὰ ἔρθῃ ἡ χάρις. Ὅλος ὁ κόπος εἶναι γιὰ νὰ ἔρθῃ καὶ νὰ ἐνεργήσῃ ἡ χάρις.


Ἐπιστολὴ εἰς πνευματικά του τέκνα

Εὔχομαι ἡ Παναγία μας πάντοτε νὰ σᾶς σκεπάζῃ. Νὰ βιάσετε τὸν ἑαυτόν σας. Νὰ κάθεσθε ἔστω τώρα στὴν ἀρχή, ἕνα τέταρτο τῆς ὥρας, καὶ κατόπιν νὰ τὸ αὐξήσετε σὲ μισὴ ὥρα, κοκ.. Νὰ κάθεσθε σὲ ἕνα κάθισμα, καὶ νὰ λέτε τὴν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με».

Νὰ τὴν λέτε μία - μία λέξι, κατανοητά, καταληπτά. Νὰ μὴ προχωρῆτε στὴν δεύτερη λέξι, ἂν δὲν καταλάβετε τὴν πρώτην. Νὰ τονίζετε περισσότερον τὸ τελευταῖο, δηλαδὴ τὸ «ἐλέησόν με».

Θὰ σᾶς ἔρθῃ τώρα στὴν ἀρχὴ ὕπνος καὶ ῥᾳθυμία καὶ μετεωρισμὸς καὶ ἀμέλεια, ἀλλὰ ἐσεῖς γρήγορα νὰ συνέρχεσθε.

Ὅταν λέτε τὴν εὐχήν, νὰ θεωρῆτε τὸν ἑαυτόν σας τώρα στὴν ἀρχήν, ὅτι εἶσθε στὴν κόλασι, καὶ νὰ φωνάζετε κλαίοντας ζητώντας τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μακρυὰ ἀπὸ τὴν ἀπόγνωσιν, ἀπὸ τὴν ἀπελπισίαν, καὶ τὰ ὅμοια τούτω.

Ὅσον σᾶς εἶναι δυνατὸν βιάσατε τὸν ἑαυτόν σας στὰ δάκρυα. Μὴ φοβηθῆτε, ὅταν ἀκούσετε κρότους – κτύπους.

Αὐτὸ τὸ σύστημα, αὐτὴν τὴν τάξιν θὰ τὴν κάνετε τρὶς φορὲς τὴν ἡμέρα. Πρωὶ – μεσημέρι – βράδυ. Ἐὰν δὲν μπορεῖτε τρὶς φορές, τουλάχιστον δυὸ φορὲς πρωὶ καὶ βράδυ, ἢ ἔστω μόνον τὸ βράδυ.

Κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, νὰ μὴ δέχεσθε οὔτε φαντασία οὔτε μορφή, οὔτε εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ τοῦ Χριστοῦ, ἢ ἄλλου τινος Ἁγίου, οὔτε καὶ τὶς λέξεις τῆς εὐχῆς νὰ βλέπετε νοερῶς.

Αὐτὰ τὰ ὀλίγα τώρα στὴν ἀρχήν, τὰ δὲ ἄλλα σὺν τῷ χρόνῳ.

Μὲ ἀδελφικὴ ἀγάπη,
Ἐφραίμ


Νουθεσίαι εἰς κοσμικοὺς ποὺ τὸν ἐπισκέφθηκαν

Ἡμεῖς οἱ καλόγεροι, τὸ ὅπλο ποὺ ἔχομε, εἶναι τὸ κομβοσχοινάκι. Μάθετε νὰ ἐργάζεσθε τὸ κομβοσχοινάκι. Ἐδῶ εἰς τὸ ὄρος ποὺ ᾔλθατε, νὰ πάρετε ὅλοι ἀπὸ ἕνα κομβοσχοινάκι. Τὸ κομβοσχοίνι θὰ σᾶς ὁδηγήσῃ ἐκεῖ, ὅπου ἐσεῖς δὲν γνωρίζετε, σὲ ἀνώτερα ἐπίπεδα θὰ σᾶς ὁδηγήσῃ τὸ κομβοσχοινάκι.

«Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με». Ἔχετε ἕνα πρόβλημα; Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με. Ἔχετε ἕνα πειρασμὸν μὲ τὸν ἄλλον, τὸν γείτονά σας, μὲ τὸν φίλον σας, κοκ.; Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με. Ἡ εὐχὴ θὰ σᾶς δώσει λύσιν τοῦ προβλήματός σας, λύσιν τοῦ ἀδιεξόδου του ὁποίου βρίσκεσθε.

Μία φορὰ μοῦ ἔτυχε ἕνας μεγάλος πειρασμός. Ἄρχισα ἔντονα τὴν εὐχή: Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με Παναγία μου βοήθησέ με. Ἔκανα καὶ μία παράκλησι στὴν Γοργοεπήκοον. Δὲν ἄργησε νὰ ἔρθῃ ἡ ἀπάντησις. Τὴν τρίτην ἡμέρα ἔφυγε ὁ πειρασμός, ὅλα τακτοποιήθηκαν.

Τὸ κομβοσχοινάκι λοιπὸν Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με. Ἂν συνταυτισθῆτε μὲ τὸ κομβοσχοινάκι, νὰ ξέρετε, ὅτι θὰ εὕρετε ἕνα φωτισμόν, θὰ εὕρετε ἕνα ἀνώτερο ἐπίπεδον.

Αὐτὰ τὰ ὀλίγα εἶχα νὰ σᾶς εἴπω, καὶ εὔχομαι πάντοτε ἡ Παναγία μας νὰ σᾶς σκεπάζῃ.


Περὶ νοερᾶς προσευχῆς

Ἐρώτησις (μοναχοῦ τινος Θεολόγου): Ἡ νοερὰ προσευχὴ εἶναι σὰν δρόμος, ἵνα ἔλθῃ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Δὲν ὑπάρχουν ἄλλοι δρόμοι γιὰ νὰ συναντήσῃ κανεὶς τὴ χάριν;

Ἀπάντησις: Δὲν μποροῦμε νὰ περιορίσωμεν τὸν Θεὸν καὶ νὰ τοῦ ποῦμε, ἀπὸ αὐτὴν τὴν πλευρὰν νὰ μᾶς δώσῃ τὴν χάριν. Ἡ χάρις εὑρίσκεται διὰ πολλῶν μέσων. Διὰ τῆς ἐλεημοσύνης, διὰ τῆς ἐξομολογήσεως, διὰ τῆς μεταλήψεως, διὰ τῆς προσευχῆς, κλπ. Διὰ τῶν πρώτων ὅμως ἀργεῖ νὰ βρῇ ὁ ἄνθρωπος τὴν χάριν, ἐνῷ μὲ τὴν νοερὰ προσευχή, κατὰ συντομότερον δρόμον βρίσκει τὴν χάριν.

Κάνοντας ὁ ἄνθρωπος νοερὰ προσευχή, ἔρχεται σιγὰ-σιγὰ σὲ ἀπάθεια. Φεύγουν ὅλες αἱ παραφυάδες, ὅλα τὰ ζιζάνια ἀπὸ τὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ μένει ὁ ἄνθρωπος τρόπον τινὰ σκέτος, ὁπότε ἡ νοερὰ προσευχὴ κατόπιν κτίζει.

Ἐρώτησις: Δηλαδὴ πρῶτα θὰ γκρεμίσῃ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον μέσα, θὰ τὸν ξεθεμελιώση, καὶ ἔπειτα θὰ κτίσῃ τὸν καινούργιο ἄνθρωπο τῆς χάριτος;

Ἀπάντησις: Ναί, κάπως ἔτσι.


Περὶ τῆς εὐχῆς

Συμβουλὲς τινές, εἰς πνευματικὸν τοῦ τέκνον: Ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες φωνάζουν. Τὴν πρώτην θέσιν τοῦ κάθε Χριστιανοῦ τὴν κατέχει ἡ προσευχή. Θέλεις νὰ κάνῃς κατάστασιν; Προσεύχου. Θέλεις νὰ σωθῆς; Προσεύχου.

Ὅλες αἱ προσευχὲς καλὲς καὶ ἅγιες εἶναι, ἀλλὰ ἡ νοερὰ προσευχή, εἶναι ἡ βασίλισσα αὐτῶν: Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν μικρούλαν, ἀλλὰ παντοδύναμιν προσευχήν, ξεκίνησαν οἱ ἅγιοι πατέρες, καὶ ἔγιναν φωστῆρες τῆς ἐκκλησίας.

Λέγε συνεχῶς, ὅσο μπορεῖς περισσότερες φορὲς τὴν ἡμέρα καὶ τὴν νύχτα αὐτὴν τὴν εὐχούλα, καὶ αὐτὴ θὰ σὲ διδάξῃ αὐτὰ ποὺ θέλεις, αὐτὰ ποὺ δὲν γνωρίζεις. Βιάσου σὲ αὐτὴν τὴν εὐχούλα.


Περὶ προσευχῆς

Νουθεσίαι εἰς συγγενῆ τοῦ κόρη: Σὲ συμβουλεύω λοιπὸν νὰ προσεύχεσαι συχνά. Νὰ λέγῃς τὴν εὐχή: Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με. Ὅσο μπορεῖς συγχνότερα. Νὰ βάλῃς μίαν καλὴν ἀρχήν, καὶ μὲ τὸν καιρὸν θὰ αἰσθανθῆς τὸν γλυκὸ καρπὸ – χαρά, γλυκύτητα καὶ εὐφροσύνη.

Ὅσο μπορεῖς, νὰ φυλάττῃς καθαρότητα σώματος καὶ ψυχῇς. Συστολὴ τῶν αἰσθήσεων καὶ σμικρολογία. Ἰδίως νὰ φυλάζεσαι ἀπὸ τὶς κακὲς συναναστροφές.

Καμία ἄλλη ἀρετὴ δὲν ἑνώνει τὸν ἄνθρωπον μὲ τὸν Θεόν, ὅσον ἡ προσευχή. Ὅσο γιὰ τὰ σκιρτήματα τοῦ Πνεύματος, δὲν εἶναι καιρὸς ἀκόμη, εἶναι νωρίς. Ἐσὺ βάδιζε τὸν δρόμον ποὺ σοῦ ὑποδεικνύω, λέγοντας αὐτὴν τὴν μικροῦλα εὐχοῦλα, τό: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με» ἢ «Ἰησοῦ γλυκύτατε, ἐλέησόν με», καὶ θὰ τὰ εὕρῃς μόνη σου. Καὶ ὅταν ὁ πανάγαθος Θεὸς εὐδοκήσῃ νὰ σὲ χαριτώσῃ, νὰ γνωρίσῃς τὴν γλυκύτητά του, τότε θὰ γίνῃς ἔξαλλος ἀπὸ χαράν. Τότε θὰ γνωρίσῃς, τί θὰ πῇ σκίρτημα, ἢ μᾶλλον, πὼς ἡ ψυχή σου θὰ φεύγῃ ἀπὸ τὸ σῶμα, θὰ διαπερνᾷ τοὺς οὐρανούς, θὰ σχίζῃ τὰ τάγματα τῶν Ἀγγέλων καὶ Ἀρχαγγέλων, ἵνα συναντήσῃ τὸν γλυκύτατον τῆς Νυμφίον… Καὶ ἄλλα πολλά, τὰ ὁποῖα ἐγὼ δὲν πρέπει νὰ σοῦ τὰ προλέγω.

Προχώρα ὅπως βαδίζῃς, καὶ τότε θὰ ἰδῇς μὲ τὴν πεῖρά σου, τί εἶναι αὐτὸς ὁ κόσμος, δηλαδὴ οἱ δόξες καὶ τὰ μεγαλεῖα του. Ὅτι ὅλα αὐτὰ μᾶς γίνονται ἐμπόδια εἰς τὸ νὰ ἀρέσωμε εἰς τὸν Θεόν. Πολλὰ εἶναι τὰ ἐμπόδια γιὰ νὰ εὐαρεστήσωμε τὸν θεόν. Τὸ μεγαλύτερον ἀπὸ ὅλα εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἔπειτα ἔρχεται ὁ διάβολος.

Ὅπου κι ἂν εὑρίσκεσαι, νὰ προσεύχεσαι. Ὄχι μόνον μέσα στὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ νὰ λέγῃς αὐτὴν τὴν χαριτόβρυτο εὐχούλα. Καὶ ἐκκλησία καὶ θρόνος Θεοῦ καὶ παράδεισος, εἶναι αὐτὴ ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου. Καθὼς καὶ τὸ ἀντίθετον. Καὶ κόλασις καὶ θρόνος τοῦ διαβόλου πάλιν εἶναι ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν θέλησιν λοιπὸν τοῦ ἀνθρώπου εἶναι, νὰ κάνῃ τὴν καρδίαν τοῦ Παραδείσου καὶ θρόνον Θεοῦ, προσευχόμενος, καὶ ποιώντας ἔργα καλά, καὶ οὐχὶ τοῦ διαβόλου.

Ὁ Γέροντάς μου ὁ μακαρίτης ὁ Γ. Ἰωσήφ, εἶχε γράψει ὁλόκληρο βιβλίον περὶ ἡσυχίας καὶ προσευχῆς. Στὸ κεφάλαιον περὶ θείου ἔρωτος ἔγραφε:

Στοὺς οὐρανοὺς σ᾿ ἀναζητῶ,
ψάχνω γιὰ νὰ σὲ εὑρῶ,
κι ὅταν σκιρτᾷς κατανοῶ,
ὅτι μέσα μου σὲ ἔχω.

Δηλαδὴ τὸν Ἰησοῦ Χριστόν. Ὁ Χριστὸς διαρκῶς φωνάζει στὸ Εὐαγγέλιό του «Ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἐντὸς ἡμῶν ἐστι».


Ἑτέρα ἐπιστολὴ εἰς τὴν ἰδίαν συγγενῆ του

Παιδί μου, ὄχι μόνον νὰ λέγωμεν τὴν εὐχὴ ἀδιάκοπα «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με», ἀλλὰ καὶ αὐτοσχεδίους ἁπλᾶς προσευχὰς μποροῦμε νὰ κάνωμε, κατὰ τὴν περίστασι ποὺ βρισκόμαστε, π.χ. «Κύριε φώτισέ με, καὶ βοήθησέ με τί νὰ κάνω», κλπ. Εἶναι πολλὲς ἀρετὲς ποὺ μᾶς κάνουν ἀγαπητοὺς στὸν Θεόν, καὶ μᾶς πλησιάζουν πρὸς Αὐτόν. Ἀλλὰ περισσότερον καὶ εὐκολώτερον ἀπὸ ὅλες εἶναι ἡ προσευχή. Ἡ προσευχὴ μᾶς ἑνώνει νοερῶς μὲ τὸν Θεόν. Ἀλλὰ καὶ ὅτι βῆμα κάνομε μὲ προσευχή, ὁ Θεός μας εὐλογεῖ. Ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καὶ εὐφράνθην. Τίποτε ἀγαπητό μου παιδὶ δὲν θέλω ἀπὸ σένα, εἰμὴ μόνον νὰ ἀγαπήσῃς τὸν Θεόν. Αὐτὴν τὴν συμβουλὴ ὁλοψύχως καὶ διαπύρως σοῦ δίνω.

«Ὁ ἀγαπῶν με, τὰς ἐντολάς μου τηρήσῃ, καὶ ἀγαπηθήσεται ἀπὸ τοῦ Πατρός μου, καὶ ἐλευσόμεθα, καὶ μόνην παρ᾿ αὐτῷ ποιήσωμεν καὶ … ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν». Πῶς ἐμφανίζεται ὁ Χριστός, καὶ πῶς Αὐτὸς καὶ ὁ Πατήρ Του μονὴν παρ᾿ ἡμῶν ποιεῖ, οὔπω καιρός.

Ὅπου καὶ νὰ βρίσκεσαι ὅτι καὶ νὰ κάνεις, νὰ ἐνθυμῆσαι τὸν Θεόν, καὶ νὰ ἔχῃς ὑπ᾿ ὄψιν σου ὅτι τὸ ἀκοίμητον μάτι Αὐτοῦ σὲ παρακολουθεῖ. Προσεύχου πάντοτε: Κύριε ἀξίωσέ με ἡ εὐσπλαχνία Σου, νὰ γίνῃ καὶ σὲ μένα τὴν ἁμαρτωλήν, τὸ ἅγιον θέλημά Σου. Δὲν θέλω τίποτε ἄλλο παρὰ μόνον Ἐσένα. Φώτισέ με καὶ βοήθησέ με, νὰ σὲ ἀκολουθήσω καὶ νὰ σὲ ἀναπαύσω. Εὐλόγησόν με κι ἐμένα Κύριε νὰ κληρονομήσω κι ἐγὼ αὐτὰ τὰ ἀνεκλάλητα κάλλη τοῦ Παραδείσου, τὰ Αἰώνια Ἀγαθά, τὰ ὁποῖα ἡτοίμασε ἡ ἀγάπη Σου διὰ τοὺς ἀγαπῶντάς Σε. Ἀμήν. Νὰ ζητᾶμε βοήθεια καὶ φωτισμὸν ἀπὸ τὸν Θεόν. «Ζητῆτε καὶ δοθήσεται, κρούεται καὶ ἀνοιγήσηται» λέγει ὁ Χριστός.

Ἡ θέλησις παιδί μου τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι πολὺ ἀσθενής. Θέλεις νὰ κάνῃς καλὸ μὰ δὲν μπορεῖς. Ἐὰν ἕνας ἀπόστολος Παῦλος διακηρύττῃ ὅτι: Θέλω νὰ κάνω τὸ καλό, μὰ δὲν μπορῶ, γιατὶ μέσα μου ὑπάρχει ἄλλος νόμος, ὁ νόμος τῆς ἁμαρτίας, ἡμεῖς τί νὰ εἰποῦμε; Διὰ τοῦτο λοιπὸν παρακαλοῦμε καὶ ἱκετεύομεν τὸν Θεὸν μὲ τὴν προσευχήν, ἵνα μᾶς ἀξιώσῃ νὰ κάνωμεν πάντοτε τὸ θέλημά Του, καὶ μόνον τὸ Θέλημά Του, εἴτε γλυκὸ εἶναι αὐτό, εἴτε πικρό, ἀλλὰ πάντοτε ὠφέλιμο καὶ οὐδέποτε βλαβερό.


ΠΕΡΙ ΔΑΚΡΥΩΝ

Τὰ δάκρυα εἶναι μεταξὺ ἐμπαθείας καὶ ἀπαθείας. Τὰ δάκρυα καθαρίζουν. Εἶναι τὰ ἀρχαρήτικα δάκρυα, δηλαδὴ τὰ δάκρυα μετανοίας. Ἤτοι σκέπτεσαι, ἐὰν κολασθῶ; Θὰ εἶμαι μὲ τὸν Χριστὸν ἢ μὲ τὸν διάβολον; Ἐὰν θὰ εἶμαι αἰώνια εἰς τὴν κόλασιν; Τότε τί θὰ κάνω; κοκ.

Κατόπιν ἔρχονται τὰ δάκρυα τῆς χάριτος. Τὰ δάκρυα αὐτὰ εἶναι τόσον γλυκά, ὥστε ὅταν μοῦ ἤρχοντο ἔλεγα: Θεέ μου εἰς τὸν παράδεισον τίποτε ἄλλον δὲν θέλω, παρὰ νὰ κλαίω ἔτσι. Αὐτὰ τὰ δάκρυα ἔρχονται ὕστερα.

Τὰ δάκρυα εἶναι ἡ τροφὴ τῆς ψυχῆς. Ὅπως τὸ σῶμα τρέφεται μὲ καλὴν τροφὴ ζωογονεῖται, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ τρέφεται μὲ τὰ δάκρυα καὶ ζωογονεῖται.

Νὰ καλλιεργῇς τὰ δάκρυα. Νὰ καλλιεργῇς τὶς εἰκόνες, τὶς σκέψεις, ποὺ φέρνουν δάκρυα. Ἐγὼ καλλιεργοῦσα τὴν εἰκόνα τοῦ νεκροῦ σώματος τοῦ Γ. Ἰωσήφ. Ὅταν τὸν φίλησα καὶ τὸν βάλαμε στὸ μνῆμα. Σκεπτόμουνα, ὅτι κι ἐγὼ σύντομα ἔτσι θὰ γίνω. Σκεπτόμουνα, μήπως ὁ Θεὸς δὲν μὲ δεχθῆ, δὲν μὲ συγχωρήσῃ, κοκ.

Ὅταν προσεύχεσαι νὰ προσπαθῇς νὰ ἔχῃς δάκρυα. Γίνεται συνήθεια κατόπιν καὶ κλαῖς εἰς τὴν προσευχήν σου. Ὅταν ἔχῃς δάκρυα εἰς τὴν προσευχή, ὁτιδήποτε δάκρυα, πηγαίνεις μπροστά. Ὅταν σταματήσουν τὰ δάκρυα πᾷς ὀπίσω.

Τὰ πολλὰ δάκρυα δίνουν τὴν χάριν. Ἀρχικῶς σκεπτόμουνα, ὅτι σὲ λίγο θὰ πεθάνω. Τώρα ἔχω χρόνον νὰ προσευχηθῶ καὶ νὰ μετανοήσω. Μόλις πεθάνω, τίποτε δὲν ὠφελοῦν τὰ δάκρυα. Τώρα μόνον μπορῶ νὰ κλάψω γιὰ τὴν ψυχή μου. Ἔβαζα τὸν ἑαυτόν μου εἰς τὴν κόλασι. Ἔτσι ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον καλλιεργοῦσα τὰ δάκρυα, καὶ μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, ἔκλαιγα ὅσο ἤθελα καὶ ὅποτε ἤθελα.

Ἐγὼ πῆρα τὸν δρόμον τῶν δακρύων. Ἔλεγα εἰς τὸν Γ. Ἰωσὴφ διὰ τὰ πολλά μου δάκρυα καὶ μοῦ ἀπαντοῦσε: Ἐσὺ ἔτσι θὰ εὕρῃς τὴν χάριν, μὲ τὰ δάκρυα. Ἄλλος δρόμος εἶναι ἡ νοερὰ προσευχή. Καὶ πράγματι ἔτσι κι ἔγινε. Ἐγὼ βρῆκα τὴν χάριν μὲ τὰ πολλὰ δάκρυα.

Ἂν θέλῃς νὰ μὴ ψυχρανθῇ ὁ ζῆλός σου, μὴν ἀφήνῃς τὰ δάκρυα στὴν προσευχή σου.

Αὐτὰ ποὺ σᾶς λέγω, εἶναι ὅτι μας παρέδωσε ὁ Γ. Ἰωσήφ, καὶ ὅτι ἐκ πείρας ἐδοκίμασα, εἶδα, καὶ γεύθηκα. Αὐτὰ λέγω.