Αὐτὸ ποὺ λένε, ἀνοίγονται τὰ μάτια τῆς ψυχῆς, πατέρες, ξέρουν τί λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἤξεραν τί λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες. Γι᾿ αὐτὸ νὰ διαβάζουμε καὶ τὰ πατερικὰ βιβλία καὶ τὴ Θεία Γραφή. Μὰ δὲν ἀδειάζεις; Ἔστω μισὴ ὥρα κάθε μέρα νὰ διαβάζεις. Αὐτὴ ἡ κάθαρση, αὐτὸς ὁ φωτισμός, τὸν ὁποῖον θὰ πάρεις διαβάζοντας τὴ Θεία Γραφή, θὰ σοῦ κρατήσει ὅλη τὴν ἡμέρα καὶ τὴ νύχτα.
Ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἐπαινεῖ τὸν πλησίον του καὶ κατακρίνει τὸν ἑαυτό του, φθάνει σὲ μέτρα ἁγιότητος. Ἂν ζητᾶς ἐσὺ ἀπὸ τὸν ἄλλονε, ἐπειδὴ σὲ λύπησε, νὰ σοῦ βάλει μετάνοια, δὲν εἶσαι καλά, δὲν εἶσαι ἐντάξει, δὲν βαδίζεις στὸ δρόμο τῆς καλογερικῆς.
Φθάσαμε, πατέρες, σ᾿ ἕνα τέτοιο σημεῖο, ποὺ μπορῶ νὰ πῶ ὅτι, ὅταν ἤμασταν κοσμικοί, ἤμασταν καλύτεροι. Τώρα δὲν σηκώνουμε λόγο, δὲν σηκώνουμε λόγο.
Τὰ πατερικὰ βιβλία λένε ὅτι ὁ ἀββὰς Νισθερὼ ἀπέκτησε φήμη ἁγίου ἀνδρός. Καὶ πῆγε ἄλλος καὶ τοῦ λέει: «Τί ἀρετὴ ἔκανες, πάτερ, κι ἔφθασες σ᾿ αὐτὰ τὰ μέτρα;» Λέει: «Ἀφότου μπῆκα στὸ μοναστήρι, εἶπα, ἐγὼ καὶ τὸ γαϊδούρι ἕνα εἴμαστε. Ὅσο μιλάει τὸ γαϊδούρι, ὅταν τὸ δέρνεις, τόσο θὰ μιλήσω κι ἐγώ». Αὐτὸ ἦταν τὸ θεμέλιο, ὅτι καὶ νὰ τὸν δείρουνε, «εὐλόγησον». Τώρα ἐμεῖς φθάσαμε στὸ σημεῖο, δὲν σηκώνουμε λόγο.
Ὁ ἄνθρωπος, ἐφόσον ζεῖ, πρέπει πάντοτε νὰ ἀγωνίζεται. Καὶ ὁ πρῶτος ἀγώνας εἶναι νὰ νικήσει τὸν ἑαυτό του. Ὁ πρῶτος καὶ ὁ κυριότερος ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ὁ διάβολος, ὄχι. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸν ἑαυτό του ἐπίβουλος. Καὶ τοῦτο διότι δὲν ἀκούει τὸν ἄλλον, ἀκούει τί τὸν λέει ὁ λογισμός του. Ἐνῶ ἔχουμε τόσους ἁγίους Πατέρες νὰ τοὺς μιμηθοῦμε διαβάζοντας τὰ συγγράματά τους, ἐντούτοις ὅμως τὸ ἐγὼ μᾶς κυριεύει πολλὲς φορές. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος νικήσει τὸν ἑαυτό του, εἶναι ὁ μεγαλύτερος μεγαλομάρτυρας καὶ τροπαιοφόρος καὶ νικηφόρος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ!
Γι᾿ αὐτὸ πολλὲς φορές, νὰ σᾶς πῶ, πατέρες, ἐφοβήθηκα τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ. Εἶναι σύμφωνος ὁ Θεὸς μὲ μένανε ἢ μήπως ἀλλάζει ὁ Θεός; «Ἐμνήσθην τῶν κριμάτων Σου καὶ παρεκλήθην» (Ψαλμ. 118,12* 52). Ἔτσι εἶναι.
Ὁ Σταυρὸς δὲν λείπει. Γιατί; Γιατὶ ἐφ᾿ ὅσον κι ὁ ἀρχηγός μας ἀνέβηκε στὸ Σταυρό, κι ἐμεῖς θ᾿ ἀνεβοῦμε, νὰ ποῦμε. Ἀλλὰ ἀπ᾿ τὴ μία πλευρὰ εἶναι γλυκὺς καὶ ἐλαφρός, ἀπ᾿ τὴν ἄλλη μεριὰ εἶναι πικρὸς καὶ βαρύς. Κατὰ τὴν προαίρεσή μας. Ἂν πάρεις μὲ ἀγάπη τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, εἶναι πολὺ ἐλαφρός, εἶναι σφουγγάρι, φελλός. Ἂν τὸ πάρεις, δηλαδή, ἀπ᾿ τὴν ἄλλη πλευρά, τότες εἶναι βαρὺς καὶ ἀσήκωτος.
Γι᾿ αὐτό, καὶ μένα ἡ πείρα αὐτὸ μὲ δίδαξε. Τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ γίνει. Ἦταν ἀπ᾿ τὸ Θεὸ ἔτσι. Καὶ εἰρηνεύεις, νὰ ποῦμε. Ἂν πεῖς μὰ γιατί ἐτοῦτο, ἐκεῖνο, δὲν εἰρηνεύεις, δὲν εἰρηνεύεις. Δὲν ἦταν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ φύγω τὴν Κυριακή, ἦταν τὴ Δευτέρα· δὲν ἤθελε ὁ Θεὸς τὴν Τρίτη, ἤθελε νὰ φύγω τὴν Τετάρτη· ἔ, ὁ Θεὸς ἔτσι τά ῾φερε. Ἂν τὰ πάρεις ἀπ᾿ τὴν ἄλλη πλευρὰ μὲ τὴν κρίση τὴ δική σου, θὰ σφάλεις καὶ μισθὸν δὲν ἔχεις. Μισθὸν δὲν ἔχεις!
Μέσα σου νὰ βράζει ἡ χαρά, νὰ μὴ φαίνεται· μέσα σου νὰ βράζει ἡ λύπη, ἡ κόλαση, ἀλλὰ μὴν τὸ ἐξωτερικεύεις. Αὐτὸς εἶναι ὁ καλόγηρος.
Εἰδάλλως, ἐσὺ κι ἐγὼ ἐδῶ, καὶ νὰ προσευχώμεθα· νὰ μὴν ἀκούει ὁ ἕνας τὸν ἄλλονε. Αὐτὸ εἶναι κατὰ Θεόν. Ἅμα τὸ ἐξωτερικεύεις, εἴτε ὑπερηφάνεια θὰ σὲ πιάσει, ἢ... θὰ τὸ χάσεις.
Γι᾿ αὐτὸ λέω ὅτι, ὅπου κι ἂν εὑρεθεῖ ὁ ἄνθρωπος, νὰ μὴν ἀπελπίζεται. Νὰ μὴν τὰ χάνει, νὰ μὴν τὰ σαστίζει. Γιὰ τὸν ἄλφα καὶ τὸν βῆτα λόγο, ὁ Θεὸς γνωρίζει, σὲ δοκιμάζει. Σὲ δοκιμάζει: Μπορεῖς νὰ κρατήσεις αὐτὴν τὴ θλίψη; Μπορῶ. Θὰ σοῦ δώσω χάρισμα. Δὲν μπορεῖς; Κι αὐτὸ ποὺ σοῦ ῾δωσα, θὰ τὸ ἀφαιρέσω. Ἐγὼ δὲν θέλω δειλοὺς ἀνθρώπους. Ὄχι ὅπως ἔστειλε ὁ Μωϋσῆς τοὺς κατασκόπους, λέει: «Ἐωράκαμεν υἱοὺς γιγάντων καὶ ἦμεν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ ἀκρίδες» (Ἀριθμ. 13,34). Ἔτσι; Ναί, ἀλλὰ ποιὸς τὸ λέει αὐτό; Ποιὸς τὸ λέει; «Δειλὸς ἀποσταλεὶς εἰς ὑπακοήν, λέγει· λέων κατὰ τὴν ὁδὸν καὶ φονεῖς κατὰ τὰς πλατείας» (Παροιμ. 26,13). Δειλὸς ἄνθρωπος δὲν ἀξίζει τίποτες. Ἐνῶ τολμηρὸς πάντα βγαίνει νικητής. Βλέπεις;
Ἡ δικαιολογία δὲν εἶναι γραμμένη στὴ Γραφή. Οἱ ἅγιοι ὄχι μόνο δὲν δικαιολογοῦνται, ἀλλὰ ὑποφέρουν ἑκουσίως γιὰ τοὺς ἄλλους.
Πάτερ, ὄχι ἔτσι. Ἐσὺ νὰ διορθώσεις τὸν ἑαυτό σου, ὄχι νὰ περιμένεις τοὺς ἄλλους. Ἐσὺ νὰ σταθεῖς ἀπὸ κάτω, νὰ σὲ πατᾶν ὅλοι. Τότες εἶσαι ἐν τάξει. Εἰδάλλως...
Ἐσὺ νὰ ἁρματωθεῖς στὴν ὑπομονή. Ὁ δρόμος ὁ τοῦ Σταυροῦ αὐτὸς εἶναι.
Ὁ ἄνθρωπος, ὅσο καὶ σοφὸς νὰ εἶναι, νὰ συμβουλεύεται καὶ λιγάκι. Δὲν εἴμαστε ἐμεῖς θεοδίδακτοι. Οὔτε ὁ Θεὸς καὶ σύ· μπορεῖς νὰ πάρεις πληροφορίαν ἀπὸ τὸ Θεό; Δὲν εἴμαστε σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση. Ά, νὰ ρωτήσουμε καὶ κάναν ἄλλονε. Νὰ ρωτήσουμε, νὰ συμβουλευτοῦμε. Ἔ, δὲν ἔχεις κανέναν ἄνθρωπο καλύτερό σου;
Θὰ κάνεις ὑπομονὴ στὰ δικά σου τὰ πάθη, θὰ κάνεις καὶ στὰ δικά μου. Ἔτσι θὰ γίνεις ἅγιος.
Μὴν ἀφήνεις τὸν ἑαυτό σου ἀνεπίσκοπο κάθε ὥρα. Κάθε ὥρα νὰ ἐποπτεύεις, νὰ ἐξετάζεις, νὰ ἐλέγχεις τὸν ἑαυτό σου. Εἶσαι ἐν τάξει αὐτὴν τὴν ὥρα;
Ἐσὺ ὡς μοναχὸς ἐὰν εἶσαι βιαστής, ἐὰν εἶσαι ἀγωνιστής, θὰ κάνεις ἔλεγχο στὸν ἑαυτό σου, ὅλη τὴν ἡμέρα πῶς πέρασα;
Ἕνας ἀσθενής, δὲν τὸ παρακολουθάει μόνο ὁ γιατρός· καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἀσθενὴς παρακολουθάει τὸν ἑαυτό του, ἂν μ᾿ ἐκεῖνα τὰ φάρμακα ποὺ τοῦ ῾δωσε ὁ γιατρός, πηγαίνει στὸ καλύτερο. Ὄχι ὁ Γέροντας ἕναν-ἕναν θὰ παρακολουθήσει, κι ἐσὺ ὁ ἴδιος θὰ παρακολουθήσεις τὸν ἑαυτό σου.
Ἐρώτησα πολλὲς φορὲς καὶ τὸν γερο-Ἰωσὴφ πὼς ἔφτασε σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση. Λέει: «Νὰ σοῦ πῶ. Ἐβάθυνα τόσο πολὺ στὸ «γνῶθι σαὐτόν». Τί εἶσαι σύ; Τίποτες, οὔτε ἕνα σκουλήκι δὲν εἶσαι. Τίποτε. Ἦρθε ἡ χάρις, σὲ σήκωσε, ἔγινες ἄγγελος· ἔφυγε ἡ χάρις, ἐγύρισες ἐν αὐτῷ». Ναί, ἀλλὰ δὲν μοῦ λές, πῶς μποροῦμε νὰ προσελκύσουμε τὴ χάρη;
Ἀπὸ σᾶς ἐξαρτᾶται νὰ εἶναι ὁμαλός, ἡσύχιος ὁ νοῦς, ἀπὸ σᾶς ἐξαρτᾶται. Δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν πειρασμό, ἂν σᾶς ἐπιτεθεῖ ἢ ἀπὸ τὴ συμπεριφορὰ τοῦ συνασκητοῦ σας, τοῦ συγκοινοβιάτου σας. Ἐσὺ ὁ ἴδιος θὰ γίνεις αἴτιος τῆς σωτηρίας σου, ἐσὺ ὁ ἴδιος θὰ γίνεις αἴτιος τῆς ὄχι σωτηρίας σου, ἀπὸ ἐσένα ἐξαρτᾶται. Ὅταν ἐσὺ θέλεις τὴ σωτηρία σου καὶ βιάζεις τὸν ἑαυτό σου, ὅλα κατ᾿ εὐχὴν ἔρχονται.
Εἶναι παρατηρημένο ὅτι, στὶς πρῶτες ἡμέρες ποὺ ἐρχόμεθα στὸ κοινόβιο, ἔχουμε ζῆλο σὰν τὸν Ἄθωνα. Αὐτὸς ὁ ζῆλος προσέξετε νὰ μὴ σᾶς ἐξασθενήσει, νὰ μὴ σβήσει· διότι τότε εἶναι ὄχι καλά. Μπορεῖς αὐτὸ τὸν ζῆλο νὰ τὸν αὐξήσεις, νὰ τὸν μεγαλώσεις; Ἄξιος ἐπαίνου εἶσαι. Πρόσεξε ὅμως μήπως αὐτὸς ὁ ζῆλος, ἐννοῶ ζῆλο εἰς τὴν ὑπακοή, εἰς τὴν εὐχή, εἰς τὴν αὐτομεμψία, ἄγρυπνος στὴν ἀκολουθία, μὴ σὲ πάρει ὁ ὕπνος, στὸ δωμάτιό σου· νὰ ἐπιβλέπεις τὸν ἑαυτό σου, ὅλα αὐτὰ θεωροῦνται ζῆλος. Ἂν ὁ ζῆλος ψυχρανθεῖ, τότε δὲν βαδίζεις καλά. Γι᾿ αὐτὸ διόρθωσε τὸν ἑαυτό σου, νὰ μὴν ψυχρανθεῖ αὐτὸς ὁ ζῆλος, αὐτὴ ἡ θερμότης.
Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἀδερφός, ὁ ὁποῖος διατηρεῖ τὸν ζῆλο ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Διότι δὲν ξέρεις πόσα χρόνια θὰ ζήσεις στὸ μοναστήρι. Μπορεῖ νὰ ζήσεις πέντε χρόνια, μπορεῖ νὰ ζήσεις δέκα, μπορεῖ νὰ ζήσεις καὶ πενήντα, δὲν γνωρίζεις πόσα χρόνια. Ἔ, αὐτὸς εἶναι ἄξιος ἐπαίνου, ὁ ὁποῖος διατηρεῖ τὸν ζῆλο του ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς τοῦ ἀκμαῖο.
Τὴν σήμερον ἡμέρα δύσκολα, δύσκολα εἶναι.
Ἐρχόμουνα μία φορὰ μὲ τὸν γερο-Παντελεήμονα τῶν Παχωμαίων, τὸν ἀρχιγραμματέα. Καὶ μοῦ λέει ὅτι, εἶχε πάει μία φορὰ στὸ Γρηγοριάτικο τὸ κονάκι, ἀλλὰ δὲν θυμᾶμαι ποιὸς ἦταν ἀντιπρόσωπος. Ἀφοῦ μιλήσανε, «τώρα θὰ πάω στὴν Κοινότητα», λέει.
- Πᾶμε μαζί, Γέροντα.
- Ὄχι, λέει, Παντελεήμων, ὄχι.
- Γιατί;
- Νὰ πάω ἀπ᾿ τὸ κονάκι μέχρι τὴν Κοινότητα, λέω τοὺς χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας.
Εἶδες πῶς βιάζονται οἱ πατέρες!
Εἶπε ὁ Γέροντας, εἶπε ὁ Θεός. Τὸ στόμα τοῦ Γέροντος εἶναι τὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ.
Σοῦ εἶπε ὁ Γέροντας; «Μὴ φοβᾶσαι»; Μὴ φοβᾶσαι!
Ἂν κάνεις διάκριση σ᾿ ὅ,τι σοῦ λέει ὁ Γέροντας, δὲν εἶσαι ὑποτακτικός, εἶσαι ἐλεγκτὴς τοῦ Γέροντος.
Ὅση εὐλάβεια ἔχετε, ὅση αὐταπάρνηση ἔχετε, ὅση πίστη ἔχετε εἰς τὸν Γέροντά σας, τόσο καὶ περισσότερο λαμβάνετε.
Εἰς τὸν κόσμο ἀποθνήσκοντας ἕνας πατέρας ἔχει μία περιουσία, ἂς ὑποθέσουμε τώρα, ἑκατὸ δραχμές. Ἀφήνει τέσσερα παιδιά. Στὰ τέσσερα παιδιὰ θὰ διανείμει εἴκοσι πέντε, εἴκοσι πέντε, καὶ εἴκοσι πέντε. Ὅλοι θὰ πάρουν ἀπὸ εἴκοσι πέντε δραχμές. Ἡ κληρονομία τοῦ πατρός των.
Στὸ πνευματικὸ δὲν ἰσχύει αὐτό, ὄχι. Ἕνας ἔχει πίστη, εὐλάβεια αὐταπάρνηση, σεβασμὸ στὸν Γέροντά του εἴκοσι βαθμούς, εἴκοσι βαθμοὺς θὰ πάρει πνευματικὴ δύναμη. Ὁ ἄλλος ἔχει δύο, δύο θὰ πάρει· ἄλλος ἔχει ὀγδόντα, ὀγδόντα θὰ πάρει.
Αὐτὸ τὸ λέει καὶ τὸ Εὐαγγέλιο. Ὁ Χριστὸς εἶπε: «Ὁ δεχόμενος ὑμᾶς ἐμὲ δέχεται, καὶ ὁ δεχόμενος εἰς ὄνομα μαθητοῦ, μισθὸν μαθητοὺ λήψεται, ὁ δεχόμενος εἰς ὄνομα προφήτου, μισθὸν προφήτου θὰ πάρει» (Ματθ. 10,41). Αὐτὸ εἶναι τὸ πνευματικό. Ὅση εὐλάβεια ἔχεις εἰς τὸν Γέροντα...
Αὐτὴ τὴ μετάνοια τὴν ὁποία βάζεις εἰς τὸν Γέροντα, «εὐλόγησον, Γέροντα», ξέρετε πόση δύναμη ἔχει; Δὲν μπορεῖτε νὰ τὴν φαντασθεῖτε ἐσεῖς. Αὐτὸς ποὺ τὴν πέρασε, αὐτὸς γνωρίζει.
Δὲν ἔχεις εὐλογία νὰ πᾶς ἕνα βῆμα ἂν δὲν πάρεις εὐλογία ἀπ᾿ τὸν Γέροντα. Ὅταν πάρεις εὐλογία ἀπ᾿ τὸν Γέροντα, μὴ φοβᾶσαι τίποτα. Βάλε μετάνοια, φίλησε τὸ χέρι τοῦ Γέροντά σου καὶ πήγαινε καὶ γίνε ἀστροναύτης πάνω στὴ σελήνη· μὴ φοβᾶσαι, διότι σὲ σκεπάζει ἡ εὐχή, ἡ ὑπακοὴ σὲ σκεπάζει.
Ξέρετε τί θὰ πεῖ Γέροντας; Μόνο ὁ διάβολος ξέρει τί θὰ πεῖ Γέροντας.
Ὁ κατὰ σάρκα ἀδερφὸς ἀλλὰ καὶ ὑποτακτικὸς τοῦ γερο-Ἰωσήφ, ὁ πάτερ Ἀθανάσιος, εἶχε τὴν Κοίμηση στὴ Νέα Σκήτη. Ἐκεῖ τὸ Γεροντάκι ποὺ ζοῦσε πρίν, ἐγὼ τὸ πρόλαβα, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἱστορικὸ ποὺ θὰ σᾶς πῶ τώρα δὲν τὸ πρόλαβα, ἀλλὰ τὸ ἄκουσα· τὸ Γεροντάκι τὸ πρόλαβα. Εἶχε ἕναν ὑποτακτικό. Ὁ ὑποτακτικός, ἔ, κρίσις Θεοῦ, ἦρθε στὸ τέλος νὰ πεθάνει. Τὴν προηγούμενη ἡμέρα, τὴν παραμονὴ προτοῦ νὰ πεθάνει, πῆγαν οἱ δαίμονες καὶ τοῦ λένε: «Εἶσαι δικός μας, τώρα θὰ σὲ πάρουμε στὴν κόλαση γιατὶ ἔτσι κι ἔτσι...», τὰ συνηθισμένα τῶν διαβόλων. Τὸ παιδὶ ταράχθηκε. Μπῆκε μέσα ὁ Γέροντας:
- Παιδί μου, γιατί εἶσαι ταραγμένος; λέει.
- Γέροντα, Γέροντα, θὰ κολασθῶ, ἦρθαν οἱ δαίμονες νὰ μὲ πάρουν, μοῦ εἶπαν ὅτι αὔριο στὶς τρεῖς ἡ ὥρα θά ῾ρθουμε νὰ σὲ πάρουμε.
- Ἄχ, παιδάκι μου, λέει, ἐσὺ εἶσαι ὑποτακτικός, ὅταν ἔρθουν οἱ δαίμονες νὰ τοὺς πεῖς: «Ἐγὼ ἔχω Γέροντα».
- Νά ῾ναι εὐλογημένο.
Τελείωσε, τὸν εἰρήνευσε τὸν ὑποτακτικό! τὴν ἄλλη μέρα πᾶν οἱ δαίμονες κατὰ τὴ συνήθειά τους, βγάλε τὴ γλώσσα, τράβα ἀπὸ ῾δῶ... «Τί ἐρχόσαστε σὲ μένα», λέει, «ἐγὼ εἶμαι ὑποτακτικός, ἔχω Γέροντα». Μὲ τὸ «ἔχω Γέροντα» ἄφαντοι ὅλοι οἱ δαίμονες! Αὐτὸς εἶναι ὁ Γέροντας.
Κάποιος ἀπὸ ἕνα μοναστήρι ἦρθε στὸ σπίτι καὶ λέει «Μὰ ὁ Γέροντας ἀλάθητος εἶναι; δὲν φταίει;» «Ἄ, ἄκουσε, παιδί μου», τοῦ λέω, «ἂν βάλεις τέτοιο θεμέλιο ὅτι ὁ Γέροντας φταίει, ποτὲ δὲν θὰ ὀρθοποδήσεις. Ἦρθες νὰ κάνεις ὑπακοὴ ἢ ἦρθες νὰ κρίνεις τὸ Γέροντα, πότε λέει ἀλήθεια, πότε λέει ψευτιά;»
Μά, πῶς ἀναπαύεται ἡ ψυχὴ τοῦ Γέροντα ὅταν κάνει ὑπακοὴ ὁ ὑποτακτικός! Μὰ πῶς ἀναπαύεται! Πῶς, δηλαδή, ἀπὸ μέσα ἀπ᾿ τὴν τὴν ψυχὴ βγαίνει ἡ ἀνάπαυσις, ἡ εὐχὴ «ὁ Θεός, παιδί μου, νὰ σ᾿ εὐλογήσει», καὶ σὲ πιάνει ἡ εὐχὴ αὐτή.
Τώρα τελευταία κάθε δεκαπέντε μέρες, κάθε εἴκοσι βλέπω τὸν Γέροντα Ἰωσήφ. (στὸν ὕπνο, στὸ ὄνειρο). Τώρα τελευταία τοῦ λέω: «Γέροντα, ἐκεῖ ποῦ εἶσαι προσεύχεσαι γιὰ μᾶς;» «Πῶς, λέει, προσεύχομαι καὶ γιὰ σᾶς». Ἔχει τώρα δεκαπέντε μέρες, τὸν εἶδα πάλι, πῆγα καὶ τὸν φίλησα. Λέει: «Ὁ Γέροντάς σου ἐγὼ εἶμαι». Βλέπετε; Ὄχι μόνο ἐδῶ ποὺ ζεῖ, ἀλλὰ καὶ στὸν οὐρανὸ ποὺ βρίσκεται ὑπάρχει αὐτὴ ἡ πνευματικὴ ἕνωσις, ὑπάρχει.
Ὑπάρχουν τρόποι πολλοὶ γιὰ νὰ ἑνωθεῖς ἔτι περισσότερο μὲ τὸν Γέροντα. Πέφτεις νὰ κοιμηθεῖς -ὅπως κάνω, ἔτσι παραδίδω καὶ σὲ σᾶς-, «ἡ εὐχὴ τοῦ πατρός μου Ἰωσὴφ» καὶ κοιμᾶμαι.
Ξυπνάω. «Ἡ εὐχὴ τοῦ πατρός μου Ἰωσήφ», ἀρχίζω τὴν προσευχή. Πάω ταξίδι, ἀπὸ τὰ Κατουνάκια θὰ πάω στὴ Δάφνη, «ἡ εὐχὴ τοῦ πατρός μου Ἰωσήφ». Μαγειρεύω, «ἡ εὐχὴ τοῦ πατρός μου Ἰωσήφ». Πάω στὸ Βατοπαίδι, ἔχω τὴν εἰκόνα τοῦ Γέροντα στὸ δωματιό μου, τὴν ἀσπάζομαι καὶ λέω «ἡ εὐχὴ τοῦ πατρός μου Ἰωσήφ». Ἔτσι ἔρχεται κι ἕνας τεχνητὸς τρόπος γιὰ νὰ εἶσαι περισσότερο ἡνωμένος μὲ τὸν Γέροντα. Ὅπως ὑπάρχει ἡ νοερὰ προσευχὴ ποὺ λίγο, λίγο καθαρίζεται τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ ἀνθρώπου καὶ γίνεται κατόπιν καὶ αὐτὸς φωτεινὸς μὲ τὴ νοερὰ προσευχή, ὑπάρχει καὶ αὐτὸς ὁ τρόπος ποὺ ἑνώνεσαι μὲ τὸν Γέροντα περισσότερο.
Διαβάζοντας τὴ Θεία Γραφή, ὅσο πνευματικὴ δύναμη ἔχεις, τόσο καταλαμβάνεις, περισσότερο δὲν καταλαμβάνεις. Ἔτσι εἴχαμε μὲ τὸν Γέροντα. Μᾶς ἔλεγε, ἀλλὰ μᾶς ἔλεγε κατὰ τὸ βαθμό του· ἐμεῖς κατὰ τὸ βαθμὸ μᾶς καταλαμβάναμε.
Πολλὰ μὲ δίδαξε καὶ ἡ ὑπακοή, πολλὰ διδάχτηκα καὶ ὡς Γέροντας. Ἔτσι εἶναι. Νὰ θυσιάσω τὸν ἑαυτό μου, μόνο νὰ σὲ δῶ ἐσένα, τὸ παιδί μου, νὰ πᾶς στὸν Παράδεισο· αὐτὸς εἶναι ὁ δικός μου ὁ παράδεισος, νὰ εἶσαι ῾σὺ στὸν παράδεισο κι ἐγὼ ἂς καῶ, ἂς καῶ. Ἔτσι εἶναι. Δὲν μετριέται ἡ πατρικὴ ἀγάπη. Καὶ ὡς Γέροντας καὶ ὡς ὑποτακτικός, πῆρα μία πείρα. Σαράντα χρόνια ὑποτακτικὸς καὶ δέκα-δεκαπέντε χρόνια ὡς Γέροντας. Εἶδα καὶ τὴ μία ἀγάπη καὶ τὴν ἄλλη ἀγάπη. Ἡ πατρικὴ ἀγάπη, πάτερ μου, εἶναι πολὺ ψηλά, πολὺ ψηλά!
Ὅσο ἰσχύει ἡ εὐχὴ τοῦ Γέροντά σου, δὲν ἰσχύει ὅλη ἡ οἰκουμένη. Πῆρες τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντά σου; Μὴ φοβᾶσαι πουθενά.
Κι᾿ ἐγὼ στὸ σπίτι μας πολλὰ δέντρα φύτεψα, ἀλλὰ σὲ ὅσα ὁ Γέροντάς μου ἦταν σύμφωνος, ἔπιασαν, εἰς ἄλλα, τὰ ὁποῖα δὲν ἦταν σύμφωνος ὁ Γέροντας, δὲν ἔπιασαν. Ἐφύτευσα κλήματα, ὁ Γέροντας δὲν ἤτανε σύμφωνος, οὔτε ἕνα δὲν ἔπιασε. Ἐφύτευσα δέντρα μηλιὲς καὶ ἄλλα· δὲν ἦταν σύμφωνος ὁ Γέροντας· ἔπιασαν μέν, ἀλλὰ δὲν εὐδοκίμησαν. Τὰ πῆρε ὁ γερο-Κλήμης ἀπάνω καὶ γίνηκαν μεγάλα δέντρα καὶ τρώει πολλὲς ὀκάδες, πολλὰ κιλὰ τρώει μῆλα ἀπ᾿ τὰ δικά μου. Δὲν ἤτανε σύμφωνος ὁ Γέροντας, ὅταν τὰ φύτεψα ἐγώ. Ἐφύτεψα καὶ μία καϊσιά. Ἑφτὰ χρόνια ἔβγαλε δύο λουλούδια, ἑφτὰ χρόνια! Τὰ εἶχα φέρει ἀπὸ τὰ θερμοκήπια, ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη. Ἐφύτευσα καὶ μία μουριά, ἤτανε σύμφωνος ὁ Γέροντας, καὶ τρῶμε τώρα ἕνα μήνα καὶ περισσότερο ὅλο μοῦρα. Ἐφύτευσα καὶ ἕναν λωτό, ἦταν καὶ ὁ Γέροντας σύμφωνος, καὶ δὲν ξέρω τριακόσια, τετρακόσια λῶτα κάνει κάθε χρόνο· ἐπειδὴ ὁ Γέροντας ἤτανε σύμφωνος. Εἰς ὅλα τ᾿ ἄλλα τὰ πράματα, τὰ ὁποῖα ὁ Γέροντας δὲν ἤτανε σύμφωνος, εἴτε θὰ τά ῾βγαζα καὶ θὰ τὰ φύτευα ἀλλοῦ ἢ δὲν θὰ πρόκοφταν, δὲν θὰ ἔπιαναν, δηλαδὴ δὲν θὰ εἶχαν τέλος καλό, ἐπειδὴ ὁ Γέροντάς μου δὲν ἤτανε σύμφωνος.
Ὅποιος βασίσθηκε στὶς δυνάμεις του ἐπλανήθη. Θὰ πᾶς σὲ ἄνθρωπο πνευματικό, ὁ ὁποῖος θὰ σὲ διδάξει τὶς μηχανὲς τοῦ διαβόλου, θὰ σὲ διδάξει τὸ δρόμο πῶς θ᾿ ἀνέβεις στὸν οὐρανό. Πάντως μονάχος σου ἂν πᾶς...
Ὅταν βλέπω μπροστά μου ὅτι ὁ ἄλλος θὰ κάνει ἀντιλογία, ὀπισθοχωρῶ ἐγώ, γιὰ νὰ μὴν προβεῖ ὁ ἄλλος ὅτι, «Γέροντα, μὰ ἔτσι...». Ὀπισθοχωρῶ ἐγώ. Ὀπισθοχωρῶ. Γιὰ νὰ μὴν ἔρθει ὁ ὑποτακτικός μου σὲ θέση νὰ πεῖ, «Γέροντα, δὲν θὰ μπορέσω νὰ τὸ κάνω». Ὅταν τὸ βλέπω αὐτό, ὀπισθοχωρῶ, γιὰ νὰ μὴ γίνω ἐγὼ αἰτία νὰ κάνει αὐτὸς παρακοή. Εἶναι καὶ κάποια διάκριση ἐκεῖ μέσα, νὰ ποῦμε. Ἔτσι εἶναι.
Πάντως, ἕνα εἶναι: Ἡ καλογερικὴ στηρίζεται στὴν ὑπακοή. Δοκίμασα καὶ τὴν ὑπακοή, δοκίμασα καὶ τὴν παρακοή. Καὶ τὰ δύο τὰ δοκίμασα. Καὶ εἶδα ὅτι ὅταν κάνει κανένας ὑπακοή, εἶναι εἰρηνικός, δὲν τὸν ἐλέγχει ὁ λογισμὸς πουθενά!
Ἀνέπαυσες τὸν Γεροντά σου; Ἀνέπαυσες τὸν Θεό σου.
Ἄλλος πάλι ἐπίστευσε τὸν λογισμό του, κακὰ ἀποτελέσματα εἶχε. Λέει ὁ Γέροντας μετὰ τὴ λειτουργία:
- Πατέρες, καθῆστε νὰ πιοῦμε ἕνα νερό.
- Ναί.
Γέροντα, αὐτὸ ποὺ κάνεις δὲν εἶναι καλό. Οἱ πατέρες νὰ φύγουν σιωπῶντες, νὰ πᾶνε στὰ κελιά τους, στὰ σπίτια τους.
- Παιδί μου, ἐσὺ εἶσαι ὑποτακτικός. Τώρα ἀρχίζεις καὶ συμβουλεύεις τὸν Γέροντα; Δὲν κάνεις καλά. Νὰ πεῖς, νά ῾ναι εὐλογημένο, Γέροντα.
- Μὰ ἔτσι κι ἔτσι κι ἔτσι...
Τὸν κατόρθωσε ὁ πειρασμός, τὸν ἔβγαλε ἀπ᾿ τὴ σκέπη τοῦ Γέροντά του. Πῆγε στὰ Καρούλια. Ἐλαττωματικὰ πνευματικὰ ἔκανε. Πῆγε σ᾿ ἄλλο μέρος. Στὸ τέλος πῆγε μοναχός του. Πέρασε κάποιος ἀπὸ τὴν Πάτρα καὶ μοῦ λέει:
- Πάτερ-Ἐφραίμ, ὁ τάδε εἶναι ἱερεύς;
- Ὄχι, τοῦ λέω.
- Ὅταν τοῦ χτύπησα τὴν πόρτα, ἄνοιξε καὶ μὲ ἐσταύρωσε, ἔτσι. Λέω: «Εἶστε ἱερεύς;» «Μόλις τελείωσα τὴ Λειτουργία», λέει.
Βλέπετε; Ἐπίστευσε τὸν λογισμό του, ἔφυγε ἀπὸ τὸν Γέροντά του, ἔφυγε ἀπὸ τοὺς γειτόνους, αὐτοχειροτονήθηκε ἱερεὺς κι ἔτσι τελείωσε.
Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος νὰ μὴν πιστεύει τὸ λογισμό του. Ἔχεις τὸ λογισμό σου; Νὰ τὸν πεῖς στὸν Γέροντά σου. Κι ὅτι ὁ Θεὸς φωτίσει τὸν Γέροντα, αὐτὸ ν᾿ ἀκούσεις. Μὴν πιστεύεις τὸν λογισμό σου. Διότι ὁ διάβολος δὲν βιάζεται· λίγο, λίγο, λίγο καὶ σὲ πάει ἐκεῖ ποὺ θέλει αὐτός. «Κρεῖσσον τὸ παραβάλλειν ἢ τὸ ἡσυχάζειν».
Πέντε χρόνια μὲ πολεμοῦσε ὁ διάβολος νὰ φύγω ἀπὸ τὸν Γέροντά μου, τὸν παπα-Νικηφόρο. Οὔτε ἕνα βῆμα δὲν ἔκανα. Ἑωσότου ὁ πόλεμος ἔφυγε μοναχός του.
Τὸ νὰ φύγει κανένας ἀπ᾿ τὸν κόσμο εὔκολο εἶναι· τὸ νὰ βρεῖ ἄνθρωπον ὁδηγό, εἶναι πολὺ δύσκολο! Εἶναι δύσκολο!
Ἂν ἐσὺ μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό σου ἔχεις μέριμνα, ὁ Γέροντας ποὺ εἶναι τόσες ψυχὲς ἀπάνω σ᾿ αὐτὸν καὶ κρεμνιῶνται; Ἐσὺ θὰ πᾶς νὰ πεῖς τὸ λογισμό σου, ὁ ἄλλος θὰ πάει νὰ πεῖ τὸν λογισμό του, ὁ ἄλλος τὸ λογισμό του. Καὶ τότες ὁ Γέροντας τί γίνεται; Ὅλους τους βαστάζει ὁ Γέροντας; Ἔ, βέβαια, τώρα δὲν βαστάζει ὁ Γέροντας καθολικά, ὁ Χριστὸς τοὺς βαστάζει ὅλους. Ἐν τούτοις ὅμως ὁ Γέροντας τοὺς οἰκονομάει ὅλους.
Ἡ πηγὴ τῆς εἰρήνης, ἡ πηγὴ τῆς χάριτος ἡ πηγὴ τῆς σωτηρίας, ἡ πηγὴ τοῦ Παραδείσου εἶναι ὁ Γέροντας.
Ὁ Γέροντας παρακολουθεῖ τὸ λογισμὸ τοῦ ὑποτακτικοῦ του:
- Ἔλα ῾δῶ, παιδί μου.
- Ναί, εὐλόγησον.
- Πῶς μὲ βλέπεις;
- Γέροντα, ἄγγελο σὲ βλέπω.
-Καλά. Θὰ ῾ρθεῖ καιρὸς ποὺ θὰ μὲ δεῖς ἄνθρωπο.
Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό:
- Πῶς μὲ βλέπεις, παιδί μου;
- Ἄνθρωπο.
- Αὔριο θὰ μὲ δεῖς ὡς διάβολο.
Ἔ, αὔριο:
- Πῶς μὲ βλέπεις;
- Διάβολο.
Ἔτσι εἶναι. Γιατί λίγο, λίγο, λίγο ὁ διάβολος -τό ῾χω πάθει, πατέρες, ἀπὸ πείρα τὸ λέω- ὁ διάβολος προσπαθεῖ νὰ σὲ ξεκολλήσει ἀπὸ τὸν Γέροντα, νὰ σὲ ξεκολλήσει!
Δύο φορὲς πῆγα στὸ σπίτι τοῦ Γέροντος, ἵνα κάνω εὐχέλαιο. ἐκεῖ ἦτο καὶ ἕνα νεαρὸ πρόσωπο, ποὺ μὲ ἐσκανδάλιζε. Καὶ τὶς δύο φορές, εἶπα εἰς τὸν Γέροντά μου, π. Νικηφόρο, νὰ κάνει κομποσχοίνι. Τὴν πρώτη φορά, μόλις ἔφθασα εἰς τὸ σπίτι, ξέχασα τὸ λογισμό, ἔκανα εὐχέλαιο, καὶ ὅταν ἔφευγα, τότε τὸν ξαναθυμήθηκα. Τὴ δεύτερη φορὰ ὁ λογισμὸς μὲ τυραννοῦσε, καὶ ὅταν ἄρχισα τὸ εὐχέλαιο. Ὅταν τὸ ἔχρισα τὸ παιδί, τελείως εἶχε φύγει ἀπὸ τὴ σκέψη μου ὁ λογισμός. Μόλις ἐτελείωσα τὸ εὐχέλαιο, καὶ ἔφευγα, ἐπανῆλθε ὁ λογισμός.
Εἶδες τί δύναμη ἔχει ἡ εὐχή, τὸ κομποσχοίνι, ποὺ κάνει ὁ Γέροντας, οἱοσδήποτε κι ἂν εἶναι;
Δὲν πρέπει νὰ ἀνέχεσαι νὰ κατηγορεῖ κανεὶς τὸν Γέροντά σου! Αὐτὸ εἶναι τὸ σωστὸ καὶ πρέπον νὰ γίνεται. Νὰ ἀντιδρᾶς, ὅταν ἀκοῦς νὰ λέγουν κάτι κατὰ τοῦ Γέροντός σου.
Ἔφθασα στὸ τέρμα. Δὲν ἄντεχα ἄλλο. Ζητοῦσα βοήθεια. Τότε εἶδα τὸ γερο-Ἰωσὴφ στὸν ὕπνο μου. «Μέσ᾿ τὴν καρδιά μου, παιδί μου, σὲ ἔχω»· καὶ ξέρεις πόσο παρηγορήθηκα στὸν σταυρὸ ποὺ κρατοῦσα αὐτὴν τὴν ὥρα!! Πολὺ παρηγορήθηκα· ἔστω καὶ στὸν ὕπνο μου ποὺ εἶδα τὸν Γέροντα.
Ὁ ὑποτακτικὸς εἶναι βασιλιάς, δὲν ἐλέγχεται.
Ξέρετε πῶς ἤμουνα τότε, ὅταν ἤμουν ὑποτακτικός; Ἤμουν ἀετός!
Ὁ ὑποτακτικὸς δὲν ἔχει λογοθέσιο, δὲν ἔχει τελώνια, διότι ἔχει τὸ μητρῶο του λευκό, δὲν μποροῦν νὰ σὲ πιάσουν οἱ δαίμονες· ἐννοῶ, ὅταν κάνεις ὑπακοή.
Γιατὶ μᾶς εἶπε κι ἕνα λόγο ὁ Γέροντας: «Ἂν δὲν γίνεις καλὸς ὑποτακτικός, καλύτερα νὰ μὴ γινόσουνα καλόγερος»! Βαρὺς ὁ λόγος ἀλλὰ τὴν ἀλήθεια λέει.
Ὁ ἅγιος Δοσίθεος πόσα χρόνια ἔκανε; Ἢ τρία ἢ τέσσερα χρόνια ἔκανε, ἀλλὰ τί ὑποτακτικὸς ἤτανε! Καὶ ἁγίασε! Καὶ ὅταν ζήτησε ἀπὸ τὸν Μέγα Βαρσανούφιο: «Γέροντα, ἀπόλυσέ με, δὲν μπορῶ» (πέθανε φθισικός), τοῦ λέει: «Ὕπαγε, τέκνον, ἐν εἰρήνῃ, παραστηθι τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι καὶ πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν».
Τὸ ἄκουσαν οἱ ἄλλοι Γεροντάδες. Λένε: «Καλὰ τί ἔκανε αὐτός; Αὐτὸς στὴν ἀκολουθία, στὴ μισὴ ἀκολουθία ἐρχότανε».
Κι ὅταν κατόπιν πῆγε ἕνας ἄλλος Γέροντας σ᾿ αὐτὸ τὸ μοναστήρι, στοῦ Ἁγίου Σερίδου τὸ μοναστήρι, καὶ παρεκάλεσε τὸν Θεὸ νὰ δείξει τοὺς ἁγίους, οἱ ὁποῖοι ἁγίασαν σ᾿ αὐτὸ τὸ μοναστήρι. Κι ὅλους τοὺς εἶδε.
- Μὰ εἶδα, πατέρες, εἶδα κι ἕναν νεώτερο, λέει.
- Πῶς τὸν λέν;
- Δὲν ξέρω, δὲν τὸν ρώτησα.
- Πὲς τὰ χαρακτηριστικά.
- Ἔτσι κι ἔτσι.
- Ἄ, ὁ Δοσίθεος εἶναι!
Βλέπετε λοιπόν; Ἀλλὰ τί ὑπακοὴ ἔκανε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος!
Ὁ ὑποτακτικὸς δὲν φοβᾶται Θεό, ὄχι ὅτι εἶναι ἀθεόφοβος, ὄχι· «ἡ πολλὴ ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸ φόβο» (Α´ Ἰω. 4,18).
Παλαιὰ ὁ πάτερ-Μ. ἦρθε στὸ σπίτι μας καὶ ἔκτισε ἕνα τειχάκι ἀπὸ τοῦβλα μικρό, καὶ μετὰ φύσηξε ἕνας πολὺ δυνατὸς ἀέρας. Ξαναῆρθε ἀργότερα στὸ σπίτι μας καί, δὲν ξέρω, ἠθέλησε νὰ χαριεντισθεῖ μὲ μένα. Καὶ μοῦ λέει: «Πῶς αὐτὸ τὸ ντουβάρι δὲν ἔπεσε;» Τοῦ λέω: «Νὰ σοῦ πῶ. Ὅταν ἔφυγες ἐσύ, ἐπῆγα ἐγὼ καὶ τὸ εὐλόγησα καὶ εἶπα, ἡ εὐχὴ τοῦ Γέροντός σου, καὶ αὐτὸ τὸ στερέωσε· εἰδάλλως ἐσὺ δὲν ἀξίζεις τίποτα».
Ἀλλὰ δὲν εἶναι αὐτό. Τὸ ἱστορικὸ φανερώνει, νὰ ποῦμε, ὅτι, ὅταν ἄκουσε τὸ ὄνομα τοῦ Γέροντά του, ἄστραψε τὸ πρόσωπό του, ἔλαμψε. Καὶ λέω, ὄντως αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι ὄντως ὑποτακτικοί.
Αὐτὸς ὁ ὁποῖος κάνει ὑπακοή, αὐτὸς βραβεύεται, αὐτὸς ἀμείβεται, αὐτὸς στεφανώνεται. Καὶ ὁ πρῶτος (ὁ ἐντελλόμενος) βέβαια, ἀλλὰ περισσότερο ὁ ὑποτακτικός. Διότι ὁ ὑποτακτικὸς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, μιμεῖται τὸν Χριστόν.
Μαζὶ μὲ τὴν εὐχούλα -τώρα δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε καὶ λεπτομέρειες, αὐτὸ ὅταν τὸ βρεῖς μοναχός σου, ἔχει περισσότερη δύναμη παρὰ ὅταν τὸ ἀκούσεις ἀπὸ τὸν ἄλλον- ἔρχονται τὰ δάκρυα· τὰ ὁποῖα δάκρυα λίγο, λίγο, λίγο ἀπὸ ἐσένα ἐξαρτᾶται νὰ τὰ αὐξήσεις.
Πιστεύσατέ με ὅτι τὰ δάκρυα δὲν εἶναι τίποτες ἄλλο, συνήθεια εἶναι. Ἂν συνηθίσεις νὰ κλαῖς, τὴν ἄλλη μέρα θὰ κλαῖς, καὶ τὴν ἄλλη μέρα θὰ κλαῖς, καὶ θὰ φτάσεις σ᾿ ἕνα σημεῖο θὰ πεῖς: «Γιατί κλαίω; Κι ἐγὼ δὲν ξέρω». Ναὶ ἀλλὰ μὲ τὰ δάκρυα ξέρεις πόσος καθαρισμὸς γίνεται μέσα; Πῶς πλένεις τὴ φανέλα σου, τὸ μαντήλι σου μὲ τὸ σαπούνι, ἔτσι εἶναι καὶ τὰ δάκρυα στὴν προσευχή. Μέσα σου καθαρίζεται, καθαρίζεται, καθαρίζεται κι ἔρχεται κατόπιν σ᾿ ἄλλα ἀνώτερα δάκρυα.
Τὰ δάκρυα, θὰ σᾶς πονέσει ὁ ἐγκέφαλος μέσα, τὸ μυαλὸ θὰ σᾶς πονέσει, διότι εἶναι τὰ πρῶτα δάκρυα, τὰ ὁποῖα λέγονται «καθαρτικὰ δάκρυα», καθαρίζουν τὰ δάκρυα μέσα.
Ὅταν περάσει ὁ βαθμὸς τῶν «καθαρτικῶν», ἔρχονται ἄλλα δάκρυα «χαροποιά». Τὰ ὁποῖα, καὶ τὸ πρόσωπό σας θὰ γίνει ὡραῖο, θὰ ὀμορφαίνει, καὶ ὁ ἄλλος ὁ συνάνθρωπός σου, ὁ συνάδερφός σου, ὁ παραδελφός σου, θὰ τὸν βλέπεις σὲ ἄλλην ὡραιότητα. Πνευματικῶς ἐννοῶ.
Κατόπιν εἶναι ἄλλα δάκρυα, ἀλλὰ αὐτὰ ὁ καθένας κατὰ τὴ βία του ποὺ ἔχει μέσα, κατὰ τὸν ζῆλο, κατὰ τὴ θερμότητα, θὰ τὰ συναντήσει.
Νὰ καλλιεργεῖς τὰ δάκρυα. Νὰ καλλιεργεῖς τὶς εἰκόνες, τὶς σκέψεις ποὺ φέρνουν δάκρυα. Ἐγὼ καλλιεργοῦσα τὴν εἰκόνα τοῦ νεκροῦ σώματος τοῦ γερο-Ἰωσήφ. Ὅταν τὸν φίλησα καὶ τὸν βάλαμε στὸ μνῆμα. Σκεπτόμουνα, ὅτι κι ἐγὼ σύντομα ἔτσι θὰ γίνω. Σκεπτόμουνα, μήπως ὁ Θεὸς δὲν μὲ δεχθεῖ, δὲν μὲ συγχωρήσει κ.ο.κ.
Τὰ δάκρυα εἶναι μεταξὺ ἐμπαθείας καὶ ἀπαθείας· τὰ δάκρυα καθαρίζουν. Εἶναι τὰ ἀρχαρίτικα δάκρυα, δηλαδὴ τὰ δάκρυα μετανοίας· ἤτοι σκέπτεσαι: Ἐὰν κολασθῶ; Θὰ εἶμαι μὲ τὸν Χριστὸν ἢ μὲ τὸν διάβολον; Ἐὰν θὰ εἶμαι αἰώνια εἰς τὴν κόλασιν; Τότε τί θὰ κάνω; κ.ο.κ.
Κατόπιν ἔρχονται τὰ δάκρυα τῆς χάριτος. Τὰ δάκρυα αὐτὰ εἶναι τόσο γλυκά, ὥστε ὅταν μοῦ ἤρχοντο, ἔλεγα: «Θεέ μου εἰς τὸν Παράδεισο τίποτε ἄλλο δὲν θέλω, παρὰ νὰ κλαίω ἔτσι». Αὐτὰ τὰ δάκρυα ἔρχονται ὕστερα..
Τὰ δάκρυα εἶναι ἡ τροφὴ τῆς ψυχῆς. Ὅπως ὅταν τὸ σῶμα τρέφεται μὲ καλὴ τροφὴ ζωογονεῖται, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ τρέφεται μὲ τὰ δάκρυα καὶ ζωογονεῖται.
Ὅταν προσεύχεσαι, νὰ προσπαθεῖς νὰ ἔχεις δάκρυα. Γίνεται συνήθεια κατόπιν, καὶ κλαῖς εἰς τὴν προσευχή σου. Ὅταν ἔχεις δάκρυα εἰς τὴν προσευχή, ὁτιδήποτε δάκρυα, πηγαίνεις μπροστά. Ὅταν σταματήσουν τὰ δάκρυα, πᾶς ὀπίσω.
Ἐγὼ παρακάλεσα τὸν ἅγιο Ἐφραίμ: «Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, ἐσὺ τῶν δακρύων ἄνθρωπος εἶσαι...» -ὅπως λέει τὸ τροπάριο: Ταῖς τῶν δακρύων σου ροαῖς τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας...- καὶ μοῦ ῾δωσε τόσα πολλὰ δάκρυα, ποὺ δὲν μποροῦσα, μέρα-νύχτα ἔκλαιγα. Κι ἔφτασα στὸ σημεῖο νὰ κλαίω ὅσο θέλω, ὅποτε θέλω καὶ ὅπου θέλω.
Ἀλλὰ τί; Νά, ἐδῶ πάνω τώρα, νὰ ποῦμε, ἀπὸ πάνω ὁ Ι., στὸ δωμάτιο ἐπάνω, δίπλα κάθεται ὁ Ε. Καὶ καμιὰ φορὰ μὲ πιάνουν τὰ δάκρυα καὶ λέει ὁ Ι.: «Σ᾿ ἀκούγαμε τὴ νύχτα ποὺ ἔκλαιγες». «Ἔ, καλά, βρὲ παιδί μου», λέω, «ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, ἅμα δὲν παρακαλέσω τὸν Θεὸ νὰ μ᾿ ἐλεήσει, ἀλλὰ μὲ παίρνουν τὰ δάκρυα». Καὶ δίπλα ἤτανε, δίπλα στὸ δωμάτιο κάθεται ὁ Ε. «Σ᾿ ἀκούγαμε, Γέροντα, ποὺ ὅλη τὴ νύχτα ἔκλαιγες», λέει. «Ἔ, καλά, βρὲ παιδιά μου, ἁμαρτωλὸς εἶμαι, θὰ κλαίω».
«Ἄκουσε», λέω, «δὲν γίνεται αὐτό. Ἅμα καταλάβω ὅτι ἐσὺ μ᾿ ἀκοῦς κι ὁ Ε. μέσα ἀκούει, κόβεται ἡ παρρησία στὴν προσευχή. Ναί, γι᾿ αὐτό», λέω, «ἄκουσε θὰ πάω σὲ ἄλλο μέρος, νὰ μὴ μὲ ἀκούει κανένας, νὰ κλάψω ὅσο θέλω»· γιατὶ μπορεῖ καὶ νὰ ψάλλω, μπορεῖ καὶ νά... αὐτό, πῶς θὰ ρθοῦν τὰ δάκρυα;
Ἅμα φέρεις τέτοιες θεωρίες: Δεῦτε τὸν τελευταῖον ἀσπασμὸν δῶμεν, ἀδελφοί, τῷ θανόντι..., πῶς, ὅσο σκληρὴ νὰ εἶναι ἡ ψυχή σου, νὰ θεωρεῖς τὸν ἑαυτό σου ὅτι εἶσαι ἐπάνω στὸ φέρετρο καὶ πᾶνε νὰ σὲ θάψουνε, ναί, μπορεῖς νὰ μὴν κλάψεις; Μία-δύο, μετὰ εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν κλάψεις καὶ θὰ ἀποκτήσεις συνήθεια νὰ κλαῖς. Ἀλλὰ νὰ παρακαλέσεις καὶ τὴν Παναγία νὰ ποῦμε.
Καὶ ἕνας λογισμὸς μοῦ ἦρθε: «Νά, βλέπεις ποὺ ἀγωνίζεσαι...» Ἔφυγαν, ἔφυγαν ἀμέσως τὰ δάκρυα. Ἐπειδὴ αὐτὸ τὸ χάρισμα ποὺ μοῦ ῾δωσε ὁ ἅγιος Ἐφραίμ, τὸ οἰκειοποιήθηκα, ὅτι εἶναι δικός μου κόπος, καὶ ἔφυγαν τὰ δάκρυα.
Λέει ὁ Γέροντας στὸν ὑποτακτικό: «Ἐξεγερθέντες τοῦ ὕπνου προσπίπτομέν σοι, ἀγαθέ, καὶ τῶν ἀγγέλων τὸν ὕμνον βοῶμέν σοι, δυνατέ· ἅγιος, ἅγιος» κτλ. «Κουά, κουά, κουά, κουὰ» τὰ βατράχια, κοάζουν, πῶς λέγεται, ξεχάσαμε καὶ τὰ ἑλληνικὰ τώρα.
- Βρὲ παιδί μου, λέει, πήγαινε στὰ βατράχια καὶ πές τα: Ἄ, νὰ σᾶς πῶ, ὁ Γέροντας λέει, σταματῆστε τώρα γιατὶ θέλουμε νὰ διαβάσουμε ἐμεῖς τὴν ἀκολουθία.
- Νά ῾ναι εὐλογημένο, Γέροντα.
Αὐτὸς ἦταν ὑποτακτικός! Βλέπεις; Δὲν εἶπε, «ἔ, Γέροντα, τὰ βατράχια θὰ πάω νὰ πῶ ἐγώ;» Ὄχι ὑπακοή.
- Ἀκοῦστε ἐδῶ, βατράχια, εἶπε ὁ Γέροντας νὰ σταματήσετε τώρα, γιατὶ θέλουμε νὰ διαβάσουμε ἐμεῖς τὴν ἀκολουθία.
Μίλησε τὸ βατράχι ἐκεῖ! Λέει:
- Πὲς τοῦ Γέροντα, τώρα τελειώνουμε κι ἐμεῖς τὴν δοξολογία τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ πᾶμε κι ἐμεῖς νὰ ξεκουραστοῦμε.
Καὶ τὰ βατράχια ὑμνολογοῦν τὸ Θεό! Ὅλη ἡ φύση, νὰ ποῦμε, ὑμνολογεῖ, δοξολογεῖ τὸν Θεό, καὶ κατὰ τὴν καθαρότητά μας ἀκοῦμε κι ἐμεῖς αὐτὴν τὴ μυστικὴ δοξολογία, τὴ μυστική, τὴν ἄφωνο ὑμνολογία ποὺ κάνουνε καὶ οἱ πέτρες ἀκόμη. Αὐτὸ πῶς τὸ λένε, κάτι στίχους ποὺ ἔχει ἡ μεγάλη δοξολογία, δὲν ξέρω πῶς τὰ λένε, γιατὶ ἐγὼ ἔχω χρόνια νὰ πάω πάνω στὴν ἀκολουθία.
Μοναχοί: Πῦρ, χάλαζα, χιών, πνεῦμα καταιγίδος...
Γέροντας: Πῦρ, χάλαζα, πῦρ καταιγίδος κτλ., ὅλα, τότε ἀρχίζει ἡ μεγάλη δοξολογία. Βλέπετε; Καὶ τὰ ὄρη καὶ τὰ βουνὰ καὶ τὰ δέντρα καὶ ἡ θάλασσα καὶ τὰ ψάρια, ὅλα ὑμνολογοῦν τὸν Θεό. Ἀλλὰ ἐμεῖς, ἐπειδὴ ἔχουμε ἀμαυρώσει, δηλαδή, τὸ νοερὸν τῆς ψυχῆς μας, γι᾿ αὐτὸ λίγο τὸ καταλαμβάνουμε, λίγο. Ὅσο καθαρίζεσαι μέσα σου, τόσο καὶ περισσότερο λαμβάνεις ἕναν φωτισμό, λαμβάνεις μίαν αἴσθηση ὅτι κανένα κτίσμα τοῦ Θεοῦ δὲν μένει ἀργό, ἀλλὰ ὅλα δοξολογοῦν τὸν Θεό. Καὶ ἡ μύγα καὶ τὸ κουνούπι, καὶ τὸ βόδι καὶ τὸ ζῶο, ὅλα δοξολογοῦν τὸν Θεό. Ὅταν καθαριστεῖς μέσα σου, θὰ τὴν δεῖς αὐτὴν τὴ μυστικὴ δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Ὅσο καθαρίζεσαι μέσα σου, θὰ τὸ δεῖς καὶ λές: Ταλαίπωρε ἄνθρωπε, ἐσὺ μόνο δὲν δοξολογεῖς τὸν Θεό. Ὅλα δοξολογοῦν τὸν Θεό!
Πήγαμε ἐκεῖ, ἦρθε ὁ Ἰβηρίτης, ὁ Πρωτεπιστάτης. Μᾶς κέρασαν, τέλος πάντων. Λέει: Πάτερ, τί θὰ κάνουμε μὲ τὸν Πατριάρχη; Λέω: Γέροντα, τὸ χώρισμα, τὸ σχίσμα εὔκολα γίνεται, ἡ ἕνωση εἶναι δύσκολος. Γέροντα, λέω, ἐγὼ δὲν παρακολουθῶ τέτοια πράγματα, κοιτάω τὸ κομποσχοινάκι μου, νὰ πῶ τὴν ἀλήθεια. Τί κάνουν οἱ Ἐκκλησίες, ἡ Κοινότης, ἄλλοι μοῦ τὰ λένε, οὔτε ἐρευνῶ νὰ μάθω. Λέω: Γέροντα, εἶδες τί ἔκαναν οἱ Ρῶσοι; Παρέδωσαν τὰ μυστήρια στοὺς καθολικοὺς καὶ οἱ καθολικοὶ στοὺς Ρώσους. Ἡ Ἐκκλησία τί τοὺς ἔκανε, τοὺς ἐδίωξε; Ὄχι. Ὑπομονή. Τώρα οἱ Ρῶσοι, νὰ μὲ συγχωρέσετε, σφάλμα ἔχουνε κάνει. Ἔτσι κυβερνᾶται ἡ Ἐκκλησία. Ναί, ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἐκκλησία! Σὲ χωρίζω, ναί, ἀλλὰ νὰ γίνει ἡ ἕνωση δύσκολα εἶναι.
Ἀνέκαθεν, πάτερ, ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μάνα καὶ κάνει καὶ ἐπιείκεια, κάνει καὶ συγκατάβαση, κάνει καὶ πὼς δὲν βλέπει, κάνει πὼς δὲν ἀκούει, νὰ μὴ γίνει σχίσμα! Ὄχι. Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ποὺ πῆγε ἐξορία, οἱ ἄλλοι Δεσποτάδες ρωτοῦσαν. Ὄχι, λέει νὰ συλλειτουργήσετε, νὰ μὴ γίνει σχίσμα, πρὸς Θεοῦ!
Δὲν σὲ κατηγορῶ ὅτι ἔκανες ἁμαρτίες πολλὲς καὶ σοβαρές, ὄχι, ἄνθρωπος εἶσαι. Σὲ κατηγορῶ, γιατὶ δὲν ἐξομολογεῖσαι. Αὐτὸ σὲ κατηγορῶ. Ἔπεσες; Στὸν πνευματικό. Ἔπεσες; Στὸν πνευματικό, ὅλα στὸν πνευματικό. Καὶ ἡ ὁσία Μαρία, πρῶτα ἐξομολογήθηκε.
Στὴ γειτονιά μας ἤτανε κάποιος Κύπριος καὶ εἶχε ἕναν ὑποτακτικό, ὁ ὁποῖος τοὺς γονεῖς του δὲν εἶχε ἀναπαύσει, νὰ ποῦμε. Ὅταν καλογέρευσε, καὶ τὸν Γέροντά του δὲν τὸν ἀνέπαυσε. Κι᾿ ἐκεῖ ποὺ καθόμαστε στὴ Μικρὴ Ἁγία Ἄννα, τὸν ἔστειλε ὁ Γέροντάς του στὸν Γέροντα, τὸν γερο-Ἰωσήφ, νὰ πεῖ τὸν λογισμό του καὶ ὅ,τι μπορεῖ νὰ τὸν βοηθήσει. Ὅταν ἦρθε ἐκεῖ, ἤμαστε γύρω ἔτσι μὲ τὸν Γέροντα, λέει: «Ἄντε ἐσύ, πήγαινε ἐσύ, πηγαίνετε στὰ δωματιά σας· ἔλα ῾δῶ, πάτερ Ἰωάννη». Ἀνεβαίνει, πήγαινε στὸ δωμάτιό του.
- Γέροντα, λέει, ἡ ψυχή μου κλαίει, κλαίει, κλαίει σὰν μικρὸ παιδί.
- Γιατί, παιδί μου, ἡ ψυχή σου κλαίει;
- Διότι, λέει, δὲν ἀνέπαυσα τὸν Γέροντά μου.
- Ἔ, ποῦ καταλαμβάνεις ὅτι δὲν ἀνέπαυσες τὸν Γέροντα;
- Νά, λέει, ἔτσι στὴν ὑπακοή.
- Ἄκουσε, παιδί μου. Ἐκεῖ ποὺ γκρέμισες, ἐκεῖ νὰ διορθώσεις. Ἐχαλάρωσες τὸ «νά ῾ναι εὐλογημένο», τὴν ταπείνωση καὶ τὴν αὐταπάρνηση στὸν Γέροντα. Μὴ ζητᾶς τώρα μὲ τὴν εὐχὴ ἢ μὲ τὴν Θεία Μετάληψη, πάτερ μου, νὰ διορθώσεις τὸ λάθος σου. Ἐκεῖ ἔσφαλες, ἐκεῖ νὰ βάλεις μετάνοια, ἐκεῖ νὰ διορθώσεις.
Ὁ ἀββὰς Παμβώ, ὅταν ἦταν κοσμικός, πῆγε καὶ κλέψανε σύκα ἀπὸ ἄλλο γειτονικὸ ἀμπέλι. Καὶ ὅταν τοὺς πῆρε μυρωδιὰ ὁ δραγάτης, τό ῾βαλαν στὰ ποδάρια νὰ φύγουν, Ἀλλὰ ἀπὸ τὸ μαντήλι ποὺ εἶχε τὰ σύκα, τοῦ ῾πεσε ἕνα σύκο κάτω καὶ νὰ μὴν τὸ χάσει, πῆγε καὶ τό ῾φαγε. Καὶ λέει ὁ ἴδιος: «Ὅποτε θυμᾶμαι αὐτὸ τὸ σύκο, κάθομαι καὶ κλαίω». Κάθομαι καὶ κλαίω... Αὐτὸ τὸ σύκο...
Ἔτσι κι ἐγώ, νὰ ποῦμε. Ὅταν θυμᾶμαι αὐτὴν τὴν παρακοὴ ποὺ ἔκανα στὸν Γέροντα, ὡς ἄλλος ἀπόστολος Πέτρος, κάθομαι καὶ κλαίω. Γιατί νὰ κάνω αὐτὴν τὴν παρακοή, νὰ μὴν τὴν κάνω ὑπακοὴ νὰ κερδίσω;
Ἕνα πράγμα, ἅμα σὲ κεντάει ἡ συνείδησή σου, πήγαινε καὶ βάλε μετάνοια: «Ἀδερφέ μου, εὐλόγησον, σὲ παρακαλῶ νὰ μὲ συγχωρέσεις, ἔσφαλα». Αὐτὸ διορθώνει τὸ λάθος σου. Μὴν παραβλέπεις τὴ συνείδησή σου. Ἄνθρωποι εἴμεθα, ἕνας στὸν ἄλλον φταίει. Ἢ σοῦ εἶπε ἕναν λόγο, εἴτε δὲν ἔκανε ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο εἶπες, καὶ ὅποτε κατόπιν ἡ συνείδηση ἔρχεται ἐλέγχουσα. Μὴν τὴν παραβλέπεις, πήγαινε ταπεινώσου καὶ πὲς τὸ «εὐλόγησον» εἰς τὸν ἀδελφὸ ἢ εἰς τὸν Γέροντα.
Τὸ Κοινόβιο εἶναι ἡ Κιβωτὸς τοῦ Νῶε.
Βολιδοσκοπήσατε καὶ τὰ βιβλία τῶν ἁγίων Πατέρων. Πολλοὶ στὸ Κοινόβιο ἁγίασαν, στὴν ἐρημία ὀλίγοι, ὀλίγοι. Διότι ὁ ἐρημίτης ὅλο τὸ θέλημά του κάνει. Τὸ τέλειο εἶναι τὸ κοινόβιο, ὅλοι μαζί. Καὶ ὁ Χριστὸς τὸ κοινόβιο παρέδωσε, ὅλοι μαζὶ τράπεζα, ὅλοι μαζὶ στὴν προσευχή, ὅλοι μαζί.
Τὴν ὑπακοὴ φοβᾶται ὁ διάβολος, διότι εἶναι μίμησις Χριστοῦ. Ὅπως λέει καὶ ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ἂς ἔχει τὰ βουνὰ καὶ τὰ ὄρη ὁ Ἰωαννίκιος, ἐμεῖς ἐδῶ ὅλοι μαζεμένοι ἐν πνεύματι ἀγάπης, μὲ διαφόρους χαρακτῆρας, μὲ διάφορα ἐπαγγέλματα, μὲ διάφορες ἡλικίες, ὅλοι ἀγαπημένοι, ἡνωμένοι νὰ ὑμνολογήσουμε τὸ Θεό. Βλέπετε ὁ ἅγιος Θεόδωρος πῶς μιλοῦσε; Ἅγιος, δὲν ἐπαινοῦσε τὴν ἡσυχία. Εἶναι καὶ ἡ ἡσυχία καλή. Ἀλλὰ τὴν σήμερον ἡμέραν, ἐγὼ τουλάχιστον δὲν τὴν ἐπαινῶ.
Κάποια καλογριούλα μου ἔγραψε, λέει: Γέροντα, ἀκοῦμε ὅτι θά ῾ρθουν οἱ Τοῦρκοι καὶ δὲν ξέρουμε τί νὰ κάνουμε.
- Ἄ! ἄκουσε, παιδάκι μου, τῆς λέω. Δὲν ἔχεις ὑποκοή. Διότι ἂν εἶχες ὑπακοή, τότε: «Τί μὲ νοιάζει ἐμένα; Ὅ,τι μου πεῖ ἡ Γερόντισσα· ὅ,τι μου πεῖ ἡ Γερόντισσα. Δὲν εἶναι Γερόντισσα ἡ Μ.; Ἔ, ὅ,τι πεῖ ἡ Μ., ἐμένα δὲν μὲ νοιάζει». Αὐτὴ εἶναι ὑπακοή. Ἀλλὰ γιὰ νὰ φοβᾶσαι, ἔχεις θέλημα μέσα σου, ἔχεις θέλημα μέσα σου, ἔχεις θέλημα.
Ξέρετε πολὺ καλὰ ὅτι ὁ Γέροντάς μας (Ἰωσὴφ) ἦταν τῶν ἄκρων ἡσυχαστὴς καὶ τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Καὶ ὅμως δὲν μᾶς παρέδωσε ὡς πρῶτο τὴν ἡσυχία ἢ τὴν νοερὰ προσευχή, ἀλλὰ μᾶς παρέδωσε τὴν ὑπακοὴ τὸ κοινόβιο!
Καὶ τὰ βιβλία τῶν ἁγίων Πατέρων ἂν παρακολουθήσετε, θὰ δεῖτε ὅτι πολλοὶ μὲ εὐκολία, μὲ πολλὴν ἄνεση ἁγίασαν, ἁγιάσθησαν οἱ ψυχές των, δίχως νὰ κάνουν κόπους, δίχως νὰ κάνουν θυσίες, δίχως νὰ κάνουν ἀσκητικοὺς ἀγώνας, ἀλλὰ τί; Ἐδιάλεξαν τὴν ὑπακοή.
Ἡ ὑπακοὴ φέρει τὸν ἄνθρωπο ὄχι μόνο σὲ ἀπάθεια σωματική, ἀλλὰ καὶ πνευματική.
Βολιδοσκοπήσατε ἀπὸ ποῦ ξεκινάει ἡ ὑπακοή. Ἀπὸ τὴν Τριαδικὴ Θεότητα. Ὁ Χριστὸς λέει ὅτι «ἦρθα νὰ κάνω ὄχι τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με» (Λουκ. 22,42). Ἀπὸ ἐκεῖ ἀρχίζει ἡ ὑπακοή. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅποιος κάνει ὑπακοή, γίνεται μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ!
Βεβαιώθηκα μὲ πείρα ὅτι ἡ ὑπακοὴ εἶναι ἀνωτέρα της προσευχῆς.
Θέλεις ν᾿ ἀποκτήσεις προσευχή; Θέλεις, ὅταν λὲς τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», νὰ τρέχουν τὰ δάκρυα ποτάμι ἀπὸ τὰ μάτια σου; Θέλεις νὰ ζήσεις τὴ ζωὴ τῶν ἀγγέλων; «Εὐλόγησον», «νά ῾ναι εὐλογημένο». Ὑπακοή.
Ὁ μεγάλος ἀγώνας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νὰ μὴν πιστεύει τὸν λογισμό του. Ἔ, ὁ Γέροντας τώρα λείπει, ρώτησε τὸν ἀδερφό σου κι ὅ,τι σου πεῖ ν᾿ ἀκούσεις. Δὲν εἶναι μικρὸς ἀγώνας νὰ ρίξεις τὸν ἑαυτό σου κάτω, δὲν εἶναι μικρὸς ἀγώνας. Μὰ ἀλλιῶς δὲν γίνεται, ἀλλιῶς δὲν γίνεται. Ἂν θέλεις ν᾿ ἀκολουθήσεις τὸν καλογερικὸ νόμο, ἐκεῖ θὰ πατήσεις.
Ἐρώτησαν κάτι καλογριοῦλες καὶ τὸν πάτερ-Γεράσιμο, τὸν Ὑμνογράφο.
- Πάτερ-Γεράσιμε, τί θὰ πεῖ τυφλὴ ὑπακοή;
- Νὰ σᾶς πῶ, λέει. Εἶπε ἡ Ἡγουμένη· φέρε Εὐπραξία, ἕνα ποτήρι νερό. Τὸ᾿φερες. Χύσ᾿ το. Τό ῾χυσες. Βρὲ παλαβή, γιατὶ τό ῾χυσες τὸ νερό; Εὐλόγησον. Νὰ μὴ δικαιολογηθεῖς· μὰ καλά, ἐσὺ δὲν μοῦ ῾πες νὰ τὸ χύσω τὸ νερό; Ὄχι ἔτσι, λέει. Εὐλόγησον, αὐτὴ εἶναι ἡ τυφλὴ ὑπακοή.
Ἂν δὲν κάνεις τυφλὴ ὑπακοή, δὲν ἀνεβαίνεις ἀπάνω σὲ πνευματικὲς σκάλες. Εἶδες αὐτὸ τὸ Γεροντάκι πῶς εἶπε; Αὐτὴ εἶναι ἡ τυφλὴ ὑπακοή, νὰ μὴ δικαιολογεῖς τὸν ἑαυτό σου. Ὄχι μόνο στὸ Γέροντα, καὶ στὸν ἀδερφό σου. Καὶ στὸν ἀδερφό σου νὰ μὴ δικαιολογεῖς τὸν ἑαυτό σου, ἀλλὰ πάντοτε νὰ τὸν ἔχεις τὸν ἑαυτό σου κάτω ἀπὸ ὅλους.
Αὐτὸς ὁ ὁποῖος κάνει ὑπακοὴ στὸν Γέροντά του, μιμεῖται τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος ἔκανε Ὑπακοὴ στὸν Πατέρα Του. Καὶ ὑποχρεοῦται κατὰ συνέχειαν ὁ Θεὸς νὰ εὐλογήσει ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος τὸν μιμεῖται.
Ἂν ζητᾶτε ἕνα πράγμα ἀπὸ τὸν Γέροντα, προδιαθέσατε τὸν λογισμό σας· ἐὰν μὲν σᾶς ἀκούσει, «νά ῾ναι εὐλογημένο», ἐὰν δὲν σᾶς ἀκούσει, πάλι «νά ῾ναι εὐλογημένο. Μὴν προδιαθέτετε τὸν λογισμό σας ὅτι θὰ σᾶς ἀκούσει ὁ Γέροντας καὶ ἂν κατόπιν δὲν σᾶς ἀκούσει, καὶ θὰ σκουντουφλιάσετε.
Πολλὲς φορὲς κι ἐμεῖς, νὰ ποῦμε, ὡς Γέροντες μπορεῖ νὰ κάνουμε κι ἕνα λάθος. Ἐσὺ ὅμως ποὺ θὰ κάνεις ὑπακοή, θὰ σοῦ βγεῖ σὲ καλό, δὲν θὰ σοῦ βγεῖ σὲ κακό! Ποτὲς ἡ ὑπακοὴ δὲν βγαίνει σὲ κακό, διότι εἶναι μίμησις Χριστοῦ.
Ἔκανες ὑπακοή, θὰ πᾶς στὸν παράδεισο, δὲν ἔκανες ὑπακοή, δὲν πάει νὰ κάνεις νοερὰ προσευχή, δὲν πάει νὰ μεταλαμβάνεις, δὲν πάει νὰ λειτουργᾶς, προορίζεσαι γιὰ τὴν κόλαση. Νά καὶ ὁ Ἀδάμ, νά καὶ ὁ Προφήτης Ἐλισσαῖος, νά καὶ ὁ Γιεζή, ὅλα αὐτὰ τὰ παραδείγματα βεβαιώνουν ὅτι περισσότερο ὁ Θεὸς ἀναπαύεται στὴν ὑπακοὴ παρὰ στὶς ἄλλες ἀρετές, νὰ ποῦμε. Καὶ οἱ ἄλλες ἀρετὲς συνδράμουν· ὅπως ἐνεργεῖ ἡ ὑπακοὴ δὲν ἐνεργοῦν οἱ ἄλλες ἀρετές. Γι᾿ αὐτὸ περισσότερο ἐπιμεληθεῖτε τὴν ὑπακοή.
Νὰ σᾶς πῶ, σ᾿ αὐτὸ τὸ πράγμα, σὲ μᾶς ἐξαρτᾶται ἂν αὐτὸ τὸ φῶς ποὺ ἔχουμε μέσα μας, τὴ χάρη δηλαδή, μπορεῖ νὰ τὴν αὐξήσουμε, μπορεῖ νὰ τὴν ἐλαττώσουμε. Ἂν εἶναι τώρα πέντε βαθμῶν, αὔριο μποροῦμε νὰ τὴν κάνουμε δέκα, τριάντα, πενήντα, ἑκατό. Ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται, ἂν εἶναι τώρα δέκα βαθμούς, νὰ τὴν κάνουμε ὀχτώ, πέντε, τρία, ἕνα, ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἀπὸ τὴν αὐταπάρνηση, ἀπὸ τὴν πεποίθηση, τὴν εὐλάβεια, τὸν σεβασμὸ ποὺ θά ῾χουμε στὸν Γέροντα. Ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ ποὺ θά ῾χουμε στὸν Γέροντα αὐτὸ τὸ φῶς αὐξάνει. Καὶ ὄχι μόνο στὸν Γέροντα, ἀλλὰ καὶ μεταξὺ μας νά ῾χουμε ὑπακοή.
Μακάριος ἐκεῖνος ὁ ἀδερφὸς ὁ ὁποῖος, προτοῦ νὰ τελειώσει τὸ λόγο ἢ ὁ Γέροντας ἢ ὁ παραδερφός του, «νά ῾ναι εὐλογημένο». Σὲ εἶπεν ἕνας ἀδερφός: «Ἔλα, πάτερ, νὰ μὲ βοηθήσεις ἐδῶ», «νά ῾ναι εὐλογημένο». Ἀκολούθησε αὐτὸν τὸ δρόμο, νὰ δεῖς τί θὰ αἰσθανθεῖς μέσα. Τί εἰρήνη, τί γαλήνη θὰ αἰσθανθεῖς! Ἐνῶ, «περίμενε πέντε λεφτὰ κι ἔρχομαι»...
Νὰ σᾶς πῶ μία περίπτωση ποὺ μοῦ συνέβη ἐμένανε, ὅταν ὁ ἄνθρωπος, νὰ ποῦμε, στηρίζεται στὸν λογισμό του, στὴν κρίση του, καὶ δὲν πάει νὰ ρωτήσει ἕναν ἄλλονε.
Στὰ Καρούλια βρισκόταν κάποιος ἀδερφὸς καὶ μοῦ λέει: «παπα-Ἐφραίμ, εἶμαι ἄρρωστος καὶ ἔλα νὰ μὲ κοινωνήσεις». «Νἄρθω νὰ σὲ κοινωνήσω. Τὴν τάδε μέρα μετὰ ἀπ᾿ τὴ Λειτουργία».
Ἔχω ἕνα κουτάκι μικρὸ σὰν τὸν καφὲ αὐτό, ἔτσι ἐρμητικῶς κλείνει αὐτό. Σὰν τὸν σταυρό, τὸ βάζω ἐδῶ στὸν κόρφο μου καὶ πηγαίνω κάτω καὶ κοινωνῶ, ὅποιον ἔχει ἀνάγκη. Ὅταν μελίζει ὁ παπὰς τὶς μερίδες, παίρνει μία μικρὴ μερίδα σὰν μία φακὴ καὶ βάζει στὴν ἁγία λαβίδα μέσα στὸ ἅγιο Αἷμα καὶ τὴ βάφει ἔτσι. Κι᾿ εἶναι βαμμένη· Σῶμα καὶ Αἷμα· καὶ πηγαίνεις κατόπιν καὶ μεταλαμβάνεις τὸν ἀδερφό, ὅποιος σὲ ζητήσει.
Λειτούργησα. Ὅταν τελείωσα, νὰ ποῦμε, μετάλαβα ἐγώ, ξέχασα νὰ βγάλω μία μερίδα ἀπὸ τὸ ἅγιο δισκάριο νὰ βάλω μέσα στὸ Ἀρτοφόριο καὶ νὰ τὴ βάψω. Ξέχασα. Ἔ, ἄνθρωπος εἶμαι κι ἐγώ, ξεχνάω. «Ἀδερφέ μου, νὰ κάνεις λιγάκι ὑπομονή, γιατὶ ξέχασα». «Καλά».
Τὸν εἰδοποιῶ πάλι ὅτι τὴν τάδε μέρα πάλι θὰ λειτουργήσω, ἀλλὰ θά ῾μαι στὰ Καρούλια κάτω· θὰ λειτουργήσω, καὶ ῾κεῖ θά ῾ρθῶ νὰ σὲ μεταλάβω. Λέει: «Πάρε πάντως τὸ Ἀρτοφόριο. Ἐὰν μὲ δεῖς ἐκεῖ στὴν ἐκκλησία, θὰ κοινωνήσω. Ἂν δὲν μὲ δεῖς, τότες δὲν μπορῶ, εἶμαι ἄρρωστος καὶ νἄρθεις νὰ μὲ κοινωνήσεις στὸ σπίτι μου». «Νά ῾ναι εὐλογημένο».
Παπα-Ἐφραίμ, ἄνοιξε τὰ μυαλά σου, γιατί τἄχεις κι ἐσὺ λίγα τώρα. Λοιπόν, ἐκεῖ στὸ ἀντιμήνσιο βάζω τὸ Ἀρτοφόριο -τὸ κουτάκι ποὺ θὰ βάλω τὴν μερίδα- νὰ τὸ βλέπω ἐκεῖ. Τελειώνω, αὐτὸ ἐκεῖ, καταλύω. Βρέ, νὰ πάρει ἡ εὐχή, νὰ πάρει. Πάλι ξέχασα! Βρὲ τί εἶναι αὐτό; Τί εἶναι αὐτὸ τὸ κακὸ ποῦ μὲ βρῆκε; «Ἀδερφέ μου, ζητῶ συγγνώμη, πάλι ξέχασα. Θὰ πάω πάνω νὰ λειτουργήσω καὶ θἄρθω πάλι στὰ Καρούλια νὰ σὲ κοινωνήσω. Νὰ κανονίσω τὸν ἑαυτό μου κάνοντας τὸν κόπο νὰ κατέβω πάλι, γιατί τἄχασα ἐγὼ τὰ μυαλά μου». «Καλά».
Πάω λοιπόν, τὸ βάζω τὸ Ἀρτοφόριο ἀπάνω στὸ ἀντιμήνσιο νὰ τὸ βλέπω. Τὸ βλέπω τὸ Ἀρτοφόριο, βάζω ἐκεῖ, τὸ καταλύω, τὸ αὐτό, τίποτε. Μνήσθητί μου, Κύριε, τί εἶναι αὐτὸ μὲ μένα! Τί εἶναι αὐτὸ μὲ μένα τώρα; λέω. Τί νὰ πῶ! Νά ῾ναι εὐλογημένο, λέω. Κατεβάζω λοιπὸν τὸ Ἀρτοφόριο, ποὺ ἔχομε ξερὲς μερίδες· τὶς ἔχουμε ἀποξηράνει, τὶς ἔχουμε κάνει παξιμάδι τὴ Μεγάλη Πέμπτη· κατεβάζω κάτω λοιπόν, ἁπλώνω τὸ ἀντιμήνσιο καὶ ἀνοίγω τὸ κουτάκι καὶ βάζω τὴ λαβίδα ἀπὸ κάτω, γιὰ νὰ πάρω μία μερίδα. Τὴ βάζω τὴ λαβίδα ἀπὸ κάτω, δὲν σηκώνεται ὁ ἅγιος Ἄρτος! Πιέζω! Δὲν σηκώνεται! Μὰ τί γίνεται; Πετάγεται ὁ ἅγιος Ἄρτος, εὐτυχῶς ποὺ ἔπεσε ἀπάνω στὸ ἀντιμήνσιο. Εἰ δέ, θὰ ἔπεφτε κάτω. Φοβήθηκα, τρόμαξα. Βρέ, λέω, μήπως εἶναι οἱ μερίδες, ἔχουν κολλήσει στὴ μούσα; (Μούσα λέγεται ἕνα θαλασσινὸ σφουγγάρι, ποὺ τὄχουν πατήσει καὶ γίνεται στρογγυλό, ἔτσι πέτρα, πέτρα γίνεται, καὶ βάζομε ἀπάνω ἐκεῖ τὶς μερίδες· γιατὶ ὅπου νὰ τὶς βάλεις, τραβάει ὑγρασία). Πάω ἐκεῖ στὶς μερίδες, ἄ, οἱ μερίδες κουνιόντουσαν! Ἄ! Ἔχει κώλυμα ὁ ἀδερφός! Γι᾿ αὐτὸ ξεχνάω ἐγὼ ὁ λειτουργός, διότι ἔχει κώλυμα. Καλά. Παίρνω τὸ ἀρτοφόριο, κατεβαίνω κάτω. Τὸν κοινώνησα. Λέω:
- Γέροντα, θέλω νὰ σοῦ πῶ ἕναν λογισμό, καὶ ὡς ἀδερφὸς καὶ περισσότερο ὡς πνευματικός.
- Τί θέλεις νὰ μοῦ πεῖς;
- Νὰ κάνεις μία γενικὴ ἐξομολόγηση.
- Ἔχω κάνει τρεῖς, λέει ἀπότομα.
- Ἄκουσε, ἀδερφέ μου, μήπως καὶ ξέχασες.
- Ὄχι, λέει, δὲν ἔχω, ἔχω κάνει τρεῖς.
Ἄ! Δὲν τὸ σήκωσα πλέον αὐτό. Ὁ τρόπος του, ἡ συμπεριφορά του, δὲν τὸ σήκωσα. Νὰ μιλάει ἔτσι! Ἐγὼ νὰ θυσιάζομαι καὶ νὰ σοῦ λέω ἕναν πνευματικὸ λόγο... Ἄνθρωπος εἶσαι, πάτερ, ἕνα μικρό, ὅπως καὶ πάνω ἐκεῖ, ποὺ πῆγε ὁ πάτερ-Παΐσιος, ἦταν ἕνας βλάχος καὶ ἦρθε ἡ ὥρα του νὰ πεθάνει αὐτὸς ὁ βλάχος καὶ δὲν παρέδιδε ψυχή, μόνον ἔβλεπε τὸ διάβολο. Αὐτὸς ποὺ τὸν ὑπηρετοῦσε, τοῦ λέει:
- Βλέπεις τὸν διάβολο;
- Ναί, ὁ διάβολος.
- Ἄ, πάτερ, λέει, ἔχεις ἁμαρτία ἀξομολόγητη. Ρώτησε τὸν διάβολο τί ἁμαρτία ἔχεις.
Ρώτησε.
- Δὲν θὰ παραδώσεις ψυχή.
- Γιατί, βρὲ διάβολε, δὲν θὰ παραδώσω ψυχή;
- Γιατὶ ἔχεις ἁμαρτία ἀξομολόγητη.
- Ποιὰ ἁμαρτία;
Δὲν μπορεῖ νὰ τὴν πεῖ.
- Ἄ, ἡ Μαρία, λέει, μὲ βιάζει. (Τά ῾βαλε μὲ τὴν Παναγία, Μαρία τὴ λένε οἱ διαβόλοι). Δὲν μπορῶ λέει...
Στὸ τέλος τὸ εἶπε: ἦταν παντρεμένος κι ὅλα ὅσα παιδιὰ γεννοῦσε, ὅλα ἀπέθνησκαν. Καὶ στὸ τέλος, στὸ τελευταῖο, πηγαίνει σ᾿ ἕναν μάγο καὶ τοὺς ἔκανε μάγια ὁ μάγος καὶ δὲν τὸ εἶχε ἐξομολογηθεῖ ὁ καλόγηρος αὐτό. Τοῦ τὸ θύμισε ὁ διάβολος. Τὸ ἐξομολογήθηκε. Τώρα τὸ ἐξομολογήθηκε κι ἔπειτα ἔπεσε καὶ κοιμήθηκε (πέθανε).
Λοιπόν, ἄνθρωπος εἶσαι, πάτερ, τὄχεις ξεχάσει αὐτό. «Ἔχω κάνει τρεῖς». Ἄ! Ἐγὼ νὰ μιλῶ κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ ὁ ἄλλος νὰ μοῦ... «Πάτερ μου, αὐτὸ κι αὐτὸ συμβαίνει». Ξέρεις τί μοῦ ἀποκρίνεται;
- Ξέρεις τί μοῦ λέει ὁ λογισμός; λέει.
- Τί σοῦ λέει;
- Παίρνεις ἕνα κομμάτι ψωμί, βάζεις λιγάκι νάμα κι ἔρχεσαι νὰ μὲ μεταλάβεις.
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Νὰ τὸ κάνω αὐτὸ τὸ πράγμα, πάτερ, γιατί νὰ τὸ κάνω; Καλά, ἐσένα μπορεῖ νὰ μὴ σὲ σέβομαι, νὰ μὴ σὲ ἀγαπῶ, ἀλλὰ τὸν κόπο ποὺ κάνω ἀπὸ τὸ σπίτι μου νἄρθω κάτω, νὰ σὲ κοινωνήσω μὲ ψωμί; τοῦ λέω. Σὲ τέτοια συνείδηση, σὲ φόβο, σέ...
Ἐπίστευσε στὸν λογισμό του. Καὶ νὰ τί ἀποτέλεσμα, οὕτως ὥστε νὰ μὴν εἶναι ἄξιος νὰ κοινωνήσει!
Γι᾿ αὐτό, μὴν πιστεύει καθένας στὸ λογισμό του. Ὑπακοή. Βγάζω τὸ δικό μου τὸ μυαλὸ καὶ βάζω τὸ μυαλὸ τοῦ Γέροντά μου. Αὐτὴ εἶναι ὑπακοή.
Αὐτὸ θὰ πεῖ ὑπακοή. Νὰ βγάλεις τὸν λογισμό σου, τὸν δικό σου, καὶ ν᾿ ἀκούσεις τί θὰ σοῦ πεῖ ὁ Γέροντάς σου.
Μοναχός: Νὰ πῶ ἕνα ἄλλο. Ἕνα προσωπικὸ ποὺ συμβαίνει ἐδῶ. Μετὰ τὸ Ἀπόδειπνο, ὅταν τὸ ἀρχονταρίκι πλύνει τὰ σεντόνια, τὰ ἁπλώνομε καὶ μερικοὶ τὰ μαζεύουν. Εἶμαι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τὰ μαζεύουν τὰ σεντόνια ποὺ στέγνωσαν στὴν ἁπλωταριά. Καὶ ὅταν πηγαίνω τὸ βράδυ νὰ μαζέψω τὰ σεντόνια, δὲν μπορῶ μετὰ νὰ κοιμηθῶ, ὅπως κάνω τὶς ἄλλες μέρες, γιατὶ ἐγείρομαι μέσα μου καὶ δὲν μπορῶ νὰ κοιμηθῶ καὶ χάνω λίγο ἀπ᾿ τὴν τάξη, τὸ πρόγραμμα. Καὶ τὸ λυπᾶμαι.
Γέροντας: (Δὲν κατάλαβε) Καὶ τό;...
Μοναχός: Δηλαδὴ κάνω τὴν ὑπακοὴ πρόθυμα. Πρόθυμα πηγαίνω καὶ μαζεύω τὰ σεντόνια, ἀλλὰ ξέρω ὅμως ὅτι δὲν θὰ μπορέσω νὰ κοιμηθῶ ἀμέσως καὶ νὰ σηκωθῶ νωρίς, τόσο νωρίς, καὶ νὰ ἐφαρμόσω ὅλον τὸν κανόνα. Καὶ λυπᾶμαι. Αὐτὴ ἡ λύπη πῶς θεραπεύεται;
Γέροντας: Θεραπεύεται, διότι δὲν ἔχεις βάλει ὡς ριζὰ τὴν ὑπακοή. Ἐγὼ δὲν κοιτάω νὰ κάνω προσευχή, κοιτάω νὰ κάνω ὑπακοή. Σοὔπανε ἡ ἀδελφότης ἐδῶ, μάζεψε τὰ σεντόνια. Νά ῾ναι εὐλογημένο. Ὁ Θεὸς μπορεῖ· ἐσὺ τώρα ἐλαττώνεις τὴν προσευχή σου μαζεύοντας τὰ σεντόνια, ἔστω, νὰ ποῦμε, μισὴ ὥρα. Ὅταν θὰ πᾶς νὰ προσευχηθεῖς, θὰ σοῦ δώσει ὁ Θεός, γι᾿ αὐτὴ τὴν αὐταπάρνηση καὶ τὴν ὑπακοὴ τὴν ὁποίαν ἔκανες, διπλὴ τὴ χάρη. Ἂν προσευχόσουνα, τρόπον τινά, τὴ νύχτα τρεῖς ὧρες, εὕρισκες χάρη, νὰ ποῦμε, δέκα βαθμῶν. Τώρα ἐπιδὴ ἐλαττώνεις τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς καὶ γίνεται δυόμιση ὧρες, νομίζεις ὅτι δὲν θ᾿ ἀπολαύσεις προσευχή; Περισσότερο θ᾿ ἀπολαύσεις. Γιατὶ ἔβαλες τὸ θεμέλιο τῆς καλογερικῆς ζωῆς, τοῦ καλογερικοῦ νόμου. Ἤρθαμε ἐδῶ νὰ κάνουμε ὑπακοή, ὄχι νὰ κάνουμε προσευχή. Ὑπακοή.
Μοναχός: Τὸ πιστεύω αὐτό, ἀλλὰ ἔχω ἕνα δισταγμὸ ποὺ μοῦ τὰ χαλάει ὅλα.
Γέροντας: Ἐκεῖ νὰ νικήσεις τὸν ἑαυτό σου. Νὰ νικήσεις τὸν ἑαυτό σου.
Ὁ προφήτης Ἐλισσαῖος, αὐτὲς τὶς μέρες ἤτανε. Κατὰ διαδοχὴν τοῦ προφητικοῦ χαρίσματος ὁ προφήτης Ἠλίας διετάχθη νὰ πάει νὰ χρίσει τὸν Ἐλισσαῖο, λέει, προφήτη. Ἔχρισε. Τώρα ὁ προφήτης Ἐλισσαῖος κατὰ διαδοχὴν ἔπρεπε ν᾿ ἀφήσει τὸν Γιεζή. Ἀλλὰ ὁ Γιεζὴ ἔκανε ὑπακοή; Δὲν ἔκανε. Ὅταν ἔφυγε ὁ Νεεμὰν ὁ Σύρος, ἐπῆγε καὶ τὸν εἶπε ὅτι, -ξέρετε τὴν ἱστορία τώρα ἐσεῖς (Δ´ Βασ. κεφ.5) -καὶ λέει:
- Ὁ Γέροντας μ᾿ ἔστειλε νὰ μοῦ δώσεις μερικὰ ροῦχα, ἄμφια μεγάλα.
- Πάρε.
- Καὶ χρυσό.
- Πάρε καὶ χρυσό.
- Καὶ ἀμπέλια.
- Πάρε καὶ ἀμπέλια.
Ἐπῆγε, ὁ Νεεμὰν ἔφυγε. Ὁ δὲ Γιεζὴ γύρισε, πῆγε στὸν Γέροντά του. Αὐτὸς τά ῾κρυψε ὅμως, ὁ Γιεζή, νὰ μὴν τὰ δεῖ ὁ Γέροντας. Τόσο τοῦ ἔκοβε τὸ μυαλό, ὅτι νομίζει ὅτι θὰ κρυφτεῖ ἀπὸ τὸν προφήτη.
Ὁ προφήτης προτοῦ νὰ ῾ρθεῖ ὁ Νεεμᾶν: -Πήγαινε καὶ λούσου ἑφτὰ φορὲς στὸν Ἰορδάνη, δὲν τὸν εἶδε καθόλου, πήγαινε καὶ λούσου, λέει.
- Πάρε καὶ χρήματα, λέει.
- Ἐγὼ δὲν ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ χρήματα, λέει, δὲν πουλῶ τὴ χάρη μὲ τὰ χρήματα, πᾶνε καὶ λούσου.
Ὁ Γιεζή, πῆγε καὶ τά ῾κρύψε.
- Ποῦ ἤσουνα; λέει.
- Στὸ τάδε μέρος.
- Τί ἔκανες;
- Νά, εἶχα δουλειά.
Εἶπε τὴν ἀλήθεια; Καὶ τὴν πρώτη προδοσία ἔκανε, ποὺ εἶπε ψέματα στὸν Νεεμάν· νόμιζε ὅτι θὰ κρυφτεῖ ἀπὸ τὸν Γέροντά του. Δεύτερη προδοσία, τὰ ἔκρυψε, καὶ τοῦ εἶπε· ποῦ ἤσουνα, εἶπε πάλι ψέματα. Τοῦ λέει ὁ προφήτης, ἐγὼ ἐκεῖ ἤμουνα, ποὺ ἔπαιρνες τὰ ροῦχα. Τρίτη φορὰ τὸν κάλεσε ὁ προφήτης σὲ μετάνοια. Δὲν εἶπε, «Γέροντα, εὐλόγησον, νὰ μὲ συγχωρέσεις, μὲ προσέβαλε ὁ πειρασμός». Ὄχι, δὲν εἶπε. «Ἔ, τότες», λέει, «πάρε καὶ τὴ λέπρα τοῦ Νεεμάν».
Τρεῖς φορὲς τὸν ἐκάλεσε ὁ προφήτης σὲ μετάνοια. Οὔτε τὴν πρώτη, οὔτε τὴ δεύτερη, οὔτε τὴν τρίτη. Ἔ, τότες λοιπὸν ὁ προφήτης, «πάρε καὶ τὴ λέπρα τοῦ Νεεμάν».
Τί κατάλαβε ὁ Γιεζή; Καὶ τὸ προφητικὸ χάρισμα τό ῾χασε, καὶ τὴν ὑγεία του ἔχασε. Καὶ τί τὸν ὠφέλησαν τ᾿ ἀμπέλια καὶ τὰ χωράφια; Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑγιής, ὅλα τὰ εὐφραίνεται, ὅταν εἶναι ἄρρωστος, δὲν θέλω τίποτε, ἄρρωστος εἶμαι, δὲν μὲ εὐφραίνει τίποτε, διότι εἶμαι ἄρρωστος. Ὅταν εἶσαι ὑγιής, ὅλα. Καὶ τὴ λέπρα πῆρε καὶ τὴν ὑγεία του ἔχασε καὶ τὸν προφήτη τὸν ἔχασε· καὶ τί ἐκληρονόμησε; Καὶ ᾄδεται ὁ λόγος «ἡ λέπρα τοῦ Γιεζή». Ὄχι τοῦ Νεεμάν, τοῦ Γιεζὴ ἡ λέπρα.
Στὸ σπίτι μας πιὸ πάνω εἶναι ὁ πάτερ-Γεδεών, ὁ ὁποῖος ἔχει τοὺς Ἀρχαγγέλους. Ἐκεῖ καθότανε ἕνας ὑποτακτικός, ὁ ὁποῖος πῆγε μᾶλλον νὰ γηροκομήσῃ τοὺς γέρους πρὸ τοῦ Γεδεών. Αὐτὸς ἦταν παντρεμένος, καὶ ἐπειδὴ εἶχε δαιμόνιο, τὸν ἐχώρισε ἡ γυναίκα του, πῆγε στὸ Δαφνὶ τῶν Ἀθηνῶν καὶ στὸ τέλος κατέληξε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Λέει, τουλάχιστον νὰ πάω νὰ σώσω τὴν ψυχή μου, νὰ κάνω ὑπακοή.
Ἐφόσον ἔκανε ὑπακοὴ στοὺς γέρους, δὲν φανερωνότανε τὸ δαιμόνιο. Νύχτα πήγαινε κάτω στὶς ἁλυκές, μὲ τὸ φεγγάρι πήγαινε καὶ γύριζε στὸν καιρὸ τῆς Κατοχῆς, πήγαινε νὰ μαζέψει λίγο ἁλάτι, νὰ τὸ δώσει στὴν Κερασιά, στὰ κελλιά, νὰ πάρει εἴτε κρεμμύδια, εἴτε πατάτες, φασόλια. Καὶ δὲν ἔπαθε τίποτες. Ὅταν ὅμως ἡ ἀδερφή του, δὲν θυμᾶμαι καλά, τοῦ ῾στειλε ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ ἑκατὸ δολλάρια, τά ῾βαλε στὴν τσέπη του. Ἰδιορρυθμία! Ἀμέσως φανερώθηκε τὸ δαιμόνιο.
Καὶ αὐτὸς λοιπὸν μᾶς ἔλεγε ὅτι τοῦ ἔλεγε τὸ δαιμόνιο: «Βρὲ ῾σύ, νομίζεις ὅτι ἐγὼ θὰ βγῶ ἀπὸ σένανε; λέει. «Τί λέει ὁ Χριστός; «Τοῦτο τὸ πνεῦμα δὲν ἐκπορεύεται εἰμὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ» λέει (Ματθ. 17,21). Ἐδῶ μὲ τοὺς γέρους, τρῶς καὶ πίνεις, καὶ νομίζεις θὰ βγῶ ἐγώ;» Ὁ σκοπὸς τοῦ δαίμονος ἦταν νὰ τὸν βγάλει ἀπ᾿ τὴν ὑπακοή. Ὁπότε κατόπιν τὸν κανονίζει ὅπως θέλει. «Θὰ πᾶς κάτω στὶς ἁλυκὲς θὰ νηστέψεις καὶ τότες ἐγώ», λέει, «θὰ βγῶ».
Ὁ λογισμὸς δὲν ἤτανε μέχρι ἐκεῖ του δαίμονος. Ἦταν νὰ τὸν φέρει σὲ μία ἀπόγνωση καὶ νὰ τὸν ρίξει μέσα στὴ θάλασσα. Ν᾿ αὐτοκτονήσει. Ἀπὸ ποῦ ἄρχισε ὁ δαίμονας; Ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο. Ναί, ἀλλὰ ποῦ κατέληξε. Στὸ τέλος τὸν κατάφερε καὶ βγῆκε ἔξω στὸν κόσμο. Κι᾿ ἦρθε κατόπιν ὁ πάτερ-Γεδεών.
Πέστε μου ἐσεῖς τώρα ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἔφυγε ἀπ᾿ τὴ μετάνοιά του ἢ τὸ μοναστήρι του ἢ τὸν Γέροντά του, ἂν πῆγε ὑποτακτικός. Ὅλοι Γεροντάδες! Ὅλοι Γέροντες!!!
«Ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν» (Ματθ. 11,12). Δὲν εἶπε κληρονομοῦν, ἁρπάζουν. Ἂν δὲν βιάσεις τὸν ἑαυτό σου, δὲν θὰ νικήσεις. Δὲν θὰ νικήσεις. «Ὀκνηρὸς εἰς ὁδὸν ἀποσταλεῖς, λέγει· λέων κατὰ τὴν ὁδὸν καὶ φονεῖς κατὰ τὰς πλατείας» (Παροιμ. 26,13). Ἔτσι εἶναι. Γιατὶ οὔτε μπρὸς πάει, οὔτε πίσω πηγαίνει. Γιατὶ εἶναι τεμπελάκος. Ἂν θέλεις νὰ βρεῖς πνευματικά, νὰ βιάσεις τὸν ἑαυτό σου. Πρῶτα στὴν ὑπακοή.
Εἰς τὴν Ἁγία Ἄννα, ζοῦσε ἕνας Γέροντας μὲ τὸν ὑποτακτικό του, ὁ ὁποῖος ἔκανε συχνὰ παρακοές. Ἤτανε παραμονὴ μίας ἑορτῆς τῆς Παναγίας. «Γέροντα», λέει ὁ ὑποτακτικός, «θὰ πάω νὰ ψαρέψω κανένα ψάρι, διότι τῆς Παναγίας ἑορτὴ εἶναι αὔριο. Τί θὰ φᾶμε;» «Παιδί μου», τοῦ λέει ὁ Γέροντας, «ἐδῶ οἱ γείτονές μας ψαράδες εἶναι. Ὧρες ψάρευαν καὶ δὲν πιάσανε ψάρια. Ἂν ἤθελε ἡ Παναγία νὰ τρώγαμε ψάρια, θὰ ἔπιαναν, θὰ ἔφερναν καὶ σὲ μᾶς. Νὰ μὴν πᾶς γιὰ ψάρεμα». «Ὄχι, Γέροντα», ξαναλέει ὁ ὑποτακτικός, «ἐγὼ θὰ πάω νὰ ψαρέψω». «Μὴν πηγαίνεις», ἐπαναλαμβάνει ὁ Γέροντας. «Ὄχι, θὰ πάω», λέει ὁ ὑποτακτικὸς καὶ φεύγει...
Ὁ Γέροντας τότε σκέπτεται ὅτι ὁ ὑποτακτικός του εὑρίσκεται σὲ παρακοή· ἂν τοῦ τύχει κανένας μεγάλος πειρασμὸς τοῦ ὑποτακτικοῦ του; Μήπως γλιστρίσει εἰς τὴν θάλασσα; Διὰ τοῦτο μπαίνει στὸ κελλί του καὶ κάνει προσευχή, κάνει κομποσχοίνι γιὰ τὸν ὑποτακτικό του.
Ὁ ὑποτακτικὸς πηγαίνει στὴ θάλασσα· πετάει τὴν πετονιά· κάτι ἔπιασε τ᾿ ἀγκίστρι· τραβάει δυνατά. Βγαίνει τότε ξαφνικὰ ἕνας ἀράπης μαῦρος-κατάμαυρος, μὲ ἀγριωπὰ μάτια, ἕτοιμος νὰ ὁρμήσει ἐπάνω στὸ μοναχό! Ἀλλὰ μία ἀόρατος δύναμις τὸν κρατοῦσε. Αὐτὸς τρομοκρατημένος φεύγει· ὁ διάβολος ἀκολουθεῖ ἀπὸ πίσω, μέχρι τὴν Ἁγία Ἄννα, μέχρι τὸ κελλί του... Τοῦ λέει τότε ὁ διάβολος: «Ρέ, καλόγερε, τί νὰ σοῦ κάνω, ποὺ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἔφυγες, ὁ Γέροντας κάνει κομποσχοίνι γιὰ σένα; Εἰδάλλως θὰ σὲ ἔπνιγα μέσα στὴ θάλασσα· στὴ θάλασσα θὰ σ᾿ ἔπνιγα!» Νά τί κάνει ἡ παρακοή.
Ἐνθυμοῦμαι, ὅταν ζοῦσε ὁ Γέροντας Νικηφόρος, τὸν κατέκρινα σὲ κάτι. Πῆγα τὸ βράδυ νὰ κάνω προσευχή· βλέπω «ντουβάρι», δὲν μπορῶ νὰ προχωρήσω στὴν εὐχή... Κύριε Ἰησοῦ... Κύριε Ἰησοῦ... δὲν προχωράει! Κάπου ἔχω σφάλει, σκέπτομαι· κάπου ἔχω ἁμαρτήσει. Λοιπόν, τὴν προηγουμένη ἡμέρα: ποῦ πῆγα, τί μίλησα, τί ἔπραξα; Τὸ βρῆκα εἶχα κατακρίνει τὸν Γέροντά μου!
Τὴν ἄλλη ἡμέρα ἤτανε Κυριακὴ καὶ ἔπρεπε νὰ λειτουργήσω. Τώρα τί νὰ κάνω; Προσευχή: «Θεέ μου, συγχώρεσε μέ, ποὺ κατέκρινα τὸν Γέροντά μου· ἔσφαλα· ζητῶ συγγνώμη». Τίποτε! «Καλά, γιὰ μένα δὲν ὑπάρχει συγχώρησις; Δὲν ὑπάρχει "εὐλόγησον"; » Τίποτε! «Μὰ ὁ Πέτρος, Κύριε, σ᾿ ἀρνήθηκε τρεῖς φορές, καὶ τὸν συγχώρεσες· ἐγὼ δὲν σ᾿ ἀρνήθηκα· κατέκρινα τὸν Γέροντά μου. Ἔ, τώρα βάζω κι ἐγὼ μετάνοια· μετανόησα ποὺ κατέκρινα καὶ ζητῶ συγχώρεση». Τίποτε!...
Ξαναπιάνω τὸ κομποσχοίνι· δὲν προχωρεῖ ἡ προσευχή! Ἄρχισα τὰ κλάματα· ἔβγαιναν τὰ δάκρυα ποτάμι. «Θεέ μου, Θεέ μου! δὲν ὑπάρχει γιὰ μένα "εὐλόγησον"; Ὁ Θεὸς τοῦ ἐλέους καὶ τῆς εὐσπλαγχνίας εἶσαι· κι ἐμένα γιατί δὲν μὲ συγχωρᾶς; Καὶ ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία, ὅταν μετανόησε, τὴ συγχώρησες· καὶ πολλοὺς ἁμαρτωλούς, τοὺς συγχώρησες· καὶ νεομάρτυρες ποὺ εἶχαν γίνει Τοῦρκοι, τοὺς συγχώρησες καὶ τοὺς ἐλέησες. Γιὰ μένα δὲν ὑπάρχει ἔλεος, δὲν ὑπάρχει συγχώρησις;»
Τρεῖς ὧρες πέρασαν ἔτσι· ἔκανα ὅλη τὴν ἀκολουθία τῆς Κυριακῆς μὲ δάκρυα. Εἰς τὸ τέλος βλέπω μία εἰρήνη, μία γλυκύτητα, μία χαρὰ μέσα μου. Ἄρχισε νὰ λέγεται ἡ εὐχὴ τότε. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με... Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με...» Ἄ..., ἐντάξει· καὶ ἔτσι προχώρησα στὴ Λειτουργία.
Δὲν εἶναι λοιπὸν τόσον νὰ κατακρίνεις ἕναν ξένο, ὅσον νὰ κατακρίνεις τὸν Γέροντά σου! Ἀλλοίμονό σου! Κατακρίνεις τὸν ἴδιο τὸν Θεό, νὰ ποῦμε!
Μία φορὰ ἔφεραν ἕνα τσουβάλι μὲ πατάτες, κάτω εἰς τὸν ἀρσανᾶ μας. Ἕναν ἀρχάριο ὑποτακτικὸ ποὺ εἶχα (τώρα δὲν εἶναι στὴ συνοδία μου) εἶπε ὅτι εἶναι κουρασμένος, καὶ δὲν θέλησε νὰ πάει νὰ τὸ φέρει. Πῆγα ἐγὼ τότε κάτω, γιὰ νὰ τὸ φέρω. Ὅταν ἔφθασα κάτω, ἦτο σταματημένο ἐκεῖ ἕνα κρὶς-κράφτ. Τοὺς ἔκανα νόημα, καὶ ἦρθαν πιὸ κοντά μου οἱ δύο κύριοι ποὺ ἦσαν μέσα. Ἦσαν καθηγηταὶ Πανεπιστημίου. «Γέροντα», λέει ὁ ἕνας, «μήπως γνωρίζετε τὸν παπα-Ἐφραίμ, ποὺ μένει ἐκεῖ ἐπάνω;» «Ἐγὼ εἶμαι», ἀπήντησα. Τότε ἐκεῖνος εἶπε: «Γέροντα, ἐσεῖς οἱ μοναχοὶ εἶσθε ὄντως μακάριοι, διότι ἐσεῖς ζεῖτε ἀκριβῶς μὲ συνέπεια τὴ χριστιανικὴ ζωή».
Ὅταν ἐπέστρεψα στὸ κελλί, λέω εἰς τὸν ὑποτακτικὸ τὸ περιστατικὸ μὲ τοὺς καθηγητάς. Τότε λέει μὲ πολλὴ ἀναίδεια: «Ναί, ἐδῶ τους διώχνεις, ὅταν ἔρχονται· κάτω ὅμως, μόλις κατεβαίνεις μόνος σου, τοὺς προσκαλεῖς». «Τί νὰ κάνω, παιδί μου, ἔτσι ἦλθε καὶ ἐνήργησα τὴν ὥρα ἐκείνη. Τώρα ἂς πᾶμε, νὰ κάνουμε κανένα κομποσχοίνι εἰς τὰ κελλιά μας. Ἂς κάνουμε μία ὥρα κομποσχοίνι».
Ὅταν τελειώσαμε, ἔρχεται καὶ μὲ ἐρωτᾶ: Πόσα κομποσχοίνια ἔκανες;» «Τόσα», ἀπήντησα. «Σὲ μία ὥρα μόνον τόσα ἔκανες; Ἐγὼ ἔκανα περισσότερα, καὶ μποροῦσα νὰ κάνω κι ἀκόμη περισσότερα». Τὰ ἔλεγε δὲ αὐτὰ μὲ ἀναίδεια καὶ θράσος. Δὲν μίλησα καθόλου· πῆγα στενοχωρημένος εἰς τὸ κελλί μου· καὶ μόνο ποὺ δὲν ἔκλαιγα γιὰ τὴ συμπεριφορὰ αὐτοῦ του παιδιοῦ.
Πῆγε ὁ ὑποτακτικός μου νὰ κοιμηθεῖ· ποῦ ὅμως νὰ κοιμηθεῖ· ἔντονη δαιμονικὴ ἐνέργεια. Ἔρχεται καταφοβισμένος εἰς τὸ κελλί μου καὶ μοῦ λέει: «Γέροντα, αὐτὸ καὶ αὐτὸ μοῦ συμβαίνει· σῶσέ με». Τότε τοῦ εἶπα: «Αὐτὸ συμβαίνει ὅταν κανεὶς συμπεριφέρεται ἄσχημα εἰς τὸν Γέροντα καὶ τὸν λυπεῖ». Τοῦ διάβασα τότε μία εὐχὴ καὶ τοῦ ἔφυγαν ὅλα, ὅλη ἡ δαιμονικὴ ἐνέργεια. Κατόπιν πῆγε καὶ κοιμήθηκε ἥσυχος.
Μετὰ ἀπὸ χρόνια ἔρχεται ἡ διακριτικὴ ὑπακοή, ἀλλὰ ἐσεῖς σ᾿ αὐτὴν τὴν ἡλικία ποὺ εἴσαστε, ὅλοι νὰ ἔχετε τυφλὴ ὑπακοή. Εἶδες τί λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος; Ὅτι πῆγε ὁ Γέροντας σ᾿ ἕναν ἀρχάριο. Πῆγε καὶ σὲ ἕναν ἄλλον ποὺ εἶχε δέκα-δεκαπέντε χρόνια καλόγερος. Λέει εἰς τὸν ἀρχάριον:
- Τραγούδησε.
- Νά ῾ναι εὐλογημένο· τραγουδάω.
- Τραγούδησε, λέει καὶ στὸν δεύτερο.
- Εὐλόγησον, ἀπαντᾶ αὐτός.
Καὶ οἱ δύο κάνανε καλά. Δὲν θεωρεῖται παρακοὴ αὐτὸ ποὺ ἔκανε ὁ δεύτερος καλόγερος στὸν Γέροντα. Στὸν πρῶτο θὰ ἦτο παρακοὴ ἂν τό ῾κανε, διότι ἀκόμη εἶναι δόκιμος. Πρέπει νὰ περάσεις ἀπὸ τὸν τροχόν· ἀπὸ τὸν δρόμον τῆς ἀδιακρίτου ὑπακοῆς. Τίποτες· νὰ εἶναι εὐλογημένον.
Ὅταν περάσουν δέκα-δεκαπέντε χρόνια, τότε ἔρχεται ἡ διακριτικὴ ὑπακοή. Αὐτὴ εἶναι ἀπόρροια τῆς ἀδιακρίτου ὑπακοῆς.
Κάποτε εἶδα ὑποτακτικὸν τινά, νὰ συμβουλεύει ἕτερον μπροστὰ στὸν Γέροντα. Τί ἀσέβεια, ἀλήθεια!
Ἂν προσέξεις, ὁ Χριστὸς πρῶτα προσεύχεται στὸν Πατέρα καὶ ὕστερα προβαίνει σὲ θαυματουργία.
Ἡ θεία χάρις μία εἶναι, ἀλλὰ κατὰ τὸ μέτρον τοῦ καθενὸς ἐμφανίζεται, ἐργάζεται, ὁρᾶται, ναί, ὁρᾶται! Ἄχ, καὶ πόσον σκιρτάει μέσα σου ὅταν βλέπεις, ὅταν αἰσθάνεσαι αὐτὴν τὴν θεία χάρη! «Ἐγὼ εἶπα, θεοὶ ἐστὲ καὶ υἱοὶ Ὑψίστου πάντες» (Ψαλμ. 81,6).
Ὦ! χάρις, χάρις! Ἔλα καὶ σὲ μᾶς, ἔλα γρήγορα, ἔλα. Πόσον ἀλλάζει ὁ ἄνθρωπος, πῶς μεταβάλλεται, πῶς γίνεται ὁ ταλαίπωρος ἄνθρωπος ὅταν τὸν ἐπισκιάσει ἡ θεία χάρις! Αὐτὴ ἡ θεία χάρις ἔκανε τοὺς μάρτυρας ὄχι μόνον νὰ μὴν αἰσθάνονται τοὺς πόνους τοῦ μαρτυρίου των, ἀλλὰ καὶ νὰ χαίρονται ποὺ μαρτυροῦν διὰ τὸν Χριστόν. «Ἕνεκά Σου θανατούμεθα ὅλην τὴν ἡμέραν, ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς» (Ψαλμ. 43, 23). Ἄλλο νὰ αἰσθάνεσαι καὶ ἄλλο νὰ διαβάζεις ἢ νὰ ὁμιλεῖς περὶ θείας χάριτος.
Αὐτὴ ἡ θεία χάρις ἔκανε τὸν Μοτοβίλωφ, τὸν μαθητὴ τοῦ ἁγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ, νὰ μὴ μπορεῖ νὰ δεῖ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ λάμψη αὐτοῦ. Νὰ ἀναφέρω καὶ ἄλλο; Διατὶ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ δὲν ἠδύναντο νὰ ἀτενίσουν, νὰ ἴδουν τὸ πρόσωπον τοῦ προφήτου Μωϋσέως, ὅταν κατέβηκε ἀπὸ τὸ ὄρος Σινᾶ κρατώντας τὰς δύο θεοχαράκτους πλάκας τοῦ γραπτοῦ Νόμου, καὶ ἠναγκάσθη ὁ Προφήτης νὰ τὸ σκεπάσει;
Ὑπάρχουν πολλὰ ποὺ ὁ ἄνθρωπος τὰ συναντᾶ εἰς τὸν βίο του, νὰ ποῦμε. Πολλὲς φορὲς ἀποροῦσα, πῶς οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅταν προσηύχοντο, σήκωναν τὰ χέρια ψηλά; Δὲν μποροῦσα νὰ καταλάβω. Ὅταν ἦρθε ἡ σειρά, τότες τὸ κατάλαβα.
Δὲν μπορεῖς, πάτερ, νὰ συγκρατήσεις τὸν ἑαυτό σου, ὅταν ἔρχεται αὐτὴ ἡ χάρις, νὰ ποῦμε, δὲν μπορεῖς. Ἀλλὰ ποτές, ὅμως, στὴ ζωή μου δὲν σήκωσα κι ἐγὼ τὰ χέρια ψηλὰ στὸν οὐρανό. Ψυχικῶς τὰ σήκωσα πολλὲς φορές. Ὡς υἱὸς πρὸς Πατέρα.
Δὲν μπορεῖς νὰ συγκρατήσεις τὸν ἑαυτό σου. Ὅταν ὑπερεκχυλίσει ἡ χάρις, τότες κι ἐσὺ τὰ χάνεις. Ὅταν συσταλεῖ ἡ χάρις, τότε σὲ πιάνει ρίγος. Ποῦ προχώρησα! Ποῦ προχώρησα!
Ἄλλη φορὰ μάζευα μύγδαλα στὴν περιοχή μας, νὰ ποῦμε, καὶ πέρασε ἕνα ἀεροπλάνο, ἐπειδὴ τὸ μέρος μας εἶναι μεταξὺ δύο, ἕνα βουνὸ ἐδῶ κι ἄλλο ἐκεῖ, κι εἴμαστε στὴ χαράδρα· καὶ τὸ ἔφερνε σὰν μελωδία, νὰ ποῦμε, σὰν χορωδία. Ὁ βόμβος τοῦ ἀεροπλάνου, τό ῾φερνε σὰν μελωδία, σὰν μουσική, νὰ ποῦμε. Ἔφυγε ἡ ψυχή μου ἀμέσως, ἀπότομα, ἔφυγε ἡ ψυχή μου πρὸς ὑπάντησιν τοῦ Νυμφίου, ὅπως λέει, νομίζω, στὸν Ἀπόστολο: «Ἠμεῖς δὲ ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου, καὶ οὕτω πάντοτε μετὰ τοῦ Κυρίου ἐσόμεθα» (Α´ Θεσ. 4,17). Ἔτσι τότες ἀπὸ τὴν πείρα καταλαμβάνεις τί ἐννοεῖ ὁ Ἀπόστολος. Ὅταν δὲν τὸ περάσεις, τὸ καταλαμβάνεις ἐν μέρει, πλήρως δὲν τὸ καταλαμβάνεις. Τὸ καταλαμβάνεις ὅταν τὸν περνᾶς αὐτὸν τὸν δρόμο, νὰ ποῦμε. Καὶ λέω, νά, γι᾿ αὐτὸ λέει ὁ Ἀπόστολος: «Ἠμεῖς δὲ ἁρπαγησόμεθα».
Κάτι τέτοια δὲν τὰ προκαλεῖς ἐσύ, μοναχά τους ἔρχονται. Ἀλλιῶς εἶναι νὰ τὰ σχεδιάζεις, νὰ τὰ μελετᾶς, νὰ τὰ γράφεις, καὶ ἀλλιῶς εἶναι μοναχά τους νὰ ἔρχονται, νὰ ποῦμε.
Ἔκανα μετάνοιες. Ἔρχεται ὁ λογισμός: «Ἐκεῖ ποὺ κάνεις μετάνοιες, ἐκεῖ εἶναι τὰ ποδάρια τοῦ Χριστοῦ». Πέφτω καὶ φιλῶ τὸ ἔδαφος ἐκεῖ ποὺ πάτησε ὁ Χριστός, τὸ φιλῶ καὶ τὸ ἀσπάζομαι τὸ ἔδαφος ὅπου πάτησε ὁ Χριστός. Μά, μοναχά τους ἔρχονται, δὲν τὰ προκαλεῖς ἐσύ, μοναχά τοὺς ἔρχονται. Αὐτὴ εἶναι ἡ χάρις, ἀδελφέ μου.
Δὲν μπορῶ νὰ συγκρατήσω τὸν ἑαυτό μου. Γι᾿ αὐτὸ λέω. Ὅπως ἕνα μυρμήγκι, ὅταν βρίσκει μία τροφὴ ἐκεῖ, καὶ πηγαίνει, εἰδοποιεῖ ὅλο τὸ κοπάδι, ἂς τὸ ποῦμε, κι ἔρχονται πολλὰ μυρμήγκια νὰ φᾶνε αὐτὴν τὴν τροφή. Ὅπως κι ὁ ἅγιος Χρυσόστομος λέει: «Ὁ μόσχος πολύς, ἡ τράπεζα γέμει, μηδεὶς ἐξέλθει πεινῶν» (στὸν πανηγυρικὸ λόγο τῆς Ἀναστάσεως αὐτό). Ἔτσι κι ἐγώ, δὲν μπορῶ νὰ τὸ συγκρατήσω. Δηλαδή, αὐτὸ ποὺ βρῆκα, ἔλα καὶ σύ, ἐλᾶτε νὰ φᾶτε, ἐδῶ ἔχει θησαυρό!
Ὅταν πλησιάζεις ἕναν ἄνθρωπο πνευματικό, παίρνεις. Παίρνεις.
Δηλαδή, ἡ χάρις μεταδίδεται, καὶ διὰ μέσου της προσευχῆς καὶ ἐξ ἀποστάσεως μεταδίδεται ἡ χάρις. Καί, ἂν ἔχω καμιὰ καλὴ προσευχή, λέω, ὁ Γέροντας εὔχεται γιὰ μένα ἐδῶ κάτω, τὸ λέω. Ἔτσι τὸ αἰσθάνομαι κι ἐγώ.
Ἡ χάρις ἔρχεται κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο, νὰ ποῦμε. Ὅταν ἐγώ, πάτερ, κοιμήθηκα, εἶδα μπροστά μου ἕνα ἑξαπτέρυγο -ἢ ἑξαπτέρυγο ἦταν ἢ πολυόμματο, δὲν γνωρίζω. Ἔτσι τοὺπ καὶ τὸ φίλησα. Ὅταν τὸ εἶπα στὸν Γέροντα, λέει: «Ὄχι, παιδί μου, ὅτι ἤτανε πολυόμματο, ἑξαπτέρυγο ἀπάνω στὸν Οὐρανό. Ἡ Χάρις ἔρχεται κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο».
Χθές, προχθὲς διαβάσαμε τὸν Ἑσπερινὸ τῆς Μεταμορφώσεως. Ἐκεῖ ποὺ λέει ὁ Θεὸς στὸν προφήτη Ἠλία ὅτι, μετὰ ποὺ ἔφυγε καὶ περπάτησε σαράντα μέρες, τὸ πρῶτο λέει: «Φωτιά, συντρίβων ὄρη καὶ βουνά, καὶ οὐκ ἦν ἐκεῖ Θεὸς ἐν τῷ συσσεισμῷ», κι ἔπειτα «πῦρ, καὶ οὐκ ἦν ὁ Θεὸς ἐν τῷ πυρί», καὶ «αὔρα λεπτή, ἐκεῖ ὦν ὁ Θεὸς» (Γ´ Βασ. 19, 11-12). Στὴν αὔρα τὴ λεπτή, ἡ ὁποία μόνο τὴ νύχτα μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν θέλει ὁ Θεὸς νὰ τὸν χαριτώσει. Τὴν ἡμέρα δύσκολα ἀπολαμβάνει αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος. Διότι τὴν ἡμέρα ἔχει πολλοὺς λογισμοὺς μέσα. Τὴ νύχτα τὸ ἀπολαμβάνει.
Ὅταν ἔρθει ἡ χάρις ξεχνᾶς καὶ τὶς θλίψεις καὶ τὰ βάσανα, χαλάλι νὰ γίνουν ὅλα. Ὅταν ἔρθει ἡ λύπη, ξεχνᾶς τὴ χάρη καὶ λές, ἀμάν, ὁ Θεὸς μ᾿ ἐγκατέλειψε, οὔτε νὰ προσευχηθῶ τίποτε, πάει, ὁ Θεὸς μ᾿ ἐγκατέλειψε, τρόπον τινά, μ᾿ ἔχει γιὰ τὴν κόλαση. Ὅταν γυρίσεις ἀπ᾿ τὴν ἄλλη πλευρά, ξεχνᾶς τὰ πρῶτα· γυρίζεις στὰ πρῶτα, ξεχνᾶς τὰ δεύτερα. Ἔτσι εἶναι. Ἔ, αὐτό, γυμνάζεται ὁ ἄνθρωπος στὴν ταπείνωση. «Οὐχὶ ἐγώ, ἀλλὰ ἡ χάρις ἡ σὺν ἐμοί», ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ Ἀπόστολος (Κορ. 15, 10). Γυμνάζεται ὁ ἄνθρωπος στὴν ταπείνωση.
Πολλὲς φορὲς πῆγα μέσα στὴν ἐκκλησία, στὸ Ἱερό, ἐδῶ εἶναι ὁ Θεός. Σὲ πληροφορεῖ, νὰ ποῦμε. Πολλὲς φορὲς ποὺ λειτουργοῦσε ὁ Γέροντας, ἐγὼ δὲν λειτουργοῦσα: ἔ, ἢ αὐτὸς ἢ ἐγώ. Ὅλη ἡ ἐκκλησία ἦταν βουτηγμένη σὲ γλυγύτητα, στὸ μέλι, νὰ ποῦμε. Ὁ Γέροντας λειτουργοῦσε κι ἐγὼ αἰσθανόμουνα τὴ χάρη.
Ὅταν εἶχα τὸ ἔκζεμα στὴ δράση του, νὰ ποῦμε, δὲν μποροῦσα νὰ καθίσω ὅπως κάθομαι τώρα, ξαπλωμένος ὅπως κοιμᾶται κανένας. Ἂν ἦταν χειμώνας, εἶχα τὸ πάπλωμα ἀπὸ πάνω κι ἔκανα ἀκολουθία. Νὰ καθίσω ἔτσι δὲν μποροῦσα, ὄρθιος δὲν μποροῦσα νὰ καθίσω. Ἔτσι καὶ αὐτὸ ἔδωσε καὶ μία νύξη, ἄφησα τὴ Λειτουργία, δὲν μπορῶ, πονάω, πονάω πολύ.
Ξαπλωμένος λοιπὸν ὅπως ἤμουνα καὶ σκεπασμένος μὲ τὸ πάπλωμα, μοῦ ἔρχεται μία χαρὰ μέσα μου, πολλὴ χαρά, ποτὲ στὴ ζωή μου δηλαδή, καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴν χάρη, δὲν ἔχω αἰσθανθεῖ τόση πολλὴ χαρά. Ἡ χαρὰ μεγάλωσε, μεγάλωσε κι ἕνα φῶς μέσα μου κι ἕνα φῶς ἀπ᾿ ἔξω, γίνηκα κι ἐγὼ ἕνα σὰν φῶς ὅλο.
Παναγία μου, θὰ δῶ κἅναν ἄγγελο τώρα, μήπως δῶ τὴν Παναγία, καμιὰ θεοφάνεια θὰ δῶ τώρα, λέω, τόση χαρά.
Μετά, ἔτσι, λίγο-λίγο ταπεινώθηκε κι ἔσβησε. Ἔ, τελείωσε αὐτὸ καὶ μὲ πῆρε ὁ ὕπνος. Μὲ πῆρε ὁ ὕπνος καὶ βλέπω ὅτι θὰ γινόταν παρέλαση τῆς βασιλικῆς οἰκογενείας. Καθόμουνα σ᾿ ἕνα θεωρεῖο καὶ βλέπω λοιπόν, περνοῦσαν τ᾿ αὐτοκίνητα ἀνοιχτὰ καὶ κάθε πρίγκηπας εἶχε τὴν οἰκογένειά του. Ἔ, λέω ἐγώ, φτωχόπαιδο, ἐρημίτης καλόγηρος, ν᾿ ἀξιωθῶ νὰ δῶ αὐτὰ τὰ πράγματα!
Καὶ περνοῦσαν, πέρασαν τρεῖς-τέσσερις οἰκογένειες, ἔπειτα ἔγινε ἕνα φῶς ὑπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ λέει: Ἔρχεται ὁ Βασιλεὺς τώρα. Μ᾿ αὐτὸ ξύπνησα. Ἄ, λέω, τὸν Βασιλέα δὲν τὸν εἶδα! Τοὺς πρίγκηπας τοὺς εἶδα, ἀλλὰ οἱ πρίγκηπες μπροστὰ στὸν Βασιλέα δὲν εἶναι τίποτες.
Ὁ γερο-Ἰωσὴφ μᾶς ἔλεγε ὅτι, ἂν πᾶτε σ᾿ ἕνα σπίτι καὶ ἔχετε πνευματικὴ κατάσταση, μπορεῖτε νὰ προσανατολισθεῖτε τί πνεῦμα κυκλοφορεῖ στὸ σπίτι αὐτό. Ἂν π.χ. ὑπάρχει πνεῦμα ἁρπαγῆς ἢ ψεύδους ἢ χρημάτων κλπ. Αὐτὰ ποὺ μᾶς ἔλεγε ἐν μέρει τὰ καταλαβαίναμε. Τί ἐννοεῖ τώρα ὁ Γέροντας, νὰ πᾶς σ᾿ ἕνα σπίτι καὶ νὰ καταλάβεις τί πνεῦμα κυκλοφορεῖ; Ὄχι ἀπίστευτο σοῦ φαίνεται, ἀλλὰ καὶ παράλογο ἀκόμη. Καὶ ὅμως ἔτσι εἶναι.
Εἶχα πάει μία ἡμέρα νὰ λειτουργήσω στὸν γερο-Ἰωσήφ. Μόλις μπῆκα εἰς τὸ κελλί του, λέω ἀμέσως: «Γέροντα, τί συμβαίνει ἐδῶ μέσα;» «Τί εἶναι;» μοῦ λέει. «Κάτι σὰν νὰ μοῦ ἐπιβάλλει σιωπή, Γέροντα». Ἀμέσως στὴν ψυχή μου δημιουργήθηκε τέτοια αἴσθησις· σὰν νὰ εἰδοποιήθηκε, τρόπον τινά, ὅτι ἐδῶ μέσα ὑπάρχει σιωπή.
«Νὰ σοῦ εἰπῶ», λέει ὁ γερο-Ἰωσήφ. «Τώρα τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, τὸ Σάββατο θὰ λειτουργήσουμε· θὰ κοινωνήσουμε· θὰ φᾶμε καὶ θὰ ὁμιλήσουμε μὲ τὸν π. Ἀρσένιο μέχρι τὴν Κυριακὴ τὸ βράδυ. Τὴν Κυριακὴ βράδυ θὰ βάλουμε μετάνοια. Ὅλην τὴν ἑβδομάδα κατόπιν δὲν θὰ ὁμιλήσουμε. Μόνον μὲ τὰ νοήματα συνεννοούμεθα. Θὰ ἔρθεις τὸ Σάββατο ἐσύ, νὰ κοινωνήσουμε, καὶ τότε θὰ ὁμιλήσουμε κ.ο.κ.»
Τότε λοιπὸν κατάλαβα, ἀπὸ τὴν ἰδική μου πείρα πλέον, ἐκεῖνα ποὺ μᾶς ἔλεγε ὁ γερο-Ἰωσήφ.
Πόσο, μὰ πόσο γλυκὺς εἶναι ὁ Ἰησοῦς! Ὅλος χαρά, ὅλος ἀγάπη, ὅλος εἰρήνη, ὅλος γαλήνη, ὅλος ἀγαλλίαση, ὅλος σκιρτήματα. Μὰ πόσο γλυκὺς εἶναι ὁ Ἰησοῦς!
Ἡ χάρις διατηρεῖται μὲ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν εὐχαριστία εἰς τὸν Θεό.
Ἡ ταπείνωσις ὅτι «ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος κληθῆναι υἱός Σου, ποίησόν με ὡς ἕνα ἐκ τῶν δούλων σου» (Λουκ. 15,19).
Εἶναι ὄντως λυπηρό, ὅτι τὸν μέγα θησαυρὸν ποὺ πήραμε στὸ ἅγιο βάπτισμα, δηλαδὴ τὴν υἱοθεσίαν, καὶ κατέχουμε αὐτόν, κατὰ τὸν Ἀπόστολον (Β´ Κορ. 4,7), ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσι, ἀγνοοῦμε. Καὶ γι᾿ αὐτὸ εὔκολα ραθυμοῦμε, εὔκολα ἀδιαφοροῦμε, εὔκολα καταφρονοῦμε, καὶ μ᾿ ἕνα λόγο εὔκολα πίπτομεν.
Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἔλαβε τὴν χάρη καὶ ἀπέθανε μὲ αὐτήν.
Μακαριότερος εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἔζησε καὶ τὴν ηὔξησε, τὴν ἐμαγάλωσε καὶ ἔπειτα ἐκοιμήθη.
Εἶδα ἕνα ὄνειρο ὅτι πῆγα στὸ χωριό μου, ἐκεῖ ποὺ γεννήθηκα. Καὶ δὲν πῆγα στὸ πατρικό μου σπίτι, ἀλλὰ πῆγα στὴν ἐκκλησία. Μπῆκα στὴν ἐκκλησία, προχώρησα καὶ μπῆκα στὸ Ἱερό. Ἐκεῖ εἶδα τὴν κολυμβήθρα, ἐκεῖ ποὺ βαπτίσθηκα, ἐκεῖ ποὺ ἦρθε ἡ χάρις. Γονάτισα, τὴν ἀγκαλίασα, τὴ φίλησα, τὴ φίλησα, τὴ φίλησα μὲ πολλὰ δάκρυα.
Ὅταν λειτουργᾶς, νά ῾χεις ὑπόψη σου ὅτι εἶσαι μεσίτης. Παραλαμβάνεις ἀπὸ τὸν κόσμο πόνο, δάκρυα, ἀσθένειες, παρακλήσεις καὶ τ᾿ ἀναφέρεις ἐπάνω εἰς τὸ θρόνο τῆς θεότητος. Καὶ μεταφέρεις κατόπιν στὸν κόσμο παρηγοριά, θεραπεία, ὅ,τι ἔχει ἀνάγκη ὁ καθένας. Μεγάλο ἀξίωμα σ᾿ ἔχει ἀξιώσει, παιδί μου, ὁ Θεός. Νὰ τὸ καλλιεργήσεις. Τὸ αὐτὶ τοῦ Θεοῦ εἶναι στὸ στόμα τοῦ ἱερέως.
Μεγάλη δύναμη ἔχει τὸ πετραχήλι. Τὸ πετραχήλι εἶναι ὁ διαλλάκτης τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου μὲ τὸν Πατέρα, μὲ τὸν Δημιουργό του. Γι᾿ αὐτὸ ὅσο μπορεῖς περισσότερα ὀνόματα νὰ μνημονεύεις. Ὅσο μπορεῖς περισσότερα.
Στὸν καιρὸ τῆς Τουρκοκρατίας γύριζαν πολλοὶ παπάδες, ἄλλα ἕνας παπὰς γύριζε καὶ μάζευε ὀνόματα καὶ τὰ μνημόνευε στὴ Λειτουργία. Καὶ εἶπε ὁ καϊμακάμης, ὁ Τοῦρκος ἀστυνομικός: «Βρέ, αὐτὸς ἐγείρει τὸν κόσμο σὲ ἐπανάσταση». Τὸν πιάνει καὶ τὸν βάζει μέσα. Καὶ στὸν ὕπνο τοῦ φανερώνονται ὅλοι αὐτοὶ ποὺ μνημόνευε καὶ λένε: «Ἄκουσε, ἢ βγάζεις τὸν παπὰ ἔξω, διότι αὐτὸς μᾶς μνημονεύει καὶ μᾶς παρηγορεῖ, ἢ θὰ σοῦ πάρουμε τὸ πρῶτο παιδί». Κι ὁ Τοῦρκος φοβήθηκε. Ἐπὶ Τουρκοκρατίας. «Ἄντε, παπά, πᾶνε στὸ καλό», λέει, «πᾶνε, ἐγὼ θὰ χάσω τὸ παιδί μου;»
Μεγάλη δύναμη ἔχει τὸ πετραχήλι, παιδί μου, μεγάλη δύναμη. Ὅσο μπορεῖς περισσότερα ὀνόματα νὰ μνημονεύεις.
Ναί, ἐμένα παλιά μοῦ ῾δωσε ὁ π. Ἀρσένιος, ὁ παραδερφὸς τοῦ γερο-Ἰωσήφ, κάτι ὀνόματα ἀπ᾿ ὅταν ἦταν μετανάστης ἀπ᾿ τὴ Ρωσία καὶ ἦρθε στὴν Ἑλλάδα. Κι ἐγὼ τὰ μνημόνευα. Κι ἔπειτα μοῦ λέει: «Ξέρεις, Γέροντα, τί εἶδα; Εἶδα στὸν ὕπνο μου ὅτι αὐτὰ τὰ ὀνόματα ποὺ μοῦ ῾δωσα, πῆγα στὸ ἕνα σπίτι. Λέω, πῶς τὰ περνᾶς ἐδῶ; Ἔ, λέει, λιγάκι, καλά, ἀλλὰ ἔρχεται ὁ παπα-Ἐφραὶμ καὶ μᾶς παρηγορεῖ». Εἶναι ποὺ τοῦ μνημόνευα τὰ ὀνόματα. Ναί. Ἔπειτα ὁ ἄλλος: «Ἐσὺ πῶς τὰ περνᾶς;» «Ναί, ἔτσι κι ἔτσι, ἀλλὰ πέφτει λιγάκι βροχὴ καὶ κρυώνω, ἀλλὰ ἔρχεται ὁ παπα-Ἐφραίμ, λέει, καὶ μᾶς παρηγορεῖ». Λέω: «Εἶναι, ἀδερφέ μου, τὰ ὀνόματα ποὺ μνημονεύω».
Ὁ παπα-Πλανᾶς γιατί ἁγίασε; Ἐμνημόνευε ὁλόκληρα χαρτιά, ἐμνημόνευε. Κι ἐγὼ θυμήθηκα κάτι ὀνόματα καὶ τὰ τοιχοκόλλησα στὴν Προσκομιδή. Ἐκεῖ ἐκ τοῦ προχείρου. Καὶ στὸν ὕπνο μου βλέπω, λοιπόν, ὅτι ἦρθαν κάτι γέροι παλαιοί, μὲ παλαιϊκὰ ροῦχα, ὅπως ἄκουγα ἐγὼ ἀπὸ τὴν μητέρα τοῦ πατέρα μου. Λένε: «Ἐσύ, παιδί μου, μᾶς ἔγραψες, ἀλλὰ ὁ Γέροντας, παιδί μου, δὲν μᾶς μνημονεύει».
- Ἔλα, λέω τοῦ Γέροντα, γιατί δὲν τὰ μνημονεύεις;
- Δὲν τὰ ἔβλεπα καθαρά, λέει.
- Γέροντα, αὐτὸ κι αὐτὸ εἶδα: ὅτι ὁ Γέροντας δὲν μᾶς μνημονεύει, λέει.
Κι ἀπὸ τότες ἔλαβα προθυμία νὰ μνημονεύω ὅσα ὀνόματα περισσότερα. Ὅσα ὀνόματα περισσότερα, περισσότερο μισθὸ λαμβάνεις. Ἀλλὰ αὐτὴ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐλεημοσύνη: νὰ ἑνώσεις τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεό. Αὐτὴ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐλεημοσύνη. Καὶ μπορεῖς νὰ τὸ κάνεις. Ὅσα, παιδί μου, περισσότερα ὀνόματα μνημονεύεις, τόσο περισσότερο μισθὸ λαμβάνεις. Ναί.
Ἕνας ἱερομόναχος: Καὶ γιὰ τὰ δάκρυα ποὺ εἴπατε; Πῶς μπορεῖ κανείς, ἔτσι, νά ῾χει δάκρυα στὴν ὥρα τῆς Θ. Λειτουργίας;
Γέροντας: Νὰ σοῦ πῶ, ἐγὼ τώρα ἔχω κάναν χρόνο ποὺ σταμάτησα, διότι δὲν βλέπω, ἀλλὰ ὅλην τὴν ἡμέρα προπαρασκευαζόμουνα γιὰ τὴ Θ.Λειτουργία. Νὰ μὴν περιορισθεῖς, παιδί μου, στὶς εὐχὲς τῆς Μεταλήψεως. Διότι τὴ Μετάληψη τὴ διαβάζει καὶ ὁ λαϊκός, κι ὁ παπάς, κι ὁ δεσπότης, κι ὁ πατριάρχης. Ἀλλὰ δὲν εἶναι ὅλοι ἕνα. Ὁ κόσμος τὰ παραλαμβάνει ἕτοιμα τὰ Δῶρα. Ἐνῶ ὁ παπὰς εἶναι χασάπης. Θυσιάζει τὸν Χριστὸ καὶ Τὸν μεταδίδει κατόπιν στὸ πλήρωμα τοῦ λαοῦ. Ἔχει μεγάλη διαφορά, δὲν εἶναι τὸ ἴδιο. Γι᾿ αὐτό, παιδί μου, ἂν θέλεις νά ῾χεις κατάσταση, μὴν περιορίζεσαι στὶς εὐχὲς τῆς Μεταλήψεως. Γιατὶ ἐσὺ εἶσαι χασάπης. Σφάζεις καὶ θυσιάζεις. Ἐνῶ ὁ ἄλλος τὸν παίρνει ἕτοιμο τὸν ἅγιο Ἄρτο. Γι᾿ αὐτὸ ὅλη τὴν ἡμέρα νὰ παρακαλᾶς τὴν Παναγία, ποὺ ἔχεις κοντά: «Παναγία μου, ἀξίωσε μὲ νὰ δῶ τί θυσιάζω, τί ὑπούργημα μοῦ ῾δωσε ὁ Θεός. Νὰ τὸ αἰσθανθῶ». Καὶ θὰ σοῦ τὸ δώσει ἡ Παναγία. Ναί. Ἅμα λειτούργησες καὶ δὲν δάκρυσες, εἶσαι λιγάκι... ὑπὸ μέμψιν, εἶσαι ὑπὸ κατάκρισιν.
Ἱερομόναχος: Στενοχωριέμαι κι ἐγώ.
Γέροντας: Ναί. Ἅμα, ὅμως, κλάψεις στὴ Λειτουργία, θὰ καταλάβεις ὅτι λειτούργησες, ὅτι ἔφαγες κρέας πνευματικό, νὰ ποῦμε. Ἄν, ὅμως, δὲν ἔκλαψες εἴτε στὴν προσευχή σου, εἴτε στὴ Λειτουργία, εἶναι σὰν νὰ ἔφαγες νερόβραστο. Ἄν, ὅμως, κλάψεις, θὰ καταλάβεις ὅτι ἔφαγες πνευματικὸ κρέας.
Ἱερομόναχος: Γέροντα, κανεὶς προσπαθεῖ νὰ προετοιμάζεται ὅσο μπορεῖ, ὅμως βλέπει ὅτι ὁ ἐχθρὸς δὲν κάθεται, δηλαδὴ φέρνει λογισμοὺς πολλὲς φορὲς αἰσχρούς, βλασφήμους, ρυπαρούς, Τότε τί κάνει, ἂς ποῦμε, τί πρέπει, πῶς νὰ τοὺς ἀντιμετωπίσει;
Γέροντας: Ἄκουσε νὰ δεῖς, ἄνθρωποι εἴμεθα. Ἔ, ἄνθρωποι εἴμεθα, δὲν εἴμεθα ἄγγελοι. Φέρνει καὶ λογισμοὺς αἰσχρούς, φέρνει καὶ λογισμοὺς ὑπερηφανείας, φέρνει καὶ λογισμοὺς κατακρίσεως, ὅλα. Ἐμεῖς θ᾿ἀγωνιζόμαστε.
Ἄλλη φορὰ ἦρθε κάποιος ἐδῶ πέρα καὶ μὲ τὴν ὁμιλία προβήκαμε σὲ κατάκριση. Ἔπειτα πάω νὰ λειτουργήσω καὶ δὲν μπορῶ νὰ πῶ τὶς εὐχές. Βρέ, τί ἔκανα; λέω. Μπρός! Ἦρθε ὁ τάδε γείτονας καὶ κατακρίναμε κάτι δεσποτάδες καὶ τὸ αὐτό. Ἀπάνω στὴ Λειτουργία, λειτουργώντας, λέω: «Θεέ μου, συγχώρεσε μέ. Συγχώρεσε μέ, Θεέ μου. Ἔσφαλα, Θεέ μου. Γιὰ ποιὸν εἶναι τὸ "ἔσφαλα", Θεέ μου; Ὑπάρχει καὶ γιὰ μένα συγχωρητικὴ εὐχή», λέω. «Ε, καλά, Θεέ μου, εὐλόγησον». Καὶ στὸ τέλος εἰρήνευσα καὶ λέω: «Ἅμα θέλεις ἄλλη φορά, κατάκρινε!»
Μεγάλο πράγμα εἶναι, μεγάλο κακὸ εἶναι ἡ κατάκρισις. Ἔ, ὡς ἄνθρωποι θὰ σφάλλουμε, παιδί μου. Ἀλλὰ τί; Καὶ ἡ ἐξομολόγησις εἶναι μυστήριο, παιδί μου.
Ἐγὼ μόνο τὸ Γυμνάσιο ἔβγαλα, δὲν πῆγα παραπάνω. Κι ἔγραψα ὅλους τοὺς συμμαθητάς μου, ὅλους τοὺς καθηγητάς μου, τοὺς δασκάλους ἀπὸ τὴν πρώτη Δημοτικοῦ μέχρι τὴν τελευταία τάξη τοῦ Γυμνασίου. Καὶ ὅταν τὰ μνημονεύω, πόση χαρὰ λαμβάνω! Ξέρεις πόση χαρὰ λαμβάνω; Διότι μνημονεύω ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μὲ ἔκαναν ἄνθρωπο καλό. Τώρα, ἐπειδὴ ἔχω ἕνα χρόνο ποὺ δὲν πάω στὴ Λειτουργία, γιατὶ δὲν ἀκούω, καὶ θέλω νὰ μνημονεύσω πάλι ἐκεῖνα τὰ ὀνόματα, καὶ λίγο-λίγο πάλι τὰ θυμᾶμαι, αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ὠφελοῦνται. Γι᾿ αὐτό, παιδάκι μου, θέλεις νὰ σωθεῖ ἡ ψυχή σου δωρεάν; Ὅσα μπορεῖς περισσότερα ὀνόματα νὰ μνημονεύεις.
Μεγάλη παρρησία ἔχει τὸ πετραχήλι, μεγάλη παρρησία. Γι᾿ αὐτό, παιδάκι μου, θὲς ν᾿ ἀποκτήσεις κατάσταση; Ἅμα λειτουργήσεις καὶ δὲν κλάψεις, κάπου ἔπταισες, κάπου ἔκανες λάθος. Ἐγὼ ὅλη τὴν ἡμέρα προπαρασκεύαζα τὸν ἑαυτό μου γιὰ τὴν ὥρα τῆς Λειτουργίας. Κι ὅταν ἔμπαινα στὴ Λειτουργία, δὲν μποροῦσα νὰ σταματήσω τὰ δάκρυα. Ναί! Πολλὲς φορὲς δηλαδὴ εἶδα καὶ ἀπάνω στὴν ἁγία Τράπεζα σῶμα νεκρό, νὰ ποῦμε, σὰν σὲ ἔκσταση, σῶμα νεκρό.
Ἱερομόναχος: Ἐγώ, Γέροντα, ἤμουνα εἴκοσι χρόνια ἁπλὸς μοναχός. Καὶ εἶναι ἀλήθεια, ὅταν ἔγινα παπάς, μετὰ δυσκολεύτηκα, δὲν μποροῦσα νὰ συνηθίσω ὅτι ἤμουνα ἱερεύς. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μέρα ποὺ ἔγινα παπὰς μὲ πολέμησε ὁ διάβολος μὲ λογισμούς, μὲ ἀγωνία, μὲ φόβο, μὲ αὐτά, μὲ πάλεψε πολὺ μὲ αὐτά.
Γέροντας: Ἔ, τὴ δουλειά του κάνει αὐτός. Τὴ δουλειά του, ἀλλὰ κι ἐμεῖς θὰ κάνουμε τὴ δουλειά μας. Ἐκεῖ εἰς τὴν Παναγία, νὰ παρακαλᾶς τὴν Παναγία, παιδί μου, διότι ὅλοι οἱ Ἅγιοι παρακάλεσαν τὴν Παναγία. Δὲν δίνεται ἕνα χάρισμα ἀπὸ τὸν Θεὸ εἰς τὸν ἄνθρωπο, εἰ μὴ διὰ μέσου της Παναγίας. Ἡ Παναγία μοιράζει τὰ χαρίσματα στὸν κόσμο, ἡ Παναγία τὰ μοιράζει.
Ἱερομόναχος: Κι ἔτσι ἐθαύμασα. Λέω, πὼς ὁ διάβολος οὔτε τὴ Θ. Λειτουργία δὲν φοβᾶται, μὲ τοὺς λογισμούς του, μὲ αἰσχρά, μὲ τὸ ἕνα, μὲ τὸ ἄλλο.
Γέροντας: Δὲν λείπουν, παιδί μου, αὐτὰ τὰ πράγματα. Δὲν λείπουν.
Ἱερομόναχος: Περιφρόνηση χρειάζεται...
Γέροντας: Περιφρόνηση. Ἔ, τὴ δουλειά του κάνει αὐτός, παιδί μου, τὴ δουλειά του κάνει. Ἀλλὰ ἐμεῖς τὴ δουλειά μας, τὴ δουλειά μας.
Τὸ δαιμονικό, πῶς νὰ σᾶς πῶ, προξενεῖ ἔτσι λιγάκι κρύο πράγμα, λιγάκι δισταγμό, νὰ ποῦμε, λίγο ἀμφίβολο, δὲν σὲ πληρώνει, δὲν πληροφορεῖσαι νὰ τὸ κάνεις αὐτὸ τὸ πράγμα. Δὲν πληροφορεῖσαι νὰ τὸ κάνεις. Ἔχει κάποιο δισταγμό, κάποια ἀμφιβολία μέσα σου, ὁπότε αὐτὸ εἶναι δαιμονικό.
Πολλὲς φορὲς κι ὅταν λειτουργούσαμε, πάτερ, μὴ νομίσεις ὅτι εἴμαστε κι ἐμεῖς ἀπείραχτοι ἀπ᾿ τὸν πειρασμό· καὶ λειτουργοῦντες ἔρχεται ὁ πειρασμός. Ἔ, ψάλλει ἄλλος ἀπ᾿ ἔξω. Θυμώνεις: «Μὰ τί ψάλλεις ἔτσι ἀργά, λιγάκι γρήγορα, βρὲ παιδάκι μου». Πλησίασε ὁ ἄλλος (ὁ πειρασμὸς) τώρα.
Τὸ κομποσχοινάκι εἶναι θαυματουργό!
Ἡ καλυτέρα προσευχὴ εἶναι ὅ,τι ἐσὺ ἐπινοεῖς ἐκείνην τὴν ὥρα. Δὲν εἶναι μόνον, θέλω νὰ διαβάσουμε Μετάληψη νὰ μεταλάβουμε, τρόπον τινά, αὔριο. Ἄ, «ἀπὸ ρυπαρῶν χειλέων, ἀπὸ βδελυρᾶς καρδίας...»· διαβάζουμε, οὔτε καταλαμβάνουμε τί λέμε. Ἐσὺ ὁ ἴδιος νὰ βρεῖς προσευχή, ἐσὺ ὁ ἴδιος· ὁπότε καταλαμβάνεις τί λὲς εἰς τὸν Θεό. Αὐτὸ ἔχει μεγάλη δύναμη, νὰ ποῦμε, μεγάλη δύναμη!
Ἔ, ἂς ὑποθέσουμε ὅτι αὔριο θὰ μεταλάβουμε. Θὰ μεταλάβουμε. Θά ῾ρθει οὐσιωδῶς ὁ Παράκλητος ν᾿ ἁγιάσει τὰ Δῶρα· πῶς θὰ τὸν ὑποδεχθεῖς; «Στὸ ἔλεός σου, στὴν εὐσπλαχνία Σου, συγχώρεσέ με». Ἔχει δύναμη διότι τὸ λὲς καὶ τὸ καταλαμβάνεις, ἀπὸ μέσα ἀπ᾿ τὴν ψυχή σου βγαίνει αὐτὴ ἡ εὐχή, νὰ ποῦμε. Διότι πολλὲς φορὲς διαβάζουμε, ἀλλοῦ τρέχει ὁ νοῦς, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ βγαίνει ἀπὸ μέσα σου, τὸ καταλαμβάνεις τί λές.
Ἡ εὐχὴ (προσευχὴ) εἶναι ὁ καθρέφτης τοῦ Μοναχοῦ.
Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος λέει: Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἀπὸ ἀνάγκη δὲν πηγαίνει στὴν ἐκκλησία, νὰ κάνει τὸν ἑαυτό του Θυσιαστήριο, λέει, προσευχόμενος.
Οἱ ἄνθρωποι στὸν κόσμο εἶναι καὶ ἐπιστήμονες, οὔτε τὸ Σάββατο δὲν μποροῦν νὰ πᾶνε στὴν ἐκκλησία, τὴν Κυριακή, ἔχουν τὴν ὑπηρεσία αὐτὴ τὴν ὥρα. Μπορεῖς αὐτὴ τὴν ὥρα νὰ κάνεις τὸν ἑαυτό σου Θυσιαστήριο λέγοντας τὴν προσευχή.
Θέλεις νὰ γίνεις ἕνας καλόγηρος πολὺ καλός; Μὴν ἀφήνεις τὴν εὐχή. Κατὰ τὸ μέτρο σου καὶ ἡ εὐχή σου.
Ἔλεγα κι ἐγὼ στὸν Γέροντα: «Γέροντα, καὶ στὴν κόλαση νὰ πάω δὲν φοβᾶμαι, ἀρκεῖ τὴν εὐχὴ νὰ λέω». Τόση γλυκύτητα, τόση χαρὰ σοῦ παραδίδει μέσα αὐτὴ ἡ εὐχούλα -μικρὴ εἶναι, ἀλλὰ πόση δύναμη ἔχει!- ὅποτε λές, καὶ στὴν κόλαση νὰ πάω δὲν φοβᾶμαι, θὰ λέω τὴν εὐχὴ καὶ στὴν κόλαση. Αὐτὰ δέστε τα, γιατὶ τὰ περάσαμε καὶ τὰ παραδίδομε καὶ σὲ σᾶς.
Ἐμεῖς εἴμαστε ραφτάδες στὸν Ἅγιο Παῦλο, κι ἐγὼ ὡς ἀρχάριος δὲν εἶχα γνωρίσει ἀκόμη τὸν γερο-Ἰωσήφ. Φεύγοντας ἀπὸ τὸ σπίτι πῆρα τὸ κομποσχοίνι νὰ πάω στὸν Ἅγιο Παῦλο. Κατουνάκια - Ἅγιος Παῦλος εἶναι δυόμιση ὧρες. Πέρασα τὴ Μικρὴ Ἁγία Ἄννα, πέρασα τὴν Ἁγία Ἄννα, κατηφορίζω λοιπὸν γιὰ τὴ Νέα Σκήτη. Ὅταν ἔφτασα κοντὰ στὸ μύλο, ἐκεῖ ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὸν Εὐαγγελισμό, ξύπνησα! Βρέ, λέω, πότε ἔφτασα ἐδῶ πέρα; Εἶχα ἀφοσιωθεῖ τόσο πολὺ στὴν εὐχὴ ποὺ δὲν ἔβλεπα τὸ δρόμο!
Θὰ κάνεις ἐργόχειρο, κάνεις ἕνα διακόνημα, μὴν ἀφήνεις τὴν εὐχούλα, γιατὶ καὶ ἡ εὐχὴ σὲ θεοποιεῖ. Τὸ πρῶτο-πρῶτο, πατέρες, ποὺ θὰ αἰσθανθεῖτε, θὰ εἶναι ἡ χαρά! Τὸ πρῶτο στάδιο, τὸ πρῶτο σημεῖο, τὸ ὁποῖο θὰ αἰσθανθεῖτε λέγοντας τὴν εὐχή, εἶναι ἡ χαρά. Καὶ ἡ χαρὰ δὲν εἶναι τίποτες ἄλλο, ἕνα πετραδάκι στὴν ἀκροθαλασσιά, εἶναι τὸ πράγμα ὅτι μέσα ἀρχίζεις νὰ φωτίζεσαι! Γι᾿ αὐτὸ λέγε τὴν εὐχούλα, λέγε τὴν εὐχούλα, λέγε τὴν εὐχούλα καὶ αὐτὸ θὰ σὲ φέρει σὲ ἄλλη κατάσταση πολὺ καλύτερη, τὴν ὁποία ὅσο καὶ νὰ σκεφθεῖς, δὲν μπορεῖς νὰ σκεφθεῖς.
Ὁ μαθητὴς τοῦ δημοτικοῦ σχολείου δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει τὰ τοῦ γυμνασίου, οὔτε τοῦ γυμνασίου, τοῦ πανεπιστημίου. Ἀλλὰ ὅταν ἡ χάρις θέλει νὰ ἔρθει μέσα σου, θὰ τὸ καταλάβεις ὅτι εἶσαι τώρα μαθητὴς τοῦ γυμνασίου, εἶσαι μαθητὴς τοῦ πανεπιστημίου, ὁ ἴδιος θὰ τὸ καταλάβεις.
Μία ψυχὴ πῆγε στὴν τουαλέτα, κι ἔλεγε τὴν εὐχή. Ἄ, καὶ φανερώνεται ὁ διάβολος ἐκεῖ. Βρὲ ῾σύ, λέει, βρώμικη εὐχὴ λές. Ἄ, μά, καὶ ὁ καλόγηρος: Ἄκουσε ἀποστάτα τῆς θείας Μεγαλειότητος, λέει, ἡ κένωσις τοῦ σώματος πηγαίνει κάτω, ἡ κένωσις τῆς ψυχῆς πηγαίνει ἀπάνω, δὲν ἔχει καμιὰ ἕνωση.
Στὸ σπίτι μας παραπάνω καθόταν ἕνας καλόγηρος καί, κρίσις Θεοῦ, ἤτανε δαιμονισμένος. Οἱ γέροι δὲν μποροῦσαν νὰ ἔρχονται κάτω στὸ σπίτι μας, νὰ μεταλάβουν, καὶ πήγαινα ἐγὼ στὸ σπίτι τοὺς ἀπάνω, ποὺ εἶναι ὁ πάτερ-Γεδεὼν ἐκεῖ ἀπάνω, καὶ τοὺς μετελάμβανα. Πήγαινα στὸ Ἱερό, ἔβγαζα τὸ Ἀρτοφόριο, ἐρχόντουσαν οἱ γέροι στὴν Ὡραία Πύλη ἐκεῖ καὶ τοὺς μετελάμβανα. Αὐτὸς μοῦ ῾λεγε: «Ὁ διάβολος ἐκεῖ κάθεται στὴν ἄκρη, στὴ Λιτή». Τοῦ λέω: «Τὸν βλέπεις;» «Τὸν βλέπω», λέει. Καὶ ὁ ἴδιος ἔλεγε ὅτι: «Ὅταν λέω τὴν εὐχὴ ταράττεται ὁ διάβολος, ὅταν λέω δεύτερη φορὰ ἀφρίζει· τὴν τρίτη εὐχὴ ἄφαντος γίνεται!» Νὰ ἡ δύναμις τῆς εὐχῆς. Αὐτὸ ποὺ λένε τὰ βιβλία μας ὅτι:
- Παιδί μου, λέει ὁ Γέροντας, πὲς τὴν εὐχή.
- Μὰ λέω καὶ δὲν καταλαμβάνω τίποτες.
- Δὲν καταλαμβάνεις, λέει, ἐσύ, ἀλλὰ ὁ διάβολος καταλαμβάνει καὶ φεύγει.
Νά, σ᾿ αὐτὸν τὸν καλόγηρο.
Ἄ, νὰ ποῦμε καὶ τὸν ἄλλο μὲ τὸ καλάθι.
Ἕνας ὑποτακτικός, σὰν ὁ Γέροντας τώρα, λέει τὸν πάτερ-Ἀρσένιο:
- Λέγε τὴν εὐχή.
- Λέω τὴν εὐχή, δὲν καταλαμβάνω τίποτε.
- Ὁ διάβολος καταλαμβάνει καὶ φεύγει.
- Ἔ, καὶ ποῦ θὰ καταλάβω ἐγώ;
- Ἔ, καλά, παιδί μου, θέλεις νὰ δεῖς θαῦμα;
- Ναί, θαῦμα θέλω νὰ δῶ, Γέροντα.
- Καλά, τοῦ λέει, θὰ προσευχηθῶ στὸ Θεὸ νὰ σοῦ δείξει θαῦμα, νὰ καταλάβεις πόση δύναμη ἔχει ἡ εὐχή. (Τὰ γράφουν τὰ πατερικὰ βιβλία).
- Καλά.
Ἔκανε προσευχὴ ὁ Γέροντας, ἔκανε καὶ νηστεία, τριήμερο νηστεία.
- Ἔλα ἐδῶ, παιδί μου, τώρα, πάρε τὸ καλάθι, πήγαινε ἀπάνω στὴ βρύση νὰ τὸ γιομίσεις νερό.
- Γέροντα, μὲ συγχωρεῖς, ἐγώ, λέει, τὰ μυαλά μου τά ῾χω, τὸ καλάθι θὰ γιομώσω νερὸ ἔξω;
- Καλά, παιδί μου, δὲν εἶπες ὅτι θέλεις νὰ δεῖς θαῦμα; Νὰ δεῖς τί δύναμη ἔχει ἡ εὐχή; Δὲν θέλεις;
- Ναί, λέει.
- Ἔ, κάνε αὐτὸ ποὺ μοῦ λέω, ἀλλὰ θὰ λὲς τὴν εὐχή, ὅλο τὴν εὐχὴ θὰ λές.
-Νά ῾ναι εὐλογημένο.
Πάει. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», βάζει τὸ καλάθι στὴ βρύση ἀπὸ κάτω. Τὸ νερὸ γιομίζει τὸ καλάθι, δὲν τρέχει τὸ καλάθι, ἀλλὰ λέει τὴν εὐχή. Ἐννοεῖται ὁ Γέροντας στὸ δωμάτιο προσηύχετο νὰ τοῦ δείξει ὁ Θεὸς θαῦμα στὸν παραγυιό του. Τὸ γιόμωσε τὸ καλάθι.
Μόλις τὸ εἶδε, τρέχει λοιπὸν νὰ τὸ δείξει στὸν Γέροντα.
«Γέροντα, γιόμωσε τὸ καλάθι νερό!» Στὸ δρόμο λοιπὸν φανερώνεται ὁ διάβολος μὲ μορφὴ ἀνθρώπινη, λέει:
- Καλόγερε, ποῦ πᾶς;
- Πάω στὸν Γέροντά μου.
- Πῶς σὲ λένε;
- Γεώργιο.
- Πόσα χρόνια ἔχεις καλόγερος;
- Πέντε-ἕξι.
- Τί δουλειὰ κάνεις;
- Σφραγίδια.
Πάει, ἔφυγε τὸ νερὸ κάτω! Ἔπιασε τὴν ἀργολογία, ἄφησε τὴν εὐχή, πῆγε στὸν Γέροντα μὲ ἄδειο τὸ καλάθι!
- Τί συμβαίνει, παιδί μου;
- Γέροντα, ἔτσι κι ἔτσι.
- Ἄφησες τὴν εὐχή, παιδί μου, γι᾿ αὐτὸ ἔφυγε τὸ νερό. Βλέπεις ὅταν ἔλεγες τὴν εὐχή, τὸ καλάθι κρατοῦσε τὸ νερό, ὅταν σταμάτησες κι ἄρχισες τὴν ἀργολογία, ἔφυγε τὸ νερό.
Καὶ ὁ Θεὸς μᾶς δοκιμάζει καμιὰ φορὰ νὰ μᾶς ξυπνήσει, νὰ ποῦμε. Σοῦ στέλνει ἕναν πειρασμὸ ὁ Θεός, ὁ Θεὸς θέλει νὰ σὲ ξυπνήσει, μὴν κοιμᾶσαι· μὴν κοιμᾶσαι, λέγε τὴν εὐχούλα.
Καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὅταν προσεύχεται εἰς τὸ Θεό, ἀπορροφᾶ, τρόπον τινά, τὶς ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός, νὰ ποῦμε, εἶναι ἀγαθός, δὲν ὀργίζεται, μακροθυμεῖ. Καὶ ῾σὺ μετὰ τὴν προσευχή, σοῦ ῾ρχεται ἕνα τέτοιο πράγμα, μακρόθυμος, ὅ,τι νὰ σοῦ κάνει ὁ ἄλφα, ὁ βήτα, δὲν πειράζει, ἔ, δὲν πειράζει αὐτό. Ἐπειδὴ ἡ χάρις σὲ χαρίτωσε. Θὰ σὲ κάνει κατόπιν, πῶς νὰ ποῦμε, πάντα προσευχόμενον. Ναί. Ἐπῆρες αὐτὴ τὴν ἰδιότητα, προσευχόμενος εἰς τὸ Θεό, τὴν πῆρες αὐτὴ τὴν ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ.
Ὅ,τι ὁ Γέροντας μᾶς παρέδωσε, ἀλλὰ καὶ οἱ νηπτικοὶ Πατέρες στὴ Φιλοκαλία ποὺ γράφουν, καὶ ὅ,τι ἡ μικρή μας πείρα μᾶς δίδαξε, ἡ καλυτέρα προσευχὴ γίνεται νύχτα.
Ὅταν ξυπνήσουμε τὸ βράδυ καὶ βολιδοσκοπήσουμε τὴν ψυχή μας ὅτι ρέπει πρὸς τὴ λύπη, τότες θὰ φέρουμε θεωρίες θλιβερές. Ἐγὼ στὸ κελλάκι μου ὅταν βρίσκομαι καὶ ξυπνάω, φέρνω μία θεωρία ὅτι πέθανα, μοῦ ἔκαναν ἀνακομιδὴ οἱ πατέρες καὶ φέραν ἕνα καλάθι μπροστὰ στὸ τραπέζι. Ἐκεῖ εἶναι τὰ κόκκαλά μου, ἐκεῖ εἶναι καὶ ἡ νεκροκεφαλή, ἡ κάρα ποὺ λέμε. Δὲν μοῦ λὲς ἐσύ, παπα-Ἐφραίμ, τώρα ποῦ βρίσκεσαι; Βρίσκεσαι στὸν παράδεισο; Καλῶς. Ἂν βρίσκεσαι στὴν κόλαση, τότες ἄρχισε ἀπὸ τώρα καὶ κλαῖγε καὶ θρήνησε ὅτι εἶσαι ἀνάξιος της ἀποστολῆς σου, νὰ ποῦμε. Κι ἀπὸ ῾κεῖ ἔρχονται οἱ διάφορες ἔννοιες, θεωρίες καὶ προβιβάζεται ἡ ψυχή, τρόπον τινά, ἀπὸ λίγη κατάνυξη σὲ μεγαλυτέρα, σὲ μεγαλυτέρα.
Ὅταν ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ἔχει ἡ ψυχὴ χαρά, φέρνουμε θεωρίες χαροποιές. Τὸ κυριότερο, νὰ ποῦμε, ἡ χαροποιὰ θεωρία εἶναι στὴ σοφία τοῦ Θεοῦ. «Ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις Σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν Σου ἐμελέτων» (Ψαλμ. 142, 5).
Ὅταν φέρουμε τὴ δημιουργία τοῦ Θεοῦ, μὲ τί σοφία τὸ ἔκανε αὐτὸ ὁ Θεὸς ὅλο, δὲν μπορεῖ παρὰ ὁ νοῦς προβιβάζεται σὲ ἀνωτέρα θεωρία, σὲ ἀνωτέρα θεωρία καὶ θαυμάζει καὶ ἐκπλήττεται τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀγάπη, τὴν ὁποία ἔχει ὁ Θεός, ὅτι ἐδημιούργησε ὅλο τὸ σύμπαν καὶ τελευταία ἔκανε τὸν ἄνθρωπο. Ἀφοῦ τὰ ἔκανε ὅλα, τελευταῖον ἔκανε τὸν ἄνθρωπο. Βασιλέα τῆς κτίσεως. Ἀπὸ ῾κεῖ θά ῾ρθουν ὅλες οἱ θεωρίες οἱ χαροποιές.
Τώρα ὁ ἀδερφὸς λέει στὴν ἐκκλησία. Τὸ ἴδιο εἶναι καὶ στὴν ἐκκλησία. Ἂν μὲν ἔχεις κατάσταση, μπορεῖς νὰ πεῖς τὴν εὐχούλα. Ὅταν δὲν ἔχεις, τότες θὰ παρακολουθήσεις τὰ ψαλσίματα, τὰ διαβάσματα, τὰ ὁποῖα ἀκούω ἐκεῖ στὸ ἀναλόγιο. Καθὼς καὶ στὴ Λειτουργία, ἔτσι εἶναι. Καὶ στὴ Λειτουργία πολλὲς φορὲς ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται σὲ ἔκσταση, δὲν ἀκούει ἐκεῖνα τὰ λόγια, ὄχι μᾶλλον δὲν ἀκούει, μεταποιεῖ, θεοποιεῖ τὰ λόγια. «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε». Ποῦ πηγαίνεις; Νὰ πάρεις τὸν Θεό. Τότες χαίρεσαι. Ἐὰν μὲν ἔχει προηγηθεῖ ἡ χαρά, δὲν μπορεῖς παρὰ μὲ δάκρυα νὰ προσέλθεις· δάκρυα χαρᾶς, νὰ προσέλθεις νὰ μεταλάβεις. Ὅταν ἔχουν προηγηθεῖ δάκρυα λύπης: «Θεέ μου, συγχώρησέ μου τὰς ἁμαρτίας μου. Εἰς τὸ ἔλεός σου, εἰς τὴν εὐσπλαγχνία Σου, στὴν ἀγάπη Σου. Μᾶς τὸ εἶπες ὅτι "Θεὸς οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος" (Ἐξ. 34,6). Μᾶς τὸ εἶπες. Ἐκεῖ στηρίζομαι καὶ προσέρχομαι ἀναξίως». Οὐδεὶς ἄξιος, λέει καὶ ὁ ἱερεὺς ὅταν προσεύχεται. Καὶ ἐκεῖ περισσότερο στηρίζεσαι καὶ προσέρχεσαι...
Νὰ σᾶς πῶ, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πατέρας τοὺς Κατουνακιώτας, πολλοὶ ποὺ ἐρχόντουσαν νὰ μεταλάβουν, δὲν ἄκουες τίποτες, μόνο ἔβλεπες τὰ δάκρυα ποὺ ἔτρεχαν καὶ τοὺς μετελάμβανες. Ἔ, ὁ γέρος αὐτός, νὰ ποῦμε, ὅλη τὴ Λειτουργία δὲν μιλοῦσε καθόλου, ἀλλὰ ἤτανε σκυμμένος καὶ τώρα, εἴτε σὲ θεωρία ἐρχότανε, εἴτε σὲ βαθυτέρα ἔννοια τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ. Διότι δωρεὰν βαπτιστήκαμε, δωρεὰν μᾶς ἔδωσε τὸ βάπτισμα, δωρεὰν μᾶς ἔδωσε τὸ Σῶμα Του καὶ τὸ Αἷμα Του, δωρεὰν μᾶς δίδει καὶ τὸν Παράδεισο. Δὲν πληρώνουμε τίποτες.
Ὁ Θεὸς μᾶς θέλει καρδίαν καθαράν. Νὰ προσέχουμε μόνο στὸ Θεό. Ὁ Θεὸς δὲν θέλει μέσα στὴν καρδιά μας συντροφιές, θέλει μόνον Αὐτὸς νὰ βασιλεύει. Ἂν μποροῦμε νὰ τὸ πετύχουμε, τότες πετυχαίνουμε καὶ εὔκολα τὴν καρδιακὴ προσευχή.
Ἡ χάρις δὲν μᾶς ἐξετάζει ἐμᾶς πότε θά ῾ρθει. Λέει ἕνας ἀπὸ τὴ συνοδία μου, λέει, σήμερα ἦταν τῆς Μεταμορφώσεως, δὲν ἐχάρηκα. Δὲν ἐχάρηκες τῆς Μεταμορφώσεως; Ναί. Μπορεῖς νὰ χαρεῖς τὴν ἄλλη μέρα ποὺ εἶναι καθημερινή. Ὄχι ἀπὸ τὸ σεβάσμιο τῆς ἡμέρας, ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ ἐξαρτᾶται ἡ χάρις. Ἔχει βέβαια, δὲν εἶναι καὶ καθολικὸς νόμος αὐτός. Ἀλλὰ πάντως ὅμως ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ εἶναι διαφοροτέρα ἀπὸ τὴν κρίση τῶν ἀνθρώπων.
Ἄλλος χαροποιήθηκε ἀπάνω στὸ μοτόρ, ἄλλος ἀπάνω στὸ ἀεροπλάνο. Ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ εἶναι διάφορος. Ἄλλος χαροποιήθηκε πηγαίνοντας στὴν Ἁγία Ἄννα ἕνα ἄλεσμα στὸ μύλο. Ἐκείνην τὴν ὥρα χαροποιήθηκε. Δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κρίνουμε γιατὶ ὁ Θεός, τρόπον τινά, δὲν μᾶς χαριτώνει μέσα στὴ Λειτουργία, ἀλλὰ μᾶς χαριτώνει ἐκτὸς Λειτουργίας. Δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κρίνουμε αὐτό. Μπορεῖς καὶ μέσα στὴ Λειτουργία νὰ χαριτωθεῖς, μπορεῖς στὴ Λειτουργία νὰ μὴ χαριτωθεῖς, νὰ χαριτωθεῖς ἀπάνω στὸ ἐργόχειρο. Αὐτὸ εἶναι ἡ κρίσις Του. Τὸ δικό μας εἶναι πάντοτε νὰ προσευχώμεθα. Ὅταν ὁ Θεὸς ἐπισκέπτεται τὴν ψυχή μας, θέλει καὶ ἀπαιτεῖ νὰ τὴ βρίσκει σὲ προσευχή. Νὰ μὴ βρίσκει τὴν ψυχή μας καὶ τὴ διάνοιά μας μετεωριζομένη. Αὐτὸ λυπεῖ τὸ Θεό. Λυπεῖ τὸ Θεό. Μποροῦμε νά ῾χουμε ὅλη τὴν ἡμέρα αὐτοσυγκέντρωση; Αὐτὸ θὰ μᾶς βοηθήσει.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἰδίως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, τὸ λέει μέσα ὅτι ἡ εὐχὴ δὲν εἶναι μία γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ἀναλόγως τῆς καταστάσεως. Ὁ ἄλλος λέει: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ἄλλος λέει: «Ἰησοῦ Χριστέ μου, ἐλέησόν με». Ἄλλος λέει: «Ἰησοῦ μου, ἐλέησόν με». Ἄλλος: «Ἰησοῦ μου». Ἄλλος τίποτε. Ἔ, τὸ τίποτα εἶναι σ᾿ ἕναν ἀνώτερο βαθμό, νὰ ποῦμε, ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ μιλήσεις ἐκείνην τὴν ὥρα, μόνο ἀπολαμβάνεις αὐτὴν τὴ γλυκύτητα. Ὅταν ὑποβιβάζεται αὐτὴ ἡ κατάσταση, τότε βλέπεις μέσα σου καὶ λέει τὴν εὐχὴ ἡ καρδιά σου. Τότες ἐκείνη τὴν ὥρα μπορεῖς νὰ λύσεις καὶ πολλὰ προβλήματα. Ἐνῶ προηγουμένως δὲν ἄκουες τὴν εὐχή, ὅταν ἦρθες στὸ τέρμα, στὸ ζενὶθ δὲν ἄκουες τίποτα, μόνο ἀπολάμβανες ἔτσι. Ὅταν ὑποβιβάστηκε, ἀκοῦς καὶ ἡ καρδιά σου λέει τὴν εὐχή, ὅποτε μπορεῖς ν᾿ αὐτοκυριαρχήσεις ἐκείνην τὴν ὥρα. Στὸ ἄλλο ὅμως δὲν μπορεῖς ν᾿ αὐτοκυριαρχήσεις. Ὄχι ὅτι δὲν μπορεῖς, ἀλλὰ δὲν σ᾿ ἀφήνει, σὲ τραβάει. Καὶ τὰ παρατᾶς ὅλα καὶ κάθεσαι σὰν ἕνας ἄψυχος, νὰ ποῦμε, καὶ παρακολουθεῖς. Πόσο θὰ διαρκέσει αὐτὸ εἶναι κρίσις Θεοῦ. Πόσο θὰ διαρκέσει αὐτὸ τὸ πράγμα. Μπορεῖ νὰ διαρκέσει καὶ μισὴ ὥρα, μπορεῖ νὰ διαρκέσει καὶ πέντε λεφτά, μπορεῖ νὰ διαρκέσει καὶ περισσότερο.
Σ᾿ ἕνα μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τὸ γνωρίζετε, ἰδιόρυθμο ἤτανε. Εἶπε ὁ παπὰς στὸν ἀγωγιάτη:
- Κύριε Δημήτριε, μοῦ φέρνεις καὶ μένα πέντε-δέκα φορτία ξύλα, νὰ κάψω τὸ χειμώνα;
- Θὰ σοῦ φέρω, παπα-Ἐφραίμ.
Ἔφερε.
- Φέρ᾿ τα ἀπὸ ῾δῶ.
- Ὄχι ἀπὸ ῾κεῖ, τὸ ζῶο φοβᾶται, Γέροντα.
- Φέρ᾿ τα ἀπὸ ῾δῶ, ντέ.
Μαλώσανε.
- Ἀσυγχώρητος.
Κι ἐσὺ ἀκοινώνητος.
Ἔφυγε ὁ ἀγωγιάτης, πῆγε ἀπάνω στὸ βουνό. Ὁ παπὰς τώρα τί πρέπει νὰ κάνει; Μπορεῖ νὰ λειτουργήσει, νὰ φέρει σὲ ἀδιαφορία, ὅτι ἐγὼ εἶχα δίκιο; Ὄχι. Μπορεῖ νὰ λειτουργήσει; Ὄχι. Τί νὰ κάνει. Τώρα μάχονται δύο: «Καλά, αὔριο ποὺ θὰ ῾ρθεῖ -γιατὶ ἤτανε βραδάκι- αὔριο ποὺ θά ῾ρθει ὁ ἀγωγιάτης, τοῦ λέω ὅτι νὰ μὲ συγχωρέσει». Ὁ ἄλλος λέει: «Καλά, ἂν δὲν ἔρθει ὁ ἀγωγιάτης αὔριο κι ἔλαβε ἕνα τηλεγράφημα ἀπὸ τὴ γυναίκα του νὰ πάει ὅτι τὸ παιδὶ ἀρρώστησε, τί θὰ κάνεις;» Πάτερ, ἐδῶ εἶναι ὁ θησαυρὸς τοῦ καλογήρου. Προσευχή.
- Παναγία μου, τί νὰ κάνω; (Τὸ Ἰβήρων ἦταν τὸ μοναστήρι.)
- Παναγία Πορταΐτισσα, τί νὰ κάνω, βοηθησέ με.
Κεραυνοβόλος ἔρχεται ἡ πληροφορία, ἡ ἔμπνευση, νὰ ποῦμε, ἡ παρουσία τῆς Παναγίας.
Ὅλοι μας ξέρομε ὅτι τὰ μοναστήρια τὰ Ἁγιορείτικα, ὅταν βασιλεύει ὁ ἥλιος κλείνουνε. Ἔχουν ὅμως κι ἕνα πορτάκι μικρὸ τόσο, ποὺ ἐν καιρῷ, σπάνια τὸ ἀνοίγουν αὐτό. Ἀνάβει λοιπὸν ὁ παπὰς τὸ φανάρι του, περνάει τὸ πορτάκι κι ἀνεβαίνει ἀπάνω στὸ βουνό.
- Καλησπέρα σας.
- Καλῶς τὸν παπά.
- Εὐλογημένε κύριε Δημήτρη, νὰ μὲ συγχωρέσεις.
- Θεὸς σχωρέσου. Συγχώρεσέ με κι ἐσύ.
Συγχωρεθήκανε καὶ κατέβηκε κάτω ὁ παπὰς πάλι καὶ λειτούργησε τὴν ἄλλη μέρα. Βλέπετε ὅτι σὲ κάθε περίπτωση ἐπιβάλλεται ἡ προσευχή. Δὲν μπορεῖς ἐκείνη τὴν ὥρα τί νὰ κάνεις, σαστίζεις, δὲν ξέρεις τί νὰ κάνεις. «Παναγία μου, τί νὰ κάνω;» Καὶ σὲ βοηθάει ἡ Παναγία. Δὲν μπορεῖς, πάτερ, νὰ λειτουργήσεις. «Μὴ τὰ ἁμαρτήματά μου κωλύσωσι ἐνθάδε παραγενέσθαι τὸ Ἅγιόν Σου Πνεῦμα». Πάτερ μου, λειτουργᾶμε, μεταλαμβάνομε, ἡ χάρις κατέρχεται, ἀλλὰ «μὴ εἰς κρίμα ἢ εἰς κατάκριμα», τὸ λέμε κι αὐτό.
Οἱ περισσότεροι ποὺ ἔρχονται στὰ Κατουνάκια, πές μας, λένε. Ἔ, νὰ σᾶς πῶ ὅτι, ἀφιερῶστε τουλάχιστον τὸ εἰκοσιτετράωρο μισὴ ὥρα. Ὅποια ὥρα, κατὰ τὴν κοσμικιὰ δέκα, ἕντεκα πρὸ τοῦ μεσονυκτίου. Καὶ νὰ λέτε τὴν εὐχούλα δίχως νὰ κρατᾶτε κομποσχοίνι στὸ χέρι σας. Ἱκετευτικά, παρακλητικά, κλαψιάρικα «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ἔτσι.
Καλλιέργησέ το αὐτὸ καὶ θὰ δεῖς τί καρπὸ θὰ βγάλει. Ἀπὸ μισὴ ὥρα θὰ τὸ κάνεις κατόπιν μία ὥρα· καὶ πρόσεξε ὅτι ἐκείνην τὴν ὥρα εἴτε τὸ τηλέφωνο θὰ σοῦ χτυπήσει, ἢ αὐτὴ τὴ δουλειὰ πρέπει νὰ τὴν κάνω τώρα, ἢ ὕπνος θὰ σὲ χτυπήσει ἐκείνην τὴν ὥρα. Τίποτες. Κλεῖσ᾿ το τὸ τηλέφωνο, τελείωσε ὅλες τὶς δουλειές σου καὶ κάνε αὐτό, μισὴ ὥρα, ὄχι περισσότερο. Καὶ θὰ δεῖς, αὐτὸ εἶναι, θὰ φυτέψεις ἕνα δεντράκι κι αὔριο - μεθαύριο θὰ κάνει καρπό. Κι ὁ ἅγιος Χρυσόστομος κι ὁ ἅγιος Βασίλειος ἀπ᾿ αὐτὸ ἄρχισαν. Μικρὸ δεντράκι κι ἔγιναν φωστῆρες τῆς Οἰκουμένης.
Ἡ ᾀσματικὴ Νύμφη ὅταν ἔφυγε μὲ τὸ λογισμό της ἀπὸ τὴ γῆ, διότι τῆς εἶπαν ὅτι στὸν οὐρανὸ ὑπάρχει ὁ Νυμφίος σου, ἐπῆγε εἰς τοὺς οὐρανούς, καὶ εἶπε στοὺς ἀγγέλους:
- Παραμερίστε, παραμερίστε.
- Τί θέλεις;
- Θέλω τὸν Νυμφίο μου, λέει.
- Καὶ τί τὸν θέλεις;
- Θέλω νὰ τὸν δῶ.
Κι ἔδειξε τὸ δακτυλίδι τὸ ὁποῖο ἐχάρισε ὁ Χριστὸς ἀπάνω εἰς τὴν κουρά. Ἐχάρησαν τὰ τάγματα τῶν ἀγγέλων, ὅταν εἶδαν τὸ δακτυλίδι, ὡς ἡ Μεγαλομάρτυς καὶ πάνσοφος Αἰκατερίνη.
Ὅταν δὲ κατόπιν ἔδειξε καὶ τὸ Σχῆμα τὸ ἀγγελικό, ἀνεβόησαν, κεκράγεσαν, ἐπήρθη τὸ ὑπέρθυρον ἐκ τῆς βοῆς αὐτῶν, ἐκ τῆς χαρᾶς, διότι εἰσῆλθεν ἄνθρωπος εἰς τὸ τάγμα τους. Καὶ ἤρξαντο νὰ ἐναγκαλίζουν καὶ νὰ φιλοῦν τὴν ᾀσματικὴ νύμφη.
Ξαφνικὰ ἐσιώπησαν. Διότι διετάχθησαν νὰ σιωπήσουν. Καὶ μία φωνὴ ὡς αὔρα λεπτὴ ἠκούσθη [ὅπως ἐχθὲς διαβάσαμε τὸν Προφήτη Ἠλία, οὔτε εἰς τὴν φωτιά, οὔτε εἰς τὸν σεισμό, οὔτε σ᾿ αὐτό, δὲν ἦταν ὁ Θεός. Στὴν αὔρα λεπτὴ (Γ´ Βασ. 19,11-12)]:
- Καὶ ἵνα τί με ζητεῖς ἐδῶ; Δὲν ξέρεις ὅτι μέσα στὴν καρδιά σου ὑπάρχω;
Ἔ, τότες ἡ ᾀσματικὴ Νύμφη συνῆλθε, ὅπως ὁ θεῖος Αὐγουστῖνος, καὶ εἶδε μέσα της Αὐτὸν τὸν ὁποῖον ζητοῦσε καὶ ἔτρεχε στὰ βουνὰ καὶ στὰ ὄρη νὰ ζητήσει, τὸν εἶδε μέσα της. Ὄντως «ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἐντὸς ἡμῶν ἐστι»! (Λουκ. 17,21).
Κάτι τέτοιες θεωρίες ἔρχονται μέσα εἰς τὴν ἡσυχία τῆς νυκτός. Ὁπότε κατόπιν ὁ ἄνθρωπος κατὰ τὸ μέτρο του ἀπολαμβάνει. Τίποτε δὲν θέλεις ἐκείνη τὴν ὥρα, μόνον αὐτὴν τὴ θεωρία, αὐτὴν τὴ γλυκύτητα, αὐτὴν τὴν πνευματικὴ ἡδονὴ νὰ αἰσθάνεσαι. Καὶ στὴν κόλαση νὰ ὑπάγω, αὐτὸ θὰ αἰσθανθῶ, δὲν τὸ θεωρῶ τίποτες. Δὲν εἶμαι μέσα στὴν κόλαση.
Δοκίμασε τὸν ἑαυτό σου, πάρε τὸ κομποσχοινάκι σου, κάθησε μίαν ὥρα, κάνε κομποσχοίνι, κουράστηκες. Ἔ, τότες θέλεις ἄλλην τροφή, βάλε λίγη ἀνάγνωση ἢ ψάλλε ἢ κάνε κανένα ἄλλο ἔτσι σωματικὸ ἔργο, νὰ ποῦμε. Ἡ ἀλλαγὴ δηλαδὴ τῆς πνευματικῆς τροφῆς ὠφελεῖ, πολὺ ὠφελεῖ...
Ἕνα ὄνομα νὰ θυμηθεῖς γιὰ τὴν ἄλλη τὴ ζωή, αὐτὸ σὲ πυρώνει, ὁπότε ὅλα τ᾿ ἄλλα σβήνουνε καὶ μένει αὐτὸ τὸ ὄνομα. Μόνο ἕνα ὄνομα ἢ τὰ αἰώνια ἀγαθά. Δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ πέρασα, αὐτὸ λέω, τ᾿ ἄλλα ποὺ δὲν πέρασα, δὲν μπορῶ νὰ τὰ πῶ.
Τὰ αἰώνια ἀγαθά! Ἡ αἰώνιος ζωή! Ἡ αἰώνιος μακαριότης! Τάκ, σταματάει ὁ νοῦς. Μπορεῖς ἐκείνην τὴν ὥρα νὰ ἐπιβληθεῖς στὸν ἑαυτό σου, νὰ διαβάσεις εὐχὲς Λειτουργίας; Δὲν μπορεῖς. Αὐτὸ σὲ φθάνει. Ὁπότε, ὅταν προχωρᾶς ἰδίως στὸ «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία», δὲν μπορεῖς νὰ προχωρήσεις, πάτερ. Ἑνώνεσαι μὲ τὸ Θεό! Τὸ πνεῦμα σου μὲ τὸ Πνεῦμα. Ἑνώνεσαι! Ὁπότε κατόπιν οὔτε καὶ μπορεῖς νὰ προχωρήσεις, καὶ ἀπὸ τὰ δάκρυα ἰδίως, πῶς νὰ πῶ τώρα, σὲ πιάνει ἕνας ἴλιγγος, σὲ πιάνει ὄχι φρίκη, γλυκιὰ φρίκη! Πῶς νὰ πῶ τώρα; «Τίς εἰμι ἐγώ, Κύριε, καὶ τίς ὁ οἶκος τοῦ πατρός μου» (Β´ Βασ. 7,18), ὥστε καὶ μένα μὲ γνωρίζει ὁ Θεός! Εἶσαι βαπτισμένος, πάτερ, καὶ σὲ γνωρίζει καὶ σένα ὁ Θεός! Μέχρι ἐκεῖ σταματᾶς. Σταματάει κι ἡ λογική, σταματᾶνε ὅλα. Δὲν μπορεῖς, πάτερ, νὰ αὐτοκυριαρχήσεις, νὰ προσευχηθεῖς. Ἐκεῖ σταματάει. Δὲν μπορεῖς, μόνο κάθεσαι καὶ κλαῖς, καὶ κλαῖς, καὶ κλαῖς καὶ κλαῖς καὶ δὲν μπορεῖ νὰ μιλήσεις τίποτες.
Ἐσὺ μπορεῖς νὰ κατανυγεῖς καὶ νὰ μὴ σὲ παίρνει ὁ ἄλλος μυρωδιά. Κι ἐγὼ ἐδῶ κι ἐσὺ ἐκεῖ καὶ μπορεῖ νὰ προσευχώμεθα καὶ νὰ κλαῖμε καὶ νὰ μὴ μ᾿ ἀκοῦς ἐσύ. Αὐτὸ μᾶς δίδαξαν οἱ πατέρες. Ὄχι νὰ φυσᾶς καὶ νὰ κραυγάζεις ὅτι κατανύσσεσαι. Ὄχι δὲν εἶναι καλογερικὸ αὐτό.
Ὁ Γέροντας εἶχε βγεῖ ἔξω τὴ διακαινήσιμο ἑβδομάδα· πᾶνε πολλὰ χρόνια. Εἶπε ὁ γερο-Ἰωσὴφ εἰς τὴ Γερόντισσα Εὐπραξία καὶ τὶς ἄλλες ἀδελφές: «Βρῆκα ἕνα παπαδάκι καλὸ» (γιὰ μένα ἔλεγε). Συνεννοήθηκε ἡ Γερόντισσα μὲ τὶς ἄλλες, καὶ μοῦ πλέξανε ἕνα σκουφάκι.
Ὅταν ἦρθε ὁ γερο-Ἰωσήφ, πῆγε στὶς ἁλυκές· δὲν ἀνέβηκε ἐπάνω εἰς τὸ σπίτι. Κατεβήκαμε ὅλοι κάτω. Λέει ὁ Γέροντας: «Βρὲ παπά, πάρε αὐτὸ τὸ σκουφάκι». Μόλις τὸ φόρεσα ἐγὼ τὸ σκουφάκι αὐτό, ἄναψα ἀπὸ προσευχὴ καὶ θεῖο ἔρωτα! «Τί σκουφὶ εἶναι αὐτό, Γέροντα;» τοῦ λέω. «Νὰ ἤξερες», λέει ὁ Γέροντας, «τί προσευχὲς ἔκανε ἡ Γερόντισσα Εὐπραξία σ᾿ αὐτὸ τὸ σκουφάκι!»
Ἡ Γερόντισσα Εὐπραξία ἔστειλε ἕνα κομποσχοινάκι. Νομίζω ἤτανε πενηντάρι, «Γέροντα», λέω, «δῶσε μου αὐτὸ τὸ κομποσχοινάκι». «Πάρ᾿ το», μοῦ λέει. Εἰς τὴν εἰκόνα ποὺ μοῦ εἶχε δώσει ὁ Γέροντας, (μία εἰκόνα καὶ ἕνα πολυσταύρι), τὸ κρέμασα αὐτὸ τὸ κομποσχοινάκι. Καὶ ὅταν αὐτὸ εὐωδίαζε τὴν ἡμέρα, ἤξερα ὅτι τὸ βράδυ θὰ ἔχω προσευχή. Ὅταν δὲν εὐωδίαζε τὸ κομποσχοινάκι, δὲν εἶχα προσευχή. Χρόνια πολλὰ αὐτό.
Ἡ προσευχή, τὸ κομποσχοίνι, ἡ ἐλεημοσύνη νικᾶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καμιὰ ἁμαρτία δὲν εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Ἕνα κομποσχοίνι ποὺ κάνεις γιὰ τὸν ἀδελφό σου, γιὰ τὸν συγγενῆ σου, δὲν πάει χαμένο. Ὁ Θεὸς θὰ τὸν βοηθήσει, ὅταν βρεθεῖ σὲ δύσκολη θέση. Τὸ κομποσχοίνι, ὄχι βοηθάει, ἀλλὰ καὶ ψυχὴ ἀπὸ τὴν κόλαση μπορεῖ νὰ βγάλει! Τόση δύναμη ἔχει ἡ προσευχή.
Ἐγὼ μνημόνευα τὸν παππού μου, ὁ ὁποῖος ἦτο ἱερεύς. Τότε ἤμασταν ζηλωταί· πρὶν λάβουμε τὶς πληροφορίες. Δὲν τὸν μνημονεύαμε εἰς τὴν λειτουργία, διότι ἦτο νεοημερολογίτης. Τοῦ ἔκανα πολλὰ κομποσχοίνια, καὶ παρακαλοῦσα τὸ Θεὸ λέγοντας: «Κύριε, τόσες λειτουργίες σοῦ ἔκανε, τόσες ἐξομολογήσεις κλπ., ἐλέησον αὐτόν». Τοῦτο ἔπραττα ἐπὶ καιρόν.
Ἕνα βράδυ τὸν εἶδα εἰς τὸν ὕπνο μου (ὅραμα· ἦτο ἀποκάλυψις Θεοῦ), νὰ μὲ φιλεῖ καὶ νὰ μοῦ λέει: «Εὐχαριστῶ, παιδί μου, τώρα βρίσκομαι σὲ καλύτερη θέση!» Τότε βλέπω καὶ τὴ γιαγιά μου, νὰ μὲ πιάνει ἀπὸ τὸ χέρι καὶ νὰ μοῦ λέει: «Παιδί μου, προσευχήσου καὶ γιὰ μένα, ἵνα πάω ἐκεῖ ποὺ εἶναι καὶ ὁ παππούς σου τώρα». Ἦταν ὁλοζώντανο αὐτὸ ποὺ ἔβλεπα. Αἰσθανόμουνα ὅτι ἦσαν νεκροί.
Τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι μεγάλο. Ὁ γερο-Ἰωσὴφ μᾶς εἶχε εἰπεῖ, ὅτι ὄχι μόνο μὲ τὴ Θ. Λειτουργία, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν προσευχὴ μπορεῖς νὰ βγάλεις ψυχὴ ἀπὸ τὴν κόλαση.
Προσευχότανε ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ γιὰ μία ψυχὴ ἀρκετὸ καιρό. Καὶ στὸ τέλος νομίζω, ὅτι μᾶς εἶπε, εἶδε ὅραμα, ποὺ ἡ ψυχὴ εἶπε: «Μεγάλη μου ἡμέρα σήμερα. Πηγαίνω εἰς τὸ καινούργιο μου σπίτι». Καὶ οὕτω πληροφορήθηκε ὅτι σώθηκε ἡ ψυχή.
Ἐγὼ κάποτε, ὅταν ἤμουν ἀρχάριος, πολεμήθηκα ἀπὸ τὸν διάβολο· εἶχα σαρκικὸ πόλεμο. Ξάπλωσα νὰ κοιμηθῶ, ἀλλὰ ὁ πόλεμος τῆς σαρκὸς δυνατός. Ἄρχισα μὲ ζέση νὰ λέω τὴν εὐχή. Τότε, μεταξὺ ὕπνου-ξύπνου βλέπω ἕνα ὄνειρο: Ἀπέναντι εἰς τὴν ἐξώπορτα, ἤτανε ἕνας δαίμονας, ὅπως τὸν περιγράφουν οἱ Πατέρες, μὲ κέρατα, μὲ μαῦρα φτερὰ κλπ., καὶ κάγχαζε. Δὲν ἠδύνατο ὅμως νὰ πλησιάσει εἰς τὸ κελλί μου! Συνῆλθα· πῆγα καὶ τὸ διηγήθηκα κατόπιν εἰς τὸν γερο-Ἰωσήφ. Μοῦ λέει: «Βλέπεις, παιδί μου, ὅτι μὲ τὴν εὐχὴ τὸν κρατᾶς εἰς τὴν ἐξώπορτα, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ σὲ πλησιάσει!»
Ἡ νοερὰ προσευχὴ ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον φέρνει τὸν ἄνθρωπο εἰς τὴν πρώτη χάρη τοῦ βαπτίσματος.
[Αὐτοσχέδια προσευχή. Ὑπάρχει μαγνητοφωνημένη στὴν κασέτα (ἢ τὸν δίσκο ποὺ συνοδεύει τὸ βιβλίο.]
Ὁ Θεός, ὁ Ἀόρατος, ὁ Ἀθάνατος, τὸ Αἰώνιον, τὸ Ἄπειρον, τὸ Ἀτελεύτητον τὸ Ἀνεξιχνίαστον, τὸ Ἀμετάβλητον.
Ὁ Θεὸς ὁ ποιήσας τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς· τὸν ἥλιον, τὴν σελήνην, τοὺς ἀστέρας, τὰς θαλάσσας, τοὺς ὠκεανοὺς καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς κινούμενα ζῶα.
Ὁ Θεὸς ὁ καθήμενος ἐπὶ θρόνου δόξης καὶ ἐπιβλέπων ἀβύσσους.
Ὁ γλυκύτατός μας Ἰησοῦς.
Μύριαι μυριάδες καὶ χίλιαι χιλιάδες παρεστηκότες ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι κύκλῳ τῆς ἀπροσίτου Σου δόξης, τὰ πολυόμματα Χερουβεὶμ καὶ τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφείμ, τὰ κυκλοῦντά Σε καὶ ἀναβοῶντα τὸν γλυκύτατον καὶ ἀκατανόητον ὕμνον: Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος.
Ἡ μεγάλη γέφυρα, ἡ μεγάλη διαλλαγή, ἡ μεγάλη συμφιλίωσις, ὁ μεγάλος σύνδεσμος ἡμῶν τῶν πεπτωκότων καὶ ἀχαρίστων ἀνθρώπων μὲ τὸν Ἄναρχόν Σου καὶ λελυπημένον Πατέρα Σου.
Ὁ γενόμενος τὸ θύμα.
Ὁ ἀναλαβὼν τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν καὶ ἐκφέρων αὐτὰς εἰς τὸν Σταυρόν.
Δὸς καὶ εἰς ἡμᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς μίαν ἀκτίνα τῆς χάριτός Σου καὶ βοήθησον ἡμᾶς καὶ δίδαξον ἡμᾶς καὶ φώτισον ἡμᾶς:
Πῶς θὰ Σὲ ἀκολουθήσουμε.
Πῶς θὰ Σὲ ἀναπαύσουμε.
Πῶς θὰ Σὲ εὐαρεστήσουμε.
Ἴνα γίνωμεν καὶ ἡμεῖς μέτοχοι ἐκείνων τῶν ἀνεκλαλήτων ἀγαθῶν, τῶν ὁποίων ἑτοίμασε ἡ πατρική Σου ἀγάπη.
Ταῖς πρεσβείαις τῆς γλυκυτάτης Σου Μητρὸς καὶ πάντων Σου τῶν Ἁγίων τῶν ἀπ᾿ αἰῶνός Σοι εὐαρεστησάντων. Ἀμήν.
Ἡ μεγάλη δόξα τῆς Ἐκκλησίας μας· αὐτὸ εἶναι.
Νὰ ἀκούσουμε τὸ «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία».
Πόσες φορὲς τὸ εἶπα ἐγὼ (σὰν ἱερεύς).
Ὅταν τὸ λέει ὁ παπάς, μοῦ ἔρχεται νὰ κλάψω, νὰ κλάψω.
Αὐτὸς εἶναι ὁ Πατέρας μας.
Αὐτὴ εἶναι ἡ προσδοκία μας.
Ἐκεῖ θὰ πᾶμε ὅλοι.
Θὰ μᾶς ἀγκαλιάσει, θὰ μᾶς φιλήσει.
Διότι αὐτὸς εἶναι ὁ Πατέρας μας, ὁ Δημιουργός μας.
Εἶναι λέξεις, οἱ ὁποῖες σοῦ τονώνουν τὸ ἠθικό.
Ἐκεῖ εἶναι ἡ προσδοκία μας, ἡ ἀνάπαυσίς μας.
Νὰ πᾶμε στὸν Πατέρα μας. Αὐτὸς εἶναι ὁ Πατέρας μας.
[Αὐτοσχέδιος ψαλμός. Ὑπάρχει μαγνητοφωνημένος στὴν κασέτα (ἢ τὸν δίσκο) ποὺ συνοδεύει τὸ βιβλίο.]
Ἐπίσκεψαί μου τὴν ψυχὴν
καὶ ἴασαι τὰ τραύματα.
Ἄνοιξόν μου τὰ μάτια τῆς ψυχῆς,
ποὺ τά ῾κλεισε ἡ ἁμαρτία, ἡ παρακοή, ὁ μακρυσμός.
Ἀγάπησον Αὐτόν,
ὅτι Αὐτὸς πρῶτος ἡμᾶς ἀγάπησεν.
Ἀγάπησον Αὐτόν,
ὅτι αὐτὸς ὅλος ἀγάπη ἐστι.
Ἀγάπησον Αὐτόν,
ὅτι Αὐτὸς ἐν χαρᾷ καὶ ἀγάπῃ προσμενεῖ ἡμᾶς,
πότε ἀναλύσωμεν ἐκ τῆς φθορᾶς
καὶ ὑπάγωμεν πρὸς Αὐτὸν
αἴροντες τὸν Σταυρόν.
Ἀκολουθήσωμεν Αὐτὸν
καὶ εὑρήσωμεν τὴν χαράν.
Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστι, εἰρήνη καὶ χαρά.
Ἀγαπήσατε τὸν Θεὸν
καὶ δότε δόξα τῷ ὀνόματι Αὐτοῦ.
Μηδὲν προτιμήσατε τῆς ἀγάπης Αὐτοῦ.
Πάντα ἐν σοφίᾳ, ἐν πατρικῇ στοργῇ ἐποίησας.
Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ Ἁγίῳ Πνεύματι,
καὶ νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Σ᾿ ἕνα μοναστήρι, δὲν θέλω νὰ τὸ ὀνομάσω, ὁ παπὰς θυμίαζε. Κι ὅταν ἔφτασε σ᾿ ἕναν προϊσταμένο, δὲν τὸν ἐθυμίασε. Ὁ προϊστάμενος, ὅταν προχώρησε παραπέρα:
- Παπά, γιατί δὲν μὲ θυμιάζεις;
- Γέροντα, εὐλόγησον, δὲν σὲ εἶδα στὸ στασίδι.
- Στὸ στασίδι ἤμουνα, πάτερ, λέει.
- Ὄχι, δὲν σὲ εἶδα στὸ στασίδι.
Οἱ ἄλλοι ποὺ ἄκουσαν αὐτὴ τὴ φιλονικία τοῦ προϊσταμένου καὶ τοῦ ἱερέως, λένε:
- Γέροντα, ὁ παπὰς εἶναι διορατικός, ξέρει τί σοῦ λέει.
Σκέφθηκε, σκέφθηκε... - Ἔχει δίκιο ὁ παπάς, λέει, διότι δὲν ἤμουνα ἐδῶ, ἤμουνα σ᾿ ἕνα μετόχι. Ὁ λογισμός του. Βλέπετε;
Ὁ ἅγιος Νεκτάριος στὴν Αἴγινα, ὅταν πῆγε μία νὰ γίνει καλόγρια, νὰ ποῦμε, ἦταν δόκιμη, λέει: «Παιδί μου, νὰ βοσκήσεις, ἔχουμε πέντε-δέκα προβατάκια, νὰ τὰ βοσκήσεις».
- Ἔ, νά ῾ναι εὐλογημένο.
Μία μέρα, δύο, «Γέροντα», λέει, «μὲ πιάνουν καὶ μένα οἱ λογισμοί, ἐγὼ ἦρθα νὰ γίνω καλόγρια, δὲν ἦρθα νὰ γίνω τσοπάνης».
- Παιδάκι μου, λέει, ὅταν θυμιάζω σὲ βλέπω στὸ στασίδι.
Ἡ καλόγρια, καίτοι ἦταν τσοπάνης, ἀλλὰ ὁ λογισμός της ἤτανε στὴν εὐχούλα, μέσα στὴν ἐκκλησία ἦταν ὁ λογισμός της, ὁπότε καὶ ὁ ὁ ἅγιος τὴν ἔβλεπε μέσα.
Ὁ λογισμὸς κρίνεται. Ἀπὸ τὸν λογισμὸ ἀχρειούμεθα καὶ ἀπὸ τὸ λογισμὸ βελτιούμεθα.Ὁ καλόγηρος δὲν ἔχει πράξη, ἔχει λογισμό. Ὁ λογισμός σου πῆγε στὸ ὄχι καλό; Εἶσαι ὑπεύθυνος, εἶσαι ὑπεύθυνος. Θὰ πεῖς: Μὰ καὶ ὁ λογισμὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν μαζεύεται. Καλά, ἀλλὰ ὅταν φεύγει, μάζεψε τὸν πάλι, μάζεψε τὸν πάλι.
Εἶχα θανὴ -νομίζω, δὲν θυμᾶμαι- τὸν Γέροντά μου. Καὶ ἦρθε ἕνας καλόγερος ἀπὸ πάνω ἀπ᾿ τὴν Κερασιά, καὶ λέει: Ὅσο νά ῾ρθω ἐδῶ, τρεῖς φορὲς εἶπα τοὺς χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας».
Βλέπετε πῶς ἀγωνίζονται οἱ πατέρες! Πῶς ἀγωνίζονται!
Εἰς τί θὰ μᾶς ὠφελήσει ἐμᾶς ἂν μάθουμε ὅτι ἡ φωνὴ ἦταν τοῦ Πατρὸς ἢ ὁ Θεὸς μιλεῖ δι᾿ ἀγγέλου γιὰ τό ῾να καὶ τ᾿ ἄλλο. Εἰς τί θὰ μᾶς ὠφελήσει εἰς τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας μας, ἂν γνωρίζουμε αὐτό; Ἐσὺ μιλᾶς θεολογικά. Τί θὰ μᾶς ὠφελήσει; Τίποτε. Θὰ σὲ προσβάλω. Ἄφησες τὸ δρόμο τῆς ταπεινώσεως καὶ πιάνεις ὑψηλὰ ἐπίπεδα θεολογικά. Ὄχι. Ἄφησε αὐτὸν τὸ δρόμο κι ἀκολούθησε τὸ δρόμο τῆς καλογερικῆς. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με». Ἄφησε αὐτὸν τὸ δρόμο τῆς ἐρεύνης, διότι...
Ἦρθε κάποιος στὸ σπίτι καὶ λέει: «Πάτερ, τὸ σῶμα ποὺ μεταλαμβάνομε εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὸ εἴπανε λέει...» Λέω: «Πάτερ, δὲν μποροῦμε νὰ θεολογήσουμε, διότι δὲν εἴμαστε θεολόγοι. Μεταλαμβάνουμε Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ. Περισσότερο δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε, μήπως καὶ πέσουμε σὲ κάνα δογματικὸ λάθος καὶ θὰ τὸ βροῦμε ἐμπόδιο μετὰ τὸ θάνατό μας».
Τέτοια δὲν μᾶς ὠφελοῦν, πάτερ. Ἄφησε αὐτὸν τὸ δρόμο καὶ πάρε τὸ δρόμο τῆς ὑπακοῆς καὶ ἄφησε τὰ ὑψηλὰ ἐπίπεδα.
Αἱ θλίψεις γεννοῦν τὴν ταπείνωση καὶ ἡ ταπείνωση ἔχει κατόπιν!! Συντρίβεται ὁ ἄνθρωπος, συντρίβεται ὁ ἄνθρωπος μέσα του.
Ἄχ, τί νὰ σᾶς πῶ τώρα. Νὰ σᾶς πῶ καὶ αὐτό, καίτοι αὐτὸ εἶναι ἕνα ἀπόρρητο τῆς ζωῆς μου, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀγάπη σας, νὰ ποῦμε, γιατὶ κι ἐσεῖς ἀνηψάκιά μου εἴσαστε, θὰ σᾶς τὸ πῶ.
Τὸ ἔκζεμα τὸ ὁποῖο ἔχω, αὐτὴν τὴν πληγὴ ποὺ ἔχω στὸ ποδάρι, τό ῾χω ἀπὸ δεκαπέντε χρονῶν. Δοκίμασα διάφορα φάρμακα, τίποτε. Τώρα ποὺ πέρασε ἡ ἡλικία, τότες περισσότερο ἐπιδεινώθη τὸ πράγμα. Καθήμενος στὸ κρεβάτι, τὸ ὀνομάζω τὸ "κρεβάτι τοῦ πόνου" ἐγώ. Διότι νὰ καθίσω ὅπως καθόσαστε ἐσεῖς, δὲν μπορῶ. Θὰ καθίσω λίγο, δὲν μπορῶ, κατεβαίνουν τὰ αἵματα καὶ πονάει περισσότερο ἡ πληγή, ἐνῶ ἔτσι, τρόπον τινά, ἂν βάλεις κι ἕνα μαξιλάρι καὶ σηκώσεις λιγάκι τὸ ποδάρι πιὸ ψηλά, κατεβαίνουν κάτω τὰ αἵματα καὶ ἐλαφρώνεται ὁ πόνος. Ἔ, τὴ νύχτα προσπαθῶ ἔτσι νὰ ἐλαφρώσω τὸν πόνο.
Ἀλλὰ καθήμενος ἐδῶ μοῦ δημιουργήθηκε καὶ κύστη κόκκυγος. Ὅταν τὸ σκέπτεσθε αὐτό, εἶναι τὸ πλέον φρικωδέστερο, νὰ ποῦμε. Διότι εἶναι... πολὺ πόνο! Πῶς νὰ καθίσεις, βρὲ παιδί μου; Πῶς νὰ καθίσεις; Στὸ κρεβάτι κάθεσαι, Θὰ καθίσεις λίγο ἔτσι, θὰ καθίσεις λιγάκι δεξιά, λιγάκι ἀριστερά. Ὑπομονή· γυρίζεις δεξιά. Δεξιὰ ὁ γλουτὸς ἐκεῖ σὲ πονάει, μετὰ ἀπὸ μισὴ ὥρα σὲ πονάει, σὲ τσούζει, σὲ προειδοποιεῖ ὅτι θ᾿ ἀνοίξει πληγή. Γυρίζεις ἀριστερά. Πάλι μισὴ ὥρα ποὺ κάθεσαι ἀριστερά, πάλι σὲ τσούζει, σὲ πονάει, σὲ εἰδοποιεῖ ὅτι θ᾿ ἀνοίξει πληγή. Μὰ ἐδῶ θ᾿ ἀνοίξει πληγή, δεξιὰ θ᾿ ἀνοίξει πληγή, ἀριστερὰ θ᾿ ἀνοίξει πληγή, ἔτσι ἀνάσκελα ποὺ κάθεσαι πάλι πληγῆ προμηνύει· ἔ, τότες ἐγὼ πῶς νὰ καθίσω; Δοκίμασα νὰ καθίσω μπρούμυτα, μὰ μπρούμητα μπορεῖς νὰ καθήσεις;
Ὑπομονή, ὑπομονή, ὑπομονή, ὑπομονή, ἑωσότου μία φορὰ δὲν ἄντεξα κι ἔπεσα σὲ ἀπόγνωση! Μόνο ποὺ τὸ σκέπτεσαι, ἡ ἀπόγνωση εἶναι φρίκη, εἶναι γεύση κολάσεως, γεύση γεένης, νὰ ποῦμε. Σὰν νὰ ἔχω τώρα τοῦτα ἐδῶ, πῶς νὰ περπατήσω, νὰ πηδήξω νὰ βγῶ ἀπ᾿ ἔξω, πῶς νὰ τὸ κάνω νὰ φύγω, πῶς νὰ βγῶ; Μὲ κράτησε ἕξι ἕως ἑφτὰ λεπτά.
Μέσα στὸν πόνο, μέσα στὴν ἀπόγνωση, μέσα στὴν ἀπελπισία ποὺ βρισκόμουνα, στὴ συνοδεία μου δὲν ἔλεγα τίποτες. Μία λεπτὴ φωνὴ ἄκουσα, σὰν αὔρα λεπτή, νὰ ποῦμε, ὅτι: «Ἔτσι σὲ θέλει ὁ Θεός». Μὲ αὐτὸ ἔτσι σὰν νὰ πῆρα μία βαθιὰ ἀναπνοή· ἔ, νἆναι εὐλογημένο, ἀφοῦ μὲ θέλει ὁ Θεός, νά ῾ναι εὐλογημένο· μὰ δῶσ᾿ μου καὶ ὑπομονή, γιατί δὲν ἀντέχω ἐγὼ τώρα.
Τί νὰ κάνω, νὰ βγῶ ἔξω νὰ κάνω ἐγχείρηση; Ὅλοι σοῦ λένε, ἐγχείρηση νὰ κάνεις, ἐγχείρηση νὰ κάνεις. Πῶς νὰ βγῶ ὅμως; Ἐδῶ θὰ μπῶ στὸ αὐτοκίνητο, θὰ πάω, ἀλλὰ καὶ στὸ αὐτοκίνητο δὲν σὲ τραντάζει; Σηκώνομαι ἀπελπισμένος ἔτσι καὶ πηγαίνω στὸ καντηλάκι τῆς Παναγίας, καὶ τὸ καντηλάκι τῆς Παναγίας κι αὐτὸ θαυματουργὸ εἶναι· πῆρα λίγο βαμβάκι κι ἔρχομαι στὸ δωμάτιο, ἀλοίβω τὸ μέρος ποὺ εἶναι ἡ κύστη κόκκυγος καὶ δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τοὺς γλουτοὺς τὴν πρώτη μέρα. Τὴ δεύτερη μέρα πάλι, τὴν τρίτη μέρα ἄφαντα γινήκαν ὅλα. Ἐθαυματούργησε ἡ Παναγία! Τώρα κάθομαι ὧρες ὁλόκληρες, δὲν μὲ πονάει οὔτε γλουτὸς οὔτε κύστη κόκκυγος.
Καὶ εἶναι σὰν μία βεβαίωση, νὰ ποῦμε, αὐτὰ τὰ βιβλία τοῦ Γέροντος Ἰωσὴφ ποὺ λὲν -καὶ τὸ πρῶτο καὶ τὸ δικό σας καὶ τοῦ Φιλοθεΐτη- ὑπομονὴ στὰς θλίψεις. Ὑπομονή. Σ᾿ ὅλο τὸ βιβλίο ἀναπτύσσεται, νὰ ποῦμε, τὸ ρητὸ «ὑπομονὴ στὰς θλίψεις». Καὶ τὸ παίρνει ὁ Γέροντάς σας καὶ ὁ ἄλλος ὁ Ἡγούμενος καὶ τὸ ἀναπτύσσει σὲ διάφορες λεπτομέρειες.
Ναί, ἀλλὰ ἡ Σκέπη τῆς Παναγίας πάντα ὑπάρχει, ἀλλὰ δὲν τὴ βλέπουμε. Τότες τὴ βλέπουμε, ὅταν πρόκειται νὰ πέσουμε μέσα στὸ χάος, στὴν ἄβυσσο. Ὅταν πρόκειται νὰ πέσουμε, τότες βλέπουμε τὴ Σκέπη τῆς Παναγίας ποὺ μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὸ νὰ πέσουμε σ᾿ αὐτὴν τὴν καταβόθρα, νὰ ποῦμε.
Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ τὸ κυριότερο ὅταν ἐσταμάτησε, τὴν τρίτη μέρα ποὺ ἔφυγαν οἱ πόνοι ὅλοι, μία χαρὰ κυκλοφόρησε μέσα μου, σὰν μία πληροφορία ὅτι ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν πολλή Του ἀγάπη, τὴν ἄμετρο ἀγάπη Του, τὴν φανέρωσε στὸ νὰ μοῦ δώσει τὴν πληγὴ κάτω στὸ ποδάρι. Καὶ δὲν χόρταινα νὰ εὐχαριστῶ, νὰ δοξάζω, νὰ ὑμνολογῶ, νὰ εὐγνωμονῶ τὸν Θεὸ ποὺ μοῦ ῾δωσε τὴν πληγή. Ὡς δεῖγμα τῆς ἀγάπης Του μοῦ ῾δωσε τὴν πληγὴ αὐτὴ στὸ ποδάρι. Δὲν χόρταινα, μέρα-νύχτα χαιρόμουνα καὶ δοξολογοῦσα: «Ἡ ἀγάπη Σου ἡ μεγάλη σ᾿ αὐτὸ φανερώθηκε· μὰ πῶς νὰ Σὲ δοξολογήσω, μὰ πῶς νὰ Σ᾿ εὐχαριστήσω, μὰ πῶς νὰ πῶ. Ἡ ἀγάπη Σου ἐμένα τὸν ἐλεεινό, τὴν βρῶμα, ὁ Θεὸς ὁ ἄπειρος, τὸ Αἰώνιον, τὸ Ἀτελεύτητον, ἐμένα ἀγάπησες; Μὰ τί εἶδες σὲ μένανε; Δοξάζω τὴν Δόξα, δοξάζω τὸ Ἐλεῆμον, τὸ Οἰκτίρμον», ἔλεγα, τώρα δὲν μπορῶ νὰ πῶ τέτοια ὥρα, δὲν μπορῶ νὰ πῶ ὅπως ἔλεγα τότες. Τρεῖς μέρες, μετὰ ἀπὸ τρεῖς μέρες σταμάτησε.
Γι᾿ αὐτὸ καλὰ εἶναι οἱ θλίψεις, καλὰ εἶναι τὰ βάσανα, καλὰ εἶναι οἱ στενοχώριες, ξέρει ὁ Θεὸς γιατί τὶς δίνει. Γιατὶ ἔτσι περισσότερο πλησιάζουμε στὸν Θεό, μὲ τὶς θλίψεις, μὲ τὰ βάσανα. «Κύριε, ἐν θλίψει ἐμνήσθημέν Σου», λέει (Ἡσ. 26,16). Μὲ τὶς θλίψεις πλησιάζουμε. Ὁ Θεὸς μᾶς ἀφαιρεῖ τὶς θλίψεις; «Ὁ φεύγων πειρασμὸν ἐπωφελῆ, φεύγει ζωὴν αἰώνιον», λέει. Ἔτσι εἶναι.
Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος νὰ μὴν ἀπελπίζεται, νὰ μὴν ἔρχεται σὲ ἀπόγνωση γιὰ τὴ μία ἀποτυχία. Διότι δὲν γνωρίζεις ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν τὸ γνωρίσεις τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, κάνεις ὑπομονή, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι πάντοτε γλυκό, εἶναι καὶ πικρό, εἶναι καὶ πικρό! «Τὸ ποτήριον, οὐ μὴ πίω αὐτό;» λέει. «Δὲν θὰ τὸ πιῶ τὸ ποτήρι, Πέτρο;» λέει. «Θὰ τὸ πιῶ τὸ ποτήρι», καὶ τὸν ὀνόμασε καὶ σατανᾶ, «ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ, τὸ ποτήριον ὃ δέδωκε ὁ Πατήρ, οὐ μὴ πίω αὐτό;» (Ἰω. 18,11). Ἔτσι εἶναι. Ναί, ἀλλὰ διὰ μέσου τοῦ Σταυροῦ ἦρθε ἡ Ἀνάστασις. «Ἰδοὺ γὰρ ἦλθε διὰ τοῦ Σταυροῦ χαρὰ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ»· διὰ μέσου τοῦ Σταυροῦ.
Καὶ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἐπαινεῖ τὸν Ἰὼβ ὄχι στὸν πρότερό του βίο, ποὺ ἦταν ἐλεήμων. οἰκτίρμων, ποὺ ἦταν φιλόξενος, ποὺ ἦταν τῆς προσευχῆς ἄνθρωπος, ὄχι. Τὴν ὑπομονὴ ποὺ ἔκανε στὴ μεγάλη δοκιμασία ποὺ τοῦ παρεχώρησε ὁ Θεός, στὸν πειρασμό, στὴν ἀσθένειά του. Ἡ ἀσθένεια αὐτὴ ἔκζεμα ἦταν, ὅλο τὸ σῶμα τοῦ τό ῾ξυνε κι ἔβγαζε ἰχώρα, πύον ἔβγαζε. Ἐκεῖ ἐπαινεῖ περισσότερο ὁ ἅγιος Χρυσόστομος τὸν Ἰώβ. Ἀλλὰ «τὴν ὑπομονὴν Ἰὼβ ἠκούσατε» (Ἰακ. 5,11).
Ἐγὼ σᾶς ἔχω πεῖ ὅτι κάποτε μὲ πλησίασε μία Γερόντισσα ἐκεῖ καὶ λέει:
- Θέλω νὰ ἐξομολογηθῶ.
- Μὰ ἐγὼ δὲν ἐξομολογῶ τοὺς καλογήρους, θὰ ἐξομολογήσω καλογριές;
- Ὄχι, θέλω νὰ πῶ τὸν λογισμό μου, λέει.
- Ἔ, πὲς τὸν λογισμό σου.
Ἀφοῦ εἶπε κι ἐκείνη τὰ βάσανά της -γιατὶ πάντα βάσανα θὰ σοῦ πεῖ, δὲν θὰ σοῦ πεῖ χαρὲς- λέει: «Εἶδα σὰν ἕνα ὅραμα, ὅτι πάνω σ᾿ ἕνα βουναλάκι καθόντουσαν οἱ Πατριάρχαι Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ. Καὶ λέω:
- Οἱ Πατριάρχαι εἴσαστε;
- Ναί, λένε, Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ.
- Νά ῾ρθω κι ἐγὼ ἐκεῖ;
- Ἔλα.
- Ἀπὸ ποῦ νά ῾ρθω;
- Νά, ἀπὸ ῾κεῖ, ἀπ᾿ τὸν δρόμο.
- Δὲν βλέπω κανέναν δρόμο.
- Ἐκεῖ εἶναι, ψάξε νὰ τὸν βρεῖς.
- Μά, δὲν βλέπω δρόμο.
- Ψάξε, βρὲ εὐλογημένη, ψάξε καὶ θὰ τὸν βρεῖς.
- Μά, αὐτὸς ὁ δρόμος εἶναι δεκαπέντε πόντους, πῶς θὰ περάσω; Ὅλο ἀγριοπούρναρα καὶ ἀγκάθια. Θὰ σχίσω τὰ φορέματά μου, θὰ ματώσω τὰ ποδάρια μου.
- Ἄ, κι ἐμεῖς ἀπὸ ῾κεῖ περάσαμε καὶ ἤρθαμε ἐδῶ πάνω.»
Τὸ πράγμα θέλει νὰ πεῖ ὅτι διὰ μέσου τῶν θλίψεων, διὰ μέσου τῶν στενοχωριῶν, διὰ μέσου του αἵματος, ὁ ἄνθρωπος θ᾿ ἀνέβει στὸν οὐρανό. Μὲ ἀμεριμνία καὶ μὲ ἄνεση, μὲ αὐτοκίνητο δὲν πᾶμε, πάτερ, στὸν Παράδεισο. Θὰ δώσεις αἷμα, νὰ πάρεις πνεῦμα.
Ἔξω αὐτὴ ἡ Γερόντισσα, νὰ ποῦμε, δὲν ἀναφέρω τ᾿ ὄνομά της. Καρκίνο, ἐγχειρήσεις, τοῦτο, ἐκεῖνο, αὐτὸ κι ὅμως προσευχομένη εἶδε τὴν Παναγία στὸ θρόνο της. «Περάστε οἱ ὅσιοι», λέει. Ὅλοι οἱ ὅσιοι πέρασαν μπροστὰ σὰν παρέλαση, στὴν Παναγία. «Περάστε οἱ μεγαλομάρτυρες».
Αὐτὴ καθότανε ἐκεῖ, Γερόντισσα ἦταν, Ἡγουμένη. Καὶ στὸ τέλος πῆγε, ἔβαλε μετάνοια φίλησε τὸ χέρι τῆς Παναγίας, ἦταν ἕνα βελοῦδο! Καὶ ἡ Παναγία τῆς εἶπε: «Ὑπομονή, ὑπομονή, ὑπομονή», καὶ ξύπνησε, νὰ ποῦμε. Δηλαδὴ ἂν θέλεις νὰ εἶσαι μαθήτρια καὶ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, θ᾿ ἀνέβεις κι ἐσὺ ἀπάνω στὸ Σταυρό.
Ἀπαλλαγὴ κανένας Ἅγιος δὲν ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Θεό. Ὑπομονὴ νὰ χαρίσει. Ἂν κάνεις ὑπομονὴ θά ῾χεις καὶ λιγάκι μισθό, ἂν θά ῾χεις ἀπαλλαγή, δὲν ἔχεις τίποτες, μισθὸ δὲν ἔχεις.
Ἐγὼ εἶχα μία ξαδέρφη, ἡ ὁποία ἔπαθε τὸ μυαλό της καὶ ὑπέφερε, νὰ ποῦμε. Περίπου μετὰ ἀπὸ εἴκοσι χρόνια πέθανε. Πιστεύσατέ με, τὴν εἶδα μέσα στὰ τάγματα τῶν ἀγγέλων· μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους ὑμνολογοῦσε τὴν Ἁγία Τριάδα! Ἀκοῦτε; Λίγη ὑπομονὴ ποὺ ἔκανε στὴ λύπη, στὴ θλίψη. Δὲν μποροῦσε, εἶχε ἔτσι σὰν μία παραλυσία καὶ δὲν μποροῦσε οὔτε τὸν ἑαυτό της νὰ περιποιηθεῖ. Καὶ ἐν τούτοις ὅμως τὴν ὑπομονὴ ποὺ ἔκανε σ᾿ αὐτὸν τὸν πειρασμό, ποὺ τὸν ἔδωσε ὁ Θεὸς βέβαια, καὶ ποῦ τὴν ἀξίωσε ὁ Θεός! Μέσα στὰ ἀγγελικὰ τάγματα, μέσα κι αὐτή. Βρέ, Βασιλική, λέω, τέτοια δόξα ἠξιώθη! Ὑμνολογοῦσε μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους τὴν Ἁγία Τριάδα.