Προέλευση: http://www.iak.gr/IAK/Greek/gnomika1.html
«Πρέπει νὰ γνωρίζεις ὅτι μέσα στὶς θλίψεις καὶ τὰ παθήματα, στὴν ὑπομονὴ καὶ
στὴ πίστη, εἶναι κρυμμένες οἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ
ἀπόκτηση τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν. Γιατί καὶ τὸ σιτάρι, ποὺ σπέρνεται στὴ γῆ, εἶναι ἀνάγκη
πρῶτα νὰ δοθεῖ στὴ σήψη καὶ στὴν ἀτιμία, φαινομενικά, καὶ ἔτσι νὰ ἀπολαύσομε τὴν
ὀμορφιὰ καὶ τὸν πολλαπλάσιο καρπό του. Ἂν ὅμως δὲν περνοῦσε ἀπὸ τὴ σήψη ἐκείνη καὶ
τὴ φαινομενικὴ ἀτιμία, δὲν θὰ ἔβγαζε καρπό. Αὐτὸ λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος: «Πρέπει νὰ
περάσουμε πολλὲς θλίψεις γιὰ νὰ μποῦμε στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Καὶ ὁ Κύριος λέει:
«Μὲ τὴν ὑπομονή σας, θὰ σώσετε τὶς ψυχές σας», καί: «στὸν κόσμο θὰ ἔχετε θλίψεις».
ΑΓΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ο ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ
«Κανένας δὲν εἶναι αἴτιος τῆς ἀπωλείας, παρὰ τὸ θέλημα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεὸς εἶναι
αἴτιος τῆς σωτηρίας, ὁ ὁποῖος μας χάρισε τὴ ζωὴ καὶ τὴν μακαριότητα, τὴ γνώση καὶ
τὴ δύναμη, τὸν ἴδιο τὸν Ἑαυτό Του. Ἀλλὰ οὔτε καὶ ὁ διάβολος μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει μὲ
τὴν βία τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀπώλεια, παρὰ μόνο βάζει στὸ νοῦ ἐνθύμηση τοῦ κακοῦ. Ἐμεῖς
ὅμως, θεληματικά, καὶ μὲ τὴ γνώμη μας προτιμοῦμε νὰ κάνουμε τὸ κακὸ καὶ δὲν μᾶς
βιάζει ὁ ὑπεράγαθος Θεός, γιὰ νὰ μὴν παρακούσουμε παρὰ τὴ βία καὶ ἔχουμε βαρύτερη
τιμωρία. Οὔτε καὶ τὸ αὐτεξούσιό μας ἀφαιρεῖ, τὸ ὁποῖο καλῶς μας ἐχάρισε. Ὥστε στὸ
χέρι τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ σωτηρία ἢ ἡ ἀπώλειά του».
ΟΣΙΟΣ ΠΕΤΡΟΣ Ο ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ
«Πολλοί τὸν παρὰ τῶν πολλῶν ἔπαινον ἐπιδιώκοντες, ἔργῳ μὲν τὴν ἀδικίαν καὶ πλεονεξίαν,
ὡς ὠφέλιμον προτιμώσι, σχήματι δὲ καὶ λόγῳ τὴν δικαιοσύνην ὑπερθαυμάζουσι».
ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
«Ἀρετῆς ὄρος ἐστίν, ἡ τῆς ἀνθρωπίνης ἀσθενείας κατ᾿ ἐπίγνωσιν πρὸς τὴν θείαν
δύναμιν ἕνωσις»
ΟΣΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ
«Οὐδὲν κρεῖττον τοῦ γνῶναι τὴν οἰκείαν ἀσθένειαν καὶ ἀγνωσίαν, οὐδὲ χεῖρον του
ταῦτα ἁγνοεῖν»
ΟΣΙΟΣ ΠΕΤΡΟΣ Ο ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ
«Νὰ ἀγαπήσεις τὴν σιωπή. Νὰ ζεῖς στὴν ἀφάνεια, ἀποκρύπτοντας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους
τὰ καλὰ ἔργα καὶ τοὺς πνευματικοὺς κόπους σου. Νὰ σηκώνεις ἀγόγγυστα τοὺς ἐλέγχους,
τὶς ἀτιμίες, τὶς λοιδορίες καὶ τὴν περιφρόνηση τῶν ἀνθρώπων, καθὼς καὶ τὰ παιδαγωγικὰ
ραπίσματα τοῦ Θεοῦ. Νὰ θυμᾶσαι τὰ πολλά σου ἁμαρτήματα καὶ νὰ συντρίβεσαι γι᾿ αὐτά. Νὰ μελετᾷς καὶ νὰ θαυμάζεις τὰ ὑπερφυσικὰ κατορθώματα τῶν Ἁγίων του Θεοῦ. Νὰ καλλιεργεῖς
τὴν ἐσωτερικὴ αὐτομεμψία. Νὰ ἀποφεύγεις τοὺς ἐπαίνους σὰν φωτιά. Τέλος, νὰ κρατᾷς
πάντοτε στὸν νοῦ σου τὴ μνήμη τοῦ φοβεροῦ δικαστηρίου τοῦ Κυρίου, ἐκεῖ ποὺ ὅλοι
οἱ ὑπερήφανοι θὰ ταπεινωθοῦν ὁριστικά.»
ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΟΥ ΡΟΣΤΩΦ (ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Ἱ. Μ. Παρακλήτου).
1. Ὁ Ἀββᾶς Ἡσαΐας ὁ ἀναχωρητὴς δίνει τὴν ἀκόλουθη ὀρθὴ συμβουλή: «Μὴ συνηθίζεις νὰ κουβεντιάζεις γιὰ πράγματα, ποὺ δὲν εἶδες μὲ τὰ ἴδια σου τὰ μάτια, σὰν νὰ τὰ ἔχεις δεῖ. Μὴ βεβαιώνεις μὲ πεποίθηση ἐκεῖνα, ποὺ ἔχεις μόνο ἀκούσει. Συνήθιζε τὴ γλῶσσα σου νὰ λέει πάντα ἀλήθεια. Τὸ ψέμα γεννιέται συχνὰ ἀπὸ τὴ ἐπιθυμία νὰ ἀρέσουμε στοὺς ἀνθρώπους κι ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν ψυχὴ τὸ φόβο τοῦ Θεού».
2. «Το στόμα τοῦ ταπεινόφρονος λέγει πάντοτε ἀλήθεια», γράφει κι ὁ Ἀββᾶς Μᾶρκος ὁ ἀσκητής. «Όποιος ἀντιλέγει στὴν ἀλήθεια, παίρνει τὴ θέση τοῦ δούλου, ποὺ ράπισε τὸν Κύριο».
3. «Όποιος μπαίνει σὲ μυροπωλεῖο, ἔλεγε κάποιος γέροντας, κι ἂν ἀκόμη δὲν ἀγοράσει κανένα ἄρωμα, βγαίνει ἔξω γεμάτος εὐωδία. Τὸ ἴδιο συμβαίνει σ᾿ ἐκείνους ποὺ συναναστρέφονται Ἁγίους ἀνθρώπους. Παίρνει ἐπάνω τοῦ τὸ πνευματικὸ ἄρωμα τῆς ἀρετῆς τους.
4. Ὁ Ἀββᾶς Παφνούτιος ἀσκήτευε σ᾿ ἕνα ἀπόμερο σπήλαιο δώδεκα μίλια μακριὰ ἀπὸ τὴ σκήτη τῶν πατέρων. Εἶχε ὅμως τὴ συνήθεια νὰ ἐπισκέπτεται τὴ σκήτη δυὸ φορὲς τὸ μήνα, γιὰ νὰ ὠφελεῖται ἀπὸ τὴ διδασκαλία τους. Τύπωσε μάλιστα βαθιὰ στὴ μνήμη του κι ἔλεγε ἀργότερα στοὺς μαθητὲς τοῦ τὸν λόγο ποὺ τοῦ ἔλεγαν συχνότερα οἱ Γέροντες : «Ὅπου κι ἂν βρεθεῖς τέκνον, μὴ συγκρίνεις τὸν ἑαυτό σου μὲ ἄλλο πρόσωπο, γιὰ νὰ ἔχεις ἀνάπαυση στὴν ψυχή. Διαφορετικά, ὁ διάβολος μπορεῖ νὰ σὲ ξεγελάσει καὶ νὰ νομίζεις ὅτι εἶσαι καλύτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους».
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων, Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, γιὰ νὰ μὴν φουσκώσει ποτὲ ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ ξεχάσει ὅτι εἶναι κοινὸς θνητός, ζήτησε ἀπὸ τοὺς ὑποτακτικούς του νὰ τοῦ φτιάξουν τὸν τάφο του καὶ νὰ τὸν ἀφήσουν μισοτελειωμένο. Μετὰ τοὺς παρεκάλεσε, κάθε φορὰ ποὺ θὰ γινόταν μεγάλη γιορτή, νὰ ἔρχονται μέσα στὴν ἐπίσημη αἴθουσα καὶ μπροστὰ σὲ ὅλους του προσκεκλημένους νὰ τοῦ λένε δυνατὰ : «Ὁ τάφος σου Δέσποτα εἶναι μισοτελειωμένος. Δῶσε μας ἐντολὴ νὰ τὸν ἀποτελειώσουμε γιατί εἶναι ἄγνωστη ἡ ὥρα τοῦ θανάτου σας».
Καὶ ἐπὶ ὤμων τὸν σταυρὸν ἆρον, σφοδρῶς τε σφίγξον,
Καὶ μέχρι τέλους βάστασον τῶν πειρασμῶν τοὺς πόνους,
Ὀδύνας Τε τῶν θλίψεων, καὶ λυπηρῶν τοὺς ἥλους,
Περιχαρῶς κατάδεξαι, ὥσπερ στέφανον δόξης,
Τῶν ὕβρεων ταῖς λόγχαις δὲ βαλλόμενος καθ᾿ ὥραν,
Καὶ λιθαζόμενος σφοδρῶς ἁπάσας ἀτιμίας,
Δάκρυα ἀντὶ αἵματος προχέων, ἔση μάρτυς.
Καὶ ἐμπαιγμούς, καὶ ῥαπισμοὺς φέρων πανευχαρίστως,
Τῆς ἐμῆς ἔση κοινωνὸς Θεότητος, καὶ δόξης...
Εἰ δὲ καὶ διωχθῆναι σε ὑπὲρ δικαιοσύνης
Γένηται, τότε σκίρτησον, ὅτι ἡ βασιλεία
Τῶν οὐρανῶν, σοῦ γέγονε, καὶ ποῖον τούτου μεῖζον;
Τοῦτο ἔργῳ ἔγνωκα, καὶ γινώσκω Θεέ μου,
Ὅτι κἂν νόσῳ Δέσποτα, κἂν θλίψεσι, κἂν λύπαις,
Κἂν ἐν δεσμοῖς, κἂν ἐν λιμῷ, κἂν φυλακῇ κρατῶμαι,
Κἂν δεινοτέροις ἀλγεινοῖς συνέχωμαι, Χριστέ μου.
Τὸ φῶς σου λάμψαν ἅπαντα ὡς σκότος ἀπελαύνει .
Καὶ ἐν ἀνέσει καὶ φωτί, καὶ φωτὸς ἀπολαύσει
Αἴφνης ποιεῖ με γίνεσθαι τὸ Πνεῦμα σου τὸ θεῖον.
Καὶ ἐὰν δὲν μπορεῖς νὰ νηστεύσεις δυὸ ἡμέρας νήστευσον τουλάχιστον ἕως τὸ ἑσπέρας, καὶ ἐὰν δὲν ἠμπορεῖς πάλιν ἕως τὸ ἑσπέρας φυλάττου τουλάχιστον ἐκ τοῦ χορτασμοῦ τῆς κοιλίας, καὶ ἐὰν δὲν ὑπάρχεις ἅγιος κατὰ τὴν καρδίαν, γίνε καθαρὸς κατὰ τὸ σῶμα. Καὶ ἐὰν δὲν πενθεῖ ἡ καρδία σου ἂς πενθεῖ τὸ πρόσωπόν σου, καὶ ἐὰν δὲν ἠμπορεῖς νὰ ἐλεήσεις ὁμίλει τουλάχιστον ὡς ἁμαρτωλός. Καὶ ἐὰν δὲν ὑπάρχεις εἰρηνοποιὸς μὴ γίνου τουλάχιστον φιλοτάραχος. Καὶ ἐὰν δὲν ὑπάρχεις ἱκανὸς καὶ ἔμπειρος γίνου ἄοκνος κατὰ τὸ φρόνημα. Καὶ ἐὰν δὲν ὑπάρχεις νικητὴς μὴ ὑψηλοφρόνει κατὰ τῶν πταιόντων καὶ ὑπευθύνων. Καὶ ἐὰν δὲν δύνασαι νὰ φράξεις τὸ στόμα τοῦ καταλαλοῦντος κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, φύλαξον τουλάχιστον τὸ σὸν καὶ μὴ συμφωνήσεις μετ᾿ αὐτοῦ.
Καθὼς μία δρὰξ ψάμμου πίπτουσα εἰς μεγάλην θάλασσαν χάνεται, οὕτω καὶ τὰ πταίσματα παντὸς ἀνθρώπου ἐνώπιον τῆς ἐλεημοσύνης τοῦ Θεοῦ, καὶ καθὼς διὰ μίας δρακὸς χώματος δὲν φράττεται μία πηγὴ ἥτις ἀναβρύει πολὺ ὕδωρ, οὕτω καὶ ἡ ἐλεημοσύνη τοῦ Θεοῦ δὲν νικᾶται ὑπὸ τῆς κακίας τῶν ἀνθρώπων.
Ἄπλωσον τὸ φόρεμά σου καὶ σκέπασον τὸν πταίοντα, καὶ ἐὰν δὲν δυνηθεῖς ν᾿ ἀναδεχθεῖς σὺ τὰ πταίσματα καὶ τὴν παιδείαν καὶ τὴν ἐντροπὴν ἀντ᾿ αὐτοῦ, κἂν τουλάχιστον ὑπόμεινον, καὶ μὴ καταισχύνῃς αὐτόν.
Ἡ ἀρχὴ τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἐπιείκεια καὶ ἡ πραότης, ἥτις ὑποφέρει τὰς ἀσθενείας τῶν ἀνθρώπων, καὶ εἶναι κατόρθωμα γενναίας καὶ μεγάλης ψυχῆς.
Εἶπε ὁ Ὅσιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος·
Δίψησον διὰ τὸν Χριστόν, ἵνα σὲ μεθύσῃ ἐκ τῆς ἀγάπης Του.
Ἔλεγαν γιὰ τὸν Ἀββᾶ Σισώη, ὅτι ὅταν ἐπρόκειτο νὰ πεθάνει καὶ κάθονταν οἱ ἄλλοι μοναχοὶ γύρω του, ἔλαμψε τὸ πρόσωπό του σὰν τὸν ἥλιο. Καὶ λέει ὁ ἀββᾶς στοὺς μοναχούς: «Νά, ἦρθε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος». Καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο λέει: «Νά, ἦλθε ἡ χορεία τῶν προφητῶν». Καὶ πάλι τὸ πρόσωπό του περίσσεια ἔλαμψε καὶ εἶπε: «Νά, ἡ χορεία τῶν ἀποστόλων ἦρθε». Καὶ ἔλαμψε πάλι τὸ πρόσωπό του πιὸ πολύ. Καὶ ἦταν σὰ νὰ μιλοῦσε μὲ κάποιους. Καὶ τὸν ρώτησαν οἱ ἄλλοι πατέρες λέγοντας: «Μὲ ποιοὺς μιλᾷς, Πάτερ;» Κι ἐκεῖνος εἶπε: «Νά, οἱ Ἄγγελοι ἦλθαν νὰ μὲ πάρουν καὶ τοὺς παρακαλῶ νὰ μὲ ἀφήσουν λίγο γιὰ νὰ μπορέσω περισσότερο νὰ μετανοήσω». Καὶ τοὺς εἶπε ὁ γέροντας: «Σᾶς βεβαιώνω ὅτι ἀκόμα δὲν ἔχω βάλει ἀρχὴ μετανοίας». Ὅλοι ἤξεραν ὅμως ὅτι ἦταν τέλειος πνευματικά. Καὶ πάλι, ξαφνικά, τὸ πρόσωπό του ἔγινε σὰν τὸν ἥλιο. Καὶ φοβήθηκαν ὅλοι. Καὶ τοὺς λέει πάλι: «Βλέπετε, ἦρθε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ φωνάζει: «Φέρτε μου τὸ σκεῦος τῆς ἐρήμου». Καὶ ἀμέσως παρέδωσε τὸ πνεῦμα. Καὶ φάνηκε σὰν ἀστραπή, ἐνῷ ὅλο τὸ κελὶ πλημμύρισε ἀπὸ μία θεϊκὴ εὐωδία!
Ἦταν κάποιος μοναχὸς ποὺ λεγόταν ἀββᾶς Παμβώ. Γι᾿ αὐτὸν ἀναφέρουν ὅτι ἐπὶ τρία χρόνια παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ λέγοντας: «Μὴ μὲ δοξάσεις πάνω στὴ γῆ». Καὶ τόσο τὸν δόξασε ὁ Θεός, ὥστε δὲν μποροῦσε κανεὶς νὰ τὸν ἀντικρίσει κατὰ πρόσωπο, ἀπὸ τὴ λάμψη ποὺ εἶχε στὴν ὄψη του.
Ἦρθαν κάποτε δυὸ μοναχοὶ στὸν Ἀββᾶ Παμβὼ καὶ τὸν ρώτησε ὁ ἕνας λέγοντας: «Ἀββᾶ, ἐγὼ ἐπὶ δυὸ ἡμέρες νηστεύω καὶ δυὸ ψωμιὰ τρώγω». Ἄραγε, σῴζω τὴν ψυχή μου ἢ εἶμαι σὲ πλάνη;» Εἶπε καὶ ὁ ἄλλος: «Ἀββᾶ, ἐγὼ κερδίζω δυὸ μικρὰ νομίσματα ἀπὸ τὸ ἐργόχειρό μου κάθε μέρα καὶ κρατῶ κάτι γιὰ τὴ διατροφή μου, τὰ ὑπόλοιπα τὰ προσφέρω ἐλεημοσύνη. Ἄρα, σῴζομαι ἢ πάω χαμένος;». Ὁ γέροντας προσευχήθηκε στὸ Θεὸ καὶ ἔγραψε στὸ χῶμα: « Ὁ Παμβὼ ἐπὶ δυὸ ἡμέρες νηστεύοντας καὶ δυὸ ψωμιὰ τρώγοντας, ἄραγε μ᾿ αὐτὸ γίνεται μοναχός;». Καὶ ἡ ἀπάντηση ἀκούστηκε ἀπὸ τὸ Θεό. «Όχι». Καὶ ξαναέγραψε: «Ὁ Παμβὼ κερδίζει μὲ τὸ ἐργόχειρό του δυὸ μικρὰ νομίσματα καὶ τὰ δίνει ἐλεημοσύνη. Ἄρα ἔτσι γίνεται μοναχός;» Καὶ ἡ ἀπάντηση ἀκούστηκε ἀπὸ τὸ Θεό. «Όχι ἀκόμη». Καὶ τότε λέει ὁ Παμβὼ στοὺς μοναχούς: «Καλὲς εἶναι βέβαια οἱ πράξεις. Ἀλλὰ ἂν δὲν φυλάξεις τὴ συνείδησή σου καθαρὴ ἀπέναντι στὸν πλησίον σου καὶ δὲν εἶσαι ἥσυχος μέχρι τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς σου, δὲν σώζεσαι»!
Ἔλεγαν γιὰ τὸν Ἀββᾶ Παμβὼ ὅτι δὲν γελοῦσε ποτὲ (ἀλλὰ εἶχε πνευματικὴ χάρη ποὺ ἔκανε τὸ πρόσωπό του νὰ λάμπει). Μία μέρα λοιπόν, θέλοντας οἱ δαίμονες νὰ τὸν κάνουν νὰ γελάσει, ἔδεσαν σὲ ξύλο ἕνα φτερὸ καὶ τὸ κρατοῦσαν κάνοντας θόρυβο καὶ ἀλαλάζοντας. Βλέποντας τοὺς ὁ Ἀββᾶς Παμβὼ γέλασε. Καὶ οἱ δαίμονες ἄρχισαν νὰ χορεύουν καὶ νὰ τὸν κοροϊδεύουν ποὺ κατάφεραν νὰ τὸν κάνουν νὰ γελάσει. Αὐτὸς ὅμως τοὺς ἀπάντησε λέγοντας: «Δὲν γέλασα γιατί μὲ κάνατε νὰ γελάσω, ἀλλὰ καταγέλασα τὴν ἀδυναμία σας, ποὺ εἶστε τόσο πολλοὶ καὶ βαστᾶτε ἕνα φτερὸ ἐνῷ θὰ μποροῦσε ἕνας σας, ἂν εἴχατε δύναμη, νὰ τὸ κάνει αὐτό»!
Ρώτησε ὁ Ἀββᾶς Θεόδωρος τῆς Φέρμης τὸν Ἀββᾶ Παμβώ: «Πές μου κάτι ὠφέλιμο». Καὶ μὲ πολὺ κόπο τοῦ ἀπάντησε: «Θεόδωρε πήγαινε καὶ νὰ εἶσαι ἐπιεικὴς καὶ ἐλεήμων μὲ ὅλους. Διότι τὸ ἔλεός μας κάνει νὰ μποροῦμε νὰ μιλᾶμε ἐλεύθερα ἀπέναντι στὸν Θεό.