Ἀρχιμανδρίτου Δαμασκηνοῦ Θ. Ζαχαράκη,
Ἡγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ἀγάθωνος

Ἡ εἰς Αἴγυπτον φυγή

Φύγανε γιὰ τὴν Αἴγυπτο μὲ τὸν Χριστὸ στὰ χέρια,
γιατὶ ὁ Ἡρώδης, πίσω τους, ἀκόνιζε μαχαίρια.

Τὴ μέρα μὲς στὸν καύσωνα, τὸ βράδυ μὲς στὸ κρύο,
γιὰ νὰ γλυτώσουν τὸ παιδὶ ἀπ’ τ’ ἄγριο θηρίο.

Μέρες πολλὲς περπάταγαν, ἀπ’ τὸ πρωὶ ὡς τὸ βράδυ,
ὥσπου μιὰ νύχτα εἴδανε φῶτα μὲς στὸ σκοτάδι.

Ἄνοιξαν βῆμα γρήγορο, νὰ πᾶνε ὣς ἐκεῖ,
καὶ στὴν καλύβα φτάσανε ἑνὸς τρανοῦ λῃστῆ.

Μόλις τοὺς εἶδε, ἀγρίεψε, ἄρπαξε τὸ τουφέκι,
μήπως, φεύγοντας ἀπὸ ἐκεῖ, προδώσουνε τὸ στέκι.

Τοὺς πῆρε στὴν καλύβα του, τοὺς ἔκλεισε ἐκεῖ,
ὁποῦ ἦταν ἡ γυναῖκα του μὲ τὸ μικρὸ παιδί.

Πόνος πολὺς κρυβότανε μὲς στὴν καλύβα αὐτή,
ἀφοῦ οἱ δυό τους εἴχανε ἄρρωστο τὸ παιδί.

Εἶχε τὸ σῶμα κόκκινο, γεμᾶτο μὲ πληγές,
καὶ τὸ καημένο ἔκλαιγε μὲ γοερὲς κραυγές.

Δειλὰ-δειλὰ ἡ γυναῖκα του κάλεσε τὴ Μαρία,
νὰ πᾶνε νὰ καθίσουνε κι αὐτοὶ σὲ μιὰ γωνία.

Ἐκεῖνος ἐκαθότανε μόνος κι ἀγριεμένος,
κι ἀπὸ τὸ κλάμα τοῦ παιδιοῦ πολὺ ἐκνευρισμένος.

Τὴν ἄλλη μέρα, τὸ πρωί, μὴ φύγουνε οἱ ξένοι,
ἔφυγε καὶ τὴν πόρτα του ἄφησε κλειδωμένη.

Μὲς στὴν καλύβα τὴν κλειστὴ καὶ μέσα στὸν ὀντᾶ,
τὴ μέρα ἐκείνη γίνανε πράγματα θαυμαστά.

Ἡ Παναγία ζήτησε λίγο ζεστὸ νερό,
καὶ μιὰ λεκάνη πήλινη, νὰ πλύνει τὸν Χριστό.

Τὴν ὥρα ποὺ λουζότανε μπροστά τους ὁ Χριστός,
ἡ μάννα τοῦ ἄρρωστου παιδιοῦ, τὸν ἔβλεπε στὸ φῶς.

Μαρία, λεκάνη καὶ νερὸ καὶ πιὸ πολὺ ὁ Χριστός,
ὅλοι τους κυκλωθήκανε ἀπὸ τὸ οὐράνιο φῶς.

Σηκώθηκε ἡ Παναγιά, ν’ ἀδειάσει τὸ νερό,
μὲς στὸ ὁποῖο μόνη της ἔπλυνε τὸν Χριστό.

«Στάσου Κυρά, τῆς φώναξε, ἡ γυναῖκα τοῦ λῃστῆ,
θέλω στὸ ἴδιο τὸ νερὸ νὰ πλύνω τὸ παιδί.

Ἄν πλύνω τὸ παιδάκι μου στὰ ἴδια τὰ νερά,
ἔχω βαθιὰ πεποίθηση πὼς θὰ γενεῖ καλά».

«Πλῦνε το», εἶπε ἡ Παναγιά, ποὺ γνώριζε καλά,
πῶς τὸ παιδὶ ὁ Ἰησοῦς θὰ τὄκανε καλά.

Μόλις ἐκείνη ἄρχισε νὰ πλένει τὸ παιδί,
ἄρχισε κι ἡ ἀρρώστεια του, εὐθὺς νὰ ὑποχωρεῖ.

Σιγὰ-σιγὰ καθάρισε, φύγαν οἱ κοκκινάδες,
κι ἐκστατικὲς τὸ κοίταζαν, μαζί, οἱ δυὸ μανᾶδες.

Σταμάτησαν τὰ κλάματα καὶ τ’ ἀναφιλητά,
κι ὀλη ἡ καλύβα γέμισε γαλήνη καὶ χαρά.

Ὅταν, πρὸς τὸ ἀπόγενμα, γύρισε ὁ λῃστής,
τῶν ἐξαισίων τοῦ Θεοῦ, ἔγινε θεατής.

«Γυναῖκα, τί ἔγινε ἐδῶ, τί θαῦμα εἶν’ αὐτό,
ποὺ τὸ παιδί μας ἔκανε ἀπὸ ἄρρωστο γερό;»

«Καλέ μου, αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, μὲ τὸ μικρὸ παιδί,
γιατρέψαν τὸ παιδάκι μας! Εἶναι πολὺ καλοί.

Πρόσεξε, σὲ παρακαλῶ, μὴν πάθουνε κακό,
ἡ ἐπίσκεψή τους ἤτανε δῶρο ἀπ’ τὸν Θεό».

Οἱ «ξένοι» συνεχίσανε τὴ μακρινὴ πορεία,
κι ἀφῆσαν τὴ ληστοφωλιὰ σὲ ἔκσταση κι ἀπορία.

Τριαντατρία χρόνια πέρασαν, καθένα ἀπ’ τὰ παιδιά,
δρόμο δικό του βάδισε στοῦ κόσμου τὴν «ἀρημιά».

Τὸ ληστοπαίδι «σπούδασε» ἄρπαγας καὶ λῃστής,
τοῦ ἴδιου τοῦ πατέρα του, ἔγινε μιμητής.

Τοῦ Ἰησοῦ γνωρίζουμε τὴν ἱερὴ πορεία,
μέσ’ ἀπ’ τὰ εὐαγγέλια κι ἀπὸ τὴν ἱστορία.

Παρότι ἀλήθειες δίδαξε στὸν ἄστατο λαό,
ἐκεῖνος τὸν ἀνέβασε, ὡς κακοῦργο, στὸν σταυρό.

Συνέπεσε; Τύχη ἀγαθή; Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ
καὶ τὸ παιδὶ τοῦ λήσταρχου ἤτανε φυλακή.

Δέσμιο ἐκρατούσανε τὸν νεαρὸ λῃστή,
γιὰ κάποιο του ἀτόπημα, κι αὐτὸς νὰ δικαστεῖ.

Κακοῦργοι θεωρήθηκαν, καθεὶς γι’ ἀλλο σκοπό,
καὶ καταδικασθήκανε κι οἱ δυό τους στὸν σταυρό.

Ἀνεβασμένοι καὶ οἱ δυό, ὁ καθένας στὸν σταυρό του,
ἴσως καὶ νὰ θυμήθηκαν ποιὸν εἶχαν στὸ πλευρό τους.

Τὸ πονεμένο τὸ παιδί, ὁ ἄρρωστος μικρούλης,
ποὺ κάποτε τὸν γιάτρεψε ὁ πρόσφυγας Χριστούλης,

εἶναι ὁ ἐκ δεξιῶν λῃστής, θαυμάστε, χριστιανοί μου,
εἶν’ ὁ λῃστής, ποῦ στὸν Χριστό, εἰπε τὸ «μνήσθη, τί μου»!

Ὅταν, παιδιά, ἀνταμώσανε ἐκείνη τὴ βραδιά,
τὸ φῶς ποὺ τοὺς ἐσκέπασε, τοὺς ἕνωσε γερά.

Καί, τώρα, πάνω στὸν σταυρό, στ’ εὐλογημένο ξύλο,
χάρισε τὸν Παράδεισο στὸν παιδικὸ τὸν φίλο!

(ἔμμετρη διήγηση ποὺ διασώζει ἡ Ἰεροσολυμητικὴ παράδοση)