Ἐκ τῆς «Πρὸς Διόγνητον» ἐπιστολῆς

(Ἀγνώστου Ἀποστολικοῦ Πατρός, πιστωθεῖσα εἰς Ἰουστῖνον)

Προκαταρκτικά. Ὁ Διόγνητος εἶχε ζητήσει νὰ μάθει ἀπὸ κάποιον ἄγνωστό μας Ἀποστολικὸ Πατέρα (πιθανῶς τὸν Ἅγιο Εἰρηναῖο τῆς Λυών), 1) γιὰ τὸν Θεὸ στὸν ὁποῖο πιστεύουν οἱ Χριστιανοί· 2) γιὰ τὸ πῶς θρησκεύονται· 3) γιὰ τὸ πῶς μποροῦν καὶ παραβλέπουν τὰ τοῦ κόσμου· 4) πῶς καταφέρνουν νὰ περιφρονοῦν τὸν θάνατο· 5) τί εἶναι ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη· 6) γιατί οἱ Χριστιανοὶ δὲν παρουσιάστηκαν πρωτύτερα στὸν κόσμο. Στὴν ἀπάντησή του ὁ Ἀποστολικὸς Πατέρας προτρέπει κατ᾿ ἀρχὰς τὸν Διόγνητο νὰ καθαρίσει πρῶτα τὸν ἑαυτό του γιὰ νὰ ἀναγεννηθεῖ καὶ ἔτσι νὰ μπορέσει νὰ καταλάβει τὴ νέα γλώσσα ποὺ πρόκειται νὰ ἀκούσει. Ἐν συνεχείᾳ, παρουσιάζει μὲ τὴ σειρὰ Χριστιανικὲς ἀπόψεις γιὰ τὴν εἰδωλολατρία, γιὰ τὶς αἱματηρὲς θυσίες, καὶ τὴν Ἰουδαϊκὴ θρησκευτικότητα. Στὴν παράγραφο § 5 μιλᾶ γιὰ τὸ μυστήριο τοῦ χριστιανισμοῦ, καὶ στὴν παράγραφο § 6 σκιαγραφεῖ τὴν εἰκόνα τῶν Χριστιανῶν ὡς ψυχὴ τοῦ κόσμου· στὴν παράγραφο § 7 γράφει ὅτι ὁ χριστιανισμὸς εἶναι ἐξ Ἀποκαλύψεως· στὴν 8 ὅτι ἡ φιλοσοφία εἶναι ἀδύναμη νὰ διαπραγματευτεῖ τὸ ζήτημα τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου· μιλᾶ τέλος γιὰ τὸ μυστήριο τῆς μετάνοιας, ἑρμηνεύει τὴν παρουσία τῶν Χριστιανῶν κατὰ τὴ συγκεκριμένη ἐποχή, ἀνακεφαλαιώνει καὶ συμπληρώνει. Παρακάτω παρουσιάζεται μία νεοελληνικὴ ἀπόδοση τῶν παραγράφων § 5 καὶ § 6.

5. Οἱ Χριστιανοὶ δὲν διακρίνονται ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους οὔτε ἀπὸ τὴ χώρα ποὺ μένουν, οὔτε ἀπὸ τὴ γλώσσα ποὺ μιλοῦν, οὔτε ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ ντύνονται. Δὲν κατοικοῦν σὲ δικές τους πόλεις, οὔτε ἔχουν κάποια περίεργη προφορά, οὔτε ὁ τρόπος ζωῆς τους ἔχει τίποτε ποὺ νὰ τραβάει τὴν προσοχή. Ἡ χριστιανικὴ διδασκαλία δὲν εἶναι ἀνθρώπινη. Οἱ Χριστιανοὶ δὲν πρωτοστατοῦν σὲ ἔργο ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν φαντασία καὶ τὴ σκέψη πολυσπούδαστων ἀνθρώπων. Κατοικοῦν βέβαια σὲ κάποιες πόλεις, Ἑλληνικὲς ἢ μή, ὁ καθένας κατὰ τὸν κλῆρο του· ἀλλὰ ἂν καὶ ἀκολουθοῦν τὰ τοπικὰ ἔθιμα, τὴν τοπικὴ ἐνδυμασία καὶ διατροφή, ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τοὺς εἶναι θαυμαστὸς μαζὶ καὶ παράδοξος. Στὶς πατρίδες τους κατοικοῦν σὰν νὰ ἦταν πάροικοι· μετέχουν σὲ ὅλα ὅπως κάθε πολίτης, ἀλλὰ ὑπομένουν τὰ πάντα λὲς καὶ ἦταν ξένοι· κάθε ξένη γῆ εἶναι γι᾿ αὐτοὺς πατρίδα, καὶ κάθε πατρίδα εἶναι γι᾿ αὐτοὺς ξενιτειά. Παντρεύονται ὅπως ὅλοι καὶ κάνουν παιδιά, ἀλλὰ δὲν τὰ ἐγκαταλείπουν. Ὅλοι τους μοιράζονται τὸ ἴδιο τραπέζι, ἀλλὰ ὄχι καὶ τὸ ἴδιο κρεβάτι. Ἔχουν σάρκα, ἀλλὰ δὲν ζοῦν κατὰ σάρκα. Πάνω στὴ γῆ καταγίνονται, ἀλλὰ στὸν οὐρανὸ βρίσκεται ἡ πραγματικὰ δική τους πολιτεία. Πείθονται στοὺς διατεταγμένους νόμους, ἀλλὰ μὲ τὴν ἰδιαίτερη ζωὴ ποὺ κάνουν ὑπερνικοῦν αὐτοὺς τοὺς νόμους. Ὅλους τους ἀγαποῦν, καὶ ὑπὸ ὅλων διώκονται. Ἀγνοοῦνται, καὶ καταδικάζονται, καὶ θανατώνονται, καὶ (δι᾿ αὐτῶν) ζωοποιοῦνται. Οἱ ἴδιοι πτωχεύουν, ἀλλὰ πλουτίζουν τοὺς ἄλλους· στεροῦνται τὰ πάντα, ἀλλὰ καὶ ὅλα τὰ ἔχουν σὲ ἀφθονία. Περιφρονοῦνται, καὶ ὅμως μὲ τὴν περιφρόνηση ποὺ τοὺς γίνεται αὐτοὶ δοξάζονται. Βλασφημοῦνται καὶ δικαιώνονται, καὶ ἐμπαίζονται, ἀλλὰ αὐτοὶ εὐλογοῦν· σὲ ὅσους τοὺς ὑβρίζουν, ἀποδίδουν τιμή. Κάνουν τὸ καλὸ ἀλλὰ καταδικάζονται ὅπως οἱ κακοί· καὶ ἐνῶ καταδικάζονται χαίρονται καὶ εἶναι ὡς νὰ παίρνουν πάνω τους ζωή. Ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους πολεμοῦνται ὡς ἀλλόφυλοι, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες (ἐθνικοὺς στὸ θρήσκευμα) ἐπίσης διώκονται. Ὅμως, τὸ γιὰ ποιὰ αἰτία τοὺς ἐχθρεύονται δὲν τὸ ξέρουν οὔτε αὐτοὶ ποὺ τοὺς μισοῦν.

6. Μὲ δύο λόγια, ὅπως εἶναι ἡ ψυχὴ γιὰ τὸ σῶμα, ἔτσι εἶναι οἱ Χριστιανοὶ γιὰ τὸν κόσμο. Ἡ ψυχὴ ἐπεκτείνεται σὲ ὁλόκληρο τὸ σῶμα, καὶ οἱ Χριστιανοὶ βρίσκονται μέσα σὲ ὅλες τὶς πόλεις τοῦ κόσμου. Ἡ ψυχὴ κατοικεῖ εἰς τὸ σῶμα ἀλλὰ δὲν ἀνήκει στὸ σῶμα· παρόμοια καὶ οἱ Χριστιανοί, κατοικοῦν μὲν στὸν κόσμο ἀλλὰ δὲν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Ἡ ψυχὴ φρουρεῖται ἀόρατη μέσα στὸ ὁρατὸ σῶμα· καὶ τοὺς Χριστιανοὺς τοὺς βλέπουμε στὸν κόσμο, ἡ θεοσέβειά τους ὅμως παραμένει ἀόρατη. Ἡ σάρκα μισεῖ καὶ πολεμᾶ τὴν ψυχή, χωρὶς νὰ ἀδικεῖται ἀπὸ αὐτήν, γιὰ τὸν λόγο ὅτι ἐμποδίζεται στὶς ἡδονικὲς ἀπολαύσεις· καὶ ὁ κόσμος ποὺ καὶ αὐτὸς δὲν ἀδικεῖται σὲ τίποτε ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς, τοὺς μισεῖ γιατὶ τοῦ γίνεται ἐμπόδιο γιὰ τὶς ἡδονές. Ἡ ψυχὴ ὅμως ἀγαπᾶ τὴ σάρκα ποὺ τὴ μισεῖ ὅπως καὶ κάθε μέλος τοῦ σώματος· καὶ οἱ Χριστιανοὶ ἀγαποῦν καὶ αὐτοὶ ὅσους τοὺς μισοῦν. Ἡ ψυχὴ εἶναι ἔγκλειστη στὸ σῶμα, αὐτὴ ὅμως εἶναι ποὺ διατηρεῖ τὸ σῶμα· καὶ οἱ Χριστιανοὶ ἐνῶ βρίσκονται σὰν σὲ φυλακὴ στὸν κόσμο, διατηροῦν τὸν κόσμο. Ἡ ἀθάνατη ψυχὴ κατοικεῖ σὲ σκηνὴ θνητή· καὶ οἱ Χριστιανοὶ σκηνώνουν μέσα στὴ φθορὰ σὲ ἀναμονὴ τῆς οὐράνιας ἀφθαρσίας. Μὲ τὴν πείνα καὶ τὴν δίψα ἡ ψυχὴ βελτιώνεται· καὶ οἱ κατατρεγμένοι Χριστιανοὶ κάθε μέρα ὅλο καὶ πολλαπλασιάζονται. Τόσο ὑψηλὴ εἶναι ἡ κλήση τοῦ Θεοῦ γιὰ αὐτούς, ποὺ δὲν τοὺς ἐπιτρέπεται νὰ ἐγκαταλείψουν τὴ θέση τους.