Ὁ σοφὸς Σειρὰχ στὸ σύγγραμμά του ἀσχολεῖται καὶ μὲ προβλήματα, ποὺ ἀφοροῦν στὴν οἰκογενειακὴν ζωὴν καὶ στὸν ρόλον, ποὺ κάθε μέλος μιᾶς οἰκογένειας ἔχει νὰ διαδραματήσῃ. Μερικὲς ἀπὸ τὶς σοφὲς ἀπόψεις του θὰ μελετήσουμε στὴν συνέχειαν.
Σημαντικὸν καὶ σπουδαῖον βλέπει καὶ περιγράφει κατ᾿ ἀρχὴν ὁ Σειρὰχ τὸν ρόλον τοῦ ἄνδρα στὴν ὅλην πορείαν μιᾶς οἰκογένειας. Καὶ γράφει:
«Οὐ οὐκ ἔστι φραγμός, διαραταγήσεται κτῆμα, καὶ οὐ οὐκ ἔστι γυνή, στέναξα πλανώμενος. Τὶς γὰρ πιστεύσει εὐζώνω λῃστὴ σφαλλομένω ἐκ πόλους εἰς πόλιν; οὕτως ἀνθρώπω μὴ ἔχοντι νοσσιᾶν καὶ καταλύοντι οὐ ἐὰν ὀψίση» (λστ´, 25-27).
Ὑποδεικνύει δηλαδὴ ὁ Σιρὰχ στοὺς ἄνδρες τὸ καθῆκον τους νὰ συνάπτουν ἔγκαιρα γάμον καὶ νὰ δημιουργοῦν ἰδικὴν τοὺς οἰκογένειαν, ἂν θέλουν νὰ ζοῦν μὲ ἀξιοπρέπειαν καὶ ἐντιμότητα. Καὶ λέγει:
Ὅπως σ᾿ ἕνα κτῆμα ξέφραγο εὔκολα ὁ καθένας μπαίνει καὶ ἀνεξέλεγκτα ἁρπάζει ὅ,τι θέλει, ἔτσι καὶ ὁ ἄγαμος ἀφήνει τὸν ἑαυτόν του ἐκτεθειμένον στοὺς ἠθικοὺς κινδύνους. Καὶ ἐπειδὴ λείπει ἀπὸ τὴν ζωήν του ἡ σύζυγος, περιπλανᾶται ἐδῶ καὶ ἐκεῖ καὶ ἀναστενάζει. Διότι, ὅπως κανένας δὲν ἐμπιστεύεται ἕνα περιπλανώμενον ἀπὸ πόλιν σὲ πόλιν τυχοδιώκτην καὶ λῃστήν, ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὸν ἄνθρωπον, ποὺ δὲν ἐδημιούργησε οἰκογενειακὴν φωληᾶν, ἀλλὰ διανυκτερεύει ὅπου τὸν εὕρῃ ἡ νύκτα.
Καὶ σήμερα λοιπόν, μὲ ἐξαίρεσιν ὅσους ἐκλέγουν τὴν ἁγνὴν παρθενικὴν ζωὴν καὶ τὴν ἀφιέρωσιν τοῦ ἑαυτοῦ τους στὴν ὑπηρεσίαν τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας, οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι ἔχουν ἠθικὴν ὑποχρέωσιν νὰ νυμφεύωνται καὶ νὰ κάμνουν οἰκογένειαν.
Μὲ πολλὴν σοφίαν ὁ Σειρὰχ ὑποδεικνύει στὸν ἄνδρα μερικὲς ἀρχὲς καὶ καθήκοντα τοῦ ὡς πρὸς τὴν σύζυγόν του μὲ τὶς ἀκόλουθες προτροπές του:
«Γυνὴ σοί ἔστι κατὰ ψυχήν, μὴ ἐκβάλῃς αὐτὴν καὶ μισυυμένη μὴ ἐμπιστεύσης σεαυτόν» (ζ´, 26).
Συμβουλεύει κατ᾿ ἀρχὴν τὸν κάθε ἄνδρα νὰ διαλέγῃ καὶ νὰ κάμνῃ σύζυγόν του μίαν γυναῖκα, ποὺ νὰ τὴν ἀγαπᾷ μὲ τὴν καρδιάν του καὶ ὄχι κάποιαν, πρὸς τὴν ὁποίαν αἰσθάνεται ἀποστροφήν. Ὅποιαν ὅμως κατέστησε σύζυγόν του, ποτὲ νὰ μὴ τὴν διώξη, ἔστω καὶ ἂν ἔχῃ κάποιες ἀδυναμίες. Μετὰ περιγράφει ὡς ἀκολούθως τὴν εὐτυχίαν ὅποιου ἔχει καλὴν καὶ ἐνάρετην σύζυγον:
«Γυναίκας ἀγαθῆς μακάριος ὁ ἀνήρ, καὶ ἀριθμὸς τῶν ἡμερῶν αὐτοῦ διπλάσιος. Γυνὴ ἀνδρεία εὐφραίνει τὸν ἄνδρα αὐτῆς, καὶ τὰ ἔτη αὖ τοῦ πλήρωσα ἐν εἰρήνῃ. Γυνὴ ἀγαθὴ μερὶς ἀγαθή, ἐν μερίδι φοβουμένων Κύριον δοθήσεται. Πλουσίου δὲ καὶ πτωχοῦ καρδία ἀγαθή, ἐν παντὶ καιρῷ πρόσωπον ἱλαρόν» (κστ´, 1-4). Κάλλος γυναικὸς ἱλαρύνει πρόσωπον καὶ ὑπὲρ πᾶσαν ἐπιθυμίαν ἀνθρώπου ὑπεράγει... Ὁ κτώμενος γυναῖκα ἐνάρχεται κτήσεως, βοηθὸν κατ᾿ αὐτὸν καὶ στῦλον ἀναπαύσεως» (λστ´, 22, 24). «Μὴ ἀστόχει γυναικὸς σοφῆς καὶ ἀγαθῆς, ἡ γὰρ χάρις αὐτῆς ὑπὲρ χρυσίον» (ζ´, 19).
Εὐτυχισμένος δηλαδὴ εἶναι ὁ ἄνδρας, ποὺ ἔχει σύζυγόν του γυναῖκα ἐνάρετην καὶ δραστήριαν. Αὐτός, ἀπὸ τὴν εὐχάριστην ζωὴν ποὺ θὰ κάμνῃ, θὰ διπλασιάση τὶς ἡμέρες του. Καὶ τὰ χρόνια του θὰ εἶναι γεμάτα εἰρήνην. Ἡ ἐνάρετη σύζυγος εἶναι ἕνα ὡραῖο δῶρο, ποὺ ὁ Κύριος δίδει στὴν μερίδα τῶν θεοφοβούμενων ἀνθρώπων. Ἕνα δὲ τέτοιο δῶρο ἠμποροῦν νὰ τὸ ἀποκτήσουν καὶ πλούσιοι καὶ φτωχοὶ ἄνδρες. Διότι γενικά, ὅλοι ὅσοι ἔχουν σύζυγον καλήν, αἰσθάνονται διαρκῶς εὐτυχισμένοι, ἀφοῦ καὶ στὶς ὧρες τῶν θλίψεων ἔχουν παρηγορίαν καὶ ἐνίσχυσιν.
Τὸ κάλλος τῆς ἀρετῆς μιᾶς γυναίκας κάμνει τὸ πρόσωπο τοῦ συζύγου τῆς χαρούμενο καὶ εἰρηνικό. Καὶ ἱκανοποιεῖ, ὅπως κανένα ἄλλο πρᾶγμα, τὶς ἐπιθυμίες του. Ὅποιος νυμφεύεται μίαν ἐνάρετην γυναῖκα, ἀρχίζει νὰ ζῇ μίαν νέαν εὐτυχισμένην ζωήν. Διότι ἔχει κοντὰ τοῦ τὴν σύζυγον τοῦ στήριγμα καὶ συμπαραστάτην καὶ στῦλον ἀναπαύσεως.
Λοιπόν, προσθέτει ὁ Σειράχ, μὴ παραθεωρήσης καὶ μὴ περιφρόνησης τὴν συνετὴν καὶ ἐνάρετην σύζυγόν σου. Διότι ἡ χάρις τῶν ἀρετῶν τῆς ἀξίζει περισσότερον καὶ ἀπὸ τὸ χρυσάφι.
Ποιὲς ἐπὶ μέρους ἀρετὲς διακρίνουν τὴν καλὴν σύζυγον καὶ τί αὐτὴ προσφέρει στὴν οἰκογένειάν της, μνημονεύει ὁ Σειρὰχ μὲ τὶς ἀκόλουθες παρατηρήσεις του:
«Δόσις Κυρίου γυνὴ σιγηρᾶ, καὶ οὐκ ἔστιν ἀντάλλαγμα πεπαιδευμένης ψυχῇς. Χάρις ἐπὶ χάριτι γυνὴ αἰσχυντηρά. Καὶ οὐκ ἔστι σταθμὸς πᾶς ἄξιος ἐγκρατοῦς ψυχῆς» (κστ´, 14-15). «Εἰ ἔστιν ἐπὶ γλώσσης αὐτῆς ἔλεος καὶ πραΰτης, οὐκ ἔστιν ὁ ἀνὴρ αὐτῆς καθ᾿ υἱοὺς ἀνθρώπων» (λστ´, 23).
Μιὰ γυναῖκα, ποὺ ξεύρει νὰ σιωπᾷ, ὅταν πρέπῃ, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνδρα της. Κανένα δὲ ἀντάλλαγμα δὲν ὑπάρχει διὰ μίαν γυναικείαν ψυχὴν μορφωμένην καὶ καλλιεργημένην. Μιὰ τέτοια ντροπαλὴ καὶ σεμνὴ γυναῖκα εἶναι διὰ τὸν ἄνδρα της ἡ καλύτερη δωρεά. Καὶ τίποτε δὲν ὑπάρχει, ποὺ νὰ ἀντισταθμίζῃ τὴν ἀξίαν τῆς ἁγνῆς ψυχῆς της.
Ἡ ἐνάρετη ὅμως γυναῖκα εἶναι καὶ διὰ τὴν ὅλην της οἰκογένειαν πηγὴ χαρᾶς καὶ ἐνισχύσεως, τονίζει καὶ πάλιν ὁ Σειράχ, μὲ τὴν ἀκόλουθην παρατήρησίν του:
Ἥλιος ἀνατέλλων ἐν ὑψίστοις Κυρίου καὶ κάλλος ἀγαθῆς γυναικὸς ἐν κόσμῳ οἰκίας αὐτῆς. Λύχνος ἐκλάμπων ἐπὶ λυχνίας ἁγίας καὶ κάλλος προσώπου ἐπὶ ἡλικία στασίμη- Στῦλοι χρύσεοι ἐπὶ βάσεως ἀργυρᾶς» (κστ´, 16- 17).
Ὅπως δηλαδὴ λάμπει ὁ ἥλιος, ὅταν ἀνατέλλῃ καὶ σηκωθῆ στὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καὶ τὸ ψυχικὸ κάλλος τῆς σεμνῆς καὶ ἐνάρετης γυναίκας λάμπει μέσα στὸ καλοστολισμένο σπίτι της. Ὅπως ἀκόμη λάμπει ἡ ἱερὴ ἐπτάφωτη λυχνία, ἔτσι ἀκτινοβολεῖ στὸ ὥριμο πρόσωπο τῆς σεμνῆς γυναίκας ἡ ἐσωτερική της ἀρετή. Αὐτὴ μέσα στὸ σπίτι τῆς μοιάζει μὲ τὶς 80 χρυσὲς κολῶνες, ποὺ στηρίζονται πάνω σὲ ἀργυρὲς βάσεις καὶ συγκρατοῦν ἕνα ἐκλεκτὸ οἰκοδόμημα.
Ἀναφέρεται ὅμως ὁ σοφὸς Σειρὰχ καὶ στὰ προβλήματα, ποὺ προκαλοῦνται στὴν οἰκογενειακὴν ζωὴν ἀπὸ τὶς κακὲς καὶ δύστροπες γυναῖκες. Καὶ γράφει:
«Ἀπὸ γυναικὸς ἀρχὴ ἁμαρτίας» (κε´, 24). «Πᾶσαν πληγὴν καὶ μὴ πληγὴν καρδίας, καὶ πᾶσαν πονηρίαν καὶ μὴ πονηρίαν γυναικός... Συνοικῆσαι λέοντι καὶ δράκοντι εὐδοκήσω ἢ ἐνοικῆσαι μετὰ γυναικὸς πονηρᾶς ... Μικρὰ πᾶσα κακία πρὸς κακίαν γυναικός, κλῆρος ἁμαρτωλοῦ ἐπιπέσοι αὐτῇ» (κε´, 13, 16, 19).
Ὑπενθυμίζει πρῶτα ὁ Σειρὰχ ὅτι, ὅπως ἀπὸ τὴν Εὔαν ἄρχισεν ἡ ἁμαρτία, ἔτσι καὶ ἀπὸ ἄλλες γυναῖκες παρέχονται ἀφορμὲς διὰ πολλὲς οἰκογενειακὲς ἀναστατώσεις. Μετὰ λέγει: Κάθε ἄλλην πληγὴν τὴν ὑποφέρει κάποιος, ὄχι ὅμως καὶ τὴν πληγὴν τῆς καρδιᾶς. Ἔτσι εἶναι δυνατὸν ἕνας νὰ ὑποφέρῃ κάθε ἄλλην πονηρίαν, ὄχι ὅμως καὶ τὴν γυναικείαν κακίαν καὶ δυστροπίαν. Προτιμῶ δὲ νὰ συγκατοικῶ μ᾿ ἕνα λιοντάρι ἢ μ᾿ ἕνα δράκον, παρὰ μὲ μίαν πονηρὴν γυναῖκα. Διότι κάθε ἄλλη κακία εἶναι μικρὴ μπροστὰ στὴν κακίαν μιᾶς διεφθαρμένης γυναίκας. Καὶ μόνον σ᾿ ἕνα ἁμαρτωλὸν καὶ διεφθαρμένον ἄνδρα καὶ διὰ τιμωρίαν τοῦ ἀξίζει νὰ δίδεται σύζυγος μία τέτοια γυναῖκα. Σχετικὰ δὲ μὲ τὰ πιὸ κτυπητὰ ἐλαττώματα σὲ μίαν γυναῖκα, ὁ Σειρὰχ γράφει τὰ ἀκόλουθα:
«Ἀνάβασις ἀμμώδης ἐν ποσὶ πρεσβυτέρου, οὕτως γυνὴ γλωσσώδης» (κε´, 20) «Γυνὴ μεγαλόφωνος καὶ γλωσσώδης ὡς σάλπιγξ πολέμων εἰς τροπὴν θεωρηθήσεται, ἀνθρώπου δὲ παντὸς ψυχὴ ὁμοιότροπος τούτοις, πολέμου ἀκαταστασίαις τὴν ψυχὴν διαιτηθήσεται» (κστ´, 27). «Ἄλγος καρδίας καὶ πένθος γυνὴ ἀντίζηλος ἐπὶ γυναικί... Ὀργὴ μεγάλη γυνὴ μέθυσος καὶ ἀσχημοσύνην αὐτῆς οὗ συγκαλύψει. Πορνεία γυναικὸς ἐν μετεωρισμοῖς ὀφθαλμῶν καὶ ἐν βλεφάροις αὐτῆς γνωσθήσεται». (κστ´, 6, 8-9).
Ὅ,τι, λέγει, εἶναι διὰ τὰ πόδια ἑνὸς γέροντος ἡ ἀμμουδερὴ ἀνωφέρεια, ἔτσι κουραστικὴ εἶναι καὶ ἡ φλύαρη γυναῖκα διὰ τὸν φιλήσυχον σύζυγόν της. Καὶ ἡ γυναῖκα, ποὺ φωνάζει καὶ ἔχει μεγάλην γλῶσσαν, μοιάζει μὲ πολεμικὴν σάλπιγγα, ποὺ τρέπει σὲ φυγὴν τοὺς ἐχθρούς σε ὥραν πολέμου. Καὶ ἡ ψυχὴ κάθε ἀνθρώπου, ποὺ ἔχει γυναῖκα φλύαρην καὶ μεγαλόφωνην, ὑποφέρει σὰν ἐκεῖνον, ποὺ ζῇ ἀκατάστατην καὶ πολεμικὴν ζωήν.
Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴν φλύαρην, καὶ ἡ γυναῖκα, ποὺ ζηλεύει ἄλλες γυναῖκες, προκαλεῖ στὸν σύζυγόν της πόνον στὴν καρδιὰν καὶ πένθος στὴν ψυχήν. Ἐπίσης μεγάλη δυστυχία διὰ τὸν σύζυγόν της εἶναι καὶ ἡ μέθυσος σύζυγος, ποὺ ἀποκαλύπτει πράγματα ποὺ πρέπει νὰ μένουν κρυφά. Περισσότερον ὅμως ἀξιοκατάκριτη εἶναι ὅποια γυναῖκα προδίδει τὴν συζυγικὴν πίστιν. Αὐτῆς ἡ ἀναισχυντία φαίνεται καὶ στὰ μάτια καὶ τὰ βλέφαρά της.
Ἐκλεκτὴ μερίδα μιᾶς οἰκογένειας εἶναι τὰ παιδιά. Πρὸς αὐτὰ οἱ γονεῖς πρέπει νὰ δείχνουν ἰδιαίτερην ἀγάπην καὶ νὰ καταβάλλουν κάθε φροντίδα διὰ τὴν καλήν τους ἀνατροφήν. Αὐτὸ τονίζει καὶ ὁ Σειράχ. Καὶ ἐπειδὴ στὴν ἐποχὴν τοῦ τὴν κυρίαν εὐθύνην διὰ τὰ παιδιὰ τὴν εἶχεν ὁ πατέρας, πρὸς αὐτὸν δίδει τὶς ἀκόλουθες συμβουλές:
«Αἰσχύνη πατρὸς ἐν γεννήσει ἀπαίδευτου, θυγάτηρ δὲ ἐπ᾿ ἐλαττώσει γίνεται, (κβ´, 3) «Τέκνα σοί ἐστι, παίδευσον αὐτά, καὶ κάμψον ἐκ νεότητος τὸν τράχηλον αὐτῶν... Ἔκδου θυγατέρα, καὶ ἔση τετελεκῶς ἔργον μέγα, καὶ ἀνδρὶ συνετω δωρῆσαι αὐτήν» (ζ´, 23,25).
Τονίζει πρῶτα ὁ Σειρὰχ ὅτι υἱοὶ καὶ θυγατέρες, ποὺ δὲν ἐκπαιδεύθησαν καὶ δὲν ἐκαλλιεργήθησαν πνευματικά, ἀποτελοῦν διὰ τοὺς γονεῖς τοὺς ἀφορμὴν ἐντροπῆς καὶ αἰτίαν δυσφημήσεώς τους. Ὀφείλουν λοιπὸν οἱ γονεῖς νὰ διαπαιδαγωγοῦν τὰ παιδιά τους καὶ νὰ τὰ πείθουν, ἀπὸ τότε ποὺ εἶναι μικρά, νὰ δέχωνται πάνω τοὺς τὸν ζυγὸν τῶν θείων ἐντολῶν καὶ νὰ συμμορφώνωνται μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Συμβουλεύει ἀκόμη ὁ Σειρὰχ τὸν κάθε πατέρα νὰ φροντίζῃ ἰδιαίτερα διὰ τὴν ὀρθὴν ἀνατροφὴν τῆς θυγατέρας του, διὰ νὰ ἐπιτύχη στὸ σπουδαῖο αὐτὸ ἔργο, καὶ νὰ τὴν ὑπανδρεύσῃ μ᾿ ἕνα καλὸν καὶ συνετὸν σύζυγον. Σχετικὰ δὲ μὲ τὸν τρόπον διαπαιδαγωγήσεως ὁ Σειρὰχ γράφει τὰ ἀκόλουθα:
«Περιψύχων υἱὸν καταδεσμεύσει τραύματα αὐτοῦ... Υἱὸς ἀνειμένος ἐκβαίνει προαλής. Τιθήνησον τέκνον, καὶ ἐκθαμβήσει σε...» (λ´, 7, 8, 9).
Πιστεύει δηλαδὴ ὁ Σειρὰχ ὅτι ἡ πολλὴ ἐπιείκεια καὶ ἡ ἔλλειψις αὐστηρότητος στὴν διαπαιδαγώγησιν τῶν παιδιῶν ἀποβαίνει τελικὰ πρὸς ζημιάν τους. Καὶ λέγει: Ὅποιος πατέρας παραχαίδευει τὸ παιδί του, θὰ τὸ ἐνθαρρύνῃ σὲ παρεκτροπές.
Καὶ ἔπειτα ὁ ἴδιος θὰ χρειασθῆ νὰ ἐπιδένῃ τὶς πληγές, ποὺ τὸ παιδί του θὰ τοῦ προκαλῇ. Διότι κάθε παιδί, ποὺ ἐγκαταλείπεται στὸν ἑαυτόν του, γίνεται ἀναιδὴς καὶ ἐπιζήμιος. Ἂν λοιπὸν χαίδευης πολὺ τὸ παιδί σου, θὰ ἐκπλαγῆς ἀργότερα ἀπὸ τὴν ἄπρεπη συμπεριφοράν του.
Ἀντίθετα εὐεργετικὰ ἀποτελέσματα ἔχει ἡ ὀρθὴ διαπαιδαγώγησις τῶν παιδιῶν. Διότι, ὅπως τονίζει ὁ Σειράχ:
«Ὁ παιδεύων τὸν υἱὸν αὐτοῦ ὀνήσεται ἐπ᾿ αὐτῷ καὶ ἀνὰ μέσον γνωρίμων ἐπ᾿ αὐτῷ καυχήσεται· ὁ διδάσκων τὸν υἱὸν αὐτοῦ παραξηλώσει τὸν ἐχθρὸν καὶ ἔναντι φίλων ἐπ᾿ αὐτῷ ἀγαλλιάσεται. Ἐτελεύτησεν αὐτοῦ ὁ πατήρ, καὶ ὡς οὐκ ἀπέθανεν ὅμοιον γὰρ αὐτῷ κατέλιπε μετ᾿ αὐτόν. Ἔν τῇ ζωῇ αὐτοῦ εἶδε καὶ εὐφράνθη καὶ ἐν τῇ τελευτῇ αὐτοῦ οὐκ ἐλυπήθη» (λ´, 2-5).
Ὅποιος δηλαδὴ διαπαιδαγωγήσει ὀρθὰ τὸ παιδί του, θὰ βγῆ καὶ ὁ ἴδιος ὠφελημένος. Καὶ θὰ ἠμπορῇ νὰ καυχᾶται δι᾿ αὐτὸ μπροστὰ στοὺς γνωστούς του. Ὅποιος διδάσκει ὀρθὰ τὸ παιδί του, θὰ κάμῃ δι᾿ αὐτὸ τοὺς μὲν ἐχθρούς του νὰ ζηλεύουν, τὸν ἑαυτόν του δὲ νὰ εὐφραίνεται ἀνάμεσα στοὺς φίλους του. Καὶ ὅταν ὁ πατέρας αὐτὸς ἀποθάνη, εἶναι σὰν νὰ μὴ ἀπέθανε. Διότι ἄφησε πίσω τοῦ παιδὶ ὅμοιό του, μέσα στὸ ὁποῖο εἶναι σὰν νὰ ζῇ ὁ ἴδιος. Ἔτσι ὁ πατέρας αὐτός, ἐνῷ ἐζοῦσεν, ἔχαιρε μὲ τὸ νὰ βλέπῃ τὸ παιδί του νὰ προοδεύῃ. Καὶ ὅταν ἦλθεν ἡ ὥρα νὰ ἀποθάνη, δὲν ἔφυγε λυπημένος.