ΙΣΤ´. Κοινωνικὰ φαινόμενα

Ὁ Σειράχ, ὅπως καὶ στὸν πρόλογον τοῦ βιβλίου μας ἐσημειώσαμε, ἔκαμε πολλὰ ταξείδια καὶ ἐγνώρισεν ἀπὸ κοντὰ τὴν νοοτροπίαν τῶν ἀνθρώπων διαφόρων λαῶν καὶ γενικώτερα τὴν κοινωνικὴν κατάστασιν. Στὸ σύγγραμμά του λοιπὸν ἀναφέρεται καὶ σὲ μερικὲς κοινωνικὲς καταστάσεις, ποὺ τοῦ ἔκαμαν ἄλλοτε μὲν εὐχάριστην ἄλλοτε δὲ δυσάρεστην ἐντύπωσιν. Μὲ ἁπλότητα δὲ καὶ πολὺ παραστατικὰ διατυπώνει ὡς ἀκολούθως τὶς σκέψεις του.

1) Εὐχάριστα φαινόμενα

Ἀναφέρεται κατ᾿ ἀρχὴν ὁ ἔμπειρος Σειρὰχ σὲ τρεῖς κοινωνικὲς ἀρετές, ποὺ εἶδε σὲ κάποιους ἀνθρώπους. Καὶ γράφει σχετικά:

«Ἐν τρισὶν ὡραΐσθην καὶ ἀνέστην ὡραῖα ἔναντι Κυρίου καὶ ἀνθρώπων ὁμόνοια ἀδελφῶν, καὶ φιλία τῶν πλησίον, καὶ γυνὴ καὶ ἀνὴρ ἑαυτοῖς συμπεριφερόμενοι» (κε´, 1).

Τρία πράγματα, λέγει ὁ Σειράχ, ἀρέσουν ἰδιαίτερα καὶ σ᾿ ἐμένα καὶ στὸν Θεὸν καὶ στοὺς ἀνθρώπους.

Πρῶτο ἀπ᾿ αὐτὰ εἶναι ἡ ὁμόνοια μεταξὺ ἀδελφῶν κατὰ σάρκα καὶ μεταξὺ ἀνθρώπων, ποὺ ἀνήκουν στὸ ἴδιο ἔθνος. Καὶ πράγματι εἶναι συγκινητικὸ τὸ φαινόμενο, ποὺ παρουσιάζουν τὰ μέλη μιᾶς οἰκογένειας καὶ οἱ πολῖτες ἑνὸς ἔθνους, ὅταν παραθεωροῦν τοὺς ἐγωισμούς τους καὶ ξεπερνοῦν τὶς ἀτομικές τους ἀδυναμίες καὶ ἰδιοτέλειες καὶ συνοικοῦν μὲ ἀγάπην καὶ συνεργάζονται μὲ εἰλικρίνειαν, διὰ τὸ καλὸ ὅλων καὶ τὴν πρόοδον τοῦ συνόλου, στὸ ὁποῖο καὶ οἱ ἴδιοι ἀνήκουν.

Δεύτερο, ἀπὸ τὰ ἄξια ἐπαίνου πράγματα, εἶναι ἡ εἰλικρινὴς φιλία. Ἐξ ἰδίας πείρας δέ, ὅσοι ἀπέκτησαν πραγματικοὺς φίλους ἀλλὰ καὶ ἐκαλλιέργησαν μέσα τους φιλίαν ἁγνὴν πρὸς ἄλλα πρόσωπα, εἶναι σὲ θέσιν νὰ ἀντιληφθοῦν πόσον πολύτιμη εἶναι ἡ προσφορὰ τῆς φιλίας πρὸς ἐκείνους, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους ἀναπτύσσεται.

Τρίτο πρᾶγμα ἄξιο θαυμασμοῦ εἶναι ἡ καλὴ συμπεριφορὰ μεταξὺ ἑνὸς ἀνδρογύνου, φαίνεται δὲ ὅτι, ὅπως καὶ σήμερα, καὶ τότε ἐπαρουσιάζοντο πολλὰ προβλήματα στὴν ἁρμονικὴν συζυγικὴν ζωήν, σὲ τρόπον ὥστε ἕνα ἀγαπημένο ἀνδρόγυνο νὰ ἀποτελῇ ἀξιοπαρατήρητο καὶ θαυμαστὸ φαινόμενο.

2) Θλιβερὰ φαινόμενα

Στὴν συνέχειαν ὁ Σειρὰχ ἀναφέρει καὶ κακίζει τρία ἐλαττώματα, ποὺ ἀσχημίζουν τὴν κοινωνικὴν ζωήν. Δι᾿ αὐτὰ δὲ γράφει:

«Τρία εἴδη ἐμίσησεν ἡ ψυχή μου καὶ προσώχθισα σφόδρα τὴ ζωὴ αὐτῶν πτωχὸν ὑττερήφανον, καὶ πλούσιον ψεύστην, γέροντα μοιχὸν ἐλαττούμενον συνέσα» (κε´, 2).

Τρεῖς τάξεις ἀνθρώπων, προσθέτει ὁ Σειράχ, ἐμίσησεν ἡ ψυχή μου καὶ ἀγανάκτησα πάρα πολὺ διὰ τὴν ὕπαρξίν τους.

Πρῶτοι μεταξὺ αὐτῶν εἶναι οἱ ὑπερήφανοι φτωχοί. Ἀσφαλῶς κάθε ἐγωιστὴς εἶναι ἀπαράδεκτος σὰν χαρακτῆρας. Καὶ ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἐλάττωμα σοβαρὸ σ᾿ ὁποιονδήποτε τὴν ἔχει. Γίνεται ὅμως τὸ ἐλάττωμα αὐτὸ ἐντονώτερα ἀποκρουστικό, ὅταν ἐκεῖνοι, ποὺ προσπαθοῦν νὰ ἐπιδειχθοῦν μὲ στολίδια καὶ μάταιες ἐπιδείξεις καὶ ἄσκοπα ἔξοδα, σπαταλοῦν χρήματα, ποὺ τοὺς εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητα διὰ τὴν συντήρησιν τῶν ἰδίων καὶ τῆς οἰκογένειάς τους. Καὶ ἀπὸ τὸν λαὸν τέτοιοι ἄνθρωποι ἀποδοκιμάζονται μὲ τὸ νὰ χαρακτηρίζωνται σὰν «ἀρχοντοχωριάτες», ἡ «ψωροϋπερήφανοι».

Δεύτερη τάξις ἀνθρώπων, ποὺ ἐπροκαλοῦσαν καὶ στὸν Σειρὰχ ἄσχημα συναισθήματα, εἶναι οἱ πλούσιοι ψεῦτες. Εἶναι δὲ πιὸ ἀποκρουστικοὶ οἱ πλούσιοι παρὰ οἱ φτωχοὶ ψεῦτες, διότι μέχρις σ᾿ ἕνα βαθμὸ θὰ ἠμποροῦσε κάπως νὰ δικαιολογηθῆ ἕνας φτωχός, ποὺ λέγει ψέματα, ἐξ ἀφορμῆς τῶν πολλῶν ἀναγκῶν καὶ οἰκονομικῶν προβλημάτων, ποὺ ἀντιμετωπίζει. Κανένα ὅμως ἐλαφρυντικὸ καὶ καμμιὰν δικαιολογίαν δὲν ἔχει ὁ πλούσιος, ὅταν μὲ ψεύδη καὶ ἀπάτες προσπαθῇ νὰ αὐξήση τὰ πολλά, ποὺ ἔχει ἤδη.

Ἡ τρίτη παράταξις ἀνθρώπων, ποὺ χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὸν Σειρὰχ ἀποκρουστικοὶ εἶναι οἱ ἀνήθικοι γέροι. Δικαιολογημένα δὲ ὅσοι καὶ στὴν γεροντικήν τους ἡλικία ἐξακολουθοῦν νὰ διαπράττουν ἠθικὰ ἁμαρτήματα, ποὺ καὶ στοὺς νέους δὲν ἐπιτρέπονται, κακοχαρακτηρίζονται περισσότερον. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ἀντὶ μὲ τὴν πάροδον τοῦ χρόνου νὰ γίνωνται συνετώτεροι καὶ ἐγκρατέστεροι, χάνουν τελείως τὴν ἀξιοττρέπειάν τους. Καὶ ἀντὶ μὲ τὴν εἰλικρινῆ τους μετάνοιαν νὰ διορθώσουν τὶς νεανικές τους παρεκτροπές, ἐξακολουθοῦν νὰ μένουν ἀδιόρθωτοι καὶ ἀσύνετοι.

Ἐξ ἀφορμῆς τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν, ὁ σοφὸς Σειρὰχ ἀπευθύνει πρὸς νέους καὶ γέρους τὶς ἀκόλουθες ἐμπνευσμένες συμβουλές:

«Ἐν νεότητι οὐ συναγήοχας, καὶ πῶς ἂν εὕροις ἐν τῷ γήρᾳ σου; ὡς ὡραῖον πολιαῖς κρίσις καὶ πρεσβύτεροις ἐπιγνῶναι βουλήν. Ὡς ὡραία γερόντων σοφία καὶ δεδοξασμένοις διανόημα καὶ βουλή. Στέφανος γερόντων πολυπειρία, καὶ τὸ καύχημα αὐτῶν φόβος Κυρίου» (κε´, 3-6).

Διὰ τοὺς γέροντες λοιπὸν λέγει τὰ ἑξῆς ὁ Σειράχ: Πόσον ὡραία καὶ ταιριαστὴ εἶναι σ᾿ αὐτοὺς ἡ ὀρθὴ κρίσις καὶ ἡ ἱκανότης νὰ δίδουν ὀρθὲς συμβουλὲς καὶ ἡ σοφία καὶ ἡ πεῖρα καὶ ἡ καλὴ σκέψις! Οἱ ἀρετὲς αὐτὲς εἶναι τὸ πιὸ ὡραῖο καὶ ταιριαστὸ στεφάνι πάνω στὴν κεφαλὴν τῶν γερόντων. Καὶ ὁ σεβασμὸς τοὺς πρὸς τὸν Θεὸν εἶναι δι᾿ αὐτοὺς δικαιολογημένη ἀφορμὴ καυχήσεως.

Λοιπόν, λέγει ὁ Σειρὰχ πρὸς τοὺς νέους. Ἐργασθῆτε ὅσον ἠμπορεῖτε περισσότερον κατὰ τὰ χρόνια τῆς νεότητός σας διὰ τὴν κατάκτησιν τῆς ἀρετῆς, διὰ νὰ ἠμπορέσετε νὰ καυχᾶσθε καὶ νὰ χαίρεσθε στὴν γεροντικήν σας ἡλικίαν διὰ τὴν ἀρετὴν καὶ σύνεσίν σας. Διότι, ἂν κατὰ τὴν νεότητά σας δὲν ἀποθησαυρίσετε σοφίαν καὶ ἀρετήν, πῶς θὰ ἔχετε τὰ χαρίσματα αὐτὰ στὰ γεράματά σας;

3) Ἄλλα τρία κακά

Αἰσθήματα θλίψεως ἐκφράζει ὁ θεοφοβούμενος καὶ ἔμπειρος Σειρὰχ καὶ διὰ τρία ἄλλα φαινόμενα τῆς κοινωνικῆς ζωῆς μὲ τὶς ἀκόλουθες σκέψεις του:

«Ἐπὶ δυσὶ λελύπηται ἡ καρδία μου, καὶ ἐπὶ τῷ τρίτῳ θυμὸς μοὶ ἐπῆλθεν ἀνὴρ πολεμιστὴς ὑστερῶν δι᾿ ἔνδειαν, καὶ ἄνδρες συνετοὶ ἐὰν σκυβαλισθῶσιν, ἐπανάγων ἀπὸ δικαιοσύνης ἐπὶ ἁμαρτίαν ὁ Κύριος ἑτοιμάσει εἰς ρομφαῖαν αὐτὸν (κα´, 28).

Δυὸ πράγματα, λέγει, λυποῦν τὴν καρδιάν μου, ἐνῷ ἕνα τρίτο προκαλεῖ μέσα μου ἀγανάκτησιν.

Πρῶτο ἀπ᾿ αὐτά, προσθέτει, εἶναι νὰ βλέπω ἕνα γενναῖον πολεμιστήν, ποὺ ἐθυσίασε τὰ πάντα διὰ τὴν πατρίδα του, νὰ στερῆται ἀπὸ τὰ ἀπαραίτητα διὰ τὴν ζωήν του. Εἶναι δὲ θλιβερὸ τὸ φαινόμενο αὐτό, διότι ἀποκαλύπτει τὴν περιφρόνησιν καὶ ἀχαριστίαν ἑνὸς λαοῦ πρὸς ἀνιδιοτελεῖς πατριῶτες, ποὺ μὲ αὐταπάρνησιν καὶ αὐτοθυσίαν συνέβαλαν στὸ μεγαλεῖο της πατρίδος τους.

Κατὰ δεύτερον λόγον θλίβεται ὁ Σειρὰχ στὶς περιπτώσεις, ποὺ ἄνθρωποι δίκαιοι καὶ ἐνάρετοι παραγκωνίζονται καὶ μένουν στὸ περιθώριο τῆς κοινωνικῆς ζωῆς. Μὲ τὴν περιφρόνησιν αὐτὴν πρὸς τοὺς ἄξιους καὶ ἱκανούς, δὲν ἀδικοῦνται μόνον αὐτοί, ἀλλὰ βλάπτεται τὸ κοινωνικὸ σύνολο. Διότι στὶς θέσεις καὶ ἐπάλξεις, ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξυπηρετῆται ὁ λαός, ἀναρριχῶνται συμφεροντολόγοι καὶ καιροσκόποι, ποὺ μόνον κακὸ προκαλοῦν στοὺς γύρω τους.

Ὡς τρίτην καὶ μεγαλύτερην ἀπὸ τὶς προηγούμενες ἀφορμὴν θλίψεως, θεωρεῖ ὁ Σειρὰχ τὴν ἐγκατάλειψιν ἀπὸ κάποιον τοῦ δρόμου τῆς ἀρετῆς καὶ τὴν μεταπήδησίν του στὴν ἁμαρτίαν. Εἶναι δὲ πράγματι ὁ δίκαιος, ποὺ γίνεται ἁμαρτωλός, περισσότερον ἄξιολυπητος ἀπὸ ἐκεῖνον, ποὺ ποτὲ δὲν ἔζησε τὴν ζωὴν τῆς ἀρετῆς, διότι σ᾿ αὐτὸν ἡ μετάνοια εἶναι δυσκολώτερη, ἂν ὄχι ἀδύνατη μερικὲς φορές. «Ἀδύνατόν τους ἅπαξ φωτισθέντας γευσαμένους τε τῆς δωρεᾶς τῆς ἐπουρανίου καὶ μετόχους γενηθέντας Πνεύματος ἁγίου καὶ καλὸν γευσαμένους Θεοῦ ρῆμα δυνάμεις τε μέλλοντος αἰῶνος, καὶ παραπεσόντας, πάλιν ἀνακαινίζειν εἰς μετάνοιαν» (Ἑβρ. στ´, 4-6), γράφει καὶ ὁ θεόπνευστος συγγραφεὺς τῆς πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολῆς. Ὅσοι δηλαδή, ἐνῷ ἔλαβαν τὸν φωτισμὸν τῆς θείας ἀλήθειας καὶ ἐγεύθησαν τὴν γλυκύτητα τῶν χαρίτων τοῦ ἐπουρανίου Θεοῦ καὶ ἔγιναν μέτοχοι τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἐδοκίμασαν τὴν εἰρήνην καὶ τὴν χαράν, ποὺ δίδει στὴν ψυχὴν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐπρογεύθησαν τὴν ὑπερφυσικὴν καὶ θαυμαστὴν χάριν τῆς αἰώνιας ζωῆς, μετὰ ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ ἐξέπεσαν καὶ ἀπεμακρύνθησαν θεληματικὰ ἀπὸ τὴν θείαν χάριν, εἶναι ἀδύνατον πιὰ νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ ἀνακαινισθοῦν. Διότι στὶς πωρωμένες ψυχές τους δὲν ἐπιδρᾷ πιὰ ἡ θεία χάρις.

Δικαιολογημένα λοιπὸν καὶ ὁ Σειρὰχ θεωρεῖ ἀξιολύπητους καὶ ἀξιοθρήνητους καὶ δυστυχέστερους ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ὅσους μὲ τὴν ἀποστασίαν τους κατατάσσουν τοὺς ἑαυτοὺς τοὺς ἀνάμεσα σ᾿ ἐκείνους, τοὺς ὁποίους, διὰ τὴν ἀμετανοησίαν τους, ὁ Κύριος θὰ τιμωρήση μὲ τὸν αἰώνιον θάνατον.