Στὸ ἐρώτημα, ποιὸς θὰ ἠμποροῦσε νὰ χαρακτηρισθῇ εὐτυχισμένος, οἱ ἄνθρωποι, ἀνάλογά με τὶς προσωπικές τους ἐκτιμήσεις, θὰ ἔδιδαν διάφορες ἀπαντήσεις. Καὶ ὁ Σειρὰχ ὅμως ἀσχολεῖται μὲ τὸ θέμα αὐτὸ στὸ σύγγραμμά του. Μερικὲς δὲ ἀπὸ τὶς σοφές του ἀπόψεις ἀναλύουμε στὴν συνέχειαν.
Στὸ νὰ αἰσθάνεται ἕνας ἄνθρωπος χαρούμενος καὶ εὐτυχισμένος συμβάλλουν πολλὰ πράγματα τῆς καθημερινῆς ζωῆς. μὲ ἀποκορύφωμα τοὺς τὴν ὑγείαν καὶ τὴν ψυχικὴν εὐεξίαν. Αὐτὸ πιστεύει ὁ ἔμπειρος καὶ μελετημένος Σειράχ.
Περιληπτικὰ δὲ πρῶτα λέγει ὅτι εὐτυχισμένος θεωρεῖται ὅποιος ἀποκτήσει πολλὰ παιδιὰ καὶ ἔχει συγχρόνως καλὴν καὶ ἄμεμπτην σύζυγον. Ἀλλὰ καὶ τὸ κρασὶ καὶ ἡ μουσικὴ εὐφραίνουν τὴν καρδιὰν τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ μουσικὰ ὄργανα, ὅπως εἶναι ὁ αὐλὸς καὶ τὸ ψαλτήρι, τέρπουν τὸν ἄνθρωπον, ὅπως καὶ τὸ μέλι. Εὐχάριστα ἐπίσης αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀκούῃ κάποιον νὰ ὁμιλῇ μὲ γλυκειὰν γλῶσσαν ἡ ὅταν βλέπῃ χαρούμενα πρόσωπα ἡ ὅταν ἀντικρύζη τὶς ὀμορφιὲς τῆς φύσεως καὶ ἰδιαίτερα τὴν γεμάτην σπέρματα καὶ καρποὺς βλάστησιν τῆς ὑπαίθρου. Εὐχάριστη ἀκόμη εἶναι ἡ συνάντησις ἑνὸς ἄνθρωπου μὲ τὸν φίλον του ἡ μὲ τὸν ἣ τὴν σύντροφον τῆς ζωῆς του. Καὶ ἡ βοήθεια μεταξὺ ἀδελφῶν ἢ φίλων δίδει στήριγμα καὶ ἀνακούφισιν. Ἰδιαίτερα σ´ ὅποιον εὑρίσκεται μέσα σὲ θλίψεις.
Ἐπίσης καὶ μία καλῇ συμβουλὴ συμβάλλει στὴν εὐδοκίμησιν ὅποιου τὴν δέχεται. Τέλος καὶ ὁ χρυσὸς καὶ ὁ ἄργυρος καὶ τὰ χρήματα καὶ ἡ δύναμις στηρίζουν τὰ πόδια καὶ ἀνυψώνουν τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων.
«Κρείσσων πτωχὸς ὑγιὴς καὶ ἰσχύων τὴ ἔξει ἢ πλούσιος μεμαστιγωμένος εἰς σῶμα αὐτοῦ. Ὑγεία καὶ εὐεξία βέλτιον παντὸς χρυσίου, καὶ σῶμα εὔρωστον ἢ ὄλβος ἀμέτρητος. Οὐκ ἴση πλοῦτος βέλτιων ὑγείας σώματος καὶ οὐκ ἔστιν εὐφροσύνη ὑπὲρ χαρὸν καρδίας» (λ´, 14-16).
Πιὸ εὐτυχισμένος δηλαδὴ εἶναι ὁ ὑγιὴς ἄνθρωπος, ἔστω καὶ ἂν εἶναι φτωχός, ἀπὸ ἕνα πλούσιον κτυπημένον ἀπὸ ἀρρώστιες. Διότι ἡ ὑγεία καὶ εὐεξία εἶναι ἀγαθὰ πολυτιμότερα ἀπὸ ἀμέτρητα πλούτη. Καὶ τὰ μεγαλύτερα ἀκόμη πλούτη δὲν εἶναι προτιμότερα ἀπὸ τὴν ὑγείαν τοῦ σώματος. Οὔτε ὑπάρχει εὐφροσύνη ἀνώτερη ἀπὸ τὴν χαρὰν τῆς καρδιᾶς. Δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἀγαλλίασιν, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν σωματικὴν εὐεξίαν.
Ἕνα ἄλλο μέσο, διὰ νὰ αἰσθάνεται ἕνας ἱκανοποιημένος καὶ ἀναπαυμένος, εἶναι καὶ ἡ ὀλιγάρκεια καὶ ἡ ἀποφυγὴ περιττῶν κόπων καὶ φροντίδων. Αὐτὸ διακηρύσσει ὁ Σειρὰχ μὲ τὰ ἀκόλουθα γνωμικά του:
Ζωὴ αὐτάρκους ἐργάτου γλυκανθήσεται...» (μ´. 18). «Τέκνον, μὴ περὶ πολλὰ ἔστωσαν αἱ πράξεις σου· ἐὰν πληθυνῇς οὐκ ἀθωωθήση- καὶ ἐὰν διώκῃς, οὗ μὴ καταλάβης. Καὶ οὐ μὴ ἐκφύγῃς διαδρᾶς. Ἔστι κοπιῶν καὶ πονῶν καὶ σπεύδων, καὶ τόσω μᾶλλον ὑτερεῖται» (ια´, 10-11).
Γλυκειὰ δηλαδὴ γίνεται ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἔμαθε νὰ ἐργάζεται καὶ νὰ ἀρκῆται στὰ ἀναγκαῖα διὰ τὴν συντήρησιν τῆς ζωῆς του. Διὰ τοῦτο, παιδί μου, προσθέτει ὁ Σειράχ, μὴ ἀσχολεῖσαι μὲ πολλὰ πράγματα καὶ μάλιστα μὲ ἔργα ἀνώτερα ἀπὸ τὶς δυνάμεις σου. Διότι, ἂν γίνῃς πολυάσχολος, δὲν θὰ ἀποφυγῆς σφάλματα. Καὶ ἂν θέλῃς νὰ ἐπιτύχης πολλά, θὰ ἀποτύχης καὶ δὲν θὰ διαφύγῃς πτώσεις καὶ στενοχώριες. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ ὅσον κοπιάζουν καὶ μοχθοῦν καὶ τρέχουν συνεχῶς νὰ κάμουν πολλά, τόσον καὶ περισσότερον στεροῦνται καὶ μένουν ἀνικανοποίητοι.
Πιστεύει ὅμως ὁ Σειρὰχ καὶ διακηρύσσει μὲ τὰ ἀκόλουθα λόγια του ὅτι πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἡ εὐσέβεια καὶ ἡ συμμόρφωσις μὲ τοῦ Θεοῦ τὸ θέλημα εἶναι ἀφορμὴ τῆς πιὸ μεγάλης εὐτυχίας:
«Δόσις Κυρίου παραμένει εὐσεβέσι, καὶ ἡ εὐδοκία αὔτου εἰς τὸν αἰῶνα εὐοδωθήσεται... Εὐλογία Κυρίου ἐν μισθῷ εὐσεβοῦς, καὶ ἐν ὥρᾳ ταχινῇ ἀναβάλλει εὐλογίαν αὐτοῦ» (ια´, 17, 22). «Οὐκ ἔστιν ἐν φόβῳ Κυρίου ἐλάττωσις, καὶ οὐκ ἔστιν ἐπιζητῆσαι ἐν αὐτῷ βοήθειαν φόβος Κυρίου ὡς παράδεισος εὐλογίας, καὶ ὑπὲρ πᾶσαν δόξαν ἐκάλυψαν αὐτόν» (μ´, 26-27). «Μακάριος οὗ οὐ κατέγνω ἡ ψυχὴ αὐτοῦ, καὶ ὃς οὐκ ἔπεσεν ἀπὸ τῆς ἐλπίδος αὐτοῦ» (ιδ´. 2).
Τὰ δῶρα δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ παρέχονται καὶ μένουν στὰ χέρια τῶν εὐσεβῶν. Καὶ ἡ εὔνοια τοῦ Κυρίου στερεώνει τὴν εὐτυχίαν τῶν εὐσεβῶν ὅλων τῶν αἰώνων. Ἡ εὐλογία τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ ἀμοιβὴ τῶν εὐσεβῶν. Ἠμπορεῖ δὲ ὁ Κύριος μέσα σὲ στιγμὲς χρόνου νὰ κάμῃ, ὥστε ἡ εὐλογία του νὰ μεταβάλῃ τὸν εὐσεβῆ σε δένδρο θαλερὸ καὶ καρποφόρο. Ὅπου ὑπάρχει εὐλάβεια πρὸς τὸν Θεόν, ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει φτώχεια καὶ στέρησις. Ὁ εὐλαβικὸς φόβος πρὸς τὸν Θεὸν μοιάζει μὲ εὐλογημένον καὶ γεμάτον καρποὺς κῆπον. Τὸν δὲ εὐσεβῇ ἄνθρωπον ὁ Θεὸς τὸν σκεπάζει μὲ δόξαν μοναδικήν.
Εὐτυχισμένος λοιπὸν πραγματικὰ ἠμπορεῖ νὰ εἶναι ὁ θεοφοβούμενος ἄνθρωπος. Διότι αὐτὸς δὲν ταλαιπωρεῖται ἀπὸ τοὺς ἐλέγχους τῆς συνειδήσεώς του καὶ ποτὲ δὲν χάνει τὴν πρὸς τὸν Θεὸν ἐλπίδα του.