Μὲ τὴν γλῶσσαν οἱ ἄνθρωποι ἐξωτερικεύουν τοὺς ἐσωτερικούς τους διαλογισμοὺς καὶ ἐπικοινωνοῦν μὲ τοὺς συνανθρώπους τους. Δυστυχῶς ὅμως μὲ τὴν γλῶσσαν τοὺς οἱ ἄνθρωποι συχνὰ παρασύρονται καὶ σὲ σοβαρὰ ἁμαρτήματα, ποὺ ἀποδεικνύονται ὀλέθρια, τόσον σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ τὰ διαπράττει ὅσον καὶ σ᾿ ἄλλους ἀνθρώπους. Ἀξίζει ἑπομένως νὰ προσέξουμε τὶς σοφὲς σκέψεις, ποὺ ὁ Σειρὰχ διατυπώνει γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τῆς γλώσσας καὶ τῆς καλῆς ἢ κακῆς χρησιμοποιήσεως τῆς ἐκ μέρους μας.
Πόσην σημασίαν δίδει ὁ Σειρὰχ στὴν γλῶσσαν, ὡς ἐκφραστικοῦ ὀργάνου τοῦ ἀνθρώπου, φανερώνουν οἱ ἀκόλουθες παρατηρήσεις του:
«Παιδείαν στόματος ἀκούσατε, τέκνα, καὶ ὁ φυλάσσων οὗ μὴ ἁλῶ. Ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτοῦ καταληφθήσεται ἁμαρτωλός, καὶ λοίδορος καὶ ὑπερήφανος σκανδαλιαθήσονται ἐν αὐτοῖς» (κγ´ 7-8). «Ὀλίσθημα ἀπὸ ἐδάφους μᾶλλον ἢ ἀπὸ γλώσσης» (κ´ 18). «Μακάριος ἀνήρ, ὃς οὐκ ὠλίσθησεν ἐν στόματι αὐτοῦ καὶ οὗ κατενόγη ἐν λύπῃ ἁμαρτίας» (ιδ´ 1).
Μὲ πατρικὴν στοργὴν λοιπὸν ὁ Σειρὰχ λέγει πρὸς τοὺς ἀναγνῶστες τοῦ συγγράμματός του: Παιδιά μου, ἀκοῦστε συμβουλές, ποὺ θὰ σᾶς βοηθήσουν στὴν ὀρθὴν χρησιμοποίησιν τῆς γλώσσας σας. Ὅποιος δὲ θὰ τὶς ἐφαρμόση, δὲν θὰ πέση στὴν παγίδα τῶν ἁμαρτημάτων τῆς γλώσσας. Ἀντίθετα, ἀπὸ τὰ λόγια του θὰ συλληφθῆ ὁ ἁμαρτωλός. Ἀλλὰ καὶ ὁ κάθε ὑβριστὴς καὶ ὑπερήφανος, ἀπὸ ἀπροσεξίες στὰ λόγια του, θὰ σκοντάψη καὶ θὰ πέση.
Εἶναι τόσον σοβαρὰ τὰ ἁμαρτήματα τῆς γλώσσας, προσθέτει ὁ Σειράχ, ὥστε νὰ θεωρῆται προτιμότερον νὰ πέση κάποιος στὸ ἔδαφος καὶ νὰ κτυπήση, παρὰ νὰ τοῦ ξεφύγουν ἄπρεπα λόγια. Εἶναι ἑπομένως εὐτυχισμένος ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ὁποίου δὲν ξεφεύγουν λόγια ἁμαρτωλά. Διότι αὐτὸς δὲν θὰ ἔχῃ τύψεις συνειδήσεως καὶ δὲν θὰ λυπᾶται διὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ στόματός του.
«Εἰ τὶς ἐν λόγῳ οὗ πταιει, οὗτος τέλειος ἀνήρ» (Ἰακ. γ´ 2), γράφει καὶ ὁ θεῖος Ἰάκωβος. Καὶ τονίζει καὶ αὐτὸς θεοπνεύστως ὅτι, ὅποιος κατορθώνει νὰ μὴ ἁμαρτάνῃ μὲ τὰ λόγια του, αὐτὸς ἠμπορὴ νὰ χαρακτηρισθῇ σὰν τέλειος ἄνθρωπος.
Ὁ σοφὸς Σειρὰχ ἐπισημαίνει τὴν πολυλογίαν σὰν ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ συνηθισμένα καὶ σοβαρὰ ἁμαρτήματα τῆς γλώσσας. Γράφει δὲ τὰ ἑξῆς σχετικά:
«Ἴδε πεpίφραξον τὸ κτῆμα σου ἀκάνθαις, τὸ ἀργύριόν σου καὶ τὸ χρυσίον σου κατάδησον καὶ τοῖς λόγοις σου ποίησον ζυγὸν καὶ σταθμόν, καὶ τῷ στόματί σου ποίησον θύραν καὶ μοχλόν» (κη´, 24-25). «Μὴ γίνου ταχὺς ἐν γλώσσῃ σου» (δ´, 29). «Γίνου ταχὺς ἐν ἀκροάσει σου» (ε´, 11). «Φοβερὸς ἐν πόλει αὐτοῦ ἀνὴρ γλωσσώδης, καὶ ὁ προπετῆς εν λόγω αὐτοῦ ἰσηθήσεται».(θ´,18).
Πρόσεξε, γράφει ὁ Σειράχ. Ὅπως φράσσεις τὸ ἀγρόκτημά σου μὲ ἀγκάθια καὶ ὅπως δένεις σὲ κομπόδεμα τὰ ἀργυρὰ καὶ χρυσά σου νομίσματα, ἔτσι πᾶρε ζυγαριὰν καὶ σταθμά, διὰ νὰ ζυγίζῃς τὰ λόγια σου. Καὶ γύρω ἀπὸ τὸ στόμα σου βάλε θύραν καὶ σύρτην, διὰ νὰ ἐλέγχῃς ὅσα θὰ λέγῃς.
«Θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόματί μου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη μου» (Ψαλμ. 140, 3), προσεύχεται καὶ ὁ Δαβίδ. Καὶ ζητᾷ ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ τοῦ χαρίση τὴν ἱκανότητα νὰ περιφρουρῇ τὸ στόμα καὶ τὰ χείλη του, ὥστε νὰ μὴ βγαίνουν ἀπ᾿ αὐτὰ λόγια ἀτελώνιστα καὶ ἄχρηστα.
Ἀκόμη, λέγει στὸν καθένα μας ὁ Σειράχ, μὴ ἀφήνῃς τὴν γλῶσσαν σου νὰ σπεύδῃ καὶ νὰ λέγῃ πολλὰ λόγια. Τουναντίον μάθε νὰ εἶσαι γρήγορος στὸ νὰ ἀκούης. Γίνε «ταχὺς εἰς τὸ ἀκούσαι, βραδὺς εἰς τὸ λαλῆσαι» (Ἰακ. α´, 19), μᾶς συμβουλεύει καὶ ὁ θεῖος Ἰάκωβος. Διότι ὁ ἀθυρόστομος καὶ πολύλογος ἄνθρωπος τρομάζει τοὺς συμπολῖτες του καὶ γίνεται μισητὸς σ᾿ αὐτούς.
Σοβαρότερα ἀπὸ τὴν πολυλογίαν καὶ ἀργολογίαν εἶναι τὰ ἀκάθαρτα καὶ βρωμερὰ λόγια. Σ᾿ αὐτὰ ἀναφέρεται καὶ ὁ Σειρὰχ καὶ γράφει:
«Ἔστι λέξις ἀντιπεριβεβλημένη θανάτω... Ἀπαιδευσίαν ἀσυρὴ μὴ συνεθίσης τὸ στόμα σου, ἔστι γὰρ ἐν αὐτῇ λόγος ἁμαρτίας... Ἄνθρωπος συνεθιζόμενος λόγοις ὀνειδισμοῦ ἐν πόσαις ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ οὐ μὴ παιδευθῇ» (κγ´, 12, 13, 15).
Ὑπάρχουν δηλαδὴ λόγια καὶ φράσεις τόσον βαρειὲς καὶ ἀπρεπεῖς, ὥστε ἐκεῖνοι ποὺ τὶς ἐκστομίζουν πρέπει νὰ τιμωροῦνται μὲ θάνατον. Μὴ συνηθίσετε λοιπὸν τὸ στόμα σας σὲ φράσεις ἀκάθαρτες καὶ αἰσχρές. Διότι μέσα σ᾿ αὐτὲς ὑπάρχουν λόγια ἁμαρτωλά.
Ὅποιος δὲ ἄνθρωπος ἔχει συνηθίσει νὰ λέγῃ κατὰ τῶν ἄλλων λόγια ὑβριστικά, δὲν πρόκειται ποτὲ στὴν ζωήν του νὰ μορφωθῆ καὶ νὰ προοδεύση. Βαρύτερο ἀκόμη ἁμάρτημα μὲ καταστροφικὲς συνέπειες εἶναι οἱ συκοφαντίες. Αὐτὸ τονίζει καὶ ὁ Σειρὰχ μὲ τὶς ἀκόλουθες γνῶμες του:
«Γλῶσσα τρίτη πολλοὺς ἐσάλευσε καὶ διέστησεν αὐτοὺς ἀπὸ ἔθνους εἰς ἔθνος καὶ πόλεις ὀχυρᾶς καθεῖλε καὶ οἰκίας μεγιστάνων κατέστρεψε. Γλῶσσα τρίτη γυναίκας ἀνδρείας ἐξέβαλε καὶ ἐστέρησεν αὐτὰς τῶν πόνων αὐτῶν... Πληγῆ μάστιγος ποιεῖ μώλωπας, πληγῆ δὲ γλώσσης συγκλάσει ὀστᾶ. Πολλοὶ ἔπεσαν ἐν στοματὶ μαχαίρας, καὶ οὐχ ὡς οἱ πεπτωκότες διὰ γλῶσσαν. Μακάριος ὁ σκεπασθεὶς ἀπ᾿ αὐτῆς, ὃς οὗ διῆλθεν ἐν τῷ θυμῷ αὐτῆς, ὃς οὐχ εἵλκυσε τὸν ζυγὸν αὐτῆς καὶ ἐν τοῖς δεσμοῖς αὐτῆς οὐκ ἐδέθη. ὁ γὰρ ζυγὸς αὐτῆς ζυγὸς σιδηροῦς, καὶ οἱ δεσμοὶ αὐτῆς δεσμοὶ χάλκεοι. Θάνατος πονηρὸς ὁ θάνατος αὐτῆς, καὶ λυσιτελῇς μᾶλλον ὁ ᾅδης αὐτῆς, (κη´. 14-15, 17-21).
Ἡ συκοφαντικὴ δηλαδὴ γλῶσσα ἐπιφέρει πολλὲς ἀναστατώσεις καὶ καταστροφές. Αὐτὴ συνετάραξε πολλοὺς ἀνθρώπους καὶ συνέβαλε στὸ νὰ ἐξορισθοῦν ἀπὸ τὸ ἔθνος τους καὶ νὰ καταφύγουν σ᾿ ἄλλο ἔθνος. Ἐκρήμνισεν ὀχυρωμένες πόλεις καὶ κατέστρεψε ἀρχοντικὲς οἰκογένειες. Ἀκόμη ἀπὸ συκοφαντίες, ποὺ διετύπωσαν γλῶσσες δηλητηριώδεις, γυναῖκες τίμιες καὶ ἐργατικὲς ἐξεδιώχθησαν ἀπὸ τοὺς συζύγους τους καὶ ἐστερήθησαν ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῶν κόπων τους.
Τὰ κτυπήματα, προσθέτει ὁ Σειράχ, ποὺ δίδονται μ᾿ ἕνα μαστίγιο, προξενοῦν στὸ σῶμα μωλωπισμοὺς καὶ πληγές. Ὅμως τὰ συκοφαντικὰ λόγια σπάζουν κόκκαλα. «Ἡ γλῶσσα κόκκαλα δὲν ἔχει καὶ κόκκαλα τσακίζει», ὅπως λέγει καὶ ἡ λαϊκὴ παροιμία. Στὴν ζωὴν δὲ πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ ἐφονεύθησαν ἀπὸ κοφτερὰ μαχαίρια, περισσότεροι ὅμως εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ ἐκτυπήθησαν καὶ ἐπληγώθησαν ἀπὸ συκοφαντικὲς γλῶσσες. Ἔτσι θεωρεῖται εὐτυχισμένος ὅποιος ποτὲ δὲν ἔγινε θῦμα τῆς σκληρῆς καὶ συκοφαντικῆς γλώσσας καὶ δὲν ἀναγκάσθηκε νὰ σηκώση πάνω τοῦ τὶς θλιβερὲς συνέπειες τῆς συκοφαντίας, ποὺ μοιάζει μὲ βαρειὰ σιδερένια καὶ χάλκινα δεσμά. Διότι πράγματι τῆς συκοφαντίας ὁ ζυγὸς εἶναι βαρὺς σὰν σίδερο καὶ τὰ δεσμά της εἶναι σὰν χάλκινες χειροπέδες. Ἡ θλῖψις, ποὺ αἰσθάνεται ὁ συκοφαντημένος, εἶναι πικρὴ σὰν τὸν θάνατον. Προτιμότερος ἀκόμη εἶναι ὁ θάνατος καὶ ὁ Ἅδης.
Ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ ἁμαρτήματα, τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε, ὁ Σειρὰχ θεωρεῖ καὶ τὸ ψεῦδος. Δι᾿ αὐτὸ δὲ γράφει:
«Μὴ θέλε ψεύδεσθαι πᾶν ψεῦδος, ὁ γὰρ ἐνδελεχισμὸς αὐτοῦ οὐκ εἰς ἀγαθόν» (ζ´, 13). «Μῶμος πονηρὸς ἐν ἀνθρώπῳ ψεῦδος, ἐν στόματι ἀπαίδευτων ἐνδελεχισθήσεται. Αἱρετὸν κλέπτης ἢ ὁ ἐνδελεχίζων ψεύδει, ἀμφότεροι δὲ ἀπώλειαν κληρονομήσουσιν. Ἦθος ἀνθρώπου ψευδοῦς ἀτιμία, καὶ ἡ αἰσχύνη αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ ἐνδελεχῶς» (κ´. 24-26).
Πρόσεξε, λέγει στὸν καθένα μας, νὰ μὴ λέγῃς κανένα ψευδός. Διότι ἂν συνηθίσης νὰ λέγῃς ψέματα, δὲν θὰ σοῦ βγῆ σὲ καλό. Διότι τὸ ψεῦδος εἶναι μεγάλη ἐντροπὴ διὰ τὸν ἄνθρωπον. Τοῦτο δὲ ὑπάρχει συνεχῶς στὸ στόμα ἀνθρώπων, ποὺ εἶναι ἀκαλλιέργητοι πνευματικά. Προτιμότερος δὲ ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ συνεχῶς ψεύδεται εἶναι ὁ κλέφτης. Ὅμως καὶ ὁ ψεύτης καὶ ὁ κλέφτης θὰ τιμωρηθοῦν αὐστηρά.
Ὁπωσδήποτε ὅμως ἡ συνήθεια τῆς ψευδολογίας εἶναι ἐξευτελιστικὴ σ᾿ ἐκεῖνον, ποὺ τὴν ἔχει. Καὶ ἡ ἐντροπὴ διὰ τὴν συνήθειάν του αὐτὴν θὰ εἶναι πάντα μαζί του.
Ἁμάρτημα σοβαρὸ θεωρεῖ ὁ Σειρὰχ καὶ τὴν ἀνειλικρίνειαν καὶ διπλοπροσωπίαν. Μᾶς προτρέπει δὲ νὰ ἀποφεύγουμε καὶ τὸ ἁμάρτημα αὐτὸ μὲ τὶς ἀκόλουθες σοφὲς καὶ παραστατικὲς συμβουλές του:
«Μὴ λίκμα ἐν παντὶ ἀνέμω καὶ μὴ πορεύου ἐν πάσῃ ἀτραπῶ· οὕτως ὁ ἁμαρτωλὸς ὁ δίγλωσσος. Ἴσθι ἐστηριγμένος ἐν συνέσει σου, καὶ εἰς ἔστω σου ὁ λόγος» (ε, 9 -10).
Μὴ μοιάζης δηλαδὴ μὲ ἐκείνους, πού, ὅταν ἐλίχνιζαν τὸ σιτάρι τους, ἐπροσαρμόζοντο πρὸς τὸ φύσημα κάθε ἀνέμου. Οὔτε νὰ ἀκολουθῇς ὅποιον δρόμον ἀνοίγεται μπροστά σου. Μὲ ἄλλα λόγια νὰ μὴ φέρεσαι σὰν ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ἔχει ἀρχὲς καὶ πεποιθήσεις ἀλλὰ φέρεται ἀνάλογα μὲ τὴν συμπεριφορὰν καὶ τὰ φρονήματα τῶν γύρω του. Διότι ἔτσι φέρονται οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ οἱ ὑποκριτὲς καὶ διπλοπρόσωποι. Ἀντίθετα λοιπὸν μὲ αὐτούς, ἐσὺ νὰ εἶσαι σταθερὸς στὶς συνετὲς ἀποφάσεις καὶ πεποιθήσεις σου. Νὰ ἔχῃς πρόγραμμα στὴν ζωήν σου. Καὶ ὁ λόγος σου νὰ εἶναι ἕνας καὶ ὁ ἴδιος πρὸς ὅλους, ἀνεξάρτητα ἂν θὰ τοὺς ἀρέσῃ ἢ ὄχι.
Ἡ συνήθεια νὰ ὁρκίζωνται χωρὶς λόγον οἱ ἄνθρωποι θεωρεῖται σοβαρὸ ἁμάρτημα ἀπὸ τὸν θεόπνευστον λόγον τῆς Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης. Βασικὰ δὲ καταδικάζεται ὁ ὅρκος, ἀφοῦ κατ᾿ αὐτὸν ἀναφέρεται μάταια καὶ ἄσκοπα τὸ ἅγιον Ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ὅσοι ἐπιπόλαια καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχη σοβαρὸς λόγος καὶ ἐξαναγκασμὸς ὁρκίζονται, παραβαίνουν τὴν δεύτερην ἐντολὴν τοῦ Δεκάλογου, ποὺ λέγει: «Οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίῳ» (Ἐξόδ. κ´, 7).
Στοὺς ὅρκους λοιπὸν ἀναφέρεται καὶ ὁ σοφὸς Σειρὰχ καὶ τονίζει τὰ ἀκόλουθα:
«Ὄρκῳ μὴ ἐθίσης τὸ στόμα σου καὶ ὀνομασία τοῦ ἁγίου μὴ συνεθισθῆς... Ἂν ἢ ρ πολύορκος πλησθήσεται ἀνομίας, καὶ οὐκ ἀποστήσεται ἀπὸ τοῦ οἴκου αὐτοῦ μάστιξ. ἐὰν πλημμελήση, ἁμαρτία αὐτοῦ ἐπ᾿ αὐτῷ, κἂν ὑπερίδη, ἤμαρτε δισσῶς· καὶ εἶ διακενῆς ὤμοσεν, οὗ δικαιωθήσεται, πλησθήσεται γὰρ ἐπαγωγῶν ὁ οἶκος αὐτοῦ» (κγ´, 9, 11).
Μᾶς συμβουλεύει λοιπὸν ὁ Σειράχ: μὴ συνηθίσης τὸ στόμα σου στοὺς ὅρκους. Οὔτε καὶ νὰ προφέρῃς ἄσκοπα τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου Θεοῦ. Διότι ὅποιος ἄνθρωπος κάμνει πολλοὺς ὅρκους, θὰ γεμίση ἀπὸ παρανομίες, καὶ ἀπὸ τὸ σπίτι του δὲν θὰ λείψουν οἱ τιμωρίες καὶ οἱ θλίψεις. Τονίζει ἐπίσης ὅτι ὅσον περισσότερον ἔνοχος εἶναι ἕνας στὸ ἁμάρτημα τῶν ὅρκων, τόσον περισσότερες θὰ εἶναι οἱ συμφορές του. Καὶ ἀξιολογεῖ ὡς ἀκολούθως τὰ στάδια τῆς ἁμαρτίας τῶν ὅρκων.
α) Ὅποιος ἄνθρωπος κάμνει πολλοὺς ὅρκους, ὁπωσδήποτε ἁμαρτάνει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
β) Ὅποιος ὅμως ἀδιαφορεῖ καὶ παραβαίνει τοὺς ὅρκους, ποὺ κάμνει, αὐτὸς διαπράττει διπλὴ ἁμαρτίαν. Διότι ὄχι μόνον ὁρκίζεται, ἀλλὰ γίνεται καὶ ἐπίορκος καὶ ἀθετεῖ τὶς ὑποσχέσεις του.
γ) Ἀσυγχώρητος ὅμως τελείως καὶ περισσότερον ἔνοχος ἀπ᾿ ὅλους εἶναι ὅποιος δίδει ψεύτικους ὅρκους. Διότι αὐτὸς συνειδητὰ γίνεται καὶ ψεύδορκος.
Καὶ ὁ Σειρὰχ λοιπὸν μοιάζει νὰ μᾶς συμβουλεύῃ μαζὶ μὲ τὸν θεῖον Ἰάκωβον: «Πρὸ πάντων δέ, ἀδελφοί μου, μὴ ὀμνύετε... ἤτω δὲ ὑμῶν τὸ ναὶ ναί, καὶ τὸ οὐ οὐ, ἵνα μὴ ὑπὸ κρίσιν πέσητε» (Ἰακ, ε´, 12). Προσέχετε δηλαδή, ἀδελφοί μου, ἰδιαίτερα νὰ μὴ ὁρκίζεσθε. Ἂς εἶναι δὲ τὸ ναί, ποὺ λέγετε, πραγματικὸ ναί, καὶ τὸ ὄχι σας πραγματικὸ ὄχι. Ἔτσι δὲν θὰ ἐπισύρετε πάνω σας τὴν κρίσιν καὶ καταδίκην τοῦ Θεοῦ.
Παράλληλά με τὶς συστάσεις νὰ μὴ ἁμαρτάνουμε μὲ τὴν γλῶσσαν μας, ὁ σοφὸς Σειράχ μας προτρέπει ὡς ἑξῆς νὰ λέγουμε μὲ αὐτὴν λόγια καλὰ καὶ συνετά:
«Ὁ σοφὸς ἐν λόγῳ ἑαυτὸν προσφιλῆ ποιήσει.» (κ´, 13). «Λάρυγξ γλυκὺς πληθύνει φίλους αὐτοῦ, καὶ γλῶσσα εὔλαλος πληθύνει εὐπροσήγορα» (στ´, 5). «Αὐλὸς καὶ ψαλτήριον ἠδύνουσι μέλι. Καὶ ὑπὲρ ἀμφότερα γλῶσσα ἠδεία» (μ´, 21).
Ἐνῷ δηλαδὴ ὁ ἀπρόσεκτος στὰ λόγια τοῦ δημιουργεῖ ἐχθρούς, ὁ συνετὸς ἄνθρωπος, μὲ τὰ καλά του λόγια, θὰ κάμῃ τὸν ἑαυτόν του προσφιλῆ στοὺς ἄλλους. Τὰ γλυκὰ καὶ προσεκτικὰ λόγια συμβάλλουν στὸ νὰ αὐξάνωνται οἱ φίλοι ἐκείνου, ποὺ τὰ λέγει. Καὶ ἡ γλῶσσα, ποὺ ὁμιλεῖ ὀρθά, θὰ συμβάλλῃ στὸ νὰ λέγουν καὶ ἄλλοι λόγια καλά. Τὰ μουσικὰ ὄργανα τοῦ αὐλοῦ καὶ τοῦ ψαλτηρίου ἀποδίδουν ἤχους γλυκεῖς, σὰν τὸ μέλι. Περισσότερον ὅμως εὐχάριστη καὶ ἀπὸ τὰ δυὸ εἶναι ἡ γλυκειὰ γλῶσσα.
Μίαν ἀρετὴν σχετικήν με τὰ λόγια μας, μᾶς συνιστᾷ ὁ σοφὸς Σειρὰχ μὲ τὰ ἀκόλουθα γνωμικά του:
«Ἐν φίλῳ καὶ ἐν ἐχθρῷ μὴ διηγοῦ, καὶ εἶ μὴ ἔστι σοὶ ἁμαρτία, μὴ ἀποκάλυπτε... Ἀκήκοας λόγον. συναποθανέτω σοί. θάρσει, οὐ μὴ σὲ ρήξει. Ἀπὸ προσώπου λόγου ὠδινήσει μωρὸς ὡς ἀπὸ προσώπου βρέφους ἡ τίκτουσα. Βέλος πεπηγὸς ἐν μηρῷ σαρκός, οὕτως λόγος ἐν κοιλίᾳ μωροῦ» (ιθ´, 8, 10-12). «Ὁ ἀποκαλύπτων μυστήρια ἀπώλεσε πίστιν. Καὶ οὐ μὴ εὕρῃ φίλον πρὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ» (κζ´, 16).
Λέγει λοιπὸν ὁ Σειρὰχ στὸν καθένα μας: Μὴ σπεύδῃς νὰ ἀνακοινώνῃς ἀδιακρίτως σὲ ἐχθροὺς καὶ φίλους σου ὅσα ἀκούεις. Μὴ ἀποκαλύπτῃς τὰ πάντα, ἐκτὸς ἂν ἡ ἀπόκρυψις τοὺς συνιστᾷ ἁμαρτίαν. Ἄκουσες κάποιο μυστικό; Ἂς ἀποθάνη αὐτὸ μαζί σου. Ἔχε θάρρος καὶ μὴ νομίσης ὅτι, ἂν τὸ κρύψης, θὰ σκάσης. Μόνον ἕνας ἀνόητος. Ὅταν ἔχῃ μέσα του ἕνα μυστικό, αἰσθάνεται πόνους, σὰν ἐκείνους ποὺ νοιώθει ἡ γυναῖκα, ποὺ πρόκεται νὰ γεννήση. Ὅπως, ὅταν ἕνα βέλος καρφωθῆ στὸν μηρὸν τοῦ σώματός μας, προκαλεῖ πόνους, ἔτσι καὶ ἕνα μυστικὸ στὸν ἀνόητον φέρνει πόνον. Ὁπωσδήποτε ὅμως ὁ συνετὸς ἄνθρωπος δὲν ἀποκαλύπτει τὰ μυστικά, ποὺ τοῦ ἐμπιστεύονται. Διότι ὅποιος κάμνει κάτι τέτοιο, χάνει τὴν ἐμπιστοσύνην τῶν ἄλλων καὶ δὲν θὰ εὕρῃ φίλους κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν τῆς ψυχῆς του.
Καὶ ἡ σιωπὴ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν Σειρὰχ ὡς ἀρετὴ σπουδαία. Διὰ τὴν ἀξίαν της δὲ καὶ τὸν τρόπον ἐφαρμογῆς τῆς γράφει τὰ ἑξῆς:
«Εἰ ἔστι σοι σύνεσις, ἀποκρίθητι τῷ πλησίον εἰ δὲ μή, ἡ χείρ σου ἔστω ἐπὶ στόματί σου» (ε´ 12). «Ὁ μισῶν λαλιὰν ἐλαττονοῦται κακίᾳ. Μηδέποτε δευτερώσῃς λόγον, καὶ οὐδέν σοι οὐ μὴ ἐλαττονωθῇ» (ιθ´ 6-7). «Ἔστι σιωπῶν εὑρισκόμενος σοφός, καὶ ἔστι μισητὸς ἀπὸ πολλῆς λαλιᾶς. Ἐστι σιωπῶν οὐ γὰρ ἔχει ἀπόκρισιν, καὶ ἔστι σιωπῶν εἰδὼς καιρόν. Ἄνθρωπος σοφὸς σιγήσει ἕως καιροῦ, ὁ δὲ λαπιστὴς καὶ ἄφρων ὑπερβήσεται καιρόν» (κ´, 5-7).
Ἐάν, λέγει ὁ Σειράχ, ἔχεις κάποιαν συνετὴν γνώμην, ἀπάντησε στὸν πλησίον σου. Διαφορετικὰ κλεῖσε μὲ τὸ χέρι σου τὸ στόμα σου καὶ μὴν ὁμιλήσῃς. Ὅποιος ἀποφεύγει τὴν φλυαρίαν, θὰ διαπράττῃ ὀλιγώτερα ἁμαρτήματα. Καὶ σὺ λοιπὸν μὴ μεταφέρεις ἐδῶ καὶ ἐκεῖ τὰ λόγια, ποὺ ἄκουσες, καὶ ἀπ᾿ αὐτὸ δὲν θὰ χάσης τίποτε.
Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ εἶναι σοφοί, ἐπειδὴ ξεύρουν νὰ σιωποῦν. Καὶ ἄλλοι δίνονται μισητοί, ἐπειδὴ φλυαροῦν. Σοφοὶ δὲ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ σιωποῦν, ὄχι διότι δὲν ξεύρουν τί νὰ ἀπαντήσουν, ἀλλὰ διότι γνωρίζουν τὸν κατάλληλον χρόνον νὰ ὁμιλήσουν. Πράγματι δὲ ὁ συνετὸς ἄνθρωπος σιωπᾷ, ὅσον χρόνον πρέπει, ἐνῷ ὁ φλύαρος καὶ ὑπερήφανος ὁμιλεῖ σὲ ἀκατάλληλον καὶ περισσότερον ἀπ᾿ ὅσον πρέπει χρόνον.
«Τὶς δώσει μοὶ ἐπὶ στόμα μου φυλακὴν καὶ ἐπὶ τῶν χειλέων μου σφραγῖδα πανοῦργον, ἵνα μὴ πέσω ἀπ᾿ αὐτῆς καὶ ἡ γλῶσσα μου ἀπολέσῃ με; Κύριε, πάτερ καὶ δέσποτα ζωῆς μου, μὴ ἐγκαταλίπῃς με ἐν βουλῇ αὐτῶν, μὴ ἁφῇς με πεσεῖν ἐν αὐτοῖς» (κβ´ 27, κγ´ 1).
Μὲ τὸ ἐρώτημα καὶ τὴν προσευχὴν αὐτὴν τοῦ Σειρὰχ κλείουμε τὸ σχετικὸ μὲ τὰ λόγια μας κεφάλαιο. Καὶ ὁ καθένας μας ἂς ἐπαναλάβη μὲ πολλὴν συνοχήν: Ποιὸς θὰ βάλῃ καὶ στὸ ἰδικό μου στόμα φύλακα καὶ στὰ χείλη μου σφραγῖδα, διὰ νὰ μὴ περιπέσω σὲ ἁμαρτήματα λόγων καὶ νὰ μὴ μὲ καταστρέψη ἡ γλῶσσα μου; Σύ, Κύριε, Πάτερ καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, μὴ μὲ ἐγκαταλείψης στὴν διάθεσιν τῶν ἀσύνετων καὶ ἀπρόσεκτών μου λόγων καὶ μὴ μὲ ἀφήσῃς νὰ γίνω θῦμα τους.