Ὁ Σειράχ, ποὺ ἐμελέτησε καὶ ἐγνώρισε καλὰ τοὺς ἀνθρώπους, κατέληξε στὸ συμπέρασμα ὅτι πολλὰ κακὰ ἠμπορεῖ νὰ πάθη κάποιος, ἂν δὲν προσέξη στὶς συναναστροφὲς καὶ ἐπικοινωνίες του μὲ διαφόρους τύπους ἀνθρώπων. Στὸ σύγγραμμά του δὲ ἐπισημαίνει καὶ τοὺς κινδύνους καὶ τοὺς ἀνθρώπους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους πρέπει νὰ φυλαγώμεθᾳ.
Ὁ συνετὸς καὶ φρόνιμος ἄνθρωπος ἔχει δικαίωμα ἀλλὰ καὶ καθῆκον νὰ κάμνῃ διάκρισιν μεταξὺ ἐκείνων, ποὺ ἐπιδιώκουν νὰ τὸν συναναστρέφωνται, καὶ νὰ ἀποκλείῃ ἀπὸ τὸ περιβάλλον τοῦ ὅσους θεωρεῖ ἀνάξιούς της ἐμπιστοσύνης του. Αὐτὸ τονίζει ὁ Σειρὰχ μὲ τὰ ἀκόλουθα γνωμικά του:
«Πρόσεχε μὴ ἀποπλανηθῆς καὶ μὴ ταπεινωθῆς ἐν ἀφροσύνῃ σου» (ιγ´, 8). «Μὴ πάντα ἄνθρωπον εἴσαγε εἰς τὸν οἶκον σου, πολλὰ γὰρ τὰ ἔνεδρα τοῦ δολίου... Ἐνοίκισον ἀλλότριον καὶ διαστρέψει σὲ ἐν ταραχαῖς, καὶ ἀπαλλοτριώσει σε τῶν ἰδίων σου» (ια´, 29, 34). Ἀπὸ ὁράσεως ἐπιγνωσθήσεται ἀνήρ, καὶ ἀπὸ ἀπαντήσεως προσώπου ἐπιγνωσθήσεται νοήμων. Στολισμὸς ἀνδρὸς καὶ γέλως ὀδόντων καὶ βήματα ἀνθρώπου ἀναγγέλλει τὰ περὶ αὐτοῦ» (ιθ´, 29-30).
Πρόσεχε, λέγει στὸν καθένα μας ὁ ἔμπειρος Σειράχ, νὰ μὴ παραπλανηθῆς ἀπὸ ἀνθρώπους δολίους, διὰ νὰ μὴ ἐξευτελισθῆς καὶ ταπεινωθῆς ἀπὸ ἰδικήν σου ἐπιπολαιότητα καὶ ἀπερισκεψίαν. Μὴ βάζῃς λοιπὸν μέσα στὸ σπίτι σου ἀνεξέλεγκτα κάθε ἄνθρωπον. Διότι πολλὲς παγίδες εἶναι δυνατὸν νὰ σοῦ στήσῃ ἕνας ἀπατεῶνας. Ἂν δὲ ἐπιτρέψης τὴν εἴσοδον στὸ σπίτι σου ἑνὸς τέτοιου ἀνθρώπου, θὰ σὲ ἀναστάτωση ὁπωσδήποτε καὶ θὰ σοῦ δημιουργήση οἰκογενειακὲς ταραχὲς καὶ θὰ σὲ ἀποξένωση ἀπὸ τοὺς ἰδικούς σου ἀνθρώπους.
Καὶ προσθέτει ὁ Σειράχ: δὲν εἶναι δύσκολον νὰ διακρίνῃς τὴν ποιότητα ἑνὸς ἀνθρώπου. Διότι ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν ἐξωτερικήν του ἐμφάνισιν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνῃ ἀντιληπτὸς ὁ κακὸς ἄνθρωπος, ὅπως καὶ ἀπὸ τὴν ὄψιν τοῦ προσώπου τοῦ εἶναι δυνατὸν νὰ ἀναγνωρισθῇ ὁ καλὸς καὶ σοβαρὸς ἄνθρωπος. Καὶ τὰ ἐνδύματα ἀκόμη κάποιου καὶ τὸ χαμόγελό του καὶ τὸ βάδισμα τοῦ φανερώνουν καὶ διαλαλοῦν τί ἄνθρωπος εἶναι.
Σὲ διάφορα μέρη τοῦ συγγράμματός του ὁ Σειρὰχ μὲ παραστατικὲς εἰκόνες καὶ ὡραῖα παραδείγματά μᾶς ὑποδεικνύει ἀπὸ ποιοὺς συγκεκριμένα ἀνθρώπους πρέπει νὰ προσέχουμε.
«Μὴ πιστεύσης τῷ ἐχθρῷ σου εἰς τὸν αἰῶνα. ὡς γὰρ ὁ χαλκὸς ἰοῦται, οὕτως ἡ πονηρία αὐτοῦ. Καὶ ἐὰν ταπεινωθῆ καὶ πορεύηται συγκεκυφῶς, ἐπίστησον τὴν ψυχήν σου καὶ φύλαξαι ἀπ᾿ αὐτοῦ καὶ ἔση αὐτῷ ὡς ἐκμεμαχῶς ἔσοπτρον, καὶ γνώση ὅτι οὐκ εἰς τέλος κατίωσε. Μὴ στήσῃς αὐτὸν παρὰ σεαυτόν, μὴ ἀνατρέψας σε στὴ ἐπὶ τὸν τόπον σου. μὴ καθίσης αὐτὸν ἐκ δεξιῶν σου, μήποτε ζητήσῃ τὴν καθέδραν σου καὶ ἐπ᾿ ἐσχάτων ἐπίγνωση τοὺς λόγους μου καὶ ἐπὶ τῶν ρημάτων μου κατανυγήση» (ιβ´ 10-12).
Πιστεύει ὁ Σειρὰχ ὅτι ἡ κακία καὶ ἡ μοχθηρία διαφθείρουν ἀνεπανόρθωτα τὴν ψυχὴν τῶν ἀνθρώπων. Διὰ τοῦτο καὶ συμβουλεύει τὸν καθένα νὰ μὴ ἐμπιστεύεται ἕνα ἐχθρόν του. Διότι, λέγει, ὅπως ὁ χαλκός, ὅταν ὀξειδωθῆ καὶ σκουριάση, δὲν φαίνεται τὸ ἐσωτερικό του, ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὴν πονηρίαν τοῦ ἐχθροῦ σου. Καὶ ἂν αὐτὸς ταπεινωθῆ μπροστά σου καὶ βαδίζῃ μὲ τὸ κεφάλι σκυμμένο πρὸς τὰ κάτω, πρόσεξε τὸν ἑαυτόν σου καὶ φυλάξου ἀπ᾿ αὐτόν. Ὅπως, διὰ νὰ ἐξέτασης ἕνα καθρέπτην, τὸν σκουπίζεις πρῶτα, ἔτσι νὰ κάμνῃς καὶ μὲ τὸν ἐχθρόν σου. Καὶ θὰ διαπιστώσης ὅτι αὐτὸς δὲν ἔχει ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν σκουριὰν καὶ τὴν πονηρὶάν του. Μὴ τὸν βάλης λοιπὸν κοντά σου, διὰ νὰ μὴ σὲ ἀνατρέψη καὶ καθίση ἐκεῖνος στὴν θέσιν σου. Μὴ τὸν βάλης νὰ καθίση στὰ δεξιά σου, διὰ νὰ μὴ ἐπιζήτηση νὰ σὲ ἐκτοπίση καὶ νὰ καθίση ἐκεῖνος στὴν ἰδικήν σου θέσιν. Διότι τότε πολὺ ἀργὰ θὰ κατανόησης τὰ λόγια μου καὶ θὰ λυπηθῆς, ἐπειδὴ δὲν ἄκουσες ἔγκαιρα τὶς συμβουλές μου.
Μὲ ἰδιαίτερην προσοχήν, μᾶς συνιστᾷ ὁ σοφὸς Σειράχ, νὰ ἀντιμετωπίζουμε ὅσους ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μας χαρακτηρίζονται διὰ τὴν ὑποκρισίαν τους, μὲ ὅπλο τὴν ὁποίαν θέλουν νὰ πραγματοποιήσουν τὰ δόλια τοὺς σχέδια. Γράφει δὲ τὰ ἑξῆς σχετικά:
«Καὶ ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτοῦ γλυκάνει ὁ ἐχθρὸς καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ βουλεύσεται ἀνατρέψαι σὲ εἰς βόθρον ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ δακρύσει ὁ ἐχθρός, καὶ ἐὰν εὕρῃ καιρόν, οὐκ ἐμπλησθήσεται ἀφ᾿ αἵματος. Κακὸ ἂν ὑπαντήσῃ σοι εὑρήσεις αὐτὸν ἐκεῖ πρότερόν σου, καὶ ὡς βοηθῶν ὑποσχάσει πτέρναν σου· κινήσει τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ ἐπικροτήσει ταῖς χερσὶν αὐτοῦ καὶ πολλὰ διαψιθυρίσει καὶ ἀλλοιώσει τὸ πρόσωπον αὐτοῦ» (ιβ´, 16-18). Πολλὰ ἐμίσησα καὶ οὐχ ὡμοίωσα αὐτῷ, καὶ ὁ Κύριος μισήσει αὐτόν» (κζ´ 24).
Ὁ ὕπουλος καὶ ὑποκριτὴς ἐχθρός σου, λέγει, θὰ σὲ πλησιάση μὲ γλυκόλογα στὰ χείλη του, ἐνῷ μέσα του θὰ σκέπτεται νὰ σὲ ἀνατρέψῃ καὶ νὰ σὲ ρίψῃ στὸν βόθρον. Στὰ μάτια του θὰ ἔχῃ ὑποκριτικὰ δάκρυα συμπαθείας, ἂν ὅμως τοῦ δοθῆ εὐκαιρία, δὲν θὰ διστάσῃ νὰ πιῆ τὸ αἷμα σου. Ἂν κάποτέ σου συμβῇ κάποιο κακό, θὰ τὸν εὕρης ἐκεῖ μπροστά σου, καὶ ἐνῷ θὰ ὑποκρίνεται ὅτι θέλει νὰ σὲ βοηθήση, θὰ σοῦ βάλῃ τρικλοποδιάν, διὰ νὰ σὲ ρίψη κάτω. Καὶ μετὰ θὰ κινᾷ χλευαστικὰ τὴν κεφαλήν του καὶ θὰ τρίβῃ μὲ χαιρεκακίαν τὰ χέρια του καὶ θὰ ψιθυρίζῃ πολλὰ σὲ βάρος σου. Θὰ ἀποβάλῃ δηλαδὴ πιὰ τὸ προσωπεῖο τῆς ὑποκρισίας του καὶ θὰ φανῇ ποιὸς εἶναι στὴν πραγματικότητα.
Πολλὰ πράγματα μίσησα, προσθέτει ὁ ἔμπειρος Σειράχ, ἀλλὰ κανένα δὲν ἐμίσησα τόσον ὅσον τὴν ὑποκρισία. Ἀλλὰ καὶ ὁ Θεὸς ἐμίσησε τὴν ὑποκρισία.
Ἰδιαίτερα ἐπικίνδυνους θεωρεῖ ὁ Σειρὰχ καὶ τοὺς ἐγωιστὲς καὶ ὑπερήφανους. Καὶ δι᾿ αὐτοὺς ἐκφέρει τὶς ἀκόλουθες κρίσεις:
«Ἐμπαιγμὸς καὶ ὀνειδισμὸς ὑπερηφάνων...» (κζ´, 28) «Πέρδιξ θηρευτὴς ἐν καρτάλλῳ, οὕτως καρδίᾳ ὑπερηφάνου, καὶ ὡς ὁ κατάσκοπος ἐπιβλέπει πτῶσιν τὸ γὰp ἀγαθὰ εἰς κακὰ μεταστρέφων ἐνεδρεύει καὶ ἐν τοῖς αἱρετοῖς ἐπιθήσει μῶμον... Πρόσεχε ἀπὸ κακούργου, πονηρὰ γὰρ τεκταίνει, μήποτε μῶμον εἰς τὸν αἰῶνα δῶ σοι» (ια´, 30 -31, 33).
Στὸ στόμα δηλαδὴ τῶν ὑπερήφανων ὑπάρχουν πάντοτε σαρκασμοὶ καὶ ὕβρεις. Ὅπως δὲ μερικὲς φορὲς οἱ κυνηγοὶ χρησιμοποιοῦν σὰν δόλωμα, διὰ νὰ πιάσουν ἄλλες πέρδικες, πέρδικες μέσα σὲ κλουβί, ἔτσι καὶ ὁ ὑπερήφανος χρησιμοποιεῖ τὴν δόλιαν καρδιάν του, διὰ νὰ ἐξαπατᾷ τὰ θύματά του. Διότι ὁ ὑπερήφανος, σὰν ἄλλος κατάσκοπος, συνεχῶς παραμονεύει καὶ καιροφυλακτεῖ, διὰ νὰ καταστρέψη ἀνθρώπους. Καὶ παραποιεῖ τὴν ἀλήθειαν. Καὶ τὶς ἀρετὲς ἀκόμη τὶς παρουσιάζει σὰν κακίες, προκειμένου νὰ συκοφαντήσῃ καὶ νὰ προσάψῃ κατηγορίες ἐναντίον καὶ ἐκλεκτῶν ἀκόμη ἀνθρώπων.
Προσέχετε, λοιπόν, μᾶς λέγει ὁ Σειράχ, ἀπὸ τοὺς πονηροὺς αὐτοὺς ἀνθρώπους, ποὺ συνεχῶς σκέπτονται τὸ κακό. Διότι δὲν ἀποκλείεται νὰ σᾶς προσάψουν συκοφαντίαν, ποὺ νὰ μείνη διὰ πάντα.
Μᾶς καλεῖ ἀκόμη ὁ Σειρὰχ νὰ ἀποφεύγουμε καὶ τοὺς ἀνόητους ἀνθρώπους. Διότι:
«Συγκολλῶν ὄστρακον ὁ διδάσκων μωρόν, ἐξεγείρων καθεύδοντα ἐκ βαθέος ὕπνου. Διηγούμενος νυστάζοντι ὁ διηγούμενος μωρῶ, καὶ ἐπὶ συντελετα ἐρεῖ, τί ἔστιν;... Μετὰ ἄφρονος μὴ πληθύνῃς λόγον, καὶ πρὸς ἀσύνετον μὴ πορεύου· φύλαξαι ἀπ᾿ αὐτοῦ, ἵνα μὴ κόπον ἴχης καὶ οὐ μὴ μολυνθῆς ἐν τῷ ἐντιναγμῷ αὐτοῦ· ἔκκλινον ἀπ᾿ αὐτοῦ καὶ εὑρήσεις ἀνάπαυσιν καὶ οὗ μὴ ἀκηδιάσης ἐν τῇ ἀπoνοίᾳ αὐτοῦ. Ὑπὲρ μόλυβδόν τι βαρυνθήσεται, καὶ τί αὐτῷ ὄνομα ἀλλ᾿ ἢ μωρός; Ἄμμον καὶ ἄλα καὶ βῶλον σιδήρου εὔκοπον ὑπενεγκεῖν ἡ ἄνθρωπον ἀσύνετον» (κβ´, 7-8, 13-15).
Ὅποιος, λέγει ὁ Σειράχ, διδάσκει ἕνα μωρόν, μοιάζει μὲ ἐκεῖνον, ποὺ προσπαθῇ νὰ συγκολλήση τὰ συντρίμματα κάποιου σπασμένου πήλινου δοχείου. Μοιάζει ἐπίσης καὶ μὲ ἐκεῖνον, ποὺ προσπαθεῖ νὰ ξυπνήση καὶ νὰ διδάξῃ ἀμέσως ἕνα, ποὺ κοιμᾶται βαθειά. Αὐτός, ὅταν ἐκεῖνος ποῦ τὸν διδάσκει τελειώση, θὰ πῇ μὲ ἀδιαφορίαν: τί συμβαίνει;
Ἀφοῦ λοιπόν, προσθέτει ὁ Σειράχ, μόνον χάνεις τὸν κόπον σου, ὅταν διδάσκῃς καὶ συμβουλεύῃς ἕνα ἄφρονα καὶ ἀσύνετον, μὴ τὸν συναναστρέφεσαι. Μένε μακριά του, διὰ νὰ μὴ κουράζεσαι ψυχικὰ καὶ μὴ μολύνεσαι ἀπὸ τὰ ἀνόητα καὶ ἀκάθαρτα λόγια του. Ἀπομακρύνσου ἀπὸ κοντά του. Ἔτσι θὰ εὕρης τὴν ἡσυχίαν σου καὶ δὲν θὰ στενοχωριέσαι μὲ τὶς ἀνοησίες του.
Τελειώνει δὲ ὁ Σειρὰχ τὶς σκέψεις του γύρω ἀπὸ τοὺς ἀνόητους καὶ ἀδιάφορους πνευματικὰ ἀνθρώπους μὲ τὴν διαπίστωσιν ὅτι αὐτοὶ εἶναι πιὸ βαρεῖς καὶ πιὸ κουραστικοὶ καὶ ἀπὸ τὸ μέταλλο τοῦ μολύβδου. Καὶ ὅτι ἐπίσης εἶναι εὐκολώτερον νὰ σηκώνῃ κάποιος στοὺς ὤμους τοῦ ἄμμον καὶ ἁλάτι καὶ ὄγκον σιδήρου, παρὰ νὰ ὑποφέρῃ ἀπὸ ἕνα ἀνόητον ἀσεβῇ ἄνθρωπον.
Σοφὰ ἐπίσης ὁ Σειρὰχ σκέπτεται καὶ συμβουλεύει τοὺς ἄνδρες νὰ εἶναι προσεκτικοὶ γενικὰ ἀπέναντι στὶς γυναῖκες καὶ εἰδικώτερα ἀπέναντι σ᾿ ὅσες δὲν διακρίνονται διὰ τὴν σεμνότητα καὶ εὐλάβειά τους. Λέγει δὲ μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς:
«Μὴ ὑπάντα γυναικὶ ἑταιριζομένη, μήποτε ἐμπέσης εἰς τὰς παγίδας αὐτῆς» (θ´, 3). «Κρείσσων πονηρία ἀνδρὸς ἢ ἀγαθοποιὸς γυνή, καὶ γυνὴ καταισχύνουσα εἰς ὀνειδισμόν» (μβ´, 14).
Μὴ ἐπιδιώξης δηλαδὴ συναντήσεις μὲ ὁποιανδήποτε κακόφημην γυναῖκα, διὰ νὰ μὴ πέσης στὶς παγίδες καὶ στὰ τεχνάσματά της. Εἶναι προτιμότερο νὰ εὑρεθῆς ἀντιμέτωπός με τὴν σκληρότητα καὶ τὴν κακίαν ἑνὸς ἄνδρα, παρὰ μὲ τὴν ἐπίπλαστην καλωσύνην μιᾶς ὕπουλης γυναίκας, ἢ νὰ συναναστρέφεσαι μὲ μίαν, ποὺ ἡ συμπεριφορά της θὰ σὲ κατεντροπιάση καὶ θὰ σὲ κάμῃ ἄξιον νὰ σὲ ὀνειδίζουν οἱ ἄλλοι.