Ἡ προσευχὴ εἶναι ἡ μυστικὴ γέφυρα, διὰ μέσου της ὁποίας ὁ φτωχὸς καὶ ἀδύνατος ἄνθρωπος συναντᾷ τὸν οὐράνιον Θεὸν καὶ συνομιλεῖ μαζί του. Διὰ τῆς προσευχῆς ἐπίσης ὁ εὐσεβὴς ἄνθρωπος ἐξασφαλίζει τοὺς θησαυροὺς τῆς θείας ἀγάπης καὶ τὴν ἀπαραίτητην ἐνίσχυσιν, διὰ νὰ βγῆ νικητὴς μέσα ἀπὸ τὶς δυσκολίες καὶ τοὺς πειρασμοὺς τῆς ζωῆς καὶ νὰ κατάκτηση «τὸν στέφανον τῆς ζωῆς» (Ἰακ. α´, 12).
Τὶς ἀλήθειες αὐτὲς τονίζει καὶ ὁ σοφὸς Σειράχ, ἐνῷ συγχρόνως καὶ ὑποδεικνύει τὸ γνωρίσματα, ποὺ πρέπει νὰ ἔχῃ μία θεάρεστη προσευχή.
Τονίζει πρῶτα ὁ Σειρὰχ ὅτι ἀπὸ μόνοι τους οἱ ἄνθρωποι καὶ χωρὶς τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτύχουν στὶς ἐπιδιώξεις τους. Γράφει δέ:
«Ἔστι νωθρὸς καὶ προσδεόμενος ἀντιλήψεως, ὑστερῶν ἰσχύϊ καὶ πτωχείᾳ περίσσευα· καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπέβλεψαν αὐτῷ εἰς ἀγαθόν, καὶ ἀνώρθωσεν αὐτὸν ἐκ ταπεινώσεως αὐτοῦ καὶ ἀνύψωσε κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ ἀπεθαύμασαν ἐπ᾿ αὐτῷ πολλοί» (ια´, 12 13).
Ὑπάρχουν, λέγει ὁ Σειράχ, ἄνθρωποι, ποὺ αἰσθάνονται ἀδύναμοι καὶ ἔχουν ἀνάγκην ἐνισχύσεως στὶς ἐπιδιώξεις τῆς ζωῆς τους. Πάνω σ᾿ αὐτοὺς λοιπὸν ὁ Κύριος, γεμάτος συμπάθειαν, στηρίζει τὸ βλέμμα του καὶ τοὺς ἀνορθώνει ἀπὸ τὴν ταπεινὴν καὶ δύσκολην θέσιν, στὴν ὁποίαν εὑρίσκονται. Πολλοὶ δὲ εἶναι ἐκεῖνοι, τοὺς ὁποίους ἡ εὔνοια τοῦ Κυρίου ἀνύψωσε καὶ ἐστήριξε, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τοὺς θαυμάζουν καὶ νὰ τοὺς ζηλεύουν καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἄνθρωποι.
Ἐπιβλέπει λοιπὸν ὁ Θεὸς μὲ συμπάθειαν πάνω στοὺς ἀνθρώπους, ποὺ συναισθάνονται τὴν ἀδυναμία τους. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Σειρὰχ σ᾿ αὐτοὺς συνιστᾷ νὰ καταφεύγουν μὲ θάρρος στὴν ἰδικήν του χάριν. Καὶ διὰ τῆς προσευχῆς νὰ τοῦ ζητοῦν ὅσα τοὺς χρειάζονται, μὲ τὴν βεβαίαν ἐλπίδα ὅτι θὰ εἰσακουσθοῦν οἱ προσευχές τους. Λέγει συγκεκριμένα στὸν καθένα:
«Μὴ ὀλιγοψυχήσῃς ἐν τῇ προσευχῇ σου... Καὶ μὴ δευτερώσῃς λόγον ἐν προσευχῇ σου» (ζ´ 10, 14).
Προσεύχου, λέγει, πάντοτε μὲ ὑπομονὴν καὶ ἐγκαρτέρησιν καὶ χωρὶς καμμιὰν ἀμφιβολίαν διὰ τὸ ὅτι ὁ Θεὸς θὰ εἰσακούση τὶς αἰτήσεις σου. Τὴν ἴδιαν ἀκριβῶς ἀνάγκην, νὰ ἐπιμένουμε δηλαδὴ στὴν προσευχήν μας, τονίζει καὶ ὁ Κύριος, ποὺ συνιστοῦσε στοὺς ἀκροατὲς τοῦ «πάντοτε προσεύχεσθαι... καὶ μὴ ἐκκακεῖν» (Λουκ. ιη, 1). Νὰ προσεύχωνται δηλαδὴ πάντοτε καὶ ἐπίμονα καὶ νὰ μὴ ἀποκάμνουν καὶ ἀποθαρρύνωνται, ἐὰν οἱ προσευχές τους δὲν εἰσακούωνται ἀμέσως.
Ἐπίσης, ὅπως καὶ ὁ Κύριος εἶπε στοὺς ἀνθρώπους «προσευχόμενοι μὴ βαττολογήσητε» (Ματθ. στ´, 7), ἔτσι καὶ ὁ Σειρὰχ συνιστᾷ, σ᾿ ὅποιον προσεύχεται, νὰ μὴ φλυαρῇ καὶ νὰ μὴ ἐπαναλαμβάνῃ ἄσκοπα καὶ μάταια τὰ ἴδια λόγια. Διότι, διὰ νὰ ἀκούσῃ ὁ Θεὸς τὴν προσευχήν μας, δὲν χρειάζεται νὰ τοῦ ἀνακοινώνουμε μὲ ἐπαναλήψεις καὶ πολλὰ λόγια τὶς ἀνάγκες μας, ἀλλὰ ἀρκεῖ νὰ ἔχουμε συγκεντρωμένην τὴν προσοχὴν καὶ τὴν καρδιάν μας σ᾿ ὅ,τι τοῦ ζητοῦμε.
Οἱ πιὸ εὐάρεστες στὸν Θεὸν προσευχὲς εἶναι ἐκεῖνες ποὺ βγαίνουν μέσα ἀπὸ πονεμένες καὶ ταπεινωμένες καὶ συντετριμμένες καρδιὲς (Πρβ. καὶ Ψαλμ. 50, 19). Αὐτὸ διδάσκει καὶ ὁ Σειράχ, ποὺ γράφει:
«Δέησιν ἠδικημένου εἰσακούσεταν οὐ μὴ ὑπερίδη ἱκετείαν ὀρφανοῦ καὶ χήραν. ἐὰν ἐκχέῃ λαλιὰν οὐχὶ δάκρυα χήρας ἐπὶ σιαγόνα καταβαίνει καὶ ἡ καταβόησις ἐπὶ τῷ καταγαγόντι αὐτό; θεραπεύων ἐν εὐδοκίᾳ δεχθήσεται. καὶ ἡ δέησις αὐτοῦ ἕως νεφελῶν συνάψει. Προσευχὴ ταπεινοῦ νεφέλας διῆλθε, καὶ ἕως συνεγγίση. οὐ μὴ παρακληθῆ καὶ οὐ μὴ ἀποστῇ, ἕως ἐπισκέψηται ὁ Ὕψιστος. Καὶ κρίνει δικαίως καὶ ποιήσει κρίσιν. Καὶ ὁ Κύριος οὐ μὴ βραδύνῃ... Ὡραῖον ἔλεος ἐν καιρῷ θλίψεως αὐτοῦ, ὡς νεφέλαι ὑετοῦ ἐν καιρῷ ἁβροχίας» (λε´, 13-19, 24).
Ὁπωσδήποτε δηλαδὴ ὁ Θεὸς θὰ εἰσακούση τὴν δέησιν τοῦ ἀδικημένου φτωχοῦ. Καὶ δὲν θὰ παράβλεψη ποτὲ τὶς προσευχές, ποὺ ἀπευθύνουν τὰ ὀρφανὰ καὶ οἱ χῆρες, ποὺ μέσα στὶς συμφορὲς τοὺς ἐκχύνουν πρὸς Αὐτὸν τὸν πόνον τους. Τὰ δάκρυα τῆς χήρας, ποὺ αὐλακώνουν τὸ πρόσωπό της, καὶ ἡ κατακραυγὴ τῆς ἐναντίον ἐκείνων, ποὺ τὴν κάμνουν νὰ χύνῃ δάκρυα πόνου, δὲν ἀφήνουν ἀσυγκίνητον καὶ ἀδιάφορον τὸν Θεόν. «Ὀρφανὸν καὶ χήραν ἀναλήψεται» (Ψαλμ. 145, 9), λέγει καὶ ὁ Ψαλμῳδός. Καὶ αὐτός, ὅπως καὶ ὁ Σειράχ, τονίζει τὴν ἰδιαίτερην στοργὴν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὰ ὀρφανὰ παιδιὰ καὶ τὶς χῆρες γυναῖκες, ἕνεκα τῆς ὁποίας καὶ ἱκανοποιεῖ τὰ αἰτήματα, ποὺ τοῦ ἀπευθύνουν.
Εὐάρεστος ἐπίσης στὸν Θεὸν εἶναι καὶ ὅποιος προσφέρει μὲ ἀγαθὲς διαθέσεις ὑπηρεσίες στὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτοῦ ἡ προσευχὴ γίνεται δεκτὴ ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ φθάνει μέχρι τὶς νεφέλες τοῦ οὐρανοῦ, τὸ μυστικὸ κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης καὶ τοῦ ταπεινοῦ ἄνθρωπου ἡ προσευχὴ θὰ ξεπεράσῃ τὶς νεφέλες τοῦ οὐρανοῦ καὶ δὲν θὰ σταματήσ{γ, παρὰ μόνον μπροστὰ στὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Θεός, ἀφοῦ τὴν δεχθῆ μὲ εὔνοιαν, θὰ στείλη στὸν πονεμένον καὶ ταπεινὸν ἄνθρωπον παρηγορίαν καὶ ἐνίσχυσιν. Ἔτσι αὐτὸς δὲν θὰ φύγῃ ποτέ, ἀπὸ τὸν τόπον ποὺ προσεύχεται, μὲ ἄδεια χέρια. Τουναντίον ὁ Ὕψιστος Θεὸς θὰ τὸν ἀπολύῃ ἀπὸ τὴν προσευχήν του, ἀφοῦ τὸν ἐπισκεφθῆ καὶ τὸν κρίνει δίκαια καὶ ἐκδώσει δι᾿ αὐτὸν δίκαιην ἀπόφασιν. Καὶ δὲν θὰ βραδύνῃ ὁ Κύριος νὰ δείξη τὴν εὔνοιάν του αὐτὴν σ᾿ ὅποιον τὸν παρακαλεῖ μὲ πίστιν.
Πόσον πράγματι ὡραία εἶναι ἡ παρηγοριὰ καὶ ἡ χάρις, ποὺ ὁ Θεὸς στέλλει σ᾿ ὅσους μέσα στὶς θλίψεις τοὺς προσεύχονται σ᾿ Αὐτόν! Μοιάζει ἡ προσφορὰ αὐτὴ τοῦ Θεοῦ μὲ τὰ νέφη, ποὺ φέρνουν βροχὲς σὲ καιρὸν ἀνομβρίας καὶ ξηρασίας.