Ἡ ταπείνωσις θεωρεῖται γενικὰ ἀπὸ τὴν χριστιανικὴν διδασκαλίαν, τὸν Κύριον, τοὺς θεοπνεύστους συγγραφεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὡς ἡ ἀκλόνητη βάσις καὶ τὸ σταθερὸ θεμέλιο τοῦ πνευματικοῦ μας οἰκοδομήματος. Καὶ ὁ σοφὸς Σειρὰχ ὅμως τὴν ταπεινοφροσύνην προβάλλει σὰν τρόπον σκέψεως καὶ ζωῆς σ᾿ ὅσους θέλουν νὰ ἐξελιχθοῦν σὲ ὁλοκληρωμένες προσωπικότητες.
Τελείως ἀδικαιολόγητη καὶ ξένη πρὸς τὴν ἀλήθειαν εἶναι ἡ τάσις τῶν ἀνθρώπων νὰ ὑπερηφανεύωνται. Τοῦτο τονίζει ὁ Σειρὰχ μὲ τὰ ἀκόλουθα γνωμικά του:
«Τί ὑπερηφανεύεται γῆ καὶ σποδός... Ἐν γὰρ τῷ ἀποθανεῖν ἄνθρωπον κληρονομήσει ἑρπετὰ καὶ θηρία καὶ σκώληκας» (ι´, 9, 11).
«Τί ἄνθρωπος καὶ Τί ἡ χρῆσις αὐτοῦ; Τί τὸ ἀγαθὸν αὐτοῦ καὶ Τί τὸ κακὸν αὐτοῦ, ἀριθμὸς ἡμερῶν ἀνθρώπου πολλὰ ἔτη ἑκατὸν ὡς σταγὼν ὕδατος ἀπὸ θαλάσσης καὶ ψῆφος ἄμμου, οὕτως ὀλίγα ἔτη ἐν ἡμέρᾳ αἰῶνος» (ιη, 8, 10).
Διατὶ ὑπερηφανεύεται ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ εἶναι χῶμα καὶ στάκτη; διερωτᾶται ὁ Σειράχ. Καὶ ὁ ἴδιος, διὰ νὰ περιγράψη τὴν ἀθλιότητα καὶ μηδαμινότητα τῆς σωματικῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου, μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι ὅποιος ἀποθνῄσκει, ἂν μὲν μείνη ἄταφος, τὸν παραλαμβάνουν τὰ ἑρπετὰ καὶ τὰ θηρία, ἂν δὲ ταφῇ, τὰ σκουλήκια. Πράγματι! Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος καὶ σὲ Τί τοῦ χρησιμεύουν οἱ προσπάθειές του; Ποιό, ἀπ᾿ ὅσα ἔχει, εἶναι καλὸ καὶ εὐχάριστο καὶ ποιὸ εἶναι κακὸ καὶ δυσάρεστο; Καὶ ἂν ἀκόμη τὰ χρόνια της ζωῆς τοῦ φθάσουν τὰ ἑκατόν, Τί κερδίζει; Ὅλα τὰ χρόνια του, μπροστὰ στὴν αἰωνιότητα, μοιάζουν μὲ μίαν σταγόνα νεροῦ μέσα στὴν θάλασσαν καὶ μὲ ἕνα κόκκον ἄμμου μέσα στὴν ἀπέραντην ἀμμουδιάν.
Ἐνθυμίζουν οἱ σκέψεις αὐτὲς τοῦ Σειρὰχ τὶς γνῶμες τοῦ Ἀβραάμ, ποὺ εἶπε διὰ τὸν ἑαυτόν του: «Ἐγὼ εἰμὶ γῆ καὶ σποδός» (Γεν. ιη´, 27), καὶ ταπεινωμένος διεκήρυξεν ὅτι ἦτο χῶμα καὶ στάχτη, καὶ τοῦ Ἰώβ, ποὺ ὡμολόγησε: «Θάνατον ἐπεκαλεσάμην πατέρα μου εἶναι, μητέρα δέ μου καὶ ἀδελφὴν σαπρίαν» (Ἰώβ, ιζ´, 14). Αἰσθάνομαι, εἶπεν ὁ Ἰὼβ τόσον στενὰ ἐξαρτημένος μὲ τὸν σωματικόν μου ἀφανισμόν, ὥστε νὰ ὀνομάζω τὸν μὲν θάνατον πατέρα μου, μητέρα μου δὲ καὶ ἀδελφήν μου τὴν σαπίλαν τοῦ τάφου.
Ὁ ὑπερήφανος δὲν εἶναι ἀρεστὸς στοὺς ἀνθρώπους. Πολὺ ὅμως πιὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι καὶ ὁ Θεὸς βδελύσσεται καὶ ἀποστρέφεται τὸν ἐγωιστὴν ἄνθρωπον. Διὰ ποιὸν λόγον, μᾶς ἐπεξηγεῖ καὶ ὁ Σειρὰχ στοὺς ἀκόλουθους στίχους τοῦ συγγράμματός του:
«Μισητὴ ἔναντι Κυρίου καὶ ἀνθρώπων ὑπερηφανία, καὶ ἐξ ἀμφοτέρων πλημμελήσα ἄδικα... Ἀρχὴ ὑπερηφανίας ἀνθρώπου ὑφισταμένου ἀπὸ Κυρίου, καὶ ἀπὸ τοῦ ποιήσαντος αὐτὸν ἀπέστη ἡ καρδία αὐτοῦ. Ὅτι ἀρχὴ ὑπερηφανίας ἁμαρτία, καὶ ὁ κρατῶν αὐτῆς ἐξομβρήσει βδέλυγμα διὰ τοῦτο παρεδόξασε Κύριος τὰς ἐπαγωγᾶς καὶ κατέστρεψεν εἰς τέλος αὐτούς» (ι´, 7, 12-13).
Ὅποιος λοιπὸν ἀφήσει τὴν ὑπερηφάνειαν νὰ τὸν κυριεύση, αὐτὸς θὰ μισηθῆ καὶ ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Τοῦτο δὲ θὰ συμβῇ, διότι ὁ ὑπερήφανος καὶ κατὰ τῶν ἀνθρώπων θὰ διαπράξῃ ἀδικίες ἀλλὰ καὶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ θὰ ἁμαρτήση. Διότι τὸ πρῶτο βῆμα, ποὺ κάμνει ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεόν, εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια. Διότι ἡ καρδιὰ τοῦ ὑπερήφανου ἔχει ἤδη ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὸν Δημιουργόν του. Ἐπειδὴ δὲ πηγὴ καὶ ἀρχὴ κάθε ἁμαρτίας εἶναι ὁ ἐγωισμός, ἐκεῖνος ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸν ἐγωισμόν του, θὰ βγάλῃ ἀπὸ μέσα του βλελυρότητες. Διὰ τοῦτο τελικὰ ὁ Θεὸς θὰ ἐπιφέρῃ κατὰ τῶν ὑπερήφανων τιμωρίες καὶ θὰ τοὺς καταστρέψη τελείως. «Ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται» (Παροιμ. γ´, 34. Ἰακ. δ´, 6. Α´ Πέτρ. ε´, 5), μοιάζει νὰ λέγῃ καὶ ὁ Σειράχ. Διὰ νὰ τονίση καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ ἄλλους θεοπνεύστους συγγραφεῖς τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης ὅτι ὁ Θεὸς τοὺς ἐγωιστὲς καὶ φουσκωμένους ἀνθρώπους τοὺς θεωρεῖ σὰν ἐχθρούς του καὶ στέκεται ἀντιμέτωπός τους.
Τὸν ὑπερήφανον ἄνθρωπον ἀπορρίπτουν καὶ ὁ Θεὸς καὶ οἱ ἄνθρωποι. Ἀντίθετα ἀγαπητὸς στὸν Θεὸν καὶ στοὺς ἀνθρώπους γίνεται ὁ ταπεινός. Αὐτὸ διακηρύσσει καὶ ὁ Σειρὰχ μὲ τὰ ἀκόλουθα λόγια του:
«Τέκνον, ἐν πραΰτητι τὰ ἔργα σου διέξαγε, καὶ ὑπὸ ἀνθρώπου δεκτοῦ ἀγαπηθήση. Ὄσω μέγας εἶ, τοσούτῳ ταπεινοῦ σεαυτόν, καὶ ἔναντι Κυρίου εὑρήσεις χάριν ὅτι μεγάλη ἡ δυναστεία τοῦ Κυρίου καὶ ὑπὸ τῶν ταπεινῶν δοξάζεται» (γ´ 17-20).
Παιδί μου, λέγει, νὰ κάμνῃς τὰ ἔργα σου πάντοτε μὲ πραότητα καὶ ταπεινοφροσύνην, καὶ τότε θὰ ἀγαπηθῆς ἀπὸ τοὺς καλοὺς ἀνθρώπους. Ἰδιαίτερα δὲ ὁ Σειρὰχ συμβουλεύει τὸν καθένα, ὅσον περισσότερον ὑψώνεται μέσα στὴν κοινωνίαν, τόσον καὶ περισσότερον νὰ ταπεινώνῃ τὸν ἑαυτόν του. Καὶ τότε θὰ ἑλκύση πάνω του, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀγάπην τῶν ἀνθρώπων, καὶ τὴν χάριν καὶ εὔνοιαν τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ Θεός, ποὺ ἡ ἐξουσία καὶ ἡ μεγαλοπρέπεια τοῦ εἶναι μεγάλη, καταδέχεται νὰ τὸν δοξάζουν μόνον οἱ ταπεινοὶ ἄνθρωποι.
Διαπιστώνει καὶ ὁ σοφὸς Σειρὰχ ὅτι, ὅσοι σημειώνουν ἐπιτυχίες στὴν ζωήν τους, διατρέχουν μεγάλον κίνδυνον νὰ κυριευθοῦν ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸν καὶ τὴν ὑψηλοφροσύνην. Διότι πράγματι ἡ δόξα καὶ ἡ λάμψις τῶν ἀξιωμάτων καὶ οἱ κοσμικὲς ἐπιδείξεις καὶ οἱ κολακεῖες συχνὰ διαφθείρουν τὸν χαρακτῆρα τῶν ἀνθρώπων καὶ τοὺς κάμνουν νὰ φέρωνται μὲ ἀγέρωχον τρόπον καὶ ὑπεροπτικὴν ἀλαζονίαν ὄχι μόνον πρὸς τοὺς συνανθρώπους τοὺς ἀλλὰ καὶ ἔναντι στὸν Θεόν. Ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κίνδυνον θέλει νὰ μᾶς προφύλαξη ὁ Σειράχ.
Διὰ τοῦτο μὲ τὸν ἰδικόν του τρόπον μᾶς ὑπενθυμίζει, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι θεόπνευστοι συγγραφεῖς ποὺ προαναφέραμε, ὅτι ὁ Θεός, ἐνῷ ἀντιτάσσεται στοὺς ὑπερήφανους «ταπεινοῖς δίδωσι χάριν» (Παροιμ. γ´ 34) κλπ.
Ἡ ἀρετὴ τῆς ταπεινώσεως εἶναι βασικὰ ἐσωτερικὸ φρόνημα καὶ συναίσθησις τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας καὶ μικρότητας. Καὶ ἔμπρακτα ὅμως ὁ ταπεινὸς ἐκδηλώνει τὴν ἀρετήν του στὶς ἐπιδιώξεις καὶ ἐκδηλώσεις του. Αὐτὰ διδάσκει καὶ ὁ Σειρὰχ μὲ τὶς ἀκόλουθες συμβουλές του:
«Χαλεπώτερά σου μὴ ζήτει καὶ ἰσχυρότερά σου μὴ ἐξέταζε ἃ προσετάγη σοί, ταῦτα διανοού, οὐ γὰρ ἐστὶ σοὶ χρεία τῶν κρυπτῶν. Ἐν τοῖς περισσοῖς τῶν ἔργων σου μὴ περιεργάζου πλείονα γὰρ συνέσεως ἀνθρώπων ὑπεδείχθη σοί· πολλοὺς γὰρ ἐπλάνησεν ἡ ὑπόληψις αὐτῶν, καὶ ὑπόνοια πονηρὰ ὠλίσθησε διανοίας αὐτῶν» (γ´ 21 24).
Μᾶς ὑποδεικνύει λοιπὸν ὁ Σειρὰχ ὅτι πρέπει νὰ ἔχουμε ἐπίγνωσιν ὅτι oi δυνατότητές μας εἶναι περιορισμένες καὶ νὰ ἀποφεύγουμε τὴν πολυπραγμοσύνην καὶ τὴν ἀνώφελην περιέργειαν. Ὑπάρχουν, τονίζει, πράγματα καὶ θέματα δύσκολα καὶ ἀνώτερα ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες δυνάμεις. Μεταξὺ αὐτῶν συγκαταλέγονται καὶ οἱ μυστηριώδεις ἀλήθειες τῆς πίστεως καὶ οἱ μυστικὲς βουλὲς τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἑπομένως μάταιον καὶ ἄσκοπον νὰ θέλῃ κάποιος νὰ ἐξερεύνηση καὶ νὰ κατανόηση ὅσα εἶναι πιὸ πάνω ἀπὸ τὶς ἱκανότητές του καὶ ὅσα ὁ Θεὸς πρὸς τὸ παρὸν κρατᾷ κρυμμένα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἀντίθετα πρέπει ὁ καθένας νὰ σκέπτεται καὶ νὰ ἀγωνίζεται νὰ ἐφαρμόζῃ ὅσα ὁ Θεὸς ἐθέσπισε καὶ ἀφοροῦν στὸ ἔργο καὶ τὸν τρόπον τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς μας. Διαφορετικά, ἂν δηλαδὴ ἀσχολούμεθα μὲ θέματα, ποὺ ἱκανοποιοῦν μόνον τὴν περιέργειαν καὶ τὴν κενοδοξίαν μας, θὰ πλανηθοῦμε καὶ θὰ ναυαγήσουμε.
Καὶ εἶναι πράγματι πολλοὶ ἐκεῖνοι, πού, ἐξαφορμὴς τῆς ἐπάρσεως καὶ τῶν λανθασμένων συμπερασμάτων, στὰ ὁποῖα κατέληξαν, ἐγλίστρησαν στὴν ζωήν τους καὶ ἔχασαν τὸν προορισμόν τους. Πολὺ ψυχολογημένη καὶ σωστὴ ἐπίσης εἶναι ἡ ἀκόλουθη σύστασις τοῦ Σειρὰχ νὰ μὴ στηρίζουμε τὴν προσωπικήν μας ἀξίαν καὶ ἐπιτυχίαν στὴν ἐξωτερικήν μας ἐμφάνισιν καὶ τὴν κοσμικὴν δόξα:
«Ἐν περιβολῇ ἱματίων μὴ καύχηση καὶ ἐν ἡμέρᾳ δόξης μὴ ἐπαίρου ὅτι θαυμαστὰ τὰ ἔργα Κυρίου, καὶ κρυπτὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ ἐν ἀνθρώποις... Πολλοὶ δυνάσται ἠτιμάσθησαν σφόδρα, καὶ ἔνδοξοι παρεδόθησαν εἰς χεῖρας ἑτέρων» (ια´ 4, 6).
Τονίζει δηλαδὴ ὁ σοφὸς συγγραφεὺς τὴν ματαιότητα καὶ παροδικότητα ὅλων τῶν ἐγκοσμίων πραγμάτων. Καὶ προτρέπει τὸν κάθε συνετὸν ἄνθρωπον νὰ μὴ καυχᾶται διὰ τὰ ροῦχα του οὔτε καὶ νὰ αἰσθάνεται ἔπαρσιν στὶς περιπτώσεις, ποὺ οἱ ἄλλοι τὸν τιμοῦν.
Διότι κανένα ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα πράγματα δὲν εἶναι ἄξιο θαυμασμοῦ. Ἀντίθετα ὅμως ἀξιοθαύμαστα εἶναι τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου, καὶ τὰ φανερὰ καὶ τὰ κρυμμένα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Διὰ νὰ μᾶς πείση δὲ ὁ Σειρὰχ ὅτι δὲν πρέπει νὰ θαυμάζουμε τὰ ἀνθρώπινα μεγαλεῖα καὶ τὴν κοσμικὴν δόξα, μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς δυνατούς της γῆς περιέπεσαν σὲ ἀνυποληψίαν καὶ πολλοὶ ἔνδοξοι ἔγιναν δοῦλοι ἄλλων ἀνθρώπων.
Μὴ ζηλεύσουμε λοιπὸν τὴν ματαιότητα τῶν κοσμικῶν πραγμάτων καὶ μὴ θαυμάσουμε ὅσους ὑπερηφανεύονται διὰ τὰ μεγαλεῖα τους. Τὸ πνευματικό μας συμφέρον ἀπαιτεῖ νὰ ἀποκτήσουμε αὐτογνωσίαν καὶ ταπεινὸ φρόνημα. Τότε καὶ μεῖς θὰ ἀνήκουμε στοὺς ταπεινοὺς καὶ ἐκλεκτοὺς ἐκείνους ἀνθρώπους, διὰ τοὺς ὁποίους ὁ σοφὸς Σειρὰχ χρησιμοποιεῖ τὴν ἑξῆς εἰκόνα:
«Μικρὰ ἐν πετεινοῖς μέλισσα, καὶ ἀρχὴ γλυκασμάτων ὁ καρπὸς αὐτῆς» (ια᾿ 3).
Ἡ μέλισσα δηλαδή, καίτοι ἀνάμεσα σ᾿ ὅλα τὰ φτερωτὰ ζῷα εἶναι πολὺ μικρή, παράγει σὰν καρπὸν τὸ μέλι, ποὺ εἶναι γλυκύτερο ἀπὸ κάθε γλύκυσμα. Καὶ ἀνάμεσα λοιπὸν σ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἐκλεκτότεροι καὶ προτιμότεροι εἶναι οἱ ταπεινοί. Διότι αὐτοὶ δὲν ἐντυπωσιάζουν μὲν μὲ τὴν πομπώδη ἐμφάνισίν τους καὶ τὴν ἐπιδεικτικήν τους συμπεριφοράν, ὅμως μὲ τὸν πρᾶον καὶ ἥσυχόν τους χαρακτῆρα καὶ τὴν ταπεινήν τους προσφορὰν καὶ τὴν χάριν τῆς ἀρετῆς τοὺς γλυκαίνουν τὴν ζωὴν τῶν συνανθρώπων τους.