Ὁ ἄνθρωπος εἶναι γεμάτος ἀπὸ ἐπιθυμίες καὶ ὀρέξεις. Μερικὲς ἀπὸ τὶς ἔμφυτες ἢ ἐπίκτητες, τὶς φυσικὲς ἢ πνευματικὲς ἐπιθυμίες καὶ ἀνάγκες μας εἶναι ἄμεσα συνδυασμένες μὲ ἁμαρτίες. Ἄλλες ὅμως αὐτὲς καθ᾿ ἑαυτὲς δὲν εἶναι ἐφάμαρτες. Τέτοιες ἐπιθυμίες εἶναι ἐκεῖνες, ποὺ ἀπὸ τὴν χριστιανικὴν ἠθικὴν χαρακτηρίζονται σὰν «ἀδιάβλητα πάθη», διὰ τὴν ἱκανοποίησιν τῶν ὁποίων κανένας δὲν θὰ ἐκατηγορεῖτο, ἐφ᾿ ὅσον βέβαια γίνεται μὲ μέτρο καὶ μέσα σὲ λογικὰ καὶ ἠθικὰ ὅρια. Ἀδιάβλητα δὲ πάθη εἶναι π.χ. ἡ πεῖνα, ἡ δίψα, ἡ ἀνάγκη διὰ ξεκούρασιν καὶ ὕπνον κλπ.
Παρὰ ταῦτα ὁ ἄνθρωπος κινδυνεύει καὶ νὰ ὑποδουλωθῇ στὶς ἁμαρτωλές του ἐπιθυμίες, ἀλλὰ καὶ νὰ δώσῃ ὅλην του τὴν προσοχὴν στὶς ὑλικές του ἀνάγκες καὶ νὰ ἀδιαφορήσῃ πλήρως διὰ τὴν πνευματικήν του ὑπόστασιν. Δικαιολογημένα λοιπὸν καὶ ὁ σοφὸς Σειρὰχ μᾶς συμβουλεύει νὰ δείχνουμε ἐγκράτειαν στὶς ὀρέξεις μας καὶ μὲ αὐτοκυριαρχίαν νὰ ρυθμίζουμε τὸν τρόπον τῆς ζωῆς μας.
Τὴν ἀνάγκην νὰ μὴ ἀφήσουμε ποτὲ τὴν ψυχήν μας νὰ ὑποδουλωθῆ γενικὰ στὶς ἐπιθυμίες καὶ στὶς ὀρέξεις μας ὑπογραμμίζει ὁ σοφὸς Σειρὰχ μὲ τὰ ἀκόλουθα γνωμικά του:
«Μὴ ἐξακολουθεῖ τῇ ψυχῇ σου καὶ τὴ ἰσχύϊ σου τοῦ πορεύεσθαι ἐν ἐπιθυμίαις καρδίας σου» (ε´, 2).
«Ὀπίσω τῶν ἐπιθυμιῶν σου μὴ πορεύου καὶ ἀπὸ τῶν ὀρέξεών σου κωλύου. Ἐὰν χορήγησης τὴ ψυχή σου εὐδοκίαν ἐπιθυμίας, ποιήσει σὲ ἐπίχαρμα τῶν ἐχθρῶν σου» (ιη´, 30-31).
Μὴ δηλαδὴ ἀκολουθήσης τὶς ὀρέξεις καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς πόθους τῆς ψυχῆς σου. Καὶ μὴ στηριχθῆς στὴν δύναμίν σου, ὥστε νὰ κυβερνᾶσαι καὶ νὰ φέρεσαι ἀπὸ τὶς ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες τῆς καρδίας σου. Μὴ βαδίζῃς στὰ τυφλὰ πίσω ἀπὸ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ μὴ ἀναγεννημένου ἑαυτοῦ σου. Μᾶλλον ἐμπόδιζε τὸν ἑαυτόν σου ἀπὸ τὶς ὀρέξεις του. Διότι, ἐὰν παραχώρησης στὴν ψυχήν σου τὸ δικαίωμα νὰ ἐκπληρώνῃ τὶς ἄτοπές της ἐπιθυμίες, θὰ γίνῃς καταγέλαστος στοὺς ἐχθρούς σου.
Μὲ πολλὴν ἔμφασιν ὁ Σειρὰχ τονίζει ὅτι ὁ συνετὸς ἄνθρωπος ποτὲ δὲν ἐξαρτᾷ τὴν εὐτυχίαν του ἀπὸ τὴν τρυφὴν οὔτε καὶ ἀφήνει τὸν ἑαυτόν του νὰ εἶναι ἄπληστος καὶ ἀγενὴς κατὰ τὴν ὥραν τοῦ φαγητοῦ. Γράφει δὲ τὰ ἑξῆς σχετικά:
«Μὴ εὐφραίνου ἐπὶ πολλὴ τρυφή, μηδὲ προσδεθῆς συμβολὴ αὐτῆς» (ιη´, 32). Ἐπὶ τραπέζης μεγάλης ἐκάθισας, μὴ ἀνοίξης ἐπ᾿ αὐτῆς φάρυγγά σου καὶ μὴ εἴπῃς πολλὰ γὲ τὰ ἐπ᾿ αὐτῆς. Μνήσθητι ὅτι κακὸν ὀφθαλμὸς πονηρὸς πονηρότερον ὀφθαλμοῦ τί ἔκτισται; διὰ τοῦτο ἀπὸ παντὸς προσώπου δακρύει. Οὗ ἐὰν ἐπιβλέψη, μὴ ἐκτείνῃς χεῖρα καὶ μὴ συνθλίβου αὐτῷ ἐν τρυβλίῳ» (λα´, 12 14).
Ἀφοῦ πρῶτα ὁ Σειρὰχ συμβουλεύει τὸν κάθε σοβαρὸν ἄνθρωπον νὰ μὴ θεωρῇ τὴν πολυφαγίαν καὶ τὶς συχνὲς διασκεδάσεις σὰν ἀφορμὴν πραγματικῆς χαρᾶς καὶ νὰ μὴ ἐπιδιώκῃ νὰ συνδέεται μὲ ὅσους γλεντοῦν καὶ διασκεδάζουν, μετὰ τοῦ ἀπευθύνει τὶς ἀκόλουθες προτροπές:
Ἂν προσκληθῇς ἀπὸ κάποιον σ᾿ ἕνα πλούσιο τραπέζι, μὴ ἀνοίγῃς μπροστὰ σ᾿ αὐτὸ ἀχόρταστα τὸ στόμα σου καὶ μὴ πῇς μέσα σου, πολλὰ φαγητὰ ὑπάρχουν πάνω σ᾿ αὐτό. Μὴ ξεχνᾷς ὅτι ὁ λαίμαργος ὀφθαλμὸς εἶναι κακὸ πρᾶγμα. Τί ἄλλο ὑπάρχει στὸν ἄνθρωπον πιὸ πονηρὸ ἀπὸ τὸν ἀχόρταστον ὀφθαλμόν; Διὰ τοῦτο καὶ σὲ κάθε ἄνθρωπον μόνον τὰ μάτια τοῦ κλαίουν, ὅταν εὑρίσκεται σὲ στερήσεις. Καὶ σὺ λοιπόν, ὅταν ἀρχίση τὸ φαγητό, μὴ ἁπλώσης λαίμαργα τὸ χέρι σου ὅπου βλέπει τὸ μάτι τοῦ οἰκοδεσπότου, διὰ νὰ μὴ συγκρούεται τὸ χέρι σου μὲ τὸ ἰδικό του χέρι στὴν προσπάθειάν σας ποιὸς νὰ ἁρπάξη τὴν καλύτερην μερίδα ἀπὸ τὴν πιατέλαν. Μὲ πολὺ χαριτωμένον τρόπον ἐπίσης ὁ Σειράχ μας τονίζει ὅτι πρέπει νὰ τρῶμε εὐγενικὰ καὶ μᾶς κάμνει καὶ τὴν ἀκόλουθην σύστασιν:
«Φᾶγε ὡς ἄνθρωπος τὰ παρακείμενα σοὶ καὶ μὴ διαμασῶ, μὴ μισηθῆς. Παύσαι πρῶτος χάριν παιδείας καὶ μὴ ἀπληστεύου, μήποτε προσκόψῃς· καὶ εἶ ἀνὰ μέσον πλειόνων ἐκάθισας, πρότερος αὐτῶν μὴ ἐκτείνῃς τὴν χεῖρά σου» (λα´, 16 18).
Τρῶγε δηλαδὴ σὰν ἄνθρωπος ἀπὸ τὰ φαγητά, ποὺ εὑρίσκονται μπροστά σου, καὶ μὴ μασᾷς μὲ θόρυβο, διὰ νὰ μὴ σὲ σιχαθοῦν οἱ ἄλλοι. Ἂν πράγματι ἔχῃς καλὴν ἀνατροφήν, σταμάτα πρῶτος τὸ φαγητό. Μὴ παρουσιασθὴς ἄπληστος, διὰ νὰ μὴ προκαλέσης στοὺς ἄλλους ἀντίδρασιν. Ποτὲ μὴ σπεύσῃς νὰ ἀρχίσης νὰ τρώγῃς, πρὶν εἶναι ἕτοιμοι καὶ οἱ ἄλλοι ὁμοτράπεζοί σου.
Ἡ λαιμαργία δὲν εἶναι μόνον ἐκδήλωσις ἀγένειας, ἀλλὰ καὶ ἀφορμὴ φθορᾶς τῆς ὑγείας τοῦ ἀνθρώπου. Γύρω δὲ ἀπὸ τὴν πλευρὰν αὐτὴν τοῦ θέματος ὁ σοφὸς Σειρὰχ λέγει τὰ ἀκόλουθα:
«Ὡς ἱκανὸν ἀνθρώπω πεπαιδευμένω τὸ ὀλίγον, καὶ ἐπὶ τῆς κοίτης αὐτοῦ οὐκ ἀσθμαίνει. Ὕπνος ὑγιείας ἐπὶ ἐντέρω μετρίω, ἀνέστη πρωί, καὶ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ. Πόνος ἀγρυπνίας καὶ χολέρας καὶ στρόφος μετὰ ἀνδρὸς ἀπλήστου» (λα´, 19 20) «Ἐν πολλοῖς βρώμασιν ἔσται πόνος, καὶ ἡ ἀπληστία ἐγγιεῖ ἕως χολέρας. Δι᾿ ἀπληστίαν πολλοὶ ἐτελεύτησαν, ὁ δὲ προσέχων προσθήσει ζωήν» (λζ´, 30 31).
Στὸν ἄνθρωπον δηλαδή, ποὺ εἶναι κοινωνικὰ καὶ πνευματικὰ μορφωμένος, καὶ τὸ λίγο φαγητὸ εἶναι ἀρκετό. Ἔτσι αὐτὸς καὶ στὸν ὕπνον του δὲν θὰ δυσκολεύεται καὶ στὸ κρεββάτι του δὲν θὰ ἀσθμαίνῃ, σὰν ἐκείνους ποὺ κοιμοῦνται μὲ βαρυφορτωμένο στομάχι. Ἥσυχος καὶ ὑγιεινὸς θὰ εἶναι ὁ ὕπνος ὅποιου δὲν παραγεμίζει τὰ ἔντερά του ἀπὸ τὴν πολυφαγίαν. Αὐτός, ὅταν ξυπνᾷ τὸ πρωί, θὰ ἔχῃ καθαρὴν καὶ ἐλεύθερην τὴν διάνοιάν του καὶ θὰ εἶναι εὐδιάθετος. Ἀντίθετα ὁ λαίμαργος ἄνθρωπος θὰ ὑποφέρῃ ἀπὸ πόνους καὶ ἀϋπνίες. Θὰ ἔχῃ ἐμετοὺς καὶ διαταραχὲς στὸ στομάχι του. Πολλοὶ δὲ εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ ἐπειδὴ δὲν ἐκατώρθωσαν νὰ τρώγουν μὲ μέτρο, ὄχι μόνον ἐπροκάλεσαν βλάβην στὴν ὑγείαν τους, ἀλλὰ καὶ ἀπέθαναν ἀπὸ τὴν ἀπληστίαν τους. Ὅσοι ὅμως προσέχουν καὶ συγκρατοῦν τὶς ὀρέξεις τους, αὐτοὶ προσθέτουν ἡμέρες στὴν ζωήν τους.
Συμπληρώνει δὲ ὁ Σειρὰχ τὶς σκέψεις του μὲ τὴν ἀκόλουθην συμβουλήν:
«Εἶ ἐβιάσθης ἐν ἐδέσμασιν, ἀνάστα μεσοπωρῶν καὶ ἀναπαύσῃ» (λα´, 21).
Ἄν, λέγει, συμβῇ κάποτε νὰ σὲ πιέσουν καὶ νὰ φάγῃς περισσότερα ἀπ᾿ ὅσα πρέπει φαγητά, τότε μὴ φάγῃς φροῦτα, ἤ, ἀφοῦ σηκωθῇς ἀπὸ τὸ τραπέζι, κάμε ἕνα περίπατον στὸ ὕπαιθρο, διὰ νὰ χωνεύσῃς καὶ νὰ ἀναπαυθῇς.
Ἐγκράτειαν συνιστᾷ ὁ Σειρὰχ καὶ στὴν χρῆσιν οἰνοπνευματωδῶν ποτῶν. Καὶ λέγει:
«Ἐν οἴνῳ μὴ ἀνδρίζου, πολλοὺς γὰρ ἀπώλεσεν ὁ οἶνος... Ἀγαλλίαμα καρδίας καὶ εὐφροσύνη ψυχῆς οἶνος πινόμενος ἐν καιρῷ αὐτάρκης. Πικρία ψυχῆς οἶνος πινόμενος πολὺς ἐν ἐρεθισμῷ καὶ ἀντιπτώματι. Πληθύνει μέθη θυμὸν ἄφρονος εἰς πρόσκομμα, ἐλαττῶν ἰσχὺν καὶ προσποιῶν τραύματα» (λα´, 25, 28-30).
Μὴ κάμνῃς τὸ παλληκάρι στὴν οἰνοποσίαν, διότι ἡ μέθη ἔχει καταστρέψει πολλούς, συνιστᾷ στὸν καθένα ὁ Σειράχ, ἐνῷ καὶ αὐτός, ὅπως καὶ ὁ Ψαλμῳδός, παραδέχεται ὅτι «οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου» (Ψαλμ. 103, 15). Ἀγαλλίασιν ὅμως στὴν καρδιὰν καὶ ψυχικὴν εὐεξίαν προκαλεῖ ὁ οἶνος, ποὺ πίνεται ὅταν πρέπει καὶ ὅσον πρέπει. Πίκραν ὅμως καὶ ταραχὴ προκαλεῖ στὴν ψυχὴν ὁ οἶνος, ὅταν πίνεται σὲ μεγάλην ποσότητα. Τότε ἐπίσης καὶ προκαλεῖ ἐρεθισμοὺς καὶ ἀντεγκλήσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἡ μέθη μεγαλώνει τὸν θυμὸν τοῦ ἀσύνετου ἀνθρώπου, μὲ ἀποτέλεσμα αὐτὸς νὰ συγκρούεται μὲ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ καὶ νὰ ὑφίσταται μείωσιν τῆς δυνάμεώς του καὶ τραυματισμούς.
Πολὺ ὀρθὴ ἐπίσης εἶναι καὶ ἡ ἄποψις τοῦ Σειρὰχ ὅτι ἡ οἰνοποσία συνδυάζεται συνήθως μὲ ἠθικὲς παρεκτροπές, ποὺ ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπον στὴν διαφθορὰν καὶ τὴν καταστροφήν.
«Οἶνος καὶ γυναῖκες ἀποστήσουσι συνετούς, καὶ ὁ κολλώμενος πόρναις τολμηρότερος ἔσται σῆτες καὶ σκώληκες κληρονομήσουσιν αὐτόν, καὶ ψυχῇ τολμηρὰ ἐξαρθήσεται» (ιθ´, 2-3).
Τὸ κρασὶ καὶ οἱ γυναῖκες, λέγει ὁ Σειράχ, γίνονται συχνὰ αἰτία νὰ ἀπομακρύνωνται ἀπὸ τὸν Θεὸν ἀκόμη καὶ φρόνιμοι ἄνθρωποι. Ἰδιαίτερα δέ, ὅσοι ὑποδουλωθοῦν στὰ σαρκικὰ πάθη, γίνονται ἀσυγκράτητοι στὸν κατήφορον τῆς ἠθικῆς διαφθορᾶς. Καὶ παραδίδουν τὸν μὲν σωματικόν τους ὀργανισμὸν στὴν φθοράν, ποὺ προκαλοῦν οἱ ἀσθένειες στὸ σῶμα, τὴν δὲ πωρωμένην ψυχήν τους στὴν αἰώνιαν καταδίκην.
Χρήσιμες τέλος καὶ σοφὲς κατὰ πάντα ἀποδεικνύονται καὶ οἱ ἀκόλουθες προτροπὲς τοῦ Σειράχ, μὲ τὶς ὁποῖες συμπληρώνονται οἱ σκέψεις τοῦ διὰ τὴν ἐγκράτειαν.
«Ἄκουσόν μου, τέκνον. καὶ μὴ ἐξουδενώσης με, καὶ ἐπ᾿ ἐσχάτων εὑρήσεις τοὺς λόγους μου...» (λα´, 22). «Κύριε, πάτερ καὶ Θεὲ ζωῆς μου, μετεωρισμῶν ὀφθαλμῶν μὴ δῶς μοὶ καὶ ἐττιθυμίαν ἀπόστρεψον ἀπ᾿ ἐμοῦ. κοιλίας ὄρεξις καὶ συνουσιασμὸς μὴ καταλαβέτωσάν με. καὶ ψυχῇ ἀναιδεῖ μὴ παραδως μέ» (κγ´, 4-6).
Ἄκουσε, παιδί μου, μὲ προσοχὴν καὶ μὴ περιφρόνησης ὅσα σου εἶπα σχετικὰ μὲ τὴν ἐγκράτειαν στὶς ἐπιθυμίες καὶ στὰ φαγοπότια. Τελικὰ δὲ θὰ ἀντιληφθῆς ὅτι τὰ λόγια μου εἶναι ἀληθινὰ καὶ χρήσιμα, λέγει κατ᾿ ἀρχὴν στὸν καθένα μας ὁ ἔμπειρος Σειράχ. Μετὰ δέ μας συμβουλεύει, προκειμένου νὰ κατακτήσουμε τὴν ἐγκράτειαν, νὰ ἀπευθύνουμε πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὴν ἀκόλουθην προσευχήν:
Κύριε, πατέρα μου καὶ Θεέ μου, μὴ ἐπιτρέψης νὰ ρίχνω γύρω μου ὑπερήφανα καὶ ἀκάθαρτα καὶ λαίμαργα βλέμματα. Διῶξε ἀπὸ μέσα μου τὶς κακὲς ἐπιθυμίες, ποὺ εἶναι ἡ ρίζα πολλῶν ἁμαρτημάτων. Μὴ ἐπιτρέψης νὰ ὑποδουλωθῶ στὶς ὀρέξεις τῆς κοιλιᾶς μου καὶ στὶς κατώτερες καὶ σαρκικές μου ἐπιθυμίες. Μὴ μὲ ἀφήσῃς νὰ κυριευθῶ ἀπὸ τὶς ἀδιάντροπες ἐπιθυμίες τῆς ψυχῆς μου.