Τὰ χρήματα προξενοῦν πνευματικὴν βλάβην στὸν φιλάργυρον καὶ ἐγωιστὴν ἄνθρωπον. Διότι καὶ σαρκολάτρην τὸν κάμνουν καὶ ἀπὸ τὸν Θεὸν τῆς ἀγάπης τὸν ἀποξενώνουν καὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους τὸν χωρίζουν. Ἀντίθετα, ὅποιος ξεύρει νὰ χρησιμοποιῇ ὀρθὰ τὰ πλούτη, ποὺ τοῦ ἐχάρισεν ὁ Θεός, αὐτὸς καὶ τοὺς ἀνθρώπους εὐεργετεῖ καὶ στὸν Θεὸν γίνεται εὐάρεστος καὶ ἀπὸ τώρα, ποὺ εὑρίσκεται στὴν γῆν, θησαυρίζει θησαυροὺς στὸν οὐρανόν. Αὐτὲς τὶς ἀλήθειες ὑπενθυμίζει σ᾿ ὅλους μας μὲ σοφὰ γνωμικὰ ὁ Σειράχ.
«Τέκνον, τὴν ζωὴν τοῦ πτωχοῦ μὴ ἀποστέρησης καὶ μὴ παρελκύσης ὀφθαλμοὺς ἐπιδεεῖς. Ψυχὴν πεινώσαν μὴ λυπήσης καὶ μὴ παροργίσης ἄνδρα ἐν ἀπορίᾳ αὐτοῦ. Καρδίαν παρωργισμένην μὴ προσταράξης καὶ μὴ παρελκύσης δόσιν προσδεομένου. Ἱκέτην θλιβόμενον μὴ ἀπαναίνου καὶ μὴ ἀποστρέψης τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ πτωχοῦ. Ἀπὸ δεομένου μὴ ἀποστρέψης ὀφθαλμόν... Κλῖνον πτωχῶ τὸ οὖς σου καὶ ἀποκρίθητι αὐτῷ εἰρηνικὰ ἐν πραότητι... Γίνου ὀρφανοῖς ὡς πατὴρ καὶ ἀντὶ ἀνδρὸς τὴ μητρὶ αὐτῶν καὶ ἔση ὡς υἱὸς Ὑψίστου, καὶ ἀγαπήσει σὲ μᾶλλον ἢ ἡ μήτηρ σου» (δ´. 1-5, 8, 10).
Τονίζει μὲ τὰ λόγια του αὐτὰ ὁ σοφὸς Σειρὰχ ὅτι καὶ τῶν φτωχῶν ἡ ζωὴ εἶναι πολύτιμη καὶ ὅτι καὶ αὐτοὶ δικαιοῦνται ὅσα τοὺς χρειάζονται, διὰ νὰ ζήσουν. Καὶ συμβουλεύει πατρικὰ κάθε θεοσεβῆ πλούσιον νὰ μὴ ἀναβάλλῃ τὴν βοήθειάν του πρὸς ὅσους στηρίζουν πάνω τοῦ ἱκετευτικά τους ὀφθαλμούς τους καὶ μυστικὰ ζητοῦν τὴν συνδρομή του. Μὴ λυπήσης ποτέ, προσθέτει, κάποιον, ποὺ πεινᾷ καὶ μὴ ἐξοργίσης μὲ τὴν περιφρόνησίν σου κάποιον, ποὺ εὑρίσκεται μέσα σὲ στερήσεις. Μὴ προσφέρῃς περισσότερην λύπην καὶ ταραχὴ σ᾿ ἕνα στενοχωρημένο, μὲ τὸ νὰ ἀναβάλῃς ἢ νὰ τοῦ ἀρνηθῆς τὴν βοήθειάν σου. Μὴ γίνῃς ἀκατάδεκτος καὶ ἄσπλαχνος πρὸς ὅποιον μέσα στὶς θλίψεις του σὲ παρακαλεῖ νὰ τὸν βοηθήσης. Καὶ μὴ ἀποστρέψης τὸ πρόσωπό σου ἀπὸ τὸν φτωχό. Σκῦψε καὶ ἄκουσε τὸν καταδεκτικά. Καὶ πρόθυμα καὶ μὲ εἰρηνικὴ διάθεσιν πρόσφερε τοῦ ὅ,τι σου εἶναι δυνατόν. Ἰδιαίτερα δεῖξε πρὸς τὰ ὀρφανὰ ἀγάπην αὐθόρμητην, σὰν ἐκείνην ποὺ δείχνει ἕνας πατέρας πρὸς τὰ ἰδικὰ τοῦ παιδιά. Καὶ στὴν χήραν μητέρα τῶν παιδιῶν αὐτῶν δεῖξε ἐνδιαφέρον, σὰν ἐκεῖνο ποὺ θὰ ἔδειχνε σ᾿ αὐτὴν ὁ σύζυγός της. Ἔτσι θὰ σὲ ἀναγνώριση ὁ Ὕψιστος Θεὸς παιδί του καὶ θὰ σὲ ἀγαπήση πολὺ περισσότερον ἀπ᾿ ὅσον σὲ ἀγάπησεν ἡ μητέρα σου.
Οἱ ἐκδηλώσεις ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας πρὸς τοὺς φτωχοὺς καὶ πονεμένους εἶναι γενικὰ ἔργο θεάρεστο. Ὅπως ὅμως ἐπανειλημμένα ἀπὸ τὸν θεόπνευστον λόγον τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἔτσι καὶ ἀπὸ τὸν σοφὸν Σειρὰχ ἐπισημαίνεται ὅτι, ὅποιος θέλει νὰ ἔχῃ μισθὸν ἀπὸ τὸν Θεόν, πρέπει νὰ δίδῃ, χωρὶς νὰ περιμένῃ καμμιὰν ἀναγνώρισιν καὶ ἀνταπόδοσιν ἀπὸ ἐκείνους, στοὺς ὁποίους γίνεται εὐεργετικός. Διὰ τοῦτο καὶ λέγει:
«Πολλοὶ χάριν πονηρίας ἀπέστρεψαν, ἀποστερηθῆναι δωρεὰν εὐλαβήθησαν. Πλὴν ἐπὶ ταπεινῶ μακροθύμησον καὶ ἐπ᾿ ἐλεημοσύνην μὴ παρελκύσης αὐτόν. Χάριν ἐντολῆς ἀντιλαβοῦ πένητος καὶ κατὰ τὴν ἔνδειαν αὐτοῦ μὴ ἀποστρέψης αὐτὸν κενόν. Ἀπόλεσον ἀργύριον δι᾿ ἀδελφὸν καὶ φίλον, καὶ μὴ ἰωθήτω ὑπὸ τὸν λίθον εἰς ἀπώλειαν. Θὲς τὸν θησαυρόν σου κατ᾿ ἐντολὰς Ὑψίστου, καὶ λυσιτελήσει σοὶ μᾶλλον ἢ τὸ χρυσίον. Σύγκλεισον ἐλεημοσύνην ἐν τοῖς ταμείοις σου, καὶ αὕτη ἐξελείταί σε ἐκ πάσης κακώσεως ὑπὲρ ἀσπίδα κράτους καὶ ὑπὲρ δόρυ ἀλκῆς κατέναντι ἐχθροῦ πολεμήσει ὑπὲρ σοῦ» (κθ´, 7-13).
Ἀρχίζει ὁ Σειρὰχ τὶς σκέψεις του μὲ τὴν ἑξῆς διαπίστωσιν: Πολλοί, λέγει, ἀρνοῦνται νὰ βοηθήσουν ἄλλους, ἐπειδὴ φοβοῦνται ὅτι θὰ στερηθοῦν ἀπὸ τὰ ἀγαθά τους, χωρὶς καὶ νὰ ἔχουν ὁποιανδήποτε ὠφέλειαν, ἢ διότι σκέπτονται τὴν ἀχαριστίαν ἐκείνων, τοὺς ὁποίους θὰ εὐεργετήσουν. Ὅμως ἐσύ, συμβουλεύει ὁ Σειρὰχ τὸν καθένα μας, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν συμπεριφορὰν ἐκείνων ποὺ εὐεργετεῖς, νὰ εἶσαι ἐπιεικὴς καὶ συγκαταβατικὸς πρὸς τὴν δυστυχίαν τῶν πτωχῶν καὶ νὰ μὴ διστάζῃς νὰ προσφέρῃς σ᾿ αὐτοὺς κάθε ἀναγκαίαν βοήθειαν.
Προσεγγίζουν οἱ ἀπόψεις αὐτὲς τοῦ σοφοῦ συγγραφέως τῆς Π. Διαθήκης τὴν σχετικήν με τὴν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπην διδασκαλίαν τοῦ Κυρίου μας, ποὺ λέγει:
«Ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες, καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε υἱοὶ Ὑψίστου, ὅτι αὐτὸς χρηστὸς ἔστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς» (Λουκ. στ´, 35).
Μᾶς ὑποδεικνύει δηλαδὴ ὁ Κύριος νὰ εὐεργετοῦμε καὶ νὰ δίδουμε χρήματα καὶ σ᾿ ὅσους ἀκόμη μας θεωροῦν ἐχθρούς τους, χωρὶς νὰ περιμένουμε ἀπ᾿ αὐτοὺς καμμιὰν ἀνταπόδοσιν. Καὶ τότε θὰ ἔχουμε πολὺν μισθὸν καὶ μεγάλην ἀμοιβὴν ἀπὸ τὸν Θεόν. Καὶ θὰ ἀναγνωρισθοῦμε κατὰ χάριν παιδιὰ τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ. Διότι καὶ Αὐτὸς εἶναι εὐεργετικὸς καὶ ὠφέλιμος πρὸς ἀνθρώπους, ποὺ εἶναι ἀπέναντι τοῦ ἀχάριστοι καὶ πονηροί.
Καὶ ὁ Σειρὰχ λοιπόν, κάτω ἀπὸ τὸν φωτισμὸν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μᾶς προτρέπει νὰ σεβώμεθᾳ τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς θέλει νὰ στηρίζουμε τοὺς φτωχοὺς στὶς ἀνάγκες τους καὶ νὰ μὴ τοὺς ἀφήνουμε νὰ φεύγουν ἀπὸ κοντά μας ἀβοήθητοι καὶ στερημένοι. Εἶναι προτιμότερον, μᾶς λέγει, νὰ χάσετε τὰ χρήματά σας πρὸς χάριν τῶν φτωχῶν ἀδελφῶν καὶ φίλων σας, παρὰ νὰ τὰ ἀφήνετε νὰ σκουριάζουν ἢ νὰ τὰ κρύβετε στὸ θησαυροφυλάκιά σας. Σὰς συμφέρει περισσότερον νὰ δώσετε τὰ χρήματά σας στοὺς φτωχούς, ὅπως ὁ Ὕψιστος ἐντέλλεται, παρὰ νὰ τὰ κρατᾶτε διὰ τοὺς ἑαυτούς σας. Ἀντὶ λοιπὸν τῶν χρημάτων σας, ἀποθηκεύσατε μέσα στὰ ταμεῖα σας τὰ καλὰ ἔργα τῆς ἐλεημοσύνης σας. Ἔτσι, ἀντὶ τῆς πρόσκαιρης καὶ σχετικῆς βοήθειας, ποὺ τὰ χρήματα προσφέρουν, θὰ ἔχετε βοήθειαν καὶ ὑπεράσπισιν κατὰ τὶς ὦρες τῶν δοκιμασιῶν σας. Καὶ οἱ ἐλεημοσύνες σας θὰ σᾶς ὑπερασπισθοῦν στὶς ὧρες τῶν ἐχθρικῶν ἐπιθέσεων, κατὰ τρόπον πιὸ ἀποτελεσματικὸν ἀπὸ τὴν ἀσπίδα καὶ τὸ δόρυ.
Τέλος, διὰ νὰ μᾶς πείση νὰ γίνουμε φιλάνθρωποι καὶ ἐλεήμονες, ὁ σοφὸς Σειράχ μας ὑπενθυμίζει ὅτι ὁ θάνατος δὲν θὰ βραδύνῃ νὰ ἔλθη καὶ σὲ μᾶς, ἀφοῦ κανένας ἄνθρωπος δὲν ὑπέγραψε συμφωνίαν μὲ τὸν Ἄδην, διὰ νὰ μὴ μεταβῆ ἐκεῖ. Πρὶν λοιπὸν νὰ πεθάνετε, μᾶς προτρέπει, κάμετε τὸ καλὸ στοὺς γύρω σας καὶ ἀνάλογα μὲ τὶς δυνάμεις σας ἁπλῶστε τὰ χέρια, διὰ νὰ τοὺς εὐεργετήσετε. Ἔτσι θὰ γίνετε ἄξιοι τῶν ἀμοιβῶν τοῦ Θεοῦ στὴν αἰωνιότητα.
Μνήσθητι ὅτι θάνατος οὗ χρονιεῖ καὶ διαθήκη ᾍδου οὐχ ὑπεδείχθη σοὶ πρίν σε τελευτῆσαι, εὖ ποίει φίλω καὶ κατὰ τὴν ἰσχύν σου ἔκτεινον καὶ δῶς αὐτῷ» (ιδ´, 12-13).
Ἀξιοπρόσεκτη εἶναι ἡ ἄποψις, τὴν ὁποίαν καὶ ὁ σοφὸς Σειρὰχ ὑποστηρίζει, ὅτι δὲν πρέπει νὰ βοηθοῦμε καὶ εὐεργετοῦμε ἀσεβεῖς ἀνθρώπους. Γράφει δὲ τὰ ἑξῆς σχετικά:
«Ἐὰν εὖ ποιῇς, γνῶθι τίνι ποιεῖς, καὶ ἔστω χάρις τοῖς ἀγαθοῖς σου... Οὐκ ἔστιν ἀγαθὰ τῷ ἐνδελεχίζοντι εἰς κακὰ καὶ τῷ ἐλεημοσύνην μὴ χαριζομένω. Δὸς τῷ εὐσεβεῖ καὶ μὴ ἀντιλάβη τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Εὖ ποίησαν τῷ ταπεινῷ καὶ μὴ δῶς ἀσεβεῖ» (ιβ´. 1, 3-4).
Γενικὴ ἀρχή, ποὺ κατευθύνει τὴν σκέψιν τοῦ συγγραφέως τῆς Π. Διαθήκης, εἶναι ὅτι ὁ καθένας, ποὺ κάμνει τὸ καλὸ καὶ ἐξασκεῖ τὸ θεάρεστο ἔργο τῆς ἐλεημοσύνης, πρέπει νὰ ἐξετάζῃ, ἂν κάποιοι εἶναι ἄξιοι νὰ εὐεργετοῦνται. Διότι μόνον τότε θὰ αἰσθάνεται ἐσωτερικὴ χαρὰν διὰ τὶς εὐεργεσίες, ποὺ κάμνει.
Βέβαια οἱ Χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε τὴν παραγγελίαν, ποὺ μᾶς ἔδωσεν ὁ Κύριος, νὰ κάμνουμε τὸ καλὸ πρὸς ὅλους ἀνεξάρτητα τοὺς ἀνθρώπους, καὶ τοὺς «πονηροὺς καὶ ἀγαθούς» (Ματθ. ε´, 45)
Καὶ τοὺς φίλους καὶ τοὺς ἐχθρούς μας. Ἀσφαλῶς ὅμως πρέπει νὰ λαμβάνουμε ὑπ᾿ ὄψιν μας ὅτι δὲν ἀξίζει νὰ δίδουμε χρήματα καὶ ἄλλα ἀγαθὰ σὲ ἀνθρώπους, ποὺ ἐπιμένουν νὰ κάμνουν τὸ κακό, καὶ ποτὲ δὲν ἐσκέφθησαν ὅτι ἔχουν καὶ ἐκεῖνοι ὑποχρέωσιν νὰ εἶναι χρήσιμοι στοὺς συνανθρώπους τους. Ἂν βοηθοῦμε τέτοιους ἀνθρώπους, εἶναι σὰν νὰ τοὺς δίδουμε τὰ μέσα νὰ ἐπαναλαμβάνουν τὰ ἁμαρτήματά τους καὶ νὰ προκόπτουν στὸ κακό.
Ἀπ᾿ αὐτῆς λοιπὸν τῆς ἀπόψεως εἶναι κατὰ πάντα σωστὴ ἡ συμβουλή, ποὺ ὁ Σειρὰχ μᾶς δίδει: Δίδε ἐλεημοσύνην στοὺς εὐσεβεῖς, μὴ βοηθᾷς ὅμως τοὺς ἁμαρτωλούς.