Τὰ χρήματα καὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ θεωροῦνται συνήθως πηγὴ εὐτυχίας. Διὰ τοῦτο πολλοὶ μακαρίζουν καὶ ζηλεύουν τοὺς πλουσίους, ἀλλὰ καὶ κάμνουν τὸ πᾶν, διὰ νὰ γίνουν καὶ οἱ ἴδιοι πλούσιοι. Ποιὲς ὅμως ἀπόψεις ἔχει πάνω στὸ θέμα αὐτὸ ὁ σοφὸς Σειράχ;
Ἀντίθετά με τὴν γνώμην τῶν πολλῶν, ὅτι τὰ πλούτη προσφέρουν ξεκούρασιν καὶ ἀσφάλειαν στοὺς ἀνθρώπους, ὁ σοφὸς Σειρὰχ ὑποστηρίζει τὴν ἀντίθετην ἄποψιν. Καὶ γράφει:
«Ἀγρυπνία πλούτου ἐκτήκει σάρκας, καὶ ἡ μέριμνα αὐτοῦ ἀφιστὰ ὕπνον. Μέριμνα ἀγρυπνίας ἀπαιτήσει νυσταγμῶν, καὶ ἀρρώστημα βαρὺ ἐκνήψει ὕπνος... Ὁ ἀγαπῶν χρυσίον οὗ δικαιωθήσεται, καὶ ὁ διώκων διαφθορὸν αὐτὸς πλησθήσεται. Πολλοὶ ἐδόθησαν εἰς πτῶμα χάριν χρυσίου, Καὶ ἐγενήθη ἀπώλεια αὐτῶν κατὰ πρόσωπον αὐτῶν. Ξύλον προσκόμματος ἔστι τοῖς ἐνθουσιάζουσιν αὐτῷ, καὶ πᾶς ἄφρων ἁλώσεται ἐν αὐτῷ» (λα´ 1-2, 5-7). «Μὴ ἔπεχε ἐπὶ τοῖς χρήμασί σου καὶ μὴ εἶπος- αὐτάρκη μοί ἐστι.., Μὴ ἔπεχε ἐπὶ χρήμασιν ἀδίκοις- οὐδὲν γὰρ ὠφελήσει σὲ ἐν ἡμέρᾳ ἐπαγωγῆς» (ε´ 1,8).
Ἡ ἀπόκτησις τῶν χρημάτων, σύμφωνα μὲ τὴν σοφὴν παρατήρησιν τοῦ Σειράχ, συνδυάζεται μὲ ἀϋπνίες καὶ ἀγωνιώδεις μέριμνες, ποὺ καταπονοῦν καὶ ἐξαντλοῦν τὸ ἀνθρώπινο σῶμα. Οἱ ἀγωνιώδεις μέριμνες διὰ τὸν πλουτισμὸ διώχνουν τὸν ὕπνον καὶ προκαλοῦν σοβαρὲς ψυχικὲς καὶ σωματικὲς διαταραχές. Ἀκόμη ὅμως, ὅποιος ἀγαπᾷ τὰ χρήματα, δὲν θὰ ἀποφύγη ἀδικίες καὶ ἁμαρτήματα. Καὶ ὅποιος ἐπιδιώκει τὸ παράνομο κέρδος, θὰ διαφθείρῃ τὸν ἑαυτόν του καὶ θὰ γεμίση μὲ κακίες. Πολλοί, προκειμένου νὰ ἀποκτήσουν πλούτη, ἔγιναν ἐρείπια καὶ ξαφνικὰ ἐκαταστράφησαν. Ὁ χρυσὸς ἔγινε, δι᾿ ὅσους ἐνθουσιάζονται χάριν του, ξύλο στὸν δρόμο τῆς ζωῆς τους, πάνω στὸ ὁποῖο σκοντάπτουν. Καὶ κάθε ἀσύνετος ἄνθρωπος θὰ συλληφθῆ μέσα στὶς παγίδες τοῦ ἄδικου καὶ ἀχόρταστου πλουτισμοῦ.
Δικαιολογημένα λοιπὸν ὁ Σειράχ, διὰ νὰ κτυπήση τὴν μάταιην αὐτοπεποίθησιν, ποὺ τὰ χρήματα καλλιεργοῦν, καὶ νὰ μᾶς προφύλαξη ἀπὸ τὸν κίνδυνον τῆς προσκολλήσεως τῆς καρδίας μας στὸν ἄδικον θησαυρισμόν, τονίζει στὸν καθένα μας: Μὴ στηριχθῆς στὰ χρήματά σου καὶ μὴ καυχηθῆς ποτὲ ὅτι, ἐπειδὴ ἔχεις ἀρκετὰ χρήματα, εἶσαι ἀσφαλισμένος. Πολὺ περισσότερον μὴ στηριχθῆς σὲ χρήματα, ποὺ ἀποκτῶνται μὲ ἀδικίες καὶ ἄνομα μέσα. Διότι τὰ χρήματα τῆς ἀδικίας καμμιὰν ὠφέλειαν ἢ ὑποστήριξιν δὲν θὰ σοῦ προσφέρουν στὶς ἡμέρες τῶν δοκιμασιῶν τῆς ζωῆς σου καὶ μάλιστα κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως ἀπὸ τὸν Κύριον. Ἀντίθετα τότε θὰ ἐπισύρουν ἐναντίον σου τὴν δίκαιην ὀργή του.
Σύμφωνα ὅμως μὲ τὶς σοφὲς σκέψεις τοῦ Σειράχ, ἐπικίνδυνον εἶναι καὶ τὸ νὰ δημιουργῇ κάποιος στενὲς καὶ φιλικὲς σχέσεις μὲ τοὺς πλουσίους. Διὰ τοῦτο καὶ γράφει:
«Ὁ ἁπτόμενος πίσσης μολυνθήσεται, καὶ ὁ κοινωνῶν ὑπερηφάνω ὁμοιωθήσεται αὐτῷ. Βάρος ὑπὲρ σὲ μὴ ἄρης, καὶ ἰσχυροτέρω σου καὶ πλουσιωτέρω μὴ κοινωνεῖ. Τί κοινωνήσει χύτρα πρὸς λέβητα; αὕτη προσκρούσει, καὶ αὕτη συντριβήσεται. Πλούσιος ἠδίκησε, καὶ αὐτὸς προσενεβριμήσατο· πτωχὸς ἠδίκηται, καὶ αὐτὸς προσδεηθήσεται. Ἐὰν χρησιμεύσης, ἐργᾶται ἐν σοῖ· καὶ ἐὰν ὑστέρησης καταλείψει σε. Ἐὰν ἔχῃς, συμβιώσετσι σοὶ καὶ ἀποκενώσει σε, καὶ αὐτὸς οὗ πονέσει. Χρείαν ἔσχηκέ σου, καὶ ἀποπλανήσει σε καὶ προσγελάσεται σοὶ καὶ δώσει σοὶ ἐλπίδα· λαλήσει σοὶ καλὰ καὶ ἐρεῖ- τὶς ἡ χρεία σου; καὶ αἰσχυνεῖ σὲ ἐν τοῖς βρώμασιν αὐτοῦ, ἕως οὗ ἀποκενώση σὲ δὶς ἢ τρίς, καὶ ἐπ᾿ ἐσχάτων καταμωκήσεται σου· μετὰ ταῦτα ὄψεταί σε καὶ καταλείψει σε καὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ κινήσει ἐπὶ σοί. Πρόσεχε μὴ ἀποπλσνηθῆς καὶ μὴ ταπεινωθῆς ἐν ἀφροσύνῃ σου» (ιγ´ 1-8).
Ἀρχίζει τὶς σκέψεις τοῦ ὁ Σειρὰχ μὲ τὴν ἑξῆς εἰκόνα: Ὅποιος ἐγγίζει τὴν πίσσαν, θὰ λερωθῆ ἀπ᾿ αὐτήν. Ἔτσι καὶ ἐκεῖνος, ποὺ συναναστρέφεται μ᾿ ἕνα ὑπερήφανον πλούσιον, θὰ ἐπηρεασθῆ ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ θὰ ἀπόκτηση τὴν δική του νοσηρὴ νοοτροπία. Μετὰ ὁ Σειράχ, ἀφοῦ παρομοιάζει τὸν πλούσιον σὰν βάρος ἀσήκωτο διὰ τὸν φτωχόν, προτρέπει τὸν φτωχόν: Μὴ σηκώσης στοὺς ὤμους σου βάρος ἀνώτερο ἀπὸ τὶς δυνάμεις σου. Δηλαδή, μὴ σύναψης πολλὲς σχέσεις καὶ στενὴν ἐπικοινωνίαν μὲ ἀνθρώπους κοινωνικὰ ἰσχυρότερους καὶ πλουσιώτερούς σου. Διότι κάτι τέτοιο θὰ ἔχῃ κακὲς συνέπειες πάνω σου. Διὰ νὰ περιγράψη τὶς συνέπειες αὐτές, ὁ Σειρὰχ χρησιμοποιεῖ τὴν ἑξῆς εἰκόνα:
Ὅπως εἶναι ἀταίριαστο καὶ ἐπικίνδυνο νὰ τοποθετῆται ἕνα μικρὸ καὶ εὔθραυστο πήλινο δοχεῖο, μιὰ χύτρα, κοντὰ σ᾿ ἕνα χάλκινον λέβητα, ἔτσι εἶναι ἐπικίνδυνη καὶ ἡ στενὴ συνάφεια ἑνὸς φτωχοῦ μ᾿ ἕνα ὑπερόπτην πλούσιον. Διότι, ὅπως ἡ χύτρα κινδυνεύει νὰ συντριβῇ ἀπὸ τὸν λέβητα, ἔτσι κινδυνεύει καὶ ὁ ἀδύνατος φτωχὸς ἀπὸ τὸν ἰσχυρὸν πλούσιον. Αὐτὸ δὲ διότι συνήθως οἱ πλούσιοι ἀδικοῦν καὶ πλήττουν καὶ φέρονται μὲ σκληρότητα πρὸς τοὺς ὑποδεεστέρους τους κοινωνικά. Οἱ φτωχοὶ ὅμως, προκειμένου νὰ τὰ ἔχουν καλὰ μὲ τοὺς πλουσίους, ἐνῷ ἀδικοῦνται ἀπ᾿ αὐτούς, πρέπει νὰ ὑποκλίνωνται μπροστά τους καὶ νὰ τοὺς φέρωνται μὲ δουλικὸ φρόνημα καὶ νὰ ζητοῦν συγγνώμην καὶ διὰ πράγματα, στὰ ὁποῖα δὲν εἶναι καθόλου ἔνοχοι.
Ἂν λοιπόν, φτωχέ μου, προσθέτει ὁ Σειράχ, θὰ εἶσαι σὲ κάτι χρήσιμος στὸν ὑπερήφανον πλούσιον, αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ νὰ σὲ ἐκμεταλλεύεται διὰ τὸ Ἰδικὸ τοῦ συμφέρον. Ὅταν ὅμως εὑρεθῆς ἐσὺ σὲ ἀνάγκες καὶ στερήσεις, κανένα ἐνδιαφέρον δὲν θὰ δείξη ἐκεῖνος σὲ σένα, ἀλλὰ θὰ σὲ ἐγκαταλείψη. Ἐὰν δὲ συμβῇ κάποτε νὰ ἔχῃς κάποια ἀγαθά, τότε ὁ πλούσιος θὰ σὲ πλησίαση καὶ πάλιν, ὄχι διὰ νὰ σὲ βοηθήση ἀλλὰ διὰ νὰ σοῦ ἁρπάξη τὰ ἀγαθά σου καὶ νὰ ἀδειάσῃ τὰ ταμεῖα σου. Καθόλου δὲν θὰ στενοχωρηθῆ διὰ τὸ κακό, ποὺ σοῦ ἔκαμεν. Ὅταν ἔχῃ τὴν ἀνάγκην σου, θὰ προσπαθήσῃ μὲ ὑποκριτικὰ χαμόγελα καὶ ψεύτικο ἐνδιαφέρον νὰ σὲ παραπλάνηση. θὰ σοῦ δώσῃ ἐλπίδες ὅτι θὰ σὲ βοηθήσῃ. Θὰ σοῦ ὁμιλήσῃ μὲ γλυκόλογα καὶ θὰ σοῦ πῇ: Ποιὰν ἀνάγκην ἔχεις; Στηρίξου σὲ μένα. Ἀκόμη θὰ σὲ προσκαλῇ ἐπανειλημμένα στὸ τραπέζι του, διὰ νὰ σὲ κάμῃ νὰ αἰσθάνεσαι ἀπέναντί του ἐντροπὴν καὶ ὑποχρέωσιν, διὰ τὴν τιμὴν ποὺ σοῦ κάμνει, μέχρις ὅτου σὲ ἀδειάση τελείως. Καὶ στὸ τέλος θὰ γελᾷ μαζί σου καὶ θὰ σὲ περιπαίζῃ. Ἔπειτα θὰ σὲ βλέπῃ νὰ ὑποφέρῃς, καὶ ἀντὶ νὰ σὲ συμπονέση, θὰ σὲ ἐγκαταλείψη ἐνῷ θὰ κινᾷ εἰρωνικὰ τὴν κεφαλήν του σὲ βάρος σου.
Πρόσεχε λοιπόν, φτωχέ μου, ἐπαναλαμβάνει ὁ Σειράχ. Πρόσεχε νὰ μὴ παραπλανηθῆς ἀπὸ τὴν δολιότητα τέτοιων ἀνθρώπων, διὰ νὰ μὴ ἐξευτελισθῆς ἀπ᾿ αὐτοὺς καὶ νὰ μὴ πληρώσης ἀκριβὰ τὴν ἀπερισκεψίαν καὶ μεγαλομανίαν σου.
Πιστεύει ὅμως καὶ διακηρύσσει ὁ συνετὸς Σειρὰχ ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχουν καὶ μὴ διεφθαρμένοι πλούσιοι. Ὁ ἴδιος δὲ ἐπεξηγεῖ πότε ἠμπορεῖ νὰ συμβῇ κάτι τέτοιο.
«Ἀγαθὸς ὁ πλοῦτος, ᾧ μὴ ἔστιν ἁμαρτία» (ιγ´, 24) «Μακάριος πλούσιος, ὃς εὑρέθη ἄμωμος καὶ ὃς ὀπίσω χρυσίου οὐκ ἐπορεύθη- τίς ἐστι; καὶ μακαριοῦμεν αὐτόν, ἐποίησε γὰρ θαυμάσια ἐν λαῷ αὐτοῦ. Τὶς ἐδοκιμάσθη ἐν αὐτῷ καὶ ἐτελειώθη; καὶ ἔσται αὐτῷ εἰς καύχησιν. Τὶς ἐδύνατο παρσβήναι καὶ οὗ παρέβη, καὶ ποιῆσαι κακὰ καὶ οὐκ ἐποίησε; Στερεωθήσεται τὰ ἀγαθὰ αὐτοῦ» (λα´, 8-11)
Τονίζει πρῶτα ὁ Σειρὰχ ὅτι ὁ πλοῦτος εἶναι καλός, ὅταν δὲν συνδυάζεται μὲ ἁμαρτίες. Μετὰ ἀνακηρύσσει εὐτυχισμένον τὸν πλούσιον ἐκεῖνον, ποὺ ἔμεινεν ἀπρόσβλητος καὶ ἀμόλυντος ἀπὸ τὴν φιλαργυρίαν καὶ δὲν ἔβαλε σὰν στόχον του νὰ μαζεύῃ περισσότερα χρήματα. Καὶ στὴν συνέχεια ἐρωτᾷ: Ὑπάρχει τέτοιος πλούσιος; Ἂν ναί, τότε πρέπει νὰ τὸν συγχαροῦμε καὶ νὰ τὸν καλοτυχίζουμε. Διότι αὐτὸς ἔκαμεν ἔργα θαυμαστὰ ἀνάμεσα στὸν λαόν του. Ὑπάρχει κάποιος, ποὺ ἐδοκιμάσθηκε μέσα στοὺς πειρασμοὺς τοῦ πλούτου καὶ εὑρέθηκε τέλειος; Αὐτὸς εἶναι ἄξιος καυχήσεως. Διότι αὐτός, ἐνῷ, προκειμένου νὰ γίνῃ πλουσιώτερος, ἠμποροῦσε νὰ παραβῇ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, δὲν τὸ ἔκαμε. καὶ ἐνῷ ἠμποροῦσε νὰ διαπράξη ἀδικίες, δὲν ἔπραξεν. Εἶναι εὐτυχισμένος ὁ δίκαιος αὐτὸς πλούσιος, διότι τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἔχει θὰ εὐλογηθοῦν ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ θὰ τὸν συνοδεύῃ πάντα.