Ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς εἶναι πολύτιμο ἀγαθό. Ἀξίζει δὲ ὁ κάθε ἄνθρωπος νὰ κάνῃ ὅτι ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν ἴδιον, διὰ νὰ κατακτᾷ καὶ νὰ διατηρῇ μέσα του τὸ θεῖο αὐτὸ δῶρο. Καὶ ὁ σοφὸς Σειρὰχ στὸ περισπούδαστο ἔργο του ὑποδεικνύει συγκεκριμένους τρόπους, μὲ τοὺς ὁποίους καὶ τὶς ἀφορμὲς διασαλεύσεως τῆς ψυχικῆς μας γαλήνης θὰ ἀποφεύγουμε ἀλλὰ καὶ τοῦ Θεοῦ τὴν εὔνοιαν θὰ ἀποσπάσουμε πάνω μας, ὥστε καὶ στὴν αἰωνιότητα νὰ ἐξασφαλίσουμε τὴν μόνιμην εἰρήνην καὶ ἀνάπαυσιν.
Πεποίθησις καὶ βασικὴ διδασκαλία τοῦ Σειρὰχ εἶναι ὅτι ἡ ἁμαρτία γενικὰ εἶναι πηγὴ ταραχῆς διὰ τὸν ἄνθρωπον. Οἱ τύψεις τῆς συνειδήσεως, ποὺ αὐτὴ προκαλεῖ στὸν ἁμαρτωλόν, τὸν κάμνουν νὰ ταλαιπωρεῖται καὶ νὰ ὑποφέρῃ ἀφάνταστα, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀποχωρίζουν ἀπὸ τὸν Θεόν, τὴν πηγὴν τῆς εἰρήνης. Διὰ τοῦτο καὶ βεβαιώνει:
«Μακάριος ἀνήρ, ὅς... οὐ κατενύγῃ ἐν λύπῃ ἁμαρτίας. Μακάριος οὐ οὗ κατέγνω ἡ ψυχὴ αὐτοῦ, καὶ ὃς οὐκ ἔπεσεν ἀπὸ τῆς ἐλπίδος αὐτοῦ» (ιδ´, 1-2).
Εἶναι δηλαδὴ εὐτυχισμένος ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ποὺ κατορθώνει νὰ μὴ ἁμαρτάνῃ. Διότι αὐτὸς δὲν δοκιμάζει τὴν πίκραν καὶ τὴν ταραχήν, ποὺ προκαλοῦν οἱ ἔλεγχοι τῆς συνειδήσεως. Εὐτυχισμένος ἐπίσης εἶναι ὅποιος ἔχει ἥσυχην τὴν συνείδησίν του, διότι αὐτὸς δὲν χάνει ποτὲ τὴν πρὸς τὸν Θεὸν ἐλπίδα του.
Τὶς σοφὲς συμβουλές του, γύρω ἀπὸ δυὸ ἄλλες ἀφορμὲς διασαλεύσεως τῆς ψυχικῆς μας γαλήνης, μᾶς δίδει ὁ Σειρὰχ στοὺς ἀκόλουθους στίχους:
«Ἅφες ἀδίκημα τῷ πλησίον σου, καὶ τότε δεηθέντος σου αἱ ἁμαρτίαι σου λυθήσονται. Ἄνθρωπος ἀνθρώπω συντηρεῖ ὀργήν, καὶ παρὰ Κυρίου ζητεῖ ἴασιν; Ἐπ᾿ ἄνθρωπον ὅμοιον αὐτῷ οὐκ ἔχει ἔλεος, καὶ περὶ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτοῦ δεῖται; Αὐτὸς σὰρξ ὧν διατηρεῖ μῆνιν, τὶς ἐξιλάσεται τὰς ἁμαρτίας αὐτοῦ;» (κη´, 2-5). «Ἀπόσχου ἀπὸ μάχης, καὶ ἐλαττώσεις ἁμαρτίας. ἄνθρωπος γὰρ θυμώδης ἐκκαύσει μάχην, καὶ ἀνὴρ ἁμαρτωλὸς ταράξει φίλους καὶ ἀνὰ μέσον εἰρηνευόντων ἐμβάλλει διαβολήν... Ἔρις κατασπευδομένη ἐκκαίει πῦρ, καὶ μάχη κατασπεύδουσα ἐκχέει αἷμα. Ἐὰν φυσήσῃς εἰς σπινθῆρα, ἐκκαήσεται, καὶ ἐὰν πτύσης ἐπ᾿ αὐτόν, σβεσθήσεται. καὶ ἀμφότερα ἐκ τοῦ στόματός σου ἐκπορεύεται» (κη´, 8-9, 11-12).
Ξεκινᾷ καὶ πάλιν ὁ σοφὸς Σειρὰχ ἀπὸ τὴν ὀρθὴν θέσιν ὅτι, ἂν ἕνας ἁμαρτάνῃ καὶ δὲν ἐξασφαλίζῃ συγχώρησιν ἀπὸ τὸν Θεόν, δὲν ἠμπορεῖ νὰ αἰσθάνεται εἰρηνικός. Καὶ συμβουλεύει τὸν καθένα μας: Ἂν θέλῃς νὰ ἔχῃς εἰρήνην μέσα σου, συγχώρησε πρῶτα στοὺς συνανθρώπους σου τὰ ἀδικήματα, ποὺ σοῦ ἔκαμαν, καὶ μετὰ προσευχήσου στὸν Θεὸν νὰ σοῦ συγχώρηση τὶς ἁμαρτίες σου. Διότι, ἂν ἕνας ἄνθρωπος διατηρῇ μέσα του μῖσος καὶ ἔχθραν ἐναντίον κάποιου ἄλλου ἀνθρώπου, μὲ ποιὰν παρρησίαν θὰ ζητήσῃ ἀπὸ τὸν Θεὸν συγχώρησιν; Ἂν ἕνας δὲν αἴσθανεται συμπάθειαν πρὸς τοὺς ὁμοιοπαθεῖς συνανθρώπους του, πῶς θὰ τόλμηση νὰ ζητήσῃ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ διὰ τὶς Ἰδικὲς τοῦ ἁμαρτίες;
«Καὶ ἅφες ἡμῖν τὰ ὄφειληματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν» (Ματθ. στ´, 12), μοιάζει νὰ μᾶς λέγῃ στὸ σημεῖο αὐτὸ καὶ ὁ Σειράχ.
Καὶ νὰ τονίζῃ σὲ μᾶς ὅ,τι ἀκριβῶς καὶ ὁ Κύριος μας ἐδίδαξε στὴν Κυριακὴν προσευχήν. Ὅτι δηλαδὴ πρέπει νὰ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸν συγχώρησιν, μόνον καὶ ἐφ᾿ ὅσον προηγουμένως καὶ ἐμεῖς ἐσυγχωρήσαμε στοὺς ἄλλους ὅσα τυχὸν κακά μας ἔχουν κάμει.
Μὲ τὴν ἴδιαν θέρμην μας συμβουλεύει ὁ σοφὸς Σειράχ, ἂν θέλουμε νὰ διατηροῦμε τὴν εἰρήνην τῆς ψυχῆς μας, νὰ ἀποφεύγουμε τὶς φιλονεικίες καὶ κάθε ἄλλην ἀφορμὴν συγκρούσεως μὲ τοὺς συνανθρώπους μας. Διότι, ὅσοι συγκρατοῦν τὸν θυμόν τους, προφυλάσσουν τὸν ἑαυτόν τους ἀπὸ ἁμαρτίες, οἱ ὁποῖες πάντα προκαλοῦν ἀναστατώσεις καὶ ταραχές. Ἀντίθετα οἱ θυμώδεις καὶ οἱ ἴδιοι ταράζονται καὶ ἁμαρτάνουν, ἀλλὰ καὶ τοὺς φίλους τους ἀναστατώνουν. Καὶ ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους, ποὺ ζοῦν εἰρηνικά, σκορπίζουν διαβολὲς καὶ διαταραχές. Καὶ κάθε ἔρις καὶ θυμός, ἂν δὲν συγκρατηθῆ, ἀνάβει πυρκαϊᾶν. Καὶ κάθε βίαιη καὶ ἀσυγκράτητη λογομαχία εἶναι δυνατὸν νὰ ὁδηγήση μέχρι καὶ τὴν αἱματοχυσίαν.
Τοῦτο φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ ἑξῆς παράδειγμα. Πάνω σ᾿ ἕνα σπινθῆρα, ἂν φυσήσῃς, θὰ ἀνάψῃς φωτιάν, ἂν ὅμως φτύσης, θὰ τὸν σβήσης. Ὅπως λοιπὸν μὲ τὰ δυὸ αὐτὰ πράγματα, τὸ φύσημα καὶ τὸ φτύσιμο, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸ στόμα σου, ἐπιτυγχάνεις ἢ τὸ ἄναμμα ἢ τὸ σβήσιμο τῆς φωτιᾶς, ἔτσι καὶ μὲ τὸν θυμὸν ἢ τὰ καλά σου λόγια ἠμπορεῖς ἀντίστοιχα νὰ ἀνάψης ἢ νὰ σβήσης τὴν φιλονεικίαν καὶ τὴν ταραχήν.
Σὰν μέσο ἀποτελεσματικὸ διὰ νὰ εἰρηνεύουμε, ὁ Σειράχ μας συνιστᾷ καὶ τὴν ὀλιγάρκειαν. Καὶ γράφει δι᾿ αὐτὴν τὰ ἀκόλουθα:
«Ἀρχὴ ζωῆς ὕδωρ καὶ ἄρτος καὶ ἱμάτιον καὶ οἶκος καλύπτων ἀσχημοσύνην. Κρείσσων βίος πτωχοῦ ὑπὸ σκέπην δοκῶν ἢ ἐδέσματα λαμπρὰ ἐν ἀλλοτρίοις. Ἐπὶ μικρῶ καὶ μεγάλω εὐδοκίαν ἔχε, καὶ ὀνειδισμὸν παροικίας οὐ μὴ ἀκούσῃς» (κθ´, 21 -23).
Τὰ πρῶτα καὶ ἀπαραίτητα διὰ τὴν συντήρησιν τῆς ζωῆς μας ἀγαθὰ εἶναι τὸ νερὸ καὶ τὸ ψωμί. Παράλληλα ἀπαραίτητα διὰ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι καὶ τὰ ἐνδύματα καὶ ἡ κατοικία, διὰ νὰ κρύβουν τὴν γυμνότητά τους. Αὐτὸ τονίζει ὁ σοφὸς Σειράχ. Καὶ ἡ ἄποψίς του ταυτίζεται μὲ τὴν διακήρυξιν τοῦ Ἀπ. Παύλου, ὅτι «ἔχοντες διατροφᾶς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα» (Α´ Τιμ. στ´, 8). Ὅταν δηλαδὴ ἐξασφαλίζουμε τὶς ἀπαραίτητες διὰ τὴν συντήρησίν μας τροφὲς καὶ ἔχουμε τὰ ἀναγκαία ἐνδύματα καὶ τὴν κατάλληλη κατοικία, τότε πρέπει νὰ εἴμεθᾳ εὐχαριστημένοι καὶ ἱκανοποιημένοι.
Τονίζει ἐπίσης ὁ Σειρὰχ ὅτι διὰ κανένα λόγον δὲν ἠμπορεῖ νὰ θεωρηθῆ εὐτυχισμένος ὅποιος καταφεύγει σὲ ἄλλους καὶ ζητᾷ ἀπ᾿ αὐτοὺς δανεικὰ καὶ ἐλεημοσύνες, διὰ νὰ κάμῃ πιὸ ἄνετη τὴν ζωήν του. Ἐπειδὴ δὲ πιστεύει ὅτι προτιμότερη εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ φτωχοῦ κάτω ἀπὸ ξύλινη στέγη, παρὰ τὰ πολυτελῆ συμπόσια σὲ ξένα σπίτια, διὰ τοῦτο καὶ προτρέπει τὸν καθένα: νὰ εἶσαι εὐχαριστημένος καὶ μὲ τὰ πολλὰ καὶ μὲ τὰ ὀλίγα. Ἔτσι ποτὲ κανένας δὲν θὰ σὲ κατηγορήση ὅτι εἶσαι παράσιτο τῆς κοινωνίας καὶ ζῇς σὲ βάρος τῶν ἄλλων.
Σοφὴ κατὰ πάντα εἶναι καὶ ἡ ἄποψης τοῦ Σειράχ, ὅτι καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ χαρίζει στὸν ἄνθρωπον, ποὺ τὸν καλλιεργεῖ μέσα του, θάρρος καὶ εἰρήνη. Διότι:
«Πνεῦμα φοβούμενων Κύριον ζήσεται, ἡ γὰρ ἐλπὶς αὐτῶν ἐπὶ τὸν σῴζοντα αὐτούς. Ὁ φοβούμενος Κύριον οὐδὲν εὐλαβηθήσεται καὶ οὐ μὴ δειλιάση, ὅτι αὐτὸς ἐλπὶς αὐτοῦ. Φοβούμενου τὸν Κύριον μακαρία ἡ ψυχή» (λδ, 13-15).
Ἡ ψυχὴ δηλαδὴ ὅσων αἰσθάνονται μέσα τοὺς εὐλαβικὸν φόβον πρὸς τὸν Θεόν, θὰ ζῇ εἰρηνικά. Διότι οἱ θεοφοβούμενοι ἄνθρωποι τὴν ἐλπίδα τοὺς τὴν στηρίζουν σ᾿ Ἐκεῖνον, ποὺ εἶναι ὁ μόνος ποὺ ἠμπορεῖ νὰ τοὺς σώσῃ. Ὅποιος ἑπομένως μὲ φόβον καὶ εὐλάβεια στηρίζεται στὸν Κύριον, ἀπὸ τίποτε δὲν ἔχει νὰ φοβηθῆ καὶ μπροστὰ σὲ τίποτε δὲν θὰ τὰ χάση. Διὰ τοῦτο καὶ εἶναι πραγματικὰ εὐτυχισμένος ὅποιος φοβεῖται τὸν Κύριον. Δικαιολογεῖ δὲ ὁ Σειρὰχ ὡς ἑξῆς τὶς ἀπόψεις τοῦ αὐτές:
«Τίνι ἐπέχει καὶ τὶς ἀντιστήριγμα αὐτοῦ: Οἱ ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπὶ τοὺς ἀγαπώντας αὐτὸν ὑπερασπισμὸς δυναστείας καὶ στήριγμα Ἰσχύος, σκέπη ἀπὸ καύσωνος καὶ σκέπη ἀπὸ μεσημβρίας, φυλακὴ ἀπὸ προσκόμματος καὶ βοήθεια ἀπὸ πτώσεως, ἀνυψῶν ψυχὴν καὶ φωτίζων ὀφθαλμούς, ἴασις διδούς, ζωὴν καὶ εὐλογία» (λδ´, 15-17).
Σὲ ποιὸν δηλαδὴ στηρίζεται ὁ θεοφοβούμενος καὶ εὐλαβὴς ἄνθρωπος καὶ ποιὸν ἔχει στήριγμά του; Τὸν Κύριον, τοῦ ὁποίου οἱ ὀφθαλμοὶ στρέφονται πάντοτε πρὸς ὅσους τὸν ἀγαποῦν. Καὶ γίνεται σ᾿ αὐτοὺς δυνατὸς προστάτης καὶ ἰσχυρὸς ὑπερασπιστῆς καὶ σκέπη, ποὺ τοὺς προφυλάσσει ἀπὸ τὸν καύσωνα καὶ τὴν ἀφόρητην μεσημβρινὴ ζέστη τοῦ καλοκαιριοῦ καὶ προστασία ἀπὸ πτώσεις καὶ σκοντάμματα καὶ βοήθεια ἀνορθώσεώς τους, ὅταν πέσουν. Ὁ Κύριος ἀνυψώνει τὴν ζωήν μας. Φωτίζει τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς μας. Μᾶς δίδει ὑγεία καὶ ζωὴν καὶ εὐλογία.