Οἱ θλίψεις καὶ οἱ δοκιμασίες καὶ οἱ πειρασμοὶ τῆς ζωῆς εἶναι φαινόμενο πανανθρώπινο καὶ πρόβλημα σοβαρώτατο. Δικαιολογημένα λοιπὸν καὶ ὁ σοφὸς Σειρὰχ τονίζει τὴν σκληρὴν αὐτὴν πραγματικότητα στοὺς ἀναγνῶστες τοῦ βιβλίου του καὶ ἐπισημαίνει σ᾿ αὐτοὺς τὶς πιὸ συνηθισμένες ἀφορμὲς τῶν ἀνθρωπίνων δοκιμασιῶν.
«Ἀσχολία μεγάλη ἔκτισται παντὶ ἀνθρώπω καὶ ζυγὸς βαρὺς ἐπὶ υἱοὺς Ἀδὰμ ἀφ᾿ ἡμέρας ἐξόδου ἐκ γαστρὸς μητρὸς αὐτῶν ἕως ἡμέρας ἐπιστροφῆς εἰς μητέρα πάντων... Ἀπὸ καθήμενου ἐπὶ θρόνου ἐν δόξῃ καὶ ἕως τεταπεινωμένου ἐν γῇ καὶ σποδῷ, ἀπὸ φοροῦντος ὑάκινθον καὶ στέφανον καὶ ἕως περιβαλλόμενου ὠμόλινον... Ὀλίγον, ὡς οὐδὲν ἐν ἀνάπαυσᾳ, καὶ ἀπ᾿ ἐκείνου ἐν ὕπνοις ὡς ἐν ἡμέρᾳ σκοπιᾶς τεθορυβημένος ἐν δράσει καρδίας αὐτοῦ, ὡς ἐκπεφευγῶς ἀπὸ προσώπου πολέμου» (μ´, 1, 3, 6).
Σ᾿ ὅλους δηλαδὴ τοὺς ἀνθρώπους, κατὰ παραχώρησιν Θεοῦ, ἐπεβλήθησαν πολυάριθμες στενοχώριες καὶ μέριμνες. Καὶ πάνω σ᾿ ὅλους τοὺς ἀπογόνους του Ἀδὰμ ἐπιβάλλεται βαρὺ φορτίο θλίψεων, ἀπὸ τὴν ἡμέραν ποὺ θὰ γεννηθοῦν μέχρι καὶ τὴν ἡμέραν ποὺ θὰ ἀποθάνουν καὶ θὰ ἐπιστρέψουν στὴν κοινὴν μητέρα ὅλων μας γῆν. Συμβαίνει δὲ αὐτὸ σ᾿ ὅλους γενικὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἀπὸ τοὺς πιὸ τρανούς, ποὺ κάθονται πάνω σὲ ἔνδοξον θρόνον, μέχρι καὶ τοὺς πιὸ ἄσημους, ποὺ κάθονται πάνω σὲ χῶμα καὶ στάκτην. Ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες ποὺ φοροῦν πολύτιμο καὶ κόκκινο ἔνδυμα καὶ φέρουν στεφάνι στὴν κεφαλήν τους, μέχρι καὶ τοὺς πιὸ πτωχούς, ποὺ περιβάλλονται μὲ χονδροκαμωμένα λινὰ ὑφάσματα. Εἶναι δὲ τόσες οἱ σκοτοῦρες κάθε ἄνθρωπου, ὥστε νὰ εἶναι ἀναπαυμένος ὀλίγον, μᾶλλον δὲ νὰ μὴ ἀναπαύεται καθόλου. Ἀκόμη καὶ κατὰ τὸν ὕπνον τοῦ ὁ ἄνθρωπος πολιορκεῖται ἀπὸ μέριμνες καὶ μοιάζει μὲ τὸν φρουρόν, ποὺ στέκεται πάνω σὲ φυλάκιο καὶ περιστοιχίζεται ἀπὸ ἐχθρούς. Ἀναστατώνεται δὲ τόσον ἀπὸ τὶς φαντασιώσεις τῆς διανοίας του, ὥστε νὰ αἰσθάνεται σὰν ἐκεῖνον, ποὺ ἔχει διασωθῆ ἀπὸ τὸν πόλεμον.
Ποικίλες καὶ πολλὲς εἶναι καὶ οἱ ἀφορμές, ποὺ προκαλοῦν σ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τόσες σκληρὲς δοκιμασίες. Μερικὲς μνημονεύει καὶ ὁ σοφὸς Σειράχ. Καὶ γράφει:
«Τοὺς διαλογισμοὺς αὐτῶν καὶ φόβον καρδίας, ἐπίνοια προσδοκίας, ἡμέρα τελευτῆς... Θυμὸς καὶ ζῆλος καὶ ταραχὴ καὶ σάλος καὶ φόβος θανάτου καὶ μηνίασμα καὶ ἔρις... Θάνατος καὶ αἷμα καὶ ἔρις καὶ ρομφαῖα, ἐπαγωγοί, λιμὸς καὶ σύντριμμα καὶ μάστιξ ἐπὶ τοὺς ἀνόμους ἐκτίσθη ταῦτα πάντα» (μ´, 2, 5, 9-10).
Βασικά, τονίζει ὁ θεόπνευστος συγγραφεύς, ἐκεῖνο ποὺ ἀναστατώνει τὶς σκέψεις καὶ ἐκφοβίζει τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἡ ἀνάμνησις καὶ ἡ ἀγωνιώδης προσμονὴ τῆς ἡμέρας τοῦ θανάτου τους. Παράλληλα ὅμως ὁ κάθε ἄνθρωπος ταλαιπωρεῖται καὶ ἀπὸ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς του, ὅπως εἶναι ἡ ὀργή, ἡ ζηλοτυπία, ἡ ταραχή, ἡ ἀναστάτωσις, ὁ φόβος τοῦ θανάτου, ἡ δυσαρέσκεια καὶ οἱ ἔριδες. Οἱ δυσάρεστες δὲ αὐτὲς καταστάσεις, οἱ θάνατοι δηλαδὴ καὶ οἱ φόνοι καὶ οἱ διχόνοιες καὶ οἱ σφαγὲς καὶ οἱ θεομηνίες καὶ οἱ πεῖνες καὶ οἱ καταστροφὲς καὶ οἱ ἄλλες συμφορές, ὅλα αὐτὰ ἔχουν ἀρχικήν τους αἰτίαν τὴν ἁμαρτίαν. Δίδονται δὲ πρὸς τιμωρίαν μὲν τῶν ἁμαρτωλῶν ἀλλὰ καὶ διὰ τὸν πνευματικὸν καταρτισμὸν τῶν δικαίων καὶ ἐναρέτων.
Ἀναφέρεται ὅμως ὁ Σειρὰχ εἰδικὰ καὶ στὶς δοκιμασίες τῶν ἀσθενειῶν καὶ λέγει:
«Τίμα ἰατρὸν πρὸς τὰς χρείας αὐτοῦ τιμαῖς αὐτοῦ. καὶ γὰρ αὐτὸν ἔκτισε Κύριος- παρὰ γὰρ Ὑψίστου ἐστὶν ἴασις... Κύριος ἔκτισεν ἐκ γῆς φάρμακα, καὶ ἀνὴρ φρόνιμος οὐ προσοχθιεῖ αὐτοῖς... Τέκνον, ἐν ἀρρωστήματί σου μὴ παράβλεπε, ἀλλ᾿ εὔξαι Κυρίῳ, καὶ αὐτὸς ἰάσεταί σε» (λη´, 1-2, 4, 9).
Τονίζει λοιπὸν ὁ συνετὸς Σειρὰχ ὅτι ἔχουμε τὴν ἀνάγκην τῶν Γιατρῶν καὶ πρέπει νὰ τοὺς τιμοῦμε. Διότι ὁ Θεὸς ἔδωσε καὶ τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη. Διότι καὶ ἡ θεραπεία, ποὺ δίδεται διὰ τοῦ ἰατροῦ, προέρχεται ἀπὸ τὸν Ὕψιστον. Ὁ Θεὸς ἔλαβε πρόνοια νὰ φυτρώνουν στὴν γῆν βότανα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα βγαίνουν τὰ διάφορα φάρμακα. Ὁ δὲ φρόνιμος ἄνθρωπος δὲν τὰ ἀποστρέφεται.
Καὶ σὺ λοιπόν, παιδί μου, ὅταν ἀρρωστήσῃς, μὴ ἀδιαφορήσῃς στὶς συμβουλὲς τοῦ ἰατροῦ. Μὴ παραμελήσῃς ὅμως νὰ παρακαλέσῃς καὶ τὸν Κύριον νὰ σοῦ χαρίσῃ τὴν θεραπείαν. Διότι Αὐτὸς ἔχει τὴν δύναμιν νὰ σὲ θεραπεύσῃ. Οἱ ἀρρώστιες ὅμως, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ταλαιπωρίαν, προκαλοῦν στὸν ἀνθρώπινον ὀργανισμὸν καὶ τὴν φθοράν, τελικὰ δὲ καὶ τὸν θάνατον. Διότι:
«Πᾶσα σὰρξ ὡς ἱμάτιον παλαιοῦται... Ὡς φύλλον θάλλον ἐπὶ ὄρου δασέος, τὰ μὲν καταβάλλει, ἄλλα δὲ φύει, οὕτως γενεὰ σαρκὸς καὶ αἵματος, ἡ μὲν τελευτᾷ ἑτέρα δὲ γεννᾶται» (ιδ´, 17, 18).
Παρομοιάζει δηλαδὴ ὁ Σειρὰχ τὸν κάθε ἀνθρώπινον ὀργανισμὸν μὲ φόρεμα, ποὺ παλαιώνει καὶ φθείρεται. Ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ πλούσιο φύλλωμα τῶν δένδρων τοῦ δάσους. Ὅπως δὲ συμβαίνει μὲ τὰ φύλλα τῶν δένδρων, ποὺ ἄλλα μὲν πέφτουν ἄλλα δὲ βλαστάνουν, ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὶς γενεὲς τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἄλλοι ἀπ᾿ αὐτοὺς πεθαίνουν καὶ ἄλλοι γεννοῦνται.
Γενικὸ λοιπὸν συμπέρασμα τῶν σκέψεων αὐτῶν εἶναι ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἀπὸ τὴν γέννησιν μέχρι τὸν θάνατόν του, ὑποφέρει καὶ δοκιμάζεται.