Οἱ Παρακλητικοὶ Κανόνες στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ λαοφιλεῖς Ἀκολουθίες τῆς ὀρθοδόξου λειτουργικῆς ζωῆς. Ὄχι μόνον τὸν Αὔγουστο, ποὺ εἶναι ὁ μήνας τῆς Παναγίας, ἀλλὰ καὶ ὅλο τὸν ὑπόλοιπο χρόνο σὲ Ἐκείνην καταφεύγομε καὶ πάνω της ἐναποθέτομε «τὴν πᾶσαν ἐλπίδα» μας. Ἐκείνη, ἡ γλυκιά μας Παναγιά, εἶναι ἡ μεσιτεύουσα ὑπὲρ ἡμῶν στὸν Υἱό της καὶ Θεό μας.
Ἀξίζει, πάντως, νὰ ἐπισημάνωμε ὅτι στὰ ὑπέροχα αὐτὰ ποιήματα, ποὺ ψάλλομε πρὸς τιμήν της καὶ γιὰ ἐνίσχυσή μας, τὰ τροπάρια ὅλων τῶν Ὠδῶν ἀκολουθοῦν κάποια συγκεκριμένη σειρά. Ἔτσι τὸ α’ τροπάριο ὅλων τῶν Ὠδῶν τοῦ Μικροῦ Παρακλητικοῦ Κανόνος περιέχει παράκληση στὴν Παναγία γιὰ γενικὴ βοήθεια, τὸ β’ παράκληση γιὰ σωτηρία ἀπὸ πάθη καὶ πειρασμούς, τὸ γ’ γιὰ λύτρωση ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ δεινὰ καὶ τὸ δ’ γιὰ σωτηρία ἀπὸ ἀσθένειες.
Γιὰ παράδειγμα τὸ α’ τροπάριο τῆς α’ Ὠδῆς τοῦ Μικροῦ Παρακλητικοῦ Κανόνος ξεκινάει ὡς ἑξῆς: «Πολλοῖς συνεχόμενος πειρασμοῖς πρὸ σὲ καταφεύγω σωτηρίαν ἐπιζητῶν…», τὸ β’ τροπάριο συνεχίζει «παθῶν με ταράττουσι προσβολαί…», στὸ γ’ τροπάριο ὁ ποιητὴς κάνει θερμὴ παράκληση στὴν Παναγία νὰ τὸν λυτρώσῃ ἀπὸ τὰ δεινά («δυσωπῶ, Παρθένε, λυτρωθῆναι με τῶν δεινῶν») καὶ στὸ δ’ τροπάριο ζητάει βοήθεια γιὰ τὶς ψυχικὲς καὶ σωματικὲς ἀσθένειες («νοσοῦντα τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴν ἐπισκοπῆς θείας καὶ προνοίας τῆς παρά σοῦ ἀξίωσον»). Ἡ ἴδια περίπου σειρὰ παρατηρεῖται καὶ στὰ ἀντίστοιχα τροπάρια τῶν ὑπολοίπων Ὠδῶν.
Ὅσον ἀφορᾶ τὸν Μεγάλο Παρακλητικὸ Κανόνα, στὸ α’ τροπάριο κάθε Ὠδῆς ὁ ποιητὴς παρουσιάζει στὴν Παναγία τὴν δεινὴ κατάσταση στὴν ὁποία βρίσκεται καὶ τὴν παρακαλεῖ γιὰ βοήθεια, στὸ β’ τροπάριο ἀναφέρει ὅτι ἡ Παναγία τὸν βοήθησε στὸ παρελθόν, στὸ γ’ τροπάριο ἐκφράζει τὴν πεποίθησή του ὅτι ἡ Παναγία θὰ τὸν βοηθήσῃ καὶ αὐτὴν τὴν φορά, καὶ στὸ δ’ τροπάριο διατυπώνει ἐκ τῶν προτέρων τὶς εὐχαριστίες του γιὰ τὴν προσφορά της.
Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρομε καὶ πάλι τὰ τροπάρια τῆς α’ Ὠδῆς τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος: στὸ α’ τροπάριο ὁ ποιητὴς ἀναφέρει ὅτι πρόξενοι θλίψεων τὸν ταλαιπωροῦν («τῶν λυπηρῶν ἐπαγωγαὶ χειμάζουσιν τὴν ταπεινήν μου ψυχήν …»), στὸ β’ τροπάριο ἀναφέρει τὴν λύτρωσή του στὸ παρελθὸν «ἐξ ἀμετρήτων ἀναγκῶν καὶ θλίψεων», στὸ γ’ τροπάριο δηλώνει τὴν ἐμπιστοσύνη του στὴν «κραταιὰ ἀντίληψη» (ἰσχυρὴ βοήθεια) τῆς Παναγίας, καὶ στὸ δ’ τὴν εὐχαριστεῖ προκαταβολικά: «οὐ σιωπήσω τοῦ βοᾶν τρανώτατα τὰ μεγαλεῖα τὰ σά. Εἰ μὴ γὰρ σὺ προΐστασο πρεσβεύουσα, τίς ἐμὲ ἐρρύσατο ἐκ τοσούτων κινδύνων;»
Θὰ παρατηρήσαμε κιόλας ἀπὸ τὰ μικρὰ αὐτὰ παραδείγματα ὅτι ὁ μὲν Μικρὸς Παρακλητικὸς Κανόνας εἶναι πιὸ ἁπλὸς καὶ κατανοητός, καὶ κάποιος μπορεῖ νὰ τὸν ἀποστηθίσῃ εὔκολα, ὁ δὲ Μεγάλος Παρακλητικὸς Κανόνας εἶναι πιὸ πλούσιος σὲ λεξιλόγιο καὶ σὲ εἰκόνες καὶ πιὸ σύνθετος σὲ νοήματα καὶ ἀπαιτεῖ κάποια μεγαλύτερη προσέγγιση.
Αὐτὸ ποὺ χρειάζεται, πάντως, νὰ κάνῃ ὁ καθένας μας εἶναι νὰ μελετᾶ τοὺς ὑπέροχους αὐτοὺς θησαυροὺς τῆς λειτουργικῆς μας γλώσσας, ὅσο μπορεῖ, ἀπὸ τὸ πρωτότυπο, μὲ εἰσαγωγὴ καὶ ἑρμηνευτικὸ λεξιλόγιο, ὥστε νὰ ἐμβαθύνῃ περισσότερο στὸ περιεχόμενό των.
Ἔτσι, μὲ τὴν ἐξάσκηση θὰ ἀνεβάσῃ τὸ γλωσσικό του ἐπίπεδο καὶ σταδιακὰ θὰ μπορέσῃ νὰ μυηθῆ, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, σὲ ὅλες τὶς Ἀκολουθίες τῆς λειτουργικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀντιλαμβανόμαστε, ἀσφαλῶς, ὅλοι μας πόσο μεγάλο θὰ εἶναι στὴν περίπτωση αὐτὴν τὸ ὄφελος ὄχι μόνον γιὰ τὰ ἐπιμέρους πρόσωπα ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ σύνολο τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας μας.
Πέρα, ὅμως, ἀπὸ τὶς Παρακλήσεις ποὺ κάνομε οἱ ἴδιοι στὴν Παναγία, γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσῃ, χρειάζεται νὰ ἀκούσωμε καὶ τὴν παράκληση ποὺ κάνει ἡ Παναγία σὲ μᾶς. Ἀλήθεια, τί ζητάει ἀπὸ ἐμᾶς ἡ Παναγία;
Γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὴν παράκλησή της, ἀρκεῖ νὰ θυμηθοῦμε τὴν προτροπὴ ποὺ κάνει στοὺς προσκεκλημένους στὸν γάμο τῆς Κανᾶ. Ἡ Παναγία, ποὺ ἐπεσήμανε τὸ πρόβλημα μὲ τὴν ἔλλειψη τοῦ οἴνου, δείχνοντας ἐμπιστοσύνη ὅτι ὁ Υἱός της θὰ τὸ ἐπιλύσῃ ἐγκαίρως καὶ πρὸς τὸ συμφέρον ὅλων, τοὺς εἶπε χαρακτηριστικά: «ὅ τι ἄν λέγῃ ὑμῖν ποιήσατε» (Ἰωάν. β’ 5).
Πράγματι, ὁ Κύριος ζήτησε νὰ γεμίσουν τὶς ὑδρίες μὲ νερό καὶ μετὰ Ἐκεῖνος ἔκανε αὐτὸ ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ κάνουν οἱ ἴδιοι, τὴν μετατροπὴ τοῦ ὕδατος σὲ οἶνο.
Ὁ Κύριος, σημειωτέον, πάντοτε, καὶ μάλιστα πρὶν ἀπὸ κάθε θαῦμα, ζητάει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο νὰ κάνῃ ὅ τι μπορεῖ ὁ ἴδιος. Μόνον ἐφ’ ὅσον ὁ ἄνθρωπος κάνει ὅ τι τοῦ ἀντιστοιχεῖ, ὁ Κύριος προχωράει στὴν θαυματουργία (π.χ. ἀποκύλιση λίθου ἀπὸ τὸ μνημεῖο – ἀνάσταση Λαζάρου, ἐφοδιασμὸς μὲ τοὺς ὑπάρχοντες ἄρτους καὶ ἰχθῦς – χορτασμὸς τῶν πεντάκις χιλίων). Καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ κάνῃ κάτι ἐντελῶς πρακτικό, ὁ Κύριος τοῦ ζητάει κάτι ἀκόμη πιὸ ἀσφαλές, τὴν πίστη του: «Πιστεύεις ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;» (Ματθ., θ’ 28). Ἡ συγκατάθεση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν ἐνέργεια τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος θέλει μὲν τὴν σωτηρία του, ἀλλὰ δὲν παραβιάζει τὴν ἐλεύθερη βούληση τοῦ δημιουργήματός Του.
Ἄς ἐξετάσωμε, ἑπομένως, προσεκτικὰ καὶ ἐμεῖς: Μήπως, ἐνῶ παρακαλᾶμε τὴν Παναγία νὰ μᾶς βοηθήσῃ στὶς δυσκολίες τοῦ βίου μας, ἐν τούτοις δὲν κάνομε ὅ τι ἡ Παναγία μᾶς συμβουλεύει; Στὸ κάτω κάτω ἡ προτροπή της ἀφορᾶ στὴν δική μας σωτηρία.
Ἡ διαχρονικὴ παράκληση τῆς Παναγίας μας «ὅ τι ἄν λέγῃ ὑμῖν ποιήσατε» ἰσοδυναμεῖ μὲ αἴτημα γιὰ ἄρνηση ἐκ μέρους μας τῆς ἀσέβειας καὶ τῶν κοσμικῶν ἐπιθυμιῶν, «ἵνα σωφρόνως καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰῶνι» (Τίτ., β’, 12), γιὰ νὰ εὕρωμε χάρη καὶ ἔλεος ἀπὸ τὸν Υἱό της καὶ Σωτῆρα μας «νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τὸν μέλλοντα αἰῶνα». Γένοιτο!