Ὁ Μέγας Κανών

ΠΕΡΙΣΠΟΥΔΑΣΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΥΜΝΟΓΡΑΦΙΑΣ

Τοῦ κ. Ἰωάννου Φ. Ἀθανασοπούλου Θεολόγου-Φιλολόγου

Θρησκευτικὸ ἀλλὰ καὶ ἐθνικὸ κειμήλιο ἀνεκτίμητης ἀξίας εἶναι ἡ Ὑμνογραφία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὅλα σχεδὸν τὰ ὑμνολογικὰ κείμενα εἶναι περισπούδαστα ποιητικὰ ἔργα μεγάλης πνοῆς καὶ συνθέσεως ἐκ τῶν ὁποίων μερικὰ οὔτε καὶ αὐτὴ ἡ ποιητικὴ δημιουργία τῆς κλασσικῆς ἀρχαιότητος μπορεῖ νὰ προσεγγίσει. Παράδειγμα ἀδιάψευστον ὁ Μέγας Κανών, ἀπὸ τοὺς περισσότερο γνωστοὺς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ψάλλεται τμηματικῶς μὲν κατὰ τὴν ἀκολουθίαν τοῦ Ἀποδείπνου τῶν τεσσάρων πρώτων ἡμερῶν τῆς Α´ ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν καὶ ὁλόκληρος το ἑσπέρας τῆς Τετάρτης τῆς Ε´ Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν «μετὰ συντετριμμένης καρδίας». Ἔχει μελοποιηθεῖ σὲ ἦχο πλάγιο τοῦ δευτέρου, ποὺ εἶναι ἦχος κατανυκτικὸς καὶ ἐκφραστικός, ἰδιαίτερα τοῦ πένθους καὶ τῆς συντριβῆς τῆς ψυχῆς. Κατὰ τὴν σχετικὴ διάταξη τοῦ Τριῳδίου 1, «τῇ Τετάρτῃ ἑσπέρας, περὶ ὥραν θ´ της νυκτὸς σημαίνει. Καὶ συναχθέντες ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, εὐλογήσαντος τοῦ ἱερέως., ἀρχόμεθα ψάλλειν τὸν Κανόνα ἀργῶς καὶ ἐν κατανύξει, ποιοῦντες εἰς καθὲν τροπάριον μετανοίας γ´ καὶ λέγοντες: «Ἐλέησόν με ὁ Θεός, ἐλέησόν με».

Ὁ Μέγας Κανὼν εἶναι ὁ κατανυκτικότερος, ὁ πλέον συγκινητικὸς μεταξὺ ὅλων τῶν Κανόνων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ εἶναι μέγας κατὰ τὴν ἀπόλυτη ἔννοιά του. Ὁ ποιητὴς τοῦ Κανόνος ἠθέλησε νὰ συνθέσει ὄχι τρία ἢ τέσσαρα τροπάρια γιὰ τὴν κάθε ᾨδή, ὅπως ἔχουν συνήθως οἱ ἄλλοι κανόνες, ἀλλὰ περισσότερα. Συγκεκριμένα ἀποτελεῖται ἀπὸ 11 Εἱρμοὺς 2 καὶ 250 Τροπάρια, προφανῶς κατὰ μίμηση τῶν στίχων τῶν ἐννέα βιβλικῶν ὠδῶν, ἑνὸς ἑκάστου τῶν τροπαρίων «ἄρρητον ἀποστάζοντος ἡδονήν». Κατὰ τὸ ὑπόμνημα τοῦ Τριῳδίου «λέγεται Μέγας Κανών, ἴσως ἄν τις εἰπῇ καὶ κατ᾿ αὐτὰς τὰς ἐννοίας καὶ τὰ ἐνθυμήματα· γόνιμος γάρ ἐστιν ὁ τούτου ποιητὴς ἀρίστως αὐτὰ συντιθέμενος».3 Στὸ τέλος ἑκάστης ᾨδῆς ὑπάρχουν ἀνὰ δύο μεταγενέστερα τροπάρια, ἐνσωματωμένα στὸν Μέγα Κανόνα ἀφιερωμένα στὴν Ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία, ὁ βίος τῆς ὁποίας «πολλὴν τοῖς ἐπταικόσι καὶ ἁμαρτάνουσι παραμυθίαν ὃ ἴδωσι, εἰ μόνον τῶν φαύλων ἀποστῆναι βούλοιντο 4 καὶ τέλος ἕνα στὸν ποιητὴ τοῦ Κανόνος, τῶν ὁποίων πιθανὸς συνθέτης εἶναι ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Σωφρόνιος.

Δημιουργὸς αὐτοῦ τοῦ ἐκτενοῦς ὑμνογραφικοῦ ἀριστουργήματος εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς κορυφαίους ὑμνογράφους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας, ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης, ὁ Ἱεροσολυμίτης, τοῦ ὁποίου τὸ ὑμνογραφικὸ τάλαντο τὸν ἀνέδειξε "κιθάραν μελῳδοῦσαν τὰ τοῦ πνεύματος, ζωγράφον τῆς τοῦ βίου ματαιότητος, δογματιστὴν ἀληθέστατον". 5

2. Ὅλος ὁ Μέγας Κανὼν διακρίνεται γιὰ τὸ πένθιμο καὶ θρηνῶδες ὕφος, τὴν ἀκρίβεια τοῦ λόγου, τὸν πλούσιο λυρισμό, τὰ ἄφθονα ποιητικὰ στοιχεῖα καὶ τὴν περίτεχνη σύνθεση. Παρουσιάζει ἀνάγλυφη μίαν ἀνατομία τοῦ ὅλου ψυχοσωματικοῦ ἀνθρώπου ὡς οὐσίας ἀλλὰ καὶ ὡς ὑποστάσεως. Διατυπώνει δηλαδὴ κατὰ τρόπον ἐπιγραμματικὸ στὰ τροπάρια τῶν Ὠδῶν τὴν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας περὶ τοῦ ἀνθρώπου ὡς θείου δημιουργήματος, τοῦ ἀνθρώπου τῆς πτώσεως καὶ τῆς ἁμαρτίας καὶ τέλος τῆς ἀναγεννημένης ἐν Χριστῷ, δι᾿ εἰλικρινοῦς μετανοίας, ἀνθρωπίνης προσωπικότητος.

Εἰδικότερα ὁ δημιουργὸς τοῦ Μεγάλου Κανόνος περιγράφει τὴν μακαρία προπτωτικὴ κατάσταση τῶν πρωτοπλάστων, γιὰ νὰ ἀναφερθεῖ ἀκολούθως στὸν «πεπτωκότα ἄνθρωπον» καὶ στὶς συνέπειες τῆς παρακοῆς του. Γράφει συγκεκριμένα στὴν Α´ ὠδὴ τοῦ Κανόνος: «Τὸν πηλὸν ὁ Κεραμεὺς ζωοποιήσας ἔθηκάς μου σάρκα καὶ ὀστᾶ καὶ πνοὴν καὶ ζωήν». Προφανῶς ὁμιλεῖ γιὰ τὶς δύο διαστάσεις τοῦ ἀνθρώπου, οἱ ὁποῖες τὸν συνδέουν ὀργανικὰ μὲ τὴν ὑλικὴ καὶ τὴν πνευματικὴ διάσταση τῆς κτίσεως καὶ τὸν ἀναδεικνύουν «ἀνακεφαλαιωτὴν τοῦ σύμπαντος». 6

Ὁ «κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν» Θεοῦ δημιουργηθεὶς ἄνθρωπος εἶναι τὸ τελειότερο δημιούργημα. Τοποθετήθηκε στὸν Παράδεισο καὶ τοῦ ἐδόθη ἀπὸ τὸν Δημιουργὸν ἡ κυριότητα τῆς ἀλόγου κτίσεως, γευόμενος καὶ ἀπολαμβάνων ἐκεῖ, κατὰ τὸν ἱερὸν ὑμνογράφον, «τὸ πρωτόκτιστον κάλλος» (Β, 11), «τῆς ψυχῆς τὸ ὡραῖον» (Β, 6) «της ἀϊδίου βασιλείας καὶ τρυφῆς (Α, 3). Προσβλέψας ὅμως στὸ ὡραῖον τοῦ «φυτοῦ» ἔκαμε κακὴν χρήση τῆς ἐλευθερίας του καὶ μὴ νοήσας τὶς καταστροφικὲς συνέπειες τῆς παρακοῆς του, ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ κατέστη δοῦλος τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου. Τοιουτοτρόπως τὸ «κατ᾿εἰκόνα» ἀμαυρώθηκε, τὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν» μετετράπη σὲ ἀνομοιότητα καὶ ὁ ἄνθρωπος, χάνοντας τὴν «θεοΰφαντη» στολή του «ἐνδύεται τοὺς δερμάτινους χιτῶνες καὶ ἀπὸ θεολογικὸ ξεπέφτει σὲ βιολογικὸ ὄν». 7 Ἡ πράξη τῆς ἀποστασίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ οἱ ἐξ αὐτῆς συνέπειες εἶναι διάσπαρτες στὰ τροπάρια τοῦ Μ. Κανόνος. Γράφει ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος: «Προσέβλεψα τοῦ φυτοῦ τὸ ὡραῖον, ἠπατήθην τὸν νοῦν καὶ ἔνθεν κεῖμαι γυμνὸς καὶ καταισχύνομαι» (Β´ 9). Ἀπώλεσα τὸ πρωτοκτιστὸν κάλλος καὶ τὴν εὐπρέπειάν μου καὶ ἄρτι κεῖμαι γυμνός.» (Β´ 11). «Ἐσπίλωσα τὸν τῆς σαρκός μου χιτῶνα καὶ κατερρύπωσα τὸ κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν (Β´ 15). Μάλιστα γιὰ νὰ τονίσει ἰδιαιτέρως τὴν κατάσταση στὴν ὁποίαν περιῆλθε διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ ἄνθρωπος θὰ προσθέσει: «Τὸ σῶμα κατερρυπώθην, τὸ πνεῦμα κατεσπιλώθην, ὅλος ἡλκώθην» (Δ, 17), ἀφοῦ τὰ ἀποτελέσματα τῆς παρακοῆς ἀφοροῦν στὸ συναμφότερον τοῦ ἀνθρώπου, τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχήν.

Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, σὲ πολλὰ τροπάρια τοῦ Κανόνος χρησιμοποιεῖ Α´ πρόσωπο κατὰ τὴν περιγραφὴ τῶν παραπτωμάτων, ὅπως «προσέβλεψα», «ἐσπίλωσα», «διέρρηξα», «ἠπατήθην», «παρέβην», «γέγονα φονεὺς συνειδότος ψυχῆς» κ.ἄ., γιὰ νὰ προσθέσει ὅτι «οὐ γέγονεν ἐν βίῳ ἁμάρτημα, οὐδὲ πρᾶξις, οὐδὲ κακία, ἣν ἐγώ, Σωτήρ, οὐκ ἐπλημμέλησα» (Δ.4). Εἶναι ὅμως προφανὲς ὅτι δὲν εἶναι ὁ ποιητὴς τοῦ Κανόνος ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, οὔτε περιγράφει δικά του ἁμαρτήματα, ἀλλὰ ἀποβλέπει σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους εἰς τρόπον, ὥστε τὸ ὑμνογράφημά του νὰ ἀποτελεῖ περιγραφὴ τῶν ψυχικῶν καὶ ἠθικῶν παραπτωμάτων τῆς ἀνθρωπότητος ὁλοκλήρου. 8 Συνεπῶς ὅταν ὁμιλεῖ περὶ τοῦ ἀνθρώπου ἐννοεῖ τὸν ἄνθρωπον ὡς γένος καὶ ὄχι ὡς ἄτομον, ὁ ὁποῖος συναισθανόμενος τὴν ἁμαρτωλότητά του, ντρέπεται, συστέλλεται, θρηνεῖ καὶ ὁ θρῆνος διήκει δι᾿ ὅλων τῶν ᾠδῶν τοῦ Κανόνος. Ἐδῶ μάλιστα ἡ ὁμολογία τῆς ἁμαρτίας «συνιστᾶ κίνησιν ἀντίθετον ἐκείνης ἡ ὁποία εἶχεν ἀρχίσει κατὰ τὴν πρώτην διάπραξιν τῆς ἁμαρτίας. Ἐκεῖ ὑπῆρξεν ἄρνησις τῆς ἁμαρτίας, ὡς καὶ μεταβίβασις εὐθυνῶν, ἐνῶ ἐδῶ ὑπάρχει κατάφασις τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀποδοχὴ εὐθυνῶν». 9

Εἶναι γνωστὸν ὅτι ἡ διφυής, ἀπὸ σῶμα καὶ ψυχή, ἀσύγχυτη δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ θεμελιώδη διδασκαλία τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Ὅμως ἡ ψυχὴ συγκρινόμενη πρὸς τὸ σῶμα ἔχει ἀσυγκρίτως μεγαλύτερη ἀξία. 10

Ἡ ὑπεροχὴ τῆς ψυχῆς ἔναντί του σώματος ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὴ μὲν εἶναι ἀθάνατος, ἐνῶ ἐκεῖνο εἶναι θνητόν. Ὅταν ὅμως ἡ ψυχὴ διαπράττει τὶς ἁμαρτίες, τὸ σῶμα, γράφει ὁ ποιητὴς τοῦ Κανόνος, συμπάσχει μετ᾿ αὐτῆς: «Ἐξαγγέλλω σοι Σωτήρ, τὰς ἁμαρτίας ἃς ἐργασάμην καὶ τὰς τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μου πληγάς, ἅς μοι ἔνδον, μιαιφόνοι λογισμοὶ λῃστρικῶς ἐναπέθηκαν». (Α, 11). Καὶ προκειμένου νὰ τονίσει ἰδιαιτέρως αὐτὴν τὴν κατάσταση γράφει σὲ ἄλλο τροπάριο τοῦ Κανόνος: «Τὸ σῶμα κατερρυπώθην, τὸ πνεῦμα κατεσπιλώθην, ὅλος ἡλκώθην» (Δ, 17). Ὠσαύτως σὲ ἄλλο σημεῖο προσθέτει ὅτι ἡ «τετραυματισμένη» ψυχὴ (Θ, 3) ἂν καὶ εἶναι ἄϋλος, ἐν συγκρίσει πρὸς τὸ σῶμα, «βλάπτεται» ἀπὸ τὰ πάθη τοῦ σώματος (Δ, 26), διότι τὰ ἀποτελέσματα τῆς παρακοῆς ἀφοροῦν στὸ συναμφότερον τοῦ ἀνθρώπου. Ἀναγνωρίζεται συνεπῶς ἀπὸ τὸν ἱερὸ ὑμνογράφο ὅτι ἡ ἁμαρτία, τὰ πάθη γενικῶς, τραυματίζουν τόσον τὸ σῶμα, ὅσον καὶ τὴν ψυχή. Εἰδικότερα μάλιστα τὴν ψυχὴ ἡ ὁποία εἶναι τὸ ὕψιστο ἀγαθὸν καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει στὸν κόσμο ἄλλο ἀντάλλαγμα ἰσάξιο αὐτῆς. 11 Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀπευθυνόμενος πρὸς τὴν ψυχή, συνομιλῶν τρόπον τινὰ μετ᾿ αὐτῆς, γράφει: «Οἶμοι τάλαινα ψυχή! Τί ὠμοιώθης τῇ πρώτῃ Εὔᾳ;» (Α´ 4). «Ἀνάνηψον, ὦ ψυχή μου, τὰς πράξεις σου ἃς εἰργάσω» (Δ´ 3). «Γρηγόρησον ὦ ψυχή μου...» (Δ´ 9), «Ψυχὴ μετανόησον...» (Θ´ 6) κ.ἄ.

3. Ὅμως μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου «τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν», δημιουργεῖται ἡ ἀνάπλαση καὶ ἀνακαίνισή τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ διασαλπίζει μὲ πολὺ λυρισμὸ ὁ ὑμνογράφος στὸν «Εἱρμὸ» τῆς θ´ ὠδῆς τοῦ Κανόνος: «Ἀσπόρου συλλήψεως, ὁ τόκος ἀνερμήνευτος Μητρὸς ἀνάνδρου, ἄφθορος ἡ κύησις, Θεοῦ γὰρ ἡ γέννησις κοινοποιεῖ τὰς φύσεις».

Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου εἶναι «μυστήριον ξένον, ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐν τῷ Θεῷ». 12 Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τὴν ἀπαρχὴ τῆς σωτηρίας μας. Γράφει ὁ ἱερὸς ποιητής: «Σὺ εἶ ὁ γλυκὺς Ἰησοῦς, σὺ εἶ ὁ πλαστουργός μου, ἐν σοὶ Σωτὴρ δικαιωθήσομαι» (Γ´ 7). Τὸ ἔργον ὅμως τῆς σωτηρίας δὲν πραγματοποιεῖται ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀπαιτεῖται καὶ ἡ συνεργασία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἁμαρτωλὸς ποὺ θέλει νὰ σωθεῖ καλεῖται νὰ πραγματοποιήσει διὰ τῆς εἰλικρινοῦς μετανοίας του ἀλλαγὴ τρόπου ζωῆς. Ἂν ἡ ἁμαρτία εἶναι ἄρνηση τοῦ ἁγίου θελήματος τοῦ Θεοῦ, διασκορπισμὸς τοῦ πλούτου τῶν θείων χαρισμάτων, ἡ εἰλικρινὴς μετάνοια σημαίνει μεταβολὴ τοῦ νοῦ, τὴν ἑκούσια ἄρνηση τοῦ κακοῦ, τὴν νέκρωση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Ὡς ἐκ τούτου καὶ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος, μὲ ἐναγώνιο πόθο ζητεῖ «δάκρυα μετανοίας», γιὰ νὰ νίψει τὶς κόρες τῶν ματιῶν τῆς ψυχῆς του καὶ νὰ ἀτενίσει ἐν συνεχείᾳ «τὸ προαιώνιον φῶς», τ.ε, τὸν Χριστό: «Σιλωὰμ γενέσθω μοὶ τὰ δάκρυά μου, Δέσποτα Κύριε, ἵνα νίψωμαι κἀγὼ τὰς κόρας τῆς ψυχῆς μου καὶ ἴδω σε νοερῶς, τὸ φῶς τὸ τῶν πρώτων αἰώνων» (Ε, 21). Παραβάλλει μάλιστα τὰ δάκρυα πρὸς τὴν ἰαματικὴ ἐκείνη δύναμη ποὺ εἶχαν τὰ ὕδατα τῆς κολυμβήθρας τοῦ Σιλωάμ, ἐνῶ σὲ ἄλλο τροπάριο τοῦ Κανόνος, ὑπογραμμίζων τὴν σημασία τους, ὑπενθυμίζει τὴν σωτηρία τῶν Νινευιτῶν (Η, 8, 10), ἀλλὰ καὶ τὴν περίπτωση τοῦ Ἰωνᾶ ζητοῦντος γιὰ τὴν σωτηρία του δάκρυα (Η, 9). Ἡ σημασία τῶν δακρύων, κατὰ τὴν ἔμπρακτη ἐκδήλωση τῆς μετανοίας, καταλαμβάνει ἐξέχουσα θέση στὸν Μεγάλο Κανόνα.

Ὅμως δὲν ἀρκεῖται μόνον ὁ ὑμνογράφος σὲ προτροπὲς καὶ στὴν ἀναζήτηση τρόπου μετανοίας, ἀλλὰ προβάλλει συγχρόνως καὶ Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ βοηθήσει, ὥστε νὰ γίνει πραγματικότης ἡ μετάνοια. Εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ σαρκωθεῖς Λόγος, πρὸς τὸν ὁποῖον ἀπευθυνόμενος ὁ ποιητὴς γράφει: «Σοὶ προσπίπτω Ἰησοῦ. Ἡμάρτηκά σοι, ἱλάσθητί μοι, ἆρον τὸν κλοιὸν ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸν βαρύν, τὸν τῆς ἁμαρτίας καὶ ὡς εὔσπλαχνος δὸς δάκρυα μετανοίας» (Α´, 22). Καὶ σὲ ἄλλο τροπάριο τῆς στ´ ᾨδῆς: «Λιμένα σε, γινώσκω γαλήνιον Δέσποτα Χριστὲ ἀλλ᾿ ἐκ τῶν ἀδύτων βυθῶν τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἀπογνώσεως προφθάσας ῥῦσαί με» (στ´, 13). Προκειμένου μάλιστα νὰ βοηθήσει τὸν ἄνθρωπο νὰ συνειδητοποιήσει τὴν «παρὰ φύσιν» κατάσταση στὴν ὁποίαν ὁδηγεῖται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ τὸν ἐνισχύσει στὴν ἀπόφαση καὶ στὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν ἐπιστροφή του στὸν προπτωτικὸ «κατὰ φύσιν» ἄνθρωπο, ὅπως αὐτὸς τελειοποιήθηκε διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μὲ ἰδιαίτερα ἔντεχνο τρόπο ἀναφέρεται σὲ μεγάλα βιβλικὰ θέματα καὶ πρόσωπα, τὰ ὁποῖα κρίνονται ἀπὸ τὸν ἱερὸ ὑμνογράφο ἀναλόγως μὲ τὴν συμπεριφορά τους πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν νόμο του, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν διαγωγή τους μέσα στὴν Ἰσραηλιτικὴ κοινωνία, εἴτε πρὸς μίμηση, εἴτε ὡς παραδείγματα πρὸς ἀποφυγήν: «Τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἅπαντας παρήγαγόν σοι ψυχή, πρὸς ὑπογραμμὸν μίμησαι τῶν δικαίων τὰς φιλοθέους πράξεις ἔκφυγε δὲ πάλιν, τῶν πονηρῶν τὰς ἁμαρτίας» (Η, 12). Ἀναφέρεται ὡσαύτως σὲ πρόσωπα καὶ σὲ θαύματα τῆς Καινῆς Διαθήκης, προτρέπων καὶ διὰ τούτων «πᾶσαν ψυχήν, ὅσα μὲν ἀγαθά της ἱστορίας ζηλοῦν καὶ μιμεῖσθαι πρὸς δύναμιν. καὶ ἀεὶ πρὸς Θεὸν ἀνατρέχειν διὰ μετανοίας, διὰ δακρύων καὶ ἐξομολογήσεως καὶ τῆς ἄλλης δηλονότι εὐαρεστήσεως». 13

4. Εἶναι προφανὲς ὅτι ὁ Μέγας Κανὼν τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης εἶναι ἕνα πρωτότυπο στὸ εἶδός του λειτουργικὸ καὶ ἰδιαίτερα κατανυκτικὸ κείμενο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διακρινόμενο γιὰ τὸν ἔντονο λυρικὸ καὶ θρηνητικὸ χαρακτῆρά του. Εἶναι μιὰ θρηνητικὴ ἐλεγεία, θρηνῳδοῦσα τὴν ἀνθρώπινη τραγικότητα σὲ ὅλες τὶς διαστάσεις της. Τοῦτο καταδεικνύεται εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ἀπὸ τὸ Α´ τροπάριο τῆς Α´ ᾨδῆς τοῦ Κανόνος: «Πόθεν ἄρξομαι θρηνεῖν τὰς τοῦ ἀθλίου μου βίου πράξεις, ποίαν ἀπαρχὴν ἐπιθήσω Χριστὲ νῦν θρηνωδίᾳ;.».

Μέσα ὅμως ἀπὸ τὸν θρῆνο αὐτὸ ἀναδίδεται στὰ ἑπόμενα τροπάρια, ὅπως ἤδη ἐλέχθη, ἡ ἐλπίδα τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκαταστάσεως καὶ δικαιώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἀποτελεῖ τρόπον τινὰ ὁ Μέγας Κανὼν ἐγερτήριον σάλπισμα μέσω τοῦ ὁποίου καλεῖται ὁ ἄνθρωπος, κατὰ τὸ μέτρον τῆς ἀποκοπῆς τοῦ θελήματός του, νὰ ἀποδεσμευθεῖ ἀπὸ τὶς φθαρτικές του τάσεις, νὰ ἐγκεντρίσει τὴν ζωή του στὴν πορεία τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Γολγοθᾶ καὶ τὴν Ἀνάσταση καὶ ζῶν «σωφρόνως καὶ εὐσεβῶς», νὰ γευθεῖ, δίκην ἀρραβῶνος, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν της ἐσχάτης ἡμέρας.

Ἡ ὅλη ἀριστουργηματικὴ πλοκὴ τοῦ ὑμνολογικοῦ αὐτοῦ κειμένου, ποὺ ὡς πηγὴν ἐμπνεύσεώς του ἔχει τὴν Ἁγία Γραφή, Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη, μυσταγωγεῖ τοὺς πιστοὺς στὸ ἔργο τῆς προσευχῆς καὶ τῆς μετανοίας, δύναται δὲ καὶ αὐτὴν τὴν σκληροτέραν ψυχὴν μαλάξαι καὶ πρὸς ἀνάληψιν ἀγαθοῦ διεγεῖραι, εἰ μόνον μετὰ συντετριμμένης καρδίας καὶ προσοχῆς ψάλλοιτο». 14 Εἶναι ἕνα διδασκαλεῖον ψυχῆς, ἕνα περισπούδαστο κείμενο πολλοῦ λόγου ἄξιον ἀπὸ θεολογικῆς, θρησκευτικῆς, δογματικῆς, ἀλλὰ καὶ λογοτεχνικῆς ἀπόψεως, διὸ καὶ δικαίως θεωρεῖται καὶ χαρακτηρίζεται ὡς ἕνας ἐκ τῶν ὑμνογραφικῶν θησαυρῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. «Τριώδιον», ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας. Ἐν Ἀθήναις 1960, σελ.271.

2. Ὁ «Εἱρμὸς» εἶναι πάντοτε τὸ πρῶτο τροπάριο ἑκάστης ᾨδῆς τῶν Κανόνων, ἐχει ἰδίαν σύνθεση καὶ μελωδία σύμφωνα πρὸς τὰ ὁποῖα ρυθμίζονται ὅλα τὰ ἑπόμενα τροπάρια τῆς ᾨδῆς.

3. «Τριώδιον», ὅ.π. σ. 281.

4. «Τριώδιον», ὅ.π.

5. Ν. Β. Τωμαδάκη, Ἀνδρέας θ.Η.Ε. τ. 20ός, στ. 681.

6. Ὠδὴ Α´, τρόπ. 10.

7. Παν. Νέλλα, Ζῶον θεούμενον, Ἀθήνα 1979, σ. 199.

8. Π. Κ. Χρήστου, Ὁ Μ. Κανὼν τοῦ Ἀνδρέου Κρήτης. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ΛΓ´ (1950), σ. 275.

9. Νικ. Γ. Πολίτη, Ἔκστασις καὶ Ἀνάστασις κατὰ τὸν «Μέγα Κανόνα». Ἐπιστ. Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν. Τόμ. ΜΖ´ (1988), σ. 191.

10. Ματθ. ιστ´ 28, Μάρκ. κ´ 35.

11. Ἐφεσ. γ´ 9.

12. «Τριώδιον», ὅ.π. σ.281.

13. «Τριώδιον», ὅ.π.

14. «Τριώδιον», ὅ.π.