[...]
Ἂς ἔλθουμε τώρα στὸ περιεχόμενο τῶν εἰκόνων τῆς Πεντηκοστῆς καὶ ἰδιαίτερα τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπὶ τῶν ἀποστόλων. Ἀρχικὰ ἂς ποῦμε σύντομα γιατί ἡ Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι ἀφιερωμένη στὴν Ἁγία Τριάδα(60). Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ τρίτου Προσώπου τῆς Τριάδος ἔγινε ὅταν ἦλθε στὸν κόσμο καὶ εἰδικότερα μέσα στὴν Ἐκκλησία, τὴν πεντηκοστὴ ἡμέρα μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ὑποστατικὴ αὐτὴ ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀποτελεῖ τὴν συνέπεια τῆς οἰκονομίας τοῦ δεύτερου θείου Προσώπου: «Αὐτὸς οὖν ἐστι Θεὸς σαρκοφόρος καὶ ἡμεῖς ἄνθρωποι πνευματοφόροι» λέει ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Μέγας(61). Ἡ ἐξαγορασμένη μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ ἀνθρώπινη φύση γίνεται ἱκανὴ νὰ δεχθεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἱκανὴ νὰ πραγματώσει τὸν ἀνώτατο στόχο τῆς κτίσης ποὺ εἶναι ἡ θέωση, δηλαδὴ ἡ τέλεια ἕνωση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου ἐν χάριτι. Γιὰ τὴν ἐπίτευξη αὐτοῦ τοῦ σκοποῦ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο κατῆλθε τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. «Διατὶ αὐτὸ ἦταν ὁ σκοπὸς καὶ τὸ τέλος ὅλης τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ, διὰ νὰ λάβουν Πνεῦμα Ἅγιον», λέει ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος(62). Ἄρα ἡ θέωσις, «τοῦ Πνεύματος ἡ ἐνέργεια (εἶναι)... δι᾿ ἧς Τριὰς γνωρίζεται»(63). Δεχόμενος τὰ καθαγιασμένα δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁ ἄνθρωπος γίνεται μέτοχος τῆς τριαδικῆς ζωῆς, γιατί ἡ γνώση εἶναι κοινωνία ζωῆς καὶ ἡ πρόγευση τῆς θέωσης εἶναι πρόγευση τῆς μέλλουσας ζωῆς μέσα στὴν Ἁγία Τριάδα, ἀφοῦ «μετὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔρχονται πρὸς ἡμᾶς καὶ θεωροῦνται ὁ Υἱὸς μετὰ τοῦ Πατρός», λέει ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος(64)· ἢ πάλι κατὰ τὴν ρήση τοῦ ἁγίου Βασιλείου τοῦ μεγάλου «ὁ τὸ Πνεῦμα ἑλκύσας δι᾿ αὐτοῦ καὶ τὸν Υἱὸν καὶ τὸν Πατέρα συνεφειλκύσατο...»(65). Ἔτσι τὸ τριαδικὸ δόγμα δὲν γίνεται μία ἀφηρημένη διδασκαλία, μία γνωστικὴ ἀλήθεια μέσῳ ἑνὸς ἐγκεφαλικοῦ συλλογισμοῦ, κατὰ τὸ παράδειγμα τῶν ἀληθειῶν ποὺ μελετοῦν οἱ ἐπιστῆμες. Δὲν πρόκειται γιὰ μία ἐξωτερικὴ διδασκαλία ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν γνώση τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλὰ μία ζωντανὴ ἐμπειρία τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, τῆς ὁποίας μαρτυρίες ἔχουμε μέσα στὴν ζωὴ καὶ τὰ ἔργα τῶν Πατέρων.
Ὅσοι ἔλαβαν τὸν Παράκλητο τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, τὸν ἔλαβαν ὡς μέλη ἑνὸς καινοῦ σώματος ποὺ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ ἐξαγόρασε ὡς Ἐκκλησία. Ἑπομένως, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἐκπλήρωση τῆς οἰκονομίας τῆς Τριάδος, ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Πατρὸς μέσα στὸ ἔργο τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι εἰκόνα τῆς Τριάδος, ἑνότης ἐν πολλαπλότητι Ὑποστάσεων κατ᾿ εἰκόνα τῆς θείας τριενότητας, ποὺ ἡ Πεντηκοστὴ ὁλοκληρώνει τὴν σύστασή της. Γι᾿ αὐτὸ εἶναι φυσικὸ ὡς πρώτη ἡμέρα τῆς ἑορτῆς (τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος), ν᾿ ἀφιερώνεται στὸν ἑορτασμὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος· καὶ εἶναι ἀκόμη φυσικὸ στὴν Ἐκκλησία μας νὰ παίρνει ἡ γιορτὴ τὸ ὄνομά της ἀκριβῶς ἀπὸ τὴν Ἁγία Τριάδα. Ἡ ὀνομασία αὐτὴ προέρχεται ἀπὸ τὴν σημασία τοῦ ἴδιου τοῦ γεγονότος: Ἡ λύτρωση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους πραγματώθηκε διὰ τῆς θελήσεως καὶ τῆς ἐνεργείας ποὺ εἶναι κοινὴ στὰ τρία θεία Πρόσωπα. Ἑπομένως ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου πραγματοποιεῖται διὰ τῆς κοινῆς θελήσεως καὶ ἐνεργείας τῆς Τριάδος. Τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἡ ἴδια ἡ τριαδικὴ ζωὴ κατέρχεται ἐπὶ τῆς γῆς καὶ γίνεται ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου· ἡ Τριάς, στὴν ὁποία ὀφείλουμε τὴν σωτηρία καὶ τὴν θέωσή μας, γίνεται τὸ θεμέλιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Τὸ κύριο θεολογικὸ θέμα τῆς ἑορτῆς εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ τριαδικοῦ δόγματος καὶ ἡ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος μὲ τὴν μορφὴ τριῶν Ἀγγέλων, ποὺ προσκυνεῖται τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.
Ἡ εἰκόνα αὐτὴ συνδέει, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε ἔτσι, τὴν ἀρχὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, τὴν ὑπόσχεση στὸν Ἀβραάμ, καὶ τὴν στιγμὴ ποὺ συνίσταται πλήρως ἡ Ἐκκλησία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἡ ἀρχὴ τῆς θεϊκῆς ὑπόσχεσης συναντᾶ τὴν ὁλοκλήρωσή της τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὅπου ὁ ἄνθρωπος δέχεται τὴν ὑπέρτατη ἀποκάλυψη τοῦ ἑνὸς τριαδικοῦ Θεοῦ.
Ὅσον ἀφορᾶ στὴν εἰκόνα τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκτίθεται τὴν δεύτερη ἡμέρα, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡμέρα ἀφιερωμένη στὸν Παράκλητο. Ἡ εἰκονογραφία τῆς παράστασης, καθὼς καὶ τὸ περιεχόμενό της, καλύπτουν καὶ τὶς δυὸ ἡμέρες τῆς ἑορτῆς. Ὅπως θὰ δοῦμε, ξεπερνοῦν τὰ πλαίσια τοῦ ἑορταζόμενου γεγονότος ὅπως καὶ ἡ ἴδια ἡ Πεντηκοστή.
Ἡ εἰκόνα τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰκονίζει πάντα δώδεκα ἀποστόλους, καὶ ποτὲ ὁ κανόνας αὐτὸς δὲν γνώρισε ἐξαίρεση μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Εἶναι προφανὲς ὅτι ὁ ἀριθμὸς δώδεκα τῶν εἰκονιζόμενων προσώπων (ὁ «κόσμος» ὄντας σ᾿ ἄλλο ἐπίπεδο δὲν μετριέται) ἔχει κεφαλαιώδη σημασία. Οἱ δώδεκα ἀπόστολοι, ὅπως ξέρουμε, ἀνήκουν στοὺς μόνιμους συντρόφους τοῦ Χριστοῦ, τοὺς ἐκλεγμένους ἀπὸ Ἐκεῖνον τὸν ἴδιο. «Καὶ ὅτε ἐγένετο ἡμέρα, προσεφώνησε τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἐκλεξάμενος ἀπ᾿ αὐτῶν δώδεκα οὓς καὶ ἀποστόλους ὠνόμασε» (Λουκ. ς´ 13. Βλ. ἐπίσης Ματθ. ι´ 1, Μαρκ. γ´ 13-14, Λουκ. θ´ 1).
Λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν Πεντηκοστὴ οἱ ἀπόστολοι ἀποκαθιστοῦν τὸν ἀριθμό, δηλαδὴ τὴν πληρότητα τοῦ κύκλου τῶν ἀποστόλων, ἐκλέγοντας τὸν Ματθία (μαθητὴ τοῦ Χριστοῦ ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχή) «λαβεῖν τὸν κλῆρον τῆς διακονίας ταύτης καὶ ἀποστολῆς ἐξ ἧς παρέβη ὁ Ἰούδας...» (Πράξ. Α´ 25) (66). Τὸ γεγονὸς αὐτό μας δείχνει ὅτι γιὰ τὴν Κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἦταν ἀπαραίτητη ἡ πληρότητα τοῦ ἀποστολικοῦ κύκλου. Δὲν ἀρκοῦσε μία ὁμάδα ἢ κάποια μεμονωμένα πρόσωπα ἀλλὰ ἡ πληρότητα: «ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδόν», ἡ σύναξη τῶν μαρτύρων τῆς ζωῆς, τῶν θαυμάτων καὶ τῆς ἀνάστασης τοῦ Ἰησοῦ, στὸ μέρος ποὺ τοὺς εἶχε ὑποδείξει: «...ὑμεῖς δὲ καθίσατε ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλὴμ ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους» (Λουκ. ΚΔ´ 49). Καθὼς ἡ ἐντολὴ αὐτὴ δόθηκε στοὺς «ἐκλεγμένους ἀποστόλους» (Πράξ. Α´ 2) καὶ ἀπαριθμημένους μετὰ τὴν ἐπιστροφή τους ἀπὸ τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, μᾶς φαίνεται πιὸ ὀρθὸ νὰ κατανοήσουμε τὰ λόγια τῶν Πράξεων (Β´ 1), «=ησαν ἅπαντες ὁμοθυμαδόν», ὡς μία ἀναφορὰ ὄχι ὅλων τῶν προσώπων ποὺ παρίσταντο στὴν σύναξη ἀλλά, ὅπως τὸ κάνει ἡ σλαβονικὴ μετάφραση, τῶν δώδεκα (μὲ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Ματθία ὡς ἀποστόλου) ἀπαριθμημένων ἀποστόλων τοῦ πρώτου κεφαλαίου.
Ὁ ἀριθμὸς δώδεκα μεταφράζει τὴν πληρότητα τῆς νεοδιαθηκικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καὶ οἱ δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραὴλ ἀντιπροσώπευαν τὴν πληρότητα τῆς παλαιοδιαθηκικῆς Ἐκκλησίας - προεικόνιση τῆς Καινῆς. Ὀφείλουμε ἑπομένως νὰ δοῦμε μέσα στὴν εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς αὐτὴ τὴν πληρότητα τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐκφράζεται συμβολικὰ διὰ τοῦ ἀριθμοῦ δώδεκα.
Ὁ συμβολισμὸς τῶν ἀριθμῶν εἶναι γιὰ μᾶς τώρα νεκρὸ γράμμα καὶ μοιάζει μὲ μία μάταιη ἀλληγορία. Ὡστόσο ὑπάρχει μέσα στὴν Ἐκκλησία, καὶ δὲν ἀποτελεῖ βέβαια τυχαῖο γεγονὸς ὅτι ὁ ἀριθμὸς δώδεκα δὲν παραβιάστηκε ποτὲ στὶς ὀρθόδοξες εἰκόνες τῆς Πεντηκοστῆς. Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γίνει διαφορετικὰ ἀπὸ τὸ νὰ ξεπεραστεῖ αὐτὸς ὁ συμβολισμός, γιατί ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἕνα στατικὸ σχῆμα περιορισμένο μέσα σὲ συγκεκριμένα ὅρια, ἀλλὰ εἶναι ὀργανισμὸς ζωντανὸς ποὺ μεταβάλλεται. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἡ πληρότητά της δὲν ἐκφράζεται μ᾿ ἕνα συγκεκριμένο ἀριθμὸ προσώπων ποὺ ἦσαν παρόντα τὴν στιγμὴ τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἢ ἀκόμα ποὺ τὴν συνέθεταν κάποια συγκεκριμένη ἱστορικὴ στιγμή, ἀλλὰ μόνο συμβολικὰ μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ μὲ τὸν ἀριθμὸ δώδεκα. Αὐτὸς ὁ ἀριθμητικὸς συμβολισμὸς ὑπογραμμίζει ἕνα οὐσιαστικὸ δογματικὸ στοιχεῖο τῆς Πεντηκοστῆς - τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δόθηκαν σ᾿ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία, στὸ σύνολό της. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ ἔλαβε καθένα ἀπὸ τὰ παρόντα πρόσωπα μὲ τὴν μορφὴ πυρίνων γλωσσῶν, κατῆλθε σ᾿ ὅλη τὴν Ἐκκλησία. Τὸ σύνολο τῶν χαρισμάτων Του δὲν δόθηκε σὲ μία ὁρισμένη ὁμάδα ξεχωριστῶν προσωπικοτήτων, ποὺ ἀποτελοῦσαν τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τὴν ἱστορικὴ ἐκείνη στιγμή, ἀλλὰ σ᾿ ὁλόκληρη τὴν ἐπίγεια Ἐκκλησία, δηλαδὴ διὰ τῶν ἀποστόλων σ᾿ ὁλόκληρη τὴν ἀποστολικὴ Ἐκκλησία ποὺ ἀπαρτιζόταν ἀπὸ πλῆθος ἀνθρώπων ἑνωμένων διὰ τοῦ Πνεύματος σὲ σῶμα Χριστοῦ: «ἐν ἑνὶ Πνεύματι ἡμεῖς πάντες εἰς ἓν σῶμᾳ ἐβαπτίσθημεν» (Α´ Κορ. ΙΒ´ 13). Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ἐκείνη ἡ Ἐκκλησία δέχεται τὴν πληρότητα τῆς ζωῆς της καὶ γίνεται συγχρόνως Σῶμα Χριστοῦ καὶ «πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Ἐφ. Α´ 23) Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ σημασία τοῦ ἀριθμοῦ δώδεκα ἀποκλείει κάθε προσθήκη κι ἄλλων προσώπων στὸ ἴδιο ἐπίπεδο μὲ τοὺς ἀποστόλους ἢ μείωση τοῦ ἀριθμοῦ τους.
Ἡ ἀντίληψη περὶ τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος, ὀργανισμοῦ, προϋποθέτει μία κάποια ἱεραρχία στὴν ὀργάνωσή της, μιὰ ἀμοιβαία σχέση ἀνάμεσα στὰ μέλη της καὶ στὴν ὑπηρεσία τους. Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν δέχεται τὴν διαίρεση τοῦ ἑνιαίου σώματος τῆς Ἐκκλησίας σὲ Ἐκκλησία διδάσκουσα καὶ Ἐκκλησία διδασκομένη ἀλλὰ βεβαιώνει τὴν διάκριση ἀνάμεσα στὰ διάφορα εἴδη ἐκκλησιαστικῆς διακονίας «καθάπερ γὰρ ἐν ἑνὶ σώματι μέλη πολλὰ ἔχομεν, τὰ δὲ μέλη πάντα οὐ τὴν αὐτὴν ἔχει πράξιν...» τὸ ἴδιο καὶ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὴν χάρη ποὺ ἔλαβαν κατέχουν τὰ διάφορα χαρίσματα καὶ ὑπηρετοῦν ἀνάλογα (Ρωμ. ΙΒ´ 4 καὶ 6).
Εἰκονίζοντας τοὺς δώδεκα ἀποστόλους ὡς ἀποστολικὸ κύκλο, ἡ εἰκόνα μᾶς δείχνει ὅπως καὶ μὲ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιὰ τὰ ὁποῖα θὰ μιλήσουμε στὴν συνέχεια, σὲ τί ἀναβιβάζονται ὅλα τὰ λειτουργήματα μέσα στὴν Ἐκκλησία: ὁ χορὸς τῶν ἀποστόλων πραγματοποιεῖ τὴν ἐξουσία τοῦ Χριστοῦ μετὰ τὴν Ἀνάληψη, τελεῖ τὰ ἱερὰ μυστήρια, ἐνδεδυμένοι τὴν ἴδια δύναμη ἐξ ὕψους (Λουκ. ΚΔ´ 48-49) καὶ τὴν ἴδια ἐξουσία τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν (Ματθ. ΙΗ´ 18, Ἰωάν. Κ´ 23). Μ᾿ ἄλλα λόγια, οἱ ἀπόστολοι, ποὺ ἀναπαριστάνονται στὴν εἰκόνα ὡς ἀποστολικὸς κύκλος, ἀποτελοῦν τὸ θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας, τὴν κορυφὴ τῆς ἱεραρχίας της· εἶναι ἐκεῖνοι στοὺς ὁποίους ἀνέρχεται ἡ διαδοχὴ τῆς ἐξουσίας μέσα στὴν Ἐκκλησία. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὀρθόδοξη ἑρμηνεία καὶ δὲν συγκρούεται καθόλου μὲ τὸ νόημα τῆς ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς. Ἀντίθετα, τὴν ἐπιβεβαιώνουν καὶ τὰ ἁγιογραφικὰ ἀναγνώσματα· τὸ πρῶτο ἀναφέρεται στὴν ἐκλογὴ τῶν ἑβδομήκοντα ἀνδρῶν-βοηθῶν τοῦ Μωυσῆ, «καὶ συναντιλήψονται μετὰ σοῦ τὴν ὁρμὴν τοῦ λαοῦ καὶ οὐκ οἴσεις αὐτοὺς σὺ μόνος» καθὼς τοῦ εἶπε ὁ Κύριος (Ἀριθμ. ΙΑ´ 16) καὶ τὸ ἑωθινὸ εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς, ποὺ ἐπαναλαμβάνει ἐκεῖνο τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς πρώτης ἡμέρας τοῦ Πάσχα (Ἰωάν. Κ´ 19-23) καταλήγει: «λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον ἂν τίνων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἂν τίνων κρατῆτε, κεκράτηνται». Τέλος, ἐκεῖνο ποὺ εἶναι τὸ πιὸ χαρακτηριστικὸ ἀπὸ πλευρᾶς νοήματος εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Δευτέρας τῆς Πεντηκοστῆς, περὶ τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, τῆς ἐκκλησιαστικῆς κρίσης, τῆς ἀποστολῆς τῶν ποιμένων ἀπέναντι στὸ ποίμνιο, τῆς ἐξουσίας τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν (Ματθ. ΙΗ´ 10-20).
Ὅλ᾿ αὐτὰ δὲν μειώνουν στὸ ἐλάχιστο τὸ κύριο χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ δέχθηκαν τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, τὸ χάρισμα τῆς θέωσης τοῦ ἀνθρώπου. Ὡς ἀνθρώπινο πρόσωπο καθένας ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους δέχεται τὸν προσωπικὸ ἁγιασμό, τὸ χάρισμα τῆς ἁγιότητας, τὶς ἀπαρχὲς τῆς θέωσης. Πάνω σ᾿ αὐτὸ τὸ θέμα ἀκριβῶς ἡ εἰκόνα τραβὰ τὴν προσοχή μας κατὰ πρῶτο λόγο δείχνοντάς μας τοὺς ἀποστόλους μὲ φωτοστέφανα καὶ μία πύρινη γλώσσα πάνω ἀπὸ τὸν καθένα. Ἀλλὰ ὡς μέλος τοῦ ἀποστολικοῦ κύκλου καθένας τους εἶναι φορέας τῆς κοινῆς δύναμης καὶ ἀποστολῆς ὅλων.
Ἐδῶ βλέπουμε ὅτι ἡ εἰκόνα λύνει ἕνα δύσκολο πρόβλημα. Ἡ ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς, ὅταν μιλᾶ γιὰ τοὺς ἀποστόλους, δὲν ἀναφέρει πουθενὰ τὸν ἀριθμό τους, τὸν στενὸ κύκλο τῶν δώδεκα. Μιλᾶ γενικὰ γιὰ ἀποστόλους ἔχοντας χωρὶς ἀμφιβολία ὑπ᾿ ὄψιν τοὺς ἑβδομήκοντα, ποὺ ἔλαβαν ἐπίσης τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν ἴδια ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς: «Γλώσσαις ἀλλογενῶν ἐκαινούργησας, Χριστέ, τοὺς σοὺς Μαθητάς, ἀκοῦμε, ἵνα δι᾿ αὐτῶν σὲ κηρύξωσι...»(67). (Δὲν ἀναφέρεται μόνο στοὺς δώδεκα ἀλλὰ στοὺς μαθητές Του γενικά)(68). Πῶς ἡ εἰκόνα λύνει αὐτὸ τὸ πρόβλημα; Ὅπως καὶ ἡ ἀκολουθία, δὲν περιορίζει τὸν ἀποστολικὸ κύκλο στοὺς ἀπαριθμημένους ἀποστόλους τῶν Πράξεων προσθέτει τρία πρόσωπα, πού, ὅπως εἴδαμε, δὲν συγκαταλέγονται στὸν κύκλο τῶν δώδεκα: εἶναι ὁ ἀπόστολος Παῦλος καὶ οἱ δυὸ εὐαγγελιστές, Μάρκος καὶ Λουκᾶς. Τὴν ἴδια στιγμὴ καταργεῖ τρεῖς ἀπόστολους ἀντικαθιστώντας τους μ᾿ ἄλλους(69). Ὁ ἀποστολικὸς κύκλος διευρύνεται μὲ τὸν τρόπο αὐτό, καὶ συγχρόνως ὁ σταθερὸς ἀριθμός, ὁρισθεὶς ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ ἐξέφραζε τὴν πληρότητα τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἀλλάζει, ἀλλὰ παραμένει πάντα δώδεκα. Ἡ παρουσία τοῦ ἀποστόλου Παύλου μπορεῖ νὰ ἑρμηνευθεῖ ἀπὸ τὴν σημασία ποὺ τοῦ ἀποδίδεται ὡς ἑνὸς ἀπὸ τοὺς ἔξοχους καὶ δυναμικοὺς ἀποστόλους καθὼς καὶ ἡ παρουσία τῶν εὐαγγελιστῶν Μάρκου καὶ Λουκᾶ ἀπὸ τὴν εὐαγγελική τους ἰδιότητα. Πράγματι ἡ εἰκόνα προβάλλει τὰ πρόσωπα λόγω τῆς θέσης τους μέσα στὴν Ἐκκλησία, ὡστόσο δὲν ἐξηγεῖ τὴν ἀντικατάσταση, ἐν προκειμένῳ, τῶν τριῶν ἐκλεγμένων ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ ἀποστόλων. Πιστεύουμε ὅτι πρέπει ν᾿ ἀναζητήσουμε τὴν ἐξήγηση στὰ ἀναγνώσματα τῆς ἑορτῆς γιὰ τὰ ὁποῖα ἤδη μιλήσαμε. Κάθε ἀπόστολος ἔλαβε τὴν ἐξουσία τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν τὶς ἁμαρτίες· αὐτὸ δὲν τὸ ἔλαβε προσωπικά, ξέχωρα ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀλλὰ ὡς μέλος τοῦ ἀποστολικοῦ κύκλου· «ἀναστὰς ἐν μέσῳ τῶν μαθητῶν εἶπεν...». Ὁ ἀριθμὸς τῶν παρόντων ἀποστόλων δὲν σημειώνεται οὔτε ἀπὸ τὸν Ματθαῖο (ΙΗ´ 18) οὔτε ἀπὸ τὸν Ἰωάννη (Κ´ 19-20)· γνωρίζουμε ὅμως ὅτι ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς ἦταν ἀπών. Οὔτε ἡ πληρότητα τοῦ ἀποστολικοῦ κύκλου οὔτε ἡ πλειονότητα προϋποθέτουν αὐτὴ τὴν ἐξουσία, ἡ ὁποία καὶ δὲν περιορίζεται στὸν κύκλο τῶν δώδεκα ἐκλεγμένων ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἀποστόλων ἀλλὰ ἐπεκτείνεται καὶ στοὺς ἄλλους ἀποστόλους (τοὺς ἑβδομήκοντα) καθὼς καὶ στοὺς διαδόχους τους(70). Ἡ παρουσία τοῦ ἀποστόλου Παύλου καὶ τῶν εὐαγγελιστῶν Μάρκου καὶ Λουκᾶ μποροῦν νὰ ἑρμηνευθοῦν ὡς μία ἔνδειξη τῆς ἐπέκτασης τῆς ἀποστολικῆς ἐξουσίας κι ἐκτὸς τοῦ κύκλου τῶν δώδεκα (ὁ Παῦλος ἔλαβε τὸ χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Ἀνανία, ἕναν ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα (Πράξ. Θ´ 17).
Τὸ χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς πραγματοποίησης τῆς ἀποστολῆς τῶν ἀποστόλων μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἀμέσως μετὰ τὴν κάθοδο τοῦ Παρακλήτου ἀρχίζουν τὴν ἀποστολή τους καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα τὸ κήρυγμα. Ἐκεῖνο ποὺ μᾶς δείχνει ἡ εἰκόνα δὲν εἶναι αὐτὴ ἢ ἡ ἄλλη στιγμὴ τοῦ κηρύγματος οὔτε καὶ τὸ πρῶτο κήρυγμα τοῦ Πέτρου, ἀλλὰ ἡ γνώση καὶ ἐπιστήμη ποὺ ἡ κάθοδος τοῦ Πνεύματος παρέσχε στοὺς ἀποστόλους καὶ δι᾿ αὐτῶν στὴν Ἐκκλησία μέχρι τὸ τέλος τῶν καιρῶν. Εἶναι τὸ μυστήριο τῆς Τριάδος καὶ τῆς θεανθρωπότητας. Οἱ ἀπόστολοι κρατοῦν στὰ χέρια τους εἰλητάρια, ποὺ συμβολίζουν τὸ κήρυγμα, καὶ οἱ εὐαγγελιστὲς τὰ Εὐαγγέλια - ἂν καὶ τὴν στιγμὴ ἐκείνη δὲν εἶχαν γραφεῖ ἀκόμα. Ὅλ᾿ αὐτὰ ἀντιπροσωπεύουν τὴν ἐκπλήρωση τῆς ὑπόσχεσης τοῦ Χριστοῦ σχετικὰ μὲ τὴν διδασκαλία διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «ὁ δὲ Παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ὃ πέμψει ὁ Πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν» (Ἰωάν. ΙΔ´ 26). Εἶναι τὰ προϊόντα αὐτῆς τῆς διδαχῆς καὶ τῆς ὑπομνήσεως. Τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι μία εἰκόνα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ποὺ μεταδόθηκε ἀπὸ τοὺς μάρτυρες τῆς ζωῆς Του. Διὰ τῆς Πεντηκοστῆς αὐτὴ ἡ μαρτυρία ἔγινε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ποὺ φωτίζει τὶς ἄκρες τῆς γῆς. «Ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ ἔσεσθε μοὶ μάρτυρες... ἕως ἐσχάτου της γῆς» (Πράξ. Α´ 8). Ἡ ἐξουσία τῆς τέλεσης τῶν μυστηρίων συνδέεται στενὰ μὲ τὴν διδασκαλία. Οἱ εὐαγγελιστὲς Μάρκος καὶ Λουκᾶς εἰκονίζονται ἐδῶ ἀνάμεσα στοὺς δώδεκα ἀντικαθιστώντας δυὸ ἄλλους: κι αὐτὸ γιατί ἀποτελοῦν τοὺς δυὸ κατ᾿ ἐξοχὴν ἀγγελιοφόρους τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ· ὅπως οἱ ἄλλοι δυὸ εὐαγγελιστές, ἀνήκουν στὸν καθαρὰ ἀποστολικὸ κύκλο, ὄντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ φορεῖς καὶ μάρτυρες τῆς πλήρωσης τῆς ὑπόσχεσης τοῦ Θεοῦ.
Τὴν Δευτέρα τῆς Πεντηκοστῆς λοιπὸν ἑορτάζουμε τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ κατὰ συνέπεια τὴν ἑορτὴ τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἐντυπωσιακὸ ὅτι τὸ προκείμενο τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι τῶν ἀποστόλων - «Εἰς πάσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν» - ἐνῶ τὸ προκείμενο τῆς ἑπομένης εἶναι καθαρὰ ἐκκλησιολογικό: «Σῶσον, Κύριε, τὸν λαόν Σου, καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν Σου»· κληρονομία εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολική, ποὺ κρατᾶ ἀμετάβλητα καὶ ἀδιάλειπτα τὴν διαδοχή, τὴν διδασκαλία καὶ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· τὰ χαρίσματα αὐτὰ δέχθηκε ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ ἐκείνους ποὺ βρίσκονται στὴν κορυφὴ τοῦ κύκλου τῶν δώδεκα - θεμελίου τῆς Ἐκκλησίας.
Σύμφωνα μὲ τὸ περιεχόμενο τῆς ὀρθόδοξης εἰκόνας τῆς Πεντηκοστῆς, στὸν ἀποστολικὸ κύκλο δὲν προΐσταται κανείς. Ἐξετάζοντας αὐτὸ τὸ εἰκονογραφικὸ χαρακτηριστικό, μέσα στὴν ἱστορική του ἐξέλιξη, πρέπει νὰ συμπεράνουμε ὅτι ἡ θέση στὴν κεφαλὴ τοῦ κύκλου ἦταν γενικὰ ἀφιερωμένη στὴν Ἁγία Τριάδα, ἡ ὁποία, ὅπως εἴδαμε, παρουσιαζόταν συμβολικὰ (κυρίως μέσα στὶς μικρογραφίες, τὰ ψηφιδωτὰ καὶ τὶς τοιχογραφίες) μὲ τὴν μορφὴ ἑνὸς θρόνου, ἑνὸς βιβλίου καὶ μιᾶς περιστερᾶς. Τὴν εἰκόνιζαν εἴτε στὸ ἴδιο ἐπίπεδο μὲ τοὺς ἀποστόλους (ὅπως στὸ ψαλτήρι τοῦ Χλουντώφ) εἴτε ἀπὸ πάνω (ὅπως στὸν κώδικα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ καὶ στὰ ψηφιδωτά). Ὁ συμβολισμὸς αὐτὸς ἀπουσιάζει ἀπὸ τὶς φορητὲς εἰκόνες· αὐτὸ ὅμως δὲν ἐλαττώνει οὔτε ἀλλοιώνει σὲ τίποτα τὴν σημασία τῆς παράστασης· ἂν καὶ δὲν εἰκονίζεται ἡ Ἁγία Τριάς, ἡ εἰκόνα τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀποτελεῖ μία τριαδικὴ εἰκόνα(71).
Μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἑρμηνεύει τὴν εἰκόνα αὐτή, καθὼς καὶ τὴν ἀκολουθία ἁγιασμοῦ τῶν εἰκόνων, συγκεκριμένα τῆς εἰκόνας τῆς Ἁγίας Τριάδος ποὺ φέρει τὸν τίτλο: «Ἀκολουθία τοῦ Ἁγιασμοῦ τῆς εἰκόνας τῆς Ὑπεραγίας καὶ Ζωοδότου Τριάδος ὑπὸ τὴν μορφὴν τριῶν ἀγγέλων ἢ τῶν Θεοφανείων ἢ τῆς Μεταμορφώσεως ἢ τῆς Καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Μὲ τὴν εἰκόνα ποὺ ἀποκαλεῖται παλαιοδιαθηκικὴ Τριὰς ἔχουμε τρεῖς νεοδιαθηκικὲς εἰκόνες τῆς Τριάδος, ἐκ τῶν ὁποίων ἡ μία εἶναι τῆς Πεντηκοστῆς. Ὁ ἁγιασμὸς τῶν τεσσάρων αὐτῶν εἰκόνων συμπεριλαμβάνει τὸ στιχηρὸ τῆς Πεντηκοστῆς(72): «Δεῦτε λαοὶ τὴν τρισυπόστατον Θεότητα προσκυνήσωμεν...».
Ἡ εἰκόνα τῆς Καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἑπομένως μία εἰκόνα τριαδικὴ παρόλη τὴν ἀπουσία τῆς ὁρατῆς ἐκδήλωσης τῆς Τριάδος κατὰ τὴν Πεντηκοστή. Στὶς τοιχογραφίες ἡ Κάθοδος συμπληρώνεται διὰ τῆς εἰκόνος τῆς Τριάδος, εἰκόνα συμβολική. Πράγματι ἡ τοιχογραφία δὲν συνδέεται ἄμεσα μ᾿ ἐκείνη ἢ τὴν ἄλλη λειτουργικὴ στιγμή, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἐκφράζει μία σύνθεση τοῦ ἴδιου τοῦ γεγονότος τῆς Πεντηκοστῆς δηλαδὴ τὴν φανέρωση τῆς Τριάδος τὴν στιγμὴ τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὴ ἡ συμβολικὴ παράσταση μοιάζει νὰ ὑπογραμμίζει τὴν διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν ἀποκάλυψη τῆς Ἁγίας Τριάδος μέσα στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ στὴν ἀποκάλυψή Της μέσα στὴν Καινή. Ἡ ἀπεικόνιση τῶν τριῶν Ἀγγέλων εἶναι μία ἱστορικὴ εἰκόνα τῆς ἐμφανίσεώς Της στὸν Ἀβραάμ· ἡ ἐμφάνιση αὐτὴ ὅμως ἀποκαλύφθηκε καὶ κατανοήθηκε ὡς τριαδικὴ στὸ φῶς τῆς νεοδιαθηκικῆς ἀποκάλυψης μετὰ τὴν Πεντηκοστή. Αὐτὴ ἡ νέα ἀποκάλυψη μᾶς ἐπιτρέπει νὰ δοῦμε στὴν εἰκόνα τῆς Θεότητας ὑπὸ τὴν μορφὴ τριῶν Ἀγγέλων τὴν τριενότητά Της, τὴν ἰσότητα τῶν Προσώπων Της καὶ τὴν τριαδικὴ Οἰκονομία μέσα στὸν κόσμο. Ἡ ἀπεικόνιση αὐτή μας δείχνει ἐκεῖνο ποὺ ἔγινε πρότυπο ζωῆς τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν ἄνθρωπο, ἐκεῖνο πού, ὅπως θὰ δοῦμε, μεταδόθηκε διὰ τῆς εἰκονογραφίας τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ ἀποκάλυψη ποὺ δέχθηκε ὁ ἄνθρωπος τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔχει ὁλωσδιόλου ἕναν ἰδιαίτερο χαρακτήρα. Ἂν στὰ Θεοφάνεια καὶ στὴν Μεταμόρφωση ἡ τριαδικὴ ἀποκάλυψη ἀπευθυνόταν στὸν ἐξωτερικὸ ἄνθρωπο, γιὰ νὰ μιλήσουμε ἔτσι, στὴν ἀντίληψη τῶν αἰσθήσεών του (ὁ Πρόδρομος καὶ οἱ ἐκλεγμένοι ἀπόστολοι ἄκουσαν τὴν φωνὴ τοῦ Πατρὸς κι εἶδαν τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο νὰ ἐμφανίζεται ἐν εἴδει περιστερᾶς ἢ νεφέλης), ἀντίθετα στὴν Πεντηκοστὴ δὲν ὑπάρχει καμμία αἰσθητὴ ἐκδήλωση τῆς Τριάδος. Μόνο οἱ πύρινες γλῶσσες καὶ ὁ θόρυβος ποὺ τὶς ἀκολουθοῦσε ἦταν αἰσθητὰ στὶς φυσικὲς αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρώπου. Μοιάζει ὡς ἐπέκταση τῆς ἀποκάλυψης, ποὺ ὁδηγεῖ ἀπὸ τὴν ὁρατὴ εἰκόνα στὴν πνευματικὴ κατανόηση, στὴν ὁλοκλήρωσή της μέσα στὴν Πεντηκοστή. Ἡ ἀποκάλυψη, ἐδῶ, δὲν ἀπευθύνεται στὶς σωματικές μας αἰσθήσεις ἀλλὰ στὴν ἐσωτερικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. «Ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ (κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ λάβετε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα) γνώσεσθε ὑμεῖς ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρί μου καὶ ὑμεῖς ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν ὑμῖν» (Ἰωάν. ΙΔ´ 20). Ἡ τριαδικὴ αὐτὴ θεότητα, ὅμως, ποὺ ἔγινε προσιτὴ στὴν πνευματική μας γνώση καὶ στὴν ἴδια μας τὴν ζωή, δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀναπαρασταθεῖ ἄμεσα. Μόνον ἕνας συμβολικὸς τρόπος μπορεῖ νὰ τὴν ἀποδώσει.
Ὅσον ἀφορᾶ στὴν εἰκόνα γενικὰ δὲν βρίσκουμε σ᾿ αὐτὴν τὸ τριαδικὸ αὐτὸ σύμβολο τόσο συχνὰ ὅσο στὶς τοιχογραφίες. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐξηγεῖται ἀπὸ τὸν διαφορετικὸ προορισμὸ τοιχογραφίας καὶ εἰκόνας. Ἂν ἡ ζωγραφικὴ στὸν τροῦλλο καὶ στοὺς τοίχους ἐνσωματώνεται στὸν ναὸ καὶ δὲν συνδέεται μὲ κάποια ἡμέρα ἰδιαίτερη, μὲ κάποια στιγμὴ τῆς λειτουργίας, ἡ φορητὴ εἰκόνα ἀποτελεῖ μέρος τῆς ἑορτῆς καὶ συμφωνεῖ κατ᾿ ἐπέκτασιν στενώτερα μὲ τὴν σημασία της. Εἶναι ἡ πλευρὰ τῆς λειτουργίας ποὺ ἀπευθύνεται ἄμεσα στοὺς ὀφθαλμούς μας. Ἑπομένως ἡ λειτουργία ἀπαιτεῖ ὄχι μόνο τὴν παρουσία μας ἀλλὰ καὶ τὴν ἐνεργὸ συμμετοχή μας. «Οἱ ἐκκλησιαστικὲς ἑορτὲς μᾶς δίνουν τὴν δυνατότητα συμμετοχῆς στὰ γεγονότα τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Κυρίου σ᾿ ἕνα βαθύτερο ἐπίπεδο ἀπὸ αὐτὸ τῶν ἁπλῶν ἱστορικῶν στιγμῶν, γιατί μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν εἴμαστε πιὰ θεατὲς ἀλλὰ μάρτυρες φωτισμένοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα»(73). Ὅπως κι ὁποιαδήποτε ἄλλη εἰκόνα, ἔτσι καὶ ἡ εἰκόνα τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν ἀποτελεῖ ἀνάμνηση ἑνὸς γεγονότος τοῦ μακρινοῦ παρελθόντος, ἀλλὰ μία ζωντανὴ καὶ ἐνεργὸ συμμετοχὴ σ᾿ αὐτὸ τὸ γεγονός. Διὰ τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μᾶς ἀποκαλύπτεται ἡ Τριάς, κατέρχεται πρὸς ἐμᾶς· ἐμεῖς λοιπὸν μὲ τὴν σειρά μας ὀφείλουμε νὰ ἀνέλθουμε πρὸς τὴν γνώση Ἐκείνης. Ἡ εἰκόνα χωρὶς νὰ μᾶς δίνει ἐξωτερικὰ μέσα γιὰ νὰ Τὴν γνωρίσουμε - εἰκόνα ἢ σύμβολο - μᾶς ὁδηγεῖ σὲ μία ἄμεση ἕνωση μαζί Της. Φαίνεται λοιπὸν παράταιρο νὰ εἰκονίσει κανεὶς ἐδῶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὑπὸ τὴν μορφὴ περιστερᾶς, ὅπως κάνουν μερικοὶ εἰκονογράφοι γιὰ νὰ σημειώσουν τὴν παρουσία Του. Πρόκειται γιὰ μία ἀπόπειρα διευκρίνισης καὶ διευκόλυνσης, δῆθεν, κατανόησης τῆς εἰκόνας, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα δὲν κάνει ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ σκεπάζει τὴν οὐσιαστικὴ δυσκολία ποὺ ὀρθώνεται μπροστὰ στὸν ἄνθρωπο, νὰ τὸν ἐκτρέπει ἀπὸ τὴν προσπάθεια ποὺ πρέπει νὰ κάνει.
Ἡ εἰκόνα τῆς Τριάδος ὑπὸ τὴν μορφὴ τῶν τριῶν Ἀγγέλων δηλώνει τὸ μυστήριο τῆς θεϊκῆς ζωῆς· ἡ θεϊκὴ αὐτὴ ζωὴ ἀποτελεῖ λοιπὸν τὸ πρωτότυπο τῆς εἰκόνας. Κατὰ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς ἀποστόλους ἀποτελεῖ εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας ὡς πρωτότυπό της, ἀλλὰ δείχνει καὶ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς της, ποὺ εἶναι ἡ συμμόρφωσή της πρὸς τὸ θεϊκό της Πρότυπο. Ἀποκαλύπτει τὴν ἐσωτερικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, μ᾿ ἄλλα λόγια τὴν λυτρωτικὴ πράξη τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔναντι τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου. Βλέπουμε τὴν σύναξη ἴσων μεταξύ τους στὸ ἀξίωμα μελῶν, ἑνωμένων διὰ μιᾶς κοινῆς ζωῆς μέσα στὴν χάρη. Διατηρώντας τὰ προσωπικά τους στοιχεῖα ἡ εἰκόνα τοὺς ἐγγράφει μέσα σ᾿ ἕνα κοινὸ σχῆμα ποὺ μοιάζει νὰ τοὺς ἑνοποιεῖ σὲ μία ἱερατικὴ καὶ αὐστηρὴ τάξη, πράγμα ποὺ ἐκφράζει τέλεια τὴν ἐσωτερικὴ ἑνότητα τῆς ζωῆς τους κατ᾿ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ ὁμάδα αὐτὴ ὡς ἕνα σῶμα ἀπὸ τὸ πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπὸ τὴν φλόγα αὐτῆς τῆς νέας ζωτικῆς πηγῆς ποὺ εἶναι ἡ ἀγάπη, μᾶς δείχνει ὄχι τόσο τὴν ἐξωτερικὴ μορφὴ τοῦ γεγονότος, ὄχι τὸν φόβο τῶν ἀποστόλων, ποὺ ἔμοιαζε στὸν ἔξω κόσμο μὲ διαφωνία καὶ μέθη, ὅσο τὸ πνευματικὸ περιεχόμενό του - τὴν καινούργια ἐσωτερικὴ ἁρμονία ποὺ ἦταν ἀπρόσιτη γιὰ τὸν ἀφώτιστο ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὀφθαλμό. «Κατὰ τὸν διαμερισμὸν τῶν πυρίνων γλωσσῶν, ἐκάλεσε τὸ πᾶν εἰς ἑνότητα, ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ δοξάζομεν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον»(74).
Ἡ ὑποταγὴ τῶν ἀποστόλων στὸ καθορισμένο σχῆμα καὶ ρυθμὸ τῆς εἰκόνας δὲν τοὺς προσδίδει μονοτονία. Καθένας ἀπ᾿ αὐτοὺς διακρίνεται σαφῶς καὶ καμμία κίνηση, ἔστω καὶ δυὸ προσώπων, δὲν ἐπαναλαμβάνεται μέσα στὴν εἰκόνα. Ἡ ἀπουσία τῆς μονοτονίας, ὁ πλοῦτος αὐτὸς μέσα στὴν ἑνότητα καὶ ἡ ἑνότητα μέσα στὴν ἑτερότητα ἑρμηνεύουν τὸ νόημα τοῦ γεγονότος, ἐκφράζουν τὴν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐμφανίζεται ὑπὸ τὴν μορφὴν πυρίνων γλωσσῶν εἰς ἔνδειξιν τῆς ποικιλίας τῶν χαρισμάτων: «διὰ τὸ τῶν χαρισμάτων διάφορον» θὰ πεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός(75)· καίτοι τὸ Πνεῦμα παραμένει τὸ αὐτό, «διαιρέσεις δὲ χαρισμάτων... καὶ διαιρέσεις διακονιῶν εἰσι... ᾧ μὲν διὰ τοῦ πνεύματος δίδοται λόγος σοφίας, ἄλλω δὲ λόγος γνώσεως... χαρίσματα ἴαματων» κ.λπ. (Β´ Κορ. ΙΒ´ 4-31).
Στὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος ἡ ἑνοπολλαπλότητα ἐκφράζεται διὰ τῶν τριῶν Ἀγγέλων περιγεγραμμένων συχνὰ μέσα σ᾿ ἕνα ἑνοποιὸ σχῆμα. Κι ἐνῶ μέσα στὴν εἰκόνα τῆς Τριάδος τὸ σχῆμα αὐτὸ εἶναι ἕνας κύκλος κλειστὸς στὸν ἑαυτό του (ὅπως στὴν εἰκόνα τοῦ Ἀ. Ρουμπλιὼφ ποὺ ἐκφράζει μία πραγματικὴ ἐμβάθυνση σ᾿ αὐτὸ τὸ μυστήριο) μέσα στὴν εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς ἡ σύνθεση δὲν εἶναι κλειστὴ ἀλλὰ ἀνοιχτὴ ἀπὸ πάνω ὡς κάτω. Μοιάζει ν᾿ ἀνέρχεται πρὸς τὰ πάνω, πρὸς τὴν κορυφή της, ἀκριβέστερα πρὸς τὴν ἀπουσία ἑνὸς ἐπίγειου ὁρατοῦ γεγονότος· ἡ σύναξη τῶν ἀποστόλων εἶναι ἀνοιχτὴ στὸ ἐπάνω μέρος ὅπου συμβολίζεται ὁ οὐρανός-σημεῖο τοῦ θείου, ἀπ᾿ ὅπου κατέρχονται οἱ ἀκτίνες πρὸς ἐκείνους.
Οἱ σειρὲς τῶν ἀποστόλων δὲν εἶναι οὔτε κι αὐτὲς κλειστές· ἡ Ἐκκλησία δὲν περιορίζεται οὔτε στὸν ἀποστολικὸ κύκλο οὔτε γενικὰ στὴν ἀποστολὴ καὶ τὴν ἱεραρχία. Στὴν ἀρχιερατικὴ προσευχή Του ὁ Χριστὸς δὲν προσεύχεται στὸν Πατέρα μόνο γιὰ τοὺς ἀποστόλους: «Οὐ περὶ τούτων δὲ ἐρωτῶ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν πιστευόντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ, ἵνα πάντες ἓν ὦσι, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλας» (Ἰωάν. ΙΖ´ 20-21). Συνεχίζουμε τὶς σειρὲς τῶν ἀποστόλων καὶ θὰ τὶς συνεχίζουμε μέχρι τὸ τέλος τῶν αἰώνων, γιατί ἡ οἰκονομία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶχε μία ἀρχὴ ἀλλὰ δὲν ἔχει τέλος. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀφοῦ κατέβηκε τὴν πεντηκοστὴ ἡμέρα μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ δὲν ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο· βρίσκεται μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὁ Παράκλητος στάλθηκε «ἵνα μένῃ μεθ᾿ ἡμῶν εἰς τὸν αἰώνα» (Ἰωάν. ΙΔ´ 16). Ἡ αἰώνια αὐτὴ παρουσία εἶναι ἡ Πεντηκοστή, ποὺ προεκτείνεται μέσα στὴν Ἐκκλησία. Κατ᾿ αὐτὴ τὴν ἔννοια τὸ νόημα τοῦ χρόνου καταργεῖται, καὶ Πεντηκοστὴ γίνεται ἡ ζωή μας μέσα στὴν Ἐκκλησία κάθε ἐποχῆς. Εἰσερχόμενοι στὴν Ἐκκλησία μετέχουμε αὐτῆς τῆς ἁρμονίας ποὺ μᾶς δείχνει ἡ εἰκόνα, τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι κατ᾿ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Σ᾿ αὐτὸ τὸ νόημα μᾶς ὁδηγεῖ ἡ εἰκόνα τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δείχνοντάς μας τὸν δρόμο πρὸς τὴν ζωτικὴ ἕνωση μὲ τὴν Ἁγία Τριάδα.
Ἡ εἰκόνα τῆς καθόδου τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἶναι μία εἰκόνα τῆς οἰκονομίας τοῦ Τρίτου Προσώπου τῆς Τριάδος. Ἑπομένως οἰκονομία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ἡ ζωή της μὲ τὰ μυστήρια καὶ τοὺς θεσμούς της· εἶναι τὸ χάρισμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γίνεται ἀποτελεσματικὸ καὶ ἐνεργὸ ἐκεῖνο ποὺ ὁ Χριστὸς θέσπισε: «Τὸ πνεῦμα τοῦ Πατρὸς παρέχει νῦν τὶς ἀπαρχὲς τῆς Θεότητος εἰς τὴν γήινην φύσιν»(76). Πάντα χορηγεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον βρύει προφητείας, ἱερέας τελειοῖ, ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξεν, ἁλιεῖς θεολόγους ἀνέδειξεν, ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας...»(77). Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ χῶρος μέσα στὸν ὁποῖο ὁλοκληρώνεται ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Γεννιόμαστε μέσα στὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ ἴδιο Πνεῦμα ποὺ ἐξέλαβε τοὺς ἀποστόλους καὶ μετεδόθη στοὺς διαδόχους τους. «Δὲν πρέπει, λέει ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος, νὰ καταφρονήσωμεν ἢ νὰ παραβλέψωμεν ὅλους αὐτοὺς ὅπου ἔχουν τὰς διδασκαλίας καὶ παραδόσεις τῶν ἁγίων ἀποστόλων... διατὶ ἐστάλθησαν ἀπὸ αὐτὸν (τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ) διὰ νὰ μᾶς κάμουν υἱοὺς Θεοῦ κατὰ χάριν καὶ κληρονόμους τῆς αἰωνίου ζωῆς καὶ κοινωνοὺς ἀνεκδιηγήτων ἀγαθῶν διὰ μέσου τοῦ κηρύγματος τοῦ εὐαγγελίου καὶ τοῦ βαπτίσματος»(78). Ἡ εἰκόνα μᾶς δείχνει ὅτι ἡ θέωση δὲν εἶναι ἐφικτὴ παρὰ στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, δείχνοντάς μας τὰ μέσα διὰ τῶν ὁποίων γίνεται ἐφικτή, δηλαδὴ δὲν μᾶς δείχνει μόνο τὴν ὑποκειμενικὴ μορφὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὴν προσωπικὴ θέωση τῶν ἀποστόλων, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀντικειμενική, τὴν μυστηριακή. Οἱ δυὸ αὐτὲς ὄψεις τῆς Ἐκκλησίας γίνονται ἐνεργὲς καὶ ἀληθινὲς διὰ τῆς προσωπικῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ στὴν εἰκόνα τῆς καθόδου Του ἐκεῖνο ποὺ εἰκονίζεται μᾶς ἀποκαλύπτει τὴν ὁδὸ τῆς θέωσης καὶ ταυτόχρονα μᾶς ὁδηγεῖ σ᾿ αὐτὸν τὸν δρόμο: τὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου καὶ τὸ σύνολο τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ μᾶς δόθηκαν μὲ τὰ μυστήρια ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς διαδόχους τους. Μ᾿ ἄλλα λόγια εἰκονίζεται ὅ,τι ἀναφέρεται ὡς οἰκονομία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ Πεντηκοστὴ εἶναι ὀντολογικὰ συνδεδεμένη μὲ τὴν καθημερινὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας κι αὐτὸ μέχρι τὴν τελευταία της ἡμέρα. Ἂν ἡ Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου ὑπῆρξε μία προϋπόθεση τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὸν κόσμο, ἡ παρουσία τῆς Τρίτης Ὑποστάσεως ἀποτελεῖ μὲ τὴν σειρά της μιὰ προϋπόθεση καὶ ἑτοιμασία τῆς δευτέρας καὶ ἐνδόξου ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ οἱ δώδεκα ἀπόστολοι θὰ καθήσουν ἐπὶ τῶν θρόνων γιὰ νὰ κρίνουν τὶς δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ. Ἡ Πεντηκοστή, ἑπομένως, μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἐσχατολογικὴ ὁλοκλήρωση, στὴν ἐμφάνιση ἐκείνου ποὺ μᾶς δείχθηκε στὴν εἰκόνα τῆς Ἀναλήψεως, δηλαδὴ τοῦ Ἰησοῦ: «οὗτος ἐλεύσεται ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν» (Πράξ. Α´ 11)(79). Ἡ Πεντηκοστὴ μᾶς ὁδηγεῖ λοιπὸν στὸν καινὸ κόσμο, στὴν καινὴ γῆ, στὴν Βασιλεία τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ. Ἡ εἰκόνα της μᾶς προσεγγίζει στὸ ἔσχατο μυστήριο: στὴν κατάργηση κάθε εἰκόνας ἀφοῦ δὲν θὰ βλέπουμε πιὰ «δι᾿ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι» (Α´ Κορ. ΙΓ´ 12) ἀλλὰ πρόσωπο πρὸς πρόσωπο, μέσα σε μία ἄμεση κοινωνία.
Ἡ Ἐκκλησία δὲν περιορίζεται στὸ ἀνθρώπινο γένος: πῶς θὰ μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος νὰ ξεχωρίσει ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη ὁρατὴ κτίση; «Ἡ σύνθετη δομὴ -φυσική, ψυχικὴ καὶ πνευματική- τῆς κτιστῆς φύσης μας... μᾶς συνδέει ἀδιαχώριστα μὲ τὴν ὑπόλοιπη δημιουργία»(80), διότι τὸ σῶμα μας λέγεται καὶ μικρόκοσμος(81). Κατὰ τὴν Ἐνανθρώπηση ἡ ὑλικὴ δημιουργία κατέστη ναὸς τῆς θεότητος. Γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία ἀγκαλιάζει ὅλη τὴν κτίση, ἡ ὁποία καὶ ἐκλήθη νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Θεό. Σὲ κάθε μέλος της ἡ Ἐκκλησία ἑνώνεται μὲ τὴν κτίση καὶ μέσῳ ἡμῶν ἀνοίγεται πρὸς τὴν δημιουργία. Γι᾿ αὐτὸ ἡ σημασία τῆς περικοπῆς τῶν Πράξεων τῆς Λειτουργίας τῆς Πεντηκοστῆς δὲν περιορίζει τὸ κήρυγμα τῶν ἀποστόλων οὔτε στοὺς λαούς, ποὺ περιτριγύριζαν τὴν στιγμὴ ἐκείνη τοὺς ἀποστόλους, οὔτε μόνον στὸ ἀνθρώπινο γένος: ἡ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας ἐκτείνεται σ᾿ ὁλόκληρη τὴν κτίση. «Ἐγὼ εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ ΚΟΣΜΟΥ» «πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον Ἅπαντα κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον Πάσῃ τῇ Κτίσει»... Ἡ οἰκονομία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἀκριβῶς ἡ ὁλοκλήρωση τῶν ἐπιταγῶν τοῦ Χριστοῦ.
«Τὸ φῶς ἐπέστη τοῦ Παρακλήτου καὶ τὸν κόσμον ἐφώτισε»(82), οἱ ἀπόστολοι «τὴν οἰκουμένην διέσχισαν... καὶ τὴν κτίσιν ἅπασαν διὰ τῶν λόγων τους ἐπεφώτισαν»(83).
Τὸ συναξάρι τῆς Δευτέρας μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ ἀποκαλεῖ τοὺς ἀποστόλους «διδασκάλους τοῦ ὑπὸ τὸν οὐρανὸν σύμπαντος κόσμου». Τὸ χαρούμενο μήνυμα -Εὐ-ἀγγελία- κηρύχθηκε σ᾿ ὁλόκληρη τὴν κτίση, πράγμα ποὺ ἀποτελεῖ ἐνέχυρο καὶ ὑπόσχεση τῆς μέλλουσας ἑνότητάς της, τῆς ἐν Θεῷ συνάθροισής της. Διὰ τοῦ ἀνθρώπου ἡ Πεντηκοστὴ ἀπευθύνεται σ᾿ ὅλα τὰ κατώτερα δημιουργήματα - ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν πτώση του ὑπέταξε τὴν κτίση στὴν ματαιότητα ποὺ «συστενάζει καὶ συνωδίνει» μὲ ἐμᾶς, ἀναμένοντας τὴν ἐμφάνιση «τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» γιὰ νὰ «ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὴν δουλεία τῆς φθορᾶς» (Ρωμ. Η´ 19-22).
Πῶς εἶναι ὅμως δυνατὴ ἡ ἀπεικόνιση ὄχι μόνον τοῦ πλήθους τῶν λαῶν ποὺ ἔλαβαν τὸ εὐαγγελικὸ μήνυμα κατὰ τὴν διάρκεια τόσων αἰώνων, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρης τῆς κτίσης μέσα στὴν εἰκόνα; Εἶναι προφανὲς ὅτι μία ὁμάδα ἀπὸ πρόσωπα ποὺ νὰ ἐκπροσωποῦν τὰ ἔθνη δὲν ἀρκεῖ γιὰ ν᾿ ἀποδώσει τὸ λειτουργικὸ καὶ θεολογικὸ περιεχόμενο τῆς εἰκόνας. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἡ συμμετοχὴ τοῦ κόσμου στὴν νέα αὐτὴ ζωὴ ἀποδόθηκε εἰκονογραφικὰ μὲ ἕναν τρόπο ἀλληγορικό: τὸ πρόσωπο ποὺ φέρει τὸν τίτλο «Κόσμος» στὸ κάτω μέρος τῆς εἰκόνας ὡς βασιλέας ἄρχων ὁλόκληρης τῆς ὁρατῆς κτίσης. Κάθε ἄλλη λύση θὰ περιόριζε τὴν ἀνθρωπολογικὴ ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας(84). Μόνον ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἱκανὸς νὰ δεχθεῖ συνειδητὰ κι ἐλεύθερα τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ γίνει φορέας τῆς ἑνότητας τοῦ σύμπαντος. Ἡ κατήχηση καὶ ὁ ἁγιασμὸς τοῦ κόσμου ἦταν καὶ παραμένει τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας γιὰ κάθε ἐποχή. Τὸ καθῆκον αὐτὸ εἶναι πάντα τὸ ἴδιο ἐπίκαιρο σήμερα, ὅπως καὶ στὴν ἐποχὴ τῶν ἀποστόλων. Ἡ Ἐκκλησία ἀνοίγεται πρὸς τὸν κόσμο, κι αὐτὸ εἶναι τὸ λειτούργημά της ἀπέναντι στὸν κόσμο, ὁ ζωντανὸς δεσμός της μαζί του, ἡ αἰτία ὕπαρξής της, ὁ σκοπὸς καὶ ὁ προορισμός της.
Ἡ συμμετοχὴ τοῦ κόσμου στὴν Πεντηκοστὴ λειτουργικὰ καταδεικνύεται, ἀνάμεσα στ᾿ ἄλλα, κι ἀπὸ τὴν συμβολικὴ διακόσμηση ἀπὸ κλαδιά, φυτὰ καὶ ἄνθη. Οἱ πιστοί, κρατώντας ἄνθη στὰ χέρια τους, μοιάζουν νὰ συμμετέχουν μαζὶ μ᾿ ἐκεῖνα στὴν καινούργια ζωή.
Μέσα στὴν εἰκόνα βρισκόμαστε καὶ πάλι μπροστὰ στὸν δυναμικὸ χαρακτήρα τῆς Πεντηκοστῆς· τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὸν κόσμο -τὴν διδασκαλία, ποὺ εἶναι πόρτα ἀνοιχτὴ πρὸς τὸν κόσμο γιὰ νὰ εἰσέλθει στοὺς ἐκκλησιαστικοὺς κόλπους.
Ὁ Κόσμος ἀποδίδεται μὲ λεπτομέρειες ποὺ ἀντιστοιχοῦν στὴν ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς καὶ ὑπογραμμίζουν τὴν σημασία του. Τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς της Πεντηκοστῆς (Ἰωάν. Η´ 12) καὶ ὁ ἀπόστολος τῆς Δευτέρας (Ἐφεσ. Ε´ 9-19) μᾶς μιλοῦν γιὰ τὸ φῶς καὶ τὸ σκότος διδάσκοντάς μας τὴν διάκριση τῶν δυό. Ἡ εἰκόνα μᾶς κάνει νὰ δοῦμε τὴν διαφορὰ αὐτὴ μὲ τὴν λάμψη ποὺ περιτριγυρίζει τοὺς ἀποστόλους καὶ τὸ σκοτάδι ποὺ περιτριγυρίζει τὸν Κόσμο. Εἶναι τὰ φθοροποιὰ σκότη ποὺ ρίχτηκε ὁ ἄνθρωπος μετὰ τὴν πτώση του καὶ τὸ κάλεσμα τοῦ φωτὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ σημαίνει τὴν ἀναγέννηση τῆς κτίσης.
Γιὰ μᾶς, ἡ εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι, ἑπομένως, ἡ εἰκόνα τῆς πορείας ποὺ πρέπει νὰ διανύσουμε κι ὄχι τὸ τέρμα, ὅ,τι δηλαδὴ ἔχουμε πάνω στὴν γῆ καὶ θὰ ἔχουμε μέχρι τὴν Δευτέρα Παρουσία. Εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς ἐκπλήρωσης τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸν κόσμο.
Ὅπως εἴδαμε, ἡ εἰκόνα τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διακρίνεται ἀπὸ τὸ περιεχόμενό της, γιατί ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἀποκαλύπτεται μέσα ἀπὸ τὶς Πράξεις σὲ τέτοιο σημεῖο, ποὺ δὲν μένει τίποτε ἄγνωστο. Ἀπ᾿ ὅλες τὶς εἰκόνες τῶν ἑορτῶν, ἡ εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι ἡ λιγότερο συνδεδεμένη μὲ τὰ πλαίσια τοῦ ἱστορικοῦ γεγονότος· βλέπουμε δηλαδὴ τὸ ἐλάχιστο: τὶς πύρινες γλῶσσες πάνω στὰ κεφάλια τῶν παρισταμένων ἀποστόλων. Αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο ἱστορικὸ στοιχεῖο ἀντιστοιχίας κειμένου-παράστασης. Ὅλο τὸ ὑπόλοιπο μέρος χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς, ὅπως ἐκφράζεται λειτουργικά. Ἂν εἰκονογραφοῦσε τὸ ἱστορικὸ γεγονός, ἡ εἰκόνα θὰ ἔπρεπε νὰ ἀπεικονίζει τὴν σύγχυση ποὺ ἐπικρατοῦσε ἀνάμεσα στοὺς ἀποστόλους ἢ πάλι τὰ ἄμεσα ἀποτελέσματα τοῦ γεγονότος, τὴν μετάθεσή του στὴν καθημερινὴ ζωή, δηλαδὴ τὸ ἀποστολικὸ κήρυγμα: «Σταθεὶς δὲ ὁ Πέτρος σὺν τοῖς ἕνδεκα...». Καὶ τὴν πρώτη καὶ τὴν δεύτερη περίπτωση συναντᾶμε στὴν δυτικὴ θρησκευτικὴ ζωγραφικὴ ἡ ὁποία παρέμεινε ξένη πρὸς τὸ θεολογικὸ βάθος τῆς εἰκόνας(85).
Ἡ εἰκόνα τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀντιστοιχεῖ πλήρως πρὸς τὰ λειτουργικὰ κείμενα τῆς Πεντηκοστῆς μεταφέροντας ὁλοκληρωμένα τὴν σημασία της· τὸ δογματικὸ περιεχόμενο τῆς εἰκόνας δὲν ἐπιδέχεται κανένα εἶδος ἐπέμβασης, ὅπως αὐτὴ τῆς Παρθένου. Ἡ εἰσαγωγὴ τῆς Θεοτόκου στὸν ἀποστολικὸ κύκλο θὰ ἔθετε τὸ ἐρώτημα: τί σημαίνει ἡ παρουσία Της; Ποιὰ τροποποίηση φέρνει στὴν σημασία τῆς εἰκονογραφίας τῆς Πεντηκοστῆς; Ὑπάρχουν πολλὲς ἐξηγήσεις γιὰ τὴν παρουσία Της· ἂς τὴν δοῦμε καλύτερα.
Στὸ ἔργο ποὺ ἤδη ἀναφέραμε, ὁ L. Reau ἐκφράζει τὴν παρακάτω σκέψη: «Μποροῦμε νὰ ἰσχυριστοῦμε ὅτι ἡ Παρθένος σημαίνει, ἐδῶ, ὅ,τι καὶ στὴν Ἀνάληψη· συμβολίζει τὴν Ἐκκλησία. Οἱ ἀπόστολοι σχηματίζουν κύκλο γύρω ἀπὸ τὴν Παρθένο ποὺ προεδρεύει τῆς σύναξης χωρὶς νὰ μετέχει στὸ θαῦμα»(86).
Αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι ἀκριβὲς ἀπὸ ὀρθόδοξη ἄποψη: ἡ Θεοτόκος μετέχει τοῦ θαύματος. Δὲν συμμετέχει στὰ ἄμεσα ἀποτελέσματα καὶ δὲν παίζει κάποιο ἐνεργὸ ρόλο στὸ κήρυγμα καὶ στὰ μυστήρια. Γιὰ ὅ,τι ἀφορᾶ στὸν συμβολισμὸ τῆς Ἐκκλησίας μέσα ἀπὸ τὸ Πρόσωπο τῆς Παρθένου μία ἀνάλογη ἐκτίμηση διατυπώθηκε ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους στὴν διάρκεια τῆς συζήτησης: «Ἡ Θεοτόκος εἶναι μία εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας, πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀναπαύεται ὄχι μόνο στοὺς δώδεκα ἀλλὰ σ᾿ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία»(87).
Αὐτὸς ὁ συλλογισμός, ὅπως καὶ τοῦ L.Reau, συγκροτεῖται βάσει ἀναλογίας μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Ἀναλήψεως. Δὲν εἶναι δυνατὸν ὅμως νὰ χαράζεται μὲ τέτοιο μηχανικὸ τρόπο μία ἀναλογία ἀνάμεσα σὲ δυὸ εἰκόνες τῶν ὁποίων ἡ σημασία εἶναι πολὺ διαφορετική. Ἂν κατανοήσουμε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τὴν παρουσία τῆς Παρθένου, ἡ Ἐκκλησία εἰκονίζεται δυὸ φορές: ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν ἴδια τὴν Θεοτόκο καὶ ἀπὸ τοὺς δώδεκα ἀποστόλους, ἐκτὸς κι ἂν βλέπει κανεὶς τοὺς ἀποστόλους ὡς ἀντιπροσώπους τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας. Εἶναι σωστὸ ὅτι ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συντελέσθηκε γιὰ ὅλη τὴν Ἐκκλησία. Οἱ πύρινες γλῶσσες ὅμως τοποθετήθηκαν πάνω σὲ κάθε πρόσωπο ποὺ ἦταν παρὸν κατέβηκαν χωριστὰ γιὰ καθένα μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καὶ γιὰ τὴν Θεοτόκο ὡς ἀνθρώπινο πρόσωπο. Ὁ ἁγιασμὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν δόθηκε σ᾿ ἕνα πρόσωπο μέσῳ ἄλλου, ἀλλὰ ἄμεσα στὸ καθένα ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ κάθοδός Του στὴν Θεοτόκο δὲν μπορεῖ νὰ ἑρμηνευθεῖ ὡς μιὰ κάθοδος στὸ σύνολο τῆς Ἐκκλησίας μέσῳ τοῦ προσώπου Της. Μιὰ προσωποποίηση δὲν θὰ εἶχε κανένα νόημα ἐδῶ. Ἡ Θεοτόκος μπορεῖ νὰ προσωποποιήσει τὴν Ἐκκλησία ὡς δοχεῖον περιέχον τὴν θεότητα ἀλλὰ ὄχι ὡς τὸ σύνολο τῶν ἀνθρώπων ποὺ συνιστοῦν τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Κανένα συγκεκριμένο πρόσωπο δὲν μπορεῖ νὰ προσωποποιήσει ἕνα ἄλλο, ἢ ἕνα σύνολο ἀνθρώπων. Γενικὰ μποροῦμε νὰ προσωποποιήσουμε ὅ,τι τὰ πρόσωπα ἐκεῖνα ἔχουν κοινό, ὅπως τὴν ἀνθρώπινη φύση, πεπτωκυία πρὶν ἀπὸ τὴν Σάρκωση, καθαγιασμένη μετὰ ἀπ᾿ αὐτήν(88). Ἡ Πεντηκοστὴ εἶναι τὸ δῶρο τῆς ἁγιότητας πάντα μοναδικὸ καὶ προσωπικὸ καὶ ποὺ δὲν ἀντικαθίσταται ἀπὸ κανέναν ἄλλον· ἡ ἁγιότητα τοῦ προσώπου τῆς Θεοτόκου εἶναι μία ἰδιαίτερη περίπτωση καὶ δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ ἄλλη περίπτωση. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι κατὰ τὴν Πεντηκοστή, κατὰ τὴν θέωση δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἡ Παναγία βρίσκεται πρώτη καὶ ὑψηλότερα ἀπὸ κάθε ἄλλο ἁγιασμένο πιστό. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ μερικοὶ βλέπουν στὴν ἀπεικόνισή Της στὴν Πεντηκοστὴ τὴν εἰκόνα τοῦ πρώτου ἀνθρώπου ποὺ ἑνώθηκε μὲ τὸν Θεό. Ἂς μὴν ξεχνᾶμε, ὅμως, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἐξαίρεσε ἀπὸ τὴν ἀκολουθία τῆς Πεντηκοστῆς τὸ θέμα τῆς θέωσης μεταφέροντάς το σὲ μία ἄλλη ἡμέρα: τὴν πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὴν Πεντηκοστή. Ἡ ἡμέρα αὐτὴ ἀφιερώθηκε στὸν ἑορτασμὸ τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς Πεντηκοστῆς· μετὰ Πάντων τῶν Ἁγίων ἡ Θεοτόκος τιμᾶται ἰδιαίτερα: «Πρὸ δὲ πάντων καὶ ἐν πᾶσι καὶ μετὰ πάντων τὴν τῶν Ἁγίων Ἁγίαν, τὴν ὑπεραγίαν καὶ αὐτῶν ὑπερσυγκρίτως κρείττονα τῶν ἀγγελικῶν ταγμάτων, τὴν Κυρίαν ἡμῶν καὶ Δέσποιναν Θεοτόκον, Μαρίαν τὴν ἀειπάρθενον» (Συναξάριον τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πάντων).
Δὲν ὑπάρχουν, ὅπως εἴπαμε, θεολογικὲς μελέτες τῆς εἰκονογραφίας τῆς Πεντηκοστῆς. Βρίσκουμε ὅμως ἀναφορές, ὅπως αὐτὴ τοῦ ἐπισκόπου Κασσιανοῦ καὶ τοῦ M. Spassky. Ὁ π. Σέργιος Μπουλγκάκωφ δὲν ἀναφέρεται στὴν εἰκονογραφία τῆς Πεντηκοστῆς ἀλλὰ ἐξηγεῖ τὴν παρουσία τῆς Θεοτόκου στὴν ἀποστολικὴ σύναξη. Κατ᾿ αὐτὸν «ἡ Θεοτόκος εἶχε δεχθεῖ τὴν προσωπική της Πεντηκοστὴ κατὰ τὸν Εὐαγγελισμὸ ὅταν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατῆλθε ἐπ᾿ Αὐτὴν (κατὰ τὴν μαρτυρίαν τῆς εἰκονογραφίας πῆρε μορφὴ περιστερᾶς ὅπως καὶ κατὰ τὴν Βάπτιση) καὶ εἶχε ἤδη προσωπικὰ τέλεια καθαγιασθεῖ καὶ χαριτωθεῖ...», ὅμως «ὄφειλε μ᾿ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα καὶ τὴν κτίση νὰ δεχθεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὴν Πεντηκοστή, ποὺ θὰ σήμαινε γιὰ Ἐκείνην τὴν «σωτηρία», δηλαδὴ τὴν κατάργηση τῆς δύναμης τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος σ᾿ ὁλόκληρη τὴν κτίση κι Ἐκείνην προσωπικά. Ἡ Θεοτόκος ΗΤΑΝ ΠΑΡΟΥΣΑ στὴν σύναξη τῆς Πεντηκοστῆς καὶ ἐδέχθη πύρινη φλόγα γιὰ Ἐκείνην προσωπικὰ καὶ γιὰ ὁλόκληρη τὴν δημιουργία»(89). Βλέπουμε ἐδῶ μιὰ ἀναλογία ἀνάμεσα σὲ δυὸ γεγονότα θεμελιωδῶς διαφορετικά: τὸν Εὐαγγελισμὸ - τὴν συγκατάθεση καὶ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία ἐκ μέρους ὁλόκληρης τῆς κτίσης (ὅρος τῆς σωτηρίας μας, διαφορετικὰ ὁ Εὐαγγελισμὸς θὰ σήμαινε μία ἐξατομικευμένη ὑπόθεση) καὶ τὴν Πεντηκοστή, δηλαδὴ τὴν κάθοδο τοῦ Τρίτου Προσώπου τοῦ Θεοῦ πάνω σὲ κάθε ἄνθρωπο, σὲ κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν ἡ Θεοτόκος συγκεφαλαιώνει ἐδῶ, ὅπως καὶ στὸν Εὐαγγελισμό, ὁλόκληρη τὴν κτίση, γιὰ τὴν ὁποία θὰ λάβαινε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ κάθοδος τοῦ Παρακλήτου στ᾿ ἄλλα μέλη τῆς Ἐκκλησίας γίνεται ἀκατανόητη(90). Ἀκατανόητα καὶ παράδοξα μοιάζουν ἐπίσης τὸ μυστήριο τοῦ χρίσματος, ἡ ἄσκηση καὶ ἡ προσωπικὴ μαρτυρία τῶν ἁγίων, ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ὁλόκληρη ἡ κτίση ἔχει ἤδη δεχθεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα διὰ τοῦ Προσώπου τῆς Παρθένου. Διαπιστώνουμε ἐδῶ μιὰ σύγχυση σ᾿ ὅ,τι χαρακτηρίζει τὴν φύση καὶ σ᾿ ὅτι ἀναφέρεται στὰ πρόσωπα(91).
Ἂν παραμείνουμε στὴν παραδοσιακὴ σύνθεση τῆς εἰκόνας τῆς Πεντηκοστῆς καὶ εἰσαγάγουμε μόνο τὴν Παρθένο δημιουργεῖται διαφωνία ἀνάμεσα στὴν εἰκόνα καὶ τὴν ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς. Ἐπὶ πλέον, ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ ἐξήγηση τῆς παρουσίας τῆς Θεοτόκου μέσα στὴν εἰκόνα διπλασιάζει, κάτι ἢ κάποιον: ἂν ποῦμε ὅτι προσωποποιεῖ τὴν κτίση ἢ τὴν ἀντιπροσωπεύει, τότε σὲ τί χρησιμεύει ἡ ἀπεικόνιση τοῦ «Κόσμου»; Ἂν ποῦμε ὅτι δηλώνει τὴν «καινὴ κτίση», τὴν Ἐκκλησία, τότε γιατί νὰ ὑπάρχουν οἱ ἀπόστολοι; Ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συγχρόνως σ᾿ Ἐκείνη ποὺ ἐκπροσωπεῖ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὰ μέλη ποῦ ἐκπροσωποῦνται διὰ τῆς παρουσίας Της δὲν εἶναι τὸ ἴδιο ἀκατανόητο;
Γεγονὸς εἶναι ὅτι ἡ εἰκόνα τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τῆς Θεοτόκου εἶναι τόσο πλούσιες ἡ καθεμιὰ ἀπὸ τὸ δικό της περιεχόμενο, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ συζευχθοῦν. Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ εἰκόνα τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὴν παρουσία τῆς Θεοτόκου εἶναι ὄχι μόνο λανθασμένη, ἀλλὰ παύει νὰ εἶναι εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς. Δὲν εἶναι ζήτημα συνύπαρξης δυὸ εἰκονογραφιῶν τῆς Πεντηκοστῆς μὲ ἢ χωρὶς τὴν Παρθένο.
Τὴν περίοδο παρακμῆς τῆς εἰκονογραφίας, στὰ τέλη τοῦ ΙΣΤ´ καὶ κατὰ τὸν ΙΖ´ αἰώνα, ἄρχισαν στὴν Ρωσία νὰ εἰκονίζουν τὴν Παρθένο στὶς εἰκόνες τῆς Πεντηκοστῆς. Δὲν ἔμειναν ὅμως ἐκεῖ. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ αὐτή, κατὰ τὴν βαθυστόχαστη παρατήρηση ἑνὸς σύγχρονου ἱστορικοῦ τῆς τέχνης, οἱ εἰκονογράφοι «ἀρχίζουν νὰ σκέφτονται». Ἀρχίζοντας λοιπὸν νὰ σκέφτονται, θυμήθηκαν ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἦταν ἀπὼν ἀπὸ τὴν σύναξη. Τὸν καταργοῦν λοιπόν. Στὴν συνέχεια περιβάλλουν τὴν Θεοτόκο μὲ τὶς μυροφόρες γυναῖκες, ἀφοῦ ἦταν παροῦσες, καὶ προσθέτουν μερικοὺς πιστούς. Ὁ «Κόσμος» καταργεῖται. Σύμφωνα μὲ τὴν περιγραφὴ τῶν Πράξεων ἡ σύνθεση γεμίζει ἀταξία καὶ ποικιλία. Μ᾿ ἄλλα λόγια ἀναπαρέστησαν ὅ,τι ἔβλεπαν ἄνθρωποι ξένοι πρὸς τὴν Ἐκκλησία κι ὄχι αὐτὸ ποὺ βλέπει ἡ Ἐκκλησία, αὐτὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ζῆ, αὐτὸ στὸ ὁποῖο μᾶς καλεῖ. Ὁλόκληρη ἡ σύνθεση τῆς εἰκόνας ἀποσυντέθηκε στὴν κυριολεξία, χάνοντας τὴν ἁρμονία καὶ τὸν ρυθμό της, μὲ τρόπο ποὺ τὸ ἐκκλησιολογικό της νόημα καὶ τὸ περιεχόμενό της ἐξαφανίσθηκαν. Ἔτσι ἡ εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς μεταμορφώθηκε σ᾿ ἕνα πίνακα ἱστορικοῦ θέματος φθάνοντας, στὴν καλύτερη περίπτωση, νὰ χρησιμεύει ὡς εἰκονογράφηση τοῦ χωρίου τῶν Πράξεων, ἀλλὰ ἀδυνατώντας πλέον νὰ μεταδώσει τὸ νόημα τῆς ἑορτῆς.
Ἂν παρατηρήσουμε τοὺς σύγχρονους εἰκονογράφους, θὰ δοῦμε ὅτι αὐτοὶ ποὺ εἰσάγουν τὴν Θεοτόκο στὴν εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς ἀκολουθοῦν τὸν ἴδιο δρόμο σὲ γενικὲς γραμμές. Εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴ διακρίνουμε μία λογικὴ συνέπεια. Ἡ εἰσαγωγὴ τῆς Θεοτόκου ὁδηγεῖ στὴν τροποποίηση ὁλόκληρης τῆς σύνθεσης τῆς ἑορτῆς καὶ στὴν ἐξαφάνιση τοῦ δογματικοῦ της χαρακτήρα καθὼς καὶ τοῦ πλούτου τοῦ περιεχομένου της. Λογικὴ ἀναγκαιότητα ἀπαιτεῖ τὴν κατάργηση τοῦ «Κόσμου» κι ἡ εἰκόνα ἀπὸ τριαδολογικὴ γίνεται εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, τῆς παράστασής Της ἀνάμεσα στοὺς ἀποστόλους παρόμοια μ᾿ ἐκείνη τοῦ Χριστοῦ ἀνάμεσα στοὺς ἀποστόλους.
Ἡ συζήτηση γύρω ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ θέμα εἶναι ἐνδεικτική. Δείχνει ὅτι οἱ πιστοὶ ξέχασαν σιγὰ σιγὰ τὸ δογματικὸ περιεχόμενο τῆς εἰκόνας γιὰ νὰ καταλήξουν σ᾿ ἕναν ἀδογμάτιστο συναισθηματισμό, ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ἐποχή μας καὶ δὲν ἀναπαύεται παρὰ στὰ θρησκευτικὰ «συναισθήματα» καὶ τὶς ὑποκειμενικὲς καταστάσεις τῆς ψυχῆς. Ἡ ἀπουσία τῆς Θεοτόκου ἑρμηνεύθηκε ἀπὸ μερικοὺς ὡς ἔλλειψη σεβασμοῦ πρὸς τὸ Πρόσωπό Της, δηλαδὴ ὡς ἄρνηση τῆς προσκύνησής Της. Στὴν πραγματικότητα ὅμως ἡ παρουσία της στὴν εἰκόνα εἶναι ἕνα δεῖγμα ἀντικατάστασης, τόσο συχνὸ καὶ πολλὲς φορὲς ἀσυνείδητο, τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν ἀτομικὴ ἑρμηνεία. Στὴν θέση δηλαδὴ τῆς καθολικῆς γνώσης τῆς Ἐκκλησίας ποὺ κατευθύνεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τοποθετοῦμε ἕναν συλλογισμό μας, χωρὶς ἀμφιβολία εὐσεβῆ, ποὺ ὡστόσο δὲν εἶναι παρὰ ἀτομικός.
Γιατί λοιπὸν μία εἰκόνα τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος παύει νὰ εἶναι εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς ὅταν εἰσαγάγουμε τὴν Παρθένο; Τὸ ἐρώτημα ἐπανέρχεται καὶ γιὰ τὴν ἀκολουθία τῆς Πεντηκοστῆς, ὅπου ἡ Θεοτόκος δὲν ἀναφέρεται ἀνάμεσα στὰ πρόσωπα καὶ τιμᾶται μόνο μέσα στὰ χριστολογικὰ πλαίσια.
Στὴν Ἀνάληψη, εἴδαμε ὅτι ἡ Παρθένος(92) εἰκονίζεται γιατί ἡ εἰκόνα τῆς ἑορτῆς αὐτῆς εἶναι εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ πληρότητά της βρίσκεται στὸν εἰκονισμὸ τῆς Κεφαλῆς της, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς Μητρός Του, τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν ἀγγέλων. Ἀντίθετα, στὴν εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς, ποὺ εἶναι ἐπίσης μιὰ εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ πληρότητα βρίσκεται ἀκριβῶς στὴν παρουσία μόνο τῶν ἀποστόλων χωρὶς κάποιο πρόσωπο στὴν κεφαλὴ τοῦ κύκλου τους. Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἀποῦσα ὄχι γιατί, ἐπαναλαμβάνουμε, δὲν ἦταν στὴν σύναξη, ἀλλὰ γιατί ἡ παρουσία Της δὲν ταιριάζει σὲ ὅ,τι ἡ Ἐκκλησία θέλει νὰ μᾶς ἀποκαλύψει διὰ τῆς εἰκόνος καὶ τῆς Λειτουργίας τῆς Πεντηκοστῆς.
Μέσα στὴν σειρὰ τῶν μεγάλων ἑορτῶν ἡ Πεντηκοστὴ ἔχει μία ἰδιαίτερη σημασία, γιατί πανηγυρίζει τὴν ἀρχὴ τῆς οἰκονομίας τοῦ Τρίτου Προσώπου, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στὴν Ἀνάληψη ὁλοκληρώθηκαν τὰ σωματικὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ, «τὰ σωματικὰ τοῦ Χριστοῦ πέρας ἔχει, μᾶλλον δὲ τὰ τῆς σωματικῆς ἐνδημίας»(93). Τί ἀναφέρεται στὸν Χριστό; ρωτάει. «Ἡ Παρθένος, ἡ γέννηση, ἡ φάτνη...» δηλαδὴ ὅ,τι συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν Μητέρα Του, πρόσωπο ποὺ πραγμάτωσε τὴν Σάρκωση μεταδίδοντας στὸν Χριστὸ τὸν χαρακτήρα τῆς ἀνθρώπινης φύσης μας. Μὲ τὴν Πεντηκοστὴ «ἀρχίζουν τὰ ἔργα τοῦ Πνεύματος» συνεχίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός, ἡ ἐπίγεια ὁδὸς τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὴν πληρότητα τῆς ζωῆς της, μέσα στὴν Χάρη.
Ἡ Πεντηκοστὴ εἶναι πάνω ἀπ᾿ ὅλα πνευματικὴ γέννηση τοῦ ἀνθρώπου ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. «Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος Θεός». Κατὰ τὴν ἐνανθρώπηση ὁ Θεὸς γεννᾶται μέσα στὴν σάρκα, γίνεται ἄνθρωπος. Ἀπὸ τὴν Πεντηκοστὴ κι ὕστερα ὁ ἄνθρωπος διὰ τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μπορεῖ νὰ θεωθεῖ. Διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «ὁ Θεὸς Λόγος τοῦ Πατρὸς ἐμβαίνει καὶ εἰς ἡμᾶς», λέει ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, «καθὼς καὶ εἰς τὴν κοιλίαν τῆς Ἀειπαρθένου, τὸν ὁποῖον τὸν δεχόμεθα διδασκόμενοι τὴν εὐσέβειαν καὶ εὑρίσκεται μέσα εἰς ἡμᾶς, ὡσὰν σπόρος... καὶ ἡμεῖς συλλαμβάνομεν αὐτὸν ὄχι σωματικῶς, καθὼς συνέλαβεν αὐτὸν ἡ Παρθένος καὶ Θεοτόκος Μαρία, ἀλλὰ πνευματικῶς μέν, οὐσιωδῶς δέ»(94). Μιλώντας στὴν συνέχεια γιὰ τὴν πνευματικὴ γέννηση τοῦ ἀνθρώπου ὁ ἅγιος Συμεὼν ὑπογραμμίζει τὴν διαφορὰ ἀπὸ τὴν ἐν σαρκὶ γέννηση τοῦ Χριστοῦ: «Ὅτι ἄλλη εἶναι ἡ ἔνσαρκος γέννησις τοῦ Θεοῦ Λόγου ὁποὺ ἔγινεν ἀπὸ τὴν Θεοτόκον καὶ ἄλλη ἐκείνη ὅπου γίνεται πνευματικῶς ἀπὸ ἡμᾶς. Διατὶ ἡ σαρκικὴ γέννησις, ὅπου ἐγέννησε τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ ὅπου ἐσαρκώθη, ἐγέννησε τὸ μυστήριον τῆς ἀναπλάσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, καὶ τὴν σωτηρίαν ὅλου τοῦ κόσμου, ὅπου εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν καὶ Θεὸς Ἰησοῦς Χριστός, ὅπου ἕνωσε μὲ τὸν ἑαυτόν του τὰ χωρισμένα, ἤγουν τὸν Θεὸν καὶ τὸν ἄνθρωπον, καὶ ἐβάστασε τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου. Αὐτὴ δὲ ἡ πνευματικὴ γέννησις ὅπου γεννᾶ πάντοτε μὲ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὸν Λόγον τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ εἰς τὰς καρδίας μας, τελειώνει τὸ μυστήριον τῆς ἀνακαινουργώσεως τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν καὶ κάμνει τὴν κοινωνίαν καὶ ἕνωσιν ἡμῶν μὲ τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸν»(95). Ἡ κατὰ χάριν «μητρότης» εἶναι ἑπομένως ἕνα καθῆκον προορισμένο γιὰ κάθε ἄνθρωπο. Μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ πλαίσια ἡ Θεοτόκος εἶναι ἕνα ἀνθρώπινο ὃν μοναδικὸ καὶ ξεχωριστό. Κατὰ τὴν Πεντηκοστὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δίδεται σ᾿ Ἐκείνην, στὸ Πρόσωπό Της, γιὰ νὰ καταστεῖ τὸ μέσον τῆς θεώσεως Της· ὁ δρόμος ὅμως τῆς ἕνωσής Της μὲ τὸν Χριστὸ εἶναι δρόμος μοναδικός, γιατί, θὰ πεῖ ὁ ἅγιος Συμεών, «ὅτι ἀνίσως ἐκείνη τὸν ἐγέννησε σωματικῶς, ὅμως βεβαιότατα τὸν εἶχεν ὅλον καὶ πνευματικῶς μέσα της, καὶ τὸν ἔχει καὶ τώρα καὶ πάντοτε ὁμοίως ἀχώριστον»(96). Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ κανένα ἄλλο ἀνθρώπινο πλάσμα δὲν μπορεῖ νὰ τοποθετηθεῖ στὴν ἴδια θέση, ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ ἁγιότητά του, ἀκόμα καὶ ἡ ἀποστολική του ἁγιότητα. Ἑπομένως ἡ εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι μία εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὰ μυστήρια της, τὴν διδασκαλία της, τοὺς θεσμούς της, τὴν ἁγιότητά της, δηλαδὴ τὶς δομὲς ποὺ ἡ Ἐκκλησία μᾶς προτείνει.
Ἡ Ἐκκλησία θεμελιώθηκε στὴν διπλὴ ἔλευση τοῦ Λόγου καὶ τοῦ Πνεύματος μέσα στὸν κόσμο. Ὅπως γνωρίζουμε, ἡ οἰκονομία τοῦ Δευτέρου Προσώπου τοῦ Θεοῦ, καθὼς καὶ τοῦ Τρίτου Προσώπου, ἔχει καθεμιὰ τὸν δικό της χαρακτήρα καὶ νόημα. Εἶναι ἀδιαίρετες μεταξύ τους καὶ γι᾿ αὐτὸ στὸν κανόνα τοῦ ὄρθρου τὴν Δευτέρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπαναλαμβάνουμε τὸν εἱρμὸ τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ. Πράγματι στὸ φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μᾶς ἀποκαλύπτεται ἡ Θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ Γέννησή Του ὡς γέννηση τοῦ Θεανθρώπου(97). Οἱ δυὸ αὐτὲς οἰκονομίες δὲν μποροῦν, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, νὰ ἀναμειχθοῦν. Τὰ λόγια τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Συμεῶνος τοῦ Νέου Θεολόγου δείχνουν ξεκάθαρα ὅτι ἡ Ἐκκλησία χαράζει ἀνάμεσά τους ἕνα ὅριο ἀρκετὰ καθαρό. Μήπως δὲν εἶναι γι᾿ αὐτὸ ποὺ στὴν Πεντηκοστὴ ἐξαιρεῖται ἀπὸ τὴν εἰκόνα ὁ χαρακτήρας τῆς ἐν σαρκὶ οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ ἡ Παρθένος, καὶ δὲν παρουσιάζεται ἀνάμεσα στὰ πρόσωπα ποὺ ἔλαβαν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα; Ἡ Θεοτόκος δὲν συνδέθηκε μὲ τὴν οἰκονομία τοῦ Τρίτου Προσώπου τοῦ Θεοῦ, μὲ τὰ «ἔργα τοῦ Πνεύματος», τὸ ἴδιο ἄμεσα, ὅπως ἔγινε μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Κατὰ τὴν οἰκονομία τῆς σωτηρίας μας ὁ κυρίαρχος ρόλος Της, δηλαδὴ ὡς συμμετεχούσης στὴν ἀπολύτρωση, εἶναι πέραν τῆς Πεντηκοστῆς. Ὅσον ἀφορᾶ στὴν οἰκονομία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ πλήρης ἁγιασμὸς τῆς Παρθένου ἀποτελεῖ ἕναν ἀπὸ τοὺς σκοπούς του, ἀναμφίβολα τὸν πρῶτο, ὡστόσο ἡ Παναγία δὲν ἀποτελεῖ ἕνα μέσον τῆς σωτηρίας μας, ὅπως συνέβαινε κατὰ τὴν οἰκονομία τοῦ Λόγου. Δεχόμενη ἡ Θεοτόκος τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι, δὲν τὸ μεταδίδει σὲ κανέναν, γιατί ἀποτελεῖ τὴν προσωπικὴ δωρεὰ τῆς θέωσής της(98). Ἡ παρουσία της μέσα στὴν εἰκόνα παριστᾶ μία εἰδικὴ περίπτωση προσωπικῆς θέωσης. Καμμία εἰκόνα, ὅμως, λειτουργικὴ δὲν μπορεῖ νὰ περιορίζεται σὲ μία εἰδικὴ περίπτωση. Γι᾿ αὐτὸ μόνο οἱ ἀπόστολοι εἰκονίζονται, καὶ δὲν πρόκειται στὸ σημεῖο αὐτὸ περὶ ἑνὸς ἀριθμητικοῦ συμβολισμοῦ· ἐπειδὴ οἱ ἀπόστολοι δὲν εἶναι μόνο ἄνθρωποι ποὺ ἔλαβαν τὴν θέωση ἀλλὰ καὶ συνεχιστὲς τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Πεντηκοστῆς, εἶναι ἀπαραίτητη μόνο ἡ δική τους παρουσία, γιατί εἶναι οἱ μόνοι ποὺ τελειοποιοῦν ὅσα καθιέρωσε ὁ Χριστός, καὶ μποροῦν νὰ μεταδώσουν τὴν ἐξουσία τους καὶ σ᾿ ἄλλους. Μέσῳ ἐκείνων ἐξασφαλίζεται ἡ συνεχὴς ἔκχυση τῆς χάρης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἀρδεύει τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν εἶναι ἑπομένως ἐπὶ τῆς Θεοτόκου, ἀλλὰ ἐπὶ τῶν ἀποστόλων θεμελιωμένη ἡ ἐπίγεια Ἐκκλησία· τὰ μυστήρια καὶ τὴν διδασκαλία δὲν τὰ λαμβάνει ἀπὸ τὴν Παναγία ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους· γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ Πιστεύω χαρακτηρίζει τὴν Ἐκκλησία ὡς «ἀποστολική» κι ὄχι «θεομητορική».
Ἡ παρουσία τῆς Θεοτόκου ἀπαλείφει τὰ ὅρια ἀνάμεσα στὴν οἰκονομία τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος. Συγχέει ὅ,τι χαρακτηρίζει τὸ μυστήριο «τῆς ἀναπλάσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους» μὲ τὸ μυστήριο τῆς «ἀνακαινίσεως τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν διὰ τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»· συγχέει δηλαδὴ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴν φύση μὲ ὅ,τι ἀναφέρεται στὰ πρόσωπα(99). Ἡ Πεντηκοστὴ γίνεται μ᾿ ἄλλα λόγια μία ἁπλὴ συνέχεια τῆς σάρκωσης. Ἡ Θεοτόκος παίρνει τὴν κεντρικὴ θέση σὲ μία τριαδικὴ εἰκόνα. Βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ μιὰ ἀντινομία: ἡ εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι μία καθαρὰ τριαδικὴ εἰκόνα καὶ κατ᾿ αὐτὴν τὴν ἔννοια ξεπερνᾶ τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Ἡ παρουσία Της καλύπτει τὸ οὐσιαστικὸ στοιχεῖο τῆς εἰκόνας - τὴν Ἁγία Τριάδα. Ὅσο βαθιὰ καὶ ἂν εἶναι ἡ προσκύνηση τῆς Θεοτόκου μέσα στὴν Ὀρθοδοξία δὲν μπορεῖ νὰ ἐπικαλύψει τὴν προσκύνηση τῶν Τριῶν Προσώπων τοῦ Θεοῦ. Ἡ εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς, ὅπως εἴδαμε, εἶναι καὶ εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας· μᾶς δίνει τοὺς κανόνες τῆς θέωσης τοῦ ἀνθρώπου. Ὑπ᾿ αὐτὴ τὴν ἔννοια εἶναι ὑποδεέστερη τῆς εἰκόνας τῆς Θεοτόκου γιατί ἡ Θεοτόκος ξεπερνᾶ κάθε κανόνα καὶ ἡ παρουσία της ἐδῶ θὰ ἐλαχιστοποιοῦσε τὴν μοναδική της ἀξία. Θέλοντας νὰ τιμήσουμε τὴν Παναγία θὰ καταλήγαμε στὸ ἀντίθετο ἀποτέλεσμα.
Ἡ εἰκόνα τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς ἀποστόλους εἶναι ἡ μόνη εἰκόνα, τὸ ἐπαναλαμβάνουμε, ποὺ ἀναπαριστᾶ ἄμεσα τὴν οἰκονομία τοῦ Τρίτου Προσώπου. Γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο μᾶς δείχνει ὅ,τι χαρακτηρίζει αὐτὴ τὴν οἰκονομία, τὴν συνεχῆ Πεντηκοστὴ μέσα στὴν Ἐκκλησία, διαστέλλοντάς την στὸ ἔπακρο ἀπὸ τὸ ἱστορικὸ γεγονός, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς. Διὰ τοῦ ἱστορικοῦ γεγονότος καὶ ἀποδεσμευόμενη ἀπὸ τὶς ἰδιαιτερότητές του, ἡ εἰκόνα ἐκφράζει τὰ οὐσιαστικὰ στοιχεῖα τῆς ἀποκάλυψης ποὺ δέχθηκε ὁ κόσμος κατὰ τὴν Πεντηκοστή: δηλαδή, τὴν ἀποκάλυψη τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ τὴν κατ᾿ εἰκόνα Της μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, μιὰ ζωὴ ποὺ ἐμφορεῖται καὶ καθοδηγεῖται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
60. Θυμίζουμε ὅτι πολλὰ λειτουργικὰ κείμενα τῆς Πεντηκοστῆς γράφτηκαν τὸν Η´ αἰῶνα ἀπὸ τὸν μεγάλο θεολόγο ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, ὑπερασπιστὴ τῶν εἰκόνων καὶ ἔχοντα ἰδιαίτερο λόγο προσκύνησης τῆς Θεοτόκου.
61.«Περὶ ἐνσαρκώσεως καὶ κατὰ ἀρειανῶν» 8, Ἑλ. Πατρ. 26, 996C, ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Lossky, «Ἡ μυστικὴ θεολογία»... στὸ ἴδιο, ἑλλ. μετάφρ., σελ. 211.
62. Λόγος 38, §1, «Ἒργα», Μόσχα 1892, σελ. 317 (ρωσικά).
63. Τροπάριο τῆς Ζ´ ᾠδῆς, τοῦ κανόνα τῆς Πεντηκοστῆς. Βλέπε ἐπίσης στὶς εὐχὲς τῆς γονυκλισίας τὴν ἴδια ἡμέρα.
64. Λόγος 45 §9, «Ἔργα», στὸ ἴδιο, σελ. 396 (ρωσικά).
65. «Ἔργα» τόμ. 6, σελ. 83. Ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν πρωτοπρεσβύτερο Κ. Κωνσταντινώφ: «Ἡ ἡμέρα τῆς Ἁγίας Τριάδος» Ἐφημ. τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας, Νο 7, 1958, σελ. 56 (ρωσικά). Πρβλ. Ελ. Πατρ. 32, 332 C.
66. Ὁ μυστηριώδης ἀριθμὸς 12 διατρέχει γενικὰ τόσο τὴν Παλαιὰ ὅσο καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς Ἀποκαλύψεως. Κατὰ τὸ ὅραμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τὸ τεῖχος τῆς οὐράνιας Ἱερουσαλὴμ ἔχει δώδεκα θεμελίους «καὶ ἐπ᾿ αὐτῶν δώδεκα ὀνόματα τῶν δώδεκα ἀποστόλων τοῦ ἀρνίου» (Πράξ. ΚΑ´ 14).
67. Στιχηρὸ τοῦ Μ. Ἑσπερινοῦ.
68. Τὸ κείμενο τῶν Πράξεων, κεφ. Β´ 14, ποὺ σημειώνει τὸν ἀριθμὸ τῶν ἀποστόλων («Σταθεὶς δὲ Πέτρος σὺν τοῖς ἕνδεκα...») δὲν συμπεριελήφθη στὰ ἀναγνώσματα τῆς ἑορτῆς, ὅπως κι ἐκεῖνο ποὺ μιλᾶ γιὰ τὴν Θεοτόκο.
69. Μία ἀνάλογη κατάσταση βλέπουμε στὴν ἑορτὴ τῆς «Συνάξεως τῶν Δώδεκα ἀποστόλων» 30 Ἰουνίου, ὅπου ἐπίσης ὁ ἅγιος Ματθίας ἀντικαθίσταται στὸν κύκλο τῶν δώδεκα ἀποστόλων ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη οἱ δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραὴλ ἀντιστοιχοῦν στὸν ἀριθμὸ τῶν υἱῶν τοῦ Ἰακώβ. Δυὸ ὅμως, ἀνάμεσά τους, (ὁ Λεβὶ καὶ ὁ Ἰωσήφ) ἐξαιροῦνται· ὁ ἀριθμὸς δώδεκα συμπληρώνεται ἀπὸ τοὺς υἱοὺς τοῦ Ἰωσήφ, τὸν Μανασσῆ καὶ Ἐφραὶμ (Ἀριθμ. Α´ 6-15 καὶ 47, Γεν. ΜΗ´ 5).
70. Θυμίζουμε ὅτι τὸ τροπάριο καὶ τὸ Κοντάκιο τῆς Πεντηκοστῆς ψάλλονται κατὰ τὴν χειροτονία τοῦ νέου ἐπισκόπου.
71. Ἡ θέση στὴν κεφαλὴ τοῦ ἀποστολικοῦ κύκλου μπορεῖ νὰ ἑρμηνευθεῖ ὡς θέση τῆς κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας ἀόρατης μετὰ τὴν ἀνάληψή Της. Μερικὰ κείμενα τῆς ἑορτῆς ἐπιτρέπουν μία παρόμοια ἑρμηνεία, ἰδιαίτερα τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Δευτέρας μετὰ τὴν Πεντηκοστή. Μιλώντας αὐτὸ γιὰ τὶς διάφορες πλευρὲς τοῦ ἀποστολικοῦ λειτουργήματος καταλήγει μὲ τὰ ἑπόμενα λόγια τοῦ Χριστοῦ: «οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. ΙΗ´ 20).
72. Ἰδιόμελο τοῦ Στίχου, Δόξα καὶ νῦν.
73. Vladimir Lossky, Theologie mystique, στὸ ἴδιο, σελ. 187.
74. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, οἱ ἀρχαῖες παραστάσεις τῶν Συνόδων σχηματίζονται πάνω στὸ πρότυπο τῆς Πεντηκοστῆς. Εἶναι ὁ πιὸ κατάλληλος τρόπος ἀναπαράστασης μιᾶς Συνόδου, γιατί ἀντιστοιχεῖ πλήρως στὰ ἀποστολικὰ λόγια: «ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν» (Πράξ. ΙΕ´ 28). Τέτοιες παραστάσεις εἶναι: τῆς δευτέρας Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Κώδ. τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ, στὸ ἴδιο) καὶ τοῦ Μηνολογίου τοῦ Βασιλείου Β´ τοῦ Θ´ - ΙΑ´ αἰῶνα (βλέπε Ch. Diehl, Manuel, L᾿ art byzantin, t. 2, σελ. 635, εἰκ. 308).
75. Ἑλλ. Πατρ. 36, 445 Α-Β.
76. 2ο τροπάριο τῆς Θ´ ᾠδῆς τῆς Παρασκευῆς μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ (ρωσικὸ Πεντηκοστάριο).
77. Στιχηρὸ ἰδιόμελο τοῦ Μ. Ἑσπερινοῦ.
78. Συμεῶνος τοῦ Νέου Θεολόγου, Εὑρισκόμενα, Λόγος Δέκατος πρῶτος, ἐκδ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1977, σελ. 70.
79. Στὶς εἰκόνες τῆς Μελλούσης Κρίσεως οἱ δώδεκα εἰκονίζονται εἰς τὴν κεφαλὴ ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσο γιὰ τὴν Θεοτόκο βρίσκεται στὰ δεξιὰ τοῦ Κυρίου, ὡς προστάτις, μαζὶ μὲ τὸν Πρόδρομο, καὶ μεσίτρια τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, γιὰ ὅλη τὴν Ἐκκλησία, ἐπίγεια καὶ οὐράνια.
80.Vladimir Lossky, Τὸ Πρόσωπο καὶ ἡ σκέψη τῆς Αὐτοῦ Παναγιότητος Πατριάρχου Σεργίου, στὸ «Πατριάρχης Σέργιος καὶ ἡ πνευματικὴ κληρονομιά του», Μόσχα 1947, σελ. 268, ρωσικά.
81. Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Μυσταγωγία, Ἑλλ. Πατρ. 61, 685.
82. Κάθισμα τοῦ Ὄρθρου τῆς Πεντηκοστῆς.
83. Στιχηρὸ τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Τετάρτης μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ (ρωσικὸ Πεντηκοστάριο).
84. Μπορεῖ βέβαια νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι ἐδῶ καταργεῖται ὁ 82ος κανόνας τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Κατὰ τὸν κανόνα ἀπαγορεύεται ἡ ἀντικατάσταση τῆς ἄμεσης ἀπεικόνισης ἀπὸ ἕνα σύμβολο καὶ κυρίως τῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν ἀμνό· γενικὰ ἀπαγορεύεται ἡ συμβολικὴ ἀπεικόνιση τῶν ἱστορικῶν προσώπων. Ἀλλὰ ἐδῶ δὲν ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἱστορικὸ πρόσωπο ἀλλὰ μὲ μία πραγματικότητα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ διαφορετικά, παρὰ μὲ ἀλληγορία. Ἔχουμε κι ἄλλα παραδείγματα ὅπως τὴν ἀπεικόνιση τῆς θάλασσας καὶ τοῦ ποταμοῦ Ἰορδάνη στὴν εἰκόνα τῆς Βαπτίσεως τοῦ Χριστοῦ κ.λπ.
85. Ἡ παράσταση τῆς Πεντηκοστῆς του Τισιανοῦ στὸν ναὸ Santa Maria della Salute, στὴν Βενετία, ἢ ἐκείνη τοῦ Γκρέκο στὴν Μαδρίτη ἀπεικονίζουν τὴν πρώτη ἐκδοχή· ἡ νωπογραφία τοῦ Andrea da Firenze στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Sainte-Croix στὴν Φλωρεντία δείχνει τὸ ἀποστολικὸ κήρυγμα.
86. L᾿ iconographie de l᾿ art chretien, στὸ ἴδιο, σελ. 594.
87. Ἀπολογισμὸς τῆς συνελεύσεως τοῦ Συλλόγου «Εἰκόνα» τῆς 9ης Ὀκτωβρίου 1957, παραγρ.7.
88. Ὅπως εἴπαμε στὸ πρῶτο μέρος, ἀντίθετα πρὸς τὶς ὀρθόδοξες εἰκόνες τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ Παρθένος στὶς ρωμαιοκαθολικὲς παραστάσεις τοῦ Μεσαίωνα εἶναι πάντα παροῦσα. Ἕνα ρωμαϊκὸ προσευχητάρι (Missel) (Καθημερινὸ καὶ ἑσπερινὸ Missel, Dom Gaspar Lefevre, ed. Abbaye Saint Andre a Zevenkerken. Lophem-les-Bruges, 1924, σελ. 979) μᾶς δίνει τὴν ἀκόλουθη ἐξήγηση τῆς παρουσίας Της: «Εἶναι ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ πνεῦμα, ποὺ θὰ φτάσει διὰ τῶν αἰώνων ἡ θαυμαστὴ δύναμη τῆς ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ καὶ τῆς ΜΥΣΤΙΚΗΣ θεωρίας προσωποποιημένη στὴν Σύναξη ἀπὸ τὸν Πέτρο καὶ τὴν Μαρία. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ θὰ ἐμπνεύσει τοὺς τρεῖς συγγραφεῖς βεβαιώνει στὸν Πάπα καὶ τοὺς συγκεντρωμένους γύρω του Ἐπισκόπους τὸ ἀλάθητο τῆς διδασκαλίας ἐπιτρέποντας ἔτσι στὴν διδάσκουσα Ἐκκλησία νὰ συνεχίσει τὴν ἀποστολὴ τοῦ Ἰησοῦ... Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀναδεικνύει ἐπίσης πιστὲς ψυχές, ἐκτὸς τῆς ἱεραρχίας, ὅπως τῆς Παρθένου Μαρίας, ποὺ συναινοῦν εὐπειθῶς στὴν καθαγιαστική του ἐνέργεια. Κι αὐτὴ ἡ ἁγιότητα, ποὺ εἶναι ὁ θρίαμβος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μέσα στὶς καρδιές, ἀποδίδεται ἀκριβῶς στὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος ποὺ εἶναι ἡ προσωπικὴ ἀγάπη τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ». Ἔτσι ὁ ἀπόστολος Πέτρος προσωποποιεῖ τὴν ἱεραρχία, τὸ ἀλάθητο τῆς διδασκαλίας, τὴν διδάσκουσα Ἐκκλησία καὶ κατ᾿ ἐπέκταση τὴν πρώτη θέση στὴν κεφαλὴ τοῦ ἀποστολικοῦ κύκλου. Ἡ Παρθένος προσωποποιεῖ τὴν ἁγιότητα ἐκτὸς τῆς ἱεραρχίας, τὴν ὑποταγὴ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀπὸ ὀρθόδοξη ἄποψη δὲν γίνεται παραδεκτὴ οὔτε ἡ διάκριση μεταξὺ δογματικῆς καὶ μυστικῆς πλευρᾶς στὴν πνευματικὴ ζωὴ (βάσει αὐτοῦ τοῦ διαχωρισμοῦ δὲν θὰ καταλήγαμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἐστερεῖτο μυστικῆς ζωῆς;), οὔτε καὶ ἡ σύλληψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς «προσωπικῆς ἀγάπης τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ». Ἡ ἀνάλυση αὐτοῦ τοῦ ζητήματος ξεφεύγει ἀπὸ τὴν ἔρευνα τοῦ θέματός μας. Ἀκόμα κι ἀπὸ καθολικὴ ἄποψη εἶναι παράξενο ὅτι ἡ Θεοτόκος προσωποποιεῖ τὴν κοινὴ ἁγιότητα τῶν πιστῶν, δηλαδὴ ἀκριβῶς ὅ,τι τὴν διακρίνει ἐξαιτίας τῆς «ἀμώμου συλλήψεώς της». Ἡ ἑνότητά τους πάλι ἱστορημένη δι᾿ ἑνὸς προσώπου μόνο δὲν ἀντιστοιχεῖ στὸ οὐσιαστικὸ θέμα τῆς ἑορτῆς. Στὴν Πεντηκοστὴ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι παρὰ μία ΠΛΕΙΟ-ΕΝΟΤΗΤΑ κατ᾿ εἰκόνα τῆς τριενότητας τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀντικατάστασή της μὲ μιὰ ἑνότητα ἄλλης τάξης θὰ σήμαινε τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἴδιου τοῦ νοήματος τῆς ἑορτῆς.
89. «Ὁ σταυρὸς τῆς Θεοτόκου» στὸ Θεολογικὴ Σκέψη, Παρίσι 1942, σελ. 10, ρωσικά.
90. Ἡ παράσταση αὐτὴ εἰκονογραφημένη ἀπὸ ἕνα μαθητὴ τοῦ πρωτοπρεσβύτερου Σέργιου Μπουλγκάκωφ εἰκονίζει θαυμάσια τὸν παραπάνω συλλογισμό. Ἀφοῦ ἡ Θεοτόκος ἔλαβε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γιὰ ὅλη τὴν κτίση, τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο χάνει τὴν κεφαλαιώδη σημασία του. Ὁ ἄνθρωπος χάνει τὴν ἀνθρώπινη ὑπόστασή του καὶ μένει ἕνας φωτοστέφανος. Ἡ ζωντανὴ ποικιλία στάσεων καὶ κινήσεων παραχωρεῖ τὴν θέση της σὲ μιὰ σχηματικὴ μονοτονία.
91. Πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ἐνῶ ὁ π. Σ. Μπουλγκάκωφ χρησιμοποιεῖ συχνὰ τὴν εἰκονογραφία γιὰ νὰ βεβαιώσει τὶς προσωπικές του θεολογικὲς σκέψεις ὁ ἐπίσκοπος Κασσιανὸς καὶ ὁ M. Spassky ἀναφέρονται ἁπλῶς στὶς εἰκόνες, χωρὶς νὰ θέτουν ζήτημα μέχρι ποιὸ σημεῖο ἐκφράζουν πιστὰ τὴν διδασκαλία τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
92. Γιὰ νὰ ἐξηγήσει τὴν παρουσία τῆς Θεοτόκου στὴν εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς, ἡ ἑπόμενη ἐκτίμηση ὑπῆρξε ἀνάμεσα στ᾿ ἄλλα πολὺ προχωρημένη: «Ἡ εἰκόνα τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος χωρὶς τὴν Παρθένο εἶναι μία εἰκόνα δογματική, ἐνῶ ἡ παρουσία Της τὴν καθιστᾶ μὴ δογματική». Τί θέλει νὰ πεῖ ἐδῶ δὲν εἶναι σαφές. Εἰκόνες μὴ δογματικὲς δὲν ὑπάρχουν καὶ κυρίως εἰκόνες τῶν ἑορτῶν. Πῶς θὰ μπορούσαμε νὰ φανταστοῦμε μία εἰκόνα τοῦ δωδεκαόρτου μὴ δογματική; Ἐξάλλου, πῶς θὰ μποροῦσε ἡ παρουσία τῆς Θεοτόκου νὰ στερήσει ποτὲ τὴν εἰκόνα ἀπὸ τὸ δογματικό της περιεχόμενο;
93. Ἑλλ. Πατρ. 36, 436 A-C.
94. Λόγος Τεσσαρακοστὸς Πέμπτος, στὸ ἴδιο, σελ. 221.
95. Στὸ ἴδιο, σελ. 222.
96. Στὸ ἴδιο, σελ. 223.
97. Ἀναρωτιέται κανεὶς μήπως πρόκειται γι᾿ αὐτὴν τὴν διπλὴ ἔλευση-θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ συμβολίζεται ἀπὸ τὶς δυὸ κεντρικὲς ἀκτίνες σὲ μερικὲς εἰκόνες πάνω ἀπὸ τὴν ἄδεια θέση στὴν κορυφὴ τῶν ἀποστόλων.
98. Δὲν μιλᾶμε ἐδῶ γιὰ τὴν μετάδοση τῆς χάρης μέσα ἀπὸ ὑπαρξιακὲς σχέσεις μεταξὺ ἁγίων καὶ πιστῶν τῆς μυστικῆς παράδοσης· εἶναι ἕνας τομέας ποὺ δὲν ἀφορᾶ τὸ θέμα μας.
99. Αὐτὴ ἡ σύγχυση εἶναι τὸ θέμα συζητήσεως δυὸ μεγάλων θεολόγων τῆς ἐποχῆς μας, τοῦ πατριάρχη Σεργίου τῆς Μόσχας καὶ τοῦ Β. Λόσσκυ.