Ἰωάννης Ἐλ. Σιδηρᾶς, Θεολόγος - Ἐκκλησιαστικὸς Ἱστορικός - Νομικός
Ἡ Περιώνυμος Δεσποτικὴ ἑορτὴ τῆς ἐνδόξου Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ ἰδιαίτερη ἁγιοπνευματικῆ καὶ μεταμορφωτικὴ εὐκαιρία καὶ ἐμπειρία γιὰ τοὺς «εἰς Χριστὸν πιστεύοντας» μέσα στὸν ἑορτολογικὸ καὶ λατρευτικὸ ἀμπελώνα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ πανευφρόσυνη αὐτὴ ἑορτὴ ἔχει βαθύτατο σωτηρολογικό, ὀντολογικό, δηλαδὴ ὑπαρξιακό, καὶ ἐσχατολογικὸ περιεχόμενο γιὰ τὴ σύνολη ὕπαρξη τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ παράλληλα εἶναι ἄρρηκτα συνυφασμένη μὲ τὴν περὶ τοῦ ἀκτίστου φωτὸς καὶ τῆς ἀκτίστου χάριτος διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν θεσπεσίων θεοφόρων Πατέρων καὶ θεολόγων αὐτῆς, ὅπως εἶναι ὁ κατεξοχὴν θεοκίνητος θεολόγος, ἑρμηνευτής, συγγραφεὺς καὶ κυρίως θεμελιωτὴς καὶ ἐκφραστὴς τῆς τοῦ Θαβωρίου ἀκτίστου φωτὸς διδασκαλίας Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, τὸν ὁποῖο προσφυέστατα ὁ ἀοίδιμος μεγάλος πανεπιστημιακὸς διδάσκαλος τῆς ὀρθοδόξου πατρολογίας Παναγιώτης Χρήσου ἐχαρακτήρισε ὡς τὸν «κήρυκα τῆς χάριτος καὶ τοῦ φωτός».
Τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς τῆς ἐνδόξου Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου περιγράφεται ἀπὸ τοὺς τρεῖς «συνοπτικοὺς» Εὐαγγελιστὲς (Ματθαῖο, Μάρκο καὶ Λουκᾶ) καὶ σύμφωνα μὲ τὶς ἁγιογραφικὲς ἀναφορὲς τοποθετεῖται κατὰ τὸ τριακοστὸ τρίτο καὶ τελευταῖο ἔτος τοῦ ἐπὶ γῆς βίου τοῦ Κυρίου καὶ στὸ πλαίσιο μιᾶς περιοδείας του στὰ μέρη τῆς Καισαρείας Φιλίππου, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁποίας ὁ ἴδιος ἄρχισε νὰ προετοιμάζει πιὸ ἄμεσα τοὺς μαθητές του γιὰ τὸ ἐπικείμενο πάθος του, προκειμένου νὰ τοὺς ἐπιστηρίξει πνευματικὰ καὶ νὰ τοὺς θωρακίσει.
Λίγες μέρες πρὸ τοῦ σταυρικοῦ πάθους του ὁ Κύριος μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του, Πέτρο, Ἰάκωβο καὶ Ἰωάννη ἀνέρχεται στὸ Θαβώριο ὄρος ὅπου «μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς... ἰδοὺ νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς, καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· οὗτος ἐστὶν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε...» (Ματθ. ιζ´ 1-9). Αὐτὴ ἡ ἐπέκεινα τῆς φθαρτῆς καὶ πεπερασμένης φυσικῆς νομοτέλειας ὑπερβατικὴ μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ἐκφράζεται καὶ στὴν συναφὴ θεόπνευστη ὑμνολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, στὴν ὁποία ὁ Κύριος ἔδειξε «τοῖς μαθηταῖς τὴν δόξαν καθὼς ἠδύναντο». Εὔστοχα ὁ πανεπιστημιακὸς διδάσκαλος πρωτοπρεσβύτερος π. Δημήτριος Τζέρπος γράφει: «Τὰ κυριώτερα δὲ θέματα γύρω ἀπὸ τὰ ὁποῖα περιστρέφονται οἱ ὕμνοι τῆς ἑορτῆς εἶναι τὰ ἑξῆς: α) ἡ ἀποκάλυψη τοῦ μυστηρίου τῆς ἁγίας Τριάδος, ὅπως αὐτὴ περιγράφεται ἰδιαίτερα στὸ ἐξαποστειλάριο τῆς ἑορτῆς: «Φῶς ἀναλλοίωτον Λόγε, φωτὸς Πατρὸς ἀγεννήτου ἐν τῷ φανέντι φωτί σου σήμερον ἐν Θαβωρίῳ, φῶς εἴδομεν τὸν Πατέρα, φῶς καὶ τὸ Πνεῦμα, φωταγωγοῦν πάσαν κτίσιν», β) ἡ ἑνότητα τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως στὴν Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη, ἀφοῦ ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ ἐμφανίζεται προτυπούμενη στὶς Θεοφάνειες τοῦ ὄρους Σινᾶ καὶ Χωρήβ, γ) ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου ὡς προετοιμασία τῶν μαθητῶν γιὰ τὸ πάθος «ἵνα θεωρήσαντες τὰ θαυμάσιά» του, «μὴ δειλιάσουσι τὰ παθήματά» του, δ) ἡ μὲ βάση τὴ χριστολογία τῆς Δ´ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῆς Συνόδου διδασκαλία περὶ τῆς διαμέσου «θεολαμπούσης σαρκὸς τοῦ Κυρίου» φανέρωση τῆς θείας φύσεώς του... ε) ἡ ἀποκάλυψη τῆς διαμέσου τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως δημιουργηθείσας νέας ὀντολογικῆς καὶ σωτηριολογικῆς καταστάσεως, ἀφοῦ μὲ τὴ Μεταμόρφωσή του ὁ Χριστὸς ἔδειξε «τὸ ἀρχέτυπον κάλλος τῆς εἰκόνος», τὸ ὁποῖο «θεασάμενοι τῶν ἀποστόλων οἱ πρόκριτοι», «τὴν θείαν ἠλλοιώθησαν ἔκστασιν», καὶ στ) ἡ προεικόνιση τῆς «ἐκ τῶν βροτῶν ἐναλλαγῆς» δηλαδή, τῆς ἀλλαγῆς τὴν ὁποία θὰ ὑποστοῦν τὰ ἀνθρώπινα σώματα κατὰ τὴ δεύτερη ἔνδοξη παρουσία τοῦ Κυρίου».
Ἡ καθιέρωση τῆς μεγίστης αὐτῆς Δεσποτικῆς ἑορτῆς ἄρχισε νὰ καθιερώνεται σταδιακὰ στὴν ἑορτολογικὴ καὶ λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μετὰ τὸν 4ο αἰώνα. Ὁ ἑορτασμὸς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων ἀναφέρεται στὸ Τυπικὸ τοῦ πατριάρχου Ἱεροσολύμων Σωφρονίου (634-638), τὸ ὁποῖο διασώζεται στὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριο τοῦ 5ου-7ου αἰῶνος. Ἀπὸ δὲ τὴν Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων ἡ ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως θὰ πρέπει ἐν συνεχείᾳ νὰ μεταφέρθηκε στοὺς Ἀρμενίους, ἐνῷ στὴ Βυζαντινὴ Ἐκκλησία ἦταν γνωστὴ καὶ καθιερωμένη ἑορτὴ ἤδη ἀπὸ τὸν 8ο αἰώνα. Ὁ ἑορτασμὸς σὲ σταθερὴ ἡμερομηνία στὸ Βυζαντινὸ ἑορτολόγιο μαρτυρεῖται τὸν 10ο αἰώνα, ὅπως τοῦτο καταγράφεται στὸ ἀρχαιότερο χειρόγραφό του Συναξαρίου τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ φ. Ἀγγελᾶτος ἀναφέρει ὅτι ἰδιαίτερη αἴγλη προσεδόθη στὸν ἑορτασμὸ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν ἡσυχαστικῶν ἐρίδων (1341-1431) ἐξαιτίας τῆς περὶ τῶν ἀκτίστων του Θεοῦ ἐνεργειῶν Θεολογίας καὶ τῆς σχέσεώς της πρὸς τὸ θαῦμα τῆς θείας Μεταμορφώσεως. Ἡ λεγόμενη «προέλευσις», δηλαδή, ἡ λιτανεία τῆς 6ης Αὐγούστου μέχρι τὸν 12ο αἰώνα γινόταν στὸ ναὸ τῆς Τοῦ Θεοῦ Σοφίας καὶ μετέπειτα στὴν περικαλλῆ Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Παντοκράτορος.
Πολλοὶ εἰδικοὶ μελετητὲς καὶ λειτουργιολόγοι (Ἰω. Φουντούλης, Γ. Φίλιας, πρωτ. Δημήτριος Τζέρπος κ.α) ἀναφέρουν ὅτι γιὰ τὴν 6η Αὐγούστου ὡς ἡμερομηνίας τελέσεως τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος διατυπώθηκαν διάφορες ἀπόψεις.
Κατὰ τὴν ἐπικρατέστερη, σύμφωνα μὲ τὰ γραφόμενα τοῦ πρωτ. Δημητρίου Τζέρπου, ἡ ἑορτὴ αὐτὴ καθιερώθηκε νὰ ἑορτάζεται σαράντα περίπου ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (14 Σεπτεμβρίου), ὥστε νὰ προτάσσεται καὶ τῆς ἑορτῆς αὐτῆς, ποὺ φέρει γενικά «τὰ ἴσα τῇ Μ. Παρασκευῇ», νηστεία ἀνάλογη πρὸς αὐτὴν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Σύμφωνα μὲ μία δεύτερη θεώρηση, ἡ Ἐκκλησία, τῶν Ἱεροσολύμων προέβη στὸν καθορισμὸ τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως τὴν 6η Αὐγούστου σὲ ἀντικατάσταση τῆς Ἰουδαϊκῆς ἑορτῆς τῆς Σκηνοπηγίας, ἡ ὁποία ἑορταζόταν τὸ θέρος κατὰ τὴ συγκομιδὴ τῶν καρπῶν. Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο ἴσως καὶ σὲ ὁρισμένα συριακὰ-ἰακωβιτικὰ μηνολόγια ἡ 6η Αὐγούστου ἀναγράφεται ὡς ἑορτὴ μὲ τὸ ὄνομα «Ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας» ἢ «Ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας, φανέρωση τῆς δόξας τοῦ Κυρίου μας στὸ ὄρος Θαβώρ». Πιὸ συγκεκριμένα ὁ Γ. Φίλιας σχετίζει τὴν ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως καὶ πρὸς τὴν κατὰ τὴν 17ην τοῦ μηνὸς Tammuz, ἡ ὁποία προσδιορίζεται χρονικὰ μὲ τὸ μέσον τοῦ θέρους, ὁπότε οἱ Ἑβραῖοι ἐτελοῦσαν τὴν ἑορτὴ τῆς Φανερώσεως τῆς δόξας τοῦ Μωϋσέως ὅταν ἐκεῖνος κατέβη «φωτόμορφος» ἀπὸ τὸ ὄρος Σινᾶ.
Ἀπὸ αἰώνων ἔχει καθιερωθεῖ ὑπὸ τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας μικρὰ πενθήμερος νηστεία πρὸ τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως, ἡ ὁποία ἐντάσσεται μέσα στὴν δεκαπενθήμερη νηστεία τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ποὺ οὕτως ἢ ἄλλως προϋπῆρχε τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως. Ἔτσι, οἱ μὲν πέντε πρῶτες ἡμέρες τοῦ Αὐγούστου θεωροῦνται ὡς ἡμέρες νηστείας τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιπες ἡμέρες ὡς νηστεία τῆς ἑορτῆς τῆς Θεοτόκου.
Στὸ δὲ μνημειῶδες ἔργο τῶν Ράλλη Γ. - Ποτλῆ Μ., ὑπὸ τὸν τίτλο: «Σύνταγμα Ἱερῶν Κανόνων», ἀναφέρεται ὅτι γιὰ νὰ διατηρηθεῖ ἡ συνοχὴ τῆς Παλαιᾶς δεκαπενθημέρου νηστείας τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ὁ αὐτοκράτωρ Λέων ὁ Σοφὸς κατήργησε τὴν κρεοφαγία κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως καὶ καθιέρωσε ἡ ἑορτὴ αὐτὴ νὰ τιμᾶται μὲ ἰχθυοφαγία.
Ἄξιο μνείας εἶναι καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Μεταμορφώσεως ἔχει ἀπὸ αἰώνων καθιερωθεῖ τὸ ἔθος τῆς εὐλογίας τῶν σταφυλιῶν καὶ ἡ διανομή τους πρὸς εὐλογία γιὰ τοὺς πιστούς, οἱ ὁποῖοι δὲν γεύονται τῶν καρπῶν αὐτῶν πρὶν ἡ Ἐκκλησία εὐλογήσει «τὰ γεννήματα τῆς ἀμπέλου». Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ σχετικὲς εὐχὲς «ἐπὶ προσφερόντων ἀπαρχάς», ἢ «ἐπὶ προσφερόντων καρποὺς νέους» ἀναγιγνώσκονται ὡς ἔκφραση εὐχαριστίας καὶ εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν παντὸς ἀγαθοῦ δομήτορα Θεὸ «τῷ οἰκονομοῦντι τα πρὸς ζωάρκειαν καὶ θεραπείαν ἡμῶν».
Ἡ θεολογία περὶ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καὶ τοῦ Θαβωρίου φωτὸς εἶναι ἄμεσα συνδεδεμένη μὲ τὴν περὶ ἀκτίστου ἐνεργείας καὶ ἀκτίστου χάριτος τοῦ Θεοῦ διδασκαλία, ὅπως αὐτὴ μοναδικὰ καὶ ὄντως θεόπνευστα διετυπώθη καὶ ἐκηρύχθη ὑπὸ τοῦ θεοφόρου μεγίστου Θεολόγου Πατρὸς Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, στὸ πλαίσιο τῆς βασικῆς ὀντολογικῆς διακρίσεως μεταξύ της ἀκτίστου οὐσίας τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι ἀμέθεκτη καὶ τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας Αὐτοῦ ποὺ εἶναι μεθεκτὴ καὶ ἀποτελεῖ τὴ μεταμορφωτικὴ δύναμη, ἡ ὁποία καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο «φωτοφόρο», «πνευματοφόρο», «θεοφόρο», «φωτομορφο» καὶ «σύμμορφον Χριστῷ» κατὰ τὴν πρὸς «ἐν Χριστῷ τελείωση» καὶ «θέωσή» του.
Ὁ Μεταμορφωμένος ἐν Θαβωρίῳ ὄρει Χριστὸς προβάλλει ἐνώπιον τοῦ ἀνθρώπου «κάλλει ὡραῖος», φωτόμορφος καὶ φωτοφόρος, ὡς μόνη πηγὴ τοῦ ἀκτίστου φωτός, ὡς «αὐτόφως» ἄκτιστο καὶ ἐπέκεινα τῆς φθαρτῆς καὶ πεπερασμένης φυσικῆς νομοτέλειας ὑπάρχον. Ὁ ἐνδόξως καὶ ὑπερβατικῶς μεταμορφωθεὶς Χριστὸς ἀποκαλύπτει τὴν ἄκτιστη ἐνέργειά του ὡς ἔλλαμψη καὶ φωτογονία καὶ φωτοχυσία φωτὸς ὄχι χοϊκοῦ καὶ γήινου καὶ αἰσθητοῦ, ἀλλὰ ὡς ἀλήκτου, ἀνεσπέρου, ὑπεραισθητοῦ, ὑπερουρανίου, ὑπεργηίνου, ἀπροσίτου καὶ ἀκτίστου φωτὸς αὐτόφωτη αὐτοπηγὴ καὶ αὐτοζωή, ποὺ μεταμορφώνει καὶ τὸν χοϊκὸ ἄνθρωπο σὲ «τέκνον φωτός», φωτόμορφο καὶ φωτοφόρο, καθὼς τοῦ παρέχεται ἡ ὀντολογικὴ καὶ ὑπαρξιακὴ δυνατότητα νὰ «κοινωνεῖ καὶ νὰ μετέχει» τοῦ Θείου φωτὸς καὶ τοῦ ἐκ Θεοῦ μεταμορφωτικοῦ φωτισμοῦ. Οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι μεθεκτὲς γιὰ τὸν πεπερασμένο κτιστὸ ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος γενόμενος «κοινωνὸς καὶ μέτοχός» του ἀκτίστου θεϊκοῦ φωτὸς γίνεται ψυχοσωματικῶς «ὅλος φῶς Χριστοῦ», ἐπειδὴ ἀπὸ τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶναι «φῶς ἐκ φωτός, Θεὸς ἀληθινὸς ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ», μεταμορφώνεται «εἰς Χριστὸν» καὶ ὑπερβαίνει ὀντολογικὰ καὶ ὑπαρξιακὰ τὴ φθαρτότητα τῆς κτιστῆς φύσεώς του.
Ἡ Ἐκκλησία στὸ φωτοφόρο πρόσωπο τῆς αὐτοζωῆς καὶ τοῦ αὐτόφωτος ποὺ εἶναι ὁ θεάνθρωπος Χριστὸς ψάλλει ἀδιαλείπτως: «Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν πνεῦμα ἐπουράνιον» καὶ ἀπαύστως ἀνὰ τοὺς αἰῶνες δέεται: «Χριστέ, τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, τὸ φωτίζον καὶ ἁγιάζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον σημειωθήτω ἐφ᾿ ἡμᾶς τὸ φῶς τοῦ προσώπου σου, ἵνα ἐν αὐτῷ ὀψώμεθα φῶς τὸ ἀπρόσιτον».
Ὁ μεταμορφωμένος «ἀκτίστῳ φωτὶ» Χριστὸς διαβεβαιώνει ἀψεύδως: «Ἐγὼ εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ᾿ ἔξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς». Ἡ δὲ διαβεβαίωσή του συνιστᾶ καὶ μόνιμη ἀνοικτὴ πρόσκληση στὸν ἄνθρωπο ποὺ περιδιαβαίνει τὰ «σκοτάδια τῆς ζωῆς» νὰ γνωρίσει τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, νὰ βαπτισθεῖ μέσα στὸ ἄκτιστο φῶς τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ μεταμορφωθεῖ σὲ φῶς Χριστοῦ.
Σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νοερᾶς προσευχῆς ὁ ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ ἀπωλέσει τὶς συνήθεις πνευματικὲς-νοητικὲς λειτουργίες του, ἔρχεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὑφαρπάζεται ἀπὸ ἀφθονία φωτός, ἀπὸ τὸ ἄκτιστο φῶς τῆς θείας δόξας ποὺ ἐκπέμπεται αἰωνίως ἀπὸ τὴν Ἁγία Τριάδα. Τὸ Φῶς τοῦ ὄρους Θαβὼρ ποὺ εἶδαν οἱ μαθητὲς στὴ Μεταμόρφωση, τὸ φῶς ποὺ βλέπουν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες οἱ ἡσυχαστὲς καὶ ἡ ὑπόσταση τῶν ἀγαθῶν της μελλούσης ζωῆς εἶναι τρεῖς φάσεις τοῦ ἴδιου πνευματικοῦ γεγονότος σὲ μία ἄχρονη πραγματικότητα.
Τὸ ἄκτιστο φῶς δὲν εἶναι ἀντικείμενο ποὺ μπορεῖ νὰ καταληφθεῖ αἰσθητῶς. Ὑπερβαίνει καὶ τὴν αἴσθηση καὶ τὴ νόηση. Ἀλλὰ παρ᾿ ὅλα αὐτά, τόσο τὸ σῶμα ὅσο καὶ ἡ ψυχὴ μετέχουν τῆς θέας τοῦ ὑποστάσεως. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀκολουθώντας τὴ διδασκαλία τοῦ Διαδόχου Φωτικῆς, ὅπως γράφει ὁ μεγάλος πατρολόγος Παναγιώτης Χρήστου, διατυπώνει τὴν ἄποψη ὅτι ὁ νοῦς κατὰ τὴν ἀνύψωσή του ἀποκτᾶ νέα πνευματικὴ αἴσθηση, ἡ ὁποία εἶναι τὸ ἴδιο τὸ φῶς. Ὁ νοῦς, ὅταν ὑφαρπάζεται ἀπὸ τὸ φῶς καὶ εἰσέρχεται στὸ φῶς, γίνεται ὁ ἴδιος φῶς. Ἑπομένως στὴν πραγματικότητα τὸ φῶς εἶναι ἐκεῖνο ποὺ βλέπει τὸ φῶς. Ἔτσι, ὁ χοϊκὸς ἄνθρωπος ὑπερβαίνει τὸ στάδιο τῆς «ἐκστάσεως», τῆς ἀφαιρέσεως δηλαδὴ ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια, καὶ φτάνει στὸ στάδιο τῆς ἑνώσεως μὲ τὸν Θεὸ καὶ τῆς θεώσεως. Στὴ νέα αὐτὴ ὀντολογικὴ κατάσταση ὑπάρχει ἀρχὴ καὶ πρόοδος ἀλλ᾿ ὄχι τέλος. Ἡ «ἐν Χριστῷ πρόοδος» εἶναι ἀτελεύτητη καθὼς ὁ μεταμορφωμένος ἄνθρωπος βαίνει «ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν» βιώνοντας τὶς συνεχεῖς «ἀποκαλύψεις» τῆς ἀκτίστου καὶ φωτοφόρου μεταμορφωτικῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Πολὺ εὔστοχα ὁ καθηγητὴς Γεώργιος Μαντζαρίδης στὸ μνημειῶδες ἔργο του: «Παλαμικὰ» γράφει χαρακτηριστικά: «Ἡ ἄκτιστη χάρη δὲν προσφέρεται κατὰ μαγικὸ τρόπο πρὸς ἐνίσχυσιν τῶν φυσικῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου ἢ τῶν πνευματικῶν ἱκανοτήτων αὐτοῦ. Μία τοιαύτη χάρις θὰ ἦτο κτιστἠ, διότι ἁπλούστατα δὲν θὰ ἀπετέλει προσωπικὴν σχέσιν, ἀλλ᾿ ἀντικειμενικὴν προσφοράν. Ἄκτιστος χάρις εἶναι τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ ἔλευσις καὶ ἡ παραμονὴ αὐτοῦ ἐντὸς τοῦ πιστοῦ... Ἄκτιστος χάρις εἶναι ἡ δόξα τῆς Μεταμορφώσεως, ἡ πνοὴ τῆς Πεντηκοστῆς. Ἡ ὁποία ἀναγεννᾶ τὸν ἄνθρωπος... Ἄκτιστος χάρις εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ἐντός του πιστοῦ καὶ ἡ ζωὴ τοῦ πιστοῦ ἐντὸς τοῦ Χριστοῦ».
Καὶ ἐνῶ τὸ ἄκτιστο φῶς ὡς ἔκφανση τῆς ἀκτίστου ἐνέργειας καὶ χάριτος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπρόσιτο καὶ ὑπεραισθητὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἐντούτοις δεχόμενος ὁ χοϊκὸς ἄνθρωπος τὸν φωτισμὸ τοῦ παναγίου Πνεύματος καθίσταται «κοινωνός, μέτοχος καὶ θεωρὸς ὑπερφυῶν θεαμάτων». Τότε ψυχοσωματικὰ μεταμορφώνεται ὁ ἄνθρωπος σὲ φωτοφόρο καὶ φωτομορφο δοχεῖο τῆς ἀκτίστου χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ὅπως λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἔλαμψε στὸ ὄρος Θαβὼρ διὰ τῆς ἀκτίστου δόξης τῆς θεότητός του, ἔτσι καὶ οἱ δίκαιοι μετέχοντες τῆς ἀκτίστου χάριτος θὰ λάμψουν ὅπως ὁ μεταμορφωθεὶς Χριστὸς στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ δόξα καὶ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν πιστῶν εἶναι κοινή. Ἀλλὰ ὁ μὲν Χριστός, ὡς Θεὸς θὰ εἶναι ἡ φυσικὴ πηγή, οἱ δὲ ἅγιοι ὡς κτίσματα οἱ κατὰ χάριν μέτοχοι.
«Τὸ γεγονὸς τῆς μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τὸν ἀρραβώνα τῆς “πρόσωπον πρὸς προσωπον” θεωρίας τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους κατὰ τὸν μέλλοντα αἰώνα»
Στὸ πλαίσιο τῆς παλαμικῆς θεολογίας περὶ τοῦ ἀκτίστου φωτός, ὁ Γεώργιος Μαντζαρίδης ἐπισημαίνει ὅτι: «τὸ γεγονὸς τῆς μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τὸν ἀρραβώνα τῆς “πρόσωπον πρὸς προσωπον” θεωρίας τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους κατὰ τὸν μέλλοντα αἰώνα. Αὐτὴ ἡ θεωρία καθίσταται δυνατὴ διότι καὶ ὁ Θεὸς ὡς πρόσωπο ἐνεργεῖ προσωπικῶς. Τὸ ἄκτιστο φῶς, τὸ ὁποῖο ἐξέστραψε ἐκ τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴ μεταμόρφωση, δὲν ἀπετέλεσε ἀόριστη ἢ ἀπρόσωπη δύναμη, ἀλλὰ συγκεκριμένη προσωπικὴ ἐνέργεια τοῦ ἐνσαρκωθέντος θεοῦ Λόγου, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τὸ φῶς τοῦ Θαβὼρ βλέπουν καὶ οἱ ἡσυχαστὲς κατὰ τὶς μυστικές τους ἐμπειρίες, αὐτὸ πρόκειται νὰ ἰδοῦν καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι κατὰ τὸν μέλλοντα αἰώνα».
Τελικῶς, ἡ ἔνδοξη μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ ἀποτελεῖ τὸ «κάτοπτρο» στὸ ὁποῖο ἀντικατοπτρίζεται ἡ ὀντολογικὴ μεταμόρφωση καὶ ὅλων τῶν χοϊκῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι εἶναι «δεκτικοὶ» τῆς ἀκτίστου χάριτος καὶ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, καθὼς βιώνουν ψυχοσωματικὰ τὴν «ἄνοδο καὶ κλίμακα» τῆς ἁγιοπνευματικῆς «ἐκστάσεως» καὶ «καθάρσεως» μέχρι τὴν κατὰ χάρη θέωσή τους μέσα στὸν «ἄκτιστο λουτήρα τοῦ ἀκτίστου φωτός».