Ἑρμηνεία στὸν Χριστουγεννιάτικο Ἰαμβικὸ Κανόνα Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ

(διασκευὴ ἀπὸ τὸ ἑορτοδρόμιο Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου)

«... Διάβαζα τ᾿ ἀρχαῖα τροπάρια, καὶ βρισκόμουνα σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὴ μεταδώσω στὸν ἄλλον. Πρὸ πάντων ὁ ἰαμβικὸς Κανόνας «Ἔσωσε λαόν», μὲ κεῖνες τὶς παράξενες καὶ μυστηριώδεις λέξεις, μ᾿ ἔκανε νὰ θαρρῶ πὼς βρίσκουμαι στὶς πρῶτες μέρες τῆς δημιουργίας, ὅπως ἦταν πρωτόγονη ἡ φύση ποὺ μ᾿ ἔζωνε, ὁ θεόρατος βράχος, ποὺ κρεμότανε ἀπάνω ἀπὸ τὴ μικρὴ ἐκκλησιά, ἡ θάλασσα, τ᾿ ἄγρια δέντρα καὶ τὰ χορτάρια, οἱ καθαρὲς πέτρες, τὰ ρημονήσια ποὺ φαινότανε πέρα στὸ πέλαγο, ὁ παγωμένος βοριὰς ποὺ φυσοῦσε κ᾿ ἔκανε νὰ φαίνουνται ὅλα κατακάθαρα, τ᾿ ἀρνιὰ ποὺ βελάζανε, οἱ τσομπάνηδες ντυμένοι μὲ προβιές, τ᾿ ἄστρα ποὺ λάμπανε σὰν παγωμένες δροσοσταλίδες τὴ νύχτα! Ὅλα τά ῾βλεπα μέσ᾿ ἀπὸ τοὺς χριστουγεννιάτικους ὕμνους, μέσ᾿ ἀπὸ τὰ ἰαμβικὰ ἐκεῖνα ἀποκαλυπτικὰ λόγια, σὰν καὶ τοῦτα»... Φώτης Κόντογλου.

ᾨδὴ α´.

.
Ἔσωσε λαόν, θαυματουργῶν Δεσπότης Ὑγρὸν θαλάσσης, κῦμα χερσώσας πάλαι. Ἑκὼν δὲ τεχθεὶς ἐκ Κόρης, τρίβον βατὴν Πόλου τίθησιν ἡμῖν· ὃν κατ᾿ οὐσίαν Ἶσόν τε Πατρί, καὶ βροτοῖ δοξάζομεν. Ὁ Δεσπότης Θεὸς Λόγος ποὺ ἔσωσε τότε θαυματουργικὰ τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραήλ (ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ Φαραώ), μετατρέποντας σὲ χέρσο τὸ κύμα τῆς Ἐρυθρᾶς θάλασσας, συγκατένευσε τώρα νὰ σαρκωθεῖ καὶ νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ Παρθένο Κόρη, κάνοντας βατὸ σὲ ἐμᾶς τὸν δρόμο τοῦ Οὐρανοῦ. Ἂς δοξάσουμε Αὐτὸν ποὺ εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος Ἄνθρωπος.
Ἤνεγκε γαστήρ, ἡγιασμένη Λόγον Σαφῶς ἀφλέκτῳ, ζωγραφουμένη βάτῳ Μιγέντα μορφῇ, τῇ βροτησίᾳ Θεὸν Εὔας τάλαιναν, νηδὺν ἀρᾶς τῆς πάλαι Λύοντα πικρᾶς· ὃν βροτοὶ δοξάζομεν.

Ἡ ἁγιασμένη κοιλία τῆς Θεομήτορος, ποὺ μὲ σαφήνεια προτυπώνεται ἀπὸ τὴν ἄφλεκτη βάτο, χώρεσε καὶ βάσταξε τὸν Λόγο τοῦ Πατρός, ποὺ πῆρε ἀνθρώπινη σάρκα γιὰ νὰ λύσει τὴν ταλαίπωρο κοιλία τῆς Εὔας ἀπὸ τὴν παλιὰ ἐκείνη κατάρα*. Αὐτὸν ἂς δοξάσουμε οἱ ἄνθρωποι.

*«Πληθύνων πληθυνῶ τὰς λύπας σου καὶ τὸν στεναγμόν σου· ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα» (Γεν. γ´ 16).

Ἔδειξεν ἀστήρ, τὸν πρὸ ἡλίου Λόγον Ἐλθόντα παῦσαι, τὴν ἁμαρτίαν Μάγοις Σαφῶς πενιχρόν, εἰς σπέος τὸν συμπαθῆ Σὲ σπαργάνοις ἑλικτόν· ὃν γεγηθότες Ἶδον τὸν αὐτόν, καὶ βροτὸν καὶ Κύριον.

Ἔδειξε καθαρὰ στοὺς Μάγους ὁ ἀστέρας τὸν (ἄναρχο) Λόγο, ποὺ ὑπῆρξε πρὶν κι ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἥλιο, καὶ ἦρθε νὰ παύσει τὴν ἁμαρτία. Σὲ Σένα τὸν φιλάνθρωπο, τυλιγμένο σὲ σπάργανα μέσα στὸ πενιχρὸ σπήλαιο, ἀναγνώρισαν οἱ Μάγοι καὶ Κύριο καὶ ἄνθρωπο, στὸ ἴδιο πρόσωπο.

ᾨδὴ γ´.

.

Νεῦσον πρὸς ὕμνους, οἰκετῶν Εὐεργέτα Ἐχθροῦ ταπεινῶν, τὴν ἐπηρμένην ὀφρύν· φέρων τε παντεπόπτα, τῆς ἁμαρτίας Ὕπερθεν ἀκλόνητον, ἐστηριγμένους Μάκαρ μελῳδούς, τῇ βάσει τῆς πίστεως.

Δέξου, στῆσε τὸ αὐτί σου στοὺς ὕμνους ποὺ ψέλνουμε ἐμεῖς οἱ δοῦλοι σου, Εὐεργέτη, καὶ ταπείνωσε τὸ ἀνασηκωμένο φρῦδι τοῦ ἐχθροῦ (τὴν ἀλαζονεία τοῦ διαβόλου) ὑψώνοντας, Ἐσύ ποὺ τὰ βλέπεις ὅλα, ἐμᾶς τοὺς ὑμνωδούς σου, ἀπάνω ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, στηριγμένους ἀκλόνητα στὸ ἀσάλευτο θεμέλιο τῆς πίστεως.

Νύμφης πανάγνου, τὸν πανόλβιον τόκον Ἰδεῖν ὑπὲρ νοῦν, ἠξιωμένος χορὸς Ἄγραυλος ἐκλονεῖτο, τῷ ξένῳ τρόπῳ· Τάξιν μελῳδοῦσάν τε, τῶν Ἀσωμάτων Ἄνακτα Χριστόν, ἀσπόρως σαρκούμενον.

Ὁ χορὸς τῶν ποιμένων ποὺ ξαγρυπνοῦσε στοὺς ἀγρούς, συγκλονίστηκε ἀπὸ τὸν παράδοξο καὶ θαυμαστὸ τρόπο τοῦ μυστηρίου, γιατὶ ἀξιώθηκε νὰ ἀναγνωρίσει πέρα ἀπὸ κάθε λογικὴ τὸν παμμακάριστο τόκο τῆς πανάγνου Νύμφης καὶ τὶς τάξεις τῶν ἀσωμάτων Ἀγγέλων ποὺ ὑμνοῦσαν Ἐσένα τὸν Βασιλέα Χριστόν, ποὺ σαρκώθηκε χωρὶς σπορὰ ἀνδρός.

Ὕψους ἀνάσσων, οὐρανῶν εὐσπλαγχνίᾳ Τελεῖ καθ᾿ ἡμᾶς, ἐξ ἀνυμφεύτου Κόρης Ἄυλος ὢν τὸ πρόσθεν, ἀλλ᾿ ἐπ᾿ ἐσχάτων Λόγος παχυνθείς, σαρκὶ τὸν πεπτωκότα Ἵνα πρὸς αὐτόν, ἑλκύσῃ πρωτόκτιστον.

Ὁ Βασιλέας τῶν ὕμνων στοὺς οὐρανούς, Θεὸς Λόγος, κινήθηκε πρὸς ἐμᾶς ἀπὸ εὐσπλαχνία, καὶ ἐνῶ ἦταν ἄυλος καὶ ἄσαρκος πρίν, στοὺς ἔσχατους χρόνους ἔλαβε σάρκα καὶ ντύθηκε τὸν πεσμένο ἄνθρωπο, γιὰ νὰ ἑλκύσει πρὸς Αὐτὸν τὸν πρωτόπλαστο Ἀδάμ.

ᾨδὴ δ´.

.

Γένους βροτείου, τὴν ἀνάπλασιν πάλαι ᾌδων Προφήτης, Ἀββακοὺμ προμηνύει Ἰδεῖν ἀφράστως, ἀξιωθεὶς τὸν τύπον· Νέον βρέφος γάρ, ἐξ ὄρους τῆς Παρθένου Ἐξῆλθε λαῶν, εἰς ἀνάπλασιν Λόγος.

Ψάλλοντας ἀπὸ τότε καὶ σὺ Προφήτη Ἀββακοὺμ προφήτευες τὴν ἀνάπλαση τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, γιατὶ ἀξιώθηκες νὰ προειδεῖς μὲ ἄρρητο τρόπο τὸν τύπο τοῦ μυστηρίου: τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ ποὺ ἦρθε ὡς βρέφος νέο γιὰ ν᾿ ἀναπλάσει τοὺς λαούς, ἀπὸ τὸ (κατάσκιο καὶ πυκνὸ ἀπὸ τὶς ἀρετὲς) ὄρος τῆς Παρθένου.

Ἶσος προῆλθες, τοῖς βροτοῖς ἑκουσίως Ὕψιστε σάρκα, προσλαβὼν ἐκ Παρθένου Ἰὸν καθάραι, τῆς δρακοντείας κάρας Ἄγων ἅπαντας, πρὸς σέλας ζωηφόρον Θεὸς πεφυκώς, ἐκ πυλῶν ἀνηλίων.

Ὦ Ὕψιστε, ἔλαβες μὲ τὴ θέλησή σου σάρκα καὶ γεννήθηκες ἀπὸ τὴν Παρθένο ἴσος μὲ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ μᾶς καθαρίσεις ἀπὸ τὸ φαρμάκι τῆς κεφαλῆς τοῦ δράκοντα διαβόλου καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήσεις ὅλους, Ἐσὺ ποὺ εἶσαι φύσει Θεός, ἀπὸ τὶς σκοτεινὲς πύλες (τῆς ἁμαρτίας) πρὸς τὸ ζωηφόρο φῶς (τῆς ἀλήθειας).

Ἔθνη τὰ πρόσθεν, τῇ φθορᾷ βεβυσμένα Ὄλεθρον ἄρδην, δυσμενοῦς πεφευγότα Ὑψοῦτε χεῖρας, σὺν κρότοις ἐφυμνίοις Μόνον σέβοντα, Χριστὸν ὡς εὐεργέτην Ἐν τοῖς καθ᾿ ἡμᾶς, συμπαθῶς ἀφιγμένον.

Ἔθνη, σεῖς ποὺ εἴσαστε πρὶν βυθισμένα στὴ φθορὰ καὶ τὸν θάνατο καὶ ποὺ ξεφύγατε ὁλότελα ἀπὸ τὴν καταστροφὴ τοῦ πονηροῦ διαβόλου, ὑψῶστε τὰ χέρια σας μὲ χαρὰ καὶ μὲ ἀγαλλίαση, λατρεύοντας μοναχὰ τὸν Χριστόν, τὸν εὐεργέτη σας, ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο μας συμπάσχοντας νὰ μᾶς σώσει.

Ῥίζης φυεῖσα, τοῦ Ἰεσσαὶ Παρθένε Ὅρους παρῆλθες, τῶν βροτῶν τῆς οὐσίας Πατρὸς τεκοῦσα, τὸν πρὸ αἰώνων Λόγον· Ὡς ηὐδόκησεν, αὐτὸς ἐσφραγισμένην Νηδὺν διελθεῖν, τῇ κενώσει τῇ ξένῃ.

Παρθένε, σὺ ποὺ βλάστησες ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ Ἰεσσαί*, ξεπέρασες ὅλα τὰ μέτρα τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ γέννησες τὸν προαιώνιο Λόγο τοῦ Θεοῦ Πατρός, ποὺ εὐδόκησε νὰ βγεῖ χωρὶς φθορὰ ἀφήνοντάς σε ἐσφραγισμένη, μὲ τὴν παράδοξη συγκατάβασή του.

* δηλ. τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα καὶ τὸ βασιλικὸ γένος τοῦ Δαυίδ: Ὁ Ἰεσσαὶ ἦταν πατέρας τοῦ Δαυίδ.

ᾨδὴ ε´.

.

Ἐκ νυκτὸς ἔργων, ἐσκοτισμένης πλάνης Ἱλασμὸν ἡμῖν, Χριστὲ τοῖς ἐγρηγόρως Νῦν σοι τελοῦσιν, ὕμνον ὡς εὐεργέτῃ Ἔλθοις πορίζων, εὐχερῆ τε τὴν τρίβον· Καθ᾿ ἣν ἀνατρέχοντες, εὕροιμεν κλέος.

Χριστέ, σὲ μᾶς ποὺ πρὶν εἴμασταν σκοτισμένοι ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς πλάνης, τώρα σοῦ προσφέρουμε μὲ ἐγρήγορση τοῦ νοῦ, ὕμνο εὐχαριστίας ὅπως ταιριάζει στὸν εὐεργέτη μας. Σὲ παρακαλοῦμε νὰ μᾶς χαρίσεις ἱλασμὸ καὶ νὰ κάνεις εὔκολο τὸν δρόμο τοῦ οὐρανοῦ, ποὺ ἄν τὸν βαδίσουμε θὰ βροῦμε τὴν αἰώνιο δόξα.

Ἀπηνὲς ἔχθος, τὸ πρὸς αὐτὸν Δεσπότης Τεμὼν διαμπάξ, σαρκὸς ἐν παρουσίᾳ Ἶνα κρατοῦντος, ὤλεσε ψυχοφθόρου Κόσμον συνάπτων, ταῖς ἀΰλοις οὐσίαις Τιθεὶς προσηνῆ, τὸν Τεκόντα τῇ κτίσει.

Ὁ Δεσπότης Χριστὸς μὲ τὴν σαρκική του παρουσία ἔκοψε ἀπὸ τὴ ρίζα τὸ νοερὸ μίσος ποὺ ἔτρεφαν πρὸς Αὐτὸν οἱ ἐχθροί του καὶ τὴν δύναμη τοῦ κοσμοκράτορα καὶ ψυχοφθόρου δαίμονος ἐξαφάνισε. Καὶ τὸν μὲν κόσμο ἕνωσε μὲ τὶς ἀσώματες ὑπάρξεις, τὸν δὲ Δημιουργὸ ἔκανε προσηνὴ πρὸς τὴν Κτίση.

Ὁ λαὸς εἶδεν, ὁ πρὶν ἠμαυρωμένος Μεθ᾿ ἡμέραν φῶς, τῆς ἄνω φρυκτωρίας· Ἔθνη Θεῷ δέ, κλῆρον Υἱὸς προσφέρει Νέμων ἐκεῖσε, τὴν ἀπόῤῥητον χάριν Οὗ πλεῖστον ἐξήνθησεν, ἡ ἁμαρτία.

Ὁ λαὸς ἐκεῖνος ποὺ ἦταν πρὶν σκοτισμένος (ἀπὸ τὴν ἀσέβεια καὶ τὴν ἁμαρτία), αὐτὸς μετὰ τὴν Ἡμέρα* γνώρισε τὸ φῶς τῆς ἄνω θεογνωσίας. Αὐτὰ τὰ Ἔθνη ποὺ κληρονόμησε ὁ Υἱός, τὰ προσφέρει στὸν Πατέρα του, ἀφοῦ μοίρασε σ᾿ αὐτὰ χάρη ἄρρητη καὶ περισσή, ἐκεῖ ὅπου πρὶν πλεόναζε ἡ ἁμαρτία**.

* Ἡμέρα ὀνομάζεται ἐξαιτίας τῆς παρουσίας τοῦ νοητοῦ Ἥλιου τῆς Δικαιοσύνης Χριστοῦ.

** Ὁ λαὸς ὁ πορευόμενος ἐν σκότει ἴδε φῶς μέγα (Ἡσ. θ´ 2).- Αἴτησαι παρ᾿ ἐμοῦ, καὶ δώσω σοι ἔθνη τὴν κληρονομίαν σου (Ψαλμ β´ 8).- Ὅπου ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ἐκεῖ ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις (Ῥωμ. ε´ 20).

ᾨδὴ Ϛ´.

.

Ναίων Ἰωνᾶς ἐν μυχοῖς θαλαττίοις, ἐλθεῖν ἐδεῖτο καὶ ζάλην ἀπαρκέσαι. Νυγεὶς ἐγὼ δέ τῷ τυραννοῦντος βέλει, Χριστὲ προσαυδῶ, τὸν κακῶν ἀναιρέτην, Θᾶττον μολεῖν σε τῆς ἐμῆς ραθυμίας.

Ὁ Προφήτης Ἰωνᾶς ὄντας μέσα στοὺς μυχοὺς τῆς θάλασσας ζητοῦσε νὰ ἔλθει πρὸς ἐσένα Κύριε (“ἀναβῇ ἐκ φθορᾶς ἡ ζωή μου”) γιὰ νὰ δοθεῖ τέλος στὴ ζάλη ποὺ τὸν συνεῖχε. Ἐγώ, ὅμως, πληγωμένος ἀπὸ τὴ σαΐτα τοῦ τυράννου διαβόλου, παρακαλῶ Χριστέ μου νὰ ἔρθεις ἐσὺ πρὸς ἐμένα γρηγορότερα ἀπὸ τὴ δική μου ραθυμία καὶ ἀμέλεια καὶ νὰ γίνεις ἀναιρέτης τῶν κακῶν ποὺ μὲ συνέχουν.

Ὃς ἦν ἐν ἀρχῇ, πρὸς Θεὸν Θεὸς Λόγος Νυνὶ κρατύνει, μὴ σθένουσαν τὴν πάλαι Ἰδὼν φυλάξαι, τὴν καθ᾿ ἡμᾶς οὐσίαν Καθεὶς ἑαυτόν, δευτέρᾳ κοινωνίᾳ Αὖθις προφαίνων, τῶν παθῶν ἐλευθέραν.

Ὁ Θεὸς Λόγος πάντοτε ἑνωμένος μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα*, βλέποντας πὼς ὁ ἄνθρωπος δὲν μποροῦσε νὰ φυλάξει ἀκέραιη τὴν πρώτη ἐκείνη προσφορά (τοῦ κατ᾿ εἰκόνα), κλίνει τοὺς οὐρανοὺς καὶ συγκαταβαίνει νὰ ἑνωθεῖ σὲ δευτέρα κοινωνία μὲ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ κραταιώνει καὶ δυναμώνει τὴ φύση μας ποὺ πρὶν ἀσθενοῦσε καὶ τὴν ἀναδεικνύει πάλι ἐλεύθερη ἀπὸ πάθη.

*Ἡ ἀρχὴ τοῦ τροπαρίου εἶναι δανεισμένη ἀπὸ τὸν ἅγ. Ἰωάννη τὸν Θεολόγο (Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος) καὶ τὸ τέλος ἀπὸ τὸν ἅγ. Γρηγόριο τὸν Θεολόγο (Δευτέραν κοινωνεῖ ὁ Υἱός] κοινωνίας, πολύ τῆς προτέρας παραδοξοτέραν, ὅσω τότε μεν μετέδωκε τοῦ κρείττονος (τὸ κατ᾿ εἰκόνα). Νῦν δὲ μεταλαμβάνει τοῦ χείρονος [δηλ. τῆς σαρκός].

Ἷκται δι᾿ ἡμᾶς, Ἀβραὰμ ἐξ ὀσφύος Λυγρῶς πεσόντας, ἐν σκότει τῶν πταισμάτων Υἱοὺς ἐγεῖραι, τῶν κάτω νενευκότων Ὁ φῶς κατοικῶν, καὶ φάτνην παρ᾿ ἀξίαν Νῦν εὐδοκήσας, εἰς βροτῶν σωτηρίαν.

Σὺ Χριστέ, ποὺ κατοικεῖς στὸ φῶς, εὐδόκησες ἀπὸ ἄκρα φιλανθρωπία νὰ ἔλθεις πρὸς ἡμᾶς καὶ νὰ κατοικήσεις στὴ φάτνη τῶν ἀλόγων ζώων, ἔξω ἀπὸ κάθε μεγαλοπρέπεια. Γεννήθηκες ἀπὸ τὸ σπέρμα τοῦ Ἀβραὰμ γιὰ τὴ σωτηρία ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων ποὺ πέσαμε μὲ ἄθλιο τρόπο στὸ σκοτάδι τῶν ἁμαρτιῶν καὶ γιὰ νὰ ἐγείρεις πνευματικὰ παιδιὰ ἀπὸ τὶς πέτρες*.

*Δύναται ὁ Θεὸς ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τοῦ Ἀβραάμ (Λουκ. γ´ 8).

ᾨδὴ ζ´.

.

Τῷ παντάνακτος, ἐξεφαύλισαν πόθῳ Ἄπλητα θυμαίνοντος, ἠγκιστρωμένοι Παῖδες τυράννου, δύσθεον γλωσσαλγίαν· Οἷς εἴκαθε πῦρ, ἄσπετον τῷ Δεσπότῃ Λέγουσιν· Εἰς αἰῶνας, εὐλογητὸς εἶ.

Ὦ τρεῖς Παῖδες, ἀφοσιωμένοι στὸν πόθο τοῦ παμβασιλέως Θεοῦ, ἐξευτελίσατε τὴν βλάσφημη γλωσσαλγία τοῦ τυράννου Ναβουχοδονόσορα, ποὺ ὀργίζονταν μὲ μένος ἐναντίον σας καὶ γι᾿ αὐτὸ σᾶς παρέδωσε στὸ ἀπερίγραπτο πῦρ τῆς καμίνου (ποὺ καθόλου δὲν σᾶς ἔκαψε). Γι᾿ αὐτὸ κι ἐσεῖς εὐχαριστεῖτε τὸν Δεσπότη εὐλογώντας τον εἰς τοὺς αἰῶνες.

Ὑπηρέτας μέν, ἐμμανῶς καταφλέγει Σῴζει δὲ παφλάζουσα, ῥοιζηδὸν νέους Ταῖς ἑπταμέτροις καύσεσι πυργουμένη Οὓς ἔστεφε φλὸξ ἄφθονον τοῦ Κυρίου Νέμοντος εὐσεβείας, εἵνεκα δρόσον.

Ἡ ἀναβράζουσα καὶ ἠχηρὴ φλόγα ποὺ ὑψωνόταν σὰν πύργος ἀπὸ τὴν ἑπταπλάσια καύση του, τοὺς μὲν ὑπηρέτες τοῦ τυράννου κατέκαψε μὲ μανία, τοὺς δὲ νέους ἔσωσε καὶ τοὺς ἔστεψε, γιατὶ ὁ Κύριος χάρισε σ᾿ αὐτοὺς δροσιά ἄφθονη, χάρη στὴν εὐσέβεια καὶ τὴν πίστη τους.

Ἀῤῥωγὲ Χριστέ, τὸν βροτοῖς ἐναντίον Πρόβλημα τὴν σάρκωσιν, ἀῤῥήτως ἔχων ᾜσχυνας ὄλβον, τῆς θεώσεως φέρων Μορφούμενος νῦν· ἧς τινος δι᾿ ἐλπίδα Ἄνωθεν εἰς κευθμῶνας, ἤλθομεν ζόφου.

Ὡς ἀρωγὸς Χριστέ, παίρνοντας τὴ μορφή μας μὲ τὴ γέννησή σου σήμερα, κατήσχυνες τὸν ἀντίπαλο τῶν ἀνθρώπων διάβολο. Κι ἐνῶ ἔφερες τὸν πλοῦτο τῆς θεότητας μέσα σου, πρόβαλες τὴ σάρκα* μὲ τρόπο ἀνερμήνευτο, αὐτὴν ποὺ ἐμεῖς κατακρημνίσαμε ἀπὸ τὸν Παράδεισο στοὺς σκοτεινοὺς τόπους τοῦ Ἅδη τρέφοντας τὴν ἐλπίδα νὰ γίνουμε θεοί (ὅπως μᾶς συμβούλευσε ὁ ὄφις).

*Πρόβαλε ὡς δόλωμα ὁ Κύριος τὴ σάρκα καὶ αὐτὴν ξεγελασμένος πολέμησε ὁ διάβολος, γιὰ νὰ νικηθεῖ τελικὰ ἀπὸ τὴν παντοδύναμη Θεότητα ποὺ δὲν ἔβλεπε.

Τὴν ἀγριωπόν, ἀκρατῶς γαυρουμένην Ἄσεμνα βακχεύουσαν, ἐξοιστρουμένου Κόσμου καθεῖλες, πανσθενῶς ἁμαρτίαν· Οὓς εἵλκυσε πρίν, σήμερον τῶν ἀρκύων Σῴζεις δὲ σαρκωθείς, ἑκὼν Εὐεργέτα.

Τὴν ἀγριωπὴ ἁμαρτία τοῦ ἀφηνιασμένου κόσμου, ποὺ ἤτανε γεμάτη περηφάνεια καὶ τρελαμένη ἀπὸ τὸν οἶστρο τῆς ἀκολασίας, τὴν γκρέμισες ὁλότελα. Καὶ ἐκείνους ποὺ τράβηξε πρίν (ἡ ἁμαρτία) τοὺς σώζεις σήμερα ἀπὸ τὶς παγίδες της, παίρνοντας σάρκα ὤ εὐεργέτη.

ᾨδὴ η´.

.

Μήτραν ἀφλέκτως, εἰκονίζουσι Κόρης Οἱ τῆς παλαιᾶς, πυρπολούμενοι νέοι Ὑπερφυῶς κύουσαν, ἐσφραγισμένην. Ἄμφω δὲ δρῶσα, θαυματουργίᾳ μιᾷ Λαοὺς πρὸς ὕμνον, ἐξανίστησι χάρις.

Οἱ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης νέοι, πυρπολούμενοι μὲς στὸ καμίνι χωρὶς νὰ καίονται, εἰκόνιζαν τὴ μήτρα τῆς Ἀειπαρθένου Κόρης, ποὺ ἔτεκε μὲ ὑπερφυσικοὺς ὅρους κι ἔμεινε σφραγισμένη. Αὐτὰ τὰ δύο θαύματα (τῶν Παίδων καὶ τῆς Παρθένου) ποὺ τὰ ἐνήργησε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ θαυματουργικῶς, ξεσηκώνουν τοὺς πιστοὺς νὰ ὑμνήσουν καὶ νὰ δοξολογήσουν τὸν Θεό.

Λύμην φυγοῦσα, τοῦ θεοῦσθαι τῇ πλάνῃ Ἄληκτον ὑμνεῖ, τὸν κενούμενον Λόγον Νεανικῶς ἅπασα, σὺν τρόμῳ κτίσις. Ἄδοξον εὖχος, δειματουμένη φέρειν Ῥευστὴ γεγῶσα, κἂν σοφῶς ἐκαρτέρει.

Τὸν ὄλεθρο τῆς θεοποίησης ἀπὸ τοὺς πλανεμένους διέφυγε ὅλη ἡ κτίση (μὲ τὴν Χριστοῦ γέννηση) κι ἐνῶ πρὶν φοβόταν καὶ ἔτρεμε τὴν δόξα ποὺ δὲν τῆς ἀνῆκε ὄντας φθαρτή, τώρα ὑμνεῖ ἀκατάπαυστα μὲ νεανικὸ σφρίγος ἀλλὰ καὶ τρόμο, τὸν συγκαταβάντα Λόγο ποὺ μὲ σοφία καρτεροῦσε.

Ἥκεις πλανῆτιν, πρὸν νομὴν ἐπιστρέφων Τὴν ἀνθοποιόν, ἐξ ἐρημαίων λόφων Ἡ τῶν ἐθνῶν ἔγερσις, ἀνθρώπων φύσιν· Ῥώμην βιαίαν, τοῦ βροτοκτόνου σβέσαι Ἀνὴρ φανείς τε, καὶ Θεὸς προμηθείᾳ.

Σὺ Χριστέ, ἡ ἀνάσταση τῶν ἐθνῶν, ἦρθες γιὰ νὰ ἐπαναφέρεις τὴν πλανεμένη φύση τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὰ ἔρημα καὶ ἄγρια βουνά (τῆς ἁμαρτίας) σὲ λιβάδι πλούσιο σὲ ἄνθη (τῆς εὐσεβείας). Καὶ γιὰ νὰ ἀφανίσεις μὲ τὴν πρόνοιά σου τὴ βίαιη καὶ τυραννικὴ δύναμη τοῦ ἀνθρωποκτόνου διαβόλου, φανερούμενος ὡς τέλειος ἄνθρωπος καὶ Θεός.

ᾨδὴ θ´.

.

Στέργειν μὲν ἡμᾶς, ὡς ἀκίνδυνον φόβῳ Ῥᾷον σιωπῇ· τῷ πόθῳ δὲ Παρθένε Ὕμνους ὑφαίνειν, συντόνως τεθηγμένους Ἐργῶδες ἐστίν· ἀλλὰ καὶ Μήτηρ σθένος Ὅση πέφυκεν, ἡ προαίρεσις δίδου.

Εἶναι εὐκολότερο σὲ μᾶς νὰ ἀρκεστοῦμε ἀπὸ φόβο στὴ σιωπή, ποὺ εἶναι καὶ ἀκίνδυνη. Τὸ νὰ πλέκουμε ὅμως ἐγκώμια καὶ ὕμνους ἀπὸ πόθο γιὰ Σένα, Παρθένε, ἁρμονικὰ συνταιριασμένους εἶναι δύσκολο κι ἐπικίνδυνο*. Ἀλλά, Μήτερ, ὅση εἶναι ἡ πρόθεσή μας τόση ἀνάλογα δίνε σὲ μᾶς τὴ δική σου δύναμη.

*«Καθαρτέον πρῶτον ἑαυτόν, εἶτα τῷ καθαρῷ προσομιλητέον» (Ἁγ. Γρηγορίου Θεολόγου)

Τύπους ἀφεγγεῖς, καὶ σκιὰς παρηγμένας Ὦ Μῆτερ Ἁγνή, τοῦ Λόγου δεδορκότες Νέου φανέντος, ἐκ πύλης κεκλεισμένης Δοξούμενοί τε, τῆς ἀληθείας φάος Ἐπαξίως σήν, εὐλογοῦμεν γαστέρα.

Ὦ Μητέρα ἁγνὴ τοῦ Θεοῦ Λόγου, ποὺ νεοφανῶς γεννήθηκε ἀπὸ σένα τὴν κεκλεισμένη Πύλη, βλέποντας ἐμεῖς νὰ ἔχουν παρέλθει πιὰ οἱ κεκαλυμένοι τύποι τῶν Προφητῶν καὶ οἱ σκιὲς τοῦ Νόμου μὲ τὴ φανέρωση τοῦ φωτὸς τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ, εὐλογοῦμε ἐπάξια καὶ μακαρίζουμε τὴν εὐλογημένη σου κοιλία.

Πόθου τετευχώς, καὶ Θεοῦ παρουσίας Ὁ χριστοτερπής, λαὸς ἠξιωμένος Νῦν ποτνιᾶται, τῆς παλιγγενεσίας Ὡς ζωοποιοῦ· τὴν χάριν δὲ Παρθένε Νέμοις ἄχραντε, προσκυνῆσαι τὸ κλέος.

Ὁ λαὸς τῶν Χριστιανῶν ποὺ εὐαρεστεῖ τὸν Χριστό (μὲ τὴν εὐσέβειά του), ἀφοῦ ἀξιώθηκε τῆς ἐνσάρκου παρουσίας τοῦ Θεοῦ στοὺς κόλπους του, τώρα παρακαλεῖ μὲ δάκρυα νὰ προσκυνήσει τὴ δόξα τῆς ζωοποιοῦ ἀναγέννησης (τὰ Θεοφάνεια & τὴ Βάπτιση). Κι ἐσὺ Ἄχραντε Παρθένε, εἴθε νὰ χαρίσεις αὐτὴ τὴν εὐλογία στὸν λαό σου.


Νεοελληνική απόδοση σε στίχους από τον γλωσσολόγο Γιώργο Μπάτζιο (σε μονοτονικό)

ᾨδὴ α´.

Ἔσωσε λαὸν θαυματουργῶν δεσπότης, Έσωσε τον λαό με θαύμα ο δεσπότης
Ὑγρὸν θαλάσσης κῦμα χερσώσας πάλαι· την θάλασσα κάνοντας ξηρά, παλιά,
Ἑκὼν δὲ τεχθεὶς ἐκ κόρης, τρίβον βατὴν τότε· και τώρα εκουσίως γεννηθείς εκ Παρθένου,
Πόλου τίθησιν ἡμῖν, ὃν κατ᾽ οὐσίαν μάς κάνει βατή την ουράνια οδό. Αυτόν κατ’ ουσίαν
Ἶσόν τε πατρὶ καὶ βροτοῖς δοξάζομεν. ίσο με τον Πατέρα και τους βροτούς, δοξάζουμε.

Ἤνεγκε γαστὴρ ἡγιασμένη Λόγον,

Κράτησε η αγιασμένη κοιλία τον Λόγο,

Σαφῶς ἀφλέκτῳ ζωγραφουμένη βάτῳ,

(εκείνη που εικονίστηκε απ’ την άφλεκτη βάτο)

Μιγέντα μορφῇ τῇ βροτησίᾳ θεόν,

τον Θεό που ενώθηκε με την ανθρώπινη φύση

Εὔας τάλαιναν νηδὺν ἀρᾶς τῆς πάλαι

και της δύστυχης Εύας τη μήτρα απ’ την πρώτη κατάρα

Λύοντα πικρᾶς, ὃν βροτοὶ δοξάζομεν.

την πικρή, τη λύτρωσε· αυτόν δοξάζουμε.

Ἔδειξεν ἀστὴρ τὸν πρὸ ἡλίου Λόγον,

Ο αστερας έδειξε τον προ ηλίου Λόγο

Ἐλθόντα παῦσαι τὴν ἁμαρτίαν, μάγοις,

που ήλθε να παύσει την αμαρτία, στους μάγους,

Σαφῶς πενιχρὸν εἰς σπέος, τὸν συμπαθῆ

σε σπήλαιο πενιχρό τον εύσπλαχνο, Εσένα,

Σὲ σπαργάνοις ἑλικτόν, ὃν γεγηθότες

τυλιγμένο με σπάργανα· και μ’ ευφροσύνη

Ἴδον τὸν αὐτὸν καὶ βροτὸν καὶ κύριον.

εννόησάν Σε και Θεό και άνθρωπο.

ᾨδὴ γ´.

Νεῦσον πρὸς ὕμνους οἰκετῶν, εὐεργέτα,

Καταδέξου τους ύμνους των δούλων, ευεργέτα,

Ἐχθροῦ ταπεινῶν τὴν ἐπηρμένην ὀφρύν,

του εχθρού ταπείνωσε την υπεροπτική ματιά,

Φέρων τε, παντεπόπτα, τῆς ἁμαρτίας

κι ανέβασέ μας, παντεπόπτα, από την αμαρτία

Ὕπερθεν ἀκλόνητον ἐστηριγμένους,

πιο πάνω, ακλόνητα στερεωμένους,

Μάκαρ, μελῳδοὺς τῇ βάσει τῆς πίστεως.

μακάριε, τους μελωδούς σου, στη βάση της πίστεως.

Νύμφης πανάγνου τὸν πανόλβιον τόκον

Της πάναγνης Νύμφης τον μακάριο τόκο

Ἰδεῖν ὑπὲρ νοῦν ἠξιωμένος χορὸς

σαν αξιώθηκε υπέρ έννοιαν να δει ο χορός

Ἄγραυλος ἐκλονεῖτο τῷ ξένῳ τρόπῳ,

των ποιμένων, σάστισε με το παράδοξο θαύμα

Τάξιν μελῳδοῦσάν τε τῶν ἀσωμάτων

και την τάξη βλέποντας των ασωμάτων να ψάλλει

Ἄνακτα Χριστὸν ἀσπόρως σαρκούμενον.

τον Βασιλέα Χριστό, που ασπόρως σαρκώνονταν.

Ὕψους ἀνάσσων οὐρανῶν εὐσπλαγχνίᾳ

Ο βασιλεύς των ουρανών από ευσπλαχνία

Τελεῖ καθ᾿ ἡμᾶς ἐξ ἀνυμφεύτου κόρης,

γεννιέται σε μας από ανύμφευτη κόρη

Ἄυλος ὢν τὸ πρόσθεν, ἀλλ’ ἐπ’ ἐσχάτων

άυλος όντας πριν, αλλ' επ' εσχάτων

Λόγος παχυνθεὶς σαρκί, τὸν πεπτωκότα

Λόγος που φόρεσε σάρκα, τον πεσόντα

Ἵνα πρὸς αὐτὸν ἑλκύσῃ πρωτόκτιτον.

για να ελκύσει πάλι κοντά του πρωτόπλαστο.

ᾨδὴ δ´.

Γένους βροτείου τὴν ἀνάπλασιν πάλαι,

Του γένους των βροτών την ανάπλαση τότε,

ᾌδων Προφήτης Ἀββακούμ, προμηνύει,

ο προφήτης ψάλλοντας Αββακούμ προμηνύει,

Ἰδεῖν ἀφράστως ἀξιωθεὶς τὸν τύπον.

αξιωμένος να δει τον ανέκφραστο τύπο:

Νέον βρέφος γάρ, ἐξ ὄρους τῆς Παρθένου,

νέον βρέφος, σαν από όρος, την Παρθένο,

Ἐξῆλθε λαῶν, εἰς ἀνάπλασιν Λόγος.

εξήλθε τους λαούς ν’ αναπλάσει ο Λόγος.

Ἶσος προῆλθες τοῖς βροτοῖς ἑκουσίως,

Ισος εγεννήθης με μας εκουσίως

Ὕψιστε, σάρκα προσλαβὼν ἐκ Παρθένου,

Ύψιστε, λαμβάνοντας σάρκα εκ Παρθένου

Ἰὸν καθᾶραι τῆς δρακοντείας κάρας,

το φαρμάκι να καθάρεις της κεφαλής του διαβόλου

Ἄγων ἅπαντας πρὸς σέλας ζωηφόρον,

και να οδηγήσεις όλους σε φως ζωηφόρο,

Θεὸς πεφυκώς, ἐκ πυλῶν ἀνηλίων.

ο φύσει Θεός, απ’ τις ανήλιαγες πύλες.

Ἔθνη τὰ πρόσθεν τῇ φθορᾷ βεβυσμένα

Εθνη, τα πριν στη φθορά βυθισμένα,

Ὄλεθρον ἄρδην δυσμενοῦς πεφευγότα,

που όλεθρο φύγατε μεμιάς του διαβόλου,

Ὑψοῦτε χεῖρας, σὺν κρότοις ἐφυμνίοις,

υψώστε τα χέρια σας με εφύμνια μέλη

Μόνον σέβοντα Χριστόν, ὡς εὐεργέτην,

τιμώντας ως μόνο τον Χριστόν ευεργέτη

Ἐν τοῖς καθ᾿ ἡμᾶς συμπαθῶς ἀφιγμένον.

που ήλθε να μείνει σε μας, από αγάπη.

Ῥίζης φυεῖσα τοῦ Ἰεσσαὶ Παρθένε,

Απ’ τη ρίζα εβλάστησες του Ιεσσαί, Παρθένε,

Ὅρους παρῆλθες, τῶν βροτῶν τῆς οὐσίας,

και όρους υπερέβης της ανθρώπινης φύσης

Πατρὸς τεκοῦσα τὸν πρὸ αἰώνων Λόγον.

γεννώντας του Πατρός τον προάναρχο Λόγο

Ὡς ηὐδόκησεν αὐτός, ἐσφραγισμένην

όπως εκείνος θέλησε, μήτρα σφραγισμένη

Νηδὺν διελθεῖν τῇ κενώσει τῇ ξένῃ.

να διέλθει με την άρρητη συγκατάβασή Του.

ᾨδὴ ε´.

Ἐκ νυκτὸς ἔργων ἐσκοτισμένης πλάνης

Απ’ τη νύχτα των έργων της ζοφερής πλάνης

Ἱλασμὸν ἡμῖν Χριστὲ τοῖς ἐγρηγόρως,

ιλασμό σε μας, Χριστέ (που ξαγρυπνώντας

Νῦν σοι τελοῦσιν ὕμνον, ὡς εὐεργέτῃ,

ύμνο Σου προσφέρουμε ως ευεργέτη),

Ἔλθοις πορίζων εὐχερῆ τε τὴν τρίβον,

έλα και δώσ’ μας· και άνοιξε τον δρόμο

Καθ᾿ ἣν ἀνατρέχοντες, εὕροιμεν κλέος».

που ακολουθώντας τον θά ’βρουμε την ουράνια δόξα.

Ἀπηνὲς ἔχθος, τὸ πρὸς αὐτὸν Δεσπότης,

Το αμείλικτο μίσος προς αυτόν ο Δεσπότης

Τεμὼν διαμπάξ, σαρκὸς ἐν παρουσίᾳ,

μεμιάς ξερίζωσε με τη σάρκωσή Του·

Ἵνα κρατοῦντος ὤλεσε ψυχοφθόρου,

το σθένος αφάνισε του ψυχοφθόρου δυνάστη,

Κόσμον συνάπτων, ταῖς ἀΰλοις οὐσίαις,

τον κόσμο σύναψε με τις άυλες φύσεις,

Τιθεὶς προσηνῆ, τὸν Τεκόντα τῇ κτίσει.

και ειρήνευσε τον Πατέρα Θεό με την κτίση.

Ὁ λαὸς εἶδεν, ὁ πρὶν ἠμαυρωμένος,

Ο λαός είδε, ο πριν εσκοτισμένος,

Μεθ᾿ ἡμέραν φῶς, τῆς ἄνω φρυκτωρίας·

μετά τη μέρα, φως ουράνιας φωταψίας·

Ἔθνη Θεῷ δέ, κλῆρον Υἱὸς προσφέρει,

τα έθνη που κληρονόμησε στον Πατέρα προσφέρει

Νέμων ἐκεῖσε τὴν ἀπόρρητον χάριν,

ο Υιός παρέχοντας την ανέκφραστη χάρη,

Οὗ πλεῖον ἐξήνθησεν ἡ ἁμαρτία.

εκεί όπου πλέονασε πριν η αμαρτία.

ᾨδὴ Ϛ´.

Ναίων Ἰωνᾶς, ἐν μυχοῖς θαλαττίοις,

Ο Ιωνάς κλεισμένος στους μυχούς της θαλάσσης

Ἐλθεῖν ἐδεῖτο, καὶ ζάλην ἀπαρκέσαι.

δεόταν να βγει και να νικήσει τη ζάλη.

Νυγεὶς ἐγὼ δέ, τῷ τυραννοῦντος βέλει,

Κι εγώ που πληγώθηκα απ’ του τυράννου το βέλος

Χριστὲ προσαυδῶ, τὸν κακῶν ἀναιρέτην,

Χριστέ, σε καλώ, που τα δεινά αποδιώχνεις

Θᾶττον μολεῖν σε τῆς ἐμῆς ῥαθυμίας».

να έλθεις, προφταίνοντας τη ραθυμία.

Ὃς ἦν ἐν ἀρχῇ, πρὸς Θεὸν Θεὸς Λόγος,

Ο ών εν αρχή προς Θεόν Θεός Λόγος,

Νυνὶ κρατύνει, μὴ σθένουσαν τὴν πάλαι,

τη φύση μας βλέποντας που αδυνατούσε

Ἰδὼν φυλάξαι, τὴν καθ᾿ ἡμᾶς οὐσίαν,

την πρώτη κοινωνία να διαφυλάξει,

Καθεὶς ἑαυτὸν δευτέρᾳ κοινωνίᾳ

την κραταιώνει με δεύτερη κοινωνία

Αὖθις προφαίνων, τῶν παθῶν ἐλευθέραν.

και τη δείχνει πάλι ελεύθερη από πάθη.

Ἷκται δι᾿ ἡμᾶς, Ἀβραὰμ ἐξ ὀσφύος,

Ερχεται για μας απ’ του Αβραάμ το γένος,

Λυγρῶς πεσόντας, ἐν σκότει τῶν πταισμάτων,

που οικτρά πέσαμε στο σκότος των πταισμάτων

Υἱοὺς ἐγεῖραι, τῶν κάτω νενευκότων,

για να εγείρει από κατωφερείς λίθους τέκνα

Ὁ φῶς κατοικῶν, καὶ φάτνην παρ᾿ ἀξίαν.

ο φως κατοικών, αλλά τώρα και φάτνη

Νῦν εὐδοκήσας, εἰς βροτῶν σωτηρίαν.

καταδεχόμενος για την βροτών σωτηρία.

ᾨδὴ ζ´.

Τῷ παντάνακτος ἐξεφαύλισαν πόθῳ,

Στου παμβασιλέα Θεού τον πόθο αγκιστρωμένοι,

Ἄπλητα θυμαίνοντος ἠγκιστρωμένοι,

Ντρόπιασαν του άμετρα οργισμένου τυράννου

Παῖδες τυράννου δύσθεον γλωσσαλγίαν,

οι τρεις παίδες την αντίθεη βλασφημία

Οἷς εἴκαθε πῦρ ἄσπετον, τῷ Δεσπότῃ,

κι η φλόγα η ανείπωτη έφευγε, στον Δεσπότη

Λέγουσιν· Εἰς αἰῶνας εὐλογητὸς εἶ.

καθώς έλεγαν: «Εις αιώνας ευλογητός ει».

Ὑπηρέτας μὲν ἐμμανῶς καταφλέγει,

Τους υπηρέτες με μανία η φωτιά κατακαίει

Σῴζει δὲ παφλάζουσα ῥοιζηδὸν νέους,

πολύβουα παφλάζοντας, μα σώζει τους νέους

Ταῖς ἑπταμέτροις καύσεσι πυργουμένη,

κι ας πυργωνόταν ψηλά με επταπλάσια καύση·

Οὓς ἔστεφε φλόξ, ἄφθονον τοῦ Κυρίου,

εκείνους τους έστεφε, καθώς ο Κύριος αφθόνως

Νέμοντος, εὐσεβείας ἕνεκα, δρόσον.

τους δρόσιζε ένεκα της ευσέβειάς τους.

Ἀρωγὲ Χριστέ, τὸν βροτοῖς ἐναντίον,

Βοηθέ Χριστέ, τον εχθρό των ανθρώπων

Πρόβλημα τὴν σάρκωσιν ἀρρήτως ἔχων,

κατήσχυνες, την σάρκωσιν προβάλλοντάς του

ᾜσχυνας, ὄλβον τῆς θεώσεως φέρων,

ενανθρωπήσας, κι ας είχες τον πλούτο

Μορφούμενος νῦν· ἧς τινος δι᾿ ἐλπίδα,

της θείας ουσίας· που κάποτε ελπίζοντάς την

Ἄνωθεν εἰς κευθμῶνας ἤλθομεν ζόφου.

από ψηλά στους ζοφερούς κατήλθαμε τόπους.

Τὴν αγριωπόν, ακρατώς γαυρουμένην,

Την άγρια, που άκρατα αλαζονευόταν

Άσεμνα βακχεύουσαν εξοιστρουμένου,

και άσεμνα μαίνονταν κι οιστρηλατούσε τον κόσμο,

Κόσμου καθείλες πανσθενώς αμαρτίαν.

την αμαρτία γκρέμισες με τη δύναμή σου.

Ούς είλκυσε πρίν, σήμερον τών αρκύων,

Κι αυτούς που πριν τράβηξε από τα δίχτυα της σώζεις

Σώζεις δέ, σαρκωθείς εκών Ευεργέτα.

σαρκούμενος σήμερα εκών, Ευεργέτα.

ᾨδὴ η´.

Μήτραν ἀφλέκτως εἰκονίζουσι Κόρης,

Την μήτρα της Κόρης εικονίζουν οι νέοι

Οἱ τῆς παλαιᾶς πυρπολούμενοι νέοι,

της Παλαιάς Διαθήκης, που άφλεκτα πυρπολούνται·

Ὑπερφυῶς κύουσαν, ἐσφραγισμένην.

εκείνην που υπερφυώς κυοφορεί σφραγισμένη.

Ἄμφω δὲ δρῶσα, θαυματουργίᾳ μιᾷ,

Και τώρα, όπως τότε, με όμοιο θαύμα

Λαοὺς πρὸς ὕμνον ἐξανίστησι χάρις».

τον κόσμο προς ύμνον εξεγείρει η χάρις.

Λύμην φυγοῦσα τοῦ θεοῦσθαι τῇ πλάνῃ,

Τον όλεθρο σαν γλύτωσε να τη λατρεύουν με πλάνη

Ἄληκτον ὑμνεῖ τὸν κενούμενον Λόγον.

αδιάκοπα υμνεί τον σαρκούμενο Λόγο

Νεανικῶς ἅπασα σὺν τρόμῳ κτίσις,

με σφρίγος η κτίσις, αλλά και με τρόμο,

Ἄδοξον εὖχος δειματουμένη φέρειν,

γιατί φοβόταν να φέρει δόξα που δεν της πρέπει

Ῥευστὴ γεγῶσα, κἂν σοφῶς ἐκαρτέρει.

όντας φθαρτή· κι όμως, σοφά καρτερούσε.

Ἥκεις πλανῆτιν πρὸς νομὴν ἐπιστρέφων,

Ηλθες ξαναφέρνοντας στα χλοερά βοσκοτόπια

Τὴν ἀνθοποιὸν ἐξ ἐρημαίων λόφων,

σαν περιπλανώμενη σ’ ερημικά όρη,

Ἡ τῶν ἐθνῶν ἔγερσις, ἀνθρώπων φύσιν·

η έγερση των εθνών, την ανθρώπινη φύση

Ῥώμην βιαίαν τοῦ βροτοκτόνου σβέσαι,

τη βίαιη ρώμη σβήνοντας του ανθρωποκτόνου·

Ἀνὴρ φανείς τε, καὶ Θεὸς προμηθείᾳ.

Θεός και άνθρωπος με την πρόνοιά Σου εφάνης.

ᾨδὴ θ´.

Στέργειν μὲν ἡμᾶς, ὡς ἀκίνδυνον φόβῳ,

Να στέργουμε είν’ ευκολότερο την σιωπή από φόβο

Ῥᾷον σιωπήν, τῷ πόθῳ δὲ Παρθένε,

καθότι ακίνδυνη· ενώ απ’τον πόθο, Παρθένε,

Ὕμνους ὑφαίνειν, συντόνως τεθηγμένους,

να υφαίνουμε ύμνους αρμονικά ταιριασμένους

Ἐργῶδές ἐστιν, ἀλλὰ καὶ Μήτηρ σθένος,

επίπονο είναι. Αλλά, Μητέρα,

Ὅση πέφυκεν ἡ προαίρεσις δίδου.

το σθένος ανάλογο με την προαίρεση δίνε.

Τύπους ἀφεγγεῖς καὶ σκιὰς παρηγμένας,

Τους τύπους τους ασαφείς και τις σκιές του νόμου

Ὦ Μῆτερ ἁγνή, τοῦ Λόγου δεδορκότες,

να παρέρχονται βλέποντας, Μητέρα αγνή του Λόγου

Νέον φανέντος, ἐκ πύλης κεκλεισμένης,

που εσχάτως αναφάνηκε από κλεισμένη πύλη,

Δοξούμενοί τε, τῆς ἀληθείας φάος,

και αντί γι’ αυτά να λάμπει το φως της αληθείας,

Ἐπαξίως σὴν εὐλογοῦμεν γαστέρα.

κατά χρέος την άγια κοιλία σου ευλογούμε.

Πόθου τετευχώς, καὶ Θεοῦ παρουσίας,

Τον πόθο του εκπλήρωσε και την Θεού παρουσία

Ὁ χριστοτερπὴς λαὸς ἠξιωμένος,

ο λαός ο φιλόχριστος να δει ηξιώθη·

Νῦν ποτνιᾶται τῆς παλιγγενεσίας

μα τώρα ικετεύει και την παλιγγενεσία

Ὡς ζωοποιοῦ· τὴν χάριν δὲ Παρθένε,

τη ζωοποιό. Λοιπόν την χάρη, Παρθένε,

Νέμοις ἄχραντε, προσκυνῆσαι τὸ κλέος.

δώσε του, Άχραντε, να την προσκυνήσει.