Ἡ Ἐκκλησία μας διατηρεῖ ἀπὸ τὰ πρῶτα της χρόνια τὴν συνήθεια νὰ θυμᾶται καὶ νὰ τιμᾶ τὰ πρόσωπα ποὺ ἔχουν φύγει ἀπὸ τὴν ζωὴ ποὺ ζοῦμε. Βασικὴ Χριστιανικὴ διδασκαλία εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὡς ζῶν ὀργανισμὸς πλασμένος ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο συστατικά: ἕνα ὑλικὸ καὶ ἑπομένως, φθαρτὸ καὶ προσωρινὸ καὶ ἕνα ἄϋλο, ἑπομένως, καὶ αἰώνιο, καὶ ἄφθαρτο, καὶ πνευματικό, ποὺ τὸ ὀνομάζουμε καὶ «πνοὴ ζωῆς» δανειζόμενοι ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη τὴν εἰκόνα ποὺ παρουσιάζει ὁ θεόπνευστος Μωϋσῆς τὸν Πλάστη μας Θεό, νὰ πλάθει τὸ σῶμα ἀπὸ πηλὸ χῶμα καὶ μετὰ νὰ φυσᾶ κατὰ πρόσωπο στὸ δημιούργημά Του αὐτό, τὴν «πνοὴ τῆς ζωῆς» καὶ νὰ σημειώνει: «...καὶ ἐγένετο εἰς ψυχὴν ζῶσαν...». Δηλαδὴ τὸ προσωρινὸ καὶ φθαρτὸ καὶ ὑλικὸ εἶναι τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, αὐτὸ ποὺ φέρουμε ὅλοι μας καὶ βλέπουμε καὶ μὲ τὸ ὁποῖο ἐργαζόμαστε, διασκεδάζουμε καὶ ψηλαφοῦμε. Τὸ ἄλλο τὸ ἄϋλο ποὺ τὸ ὀνομάσαμε καὶ «πνοὴ Ζωῆς» εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἄϋλη, ἡ ἀόρατη, ἡ αἰώνια, ἡ ἄφθαρτη, ποὺ ἐνῶ ἔχει ἀρχὴ δὲν ἔχει τέλος.
Ἔτσι τὸ σῶμα μας ὡς ὑλικὸ καὶ ὑπακούοντας στοὺς νόμους τῆς φύσης, φθάνει κάποια στιγμὴ στὸ τέλος του, ἔχοντας ἐκτελέσει τὸν προορισμό του, ἄλλοτε σύντομα, ἄλλοτε ἀργότερα. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐπιγείας ζωῆς του εἶναι πάντοτε συνδεδεμένο μὲ τὴν ψυχή. Ὅταν ὅμως φθάνει στὸ σημεῖο τοῦ ἀποχωρισμοῦ, τότε λέμε πὼς ἐπέρχεται ὁ θάνατός του, ἢ πιὸ σωστὰ ἡ κοίμησή του. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη ὁ ὑμνογράφος τὴν χαρακτηρίζει «ὡς βίαιο χωρισμό». Καὶ τὸ σῶμα τότε ἐπιστρέφει στὴν γῆ ἀπὸ τὴν ὁποία προέρχεται καὶ ταυτόχρονα ἡ ψυχὴ συνεχίζει τὴ νέα της ζωὴ κοντὰ στὸ Δημιουργό της.
Ὁλοκληρώνοντας τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, πρέπει νὰ σημειώσουμε πῶς τὸ πλήρωμα τῶν πιστῶν στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, χωρίζεται σὲ δύο τάξεις. Ἡ πρώτη ἀποτελεῖται ἀπὸ ὅσους ἀνθρώπους ζοῦν στὸν κόσμο καὶ ὀνομάζονται ΣΤΡΑΤΕΥΟΜΕΝΗ Ἐκκλησία καὶ ἡ δεύτερη περιλαμβάνει ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ζωὴ καὶ συνεχίζει νὰ ζεῖ ἡ ψυχή τους κοντὰ στὸν Πλάστη της Θεό, καὶ ἀποτελοῦν τὴν ΘΡΙΑΜΒΕΥΟΥΣΑ Ἐκκλησία.
Ἡ διδασκαλία αὐτὴ γίνεται φανερὴ σὲ ὅλους μας, ποὺ μπαίνοντας στοὺς Ναούς, βλέπουμε τὶς ἁγιογραφίες τῶν ἁγίων νὰ ἀρχίζουν ἀκριβῶς πάνω ἀπὸ τὶς θέσεις μας καὶ ὅσο ἀνεβαίνει τὸ μάτι μας πρὸς τὰ πάνω καὶ μέχρι νὰ συναντήσουμε τὸν Παντοκράτορα στὸν τροῦλο, ἔχουμε δεῖ τοὺς Μάρτυρες, τοὺς Ὁσίους, τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς Προφῆτες, τοὺς Ἀγγέλους καὶ τέλος τὴν ἀπεικόνιση τοῦ Κυρίου, στὸ ὑψηλότερο μέρος τοῦ Ναοῦ.
Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν διδασκαλία τῆς Πίστεώς μας γίνεται ἀντιληπτό, ὅτι, οἱ συνάνθρωποί μας ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ ὑπηρέτησαν πιστὰ καὶ χωρὶς ταλαντεύσεις τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔχουν ξεχωριστὴ θέση στὸ θρησκευτικὸ βίο καὶ τοὺς τιμοῦμε γιορτάζοντας τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς τους (θανάτου) ἢ τὴν ἡμέρα τοῦ Μαρτυρίου τους, δοξολογώντας τους γιὰ τὴν τιμὴ ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ Κύριος, ἢ καὶ ζητώντας τὴν βοήθειά τους στὴν ζωή μας καὶ στὰ προβλήματα ποὺ ἀντιμετωπίζουμε.
Ἡ δύσκολη, γιὰ ὅσους ζοῦν στιγμὴ τοῦ ἀποχωρισμοῦ, τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, δημιουργεῖ συναισθήματα λύπης, ποὺ συνοδεύονται ἀπὸ δάκρυα καὶ κοπετούς, μοιρολόγια καὶ ἀναστεναγμούς. Αὐτὸ εἶναι ἀνθρώπινο καὶ φυσιολογικό, διότι ἀποχωριζόμαστε ἀπὸ ἕνα ἀγαπημένο μας πρόσωπο, ποὺ προσμέτρησε τὴν ἐπίγεια ζωή του καὶ πλέον ὁδεύει πρὸς τὴν μόνιμη κατοικία του. Ἡ διαφορὰ βρίσκεται, ὅταν ἐμεῖς ποὺ μένουμε πίσω, ξεπερνοῦμε τὸ μέτρον τῆς θλίψεως, τῆς εὐπρεπείας καὶ τῆς πίστεως στὴν αἰώνια ζωή, ποὺ καὶ μᾶς περιμένει, ὅταν τοῦτο τὸ ὁρίσει, ἢ τὸ ἐπιτρέψει ὁ Κύριος της ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου.
Ἡ πίστη στὴν αἰωνιότητα τῆς ψυχῆς ἦταν πολὺ ζωντανὴ καὶ στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτό, μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ δικοῦ τους προσώπου τελοῦσαν θρησκευτικὲς τελετὲς πρὸς ἐξαγνισμό του.
Μὲ τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ καὶ μετὰ τὴν Ἀναστάσιμη Θεανθρώπινη παρουσία του, γιὰ ἐμᾶς ποὺ θέλουμε νὰ λεγόμαστε ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ, ἡ πίστη μας ἑδραιώνεται στὴν μετὰ τὸν θάνατο ζωὴ καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτό, τὸν τόπο ποὺ ἐναποθέτουμε τὸ σῶμα τοῦ ἀδελφοῦ μας ποὺ ἔφυγε ἀπὸ κοντά μας τὸν ὀνομάζουμε «ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ» καὶ ὄχι νεκροταφεῖο, καὶ λέγουμε πὼς αὐτὸς «κοιμήθηκε». Ἑπομένως δὲν εἶναι ὀρθὴ ἡ λέξη «πέθανε», διότι καὶ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεώς μας ὁμολογοῦμε συνειδητά: «...προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Χαρακτηριστικὸς εἶναι καὶ ὁ ἀποχαιρετισμὸς τοῦ μοναχοῦ ποὺ κοιμήθηκε στὸ Ἅγιον Ὄρος· ὅταν τὸν συνοδεύουν στὴν ἐπίγεια κατοικία του, εὔχονται ὁ ἕνας μοναχὸς στὸν ἄλλο: «καὶ στὰ δικά μας» καὶ πρὸς τὸν κοιμηθέντα «καλὴ ἀντάμωση».
Περὶ τῶν καθηκόντων μας πρὸς τοὺς κοιμηθέντας ἔχομε τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπ᾿ αὐτὴν θὰ ἀντλήσουμε μερικὰ διδάγματα. Βασικὸ καθῆκον μας εἶναι νὰ προσευχόμαστε γιὰ τοὺς κοιμηθέντες ἀδελφούς μας, εἴτε κατὰ τὰ μέτρα τὰ δικά μας ἔζησαν δίκαιο καὶ ἐνάρετο βίο, εἴτε ἁμαρτωλὸ καὶ μακρὰν τῆς Πίστεως. Στὴν περίπτωση αὐτή, οἱ προσευχές μας πρέπει νὰ εἶναι συχνότερες, θερμοτέρες καὶ ἐντονώτερες, πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ κοιμηθέντος χωρὶς μετάνοια.
Οἱ προσευχὲς λοιπὸν ποὺ ἀπευθύνονται ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ζῶντες πρὸς τὸν Σωτῆρα, Κύριο καὶ Θεό μας γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ κοιμηθέντος προσφιλοῦς μας προσώπου, ὀνομάζονται ΜΝΗΜΟΣΥΝΑ.
Ἔτσι λοιπόν, ὅταν συμμετέχουμε στὴν Ἀκολουθία τοῦ Μνημόσυνου, πρέπει νὰ προσευχόμαστε μὲ εὐλάβεια καὶ θερμὴ πίστη, ἀπευθύνοντας πρὸς τὸν Θεὸ ἱκεσία γιὰ ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς του, καὶ ὄχι νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὴν ἀκολουθία αὐτὴ ὡς κοινωνικὴ ὑποχρέωση, προσερχόμενοι μέσα στὸ Ναὸ τὴν τελευταία στιγμὴ τῆς Θείας Λειτουργίας, καθισμένοι μὲ ἀσέβεια καὶ κάποιες φορὲς «σταυροπόδι», συνομιλώντας, γελώντας καὶ ἐνίοτε ἀγανακτώντας γιὰ τὴν παράταση τῆς Θείας Ἀκολουθίας. Καὶ τὸ χειρότερο; Μένοντας στὸν προαύλιο χῶρο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ ἢ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καὶ ἐκτὸς ὅλων τῶν παραπάνω διαπιστώσεων καὶ ἐνεργειῶν μας, καπνίζοντας καὶ ἀσχημονώντας τὴν ὥρα αὐτὴ κατὰ τὴν ὁποία ἔπρεπε, σὲ στάση ὄρθια καὶ μὲ περισσὴ προσοχή, νὰ προσευχόμεθα ἂς τὸ ἐπαναλάβουμε ἀκόμα μιὰ φορὰ γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ συγγενοῦς μας, τοῦ οἰκείου μας, τοῦ φίλου μας, τοῦ γνωστοῦ μας ἢ τέλος πάντων, ὁποιουδήποτε ἄλλου προσώπου, γιὰ τὸ ὁποῖο τελεῖται ἡ ὁμαδικὴ αὐτή, ἱκετευτικὴ προσευχή, τὸ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ.
Κατὰ τὴν ὥρα λοιπὸν ποὺ ὁ Ἱερέας τελεῖ τὴν ἐπιμνημοσύνη δέηση, ἐμεῖς πρέπει νὰ εἴμαστε προσηλωμένοι καὶ μὲ μεγάλη προσοχὴ νὰ στέλνουμε πρὸς τὸν Δίκαιο κριτὴ Κύριο, μηνύματα προσευχῆς ὑπὲρ τῆς ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τῶν ἀδελφῶν μας ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη ζωή, γιὰ τὴν οὐράνια καὶ αἰώνια.
Στὴν συνέχεια θὰ δοῦμε, τί διδάσκει ἡ Ἐκκλησία καὶ οἱ Θεοφόροι Πατέρες γιὰ τὴν Ἀκολουθία αὐτή.
1. Οἱ Ἀποστολικὲς Διαταγὲς ποὺ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ παλαιότερα βιβλία τῆς Πίστεώς μας, διδάσκουν πῶς πρέπει νὰ τελοῦνται τὰ μνημόσυνα, ὡς τρίτα, ἔνατα, τεσσαρακοστὰ καὶ ἐνιαύσια.
2. Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος, τελοῦσε κάθε ἡμέρα τὴν Θεία Λειτουργία εἰς μνήμην τοῦ Θεοδοσίου, τοῦ Σατύρου καὶ τοῦ Οὐαλεντιανοῦ.
3. Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς διδάσκει: «Δὲν ὁρίστηκαν τὰ μνημόσυνα στὴν τύχη ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, ἀλλὰ γνωρίζοντας ὅτι προκύπτει πολὺ ὄφελος στὴν ψυχὴ καὶ μεγάλη ἀνάπαυση».
4. Ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Μητροφάνης Κριτόπουλος σημειώνει: «Ἐπενόησε ἡ Ἐκκλησία νὰ προσφέρει εὐχὲς καὶ ἱκεσίες γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, ὥστε ὁ Θεὸς νὰ τοὺς ἀπαλλάξει ἀπὸ τὰ δεινὰ ἢ νὰ εὕρουν κάποια ἄνεση καὶ παρηγοριά...»
5. Ἀναφέρεται γιὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Διάλογο, ὅτι προσευχόμενος θερμὰ καὶ καθημερινά, ἔσωσε τὸν αὐτοκράτορα Τραϊανό, πλὴν ὅμως ἄκουσε φωνὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ ποὺ τοῦ ἔλεγε: «Τῆς εὐχῆς σου ἤκουσα καὶ συγγνώμην Τραϊανῷ δίδωμι».
Πολλὰ εἶναι τὰ καταγεγραμένα Πατερικὰ καὶ μὴ περιστατικὰ ποὺ ἀναφέρουν ὅτι οἱ ὅσιοι καὶ θεοφόροι Πατέρες μὲ τὶς συνεχεῖς καὶ ἀληθινὲς προσευχές τους καὶ δεήσεις, βοήθησαν πολλοὺς «ἀδίκους» καὶ ἰδιαιτέρως μέσῳ τῆς ἀναιμάκτου Θυσίας.
6. Ὁ Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης ἀναφέρει ὅτι τὰ μνημόσυνα πρέπει νὰ τελοῦνται, «τὴν Τρίτην (3ην) ἡμέραν, εἰς ἀνάμνησιν τῆς τριημέρου Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, την Ἐνάτην (9ην) εἰς τύπον τῶν ἐννέα Ἀγγελικῶν Ταγμάτων, τὴν Τεσσαρακοστὴν (40ήν), διότι κατὰ πρῶτον λόγον, οἱ Ἰουδαῖοι μετὰ τὴν κοίμησιν τοῦ Μωϋσέως ἐπένθησαν διὰ τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ δεύτερον καὶ σπουδαιότερον, διὰ τὴν τεσσαρακονθήμερον νηστείαν τοῦ Ἰησοῦ εἰς τὴν ἔρημον».
7. Τέλος, πολλοὶ ἐπώνυμοι καὶ ἀνώνυμοι Πατέρες καὶ Γέροντες, μᾶς διδάσκουν ὅτι μεγάλη ὠφέλεια δέχεται ἡ ψυχὴ τοῦ ἀδελφοῦ συνανθρώπου μας ποὺ κοιμήθηκε, ὅταν ἡ οἰκογένεια τοῦ τελεῖ πρὸς ἀνάπαυσή του τὸ λεγόμενο ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΟ. Δηλαδή, ἐπὶ σαράντα ἡμέρες μετὰ τὴν κοίμησή του, τελεῖται καθημερινὰ Θεῖα Λειτουργία στὴν μνήμη του.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ παραπάνω, ἡ Ἐκκλησία ὅρισε καὶ τὰ δύο ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΑ γιὰ νὰ μνημονεύονται ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ἀπὸ ἀρχῆς τοῦ κόσμου μέχρι τῶν ἡμερῶν μας. Τὸ ΠΡΩΤΟ Ψυχοσάββατο τὴν Κυριακὴ πρὸ τῆς Κρίσεως (Ἀπόκρεω). Αὐτὴ τὴν ἡμέρα τελεῖται τὸ μνημόσυνο γιὰ ὅσους κοιμήθηκαν σὲ ξένη γῆ, εἴτε στὴ θάλασσα, εἴτε στὴν ἔρημο καὶ γιὰ ὅσους δὲν ἔχουν γίνει κανονικὰ μνημόσυνα καὶ ἔχουν στερηθεῖ τὴν ὠφέλειά τους. Τὸ ΔΕΥΤΕΡΟ Ψυχοσάββατο τελεῖται ἐννέα ἡμέρες μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ μας, δηλαδὴ τὸ Σάββατο πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς. Σ᾿ αὐτὸ μνημονεύονται ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ μέχρι καὶ σήμερα. Ἀλλά, ἐπειδὴ πρὸ τοῦ Χριστοῦ δὲν ὑπῆρχαν Χριστιανοί, γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Τὰ μνημόσυνα πρέπει νὰ συνδυάζονται μὲ τὴν τέλεση τῆς ἀναίμακτου θυσίας ποὺ πραγματοποιεῖται κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία.Ἔτσι τὸν σπουδαιότερο ρόλο ἔχει, ἡ συμμετοχὴ τῶν τελούντων τὸ μνημόσυνο, στὸ Μυστήριον τῶν Μυστηρίων, μεταλαμβάνοντας τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Δεσπότου Ἰησοῦ, καλὰ καὶ πνευματικὰ προετοιμασμένοι μὲ μετάνοια, προσευχὴ καὶ νηστεία. Αὐτὴ ἡ πράξη εἶναι ἡ ἐξοχώτερη γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῶν ψυχῶν τῶν κοιμηθέντων συγγενῶν, φίλων, συνανθρώπων, ἀλλὰ καὶ τὴν δική μας. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ πρέπει νὰ προσφέρουμε στὸν λειτουργὸ Ἱερέα, ἀπὸ τὴν παραμονή, τὸ ΠΡΟΣΦΟΡΟ, τὸ ΚΡΑΣΙ, τὸ ΛΑΔΙ, τὸ ΘΥΜΙΑΜΑ καὶ τὸ ΚΕΡΙ. Μέχρι τὸν 4ον αἰώνα μετὰ τὸ μνημόσυνο καὶ τὴν Θεία Κοινωνία, προσφερόταν στοὺς Χριστιανοὺς ψωμί, κρασί, ἐλιὲς ἢ τυρὶ ἢ ρύζι, καὶ εὔχονταν οἱ πιστοὶ «Μακάρια ἡ μνήμη αὐτοῦ». Κατάλοιπα τῆς συνηθείας αὐτῆς εἶναι σήμερα τὰ ἀρτίδια καὶ ὁ καφές, ποὺ προσφέρονται στοὺς συμμετέχοντες στὸ μνημόσυνο. Ἀργότερα ἄρχισε ἡ προσφορὰ ἀπὸ βρασμένο σιτάρι καὶ ἄλλους καρπούς. Τοῦτο συμβολίζει τὴν κοίμηση καὶ ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως ὁ καρπὸς γιὰ νὰ βλαστήσει πρέπει πρῶτα νὰ θαφτεῖ μέσα στὸ χῶμα, ἔτσι καὶ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα θάπτεται καὶ περιμένει τὴν ἀνάστασή του καὶ τὴν ὁριστικὴ κρίση ἀπὸ τὸν δικαιοκρίτη Θεό. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, οἱ πιστοὶ δὲν δέχονται τὴν καύση τῶν κοιμηθέντων προσώπων τους, ἡ ὁποία δὲν στηρίζεται στὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
Ὑπάρχουν μερικοὶ ἀπὸ ἐμᾶς ποὺ «ἀντὶ μνημόσυνου» κάνουν κάποια ΔΩΡΕΑ στὴν μνήμη τοῦ κοιμηθέντος προσώπου. Ἄλλο ὅμως τὸ μνημόσυνο καὶ ἄλλο ἡ ἐλεημοσύνη. Τίποτε καὶ καμμία ἐλεημοσύνη δὲν μπορεῖ νὰ ἀντικαταστήσει τὴν Θεία Λειτουργία, κατὰ τὴν ὁποία προσφέρεται «ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου». Γι᾿ αὐτὸ καὶ προσφέρουμε στὴν Ἐκκλησία τὸ Πρόσφορο καὶ τὸ Νάμα, ποὺ μεταβάλλονται σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ. Νὰ μὴν λησμονοῦμε ὅτι, ἀπὸ αὐτὸ τὸ πρόσφορο, θὰ βγάλει ὁ Λειτουργὸς καὶ τὴ μερίδα τοῦ κοιμηθέντος, ποὺ θὰ τοποθετηθεῖ πάνω στὸ Δισκάριο, δίπλα στὶς μερίδες τῶν Ἁγίων καὶ τῶν Δικαίων. Ἐκεῖ, τὴ στιγμὴ τοῦ Μυστηρίου, εἶναι παροῦσα ὅλη ἡ Ἐκκλησία, ἡ Στρατευόμενη καὶ ἡ Θριαμβεύουσα. Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει: «Εἶναι μεγάλη τιμὴ νὰ ἀναφέρεται καὶ τὸ ὄνομα τοῦ δικοῦ μας ἀνθρώπου, ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία. Καὶ τοῦτο διότι ἀναγγέλλεται, ὅτι ὁ Θεός μας, ἔδωσε τὸν Ἑαυτόν Του γιὰ τὴ σωτηρία τῆς Οἰκουμένης ὅλης...».
Ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, κοινὰ μαρτυροῦν, ὅτι ὠφελοῦν. Ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνός, ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁ Συμεὼν Θεσσαλονίκης, ὁ Γρηγόριος Νύσσης, ὁ Κύριλλος Ἱεροσολύμων, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, γιὰ νὰ ἀναφέρουμε μερικούς, ὁμολογοῦν τὴν ὠφέλειά τους. Ὁ Πανεπιστημιακὸς διδάσκαλος τῆς Δογματικῆς ἀείμνηστος Χρῆστος Ἀνδροῦτσος σημειώνει: «Ὡς δὲν δυνάμεθα νὰ καθορίσωμεν πῶς ὁ Θεός, ὁ διέπων τὸν κόσμον καθ᾿ ὁρισμένους νόμους, προσδιορίζεται ὑπὸ τινος εὐχῆς καὶ ἐπεμβαίνει τῆς πορείας τῶν φυσικῶν καὶ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, οὕτως ἀδύνατον νὰ κατανοήσωμεν, πῶς αἱ εὐχαὶ ὠφελοῦσι τοὺς κεκοιμημένους». Ὠφελοῦν λοιπόν, ὅταν γίνονται μὲ πίστη, εὐλάβεια, καὶ εὐσέβεια, καὶ ὅταν οἱ ἀναχωρήσαντες ἦταν δεκτικοὶ τοῦ θεϊκοῦ ἐλέους.
Δὲν ὠφελοῦν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος διώχνει τὴν Θεία Χάρη καὶ μεταβάλλεται σὲ ἀμετανόητο. Γιὰ ἐκεῖνον ποὺ ἔφυγε ἀπὸ τὴ γῆ τελείως ἀμετανόητος, δὲν ὑπάρχει μεγάλη ὠφέλεια. Ὅμως καὶ ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ τύχει κάποιας ἀναψυχῆς, ὅπως διδάσκουν οἱ Πατέρες. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἀναφέρει, ὅτι οἱ ψυχὲς τῶν ἁμαρτωλῶν «μετέχουν εὐεργεσίας τινος» ἀπὸ τὴν τέλεση τῆς ἀναίμακτης Θυσίας. Ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος, ἂν καὶ πιὸ αὐστηρὸς τονίζει: «Ἂς τοὺς βοηθήσουμε ὅσο μποροῦμε, προσφέροντας σ᾿ αὐτοὺς κάποια βοήθεια, μικρὴ μέν, ἀλλὰ ἱκανὴ νὰ τοὺς βοηθήσει. Μὲ ποιὸν τρόπο;» ρωτᾶ ὁ ἴδιος, καὶ ἀπαντᾶ: «Εὐχόμενοι καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καὶ παρακαλοῦντες καὶ τοὺς ἄλλους συμμετέχοντες, νὰ προσεύχονται γι᾿ αὐτούς. Μὲ τὴ συμμετοχή μας στὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ κατὰ πρῶτον, μὲ ἐλεημοσύνες καὶ προσευχές, ποὺ θὰ κάνουμε γι᾿ αὐτοὺς ποὺ κοιμήθηκαν ἀμετανόητοι. Αὐτὰ ὅλα τὰ κάνουμε, γιὰ νὰ λάβουν κάποια παρηγοριά». Παρακάτω χρησιμοποιεῖ ἕνα παράδειγμα γιὰ νὰ μᾶς διδάξει: «Φαντάσου ἕνα Βασιλέα ποὺ ἐξόρισε τοὺς ὑπηκόους του ποὺ ἐπαναστάτησαν ἐναντίον του. Στὸν Βασιλέα παρεμβαίνουν οἱ ἐνδιαφερόμενοι, φίλοι τῶν ἐξόριστων, ποὺ ἀφοῦ πλέξουνε στεφάνι ἀπὸ ἐκλεκτὰ μυρωδάτα ἄνθη, τοῦ τὸ προσφέρουν «ὑπὲρ τῶν ἐν ἐξορίαις». Καὶ ὁ Ἅγιος ἐρωτᾶ: «Ὁ Βασιλέας, δὲν θὰ ὑποχωρήσει στὶς ἐπαναλαμβανόμενες καὶ ἐπίμονες παρακλήσεις, ὥστε νὰ δώσει στοὺς ἐξορίστους κάποια ἄνεση τῶν κολάσεων; Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς, προσφέρουμε στὸν Θεὸ δεήσεις καὶ «Χριστὸν ἐσφαγιασμένον» ὑπὲρ τῶν ἁμαρτημάτων τους, καὶ ζητοῦμε νὰ λάβουν κάποια συγγνώμη οἱ κοιμηθέντες ἐν ἁμαρτίᾳ».
Πηγή: Ἐγκόλπιον Ἑορτολόγιον τοῦ ἔτους 2011, ἔκδ. Ἱερὰ Μητρόπολις Καλαβρύτων καὶ Αἰγιαλείας, σελ. 204-217