ἱερέως τινος ἐλαχίστου τε καὶ οὐτιδανοῦ
Εὐλόγησον Πάτερ.
Ὁ Ἐλισσαῖος ἐγεννήθηκε στὰ Γάλγαλα, ποὺ ἦταν πόλη τῆς Παλαιστίνης. Τότε, συνέβη ἕνα καταπληκτικὸ γεγονός. Ἐκεῖ στὰ Γάλγαλα ἐλάτρευαν γιὰ θεὸ ἕνα ἄγαλμα χρυσῆς δαμάλεως. Αὐτὸ τὸ ἄγαλμα ἐμούγκρισε τότε τόσο δυνατά, ποὺ ἀκούστηκε στὰ Ἱεροσόλυμα. Ὁ μέγας ἀρχιερεύς, ὅταν τὸ ἀφουγκράστηκε, εἶπε: - Σήμερα μεγάλος προφήτης ἐγεννήθηκε. Καὶ αὐτὸς θὰ γκρεμίσει τὰ γλυπτὰ καὶ θὰ συντρίψει τὰ χωνευτὰ εἴδωλα.
Περὶ τὸ ἔτος 908 π.Χ. ὁ Θεὸς εἶπε στὸν προφήτη Ἠλία: - Πήγαινε στὸ δρόμο τῆς Δαμασκοῦ καὶ νὰ χρίσεις προφήτην, γιὰ διάδοχόν σου, τὸν Ἐλισαιέ, τὸν υἱὸν Σαφάτ. Πράγματι! Ἐπῆγε καὶ τὸν βρῆκε τὸν Ἐλισσαῖο στὸν ἀγρό του νὰ ὀργώνει τὴν γῆ. Ἦταν πλούσιος, εἶχε 12 ζευγάρια βόδια. Ὁ προφήτης Ἠλίας, μόλις τὸν συνάντησε, ἔβγαλε τὴ μηλωτή του, τὸ προβάτινο δηλαδὴ πανωφόρι του καὶ τὸ ἔριξε ἐπάνω στὸν Ἐλισσαῖο, καὶ τὸν ἐκάλεσε κοντά του. Ὁ Ἐλισσαῖος ἀμέσως τὸν ἀκολούθησε. Πρωτύτερα ὅμως ἐπῆρε τὰ ζυγάλετρα καὶ ὅλα τὰ ξύλινα γεωργικὰ ἐργαλεῖα, ἔσφαξε ὅλα τὰ βόδια του, τὰ ἔψησε καὶ τὰ μοίρασε στὸν λαό. Ἀμέσως κατόπιν ἀκολούθησε τὸν Προφήτη Ἠλία, ὅπως ἀργότερα ἔκαμαν καὶ οἱ Ἀπόστολοι. Τὸν ὑπηρετοῦσε δὲ ἕως ὅτου ὁ Ἠλίας ἀνελήφθη στὸν οὐρανό.
Ὅταν ἐπρόκειτο ν᾿ ἀναληφθεῖ ὁ Ἠλίας, ἐπῆρε τὸν Ἐλισσαῖο μαζί του καὶ ἔφυγαν ἀπὸ τὰ Γάλγαλα. Σὲ κάποιο μέρος ὁ Ἠλίας εἶπε στὸν Ἐλισσαῖο: - Ἐσὺ κάθισε ἐδῶ. Ἐμένα μὲ ἔστειλε ὁ Κύριος νὰ πάω εἰς τὴν Βαιθήλ. - Ὄχι, τοῦ εἶπε ὁ Ἐλισσαῖος. Δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψω ἐπ᾿ οὐδενὶ λόγο. - Πράγματι, τὸν ἀκολούθησε στὴ Βαιθήλ. Στὴν Βαιθὴλ ἦταν ὁ τόπος, ὅπου ἐκοιμήθη ὁ Ἰακώβ, ὅταν ἔφευγε τὴν ὀργὴ τοῦ Ἠσαῦ, καὶ στὸν ὕπνο του εἶδε τὴν κλίμακα, ποὺ ἐστηριζόταν στὴν γῆ καὶ ἔφθανε στὸν οὐρανό.
Ἐκεῖ ἐπῆγαν τότε στὸν Ἐλισσαῖο οἱ υἱοὶ τῶν προφητῶν, οἱ μαθητές των, οἱ ὑποτακτικοὶ δηλαδὴ τῶν προφητῶν, καὶ εἶπαν πρὸς τὸν Ἐλισσαῖο· - Κατέχεις το, ὅτι σήμερα ὁ Κύριος παίρνει τὸ δάσκαλό σου, τὸν Ἠλία, ἐπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι σου; - Κατέχω το, εἶπε! Ἀλλὰ σωπᾶτε καὶ μὴ μιλεῖτε.
Ἐκεῖ τοῦ εἶπε πάλι ὁ Ἠλίας τοῦ Ἐλισσαίου: - Κάθισε ἐσὺ ἐδῶ, διότι ἐμένα μὲ στέλλει ὁ Κύριος στὴν Ἰεριχώ. Ὁ Ἐλισσαῖος δὲν ἐκάθισε καὶ ἐπήγαινε μαζὶ στὴν Ἰεριχώ. Ἐκεῖ οἱ υἱοὶ τῶν προφητῶν, ποὺ ἦσαν εἰς τὴν Ἰεριχώ, ἐπλησίασαν τὸν Ἐλισσαῖο καὶ τοῦ εἶπαν: - Κατέχεις το, ὅτι σήμερα λαμβάνει ὁ Θεὸς τὸν κύριό σου ἐπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι σου; - Ναί, εἶπε, κατέχω το. Ἀλλὰ σωπᾶτε.
- Κάθισε σύ, τοῦ εἶπε πάλι ὁ Ἠλίας, ἐδῶ, διότι ἐμένα μὲ στέλλει ὁ Κύριος νὰ πάω στὸν Ἰορδάνη. - Ὄχι, τοῦ εἶπε πάλι ὁ Ἐλισσαῖος. Δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψω σὲ καμιὰ περίπτωση.
Τότε ἐβάδισαν καὶ οἱ δύο μαζί. Τοὺς ἀκολούθησαν ὅμως ἀπὸ μακρυὰ καὶ πενήντα ἄνδρες, μαθητὲς τῶν προφητῶν. Οἱ δύο τους ἐστάθηκαν στὴν ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου. Τότε ὁ Ἠλίας ἐπῆρε τὴν μηλωτή του, τὴν ἐτύλιξε καὶ ἐκτύπησε τὸ νερό. Τὸ νερὸ ἐχωρίστηκε στὰ δύο, καὶ αὐτοὶ ἐπέρασαν, σὰν μέσα σὲ ξηρά.
Ὅταν ἐπέρασαν, ὁ Ἠλίας εἶπε στὸν Ἐλισσαῖο: - Ζήτησέ μου, τί νὰ σοῦ δώσω, προτοῦ ἀναληφθῶ. - Θέλω τοῦ εἶπε νὰ μοῦ δώσεις διπλῆ τὴν προφητικὴ χάρη σου καὶ νὰ κάμω κι ἐγὼ διπλάσια ἔργα ἀπὸ τὰ δικά σου. - Πολὺ δύσκολο πρᾶγμα ἐζήτησες, τοῦ εἶπε ὁ Ἠλίας. Ἀλλά, ἂν μὲ δεῖς ν᾿ ἀναλαμβάνομαι, ἂς σοῦ γίνει ἔτσι, ὅπως τὸ ζήτησες. Ἐὰν ὅμως δὲν μὲ δεῖς, δὲν θὰ σοῦ δοθεῖ αὐτό.
Ἐνῷ ὅμως περπατοῦσαν καὶ συζητοῦσαν, αἴφνης παρουσιάζεται ἕνα ἁμάξι πύρινο, μὲ ἵππους πύρινους. Μπῆκε μεταξύ τους καὶ τοὺς χώρισε. Ἅρπαξε τότε μέσα τὸν Ἠλία καὶ σὰν μὲ ἀνεμοστρόβιλο, ἀναλήφθηκε ὁ Ἠλίας εἰς τὸν οὐρανό. Ὁ Ἐλισσαῖος ἔβλεπε ἀπὸ κάτω καὶ φώναζε: - Πάτερ - Πάτερ, ἅρμα Ἰσραὴλ καὶ ἱππεῖς αὐτοῦ. Σὺ, δηλαδή, πάτερ, ἤσουν ὁ προστάτης τοῦ Ἰσραήλ. Σὺ τὸ ἱππικό του, καὶ ἡ δύναμή του. - Ἀλλὰ δὲν τὸν εἶδε πιά. Ἐχάθηκεν ὁ Ἠλίας μὲ τὸ πύρινο ἅρμα στὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ. Ἀπὸ τὴν στενοχώρια του τότε ὁ Ἐλισσαῖος ἔπιασε τὰ ροῦχα του καὶ τὰ ἔσκισε στὰ δύο.
Ἐσήκωσε κατόπιν τὴ μηλωτὴ τοῦ Ἠλία, ποὺ ἔπεσε ἀπὸ ἐπάνω καὶ γύρισε πίσω. Ἐστάθηκε στὴν ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου. Ἐπῆρε κατόπιν τὴν μηλωτὴ τοῦ Ἠλία καὶ ἐκτύπησε τὸ νερό. Ἀλλὰ δὲν ἐχώρισε τὸ νερὸ στὰ δύο. Τότε εἶπε: - Ποῦ εἶναι ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Ἠλία; Ἐχτύπησε πάλι τὰ νερὰ καὶ ἐχώρισαν στὰ δύο ἀπ᾿ ἐδῶ καὶ ἀπ᾿ ἐκεῖ, καὶ ἔτσι πέρασε ὁ Ἐλισσαῖος. Ὅταν ὅμως τὸν εἶδαν οἱ υἱοὶ τῶν προφητῶν, ποὺ ἦσαν ἀπέναντι τῆς Ἰεριχοῦς, εἶπαν: - Τὸ πνεῦμα τοῦ Ἠλιοὺ ἀναπαύθηκε στὸν Ἐλισσαῖο.
Ἐπῆγαν τότε, τὸν ἐσυνάντησαν, τὸν ἐπροσκύνησαν καὶ τοῦ εἶπαν: - Μαζί μας ἔχομε πενῆντα στρατιῶτες. Νὰ πᾶνε καὶ θὰ ψάξουν γιὰ τὸν Κύριό σου, μήπως τὸν ἐσήκωσε πνεῦμα Κυρίου καὶ τὸν ἔριξε στὸν Ἰορδάνη ἢ σὲ κανένα βουνό; - Ὄχι, τοὺς εἶπε ὁ Ἐλισσαῖος, νὰ μὴ στείλετε. Ἐκεῖνοι ὅμως ἐπέμεναν πολύ. - Ἐπὶ τέλους στείλατε, τοὺς εἶπε. Πράγματι ἔστειλαν πενῆντα ἄνδρες, ἔψαξαν τρεῖς ἡμέρες παντοῦ καὶ δὲν τὸν εὑρῆκαν. Ἐπέστρεψαν κατόπιν καὶ εὑρῆκαν τὸν Ἐλισσαῖο στὴν Ἰεριχώ. Τοῦ ἀνέφεραν τὶς ἄκαρπες ἐνέργειές των. - Σᾶς εἶπα νὰ μὴν πᾶτε, τοὺς ἐπαρατήρησε.
Ἐνῷ ἡ δράση τοῦ Προφήτου Ἠλιοὺ ἦταν στραμμένη στὴν ἀνάκτηση τῆς χαμένης πίστεως μεγάλου μέρους τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ, ὁ Προφήτης Ἐλισσαῖος ἐκήρυξε γιὰ τὸ ἦθος τοῦ λαοῦ.
Ὁρισμένοι προφῆτες ἐκήρυτταν μὲ τοὺς λόγους καὶ τὰ ὁράματά τους, ἄλλοι μὲ τὰ βάσανα καὶ τὶς θλίψεις τους· ὁ Ἐλισσαῖος, ὅπως καὶ ὁ δάσκαλός του, ἐφανέρωνε τὴν ἀλήθεια τοῦ κηρύγματός του μὲ θαύματα. Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἦταν σὲ αὐτὸν δύναμη ποὺ ἀνέτρεπε τοὺς φυσικοὺς νόμους, δίνοντας μαρτυρία γιὰ τὴν χάρη ποὺ δίνεται σὲ ἐκείνους ποὺ παραμένουν πιστοὶ στὸν ἀληθινὸ Θεό, καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἐπροτύπωνε τὸ ἔργο τοῦ Σωτῆρος.
Ὅπως εἶχε λάβει τὴν διαβεβαίωση, ἔλαβε ὄντως διπλῆ τὴν προφητικὴ χάρη ἀπὸ αὐτὴν ποὺ εἶχεν ὁ Ἠλίας. Ἐνῷ ὁ Ἠλίας θαυματούργησε ἑπτὰ φορές, τὰ θαύματα τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου ἦσαν δεκατέσσαρα. Ὄντως ἡ δράση του ὡς προφήτου ἐμφανίζεται κυρίως συνυφασμένη μὲ ἔκτακτες ἐνέργειες καὶ παντοειδῆ θαύματα. Ἀκολουθεῖ μικρὰ ἀναφορὰ σὲ αὐτά:
1. Τὰ ὕδατα τῆς Ἰεριχοῦς, τὰ ὁποῖα ἔκαναν ἀτέκνους τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ ζῷα ποὺ τὰ ἔπιναν, τὰ ἐγιάτρεψε ρίχνοντας ἁλάτι σὲ αὐτὰ καὶ λέγοντας· «Τάδε λέει Κύριος, ἰατρεύω τὰ νερὰ αὐτά».
2. Ὁ Ἐλισσαῖος ἐπολλαπλασίασε τὸ ἀπόθεμα ἐλαίου μιᾶς φτωχῆς χήρας γιὰ νὰ μπορέσει νὰ πληρώσει τὰ χρέη της.
3. Ἐμετάτρεψε τὸ πικρὸ φαγητὸ σὲ νόστιμο χυλὸ γιὰ νὰ φάγουν οἱ προφῆτες καὶ πολλαπλασιάζοντας εἴκοσι κριθαρένια ψωμιὰ ἔθρεψε ἑκατὸ ψυχές.
4. Κάθε φορὰ ποὺ ἐπερνοῦσε ἀπὸ τὸ χωριὸ Σουμάν, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἐφιλοξενοῦνταν στὸ σπίτι μιᾶς πλουσίας γυναίκας, ποὺ ἀπέκτησε γιὸ μὲ τὶς προσευχὲς τοῦ Ἐλισσαίου.
5. Μία ἡμέρα, ὁ γιός της, τὸν ὁποῖον εἶχε ἀποκτήσει, ἀπόθανε. Ἔτρεξε τότε νὰ βρεῖ τὸν Ἐλισσαῖο στὸ Καρμήλιον ὄρος καὶ τὸν ἐπαρακάλεσε νὰ ἔρθει στὸν οἴκο της. Ὁ προφήτης εὑρῆκε τὸν νεκρὸ νὰ κείτεται στὸ κρεβάτι του. Κι ἐνῷ θαῦμα θὰ μποροῦσε νὰ γίνει καὶ μόνο μὲ τὴν προσευχή, ἐκεῖνος ἐξάπλωσε πάνω στὸ παιδί, ἔβαλε τὸ στόμα του πάνω στὸ στόμα του, τὰ μάτια του στὰ μάτια του καὶ τὰ χέρια του στὰ χέρια τοῦ παιδιοῦ καὶ τοῦ ἐμφύσησε πνοὴ ζωῆς. Μὲ τὴν ἐνέργειά του αὐτή, ὁ προφήτης ἐπροτύπωσε τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἐκατῆλθε ἐξ οὐρανοῦ γιὰ νὰ μπεῖ στὰ μέτρα τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ νεκρουμένου ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, καὶ νὰ τοῦ ἐμφυσήσει τὸ δικό Του Πνεῦμα τῆς αἰωνίου ζωῆς.
6. Κατόπιν, ὁ Ἐλισσαῖος ἐπρότρεψε τὴν ἴδια Σωμανίτιδα νὰ φύγει ἀπὸ τὸ βασίλειο τοῦ Ἰσραὴλ καὶ νὰ μεταβεῖ στὴν χώρα τῶν Φιλισταίων γιὰ νὰ γλυτώσει ἀπὸ ἕναν λιμό, ὁποὺ ἔμελλε νὰ κρατήσει ἑπτὰ χρόνια.
7. Μίαν ἄλλη φορά, καθὼς ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς προφῆτες τοῦ Ἐλισσαίου ἐργαζόταν στὴν ὄχθη τοῦ Ἰορδάνη, τοῦ ἐξέφυγε τὸ σίδερο τοῦ τσεκουριοῦ καὶ ἔπεσε στὸ νερό. Τὸ εἶπε στὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ καὶ τότε αὐτὸς ἔριξε ἕνα ξύλο στὸ ἴδιο σημεῖο καὶ ἔκανε τὸν σίδηρο νὰ ἐπιπλεύσει, προτυπώνοντας ἔτσι τὴν ἰδιότητα τοῦ Σταυροῦ νὰ ὑψώνει τὴν πεπτωκυῖα φύση τοῦ ἀνθρώπου.
8. Φωτισμένο ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, τὸ βλέμμα τοῦ Ἐλισσαίου ἦταν τόσο διεισδυτικό, ὥστε ἀποκάλυπτε στοὺς βασιλεῖς τοῦ Ἰσραὴλ καὶ στοὺς συμμάχους τους τὰ σχέδια τοῦ βασιλέα τῆς Ἀσσυρίας. Καὶ κάθε φορὰ ποὺ αὐτὸς ἤθελε νὰ στήσει ἐνέδρα στοὺς Ἰσραηλῖτες, τοὺς ἔβρισκε στὴν θέση τους καὶ ἑτοιμοπόλεμους.
9. Στὴν πολιορκημένη ἀπὸ τοὺς Σύριους Σαμάρεια ποὺ βασανιζόταν ἀπὸ τὴν πεῖνα, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἀνήγγειλε τὴν προσεχὴ σωτηρία της στὸν βασιλέα, ποὺ ἦταν ἕτοιμος νὰ βλασφημήσει. Τὴν ἑπόμενη ἀνακάλυψαν ὅτι ὁ ἐχθρικὸς στρατὸς εἶχε φύγει μετὰ ἀπὸ ἕνα τρομερὸ δρᾶμα, ἀφήνοντας πίσω του ὅλες τὶς προμήθειες καὶ ἕνα μεγάλο μέρος τῆς λείας.
10. Ὁ προφήτης Ἐλισσαῖος δὲν ἀρκοῦνταν νὰ προφητεύει μόνο στοὺς Ἰσραηλῖτες, ἀλλὰ ἀσκοῦσε τὸ λειτούργημά του καὶ πρὸς τοὺς εἰδωλολάτρες. Προεῖπε τὴν δολοφονία τοῦ βασιλέως τῆς Δαμασκοῦ Μπὲν-Ἀδὰδ Β´, ἀπὸ τὸν ἀξιωματικό του Ἀζαήλ, καὶ ἀνήγγειλε στὸν τελευταῖο ὅτι θὰ ἔπαιρνε τὴν ἐξουσία.
11. Μιὰν ἄλλη φορά, ὁ προφήτης Ἐλισσαῖος ἐθεράπευσε τὸν Νεεμάν, πολύτιμο συνεργάτη τοῦ βασιλέως τῆς Συρίας ἀπὸ τὴν λέπρα, στέλνοντάς τον νὰ λουσθεῖ στὸν Ἰορδάνη, προτυπώνοντας ἔτσι τὴν σωτηρία τῶν εἰδωλολατρῶν μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα. Ὁ Νεεμάν, μόλις ἐπλύθηκε, ἡ λέπρα ἔπεσε ἀπὸ πάνω του σὰν λέπια ψαριοῦ καὶ ἔγινε τὸ σῶμα του καθαρὸ καὶ ὑγιές. Εὐγνώμων τότε, ἐπρόσφερε δῶρα στὸν Ἐλισσαῖο, ὁ ὁποῖος τὰ ἀρνήθηκε, γνωρίζοντας ὅτι ἡ εὐγνωμοσύνη ὀφείλεται στὸ Θεό, ἐνῷ μὲ τὴν πράξη του δοξάστηκε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ.
12. Ὡστόσο ὁ Γιεζί, ὑπηρέτης τοῦ Ἐλισσαίου, ἐθαμπώθηκε ἀπὸ τὰ δῶρα καὶ ἐπέδειξε φιλαργυρία καὶ παρακοή. Ἔτρεξε στὸ Νεεμὰν καὶ τοῦ ἐζήτησε χρήματα καὶ στολές, λέγοντας ψέματα ὅτι τὰ ἐζήτησε ὁ προφήτης. Ἡ πράξη τοῦ Γιεζὶ ἐφανερώθηκε καὶ τότε ἔλαβε αὐτὸς τὴν νόσο τῆς λέπρας.
13. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ λοιπὸν ἐνεργοῦσε μέσῳ αὐτοῦ καὶ κατὰ τρόπον ποὺ νὰ τιμωρεῖ τὴν ἁμαρτία. Ὅταν κάποιοι νεαροὶ ἐκορόϊδεψαν μὲ θράσος τὸν προφήτη, δηλαδὴ τὴν οὐρανόσταλτη ἀποστολή του καὶ τὴν ὁλόψυχη προσπάθειά του, ἐβγῆκαν δύο ἀρκοῦδες ἀπὸ τὸ δάσος καὶ ἐκατασπάραξαν σαράντα δύο ἐξ αὐτῶν.
Μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ θαυμάσια ποὺ ἐνήργησε ὁ Θεὸς διὰ μέσου τοῦ προφήτου Ἐλισαιέ, τὸ βασίλειο τοῦ Ἰσραὴλ ἀπαλλάχθηκε σχεδὸν πλήρως ἀπὸ τὴν λατρεία τοῦ Βάαλ· ὅμως οἱ Ἑβραῖοι, ὑπαίτιοι τῆς διασπάσεως τῆς ἑνότητος τοῦ βασιλείου, εἶχαν παρὰ ταῦτα τὴν ἀνάγκη διαρκῶν ἐπεμβάσεων τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὰ εἴδωλα καὶ τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ ἐπιστρέφουν στὴν λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.
Ἡ προφητικὴ δράση τοῦ Ἐλισσαίου καλύπτει τὰ χρονικὰ διαστήματα τῶν βασιλειῶν τῶν βασιλέων τοῦ Ἰσραὴλ Ἰωράμ, Ἰηού, Ἰωαχὰζ καὶ Ἰωάς (851-825 π.Χ.), τῶν ὁποίων ὑπῆρξε εὐεργετικὸς καὶ συνετὸς σύμβουλος. Ὑπῆρξε ἡ ψυχὴ τῆς προφητικῆς ἀντιστάσεως ἐναντίον τῆς δυναστείας τοῦ Ἀμβρί, δίδοντας ὁ ἴδιος θαρραλέα τὸ σύνθημα τῆς ἐξεγέρσεως καὶ ἀνέδειξε ἀντὶ τοῦ Ἰωρὰμ τὸν Ἰηοὺ ὡς βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ, μὲ σκοπὸ νὰ ἐπιφέρει στὴ χώρα θρησκευτικὴ μεταρρύθμιση.
Πλήρης ἡμερῶν, ἐπὶ βασιλέως Ἰωάς, ἀπέθανε καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴν Σεβαστούπολη τῆς Σαμαρείας, ὑπὸ τοὺς θρήνους τοῦ βασιλέως καὶ ὅλου τοῦ λαοῦ.
14. Τὸν ἴδιο ἐκεῖνο χρόνο, ἕνας νεκρός, ὁποὺ τὸν ἔθεσαν ἐπὶ τοῦ τάφου τοῦ προφήτου σὲ μία ἐπιδρομὴ τῶν Μωαβιτῶν, ἦρθε ξανὰ στὴν ζωὴ καὶ ἐστάθηκε στὰ πόδια του.
Ἐπὶ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου τοῦ μικροῦ (408-450 μ.Χ.) τὰ ἱερὰ τοῦ προφήτου λείψανα ἀνεκομίσθηκαν καὶ ἐμεταφέρθηκαν στὴ μονὴ Παύλου τοῦ λεπροῦ, ποὺ ἦταν στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἀργότερα δὲ ἐμετακομίσθηκαν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐκατατέθηκαν στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Ναὸ ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ προφήτου Ἐλισσαίου ἀνήγειρε στὸ παλάτι τῶν Πηγῶν, στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος ὁ Μακεδών (867-886 μ.Χ.).
Ταῖς τοῦ δικαίου προφήτου σου ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.