Σύμφωνα μὲ τὴν σεβαστὴν παράδοσιν ἡ Μονή, ἀρχικὰ εἶχε κτισθῆ κοντὰ εἰς τὸ παραθαλάσσιο χωριὸ Λεόντιον. Μετὰ ὅμως ἀπὸ τρεῖς ἀλεπαλλήλους καταστροφάς, ἀπὸ μέρους πειρατῶν, ἀπεφάσισαν οἱ τότε πατέρες τῆς Μονῆς νὰ τὴν μεταφέρουν ὑψηλὰ σὲ βουνὸ γιὰ νὰ μὴ τὴν βλέπουν ἢ καὶ φθάνουν γρήγορα οἱ πειραταί.
Ἡ νέα πλέον Μονὴ ἀπεφασίσθη νὰ κτισθῇ πλησίον τῆς περιοχῆς εἰς τὴν ὁποίαν τώρα εὑρίσκεται ἡ Ἱ. Μονὴ Παναγίας Χρυσολεοντίσσης καὶ σὲ ἀπόστασιν περίπου 10 λεπτῶν. Κατὰ τὴν ἀνοικοδόμησιν τῆς νέας Μονῆς συνέβη τὸ ἑξῆς θαυμαστὸ καὶ παράδοξο γεγονός. Τὰ διάφορα ἐργαλεῖα τὰ ὁποῖα ἄφιναν οἱ κτῖσται εἰς τὸν χῶρον τῆς ἀνεργέσεως τὸ πρωΐ δὲν τὰ εὕρισκαν ἐκεῖ, ἀλλὰ εἰς τὴν θέσιν εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκεται τώρα ἡ ἤδη ὑπάρχουσα Ἱ. Μονή, ἀνεργεθεῖσα κατὰ τὰ ἔτη 1600-1614. Τὸ θαῦμα αὐτὸ ἐπανελήφθη τρεῖς φορὰς ὁπότε ἐννόησαν οἱ πατέρες καὶ οἱ κτῖσται ὅτι θέλημα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἦτο νὰ κτισθῇ τὸ Μοναστήρι εἰς τὴν σημερινήν του τοποθεσίαν. Εἰς τὴν πρώτην τοποθεσίαν ἔκτισαν ἕνα μικρὸ ἐκκλησάκι ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ Ἁγ. Λεοντίου τὸ ὁποῖον σώζεται μέχρι σήμερον.
Λέγεται ὅτι ἡ Μονὴ εὑρίσκεται εἰς τὸ κέντρον τῆς νήσου Αἰγίνης. Τὸ σχῆμα τῆς Μονῆς εἶναι τετράγωνον, ὅπως καὶ τῶν Βυζαντινῶν Μοναστηρίων. Ὁ κυρίως Ναὸς εὑρίσκεται εἰς τὸ κέντρον τῆς αὐλῆς καὶ εἰς ὑψηλότερον ἐπίπεδον. Ἐκτίσθη τὸ 1808 εἰς τὴν θέσιν παλαιοτέρου Ναοῦ βασιλικοῦ ῥυθμοῦ. Ἰδιαιτέραν ἀξίαν ἔχει τὸ μεγάλον ξυλόγλυπτον τέμπλον, μὲ πολλὰς παραστάσεις ἐκ τῆς Π. Διαθήκης, μορφὰς Ἁγίων, Ἀγγέλων, Εὐαγγελιστῶν κ.λ.π. Ὑπεράνω τῶν τριῶν θυρῶν ὑπάρχει ἡ ἑξῆς ἐπιγραφή:
«+1814 Σεπτεμβρίου 26 ἔλαβε τέλος τὸ παρὸν τέμπλον».
«+διὰ συνδρομῆς Κυρίλλου ἡγουμένου Λαμπαδαρίου καὶ τῶν πατέρων».
«+ διὰ χειρῶν Ἰωάννου, Δημητρίου, Ἀθανασίου καὶ Εὐσταθίου».
Ἡ μετατροπὴ τῆς Μονῆς εἰς Γυναικείαν ἐγένετο τὸ 1935 προνοίᾳ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κ. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου.
Κατὰ τὸ θέρος τοῦ 1935 ἦλθεν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν Ἁγ. Τριάδος (Ἁγίου Νεκταρίου) πρὸς διακανονισμὸν ἐσωτερικῶν ὑποθέσεων καὶ ἀνάδειξιν ἡγουμένης. Ἐπ᾿ εὐκαιρίᾳ ἐπεσκέφθη καὶ τὴν ἀνδρώαν Μονὴν τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Χρυσολεοντίσσης, ἡ ὁποία εὑρίσκετο εἰς ἀπόστασιν περίπου μιᾶς ὥρας ἀπὸ τὴν Μονὴν τῆς Ἁγ. Τριάδος.
Ὅταν ἔφθασε ἐκτύπησε τὴν ἐξώπορταν κατ᾿ ἐπανάληψιν χωρὶς καμίαν ἀπάντησιν· ἦτο κλειστή. Κατεβλήθησαν τότε προσπάθειαι ἀπὸ τοὺς συνοδούς του· πλὴν ὅμως δὲν κατωρθώθη ἡ διάνοιξίς της. Λυπημένος ἐπέστρεψε. Ἡ λύπη του ὅμως ἐμεγάλωσε ὅταν τὸν ἐπληροφόρησαν ὅτι οἱ μοναχοὶ ποὺ ὑπῆρχαν εἰς τὴν Μονὴν ἦσαν συνολικὰ δύο, ὁ ἱερεὺς Εὐλόγιος ποὺ διέμενεν τὸν περισσότερον καιρὸν εἰς πλησιέστερον τῆς Μονῆς χωρίον καὶ ὁ γέροντας Μοναχὸς Νικηφόρος, ποὺ διέμενε πιὸ πολὺ εἰς τὸ πατρικόν του σπίτι, κοντὰ εἰς τὴν Μονήν.
Μὲ καταφανὴ τὴν θλῖψιν εἰς τὸ πρόσωπόν του, ὁ Μακαριώτατος, διὰ τὴν ἐγκατάλειψιν τῆς Σταυροπηγιακῆς καὶ Πατριαρχικῆς αὐτῆς Μονῆς ἐσκέφθη ὅπως συμβάλῃ ἀποφασιστικὰ εἰς τὴν διάσωσιν καὶ περαιτέρω ἀκμὴν τῆς ἱστορικῆς Μονῆς τῆς Παναγίας Χρυσολεοντίσσης.
Πρὸς τὸν σκοπὸν αὐτὸν συνεζήτησε μὲ τὴν Διακόνισσα Μαγδαληνὴν Μουστάκα, ὅπως δεχθὴ νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν Μονὴν μαζὶ μὲ ἄλλας τρεῖς Μοναχάς, καὶ ἔτσι, διὰ τῆς μετατροπῆς τῆς Μονῆς εἰς γυναικείαν ἀνθήσει καὶ πάλιν ἡ πνευματικὴ ζωὴ εἰς τὸ ἡσυχαστικὸν περιβάλλον τῆς ἐρειπωθείσης Μονῆς.
Ὅταν ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Ἀθήναν προέβη εἰς ὅλας τὰς σχετικὰς ἐνεργείας πρὸς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον καὶ τὸ Ὑπουργεῖον τῶν Ἐκκλησιαστικῶν, καὶ ἐπέτυχε τὴν μετατροπὴν τῆς Μονῆς ἀπὸ ἀνδρικὴν εἰς γυναικείαν. Ἡ σχετικὴ ἀπόφασις ἐδημοσιεύθη εἰς τὸ ὑπ᾿ ἀριθμ. 551 φῦλλον τῆς Κυβερνήσεως τῆς 15.11.1935.
Μετὰ τὴν δημοσίευσιν, ἡ Διακόνισσα Μαγδαληνὴ Μουστάκα ἐκλήθη ἀπὸ τὸν Μακαριώτατον εἰς τὴν Ἀθήναν πρὸς συζήτησιν, ἀναφορικὰ μὲ τὴν Μονήν, διὰ νὰ λάβῃ τὸν διορισμόν της, ὡς καὶ τῶν δύο συμβούλων της Μοναχῶν Ἀγαθονίκης Γαλάρη, καὶ Εὐβούλης Καραβία.
Ἡ Διακόνισσα Μαγδαληνὴ παραλαβοῦσα τὴν Μοναχὴν Ἀγαθονίκην ἀνεχώρησε διὰ τὴν Ἀθήναν πρὸς παραλαβὴν τῶν σχετικῶν διοριστηρίων ἐγγράφων, ὡς Ἡγουμένης τῆς ἰδίας καὶ τῶν δύο συμβούλων της. Ὁ Μακαριώτατος δι᾿ ὀλίγων ἐξῆρε τὴν ἱκανότητα καὶ τὰ πολλὰ χαρίσματα τῆς Διακονίσσης Μαγδαληνῆς, ἀλλὰ ἐτόνισε ὡσαύτως καὶ τὰς εὐθύνας καὶ δυσκολίας ποὺ θὰ συναντήσουν εἰς τὴν θεάρεστον προσπάθειαν τῆς ἀναστηλώσεως καὶ ἀναδιοργανώσεως τῆς Μονῆς εἰς πραγματικὸν καὶ ἐνάρετον κοινόβιον. Ἐτόνισεν ἐπίσης ὁ Μακαριώτατος ὅτι παρελάμβανον τὴν Ἱ. Μονὴν εἰς κατεστραμμένην κατάστασιν καὶ χωρὶς οἰκονομικοὺς πόρους. Τέλος ηὐχήθη εἰς αὐτὰς τὴν παρὰ Κυρίου πλουσίαν ἐπισκίασιν καὶ βοήθειαν, ἐπιδώσας συγχρόνως καὶ τὸ ποσὸν τῶν 6.000 δραχμῶν δι᾿ ἔξοδα μετακινήσεώς των. Ἀγοράσας δὲ πολλὰ πράγματα οἰκιακῆς χρήσεως καὶ ἄλλα χρειώδη ἐπέδωσε εἰς τὰς ἀδελφὰς διὰ τὴν Μονήν.
Ἡ εὐσεβὴς καὶ ἡρωϊκὴ Διακόνισσα Μαγδαληνὴ ηὐχαρίστησε τὸν Μακαριώτατον διὰ τὸν ὅλον εἰλικρινὲς αὐτοῦ ἐνδιαφέρον ὑπὲρ τῆς Μονῆς, γνωρίσασα τὴν ἀντίδρασιν ποὺ ἤθελε συναντήσει ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως Αἰγίνης ἀποβιβαζομένη εἰς Αἴγιναν. Διότι οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως ἦσαν ἐνάντιοι εἰς τὴν μετατροπὴν τῆς Μονῆς, ἐπειδὴ εἶχον τὴν Ἱ. Μονὴν ὡς θερινὸν κατάλυμμά των.
Κατόπιν τῶν ὅσων ἐλέγχθησαν ἀπεφασίσθη νὰ σταλῇ ἐπιστολὴ πρὸς τὸ Ἡγουμενοσυμβούλιον τῆς Ἱ. Μονῆς Ἁγ. Τριάδος μὲ τὴν ἐντολὴν νὰ ἐπιτρέψῃ τὴν ἀναχώρησιν διὰ τὴν Ἱ. Μ. Χρυσολεοντίσσης τῆς, ἤδη συμβούλου, Μοναχῆς Εὐβούλης πρὸς παραλαβὴν τῆς Μονῆς.
Ἀναχωρήσασα μετὰ τῆς Πανσέμνης Γελαδήνα μετέβη εἰς τὴν Αἴγιναν πρὸς τὸν ἀρχιερατικὸν σύμβουλον πρωθιερέα Αἰγίνης αἰδεσιμώτατον Στυλιανὸν Λιάτσον καὶ τοῦ ἐπέδωσε σχετικὴν ἐπιστολὴν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου διὰ τῆς ὁποίας τοῦ ὑπεδεικνύετο νὰ ὑπάγῃ μετὰ τῆς Μοναχῆς Εὐβούλης εἰς τὴν Ἱ. Μ. Χρυσολεοντίσσης πρὸς σύνταξιν πρακτικοῦ παραλαβῆς τῆς Μονῆς. Πράγματι τὴν 16ην Δεκεμβρίου τοῦ 1935 μετέβησαν εἰς τὴν Μονὴν δι᾿ ὅλα τὰ ἀνωτέρω.
Μετὰ παρέλευσιν δύο περίπου ἡμερῶν ἦλθεν εἰς τὴν Μονὴν ὁ ἐπιστάτης αὐτῆς ἀπὸ τὴν Αἴγιναν φέρων σημείωμα μὲ τὸ ὁποῖον μᾶς ἐγνώριζεν ὅτι ἀπεβιβάσθη ἡ γερόντισσα Μαγδαληνὴ μετὰ τῆς Ἀγαθονίκης. Ἐλθοῦσαι δὲ αὕται εἰς τὴν Ἱ. Μ. Ἁγ. Τριάδος, παρέλαβον τὰς ἀποσκευάς των καὶ τὴν ἀδελφὴν Θεοπίστην Βουτέρη καὶ τὴν ἑπομένην ἀποχαιρετήσασα μετ᾿ ἀγάπης ἁπάσας τὰς ἀδελφὰς ἦλθαν τὴν 19ην τοῦ μηνὸς Δεκεμβρίου, ἐν μέσῳ ζωηρῶν κωδωνοκρουσιῶν. Ἐψάλη δοξολογία καὶ κατόπιν παρεδόθησαν εἰς αὐτὴν ὑπὸ τοῦ αἰδεσιμωτάτου Γρηγορίου Ἀληφαντῆ τὰ κλειδιὰ τῆς Μονῆς καὶ ὅτι εἶχεν ἐναπομείνει ἀπὸ τὴν μεγάλην Μοναστηριακὴν περιουσίαν τῆς Μονῆς, μὲ εἰδικὸν πρωτόκολλον παραλαβῆς εἰς διπλοῦν καὶ ὑπεγράφη...
Κατόπιν διεβιβάσθη εἰς τὸν Ἁρχιεπίσκοπον εὐχαριστήριος ἐπιστολὴ μετὰ σχετικῶν πληροφοριῶν.
Μετὰ παρέλευσιν ὀλίγων μηνῶν προσῆλθον ἐκ τῆς Ἱ. Μ. Ἁγ. Νεκταρίου καὶ αἱ ἀδελφαὶ Χρυσαφένια, Βρυαίννη, Μαριὰμ καὶ Πανσέμνη, γενόμεναι συνολικῶς ἑπτά.
Ἡ ὁσιωτάτη Καθηγουμένη Μαγδαληνὴ Μουστάκα, κατὰ κόσμον Μαρία ἐγεννήθη τὸ 1880 εἰς Ἄργος καὶ ἐμεγάλωσε εἰς Ἀθήνας, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς τοὺς Νικόλαον καὶ Ἀσπασίαν. Ἡ εἴσοδός της εἰς τὴν Ἱ. Μ. Ἁγ. Τριάδος ἔγινε τὴν 11ην Ἀπριλίου 1910, ἐλθοῦσα ἐξ Ἀλεξανδρείας, ὅπου ὑπηρέτει ὡς διδασκάλισσα. Ἡ ζωή της ὡς δοκίμου ὑπῆρξε κατὰ πάντα ὑποδειγματική. Μετὰ τὴν νόμιμον δοκιμασίαν ἐκάρη ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου Μοναχὴ (μικρόσχημος) ὀνομασθεῖσα Μαγδαληνή. Ἡ κουρά της εἰς μεγαλόσχημον μοναχὴν ἐγένετο τὴν 12ην Ὀκτωβρίου 1922. Ἡ χειροτονία της εἰς Διακόνισσα δὲν ἀναφέρεται εἰς τὸ Μοναχολόγιον τῆς Μονῆς, ὁπωσδήποτε ὅμως πρέπει νὰ ἔγινε κατὰ τὸ διάστημα τῶν ἐτῶν 1913-1919, διότι ἡ χειροτονία αὐτῆς ἔγινε ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν Ἅγιον Νεκτάριον, τὸν θαυματουργόν, ὁ ὁποῖος, ὅπως εἶναι γνωστόν, ἐκοιμήθη τὸ ἑσπέρας τῆς 8ης Νοεμβρίου 1920.
Ἡ ἐκ τῆς Μονῆς τῆς Ἁγ. Τριάδος ἀναχώρησίς της ἔλαβε χώρα τὴν 23ην Δεκεμβρίου 1935, προκειμένου νὰ ἀνασυγκροτήσῃ καὶ λαμπρύνῃ τὴν ἐρημωθεῖσα Μονὴ τῆς Παναγίας Χρυσολεοντίσσης Αἰγίνης.
Ἡ συμπεριφορά καὶ γενικὰ ἡ ζωὴ τῆς Διακονίσσης Μαγδαληνῆς ὑπῆρξε ἀγγελικὴ καὶ ὄχι ἀνθρώπινη. Σύμφωνα μὲ ὅσα ὡμολόγουν ὅλαι αἱ ἀδελφαί, ποὺ εἶχαν τὴν εὐτυχίαν νὰ εὑρεθοῦν κάτω ἀπὸ τὴν φωτισμένην καὶ συνετὴ καθοδήγησή της, ἡ πολιτεία της ἦτο ὑπόδειγμα μοναχικῆς τελειότητος.
Ἐποίμανε, ἡ ἀείμνηστος καὶ ὁσία πράγματι Γερόντισσά μας Μαγδαληνὴ τὸ λογικὸ τῆς Μονῆς ποίμνιον ἐπὶ 32 συνολικὰ ἔτη μετ᾿ ἐπιστήμης, διακρίσεως καὶ ἀληθινῆς κατὰ Θεὸν ἀγάπης. Εἰς τὸ διάστημα δὲ αὐτὸ ἤσκησε κάθε εἶδος, πρακτικοῦ καὶ θεωρητικοῦ, τῆς φιλοσόφου καὶ ἀγγελικῆς πολιτείας. Ἐγκατέλειπε ἅγιον ὑπόδειγμα ἀσκητρίας Ἡγουμένης εἰς τὰς ἀδελφάς. Ἡ ἀφοσίωσίς της, ὁ ἔνθεος ζῆλος, ἡ ἀκράδαντος εἰς Χριστὸν πίστις, ἡ βαθεία ταπείνωσις, ἡ καθαρὰ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεόν, τὴν Παναγίαν, τοὺς Ἁγίους, τὰς ἀδελφὰς καὶ ὅλους τοὺς προσερχομένους εἰς τὴν Μονὴν ἀδελφοὺς τοῦ Κυρίου ἐφανέρωναν ἐκλεκτὴ ψυχή, χαριτωθεῖσα ὑπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ γευθεῖσα τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν.
Ὅσαι καὶ ὅσοι ἐγνώρισαν τὴν μακαριστὴν Γερόντισσαν ἔγιναν κοινωνοὶ τῆς ὑψηλῆς πνευματικότητός της, ὡς καὶ τῶν πολλῶν χαρισμάτων μὲ τὰ ὁποῖα τὴν ἐκόσμησεν ὁ Θεός, διότι ἠγάπησε τὸν Θεόν, ἔργῳ, λόγῳ καὶ διανοίᾳ. Ἔζησε τὸ θέλημά Του ταπεινὰ μὲ τὴν διαρκῆ προσδοκία τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, ὅπου καὶ εἶχε στηρίξει τὴν ἄγκυρα τῆς πίστεως, τὴν βεβαίαν ἐλπίδαν της. Ἠκολούθησε τὸν Κύριον διὰ τῆς ἀφιερώσεως μὲ αὐταπάρνησιν, καρτερίαν καὶ εὐχαριστίαν. Τὴν ὁσίαν της ψυχὴν παρέδωκε εἰς τὸν Κύριον εἰρηνικὰ τὴν 23ην Ἰουνίου 1963 εἰς ἡλικίαν 83 ἐτῶν.
Ὅταν παρελάβομεν τὴν Μονὴν δὲν εὕρομεν τίποτε. Ὑπῆρχε μόνον εἰς μίαν δαμιζάναν ὀλίγον λάδι κάτω-κάτω. Ἕνα πρωΐ, μετὰ τὴν ἀκολουθίαν, ἐπῆγε ἡ μοναχὴ κελάρισσα νὰ πάρῃ τὸ ὀλίγον λάδι ποὺ ὑπῆρχε καὶ εὗρε τὴν δαμιζάναν γεμάτην καὶ ἤρχισε νὰ χύνεται κάτω. Μετὰ μεγάλης συγκινήσεως ἔτρεξε καὶ τὸ ἀνήγγειλεν εἰς τὴν Γερόντισσαν Ἡγουμένην Μαγδαληνήν, ἡ ὁποία ἐλθοῦσα εἶδεν ἀληθῶς τὸ παράδοξον θαῦμα καὶ μετὰ δακρύων καὶ δοξολογίας ηὐχαρίστησε τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον διὰ τὴν μητρικήν της φροντίδα.
Τὰ πρῶτα χρόνια ποὺ τὸ Μοναστήρι εἶχε μεγάλη συνέχεια συνέβη τὸ ἑξῆς: Προκειμένου νὰ μαγειρεύσῃ ἡ μαγείρισσα ἦλθε στεναχωρημένη εἰς τὴν Ἡγουμένην Μαγδαληνὴν καὶ εἶπε: Γερόντισσα, πῶς θὰ μαγειρεύσω ποὺ δὲν ἔχομεν καθόλου ἁλάτι; Ἡ Γερόντισσα τῆς ἀπήντησε: Δὲν πειράζει, φᾶτε καὶ σεῖς μία φορὰ ἀνάλατο φαγητό, ἐγὼ πῶς τρώγω! Τὴν στιγμὴν ὅμως ἐκείνην ἐκτύπησε ἡ ἐξώπορτα καὶ ἐμβῆκε μιὰ γρηούλα ἡ ὁποῖα πλησιάσα τὴν Ἡγουμένην τῆς ἔδωσεν ἕνα δεματάκι, λέγουσα: Γεροντισσοῦλα μου, νὰ μὲ συγχωρῇς, δὲν εἶχα ἄλλο νὰ σοῦ φέρω καὶ σοῦ ἔφερα αὐτὸ τὸ λίγο ἀλατάκι ποὺ εὑρέθη στὸ σπίτι μου. Ἡ συγκίνησις διὰ τὴν γρήγορη ἀπάντηση τῆς Παναγίας στὴν ἔλλειψι τοῦ ἀλατιοῦ ὑπῆρξε μεγάλη καθὼς καὶ τὰ αἰσθήματα χαρᾶς καὶ εὐχαριστίας διὰ τὴν πρόνοιάν Της πρὸς τὰς ἀνάγκας τῶν ἀφιερωμένων ἀδελφῶν τῆς Μονῆς Της.
Μᾶς εἶχε συνηθίσει ἡ Γερόντισσά μας, ὅταν ἄρχιζε ἡ Ἁγία Τεσσαρακοστή, τὸ πρῶτον Σάββατον νὰ μᾶς κάμνῃ σπανακόπιτα. Ἐπλησίαζε τὸ Σάββατο καὶ λέγει ἡ μαγείρισσα στὴν Ἡγουμένη: Γερόντισσα σπανάκι δὲν ἔχομεν, δὲν θὰ κάμωμεν ἐφέτος σπανακόπιτα; Ἡ Γερόντισσα ἀπήντησε: Κάμετε προσευχὴ καὶ ἐὰν ἡ Κυρία μας Θεοτόκος τὸ ἐπιτρέψῃ θὰ ἔλθῃ καὶ τὸ σπανάκι. Ἡ μαγείρισσα, ὀλίγον στενοχωρημένη, ἀπήντησε: Εὐλογημένον, θὰ περιμένωμεν.
Τὸ ἀπόγευμα τῆς ἰδίας ἡμέρας κτυπᾶ ἡ ἐξώθυρα καὶ μπαίνει μία γνωστὴ καὶ ἀγαπητή μας γυναῖκα, Θεώνη λεγομένη, ἀπὸ ἕνα μακρυνὸ χωριό, κρατῶντας ἕνα μικρὸ μπουκαλάκι στὸ χέρι καὶ ἕνα σακκὶ στὸν ὦμο. Ἐπλησίασε τὴν Γερόντισσά μας καὶ τῆς εἶπε: Γεροντισσοῦλα μου ἐσκέφθηκα τὶς ἀγαπημένες καλογρηές σου καὶ σᾶς ἔφερα λίγο σπανάκι καὶ λίγο λαδάκι νὰ κάμουν μιὰ σπανακόπιτα.
Πράγματι εἰς ἐκείνους ποὺ ἀγαποῦν τὸν Θεὸν καὶ φυλάσσουν τὰς ἐντολάς Του ὅλα συνεργοῦν εἰς τὸ καλόν. Διὰ μίαν ἀκόμη φορὰν φανεροῦται ἡ ἄγρυπνος Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἡ θαυματουργοῦσα καὶ ἐλπίζουσα πίστις, ἡ ὁποία κάμνει τὰ δύσκολα εὔκολα. Τὸ Γραφικὸν «θέλημα τῶν φοβουμένων αὐτῶν ποιεῖ καὶ τῆς δεήσεως αὐτῶν εἰσακούει», ὡς καὶ τὸ «ἐπίῤῥιψον ἐπὶ Κύριον τὴν μέριμνάν σου καὶ αὐτὸς σὲ διαθρέψῃ», οὐδέποτε πρέπει νὰ λησμονοῦμε, διότι ὁ Θεός, ἡ Παναγία καὶ οἱ Ἅγιοι Πάντες εὑρίσκονται πολὺ κοντά μας καὶ πρόθυμοι νὰ μᾶς βοηθήσουν εἰς ὅλα τὰ προβλήματά μας, ἀρκεῖ μὲ πίστι νὰ ζητοῦμε αἰτήματα δίκαια καὶ συμφέροντα εἰς τὰς ψυχάς μας.
Τὸ σχετικὸ θαῦμα τὸ παραθέτουμε ὅπως ἀναφέρετε εἰς τοπικὴν ἐφημερίδα τοῦ 1966.
«ΕΓΙΝΕ ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΙΓΙΝΑ
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ
Τὸ θαῦμα τῆς βροχῆς κρατεῖ σὲ πρωτοφανῆ συγκίνησι τὸ λαὸ τῆς νήσου Αἰγίνης.
Ὑπέφερε πολὺ ἀπὸ ἀπὸ τὴν ἀνομβρία τὸ νησί. Μῆνες εἶχαν οἱ οὐρανοὶ νὰ ποτίσουν τὴν γῆ καὶ οἱ φοβερὲς συνέπειες ἄρχισαν νὰ ἐκδηλώνονται ἀπειλητικές. Οὕτε ἕνα πράσινο χόρτο στὰ χωράφια. Ξερὴ καὶ ἀκαλλιέργητη ἔμενε ἡ γῆ.
Ὁ δήμαρχος καὶ ὁ πρόεδρος τῶν ἐπαγγελματιῶν ἐπῆραν ἀπόφασι νὰ κατεβάσουν στὴν Αἴγινα τὴν θαυματουργὸ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Χρυσολεόντισσας, ποὺ φυλάσσεται στὸ ὁμώνυμο βυζαντινὸ μοναστήρι, στὸ κέντρο τοῦ νησιοῦ καὶ ποὺ εἶναι ἄγνωστο στοὺς χιλιάδες ἐπισκέπτες τῆς Αἰγίνης, γιατὶ δὲν πάει αὐτοκίνητο ἕως ἐκεῖ. Οἱ μοναχὲς ποὺ τὸ διατηροῦν στὴν καθαρὴ καὶ ἁγνὴ μοναστηριακή του ὅψι, δὲν δέχονται νὰ γίνει δρόμος ἁμαξητὸς καὶ ἔτσι τὸ μνημεῖο κράτησε τὸ χρῶμά του καὶ δὲν ἔγινε ξενοδοχεῖο, ὅπως τὰ περισσότερα μοναστήρια τῆς χώρας μας.
Ἡ αὐστηρὴ βυζαντινὴ μορφὴ τῆς Παναγίας, εἰκόνος 400 καὶ πλέον ἐτῶν, εἶναι πάντα ἡ ἐλπίδα στὶς δυστυχίες τῶν Αἰγινητῶν.
Ἔτσι τὴν περασμένη Τετάρτη, κλῆρος καὶ λαός, ὁλόκληρο τὸ νησὶ ξεκίνησε γιὰ νὰ φέρῃ κάτω στὴν πόλι μὲ τὰ πόδια τὴν Παναγία. Δὲν ἔμεινε στὸ νησί του κανείς. Μιὰ συγκινητικὴ πορεία πέντε χιλιάδων λαοῦ συνοδεύει τὸ ἅγιον εἰκόνισμα ὡς τὴν πόλι, ὅπου γονατιστοὶ ὅλοι ἐζήτησαν «νὰ ἀνοίξῃ ἡ χάρι της τοὺς καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ».
Ἡ λιτανεία τελείωσε ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα. Τὴν ἄλλη ἡμέρα, μετὰ ἀπὸ μιὰ ὁλοκάθαρη ἡμέρα καὶ ἕνα λαπερὸ ἥλιο, μαζεύτηκαν ξαφνικὰ τὰ σύννεφα καὶ «ἄνοιξαν οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ». Ἔβρεχε ὀκτὼ ὧρες συνεχῶς. Ποτίστηκε ἡ γῆ ὅσο τῆς χρειαζόταν.
Μὲ δέος καὶ χαρὰ ὅλη τὴν νύκτα οἱ Αἰγινῆτες χαιρόντουσαν. Τὸ πρωῒ δὲν ἄκουγες ἄλλη λέξι:
- Ἡ Παναγία μᾶς ἄκουσε, ἡ χάρις της μᾶς λυπήθηκε, δοξασμένο τὸ ὄνομά Της.
Καὶ χθές, ἡ ἴδια πομπή, χιλιάδες κόσμου ξαναπῆγαν, πάλι πεζῆ, τὴν Παναγία «στὸ σπίτι της». Αὐτὴ ἡ φορά, ὅμως, ὄχι μὲ ἥλιο, ἀλλὰ μὲ βροχή. Καμμιὰ διαμαρτυρία γιὰ τὴν ταλαιπωρία. Ἡ Ὑπέρμαχος Στρατηγός, ποὺ δὲν εἶναι μόνο συμπαραστάτις στοὺς πολέμους τοῦἜθνους, δείχνει πάντα τὴν συμπόνοιά Της στοὺς ἀνθρώπους σ᾿ ὅλες τὶς περιστάσεις, ὅταν Τῆς τὸ ζητοῦμε ἀληθινὴ πίστι.
Σ. Α.»
Γυμνασιάρχης τῆς νήσου πρὸ ἀρκετῶν ἐτῶν εἶχεν τὴν σύζυγόν του ἐπίτοκον καὶ κινδυνεύουσαν. Ἐν τῇ θλίψει του ἐφώναξε: «Παναγία μου Χρυσολεόντισσα, βοήθησε νὰ γεννηθῇ τὸ παιδί καὶ ἐγὼ θά σοῦ φέρω δύο παγώνια». Χάριτι θείᾳ, τὸ παιδὶ ἐγεννήθη ὑγιές. Ἡ ὑπόσχεσις ὅμως εἶχε λησμονηθῆ ἀπὸ τὸν πατέρα του. Ἕνα πρωῒ ὅμως ἐξύπνησεν καὶ δὲν εὗρε ἓν ζεῦγος παγώνια. Μὲ θλίψιν ἐρώτησε παντοῦ καὶ ἐλάμβανε ἀρνητικὴ ἀπάντησιν. Τὸ πρωϊνὸ ὅμως ἐκεῖνο, εὑρῆκαν αἱ μοναχαὶ ἔξω τῆς Μονῆς δύο παγώνια. Ὅταν ἤνοιξαν τὴν ἐξώπορτα μπῆκαν εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ Ἱ. Ναοῦ καὶ μὲ ἔκπληξι παρετήρησαν νὰ κατευθύνωνται εἰς τὸν Ναόν. Ἀργότερα προσῆλθε ἀπεσταλμένος καὶ ἐρώτησε μήπως ἦλθεν εἰς τὴν Μονὴν ἕνα ζεῦγος παγώνια.
Εἰσελθὼν εἰς τὴν Μονὴν καὶ ἰδὼν αὐτὰ ἔξωθι τῆς Ἐκκλησίας ἐδόξασε τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον. Ἐπιστρέψας ἐγνώρισε σχετικῶς εἰς τὸν Γυμνασιάρχην ὁ ὁποῖος εἶχε λησμονήσει τὸ τάμα του καὶ μετὰ συγκινήσεως ἐζήτησε συγγνώμην παρὰ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἔκτοτε διατηροῦμεν τὰ Παγώνια εἰς τὴν Ἱ.Μ. ὡς προερχόμενα ἐκ θαυματουργίας τῆς Παναγίας μας.
Μετὰ ἀπὸ τὸ θαῦμα τῆς ἀνομβρίας ἐλήφθη ἐπιστολὴ ἐκ μέρους τῆς κ. Ἰουλίας Ἀναστασάκη ἐκ Ν. Ὑόρκης Ἀμερικῆς, ἡ ὁποία ἔγραφε τὰ ἑξῆς πρὸς τὴν Μονήν μας.
«Εἰς ἐφημερίδα τῆς Ἀμερικῆς ἐδιάβασα τὸ μέγα θαῦμα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Χρυσολεοντίσσης τῆς Ἱερᾶς Μονῆς σας διὰ τὸ ζήτημα τῆς ἀνομβρίας, καὶ μετὰ δακρύων προσηυχήθην εἰς τὴν Γλυκειά μας Παναγίαν, νὰ κάμῃ καὶ σ᾿ ἐμένα ἕνα θαῦμα, νὰ ἰατρεύσῃ τὸ μάτι τοῦ παιδιοῦ μου, τὸ ὁποῖον εἶχε σκεπάσει μιὰ λευκὴ σκιὰ καὶ δὲν ἔβλεπεν. Εἰς ὅλους τοὺς ὀφθαλμιάτρους τὸν ἐπήγαμεν καὶ οὐδεμίαν ὠφέλειαν εἴδομεν. Περνοῦσεν ὁ καιρὸς καὶ δὲν ἐβλέπομεν βελτίωσι καὶ ἡ θλῖψις μας ἦτο πολλὴ μεγάλη.
Τὸ Μέγα Σάββατο ἐπῆγα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ παρακολουθοῦσα τὴν Θείαν Λειτουργίαν τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας. Ἀναχωρήσασα τῆς Ἐκκλησίας εἶπον μὲ πολὺν πόνον· ἂς περάσω ἀπὸ τὸ πονεμένο μου παιδὶ νὰ τὸ δῶ καὶ τοῦ εὐχηθῶ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη». Ἐκτύπησα τὴν πόρτα καὶ ἦλθεν ὁ Ἰάκωβός μου καὶ μοῦ ἄνοιξε. Ἐγὼ ὅπως τὸν ἐκοίταξα καὶ ηὐχόμην τὸ Χριστὸς Ἀνέστη, παρετήρησα ὅτι τὸ μάτι του ἦτον καθαρὸν καὶ μὲ λαχτάρα τὸν ἐρώτησα τί τοὺς συνέβη, καὶ μοῦ εἶπε χαρούμενος: Ἡ Παναγία, μητέρα μου, μ᾿ ἔκανε καλά. Ἐγὼ τότε ἀνελήθην σὲ δάκρυα διότι καθ᾿ ὅλον τὸ διάστημα τῆς Θ. Λειτουργίας ἄλλο τι δὲν ἔκαμον εἰ μὴ μὲ θερμὰ δάκρυα παρακαλοῦσα τὴν ἁγίαν εἰκόνα τῆς Παναγίας Χρυσολεοντίσσης Αἰγίνης νὰ λυπηθῇ καὶ ἐμὲ τὴν πονεμένην Μάνα. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! μοῦ ἐχάρισε τὴν θεραπείαν τοῦ παιδιοῦ μου».
Ἔκτοτε καὶ μέχρι σήμερον διατηρεῖ πνευματικὸν δεσμὸν μετὰ τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Μονῆς.
Προκειμένου, λόγῳ ἀνομβρίας, νὰ γίνῃ λιτανεία μὲ τὴν θαυματουργὸν εἰκόνα τῆς Παναγίας μας Χρυσολεοντίσσης, μία μητέρα, ποὺ εἶχε ἄῤῥωστο τὸ κοριτσάκι της καὶ ἐπρόκειτο τὴν ἰδίαν ἡμέραν τῆς λιτανείας νὰ τὸ ὁδηγήσῃ σὲ Νοσοκομεῖο διὰ νὰ ἐγχειρησθῇ, μόλις ἄκουσε ὅτι θὰ κατεβῇ ἡ Παναγία κάτω στὴν Αἴγιναν, εἶπε μὲ πόνον εἰς τὸν σύζυγόν της: Σὲ παρακαλῶ μὴ πᾶμε τὸ παιδί μας στοὺς ἰατρούς. Πρῶτα νὰ περιμένωμε νὰ κατεβῇ ἡ Παναγία μας εἰς τὴν Αἴγινα, νὰ πᾶμε τὸ παιδί μας νὰ προσκυνήσῃ τὴν ἁγίαν Της εἰκόνα καὶ τὴν ἑπομένην τὴν πηγαίνομεν στοὺς ἰατρούς. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Μόλις ἐτοποθετήθη εἰς τὸ προσκυνητάρι ἡ Παναγία οἱ γονεῖς μὲ δάκρυα ἔῤῥιψαν τὴν ἀσθενῆ κοροῦλα των εἰς τὰ πόδια τοῦ προσκυνηταρίου καὶ μὲ λυγμοὺς παρεκάλουν τὴν Παναγίαν μας νὰ θεραπεύσῃ τὸ παιδί τους.
Βράδυ ἀργὰ ἔφυγαν ἀπὸ τὸν Ναὸν τῆς Φανερωμένης ὅπου ἐφιλοξενεῖτο ἡ ἁγία εἰκὼν καὶ τὴν ἑπομένην ὡδήγησαν τὸ κοριτσάκι των εἰς τὸν ἰατρόν, προκειμένου τὴν ἐπ᾿ αὔριον νὰ προβῇ εἰς τὴν ἐγχείρησιν. Πρὶν ὅμως τοὺς δώσῃ τὸν ἀριθμὸν τοῦ δωματίου, ποὺ θὰ ὡδηγοῦσαν τὸ παιδί τους, εἶπεν ὁ ἰατρός: Ἄς τὴν ἐξετάσω πάλιν καὶ κατόπιν τὴν ὁδηγῆτε εἰς τὸ δωμάτιον. Ἤρχισε νὰ τὴν ἐξετάζῃ καὶ μὲ ἀπορίαν ἐστράφη πρὸς τοὺς γονεῖς τῆς μικρᾶς καὶ τοὺς εἶπε: Τί τῆς ἐκάμετε; Δὲν ὑπάρχει πλέον ὁ ὄγκος, πάρετέ την καὶ φύγετε. Τότε μὲ λυγμοὺς διηγήθηκαν λεπτομερῶς τ᾿ ἀνωτέρω καὶ μὲ δοξολογίαν ὡμολόγησαν ὅτι ἡ Παναγία μας ἔκαμε τὸ θαῦμά της καὶ τὴν ἰάτρευσεν.
Ἄλλοτε πάλιν ἦλθεν εἰς τὸ Μοναστήρι μας τὸ 1972 μιὰ νέα γυναῖκα ὀνόματι Εὐγενία Χρυσοχοῦ ἐκ Κυψέλης Αἰγίνης καὶ ἔπεσεν εἰς τὴν ἁγίαν εἰκόνα τῆς Παναγίας Χρυσολεοντίσσης μὲ λυγμούς. Τὴν παρακαλοῦσε, λέγουσα, νὰ τῆς χαρίσῃ ἕνα παιδάκι καὶ ὅσα χρυσαφικὰ τῆς ἐχάρισεν ὁ ἄνδρας της θὰ τὰ χαρίσῃ ὅλα, δὲν θὰ κρατήσῃ κανένα, ἀκόμη καὶ τὴν ἀῤῥαβῶνά της θὰ φέρῃ. Μετὰ ἀπὸ ἕνα ἢ δύο ἔτη ἦλθε πάλιν εἰς τὸ Μοναστήρι μας μιὰ γυναῖκα ποὺ κρατοῦσε εἰς τὴν ἀγκαλιά της ἕνα παιδάκι. Κατευθύνθηκε πρὸς τὸν Ναὸν καὶ μὲ χαρὰ καὶ δάκρυα προσέφερε τὸ παιδί της εἰς τὴν Παναγίαν μὲ λόγια εὐχαριστίας καὶ εὐγνωμοσύνης. Κατόπιν ἄνοιξε τὴν τσάντα της καὶ ἔβγαλε 32 τεμάχια χρυσαφικά, ἀκόμη ὅπως εἶχε ὑποσχεθῆ καὶ τὴν ἀῤῥαβῶνά της, καὶ τὰ ἐκρέμασεν εἰς τὴν ἁγίαν εἰκόνα τῆς Παναγίας μας ἐκπληροῦσα τὴν ὑπόσχεσίν της, δοξάζουσα τὸν Θεὸν καὶ εὐχαριστοῦσα τὴν Παναγίαν.
Μία νύκτα χειμερινή, ποὺ ἡ φύσις ὅλη ἦτον ἀγριεμένη, κατέβημεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μας διὰ τὴν ἀκολουθίαν καὶ ἔξαφνα ἠκούσαμνε νὰ κτυπᾶ ἡ ἐξώθυρα τῆς Μονῆς μας. Ἐφοβήθημεν καὶ ἐδειλιάσαμεν εἰς τὴν σκέψιν ποῖος νὰ ἦτο ὁ νυκτερινὸς ἐπισκέπτης μας, ὁ ὁποῖος δὲν ἐφοβήθη τὴν ἀγριεμένην φύσιν καὶ ἀνέβη τὸ βουνὸ μὲ καταιγίδα, βροχὴν ῥαγδαίαν, βροντὰς καὶ κεραυνούς! Καὶ διερωτώμεθα ποῖος νὰ τοῦ ἔδωσε τὴν γενναιότητα καὶ τὸ θάῤῥος ὥστε νὰ ἔλθῃ μὲ τὸ σκότος τῆς χειμερινῆς βραδυᾶς εἰς τὸ Μοναστήρι μας; Ἐνῷ ἐσκεπτόμεθα αὐτά, ὁ νυκτερινὸς ἐπισκέπτης μας δὲν ἔπαυε κρούων τὸν κώδωνα, ὁπότε εἶπεν ἡ σεβαστὴ Καθηγουμένη: Παιδιά μου σκεπασθῆτε καλὰ καὶ πηγαίνετε νὰ εἰδῆτε, ἀφοῦ κάμετε πρῶτον τὸ σημεῖον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ἐπῆγαν αἱ ἀδελφαὶ καὶ ἤνοιξαν τὴν θύραν καὶ εἰσῆλθεν μεσῆλιξ κρατῶν μίαν χιλιάρικην μποτίλιαν καὶ μουσκεμένος ἀπὸ τὴν βροχήν.
Εἰσελθὼν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τὸν ἐπλησίασε ἡ Γερόντισσα καὶ τοῦ εἶπε: Εὐλογημένε ἄνθρωπε, γιατὶ ἦλθες αὐτὴν τὴν ὥραν καὶ μὲ τέτοιον καιρόν; Καὶ μὲ τρεμάμενη τὴν φωνὴν ἀπήντησε: Ἄφησέ με Γερόντισσα, διότι ἀκόμη τρέμω. Ἐκοιμόμουνα καὶ εἶδα μίαν ὡραιοτάτην Καλογραίαν, ἡ ὁποία ἐπλησίασε πρὸς τὸ κρεββάτι μου καὶ μοῦ εἶπε: Κοιμᾶσαι καὶ ἐγὼ δὲν ἔχω λάδι. Νὰ μοῦ φέρης ὅ,τι μοῦ ἔταξες. Καὶ ποιὰ εἶσαι ἐσὺ, ἠρώτησα, καὶ μοῦ ἀπήντησεν: Ἐγὼ εἶμαι ἀπὸ τὸ ψηλὸ βουνὸ καὶ μοῦ ἔταξες νὰ μοῦ φέρεις λάδι, ἐγὼ τὸ θέλω, τὸ ἔχω ἀνάγκη. Τώρα δὲν μὲ λογαριάζετε, ἀλλὰ θὰ γίνω πάλιν αὐτὴ ποὺ ἤμουνα. Πετάχθηκα ἀπὸ τὸ κρεββάτι, ἐγέμισα τὴν χιλιάρικη μποτίλια, ποὺ εἶχα τάξει στὴν Χάρι Της καὶ μὲ τρεμάμενη καρδιὰ ἐπῆρα τὸν δρόμον χωρὶς νὰ λογαριάσω τίποτε, καὶ δοξάζω τὸ Ἅγιον ὄνομά Της ποὺ μὲ ἐβοήθησε νὰ κάμω τὸ τάμα μου.
Ἕνα πρωΐ, μετὰ τὴν ἀκολουθίαν μας, ἦλθεν εἰς τὸ Μοναστήρι μας ἕνας γέρων, βαστάζων δύο πολὺ μεγάλες λαμπάδες καὶ μόλις ἀντίκρυσε τὴν ἁγίαν εἰκόνα τῆς Παναγίας μας τὴν ἀγκάλιασε καὶ μετὰ λυγμῶν κλαίων τὴν εὐχαριστοῦσε. Ἡ εὑρεθεῖσα μοναχὴ Χρυσαφένια τὸν ἠρώτησε τί τοῦ συμβαίνει καὶ αὐτὸς κλαίων διηγήθη τὰ ἑξῆς: Ἐγὼ μὲ πολλοὺς ἐργάτες εὑρέθην εἰς τὴν πυρκαϊὰν τοῦ Τατοΐου. Μᾶς εἶχαν δώσει φτυάρια νὰ κτυποῦμεν διὰ νὰ σβήσῃ ἡ φωτιά. Ἔξαφνα ἔχασα τοὺς ἐργάτας καὶ ἐγὼ εὑρέθην μόνος μὴ δυνάμενος νὰ φύγω, διότι μὲ εἶχε περικυκλώσει ἡ φωτιὰ καὶ ἀπὸ τὸν καπνὸν δὲν ἔβλεπα τίποτε. Ἔμεινα ὄρθιος στηριζόμενος εἰς τὸ φτυάρι μου περιμένων νὰ καῶ, ὁπόταν βλέπω μπροστά μου δύο ἄσπρα χέρια καὶ μιὰ γλυκειὰ φωνὴ μοῦ λέγει: Γιατί κάθεσαι ἐδῶ, θέλεις νὰ καῇς: τὸ γνωρίζω, θὰ καῶ, ἀλλὰ δὲν ἠμπορῶ, δὲν βλέπω νὰ φύγω. Τότε μοῦ ἔδωσεν ἕνα ξύλον, ἕνα κομμάτι σχοῖνο, καὶ μοῦ λέγει: Πᾶρε αὐτὸ τὸ ξύλον, κτύπησε τρεῖς φορὲς τὴν φωτιὰ καὶ θὰ σβήσῃ. Τότε τὴν ἐρωτῶ καὶ ἐγώ: Ποιὰ εἶσαι, ἐμεῖς ἐπαιδευτήκαμεν μὲ τὰ φτυάρια καὶ δὲν ἠμπορέσαμεν νὰ τὴν σβήσωμεν; Καὶ μοῦ ἀπήντησεν: Ἐγὼ εἶμαι ἀπὸ τὸ μοναστήρι τῆς Αἰγίνης στὸ βουνὸ ψηλά, ἡ ΠΑΝΑΓΙΑ. Τότε μὲ χαρὰ ἐκτύπησα τρεῖς φορὲς τὴν φωτιά, ἡ ὁποία ἔσβησε καὶ οὔτε φωτιά, οὔτε καπνὸς ἔμεινε καὶ ἐσώθηκα. Συναντήσας τοὺς ἐργάτας, παρεπονέθην γιατί μὲ ἄφησαν καὶ μοῦ ἀπήντησαν ὅτι μ᾿ ἐφώναζαν καὶ δὲν ἤκουα. Νά γιατὶ κλαίω, μοναχή. Ἦλθα νὰ εὐχαριστήσω τὴν γλυκειά μας Παναγία ποὺ μὲ ἔσωσε καὶ νὰ τῆς ἀνάψω ἕνα κεράκι. Μὲ πολὺν κόπον καὶ μὲ τὰς παρακλήσεις τῆς ἀδελφῆς ἐδέχθη νὰ πιῇ ἕνα καφεδάκι. Ἕως ὅτου ἑτοιμάσωμεν ἕνα πρόχειρον πρόγευμα εἶχεν ἐξαφανισθῆ ἀνάμεσα εἰς τὰ σχοῖνα.
Ἡμέραν τινα ἦλθε εἰς τὴν Μονὴν μία κυρία καὶ πλησιάσα τὴν ἁγίαν εἰκόνα τῆς Χρυσολεοντίσσης (τὴν στιγμὴν ἐκείνην εὑρίσκετο πλησίον τῆς εἰκόνος ἡ Γερόντισσα Ε.) ἤρχισε νὰ κλαίῃ καὶ νὰ διηγῆται τὰ ἑξῆς:
Εἶχα τὸ ἀτύχημα νὰ μὴ συγκρατῇ τὸ σῶμά μου παιδὶ καὶ ἤμουν πολὺ θλιμμένη. Ἕνα βράδυ ὅμως εὑρέθηκα εἰς τὸ ὄνειρόν μου ἐμπρὸς εἰς τὴν ἁγίαν εἰκόνα καὶ παρεπονούμην διὰ τὸ ἀτύχημά μου...
Ἡ μοναχὴ τὴν ἐνεθάρρυνε λέγοντας νὰ μὴ λυπῆται παρακαλῶντας τὴν Παναγίαν νὰ τῆς χαρίσῃ ἕνα παιδάκι. Μετὰ καιρὸν ἦλθεν καὶ προσέφερε ἕνα τάμα, ὁμοίωμα παιδιοῦ ὁλόχρυσο καὶ ἀνεχώρησε μετὰ δακρύων, εὐχαριστοῦσα καὶ εὐγνωμονοῦσα τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον.
Τὸ βράδυ τῆς 22-8-1975 ἐλάβομεν τηλεφώνημα ἀπὸ τὸν κ. Παρασκευόπουλον στὴν Ἁγίαν Μαρίναν, ὁ ὁποῖος μᾶς παρεκάλει αὔριον τὸ πρωῒ κατὰ τὰς 7 ½ ἡ ὥρα νὰ στείλωμεν ἕνα ἐργάτην μας μὲ ἕνα ζῶον νὰ παραλάβῃ ἀπὸ τὸ καφενεδάκι τοῦ Κοντοῦ μίαν κάσσαν μὲ 30 κιλὰ τρόφιμα διὰ τὰς ἀνάγκας τοῦ Μοναστηρίου. Τοῦ ἀπηντήσαμεν ὅτι ἡ ἑπομένη ἦτο Κυριακὴ καὶ δὲν θὰ ὑπῆρχε ἐργάτης. Προκειμένου ὅμως νὰ ἔλθῃ γνωστὸς ὁ κ. Χαράλαμπος Παυλινέρης τὸν εἰδοποιήσαμεν τηλεφωνικῶς καὶ μᾶς ὑπεσχέθη νὰ περάσῃ νὰ τὸ πάρῃ.
Κατὰ τὰς ἑπτὰ ἦλθεν εἰς τὸ Μοναστήρι μας χωρὶς νὰ φέρῃ τὸ δέμα. Κατὰ τὰς ἕνδεκα εἴδομεν νὰ φθάνῃ ὁ δωρητὴς φορτωμένος τὸ βαρύτατον δέμα. Μὴ εἰδὼν κανένα νὰ ζητήσῃ τὸ δέμα εἶπεν εἰς τὴν γυναῖκά του: Πηγαίνομεν, θὰ τὸ ὑπάγω μόνος μου. Καὶ πράγματι κάθιδρος ἐμβῆκεν εἰς τὴν αὐλὴν τῆς Μονῆς μας μὲ τὴν χαρὰν καὶ τὴν βεβαίωσιν ὅτι δὲν ἐκουράσθη καθόλου, καὶ τὸ πιστεύομεν διότι πολλάκις ἐπισκέπται ἐρχόμενοι φορτωμένοι μὲ δῶρα μᾶς βεβαιοῦν μετὰ δακρύων ὅτι ἔφθασαν χωρὶς νὰ αἰσθάνωνται τὴν παραμικρὰν κόπωσιν... Ἐζήτησα νὰ τοὺς ὁδηγήσουν στὸ σαλόνι νὰ τοὺς εἰδῶ καὶ τοὺς εὐχαριστήσω. Ἦλθον καὶ εἰς τὴν ἐρώτησίν μου πῶς ἦλθον καὶ ἂν ἐγνώριζον τὴν Μονήν μας καὶ ἡ σύζυγός του μοῦ εἶπε τὰ ἑξῆς: Μίαν νύκτα εἶδον εἰς τὸ ὄνειρόν μου μίαν ὡραίαν γυναῖκα καὶ μὲ ἠρώτησεν ἂν τὴν γνωρίζω καὶ ἀπήντησα ὅτι δὲν τὴν γνωρίζω. Ἐγὼ ὅμως σὲ γνωρίζω, κάθεσαι στὴν πόλιν καὶ εὔκολα ψωνίζεις ὅ,τι θέλεις, ἐνῶ ἐγὼ κάθομαι στὰ ψηλὰ βουνὰ καὶ δὲν μοῦ εἶναι εὔκολον νὰ ψωνίσω ὅ,τι μοῦ χρειάζεται. Ἀμέσως τότε ἠννόησα ὅτι ἦτο ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καὶ δι᾿ αὐτὸ ἀπεφασίσαμεν νὰ σᾶς φέρωμεν ὀλίγα τρόφιμα. Μετὰ δακρύων ηὐχαριστήσαμεν τὴν οἰκογένειαν εὐχηθεῖσα τὴν παρὰ τῆς Κυρίας Θεοτόκου πλουσίαν μισθαποδοσίαν. Συγκεκινημένοι δὲ καὶ αὐτοὶ ἀνεχώρησαν μὲ τὴν ὑπόσχεσιν ὅτι πάντοτε θὰ ἐνθυμοῦνται τὸ ὄνειρόν τους.
Ὁ κ. Ἀναστάσιος Πηγαδίτης ἀπὸ τὴν Αἴγιναν εὑρισκόμενος εἰς ταξίδι εἶδεν ἕνα βράδυ εἰς τὸν ὕπνόν του ὅτι εὑρέθη εἰς τὴν Ἱ. Μονήν μας. Εἰς τὸ πεζοῦλι τῆς αὐλῆς εἶδε νὰ κάθεται μία ὡραιοτάτη Μοναχὴ τὴν ὁποίαν ἐρώτησε τί ὥρα εἶναι; Καὶ ἐκείνη τοῦ ἀπήντησε: Δὲν ἔχω ὡρολόγι. Ἐξυπνήσας ἐννόησε ὅτι ἦτον ἡ Παναγία καὶ ἔταξε νὰ τῆς φέρῃ ὡρολόγιον. Καίτοι ἐταξίδευσε ἐκ νέου, ἐλησμόνησε νὰ τὸ φέρῃ καὶ εἶδε ἐκ δευτέρου τὴν ἰδίαν Μοναχὴν νὰ τοῦ λέγῃ: Δὲν μοῦ ἔφερες τὸ ὡρολόγιον! Τῆς ὑποσχέθη ὅτι θὰ τὸ φέρῃ, ἡ δὲ Μοναχὴ ποὺ ἐφαίνετο τὸν ἔδειξε ποῦ θὰ τὸ κρεμάσῃ εἰς τὴν Μονήν. Πράγματι ἦλθε μὲ τὸ ὡρολόγιον εἰς τὸ Μοναστήρι καὶ ἐζήτησε ἄδεια νὰ τὸ κρεμάσῃ. Ἡ Μοναχὴ Θεοδούλη ὡς ξεναγὸς τοῦ εἶπεν: Εὐχαρίστως νὰ τὸ κρεμάσετε, ἂς ἐρωτήσωμεν ὅμως καὶ τὴν Γερόντισσαν νὰ μᾶς εἴπῃ ποῦ θέλει νὰ τὸ κρεμάσετε. Ἐλθοῦσα ἡ Καθηγουμένη ὑπέδειξε ἀμέσως τὴν ἰδίαν θέσιν ποὺ εἶχεν ὁρίσει ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἰς τὸν δωρητήν, εἰς τὴν ὁποίαν καὶ ἐτοποθετήθη ὑπὸ τοῦ ἰδίου.
Ἡ κ. Ὄλγα Ζωγράφου ἀπὸ τὴν Κυψέλην Αἰγίνης διανύουσα τὸν τέταρτο μῆνα τῆς ἐγκυμοσύνης της ἤρχισε νὰ αἰσθάνεται ἰσχυροὺς πόνους καὶ λόγω ἐπιδεινώσεως τῆς καταστάσεώς της εἰσήχθη εἰς τὴν Κλινικὴν Χαραλαμποπούλου εἰς τὸν Πειραιᾶ. Ἐξετασθεῖσα ἐβεβαιώθη ὅτι τὸ παιδὶ ἦτο νεκρὸ καὶ ἐπεβάλλετο ἡ ἄμεσος ἐπέμβασις τοῦ ἰατροῦ. Τῆς ἐγένετο καισαρικὴ τομὴ καὶ δυστυχῶς εὑρέθη ἐν ἀποσυνθέσει ὄχι μόνον τὸ ἔμβρυον ἀλλὰ καὶ ἐσωτερικὰ ὄργανά της τὰ ὁποῖα καὶ τῆς ἀφαιρέθησαν πρὸς διάσωσίν της. Ἡ κατάστασίς της ἦτο σοβαροτάτη. Παρὰ τὰς συνεχεῖς καὶ ἐντόνους προσπαθείας τῶν ἰατρῶν μὲ τοὺς ὀροὺς κ.λ.π. οὐδεμία καλλιτέρευσιν ἔβλεπον οἱ θεράποντες ἰατροί. Ἐρωτώμενοι δὲ παρὰ τῶν γονέων της καὶ τῶν συγγενῶν οὐδεμίαν παρηγορητικὴν λέξιν ἐλάμβανον. Ὅταν ἡ πίεσίς της κατῆλθεν εἰς τὸν πενιχρὸν ἀριθμὸν 4, οἱ ἐλπίδες διὰ σωτηρίαν ἐξέλιπον καὶ οἱ ἰατροὶ ἀνέμεναν ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμὴν τὸν θάνατον. Εἰς τὴν ἀπελπιστικὴν αὐτὴν κατάστασιν εὑρισκομένης τῆς ἀσθενοῦς εἰδοποίησαν οἱ συγγενεῖς τοὺς γονεῖς ὅπως ἔλθουν καὶ τὴν ἰδοῦν διὰ τελευταίαν φορὰν ζωντανήν. Ἔχουσα ἡ ἀσθενὴς μικρὰ ἀδελφὴ μοναχὴν εἰς τὴν Μονήν μας τῆς ἐπετράπη νὰ μεταβῇ καὶ αὐτὴ μετὰ τῶν γονέων της διὰ νὰ τὴν σταυρώσῃ μὲ τὴν ἁγίαν εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ ἀλείψῃ μὲ τὸ ἅγιον ἔλαιον τῆς καντήλας Της. Τούτων γενομένων, μετὰ πάροδον ὀλίγων λεπτῶν ἤρχισε τὸ νεκρὸ σῶμα νὰ κινῆται ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον καὶ νὰ ζητῇ ἡ βαρέως ἀσθενοῦσα μικρὰν σωματικὴν βοήθειαν... Οἱ ἰατροὶ πρὸ τοῦ θαύματος αὐτοῦ ἔμειναν ἄφωνοι, οἱ δὲ γονεῖς καὶ συγγενεῖς ἐδόξαζον τὸν Θεὸν καὶ ηὐχαρίστουν τὴν Παναγίαν διὰ τὴν ταχεῖαν Της βοήθειαν. Μετὰ τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονός, ἠδυνήθησαν οἱ ἰατροὶ νὰ χαρίσουν εἰς τοὺς πέριξ οἰκείους τὴν γλυκειὰ πληροφορία νὰ μὴ λυποῦνται πλέον διότι ἡ νεκρὰ ἀνέζησε βεβαίως ἐκ τῆς ἐπεμβάσεως τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, καλέσαντες, τὴν σχεδὸν νεκρὰν ἕως τότε, «Λάζαρον». Συντόμως ἀπεδόθη εἰς τὴν οἰκογένειάν της δοξολογοῦσα καὶ εὐγνωμονοῦσα τὴν Παναγίαν τόσον ἡ ἰδία ὅσον καὶ ὅλοι οἱ οἰκεῖοι καὶ συγγενεῖς.
Ἐπειδὴ τὸ περασμένο καλοκαίρι (1993) δὲν εἴχαμε βροχὲς καθόλου, εἶχαν στεγνώσει τελείως αἱ πέντε ἐσωτερικαὶ στέρνες μας καὶ ἡ ἐξωχικὴ μεγάλη. Ἡ ἔλλειψις τοῦ νεροῦ μᾶς ἔφερε ἀγωνία μεγάλη. Εἰς τὴν δοκιμασίαν μας αὐτὴν ἐσκέφθημεν νὰ ἀγοράζωμεν νερὸ ἀπὸ τὸν κ. Ἠλίαν Γεννήτσαρη, ὁ ὁποῖος διέθετε. Πράγματι ἐστείλαμεν τὸν ἐργάτην μας μὲ τὰ ζῶα, μὲ τὴν θερμὴν παράκλησιν νὰ μᾶς δίδει νερὸ ἐπ᾿ ἀμοιβῇ. Μόλις τὸ ἤκουσεν ἀπήντησεν: Νὰ πουλήσω νερὸ στὴν Παναγία μας, ἡ Ὁποία μᾶς τὸ χαρίζει! Ἐλᾶτε νὰ πάρετε ὅσο θέλετε. Ὅταν ἐπληροφορηθήκαμεν τὴν προθυμίαν τοῦ κ. Γεννήτσαρη ηὐχαριστήσαμεν ἰδιαίτερα τὴν Παναγία διότι μᾶς ἀπήλλαξε ἀπὸ μεγάλην στεναχώριαν.
Ὡσαύτως ὀφείλομεν νὰ εὐχαριστήσωμεν τοὺς κ. κ. Χρῆστον Ἀξιώτην, Δήμαρχον Αἰγίνης, Ἀντώνιον Βλασταράκον καὶ ὅλους τοὺς ἀγαπητοὺς Ἀιγινῆτας, οἱ ὁποῖοι μὲ πολλὴν ἀγάπην καὶ ἐνδιαφέρον παρηκολούθουν τὴν μεγίστην ἔλλειψιν νεροῦ τῆς Μονῆς, τὴν ὁποίαν ἀληθῶς ἔσωσε καὶ ἀνακούφισε κυρίως ὁ κ. Ἠλίας Γεννήτσαρης, εἷς ἀληθὴς εὐεργέτης τῆς Μονῆς.
Ἐκ τοῦ μεγάλου ὅμως κόπου τῆς μεταφορᾶς τοῦ νεροῦ, ἀδυνάτισαν τὰ ζῶά μας καὶ ἕνα λευκὸ μουλάρι ἐψώφησε. Ἡ θλίψίς μας ἦτον μεγάλη διότι ἐστερούμεθα μέρος τοῦ μεταφορικοῦ μέσου. Αἱ ἀδελφαὶ παρεκάλουν τὴν Γερόντισσα νὰ ἀγοράσῃ ἄλλο ζῶον εἰς ἀντικατάστασιν τπῦ ἐκλιπόντος. Μετὰ πολλὰς παρακλήσεις ἔλαβε ἡ Γερόντισσα τὴν ἀπόφασιν πρὸς ἀγορὰν ἄλλου ζώου. Τὸ ἑσπέρας τῆς ἰδίας ἡμέρας ἔρχεται ὁ κ. Ἀντώνιος Σῶῤῥος ἐκ Κυψέλης Αἰγίνης μὲ ἕνα μουλάρι λευκό, ἕνα τενεκὲ λάδι, μιὰ καινουργῆ στρῶσι, καὶ συγκεκινημένος μᾶς παρέδωσε τὸ ζῶόν του μὲ ὅλα τὰ ἐξαρτήματα, εἰπὼν ὅτι τὰ χαρίζει εἰς τὸ Μοναστήρι γιὰ νὰ χαρίσῃ ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος τὴν ὑγείαν εἰς τὴν ἐπίτοκον σύζυγόν του καὶ τὴν ἰατρείαν τῆς δεξιᾶς χειρὸς τοῦ νεογεννήτου τέκνου του τὸ ὁποῖον δὲν ἐκινεῖτο.
Ἡ Γερόντισσα Ἡγουμένη πρὸ τοῦ μεγίστου αὐτοῦ θαύματος ἀνελύθη εἰς δάκρυα εὐγνωμοσύνης καὶ χαρᾶς. Ηὐχήθη δὲ εἰς τὸν δωρητὴν νὰ τοῦ χαρίσῃ ἡ Παναγία μας τὰ αἰτήματά του, καὶ ἀληθῶς ἅμα ἔφθασεν εἰς τὴν οἰκίαν του εὗρε τὸ νεογέννητον νὰ κινῇ τὸ χεράκι του καὶ τὴν σύζυγόν του ἐν καλῇ καταστάσει, δὲν παύει δὲ εὐεργετῶν τὴν Μονήν μας ἐξ εὐγνωμοσύνης.
Πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν, (ἀρχὰς τοῦ 1976) ἦλθεν εἰς τὸ Μοναστήρι μας μία κυρία καὶ γονατίσασα πρὸ τῆς ἁγίας εἰκόνος, μετὰ θερμῶν δακρύων τὴν εὐχαριστοῦσε. Εἰς ἐρώτησίν μας τί τῆς συμβαίνει, μᾶς εἶπε τὰ ἑξῆς: Ὁ υἱός μου, ποὺ βλέπετε, εἶχε ἕνα κακὸν ὄγκον εἰς τὸ κεφάλι του καὶ ἐπρόκειτο νὰ τοῦ γίνῃ ἐγχείρησις εἰς τὴν Ἀγγλία. Μέσα στὸν μεγάλο μου πόνον παρακαλοῦσα τὴν Παναγία καὶ ἕνα βράδυ εἰς τὸν ὕπνον μου εὑρέθηκα ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι σας. Ἀπ᾿ ἔξω ἔφερνε βόλτα μία ὡραιοτάτη Κυρία. Μὲ ἐπλησίασε καὶ μοῦ λέγει: Τί ἔχεις καὶ εἶσαι λυπημένη; Τότε τῆς διηγήθηκα τὸν πόνο μου καὶ μοῦ ἀπήντησε: Μὴ φοβεῖσαι, πήγαινε τὸ παιδί σου διὰ τὴν ἐγχείρησι, θὰ εἶμαι καὶ ἐγὼ ἐκεῖ καὶ θὰ κρατῶ τὸ χέρι τοῦ ἰατροῦ. Ξυπνῶ μετὰ χαρᾶς καὶ παρηγορημένη διότι ἐκατάλαβα ὅτι ἡ Κυρία ποῦ εἶδα ἦτο ἡ Παναγία μας. Ἐπῆρα τὸ παιδί μου καὶ ἐπῆγα στὴν Ἀγγλία· τοῦ ἔγινεν ἡ ἐγχείρησις, εἶναι τώρα τελείως καλὰ καὶ ἤλθαμεν νὰ εὐχαριστήσωμεν τὴν Παναγία μας...