Ἅγιοι δίχως ἐπαρκὴ χρονολόγηση καὶ λεπτομέρειες τοῦ βίου τους

Νεομάρτυρες καὶ ἄλλοι Ἅγιοι χωρὶς ἐπαρκῆ στοιχεῖα γιὰ τὶς χρονολογίες ἢ ἡμερομηνίες τῆς ζωῆς ἢ τοῦ Μαρτυρίου τους.
Ἐπίσης, ἀναφέρονται κάποια πρόσωπα, ποὺ ἔχουν μνημονευθεῖ σὲ ὁρισμένα συναξάρια, δίχως ὅμως γενικότερη ἀποδοχή.

[Ἐπιστροφὴ στὸ Ἀγιολόγιον]



Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος Μητροπολίτης Βέροιας

Μαρτύρησε τὸν 14ο ἢ 15ο αἰώνα. Ἦταν Μητροπολίτης Βέροιας καὶ ἐπειδὴ ἀγωνιζόταν γιὰ τὸ ποίμνιό του, γιὰ νὰ τὸ ἀπαλλάξει ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του, ποὺ ἤθελαν νὰ τὸ ἀλλαξοπιστήσουν, οἱ Τοῦρκοι τὸν συνέλαβαν. Ἀφοῦ τὸν φυλάκισαν καὶ φρικτὰ τὸν βασάνισαν, τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ τὸ σῶμα του τὸ ἔριξαν τροφὴ στὰ σκυλιὰ καὶ τὰ ὄρνεα. Αὐτὰ ὅμως, δὲν πείραξαν καθόλου τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου, διότι ἀπὸ ἔνστικτο κατάλαβαν περὶ τίνος πρόκειται. Κατόπιν, ἱερωμένοι τῆς Βέροιας, μὲ ἄδεια τοῦ τυράννου, πῆραν τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου καὶ τὸ ἔθαψαν μὲ τιμὲς σὲ ἱερὸ ναὸ κάποιου μάρτυρα.


Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Νεομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος αὐτὸς νεομάρτυρας τῆς πίστης μας, μαρτύρησε λίγο μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως γιὰ τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Μὲ διαταγὴ τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μαξίμου Γ´ (1478-81) ὁ Μέγας Ρήτωρ τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας (Ἁγίας Σοφίας) Μανουήλ, σύνταξε ᾀσματικὴ Ἀκολουθία καὶ Κανόνα τοῦ Ἁγίου, ποὺ σώζονται στὸν 512 Κώδικα τῆς Μονῆς Ἰβήρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους.


Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ Νέος Ἱερομάρτυρας

Ἦταν ἱερέας καὶ μαρτύρησε λίγο μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, σὲ νεαρὴ ἡλικία στὴν Τραπεζούντα. Ἡ ᾀσματικὴ Ἀκολουθία καὶ ὁ Κανόνας τοῦ Ἁγίου, ποίημα τοῦ Μεγάλου Ρήτορα Μανουήλ, σώζονται στὸν Κώδικα 512 τῆς Μονῆς Ἰβήρων. Ἀπὸ τὸν Κώδικα αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ παρακάτω τροπάριο:

Κοντάκιον. Ἦχος δ´. Ἐπεφάνης σήμερον.

Ἡ σεπτή σου ἄθλησις πιστῶν καρδίας, Πέτρε, κατεφαίδρυνε καὶ τῶν τυράννων τὴν ὀφρὺν τὴν ἐπηρμένην κατέβαλε, διὸ καὶ στέφος θεόθεν ἀπείληφας.


Ὁ Ἅγιος Χότζα Ἀμίρης ὁ Νεομάρτυρας

Ἦταν Τοῦρκος στὴν καταγωγὴ καὶ ὑπηρετοῦσε σὰν στρατιώτης στὴν Ἱερουσαλήμ. Κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Πάσχα, παρακολούθησε τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες στοὺς χριστιανικοὺς ναούς, ἀποκήρυξε τὸν Ἰσλαμισμὸ καὶ ἔγινε Χριστιανός. Τότε βασανίστηκε σκληρὰ ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ δέχτηκε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου ἀπὸ τὸν ἀγωνοθέτη Χριστὸ στὴν Ἱερουσαλὴμ τὸ 1614 μ.Χ.


Ὁ Ὁσιομάρτυρας Κοσμᾶς Ἁγιαννανίτης

Ὁ Ἁγιαννανίτης Κοσμᾶς τὸ ἔτος 1760 στὴν Κωνσταντινούπολη, πῆρε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.


Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος «ὁ ἐξ Ἀγκύρας»

Κατὰ τὸ ἔτος 1777 μαρτύρησε στὴν Ἄγκυρα γιὰ τὴν πίστη του στὸν Χριστό, ὁ προσκυνητὴς Ἀναστάσιος, ποὺ ἦταν ἀπὸ τὴν πόλη αὐτή, γιὸς εὐσεβοῦς πατέρα, Χατζῆ-Γιωβάννου ὀνομαζομένου.


Οἱ Ἅγιοι Τρεῖς Ἀνώνυμοι Νεομάρτυρες

Ἦταν Πελοποννήσιοι καὶ πραγματεύονταν στὰ μέρη τῶν Ἰωαννίνων, ὅπου ἔμαθαν νὰ μιλοῦν καὶ τὰ τούρκικα. Τὸ 1786 ἀποφάσισαν νὰ γυρίσουν στὴν πατρίδα τους τὸν Μοριᾶ. Στὸ δρόμο, ὅταν ἔφτασαν στὸ Βραχώρι τῆς Αἰτωλίας, ὑπῆρχαν φοροεισπράκτορες Τοῦρκοι, ποὺ εἰσέπρατταν τὸν φόρο. Οἱ τρεῖς Μάρτυρες γιὰ ν᾿ ἀποφύγουν τὸ χαράτσι τοὺς χαιρέτισαν τούρκικα καὶ πέρασαν ἐλεύθερα στὴν πόλη, διότι τοὺς πέρασαν γιὰ Τούρκους. Κατόπιν ὅμως τοὺς ἀνακάλυψαν, τοὺς συνέλαβαν καὶ τοὺς βασάνισαν γιὰ ν᾿ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό. Αὐτοὶ ὅμως, ἔμειναν σταθεροὶ στὴν πίστη τους καὶ ἔτσι πῆραν τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου μὲ ἀπαγχονισμό.


Ὁ Ὁσιομάρτυρας Ἰωσὴφ ὁ ζωγράφος

Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἦταν ὑποτακτικὸς τοῦ καθηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Διονυσίου, Στεφάνου. Ἦταν ἄνθρωπος ἀρετῆς καὶ μὲ προτροπὴ τοῦ ἡγουμένου του, συνόδευσε στὸ μαρτύριο τὸν Εὐδόκιμο, ποὺ ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ καὶ θέλησε μὲ τὸ ἴδιο του τὸ αἷμα νὰ ξεπλύνει τὸν ρύπο τῆς ἄρνησης. Ἔτσι ὅταν ὁ Εὐδόκιμος ἀρνήθηκε τὸν Χριστό, συγχρόνως πρόδωσε ἄδικα καὶ τὸν Ἰωσήφ. Ὁ Ἰωσήφ, ἀφοῦ συνελήφθη, κλείστηκε στὴ φυλακή, βασανίστηκε καὶ τελικὰ ἀπαγχονίστηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ ἔτος 1819. Ὁ Ὁσιομάρτυρας αὐτός, ζωγράφισε καὶ τὴν εἰκόνα τῶν Ἁγίων Ἀρχαγγέλων στὸ τέμπλο τοῦ καθολικοῦ της Μονῆς Διονυσίου.


Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυρας Ἀθανάσιος ὁ Λήμνιος

Ἦταν ἀπὸ τὴ Λῆμνο καὶ ἀφοῦ ἔμαθε τὰ ἱερὰ γράμματα πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴ Μεγίστη Λαύρα. Κατὰ τὴν ἐπανάσταση αἰχμαλωτίστηκε καὶ στάλθηκε στὴν Αἴγυπτο. Ἐκεῖ τὸν πούλησαν σὰν δοῦλο σ᾿ ἕνα Ἀγαρηνὸ ἄρχοντα, ποὺ τὸν ἐξισλάμισε καὶ τὸν πάντρεψε μὲ μία χριστιανὴ γυναίκα αἰχμάλωτη. Ἔγινε ἀγὰς καὶ ζοῦσε μὲ τὴ σύζυγό του ζωὴ ἔκλυτη. Ἀλλ᾿ ὅμως, τρεῖς φορὲς εἶδε τὸν Μέγα Ἀθανάσιο σὲ ὅραμα, μὲ ἀποτέλεσμα ν᾿ ἀνοίξουν τὰ πνευματικά του μάτια. Ἔτσι μὲ τὴ σύζυγό του μετανόησαν καὶ ὁ Ἀθανάσιος ἐπέστρεψε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἐξομολογήθηκε καὶ καθάρισε τὸν ἑαυτό του μὲ πολλὴ ἄσκηση καὶ ταπείνωση. Κατόπιν, ἀφοῦ μυρώθηκε, πῆγε στὴν πατρίδα του τὴ Λῆμνο καὶ ζοῦσε θεάρεστα. Οἱ Τοῦρκοι ὅμως, ὅταν εἶδαν τὴν ἁγία ζωὴ τοῦ Ἀθανασίου, μετὰ ἀπὸ σκευωρία, τὸν ἔβαλαν σ᾿ ἕνα πλοῖο καὶ ὅταν ἔφτασαν στ᾿ ἀνοιχτὰ τοῦ Ἑλλησπόντου, τὸν ἔριξαν στὴ θάλασσα καὶ τὸν ἔπνιξαν. Ἔτσι πῆρε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου κατὰ τὸ ἔτος 1846.


Περὶ τῶν Ἁγίῳ Ὄρει ὑπὸ τῶν Λατίνων (παπικῶν) μαρτυρησάντων

Κατὰ τὸν 13ον αἰώνα, μαρτύρησαν στὸ Ἅγιον Ὄρος ἀπὸ τοὺς Λατίνους, μοναχοὶ τῶν Ἱερῶν Μονῶν Βατοπεδίου, Ἰβήρων, Ζωγράφου καὶ τῆς Σκήτης τῶν Καρυῶν. Ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ μνήμη τους καθιερώθηκε ὡς ἑξῆς: Τὴν 4η Ἰανουαρίου γιορτάζουν ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος, ἡγούμενος τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν oἱ 12 πνιγέντες μοναχοί. Τὴν 13η Μαΐου γιορτάζουν οἱ Ὁσιομάρτυρες τῆς Μονῆς Ἰβήρων. Τὴν 22α Σεπτεμβρίου γιορτάζουν οἱ 26 Ὁσιομάρτυρες τῆς Μονῆς Ζωγράφου, ποὺ τοὺς ἔκαψαν ζωντανοὺς (ἡ Μονὴ Ζωγράφου τοὺς γιορτάζει 10 Ὀκτωβρίου). Τὰ ὀνόματά τους εἶναι: Θωμᾶς ἡγούμενος, Βαρσανούφιος, Κύριλλος, Μιχαῖος (ἢ Μιχαίας), Σίμων, Ἱλαρίων, Ἰάκωβος, ἕτερος Ἰάκωβος, Ἰώθ, Κυπριανός, Σάββας, Μαρτινιανός, Κοσμᾶς, Σέργιος, Μηνᾶς, Ἰωάσαφ, Ἰωαννίκιος, Παῦλος, Ἀντώνιος, Εὐθύμιος, Δομέτιος, Παρθένιος καὶ τέσσερα ἀκόμα ἄτομα ποὺ τὰ ὀνόματά τους εἶναι ἄγνωστα. Τὴν 5η Δεκεμβρίου γιορτάζουν οἱ Ὁσιομάρτυρες τῆς Σκήτης τῶν Καρυῶν.


Οἱ Ὁσιομάρτυρες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παντοκράτορος Νταοὺ Πεντέλης

Κατὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ οἱ Ἀλγερινοὶ πειρατὲς λεηλατοῦσαν καὶ ἐρήμωναν τὰ παράλια μέρη, εἶχαν πιάσει λιμάνι στὴ Ραφήνα κατὰ τὶς ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας. Τὴν ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης, κάποιος ὑπηρέτης τῆς Μονῆς, ποὺ μισοῦσε τοὺς μοναχούς, συνεννοήθηκε μὲ τοὺς πειρατὲς καὶ τοὺς ἔμπασε στὴ Μονὴ τὴν ὥρα ποὺ οἱ μοναχοὶ γιόρταζαν τὴν Ἀνάσταση. Τότε οἱ πειρατὲς ἔσφαξαν ὅλους τοὺς μοναχούς, λεηλάτησαν καὶ ἐρήμωσαν τὴ Μονὴ καὶ κατόπιν ἔφυγαν. Σώθηκε δέ, μόνο ἕνας ἱερέας μὲ τὸν ὑποτακτικό του, ποὺ εἶχε πάει στὸ μετόχι Γεροτσακούλι καὶ ἔκανε τὴν Ἀνάσταση στοὺς ἐκεῖ κολλήγους. Ὅταν ἐπέστρεψε τὸ ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς, βρῆκε στὴ Μονὴ διασκορπισμένα τὰ σφαγμένα σώματα τῶν συμμοναστῶν του καὶ ἀφοῦ τὰ παρέλαβε μὲ τιμὴ τὰ ἐνταφίασε. Τὸ γεγονὸς συνέβη στὰ τέλη τοῦ 17ου αἰῶνα.


Ὁ Νέος Ἱερομάρτυρας Νικήτας ποὺ μαρτύρησε στὶς Σέρρες

Γεννήθηκε στὴν Τραπεζοῦντα τοῦ Πόντου, περίπου τὸ 1760 μὲ 1770. Γιὰ τοὺς γονεῖς καὶ συγγενεῖς τοῦ Ἁγίου δὲν γνωρίζουμε τίποτα τὸ σπουδαῖο. Ξέρουμε μόνο πὼς ἦταν κρυπτοχριστιανοί. Ὁ ἴδιος σὲ ὥριμη ἡλικία πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ συγκεκριμένα στὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας, ὅπου ὑποτάχθηκε στὸν ἔμπειρο γέροντα τῆς Καλύβης τῶν Ἀρχαγγέλων, ποὺ βρίσκεται πάνω ἀπὸ τὸ Κυριακὸ τῆς Σκήτης. Ὁ πνευματικός του, βλέποντας τὴν πνευματικὴ προκοπή του τὸν ἔκειρε μεγαλόσχημα μοναχὸ μὲ τὸ ὄνομα Νικήτας. Κατόπιν ὁ Νικήτας πῆγε στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονα ἢ ἀλλιῶς τῶν Ρώσσων, ποὺ εἶχε μετατραπεῖ σὲ κοινόβιο. Ἐκεῖ χειροτονήθηκε διάκονος καὶ ἔπειτα πρεσβύτερος. Τὴν καρδιὰ ὅμως τοῦ Νικήτα κατέλαβε ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου. Ἀφοῦ λοιπὸν πῆρε τὴν εὐχὴ τοῦ πνευματικοῦ του, ἔφτασε στὶς Σέρρες. Ἦταν Μεγάλη Δευτέρα 30 Μαρτίου 1808, ὅταν ἐπισκέφθηκε τὸ Μετόχι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Εἰκοσιφοινίσσης Παναγίας Ἡλιοκάλλεως, ποὺ ἦταν σχεδὸν μέσα στὴν πόλη. Ἐκεῖ ὁ Νικήτας φιλοξενήθηκε, προσευχήθηκε καὶ κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ τὴ Μεγάλη Τρίτη, παρουσιάστηκε στὶς τουρκικὲς ἀρχές, ὅπου μὲ σοφία καὶ θάρρος κήρυξε τὸν Χριστό. Φυλακίστηκε καὶ βασανίστηκε μὲ τὸν πιὸ βάρβαρο τρόπο, τελικὰ στὶς 4 ἢ 5 Ἀπριλίου 1808, ἡμέρα τῆς Άνάστασης τοῦ Κυρίου ἀπαγχονίστηκε στὴν τοποθεσία Τζεριὰχ - Παζάρ. Τὸ βράδυ τῆς Τρίτης Διακαινησίμου, οἱ Χριστιανοὶ πῆραν τὸ σῶμα του καὶ τὸ ἐνταφίασαν στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ὁ Ἅγιος στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου του, στὶς Σέρρες, τιμᾶται σὰν Πολιοῦχος. Γιορτάζεται δὲ πανηγυρικὰ τὴν Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ.


Ὁ Ἱερομάρτυρας Διονύσιος ὁ Φιλόσοφος (ἢ Σκυλόσοφος), Μητροπολίτης Λάρισας

Τὸ βιογραφικό του σημείωμα ἀναφέρεται στὸ «Λεξικὸ Νεομαρτύρων» τοῦ Περαντώνη ὡς ἑξῆς: Διονύσιος ὁ Σκυλόσοφος, Μητροπολίτης Λαρίσης. Οὗτος ἦτο Ἱεράρχης ἐλλογιμώτατος καὶ φιλόσοφος, χλευαστικῶς ὑπὸ τῶν Τούρκων «σκυλόσοφος» ἀποκαλούμενος. Ἐν Τρίκκῃ ἑδρεύων οὗτος καὶ παρακινηθεὶς ὑπὸ τοῦ Δουκὸς τοῦ Νεβέρ, ἀναγνωρισθέντος ὑπὸ πολλῶν Ἱεραρχῶν, ὡς ἔχοντος κληρονομικὰ δικαιώματα ἐπὶ τοῦ θρόνου τῶν Παλαιολόγων, προυκάλεσε τῷ 1600 τὴν κατὰ τῶν Τούρκων ἐξέγερσιν τοῦ Χριστιανικοῦ λαοῦ, ὃν καὶ καθώπλισεν, ἄνευ πολεμικῆς προπαρασκευῆς, διὰ τῆς πίστεως εἰς τὴν ἐλευθερίαν καὶ τοῦ θρησκευτικοῦ ἐνθουσιασμοῦ. Μετὰ τὴν ἀποτυχίαν τῆς ἐπαναστάσεως ταύτης, κατέφυγεν εἰς τὴν Δύσιν, καταδιωχθεὶς ὑπὸ τῶν Τούρκων. Ὁρμηθεὶς ἀργότερον ἐκ τῆς Μονῆς τοῦ ἁγίου Δημητρίου τοῦ Διχούνη, κειμένης μεταξὺ Παραμυθίας, Καρασόβου καὶ Ραδοβίτσης, εἰσέβαλεν εἰς Ἰωάννινα τῷ 1611 καὶ ἐπολιόρκησε τὸ Διοικητήριο. Καταπνιγείσης καὶ ταύτης τῆς ἐπαναστάσεως ὁ Διονύσιος ἐκρύβη εἰς τί σπήλαιον τῆς ἐν τῇ λίμνῃ τῶν Ἰωαννίνων νησίδος. Προδοθεὶς ὑπὸ τῶν Ἑβραίων καὶ συλληφθεὶς ὑπὸ τῶν Τούρκων, ὑπέστη φρικτὰ βασανιστήρια, παραμένων ἀδούλωτος τὴν ψυχὴν καὶ πιστὸς εἰς τὴν Χριστιανικὴν πίστιν. Οἱ Τοῦρκοι ἐξέδειραν τὸν ἅγιον ζῶντα καὶ παραγεμίσαντες τὸ δέρμα αὐτοῦ δι᾿ ἀχύρων περιήγαγαν αὐτὸ εἰς διαφόρους πόλεις. Κομίσαντες τοῦτο εἰς Κωνσταντινούπολιν, τὸ ἐπέδειξαν εἰς τὸν Σουλτάνον, ὅστις φρικιάσας ἐπὶ τῇ οἰκτρᾷ ταύτῃ θέᾳ, ἠγέρθη ἀπὸ τοῦ θρόνου. Οἱ σύγχρονοι τοῦ Διουνυσίου ἐπέκριναν αὐτὸν μέχρι τοιούτου σημείου, ὥστε τὸ Πατριαρχεῖο ἐκήρυξεν αὐτὸν ἔκπτωτον τοῦ θρόνου Λαρίσης. Ἐκ τοῦ λόγου τούτου αἰτιολογεῖται πιθανῶς ἡ ἔλλειψις πάσης μνείας τοῦ ἁγίου τούτου ἀνδρός, ὅστις ἠδικήθη ὑπὸ τῆς ἱστορίας, ἐν τοῖς συναξαρισταῖς. Παρὰ ταῦτα ὁ μάρτυς οὗτος διὰ τὴν ἐν Χριστῷ ἄθλησιν αὐτοῦ τιμᾶται ὡς ἅγιος ἐν Ἠπείρῳ. Μνεία τοῦ ἁγίου τούτου ἐλλείπει ἐκ τῆς τοπικῆς ἁγιολογίας Μητροπόλεως Ἰωαννίνων καὶ Λαρίσης, ἐν Ἡμερολογίῳ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ὡσαύτως οὐδεμία μνεία τοῦ ἁγίου γίνεται ἐν Μεγάλῳ Εὐχολογίῳ καὶ τῷ Ἁγιολογίῳ Σωφρονίου Εὐστρατιάδου.


Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ἐπίσκοπος Χυτρῶν Κύπρου*

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές, γνωστὸς ὅμως στὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου. Συνδεόταν ἀδελφικὰ μὲ τὸν προκάτοχό του ἐπίσκοπο Πάππο καὶ ἔκαναν πολλὰ θαύματα, ποὺ τοὺς ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ κάνουν, λόγω τῆς μεγάλης τους ἀρετῆς.


Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Πεντασχινίτης*

Ἅγιος καὶ αὐτὸς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου ἀπὸ τὸ Πεντάστιχο, ποὺ ἔκανε πολλὰ θαύματα.


Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Δαιμονοκαταλύτης*

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Τραπεζοῦντα καὶ μόνασε στὴ Μονὴ τοῦ ἁγίου Φωκᾶ τοῦ Διάπλου, στὴν ὁποία ἐπίσης διετέλεσε ἡγούμενος, ἐπὶ ἀρχιερατείας τοῦ Τραπεζούντος Νικηφόρου. Ἦταν ἐνάρετος, εὐσεβὴς καὶ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα νὰ βγάζει πονηρὰ πνεύματα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο πῆρε καὶ τὴν ἐπωνυμία Δαιμονοκαταλύτης. Ἡ φήμη τῶν θαυμάτων του διαδόθηκε μέχρι τὸ Βυζάντιο, ὅπου προσκλήθηκε ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Θεόφιλο (829-842) γιὰ νὰ θεραπεύσει τὴν δαιμονισμένη κόρη του. Γιὰ τὴ σοφία του καὶ τὰ περιβόητα θαύματά του, ἀνέβηκε στὸν μητροπολιτικὸ θρόνο τῆς Τραπεζοῦντας. Χειροτονήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Μεθόδιο (843-847) καὶ πῆγε στὴν Τραπεζοῦντα μὲ πολλὲς τιμές. Ὅταν ἔφτασε ἐκεῖ, ἐγκαταστάθηκε στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Φωκᾶ, ὅπου ἔμενε συνεχῶς. Δυὸ φορὲς τὴν ἑβδομάδα, Σάββατο καὶ Κυριακή, πήγαινε στὸν μητροπολιτικὸ ναὸ τῆς Χρυσοκεφάλου, γιὰ νὰ διδάξει στὸ λαό. Ἔζησε ζωὴ θεάρεστη καὶ πέθανε εἰρηνικὰ στὰ μέσα του 9ου αἰώνα. Τὸν ἔθαψαν στὴ Μονὴ τοῦ ἁγίου Φωκᾶ, ποὺ πῆρε ἀργότερα τὸ ὄνομά του, δηλαδὴ Ἀθανασίου τοῦ Δαιμονοκαταλύτου.


Οἱ Ἅγιοι Ἀλέξανδρος & Ἀμμών*

Ἅγιοι τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας, ποὺ μαρτύρησαν στὸ Σολέα καὶ ὑπῆρξαν μαθητὲς τοῦ Ὠριγένη. (Ἀρχιμ. Κυπριανοῦ, Ἱστορία τῆς Κύπρου, σελ. 518).


Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου*

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Μνημονεύεται μεταξὺ τῶν Ἁγίων της Κυπριακῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸν Λεόντιο Μαχαιρᾶ.


Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος ὁ Ἀθηνῶν καὶ ἐπίσκοπος Κρήτης ὁ νέος ὁμολογητής

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Στὸ Συνοδικὸ τῆς Μητροπόλεως Κρήτης, ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1933, συμπεριλαμβάνεται μεταξὺ τῶν Ἀρχιεπισκόπων Κρήτης σὰν «νέος ὁμολογητής». Αὐτός, μετὰ ἀπὸ πρόσκληση τῶν Κρητῶν, στάλθηκε ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο στὴν Κρήτη σὰν Ἀρχιεπίσκοπος, ἀφοῦ μετατέθηκε ἀπὸ τὴν Μητρόπολη Ἀθηνῶν. Οἱ Ἐνετοὶ ὅμως, μετὰ τὴν ἐπανάσταση τῶν Κρητῶν, ἐπανακατέλαβαν τὸ νησὶ καὶ συνέλαβαν τὸν Ἄνθιμο, ἐπειδὴ δὲν δέχτηκε νὰ τοὺς ὑπακούσει. Τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή, ὅπου γιὰ τρία χρόνια ὑπέστη σκληρὲς ταλαιπωρίες καὶ ἔτσι ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ μέσα στὴ φυλακή, στὰ μέσα τοῦ 14ου αἰῶνα.


Ὁ Ἅγιος Ἄργα*

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές, καταριθμεῖται ἀπὸ τὸν Delehaye μεταξὺ τῶν ἁγίων τῆς Κύπρου.


Ὁ Ἅγιος Ἀριστοκλειανός ὁ ἐπίσκοπος*

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Ἀπὸ κάποια διήγηση μαθαίνουμε ὅτι αὐτός, ἀφοῦ θεραπεύτηκε ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους Παῦλο καὶ Βαρνάβα ἀπὸ τὴ λέπρα, στὴν Ἀντιόχεια, χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος καὶ στάλθηκε στὴν Κύπρο γιὰ νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο (βλέπε Χάκκεττ, Ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, τόμος Β´, σελ. 168. Μετάφραση Χαρ. Παπαϊωάννου καὶ Delehaye, Les Saints de Chypre,σελ. 236, 260).


Ὁ Ἅγιος Ἀρίστων ἐπίσκοπος Ἀρσινόης*

Κύπριος Ἅγιος, ποὺ μνημονεύεται ἀπὸ τὸν Νεόφυτο τὸν Ἔγκλειστο σὰν θαυματουργὸς «περιβόητος κατὰ δαιμόνων ἄριστος ἀριστεύς"(Delehaye, Les Saints de Chypre, σελ. 236, 260).


Ὁ Ἅγιος Ἀρκάδιος Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου*

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Συγκαταριθμεῖται ὑπὸ τοῦ Μαχαιρᾶ (σελ. 67) μεταξὺ τῶν Ἁγίων τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας.


Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Αὐτωρειανὸς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως*

Ὁ Γεδεὼν στὸ Ἑορτολόγιό του (σελ. 216-217), βεβαιώνει ὅτι συνάντησε Ἀκολουθία τοῦ Ἀρσενίου αὐτοῦ σὲ κάποιο μουσικὸ χειρόγραφο, ποὺ ψάλλεται τὸν Ὀκτώβριο, ἀλλὰ δὲν θυμᾶται ποιὰ μέρα τοῦ μήνα αὐτοῦ. Ὁ Ἀρσένιος λοιπὸν αὐτός, γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ οἰκογένεια ἐπίσημη καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴν Ὀξεία. Κατόπιν ἀποσύρθηκε κοντὰ στὴ λίμνη τῆς Ἀπολλωνιάδος, ὅπου αὐστηρὰ ἀσκήτευε. Στὴ συνέχεια, κλήθηκε ἀπὸ τὸν Θεόδωρο Λάσκαρη στὴ Νίκαια, ὅπου ἀναδείχθηκε Πατριάρχης τὸ 1255. Τὸ 1260 ὅμως, ὁ αὐτοκράτορας Μιχαήλ, τὸν κατεβάζει ἀπὸ τὸν Θρόνο, μὲ τὴν κατηγορία ὅτι δῆθεν συμμετεῖχε στὴν τύφλωση τοῦ διαδόχου τοῦ Λάσκαρη Καλοϊωάννου. Ἀνακλήθηκε στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τὸ 1261, αὐτὴ τὴ φορὰ ἀπὸ τὴν Νίκαια στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καὶ πάλι ἐκθρονίστηκε τὸ 1267. Ἐξορίστηκε στὸν Μαρμαρᾶ, ὅπου καὶ πέθανε.


Ὁ Ὅσιος Βάρας*

Συναντᾶται μόνο στὸν Βυζαντινὸ Ἑορτολόγιο τοῦ Γεδεών (σελ. 217). Ἔζησε ἐπὶ Ζήνωνος καὶ ἀσκήτευε ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου καὶ ἀνήγειρε καὶ ναὸ τοῦ Προδρόμου.


Ὁ Ἅγιος Γέδιος ἐπίσκοπος & Ὁμολογητής*

Ἀναφέρεται στὴ βιογραφία τοῦ ἱερομάρτυρα Μίλου (10 Νοεμβρίου) σὰν μάρτυρας ποὺ χειροτόνησε τὸν Μίλο. Στοὺς Συναξαριστὲς δὲν ὁρίζεται ἰδιαίτερα ἡ μνήμη του.


Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Νεομάρτυρας «ὁ ἐν Μαγνησίᾳ»*

Ἦταν ὑπηρέτης Τούρκου στὴ Μαγνησία, ποὺ φοροῦσε, ὅπως χαρακτηριστικὰ γράφεται, καὶ φέσι. Ὅταν ἔφυγε ἀπὸ τὴ δούλεψη τοῦ κυρίου του καὶ πέταξε τὸ φέσι, τότε ἐξαναγκάστηκε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Γεώργιος ὅμως, ἔμεινε σταθερὸς στὴ χριστιανικὴ πίστη του καὶ ρίχτηκε στὴ φυλακή. Κατόπιν μαστιγώθηκε σκληρὰ καὶ μετὰ τρεῖς ἡμέρες πέθανε τὸ 1796. (Νέον Μαρτυρολόγιον Δουκάκη σελ. 45).


Ἡ Ἁγία Εἰρήνη ἡ θυγατέρα τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνα*

Δὲν τὴν ἀναφέρουν οἱ Συναξαριστές. Καταριθμεῖται ὅμως, μεταξὺ τῶν Ἁγίων τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας (βλέπε Delehaye, Les Saints de Chypre, σελ. 262).


Οἱ Ἅγιοι 300 Μάρτυρες καὶ Ὅσιοι οἱ λεγόμενοι Ἀλαμανοί, ποὺ μαρτύρησαν στὴν Κύπρο*

Γιὰ τοὺς Μάρτυρες καὶ Ὁσίους αὐτούς, ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης στὸ Ἁγιολόγιό του, ἀναφέρει ἀκριβῶς τὰ ἑξῆς: Τούτων τὸν βίον ἐξέδωκεν ὁ Σάθας ὑπὸ τὸν τίτλον: Vies des Saints Alemands de l' Eglise de Chypre publiées par Constantin Sathas, Genes 1884. Ἦσαν μοναχοὶ καὶ λαϊκοί, ἐκ διαφόρων τόπων καὶ χωρῶν ὁρμώμενοι, καταφυγόντες ἐκ Παλαιστίνης ἕνεκα τῶν ἐκεῖ διωγμῶν εἰς Κύπρον· πότε τοῦτο ἐγένετο διαφωνοῦσιν οἱ περὶ αὐτοὺς ἀσχοληθέντες. Λεόντιος ὁ Μαχαιρᾶς (σ. 68) δέχεται ὡς χρόνον τῆς καθόδου αὐτῶν εἰς Κύπρον ὅτε ἡ Παλαιστίνη κατελήφθη ὑπὸ τῶν Τούρκων· ὁ Σάβας φρονεῖ ὅτι ἡ μετανάστευσις αὕτη τῶν ἁγίων εἰς Κύπρον ἐγένετο περὶ τὰ τέλη τοῦ ζ´ αἰῶνος ἐπὶ τῆς κατοχῆς τῆς νήσου ὑπὸ τῶν Ἀράβων καὶ ἄλλοι ἄλλως (ἴδ. περὶ τούτων πλατύτερον ἐν τῇ Ἱστορίᾳ τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου ὑπὸ Χάκκεττ, τ. Β´ σ. 273 κ.ε. μετάφρασις Χ. Παπαϊωάννου). Ἐν τῷ Χρονικῷ τοῦ Μαχαιρᾶ εὕρηται πίναξ ὀνομάτων τινῶν (52) ἐκ τῶν τριακοσίων τούτων ἁγίων, τοὺς ὁποίους ὁ μεταφράσας τὴν Ἱστορίαν τοῦ Χάκκεττ Χαρίλαος Παπαϊωάννου κατέταξεν ἀλφαβητικῶς, συμπεριλαβὼν καὶ ὅσους ὁ Κυπριανὸς καὶ Delehaye ἀναγράφουσιν, ὡς ἑξῆς: Ἀγάπιος, Ἀλέξανδρος (εἰς τὸν Κούρδακαν), Ἀναστάσιος (17 Σεπτεμ.), Ἀνδρόνικος, Ἀρτέμιος ἢ Ἀρτέμων, Αὐξέντιος ἢ Αὐξουθένιος, ἢ Ἐξουθένιος (28 Σεπτεμβ.), Βαλάντιος, Βαρλαὰμ (εἰς τὴν Ταμασίαν), Βαρνάβας («εἰς τὴν Περιστερῶναν τοῦ κούντη τέ-Τσάρφ»), Βαρνάβας μοναχὸς («εἰς τὴν Βάσαν»), Βασίλειος ἐπίσκοπος (ἐν Πέραν), Γεώργιος ὁ Βαβατσινιώτης, Γεώργιος ἐπιτηδεώτης, Γεώργιος περαχωρίτης, Γεώργιος ὁ τοῦ Σαλαμάνου, Δημητριανὸς ἐπίσκοπος ἐν Πέραν, Εἰρηνικὸς ἢ Ἀρνιακός («πρὸς τὴν Ζωτίαν»), Ἐλπίδιος («εἰς τὴν Κοφινοῦν»), Ἐπαφρόδιτος, Ἐπίκτητος (12 Ὀκτωβρ. «πρὸ τοῦ κάζα Πιφάνη»), Ἐπιφάνιος («πρὸς τὴν Κυθρίαν ὁ ἅγιος Ἔπιφανιος· τὸ κοιμητήριόν του εἶναι εἰς μοναξίαν καὶ οἱ τόποι ἐρημώθησαν, ἐπῆραν τὴν ἁγίαν του κάραν καὶ τὰ εἰκονίσματα καὶ ἔβαλάν τα εἰς φύλαξιν εἰς τὸν Κουτζουβέντην", Μαχαιρᾶς, σ. 68), Ἐπιφάνιος (ἕτερος Ἐπιφάνιος εἰς τὸν Κούρδακαν»), Ἑρμογένης (5 Ὀκτωβρ.), Εὐτύχιος, Εὐφημιανός («εἰς τὸ Λευκόνικον ὁ ἅγιος Εὐφημιανός»), Ἡλιόφωτος ἢ Ἀλιφῶτες (13 Ἰουλίου «εἰς τὴν Ἀχέραν ὁ ἅγιος Ἡλιόφωτος»), Ἡράκλειος («εἰς τὴν Κοφινοῦν ὁ ἅγιος Ἡράκλειος ἐπίσκοπος»), Θέλθας, Θεοδόσιος, Θεράπων («εἰς τὴν Σύνταν»), Θεράπων (14 Μαΐου), Ἱλαρίων ὁ νέος («εἰς τὸ κάστρον τοῦ ἁγίου Ἱλαρίου»), Ἰωάννης ὅσιος, φίλος τοῦ ἁγίου Κενδέου, Ἰωσὴφ («εἰς τὸν Λυθροδώνταν»), Καλάντιος ἢ Καλαντίων ἐν Ταμασίᾳ, Κασσιανὸς ὁ τῆς Γλυφός, Κασσιανὸς ὁ τῆς Ἀξύλου, Κενδέας (6 Ὀκτωβρίου), Κουρνούτας, ἢ Κουρνοῦτος ἢ Κορνούτιος (12 Σεπτ. «εἰς τὸν Ἀχερᾶν», κατὰ τὸν Μαχαιρᾶν, «εἰς τὴν Λευκοσίαν», κατὰ τὸν Κυπριανόν), Κωνσταντῖνος (1 Ἰουλίου), Παμμέγιστος (εἰς τὴν Ἀχέραν), Παμφοδίτης (εἰς τὴν Ἀχέραν), Παφνούτιος (εἰς τὴν Ἀχέραν), Πηγῶν (εἰς τὴν Ἀρόδαν), Πολέμιος (εἰς τοῦ Μόρφου), Σωζόμενος (εἰς τὴν Ποταμίαν ἔνθα δεικνύεται καὶ τὸ ἄντρον, ἐν ᾧ ἠσκήτευσεν), Σωτήριχος (εἰς τὸ Παλαίκυθρον), Φώτιος («ἀκόμη ὁ ἅγιος Φώτιος πλησίον Ἀθιένου καὶ κράζουν τὸν ἅγιον Φώτην καὶ ἑορτάζεται ιη´ Ἰουλίου καὶ πολομᾶ πολλὰ θαύματα», Μαχαιρᾶς, σ. 70), Χαρέτης ἢ Χαρέστης ἢ Χαρίτων (εἰς τὸν Κούρδακαν), Χριστόφορος (εἰς τὴν Ἀρόδαν), Χριστόφορος (εἰς τὴν Κοφινοῦν).


Ὁ Ἅγιος Ἑρμᾶος*

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Προστίθεται στὸ Ἑορτολόγιο τοῦ Γεδεών σ. 217 γιὰ τὸ λόγο ὅτι σωζόταν Μονὴ στ᾿ ὄνομά του στὰ μέσα τοῦ 5ου αἰῶνα.


Ὁ Ἅγιος Ἑρμόλαος ὁ Ἀνάργυρος & θαυματουργός*

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές, ἀλλὰ γνωστὸς στὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ὅπου κατατάσσεται μεταξὺ τῶν θαυματουργῶν Ἀναργύρων καὶ ἐγκωμιάζεται ἀπὸ τὸν Νεόφυτο τὸν Ἔγκλειστο. (Βλέπε καὶ Delehaye, Les Saints de Chypre, σελ. 267, 290).


Ἡ Ἁγία Εὐπρέπεια

Στὴν τοποθεσία «Ἄργαλα» τῆς Λέσβου βρέθηκε σὲ ἀνασκαφὲς κατὰ τὸ 1931, σταυρόσχημο μαρτύριο μὲ δυὸ τάφους, ποὺ περιεῖχαν ὀστὰ θρυμματισμένα. Ἐπίσης στὸν ἴδιο χῶρο βρέθηκαν τὰ ἐρείπια μεγάλης βασιλικῆς μὲ βαπτιστήριο, ποὺ θεωροῦνται κτίσματα τοῦ ΣΤ´ αἰῶνος. Πάνω στὰ ἐρείπια αὐτὰ ὑπῆρχε τὸ παλαιὸ ξωκκλησάκι τῆς Ἁγίας Εὐρέπειας, ποὺ ὑπάρχει καὶ σήμερα. Ἐπειδὴ στὸν κατάλογο τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει ἁγία μὲ τὸ ὄνομα αὐτό, παραμένει τὸ ἐρώτημα μήπως μαρτύρησε στὴ Λέσβο κάποια ἄγνωστη σὲ μᾶς ἁγία μὲ τὸ ὄνομα αὐτὸ καὶ ἐξηγεῖται ἔτσι ἡ ὕπαρξη τοῦ παλαιοῦ αὐτοῦ ναϋδρίου στὸ ὄνομά της.


Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος ἐπίσκοπος Ἀμαθοῦντος ἢ Τριμυθοῦντος*

Συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν Ἁγίων τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας (βλέπε Delehaye, Les Saints de Chypre, σελ. 262,3).


Ὁ Ὅσιος Εὐφήμιος*

Μνημονεύεται στὸ Βυζαντινὸ Ἑορτολόγιο τοῦ Γεδεών σελ. 217, γιὰ τὸ λόγο ὅτι ὑπῆρχε Μονὴ στὸ ὄνομά του στὴν Κων/πολη ἐπὶ Πατριάρχου Μηνᾶ.


Ὁ Ὅσιος Ἠλίας ὁ Σπηλαιώτης*

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Σύμφωνα μὲ πληροφορίες τοῦ J. Coyon, L'Italie Meridionale et l'Empire Byzantin, Paris 1904, ὁ ὅσιος αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὸ Ρήγιο τῆς Καλαβρίας καὶ ἔζησε ἀπὸ τὸ 850 ἕως τὸ 930. (Ἡ μνήμη του, ἀπὸ Ἁγιολόγιο, ἀναφέρεται καὶ στὶς 11 Σεπτεμβρίου).


Ὁ Ἅγιος Ἡσαΐας ὁ Ἀρχιεπίσκοπος*

Ἀπὸ τὸν Μαχαιρᾶ φέρεται μεταξὺ τῶν Ἁγίων τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας.


Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου*

Ὁ Μαχαιρᾶς, μεταξὺ τῶν Ἁγίων τῆς Κύπρου, συγκαταλέγει καὶ δυὸ Ἀρχιεπισκόπους αὐτῆς, τὸν Θεόδωρο Α´ καὶ τὸν Θεόδωρο Β´.


Οἱ Ἅγιοι Θεόδωρος, Λάμπρος, Θεόδωρος (ἄλλος), Γεώργιος, Ἰωάννης & Μιχαήλ

Τὸ Συναξάρι τους, καθὼς καὶ τὸ ἔτος μαρτυρίου τους (1835), εἶναι πανομοιότυπα μ᾿ αὐτὰ τῶν πέντε μαρτύρων ἐν Σαμοθράκῃ. Προφανῶς κάποια σύγχυση ἔγινε μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν προσώπων, καθὼς καὶ μὲ τὶς ὀνομασίες τους.


Ὁ Ἅγιος Θεόπροβος ἐπίσκοπος Κύπρου*

Κατὰ τὸν Κυπριανὸ (Ἱστορία τῆς Κύπρου σελ. 520 καὶ Delehaye) ἦταν σύγχρονος τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου καὶ ἔγινε ἐπίσκοπος Καρπασίας. Συναριθμεῖται μεταξὺ τῶν Ἁγίων τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας.


Ὁ Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Κουβικουλάριος καὶ Ὁμολογητής*

Ἡ μνήμη του σύμφωνα μὲ τὸ Ἑορτολόγιο τοῦ Γεδεών (σελ. 217-218), ὅπου λέγεται ὅτι ἦταν «κοιτωνίτης» τοῦ Κων/νου τοῦ Κοπρωνύμου, καὶ ἐπὶ Λέοντα τοῦ Ἰσαύρου γιὰ τὴν προσκύνηση τῶν Ἁγίων Εἰκόνων φυλακίστηκε καὶ πέθανε τὸ 780 σὰν Ὁμολογητὴς τῆς Ὀρθῆς Πίστεως.


Ὁ Ἅγιος Θεοφάνης ἐπίσκοπος Σολέας*

Συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν Ἁγίων τῆς Κύπρου. Καταγόταν ἀπὸ τὴ Λευκωσία καὶ ἔγινε ἐπίσκοπος Σολέας. Παραιτήθηκε τοῦ θρόνου καὶ πῆγε σὲ ἐρημητήριο τοῦ Μέσα Ποταμοῦ στοὺς πρόποδες τοῦ Τροόδους καὶ ἐκεῖ ἔκανε ζωὴ ἀσκητική. Πέθανε εἰρηνικὰ τὸ 1550.


Ὁ Ὅσιος Θεοφύλακτος «ὁ ἐν τῷ ὄρει τοῦ Κουζηνοῦ»*

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Εἶναι Κύπριος Ἅγιος καὶ γίνεται λόγος γι᾿ αὐτὸν στὸν Λαυριωτικὸ Κώδικα Λ 99 φ. 92.


Ὁ Ἅγιος Ἰάσων*

Συγκαταλέγεται ἀπὸ τὸν Delehaye μεταξὺ τῶν Ἁγίων τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας (Les Saints de Chypre σελ. 234-262).


Ὁ Ἅγιος Ἱλάριος Ἀρχιεπίσκοπος Σαλαμίνος*

Συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν Ἁγίων τῆς Κύπρου. Ἄγνωστο πότε ἔζησε. (Βλέπε «Ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου» τοῦ Χάκκεττ, τόμ. Β´ σελ. 71-189. Μετάφραση Χ. Παπαϊωάννου).


Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης*

Ὁ Ἅγιος αὐτὸς εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές, γνωστὸς ὅμως στὴν Κύπρο, ἀπ᾿ ὅπου καταγόταν. Γι᾿ αὐτὸν ὁ Κυπριανὸς (Ἱστορία σελ. 521) γράφει: «Ἰωάννης ἀπὸ τὴν Πάφον, τοῦ ὁποίου τὸ λείψανον εὑρίσκεται ὁλάκερον εἰς τὸ χωρίον ὅπου ἀναπαύτηκεν, καθὼς εὑρίσκεται εἰς τὴν Ἀκολουθίαν του» (Βλ. καὶ Delehaye, Les Saints de Chypre σελ. 263). Ὁ Μαχαιρᾶς (σελ. 67) ἀναφέρει μεταξὺ τῶν ἁγίων τῆς Κύπρου καὶ κάποιον Ἰωάννη ἀρχιεπίσκοπο, ποὺ δὲν εἶναι σαφὲς ἂν εἶναι ὁ ἴδιος μ᾿ αὐτὸν τὸν συγκεκριμένο Ἅγιο.


Οἱ Ἅγιοι Ἰωάννης & Κόνων*

Ἦταν μοναχοὶ ποὺ ἀσκήτευαν στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ τὸ 1228 πῆγαν στὴν Κύπρο, ὅπου ἡσύχαζαν στὴ Μονὴ τῆς Καντάρας. Τότε τὴ μεγαλόνησο, εἶχαν ὑπὸ τὴν κατοχή τους οἱ Λατίνοι, ποὺ ἀπαίτησαν ἀπὸ τοὺς Ἁγίους αὐτοὺς νὰ ἀλλάξουν τὸ ὀρθόδοξο φρόνημά τους. Αὐτοὶ ὅμως, στάθηκαν ἀμετακίνητοι στὴν ὀρθόδοξη πίστη τους, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ βασανιστοῦν καὶ νὰ φυλακιστοῦν. Στὸ τέλος, μαζὶ μὲ ἄλλους 11 ὀρθόδοξους χριστιανούς, τοὺς ἔκαψαν ζωντανοὺς καὶ ἔτσι ἔλαβαν τὸ ἀθάνατο βραβεῖο τῆς αἰωνιότητας (βλ. Κ. Σάβας, Μεσαίων. Βιβλ. τ. Β´, σ. 20-39). Στοὺς Συναξαριστὲς ἡ μνήμη τους δὲν ἀναφέρεται.


Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης De Montfort*

Στὸ Κυπριακὸ Ἁγιολόγιο συγκαταλέγεται καὶ ὁ Γάλλος εὐγενὴς Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος ἔζησε ζωὴ ἁγία καὶ πέθανε τὸ 1248 στὴ Λευκωσία. Τάφηκε στὴ Μονὴ Beaulieu καὶ τὸ σῶμα του παρέμεινε ἀδιάφθορο, προσελκύοντας πλῆθος πιστῶν Κυπρίων καὶ ξένων. (Βλ. Χάκκετ, Ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου τ. Β´ σελ. 287, μετάφραση Χ. Παπαϊωάννου).


Ἡ Ἁγία Καλλίτροπος

Ἦταν ἀδελφὴ τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου καὶ συγκαταλέγεται ὑπὸ τοῦ Delehaye (Les Saints de Chypre σελ. 262) μεταξὺ τῶν Ἁγίων της Κυπριακῆς Ἐκκλησίας. Ἄγνωστη στοὺς Συναξαριστές.


Ἡ Ἁγία Κελερίνη*

Ἡ μνήμη της σύμφωνα μὲ τὸ Βυζαντινὸ Ἑορτολόγιο τοῦ Γεδεών. Ὅπως λέγεται σ᾿ αὐτό, στὰ μέσα του 5ου αἰώνα, ὑπῆρχε ναὸς στὴν Κωνσταντινούπολη στὸ ὄνομα τῆς μάρτυρος αὐτῆς.


Ὁ Ἅγιος Κιλίσιος*

Γνωστὸς Ἅγιος στὴν Κύπρο, ἀπ᾿ ὅπου καὶ καταγόταν. Δὲν συναντᾶται πουθενά. Ἀναφέρεται μεταξὺ τῶν Ἁγίων τῆς Κύπρου ἀπὸ τὸν Κυπριανὸ (Ἰστ. 521 καὶ Delehaye, Les Saints de Chypre σελ. 268).


Οἱ Ἁγίες Κοσμία & Στεφανίς*

Ἡ μνήμη τους κατὰ τὸ Βυζ. Ἑορτολόγιο τοῦ Γεδεών (σελ. 220). Μόνασαν στὴ Μονὴ τῶν Τριαναρῶν μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ὁσίου Αὐξεντίου τοῦ «ἐν τῷ Βουνῷ», ὅπου καὶ ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.


Ἡ Ἁγία Κωνσταντία*

Ἄγνωστη στοὺς Συναξαριστές. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ ἐθεωρεῖτο προστάτιδα τῆς Πάφου (βλ. Κυπριανοῦ, Ἱστορία τῆς Κύπρου σελ. 526).


Ὁ Ἅγιος Λεόντιος ἐπίσκοπος Νεαπόλεως Κύπρου*

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Ὁ Κυπριανὸς στὴν Ἱστορία τῆς Κύπρου (σελ. 522) τὸν συναριθμεῖ μὲ τοὺς Κύπριους Ἁγίους. Εἶναι ὁ γνωστὸς συγγραφέας τοῦ βίου τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Ἐλεήμονα καὶ Συμεὼν τοῦ σαλοῦ, καθὼς καὶ ἄλλων ἔργων. Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Μαυρικίου (582-602) καὶ στὴν 7η Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ὁ Κωνσταντίας Κωνσταντῖνος, ἐξέφρασε πολὺ καλὴ γνώμη γι᾿ αὐτόν.


Ὁ Ὅσιος Μακάριος*

Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸ Βυζαντινὸ Ἑορτολόγιο τοῦ Γεδεών (σελ. 219). Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Λέγεται ὅτι καταγόταν ἀπὸ τὴ Σαμψοῦντα καὶ μετὰ τὸν θάνατο τῆς συζύγου του ἔφυγε στὰ Λάτρο ὄρος καὶ στὴν ἐκεῖ Μονὴ ἐκάρη μοναχός. Κατόπιν πῆγε στὴ Μονὴ τοῦ Κρίτζους καὶ τελευταῖα στὴν Κωνσταντινούπολη, στὴ Μονὴ τῆς Θεοτόκου τοῦ Καλλίου (στὰ μέσα του 14ου αἰώνα), ὅπου ἀφοῦ ἔζησε ὁσιακῶς ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


Ὁ Ἅγιος Μακεδόνιος ἐπίσκοπος Δαμασίας ἡ Λευκωσίας*

Ἀγνοεῖται ἀπὸ τοὺς Συναξαριστὲς καὶ συγκαταριθμεΐται μεταξὺ τῶν Ἁγίων τῆς Κύπρου ἀπὸ τὸν Λεόντιο Μαχαιρᾶ. Ὀνομάζεται δὲ ἀπ᾿ αὐτὸν ἐπίσκοπος Δαμασίας καὶ ἀπὸ τὸν Lusignan (Description de toute l' ile de Chypre, Paris 1580) ἐπίσκοπος Λευκωσίας, ποὺ ἵδρυσε Μονὴ στὴν ἕδρα τῆς ἐπισκοπῆς του.


Ὁ Ὅσιος Μακεδόνιος*

Μνημονεύεται στὸ Βυζαντινὸ Ἑορτολόγιο τοῦ Γεδεών (σελ. 219). Ἔζησε στὰ μέσα του 5ου αἰώνα. Ἄλλες πληροφορίες γιὰ τὴν ζωή του δὲν ἔχουμε.


Ὁ Ἅγιος Μιχαήλ ὁ Κηρουλάριος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως*

Πουθενὰ δὲν συναντᾶμε τὴ μνήμη του. Ἀναγράφεται στὸ Βυζαντινὸ Ἑορτολόγιο τοῦ Γεδεών (σελ. 219), ποὺ νομίζει ὅτι ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ μπῆκε στὸ ἑορτολόγιο τῆς Μονῆς τῶν Οὐρανίων Δυνάμεων, ἐπειδὴ ἐκεῖ ἦταν θαμμένος.


Ὁ Ἅγιος Νεῖλος Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου*

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Συμπεριλαμβάνεται ἀπὸ τὸν Λεόντιο Μαχαιρᾶ μεταξὺ τῶν Ἁγίων τῆς Κύπρου.


Ὁ Ἅγιος Νεόφυτος Ἀρχιεπίσκοπος*

Πουθενὰ στοὺς Συναξαριστὲς δὲν ἀναφέρεται ἡ μνήμη του. Στὸ Χρονικὸ τοῦ Μαχαιρᾶ (σελ. 27) συναριθμεῖται μεταξὺ τῶν Ἁγίων τῆς Κύπρου.


Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἐπίσκοπος Πάφου*

Ἄγνωστος κι᾿ αὐτὸς στοὺς Συναξαριστές. Περιλαμβάνεται ἀπὸ τὸν Delehaye (Les Saints de Chypre σελ. 255) μεταξὺ τῶν Ἁγίων τῆς Κύπρου.


Ὁ Ἅγιος Νίκων ἐπίσκοπος Ἀρσινόης Κύπρου*

Τὸν ἄγνωστο αὐτὸ Ἅγιο στοὺς Συναξαριστές, ἀναφέρει ὁ Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος καὶ ὁ Delehaye (Les Saints de Chypre σελ. 201, 203) τὸν κατατάσσει μεταξὺ τῶν ἁγίων τῆς Κύπρου.


Ἡ Ἁγία Πελαγία*

Μνημονεύεται ἀπὸ τὸν Delehaye σὰν Κύπρια Ἁγία (Les Saints de Chypre, σελ. 245). Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν συναντᾶται στοὺς Συναξαριστές.


Ὁ Ἅγιος Περάτης*

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Μνημονεύεται σὲ Κώδικα τοῦ 9ου αἰῶνα (890) τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῶν Παρισίων ὑπ᾿ ἀριθ. 1470, ὅπου στὸ φ. 1286 καὶ τὸ μαρτύριό του ποὺ ἀρχίζει ὡς ἑξῆς: «Ἐπὶ Πέρσαντος τὸ δεύτερον καὶ Κλαυδιανοῦ τῶν ὑπάτων πρὸ ιστ´ καλάνδων αὔγουστων ὅπερ ἐστὶν Ἰουλίῳ Ζ´», ἐπιγράφεται δὲ «Μαρτύριον τοῦ ἁγίου Καλλινίκου Περάτου».


Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ Ὁμολογητὴς ἐπίσκοπος Γορδορυνείας (Σελευκείας)*

Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸ Βυζαντινὸ Ἑορτολόγιο τοῦ Γεδεών σελ. 220. Τὸ λείψανό του, κατὰ τὸν Γεδεών, ποὺ βρισκόταν στὸν ναὸ τοῦ ἁγίου Νικολάου, ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, μετακόμισε ὁ Σύγκελλος Εὐθύμιος τὸ 900 στὴ Μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου στὰ Ὑψωμάθεια καὶ συνέθεσε Ἀκολουθία του, ποὺ δυστυχῶς δὲν σώζεται.


Ἡ Ἁγία Χάϊδω Παρθενομάρτυς*

Δὲν ἔχουμε πολλὰ καὶ σαφῆ βιογραφικὰ στοιχεῖα της. Γνωρίζουμε μόνο ὅτι ἔζησε τὸν 19ο αἰώνα καὶ ἦταν κόρη ἀπὸ τὴ Βροντοῦ Κατερίνης ἢ ἀπὸ τὴν περιοχὴ Ἰωαννίνων(;).


Ὁ Ἅγιος Πλούταρχος Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου*

Στὸ Χρονικὸ τοῦ Λεοντίου Μαχαιρᾶ (σελ. 67 ἔκδ. Σάθα) ὁ Πλούταρχος συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν Ἁγίων τῆς Κύπρου. Γι᾿ αὐτὸν ὅμως οἱ Συναξαριστὲς δὲν ἀναφέρουν τίποτα. Στὸν πίνακα τῶν ἐπισκόπων Σαλαμίνας τοῦ Μαχαιρᾶ ὁ Πλούταρχος φέρεται ἕκτος ἐπίσκοπος Κύπρου, μαζὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Βαρνάβα. Τὸ ὄνομα τοῦ Πλούταρχου συναντᾶται σὲ ἐπιγραφὲς τοῦ ἁγίου Σεργίου τοῦ 7ου αἰώνα (βλ. Σακελλαρίου. Κυπριακά, σελ. 179-180).


Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἐπίσκοπος Σαλαμίνας Κύπρου*

Ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Λεόντιο Μαχαιρᾶ σελ. 67 μεταξὺ τῶν Ἁγίων τῆς Κύπρου καὶ πέμπτος στὴ σειρὰ ἐπίσκοπος μετὰ τὸν ἀπόστολο Βαρνάβα. Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές.


Ὁ Ἅγιος Ποτάμιος*

Ἅγιος ἀπὸ τὴν Κύπρο, γιὰ τὸν ὁποῖο οἱ Συναξαριστὲς δὲν ἀναφέρουν τίποτα. Περιλαμβάνεται ἀπὸ τὸν Κυπριανὸ (Ἱστορία Κύπρου, σελ. 518) καὶ τὸν Delehaye (Les Saints de Chypre σελ. 234-235) μεταξὺ τῶν Ἁγίων τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας.


Ἡ Ἁγία Σαβίνα*

Ἄγνωστη στοὺς Συναξαριστές. Ἡ μνήμη της ἀναφέρεται στὸν Βατοπεδινὸ Κώδικα 1104 φ. 22ε μαζὶ μὲ αὐτὴ τοῦ Ἱερομάρτυρα Πιονίου στὶς 14 Μαρτίου. Καὶ στοὺς δυὸ μάρτυρες, συνέθεσε Κανόνα κοινὸ ὁ Ποιητὴς Θεοφάνης. Ἀπὸ τὸν Κανόνα αὐτό, φαίνεται ὅτι ἡ ἁγία Σαβίνα συνεμαρτύρησε μετὰ τοῦ ἁγίου Πιονίου. Ἀλλὰ τὰ γεγονότα σχετικὰ μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὸ μαρτύριό της παραμένουν ἄγνωστα.


Ὁ Ἅγιος Σαλαμάνης*

Ἀναφέρεται μεταξὺ τῶν Ἁγίων τῆς Κύπρου, σὰν μαθητὴς τοῦ ἁγίου Ἱλαρίωνα ἀπὸ τὸν Delehaye (Les Saints de Chypre, σελ. 262). Οἱ Συναξαριστὲς δὲν ἀναφέρουν τίποτα γι᾿ αὐτόν.


Ὁ Ἅγιος Σέργιος*

Ἅγιος τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας. Ἴσως νὰ εἶναι ὁ γνωστὸς Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου, ποὺ ἔζησε στὰ μέσα τοῦ 7ου αἰῶνα. Αὐτὸν συμπεριλαμβάνουν μεταξὺ τῶν Ἁγίων ὁ Λεόντιος Μαχαιρᾶς (σελ. 67, ἔκδ. Σάθα) καὶ ὁ Delehaye (Les Saints de Chypre, σελ. 255). Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἀγνοεῖται ἀπὸ τοὺς Συναξαριστές.


Ὁ Ὅσιος Συμεών ὁ Εὐλαβής*

Ἡ μνήμη του ἀποσιωπᾶται ἀπὸ τοὺς Συναξαριστές. Μνημονεύεται στὸ Βυζαντινὸ Ἑορτολόγιο τοῦ Γεδεών σελ. 220. Ἔζησε στὰ μέσα τοῦ 10ου αἰῶνα καὶ ἔγινε διδάσκαλος τοῦ Συμεὼν τοῦ νέου Θεολόγου, ὁ ὁποῖος καὶ συνέθεσε Ἀκολουθία σ᾿ αὐτόν, ποὺ δὲν σώζεται. Ἡ τιμὴ αὐτή, μὲ τὴν ὁποία περιέβαλε τὸν διδάσκαλό του, ἔγινε γιὰ τὸν ποιητὴ τῆς ἀκολουθίας ἀφορμὴ διωγμῶν ἀπὸ διάφορους κακοπροαιρέτους τῆς ἐποχῆς του.


Ὁ Ἅγιος Σωκράτης ἐπίσκοπος Καρπασίας Κύπρου*

Ἄγνωστος καὶ αὐτὸς στοὺς Συναξαριστές. Συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν Ἁγίων τῆς Κυπριακῆς ἐκκλησίας ἀπὸ τὸν Λεόντιο Μαχαιρᾶ (σελ. 68, ἔκδ. Σάθα) καὶ τὸν Delehaye (les Saints de Chypre, σελ. 255).


Ὁ Ἅγιος Τίμων*

Στὸν κατάλογο τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου ἀναγράφεται καὶ Τίμων ὁ ἱερόδουλος, ἀπὸ τὸ χωριὸ Λαμπαδιστοῦ, ποὺ εἵλκυσε στὴ χριστιανικὴ πίστη ὁ ἀπόστολος Βαρνάβας, ὅπως καὶ τὸν ἄλλο ἱερόδουλο Ἀριστίωνα (βλ. Χάκκεττ, Ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Κύπρου, τόμ. Β´, σελ. 167, 210, μετάφραση Χ. Παπαϊωάννου).


Ὁ Ἅγιος Τίτος ἐπίσκοπος Πάφου*

Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν Ἁγίων τῆς Κύπρου σὰν μαθητὴς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο καὶ χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Πάφου. Στοὺς καταλόγους τοῦ Le Quien φέρεται σὰν δεύτερος ἐπίσκοπος Πάφου μετὰ τὸν Ἐπαφρᾶ (βλ. Χάκκεττ, Ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, τόμ. Β´, σελ. 210, μετάφραση Χ. Παπαϊωάννου).


Ὁ Ἅγιος Φυλάριος (ἢ Φυλαρίων)*

Ἀγνοεῖται ἀπὸ τοὺς Συναξαριστές, ἀλλὰ συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν Ἁγίων τῆς Κύπρου (βλ. Χάκκεττ, Ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, τ. Β´, σελ. 217, μετάφραση Χ. Παπαϊωάννου).


Ὁ Ὅσιος Φωκίων μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Ἱλαρίωνα*

Ἄγνωστος κι αὐτὸς στοὺς Συναξαριστές. Συναριθμεῖται ἀπὸ τὸν Delehaye (Les Saints de Chypre, σελ. 262) μεταξὺ τῶν Ἁγίων τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας.


Ὁ Ἅγιος Λέανδρος*

Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται ἐπιγραμματικὰ στὸ «Μικρὸν Εὐχολόγιον ἢ Ἁγιασματάριον» ἔκδοση «Ἀποστολικῆς Διακονίας» 1956, χωρὶς ἄλλες πληροφορίες. Πουθενὰ ἄλλου δὲν ἀναφέρεται ἡ μνήμη του. (Ἴσως εἶναι ὁ ἴδιος μ᾿ αὐτὸν τῆς 13ης Μαρτίου).


Ἡ Ἁγία Μαρία ἡ Νεομάρτυς

Μαρία ἡ καλλιπάρθενος Νεομάρτυς, ἡ ἐπονομαζόμενη Μεθυμοπούλα, ἐγεννήθη ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, εἰς τί χωρίον τῆς ἐπαρχίας Μεραμβέλου τῆς Κρήτης, Κάτω Φουρνῆ ὀνομαζόμενον. Ταύτης τῆς μακαρίας ἠράσθη χωροφύλαξ Τουρκαλβανός, τὴν ὁποίαν προσεπάθει νὰ προσέλκυση εἰς ἔρωτα αὐτοῦ καὶ λάβῃ αὐτὴν ὡς σύζυγον, ἑπομένως δὲ ἐξισλαμίσῃ αὐτήν. Ἀλλ᾿ ἡ σωφρονεστάτη νεάνις καὶ πιστὴ πρὸς τὴν πίστιν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅταν κατὰ τύχη ἔβλεπεν αὐτόν, διότι ἐκεῖνος ἔσπευδε πρὸς συνάντησιν αὐτῆς, ὅταν ἀντελαμβάνετο ὅτι αὐτὴ ἐξήρχετο τῆς οἰκίας πρὸς οἰκιακὴν ὑπηρεσίαν, αὐτή, λέγω, ἡ μακαρία τόσον ἀπεστρέφετο αὐτόν, ὡς νὰ ἔβλεπε ἀποτρόπαιον τινα δαίμονα, ἂν καὶ ὁ μιαρὸς ἐκεῖνος ἐδείκνυεν εἰς αὐτὴν συμπάθειαν καὶ προσεπάθη διὰ κολακειῶν καὶ ὑποσχέσεων στολισμῶν καὶ πλούτου καὶ ἄλλων ἀπείρων ἀγαθῶν, νὰ ἑλκύση αὐτὴν εἰς τὴν ἀγάπην του. Τουναντίον, αὐτὴ ἡ μακαρία ἐμίσει καὶ ἀπεστρέφετο αὐτὸν καὶ τὰ ἀγαθὰ αὐτοῦ ὡς κακοῦργον καὶ ἄγριον Τοῦρκον. Ὁ δὲ αἱμοβόρος καὶ ἀπάνθρωπος ἐκεῖνος, ἀφοῦ προσεπάθησε πολλάκις ἵνα φέρει αὐτὴν εἰς τὴν γνώμην του καὶ δὲν ἠδυνήθη, ἀπεφάσισεν ὅπως τὴν ἐκδικηθῇ ὁ κακοῦργος διὰ τῶν ὅπλων, τὰ ὁποῖα ἔφερεν ὡς χωροφύλαξ. Ὅθεν μίαν τῶν ἡμερῶν εὗρον αὐτὴν ἐπάνω εἰς δένδρον μορέας, πλησίον τοῦ χωρίου της, εἰς τὴν ὁποίαν ἐσύναζε φύλλα πρὸς διατροφὴν μεταξοσκωλήκων, ἐξήγαγε τὸ ὅπλον του καὶ πυροβόλησε κατὰ τῆς ἁγνῆς νεανίδος, ἡ δὲ σφαῖρα διεπέρασεν αὐτῆς τὴν καρδίαν, τὴν ὁποίαν δὲν ἠδύνατο νὰ ὑπόταξη διὰ τῶν ἀπατηλῶν κολακειῶν αὐτοῦ. Καὶ οὕτως ἡ μακαρία, πίπτουσα ἀπὸ κλώνου εἰς κλῶνον τοῦ δένδρου, ὡς πτηνὸν τὸ ὁποῖον ρίπτει ὁ κυνηγὸς ἀπὸ τὸ δένδρον, ἔπεσεν ἄπνους, ἐπειδὴ δὲν ἐδέχθη τὸν σατανικὸν ἔρωτα τοῦ ἀπάνθρωπου ἐκείνου Ἀλβανοῦ (ἐν ἔτει 1826).
Σ.Ε. Κατὰ τὰς πρῶτας ἡμέρας τοῦ Μαΐου, χωρὶς ὅμως νὰ καθορίζεται ἐπακριβῶς ἐν ποίᾳ, ἀναγράφεται ἐν τῷ Νέῳ Μαρτυρολογίῳ τοῦ Γερασίμου Λουκάκη (Ἀθῆναι 1905) καὶ τὸ παραπάνω Μαρτύριον.