Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ ἡγιασμένος ἐγεννήθη τὸ ἔτος 439 ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ πλουσίους γονεῖς εἰς τὴν πόλιν Μουταλάσκην τῆς Καππαδοκίας. Ὁ πατήρ του, στρατιωτικὸς εἰς τὸ ἐπάγγελμα, ἠναγκάσθη νὰ μεταβῇ μετὰ τῆς συζύγου του Σοφίας, εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν διὰ ὑπηρεσιακοὺς λόγους, ἀναθέτοντας τὴν ἀνατροφὴν τοῦ μικροῦ Σάββα ὁ ὁποῖος ἦταν μόλις πέντε ἐτῶν εἰς τὸν συγγενῆ του Ἑρμία. Μετὰ ἀπὸ λίγο χρονικὸ διάστημα, δυσαρεστηθεὶς ὁ Σάββας ἀπὸ τὴν συμπεριφορὰν τῆς συζύγου τοῦ θείου του καὶ ἀπὸ τὴν ἐπακολουθήσασαν διαμάχην μεταξὺ τῶν θείων του, Ἑρμίου καὶ Γρηγορίου, διὰ τὴν ἀνατροφήν του καὶ τὴν διαχείρισιν τῆς περιουσίας τῶν γονέων του, περιφρόνησε τὸν κόσμο καὶ εἰς ἠλικίαν ὀκτὼ ἐτῶν ἐνετάγη εἰς μοναστήριον ποὺ ἔφερε τὸ ὄνομα Φλαβιαναί. Ἐκεῖ ἐπεδόθη εἰς τὴν ἐκμάθησιν τοῦ ψαλτηρίου καὶ τῶν μοναχικῶν ὑποχρεώσεων καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου εἰς τὴν ἄσκησιν τῶν θεοειδῶν ἀρετῶν καὶ διέπρεψεν εἰς τὴν ἐγκράτειαν τὴν σωματικὴν κακοπάθειαν, τὴν ταπεινοφροσύνην καὶ τὴν ὑπακοήν. Ἀνεδείχθη ἀνώτερος ὅλων τῶν συμμοναστῶν του, πάνω ἀπὸ 65 τὸν ἀριθμόν. Θέλοντας ὁ Θεὸς νὰ προμηνύσῃ τὴν ἁγιότητα εἰς τὴν ὁποία θὰ ἔφθανε, τὸν ἐχαρίτωσε μὲ ἀκράδαντον καὶ θαυματουργὸν πίστιν. Κάποτε εἰσῆλθεν εἰς ἀναμμένον φοῦρνον, ἀφοῦ ὁπλίσθηκε μὲ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ ἐξέβαλε, σῶος καὶ ἀβλαβής, τὰ ἐνδύματα τὰ ὁποῖα ὁ ἀρτοποιὸς εἶχε λησμονήσει.
Ἔχοντας συμπληρώσει εἰς τὸν χῶρον τῶν Φλαβιανῶν δέκα ἔτη ἀγώνων, ἐζήτησε τὴν εὐλογίαν τοῦ Ἡγουμένου, νὰ μεταβῇ ὁριστικῶς εἰς τὴν Ἁγίαν Πόλιν τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀφοῦ ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀνεβαίνῃ διαρκῶς ἀπὸ δόξαν εἰς δόξαν, ἡσυχάζοντας εἰς τὴν ἔρημο. Ὁ Ἡγούμενος τοῦ παρεῖχε τὴν ἄδειαν ἔπειτα ἀπὸ θεϊκὴν ὀπτασίαν, καὶ ἔτσι ὁ Σάββας, εἰς ἡλικία δεκαοκτὼ ἐτῶν, ἔφθασεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ φιλοξενήθηκε εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἁγίου Πασσαρίωνος, ὅπου καὶ διέμεινε τὸν χειμῶνα τοῦ ἔτους 456 πρὸς 457. Παρὰ τὰς προτροπὰς τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Ἐλπιδίου καὶ ἄλλων ἀδελφῶν νὰ παραμείνῃ μαζί τους, ὁ Σάββας εἶχε διαρκῶς εἰς τὸ μυαλό του νὰ συναριθμηθῇ μὲ τοὺς ἀναχωρητάς, οἱ ὁποῖοι ἀσκοῦντο ὑπὸ τὴν ἐποπτεία τοῦ θαυματουργοῦ Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου, δι᾿ αὐτὸ ἒλαβε τὴν εὐλογίαν τοῦ Ἐλπιδίου καὶ πῆγε νὰ συναντήσῃ τὸν Μέγαν Εὐθύμιο.
Ὁ Εὐθύμιος ἀρνήθηκε νὰ κρατήσῃ τὸν Σάββαν εἰς τὴν Λαύρα του, ἀντιθέτως τὸν ἔστειλε εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἀββᾶ Θεοκτίστου, λέγοντάς του νὰ φροντίζῃ τὸν Σάββα, διότι αὐτὸς θὰ διέπρεπε εἰς τὴν μοναστικὴν ζωήν. Αὐτὸ τὸ ἔκανε ὁ Μέγας Εὐθύμιος, διὰ νὰ δώσῃ τὸ παράδειγμα στὸν Σάββα νὰ μὴν δέχεται νέους ἀγενείους, ὅταν θὰ ἵδρυε τὴν δικήν του Λαύραν καὶ θὰ γινόταν νομοθέτης καὶ ἀρχηγὸς ὅλων τῶν ἀναχωρητῶν ἀπὸ τὴν Παλαιστίνην. Ὁ νεαρὸς Σάββας ἐδέχθη τὴν ὁδηγίαν τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου ὡς θέλημα Θεοῦ καὶ ὑπακούοντας τὸν Ἀββᾶ Θεόκτιστο ἐνίσχυσε τοὺς προτέρους ἀγῶνας του μὲ τὴν νηστείαν, τὴν ἀγρυπνίαν, τὴν ταπεινοφροσύνην καὶ τὴν ὑπακοὴν προσθέτοντας τὴν ἀγάπην καὶ τήν ἐπιτηδειότηταν εἰς τὰς ἐκκλησιαστικὰς ἀκολουθίας, τὴν ἀποδοτικωτάτην διακονίαν καὶ ἐξυπηρέτησιν τῶν ὑπολοίπων μοναχῶν, γενικῶς δηλαδὴ τελείως ἄψογην διαγωγήν.
Εἰς τοιαύτην θαυμαστὴν πολιτείαν διέμεινε ὁ Ἅγιος Σάββας δέκα ἔτη, μέχρι τὸν θάνατον τοῦ Ἁγίου Θεοκτίστου καὶ ἀκόμα δύο, μέχρι τὴν κοίμησιν τοῦ διαδόχου του Θεοκτίστου Μάριδος. Ἀπὸ τὸν νέον Ἡγούμενον Λογγίνον, ὁ Ἅγιος ζήτησε νὰ τοῦ ἐπιτρέψῃ τὴν ἡσυχαστικὴν ζωήν ἔχοντας ὁ Λογγίνος εἰς τὸ μυαλὸ του τὴν ὑψηλοτάτη ἀρετὴ τοῦ Σάββα, ἔχοντας λάβει καὶ τὴν γνώμην τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου, τοῦ τὴν ἐπέτρεψε. Ἀπὸ τότε καὶ διὰ πέντε ἔτη ὁ Ἅγιος Σάββας διέμενε τὰς πέντε ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος νῆστις εἰς ἕνα σπήλαιον νότια τῆς Μονῆς, εἰς τὸ ὁποῖο προσευχόταν καὶ ἐργαζόταν καὶ μόνον τὰ Σάββατα καὶ τὰς Κυριακὰς ἐπέστρεφε στὴν Μονήν, γιὰ νὰ μεταφέρῃ τὰ ἐργόχειρά του καὶ νὰ λάβῃ μέρος εἰς τὰς κοινάς προσευχάς. Καθ᾿ ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς Τεσσαρακοστῆς, ὁ Ἅγιος Σάββας διέμενε μὲ τὸν Μέγαν Εὐθύμιον καὶ τὸν μακάριον Δομετιανόν, μαθητὴν ἐκείνου, εἰς τὴν πανέρημον τοῦ Ῥουβᾶ, μεταξὺ τοῦ Χειμάρρου τῶν Κέδρων καὶ τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης, μὲ νηστείαν, ὀλιγοποσίαν, προσευχὴν καὶ ἀγρυπνίαν. Τὴν συνήθειαν αὐτὴν διετήρησε ὁ Ἅγιος καὶ κατά τά μετέπειτα ἔτη. Στὶς 20 Ἰανουαρίου τοῦ 473 ὁ μέγας πατὴρ ἡμῶν Εὐθύμιος κοιμήθηκε ὁσιακῶς ἐν εἰρήνῃ.
Τότε ὁ Ἅγιος Σάββας, κατὰ τὸ τριακοστὸ πέμπτο ἔτος τῆς ἡλικίας του, δὲν θέλησε νὰ ἐπιστρέψῃ στὸ Κοινόβιο, ἀλλὰ κατευθύνθηκε πρὸς τὰς ἀνατολικάς ἐρήμους Ῥουβᾶ καὶ Κουτυλᾶ, τὴν ἴδια περίοδον κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Ἅγιος Γεράσιμος ὁ Ἰορδανίτης ἔλαμπε εἰς τὴν ἔρημον τοῦ Ἰορδάνου. Εἰς τὰς ἐρήμους αὐτὰς συνεδέθη πνευματικῶς μὲ τὸν Ἅγιο Θεοδόσιον τὸν Κοινοβιάρχην μέσῳ τοῦ μοναχοῦ Ἄνθου, ὅπου διέμεινεν ὁ Ἅγιος Σάββας τέσσερα ἔτη. Τότε κέρδισε τὴν κατὰ τῶν δαιμόνων καὶ τῶν θηρίων πλήρην ἀφοβίαν, ἀλλὰ καὶ τὸν σεβασμὸν τῶν βαρβάρων, χάριν εἰς τὴν πίστιν εἰς τὸν Θεὸν καὶ τὴν ἀρετήν του. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ προσετάχθη ἀπὸ ἄγγελον πάνω εἰς τὸ ὂρος τῆς Εὐδοκίας, μετώκησε εἰς τὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τοῦ χειμάρρου τῶν Κέδρων, εἰς τὸ σπήλαιον τὸ ὁποῖον ἕως σήμερα δείκνυται ὡς τὸ σπήλαιον τοῦ Ἁγίου Σάββα, ἔναντι τῆς Λαύρας. Πέντε χρόνια μετὰ ἢρχισαν νὰ συναθρίζονται κοντά του ἐρημίται καὶ ἀναχωρηταί, ἕως ἑβδομήκοντα τὸν ἀριθμόν, ἄνδρες οὐράνιοι καὶ χαριτοφόροι, οἱ ὁποῖοι ἀπετέλεσαν καὶ τὴν πρώτην συνοδείαν τῆς Λαύρας τὸ ἔτος 483. Μετὰ τὴν πρώτην ὀργάνωσιν τῆς Λαύρας καὶ τὴν ἀνάβλυσιν ἁγιάσματος θαυματουργικῶς μετὰ ἀπὸ προσευχὴν τοῦ Ἁγίου, ὁ Ἅγιος Σάββας εἶδε εἰς τὴν δυτικὴν ὄχθην, ἀπέναντι τοῦ σπηλαίου του, νὰ ὑψώνεται εἰς τὸν οὐρανὸν στύλος πύρινος. Ἀφοῦ ἐρεύνησε τὸν τόπον τοῦ θαύματος τὴν ἑπομένη μέρα, βρῆκε τὸ Θεόκτιστο σπήλαιον, τὸ ὁποῖο εἶχε κατάλληλην μορφὴν γιὰ νὰ γίνῃ ναός. Αὐτὸν κατέστησε κέντρο τῆς Λαύρας ὁ Ἅγιος Σάββας, ὀργανώνοντας καὶ τὰς ὑπολοίπους ὑπηρεσίας. Ἡ συνοδεία του ἔφτανε τότε τοὺς ἑκατὸν πεντήκοντα μοναχούς.
Θὰ ἦταν ὅμως ἀδύνατο νὰ μὴν ἐνταθοῦν οἱ πειρασμοὶ καὶ τὰ σκάνδαλα τοῦ διαβόλου, ἐναντίον ἑνὸς τόσου θεικοῦ σχεδίου. Ὁ Ἅγιος Σάββας ὑπέστη τὴν περιφρόνησιν καὶ τὴν συκοφαντίαν ἐκ μέρους τῶν δικῶν του μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἐζήτησαν ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Σαλλούστιον τὴν ἀντικατάστασίν του εἰς τὴν ἡγουμενία. Ὁ Πατριάρχης Σαλλούστιος ἀντὶ αὐτοῦ γνωρίζοντας τὴν ἁγιότητα τοῦ Σάββα, τὸν ἐχειροτόνησε πρεσβύτερον, καὶ ἀνακαίνισε τὴν Θεόκτιστη Ἐκκλησία τήν δωδεκάτην Δεκεμβρίου τοῦ 491.
Ἡ ἐπὶ γῆς οὐράνια πολιτεία τοῦ Ἁγίου Σάββα συνεχιζόταν: ἡ προσέλευση μοναχῶν, καὶ ἰδιαιτέρως Ἀρμενίων, αὐξανόταν ὅπως ἐπίσης τὰ θαύματα καὶ ἡ ἄσκησις τοῦ Ἁγίου, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστὴν ζοῦσε ὑπεράνθρωπα εἰς τὴν πανέρημον ζωήν. Εἰς τὴν Λαύρα προσῆλθε ὁ ὁσιώτατος Ἰωάννης, ἐπίσκοπος Κολωνίας, ὡς ἁπλὸς μοναχός, ὁ ὁποῖος ἀργότερα κατέστη περιβόητος διὰ τὴν ἀρετήν του. Τὸ 492 ὁ Ἅγιος Σάββας ἦλθε στὸ φρούριο τοῦ Καστελλίου, εἰς τὴν ἔρημο βορειοανατολικὰ τῆς Λαύρας καί, ἀφοῦ ἐξεδίωξε τοὺς δαίμονας οἱ ὁποῖοι ὑπῆρχαν ἐκεῖ, οἰκοδόμησε κοινόβιον καὶ τοποθέτησε μοναστικὴν ἀδελφότητα. Μετὰ ἀπὸ λίγον καιρὸν ὁ Πατριάρχης Σαλλούσιος ἀνέδειξε τὸν μὲν Σάββα ἄρχοντα καὶ νομοθέτην ὅλων τῶν ἀναχωρητῶν καὶ κελλιωτῶν, ποὺ ὑπαγόταν εἰς τὴν Ἁγία Πόλιν, τὸν δὲ Θεοδόσιον τὸν Κοινοβιάρχην ἀρχηγὸν καὶ ἀρχιμανδρίτην ὅλων τῶν κοινοβίων. Διὰ αὐτὸ ὁ Ἅγιος Σάββας ἔλεγε χαριέντως πρὸς τὸν Ἅγιον Θεοδόσιον ὅτι ὁ ἴδιος ἦταν «ἡγούμενος ἡγουμένων», ἐνῶ ὁ Θεοδόσιος «ἡγούμενος παιδίων», δηλαδὴ ἀρχαρίων.
Τὸ ἔτος 494 ἤρχισαν καὶ αἱ ἐργασίαι ἀνοικοδομήσεως τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Θεοτόκου, τῆς ὁποίας ἔγιναν ἀρκετὰ ἔτη ἀργότερα, τὴν 1η Ἰουλίου τοῦ 501, διότι ὁ Θεόκτιστος Ναὸς καὶ ὁ μικρὸς εὐκτήριος οἶκος δὲν ἐπαρκοῦσαν διὰ τὰς λατρευτικὰς ἀνάγκας τῆς Λαύρας.
Ὡστόσο οἱ μαθηταί, οἱ ὁποῖοι πρό ὀλίγων ἐτῶν εἶχαν κατηγορήσει τὸν Ἅγιο, ἐστασίασαν καὶ πάλιν εἰς τέτοιον βαθμόν ὣστε νὰ ἀναγκασθῇ ὁ Ἅγιος Σάββας, καὶ νὰ μὴν τοὺς ἐνοχλήσῃ περισσότερον, νὰ ἀποχωρήσῃ ἀπὸ τὴν Λαύραν. Ἡ ἀπουσία του διήρκεσε πέντε ἔτη (503-508), κατὰ τὰ ὁποῖα συνέστησε δύο νέα κοινόβια εἰς τὰ Γάδαρα καὶ εἰς τὴν Νικόπολιν, εἰς τόπους ὅπου προσήρχοντο πρὸς αὐτόν πιστοί, διὰ νὰ μονάσουν κοντά του. Τελικῶς ἡ ἀποκατάστασίς του εἰς τὴν θέσιν τοῦ Ἡγουμένου εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα τὴν φυγὴν τῶν στασιαστῶν ἀπὸ τὴν Μεγίστην καὶ τὴν ἐγκαταβίωσίν των εἰς τὴν Νέαν Λαύραν· καὶ ὅμως ὁ ἀνεξίκακος Ἅγιος καὶ ἐκεῖ τοὺς βοήθησε νὰ κτίσουν καὶ νά διοργανώσουν τὴν Λαύρα των ἐγκαθιστώντας εἰς αὐτοὺς ἡγούμενον τόν ἁγιώτατον Ἰωάννη.
Τὰ ἑπόμενα ἔτη ὁ Ἅγιος ἐπεδόθη εἰς τὴν καλλιέργεια τῶν πνευματικῶν του τέκνων. Συνέστησε μέχρι τὴν στιγμὴν τοῦ θανάτου του ἄλλας δύο Λαύρας, αὐτὴν τοῦ Ἐπταστόμου (512) καὶ αὐτὴ τοῦ Ἱερεμίου (531) ἀλλὰ καὶ ἄλλα δύο κοινόβια, τὸ τοῦ Σπηλαίου (509) καὶ τὸ τοῦ Σχολαρίου (512). Τὴν τελευταίαν εἰκοσαετία τῆς ζωῆς του ἐλάμπρυναν καὶ ἄλλαι θαυμασταί πράξεις αἱ ὁποῖαι εἶχαν τεράστια σημασία διὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν καὶ τὴν παγκόσμιαν ἱστορίαν. Ὑπὸ τὴν πίεσιν τῶν μεθοδεύσεων τοῦ μονοφυσίτου αὐτοκράτορα Ἀναστασίου (491-518) καὶ τῶν πρωτοστατῶν τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ «Ἀκεφάλων» Σευήρου, Φιλοξένου καὶ Σωτηρίχου αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι τῆς Ἀνατολῆς περιήρχοντο σταδιακῶς εἰς τὰ χέρια μονοφυσιτῶν ἐπισκόπων. Ὁ Ἅγιος Σάββας μετὰ ἀπὸ παρακίνησιν τοῦ Ὀρθοδόξου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Ἠλία (494-516) μετέβη εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν τὸ 512 ὅπου κατόρθωσε μὲ τὴν φήμην καὶ τὴν ἁγιότητά του νὰ πείσῃ τὸν αὐτοκράτορα νὰ ἀναστείλῃ τὴν ἐξορία τοῦ Ἠλία. Ὅταν τὸ ἑπόμενο ἔτος ἡ ἐκτόπισις τοῦ Ὀρθοδόξου Πατριάρχου ἐτέθη ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος εἰς ἐφαρμογή, ὁ Ἅγιος Σάββας συγκέντρωσε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ὅλους τούς μοναχούς τῆς ἐρήμου, διὰ νὰ προφυλάξῃ τὸν Ἠλία, καὶ ἀναθεμάτισε τοὺς αἱρετικοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ αὐτοκράτορος. Παρόμοια κινητοποίησιν ἐφήρμοσε τρία ἔτη ἀργότερα, τὸ 516, διὰ νὰ στηρίξῃ εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν τὸν νέον Πατριάρχην Ἱεροσολύμων, Ἰωάννην τὸν Γ´ (516-524) βοηθούμενος ἀπὸ τὸν Ἅγιον Θεοδόσιον τὸν Κοινοβιάρχην. Ἡ κινητοποίησις αὐτὴ διεφύλαξε τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Ἱεροσολύμων εἰς τὴν ὀρθὴν πίστιν, τὴν στίγμην κατὰ τὴν ὁποίαν αἱ Ἐκκλησίαι Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας καὶ Ἀντιοχείας εἶχον περιέλθει εἰς μονοφυσίτας Πατριάρχας. Ὕστερα ἀπὸ λίγο ἡ Ὀρθοδοξία ἀποκατεστάθη πλήρως.
Ἡ δευτέρα μετάβασις τοῦ Ἁγίου Σάββα εἰς τὴν βασιλεύουσα ἔλαβε χώρα περίπου εἴκοσι ἔτη μετὰ τὴν πρώτην τὸ 530, ὅταν ὁ Ἅγιος ἦτο ἐνενήκοντα ἐτῶν. Ὁ Ἅγιος πέτυχε ἐκεῖ τὴν ἀπαλλαγὴν τῆς Παλαιστίνης ἀπὸ τὰ σκληρὰ μέτρα, τὰ ὁποῖα ὁ αὐτοκράτωρ Ἰουστινιανὸς ἤθελε νὰ ἐπιβάλῃ, συνεπείᾳ τῶν ταραχῶν, τὰς ὁποίας εἶχε προκαλέσει ἡ ἐξέγερσις Σαμαρειτῶν καὶ Ἰουδαίων (529). Ὁ Ἅγιος παρότρυνε ἀκόμη τὸν εὐσεβῆ βασιλέα, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀντιληφθεῖ ὁ ἴδιος μὲ ὀπτασία τὴν ἁγιότητα τοῦ Σάββα, νὰ προβῇ εἰς τὴν δίωξιν τῶν αἱρέσεων τοῦ Ἀρείου, Νεστορίου καὶ Ὠριγένους καὶ εἰς τὰ κοινωφελῆ ἔργα εἰς τὴν Παλαιστίνη, ἔναντι τῶν ὁποίων θὰ ἀπεκόμιζε ἐπέκτασιν τῆς αὐτοκρατορίας εἰς τὴν Ἀφρικὴν καὶ Ἰταλίαν. Πράγματι ἡ εὐλογία καὶ ἡ προφητεία αὐτὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα ἐξεπληρώθη. Αἱ νίκαι τῶν στρατηγῶν Βελισσαρίου καὶ Ναρσὴ ἔφεραν καὶ πάλιν τὰ δυτικὰ τμήματα τῆς Αὐτοκρατορίας ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος τῆς Πόλεως. Τοιαύτη ἦτο ἡ προφητικὴ χάρις τοῦ Ἁγίου Σάββα. Πόσα ἐκ τῶν θαυμάτων τοῦ Ἁγίου μπορεῖ κάποιος νὰ διηγηθῇ καὶ ποιὸν νὰ θαυμάσῃ πρῶτον!
Ἡ χάρις του ἔφτασε καὶ ἕως ὅτου νὰ λύσῃ μὲ τὴν προσευχὴν του πενταετῆ ἀνομβρία στὰ Ἱεροσόλυμα, τὴν ὁποία εἶχε προκαλέσει ἡ ἄδικος ἐκτόπισις τοῦ Πατριάρχου Ἠλιοὺ καὶ ἡ ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ὀργὴ Θεοῦ τὸ ἔτος 520. Ὅμως ἡ ἐπιστροφή του ἀπό τὴν Βασιλεύουσα σήμαινε καὶ τὴν ἀρχὴν τοῦ τέλους τῆς ἐπιγείου πολιτείας του. Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ Ἡγιασμένος ἀναπαύθηκε ἐκ τῶν κόπων του τήν 5ην Δεκεμβρίου τοῦ 532 μ.Χ. Εἶχε ζήσει εἰς τὸ Κοινόβιον τῶν Φλαβιανῶν δέκα ἔτη, ἕως τοῦ 18ου ἔτους τῆς ἡλικίας του, δεκαεπτὰ ἔτη εἰς τὸ κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Θεοκτίστου εἰς τὴν Παλαιστίνη καὶ πεντήκοντα ἐννέα ἔτη εἰς τὴν ἔρημον καὶ στὴν Μεγίστην Λαύραν. Τὸ ἔτος 547 τὸ τίμιον λείψανόν του εὑρέθη ἐντὸς τοῦ μνήματος, σῶον καὶ ἀδιάλυτον, μεταφέρθηκε δὲ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν πολλοὺς αἰῶνας ἀργότερα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους εἰς τὴν Βενετία τὸ 1204. Τὸ 1965 ἐπιστράφηκε ὁριστικῶς εἰς τὴ Μεγίστη Λαύρα. Ἡ πρωτοφανὴς ἀπήχησις τῆς ζωῆς του στοὺς πιστοὺς εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν συγγραφὴν τοῦ Βίου του ἀπὸ τὸν Κύριλλο τὸν Σκυθοπολίτη τὸ ἔτος 557. Ἐφ᾿ ὅσον κατὰ τοὺς ἀψευδεῖς λόγους τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τὸ ποιὸν τῶν ἀνθρώπων γνωρίζεται ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῶν κόπων τους. Ἡ περαιτέρω πορεία τῆς Ἱερᾶς καὶ Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ὁσίου Σάββα ἀποτελεῖ καρπὸν τῆς θεϊκῆς ἀρετῆς τοῦ Ἁγίου καὶ ἀπόδειξις τῆς δόξης καὶ παρρησίας τῆς ὁποίας βρῆκε πλησίον τοῦ Θεοῦ, διὰ τῶν ὁποίων σώζει μέχρι σήμερα τὸ κυριώτερον μοναστικὸν καθίδρυμα τῆς ἐρήμου τῆς Ἰουδαίας. Ἀληθινὰ προκαλοῦν τὸν θαυμασμὸν τὰ ἀπειράριθμα θαύματα τοῦ Ὁσίου ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπήχησις τῆς μοναστικῆς ζωῆς τῆς Λαύρας του, ἡ ὁποία ἀποτέλεσε πρότυπο καὶ καθοριστικὸ παράγοντα εἰς τὴν διαμόρφωσιν τῆς μοναστικῆς ζωῆς καὶ τῆς λατρευτικῆς τάξεως τῆς Ἐκκλησίας ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη, ἐκτὸς τῶν ὁποίων προσέφερε πλῆθος Ἁγίων ἀνδρῶν γνωστῶν καὶ ἀγνώστων, ἀνάμεσα εἰς τοὺς ὁποίους διαλάμπει ἰδιαιτέρως ὁ μέγιστος Θεολόγος τοῦ 8ου αἰῶνα ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Ἡ τιμὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα διαδόθηκε τάχιστα ἀπὸ τὴν Ρώμη ἕως καὶ τὴν Γεωργίαν τοῦ Καυκάσου. Οἱ διάδοχοί του εἰς τὴν ἡγουμενία ἀνέδειξαν τὴν Λαύραν προπύργιον τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τὴν Παλαιστίνη κατὰ τοῦ Ὠριγενισμοῦ, Μονοθελητισμοῦ, Εἰκονομαχίας καὶ Παπισμοῦ μὲ πανορθόδοξον ἐμβέλειαν. Μετὰ τοὺς μέσους χρόνους ἡ Λαύρα ἀνεδείχθη παιδευτήριον τῆς Ἁγιοταφιτικῆς Ἀδελφότητας, τὰ μέλη τῆς ὁποίας ἔπαιρναν ἀπὸ τὴν Λαύραν προπαίδειαν τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ πεῖρα τῶν Ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Ὅλα αὐτὰ ὀφείλονται εἰς τὴν πρεσβείαν καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Σάββα: «Λαμπρὰ τοῦ πεφωτισμένου πατρὸς ἡμῶν Σάββα τὰ θεῖα χαρίσματα· ἡ μὲν γὰρ πολιτεία ἔνδοξος, ὁ δὲ βίος ἐνάρετος καὶ ἡ πίστις Ὀρθόδοξος. Καὶ τοῦτο μὲν ἐκ μέρους ἤδη διὰ τῶν εἰρημένων ἀπεδείχθη».
Πηγή: jerusalem-patriarchate.info
Ἡ ὀνομαστοτέρα λαύρα τῆς Παλαιστίνης, ἐξ ὅσων ἐσώθησαν, καὶ μία τῶν σπουδαιοτέρων τῆς ὅλης Ἀνατολῆς καὶ τοῦ χριστιανισμοῦ ἐν γένει, ἐπὶ τῆς ὄχθης τοῦ χειμάῤῥου τῶν Κέδρων, ΝΑ. τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ εἰς ἀπόστασιν τριῶν περίπου ὡρῶν ἀπ᾿ αὐτῆς, καλουμένη «ἡ Μεγάλη Λαύρα», σήμερον «Μὰρ Σαβά», ἀνήκουσα δὲ εἰς τοὺς ὀρθοδόξους.
Ἡ ἀρχὴ τῆς ἱδρύσεώς της ἀνάγεται εἰς τὸν χρόνον, καθ᾿ ὃν ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ Ἡγιασμένος, ἀποχωρισθεὶς τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου, ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς ἀπρόσιτον σπήλαιον ἐπὶ τῆς δεξιᾶς ὄχθης τοῦ χειμάῤῥου τῶν Κέδρων. Ἐνταῦθα, ἰδίως ἀπὸ τοῦ 484, ἤρχισαν νὰ προσέρχωνται πλεῖστοι ἀναχωρηταί, οἱ ὁποῖοι παρεκάλουν τὸν Σάββαν, ὅπως δεχθῇ αὐτοὺς ὑπὸ τὴν χειραγωγίαν του. Εἰς ἕκαστον ἐκ τῶν ἑβδομήκοντα, ἀρχικῶς, συναθροισθέντων, παρεχώρει κελλίον, ἀρξάμενος, συγχρόνως, τῆς ἀνεγέρσεως διαφόρων οἰκοδομῶν τῆς κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον ἱδρυθείσης Λαύρας. Πρὸς τούτοις ᾠκοδόμησε πύργον κατὰ τὰς Β. πηγὰς τοῦ χειμάῤῥου καθὼς καὶ εὐκτήριον οἶκον, εἰς τὸν ὁποῖον συνήθροιζε τοὺς ἀναχωρητὰς πρὸς τέλεσιν τῆς Θ. Λειτουργίας, ὁσάκις ἤρχετό τις ἐκεῖ τῶν ἱερωμένων. Ὅτε ὅμως ηὐξήθη ἡ κοινότης, μετέβαλε τὸ σπήλαιόν του εἰς ναόν, ὅστις ἀπεκλήθη «Θεόκτιστος», ὡς διασῴζων «ναοῦ Θεοῦ τύπωμα». Αἱ οἰκοδομαὶ ἔληξαν τὸ 486, τὰ δ᾿ ἐγκαίνια τοῦ «Θεοκτίστου» ἐτελέσθησαν τὴν 12ην Δεκεμβρίου τοῦ 491 (Κυρίλλου Σκυθοπολίτου, Βίος Σάββα § 19).
Πρὸς Β. τῆς Λαύρας ὑπὸ τοῦ ἰδίου Ὁσίου Σάββα ἱδρύθη προπαιδευτικὸν κοινόβιον, τῶν ἐπιθυμούντων νὰ εἰσέλθουν εἰς αὐτήν. Πλησίον ἐπίσης τῆς λαύρας καὶ εἰς τὴν τοποθεσίαν Καστέλλια, ἱδρύθη ὁμώνυμον κοινόβιον διὰ τοὺς γεγηρακότας καὶ ἀνικάνους νὰ ἐργασθοῦν δι᾿ ἑαυτοὺς ἀσκητάς. Ἀκολούθως ἱδρύθη ἡ μεγάλη ἐκκλησία τῆς Θεοτόκου εἰς τὴν Μονήν.
Τὸ ἐσωτερικὸν τῆς Μονῆς λόγῳ τῆς θέσεώς της εἶναι ἀκανόνιστον καὶ ἀνώμαλον. Εἰς τὸ κέντρον τῆς αὐλῆς εὑρίσκεται τὸ κουβούκλιον, περιλαμβάνον τὸν τάφον τοῦ Ὁσίου, ἀριστερὰ δ᾿ αὐτοῦ εὐρύτατον ἀρχονταρίκιον. Ἀπέναντι τοῦ κουβουκλίου εὑρίσκεται ὁ Ναὸς τῆς Θεοτόκου (τοῦ Εὐαγγελισμου) καὶ πρὸς Β. τὸ σπήλαιον τοῦ Ὁσίου, τὸ ὁποῖον μετέτρεψεν εἰς ναόν, τὸν «Θεόκτιστον». Ἐνταῦθα εὑρίσκεται καὶ ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Νικολάου.
Ἐκ τῶν παρεκκλησίων ἀναφέρομεν τὰ τοῦ Ἁγ. Γεωργίου καὶ Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ.
Ὁ καλούμενος πύργος τοῦ Ἰουστινιανοῦ ὑπερβαίνει τὰ 18 μέτρα. Πρὸς Β. τοῦ Ναοῦ τῆς Θεοτόκου εὑρίσκεται ἡ τράπεζα (ἑστιατόριον τῶν πατέρων), ἔτι δὲ βορειότερον τὸ παρεκκλήσιον Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
Ἐκτὸς καὶ πέριξ τῆς λαύρας εὑρίσκονται: Τὸ ἁγίασμα-κελλίον τοῦ Ὁσίου Σάββα, τὰ κελλία τῶν Ἁγίων Ξενοφῶντος, καὶ τῶν υἱῶν αὑτοῦ Ἰωάννου καὶ Ἀρκαδίου, τὸ σπήλαιον Ἰωάννου τοῦ Ἡσυχαστοῦ καὶ τὸ τῆς Ὁσίας Σοφίας, μητρὸς τοῦ Σάββα.
Ἡ ἱστορία τῆς λαύρας ἄρχεται μετὰ τὴν κοίμησιν τοῦ ἱδρυτοῦ της, δικαίως δὲ ἐλέχθη ὅτι εἶναι αὕτη αὐτὴ ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, καθόσον ὄχι μόνον ἀσκητικὸν κέντρον ἀνεδείχθη, ἀλλὰ καὶ μητρόπολις τῶν ἄλλων Μονῶν, διδάσκαλος τοῦ Τυπικοῦ τῆς Ἐκκλησίας, θεολογικὸν καὶ δογματικὸν κέντρον, τροφὸς (σχολὴ) ποιητῶν καὶ μελῳδῶν καὶ προστάτις ἀγωνισθεῖσα κατὰ βαρβάρων καὶ ἐπιδρομέων.
Μεσοῦντος ἤδη τοῦ ΣΤ´ αἰῶνος ἐσημειώθησαν αἱ ὠριγενιστικαὶ ἔριδες, αἱ ὁποῖαι ἐδίχασαν τοὺς μοναχοὺς τῆς λαύρας, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἱδρυθῇ ἡ Νέα τοιαύτη μὲ τροφίμους ἅπαντας ὠριγενιστάς. Οὗτοι μετ᾿ ἄλλων, 40 περίπου τὸν ἀριθμόν, ἐκ τῆς Μεγάλης λαύρας, καὶ ὑπὸ τὴν ἀρχηγίαν Νόννου καὶ Λεοντίου, ὥρμησαν κατ᾿ αὐτῆς σκοποῦντες νὰ τὴν καταστρέψουν. Τοῦτο βεβαίως οὐδέποτε ἐγένετο, ὁ δὲ Νόννος ἐπέστρεψεν εἰς τὴν βάσιν του, τὴν Νέαν λαύραν. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦτο ὅτι ἐξεδιώχθησαν ἅπαντες οἱ Νεολαυρίται ὠριγενισταὶ καὶ ἀντικατεστάθησαν ἐξ 120 ὀρθοδόξων μοναχῶν. Κατὰ τοὺς χρόνους τούτους τῶν ἐρίδων ἔλαμψεν εἰς τὴν λαύραν ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ἡσυχαστής, ὅστις ἀνεδείχθη εἷς τῶν διαπρεπεστέρων μοναχῶν αὐτῆς. Καίτοι ἦτο, ὅτε ἐγκατεβίωσεν εἰς τὴν λαύραν, ἐπίσκοπος Κολωνίας τῆς Ἀρμενίας, οὐδέποτε ἀπεκάλυψε τὸν ἱερατικόν του βαθμόν, εἰ μὴ μόνον εἰς τὸν πατριάρχην Ἠλίαν, εἰς τὸν ὁποῖον προσήγαγεν αὐτὸν ὁ Ὅσιος Σάββας διὰ νὰ χειροτονήσῃ πρεσβύτερον. Ἔγκλειστον εἰς τὴν λαύραν ἐγνώρισεν αὐτὸν ὁ βιογράφος του Κύριλλος ὁ Σκυθοπολίτης καὶ ὡς τοιοῦτος ἐκοιμήθη, τὸ πιθανώτερον, κατὰ τὸ 559. Ἐκ τῆς λαύρας ἐπίσης ταύτης διῆλθε τὴν μετὰ τὴν παιδικὴν ἡλικίαν του περίοδον ὁ Ἀνδρέας Κρήτης, ἔνθα κυρίως πρέπει νὰ ἔλαβε τὴν θύραθεν γραμματικὴν καὶ φιλόσοφον παιδείαν, ὡς καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴν πρᾶξιν ἐν γένει (μουσικήν, θεολογικήν, λειτουργικήν). Ἐνταῦθα ἐκάρη μοναχὸς ἀναλαβὼν συγχρόνως καὶ τὸ ἔργον τοῦ πατριαρχικοῦ νοταρίου ἐπὶ πατριάρχου Θεοδώρου.
Μέγα γεγονὸς διὰ τὴν μονὴν ἀποτελεῖ ἡ εἰς αὐτὴν ἐγκαταβίωσις Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ του Κοσμᾶ καὶ τοῦ ἀνεψιοῦ του Στεφάνου.
Δυσχερῶς εὑρέθη γέρων δι᾿ αὐτόν, λόγῳ τῆς μεγάλης παιδείας του ἀφ᾿ ἑνὸς καὶ τοῦ ἀξιώματός του ἀφ᾿ ἑτέρου. Ὅτε δὲ ἔψαλλε τὸ κατὰ παράκλησιν φίλου του ὑπ᾿ αὐτοῦ συνταχθέντος, «πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον», ἐξεβλήθη τοῦ κελλίου του, διότι παρέβη τὸν κανόνα τῆς σιωπῆς, τοῦ ἐπετράπη δὲ ν᾿ ἀσχολῆται μὲ τὴν συγγραφήν, μόνον ἀφοῦ ἐξετέλεσεν ἐπιβληθὲν αὐτῷ ἐπιτίμιον, ὅπερ συνίστατο εἰς τὸν καθαρισμὸν ἁπάσης τῆς μονῆς. Δυστυχῶς εἶναι ἐλλιπεῖς αἱ εἰδήσεις περὶ τῆς ἐν τῇ μονῇ διαμονῆς τοῦ Ἰωάννου. Μετ᾿ αὐτοῦ ἔμεινεν ἐπὶ δεκαετίαν ὁ Κοσμᾶς, συνεργαζόμενος -καὶ ἁμιλλώμενος- εἰς τὴν σύνθεσιν διαφόρων ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων. Ἀμφότεροι πάντως κατέλαβον τὴν διαπρεπεστέραν θέσιν εἰς τὴν ἱεροσολυμιτικὴν ὑμνογραφικὴν φιλολογίαν ὡς οἱ ἀξιολογώτατοι ἀντιπρόσωποι τῆς ποιήσεως κανόνων. Ἀμφότεροι, δέον νὰ λεχθῇ, ἐμόρφωσαν ἰδίαν σχολὴν μελῳδῶν, ὑμνογράφων καὶ ποιητῶν Κανόνων ἐν τῇ Λαύρᾳ, ἐν τῇ ὁποίᾳ ἀνεδίφησεν ὁ Δαμασκηνὸς ὅλην τὴν ἀρχαίαν φιλοσοφίαν καὶ θεολογίαν, συλλαβὼν τὸ μέγα βούλευμα τῆς συστηματοποιήσεως εἰς ἓν ὅλον τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκοιμήθη αὐτόθι, καθὼς οἱ πλεῖστοι δέχονται, κατὰ τὸ 749.
Περὶ τὰ τέλη τοῦ Η´ αἰῶνος λῃστρικαὶ ἐπιδρομαὶ μαίνονται εἰς τὴν περιοχήν, μὲ ἀπώτερον σκοπὸν τὴν κατάληψιν τῆς λαύρας. Εἰς ἐπίθεσιν κατ᾿ αὐτῆς τοῦ 796 ὑπὲρ τριάκοντα μοναχοὶ ἐτραυματίσθησαν, ἄλλοι θανασίμως καὶ ἄλλοι ἐπιπολαίως. Ὁ ἁγιοσαββαΐτης Στέφανος, αὐτόπτης μάρτυς τῆς τρομερᾶς ἐπιθέσεως καὶ ἐπακολουθησάσης σφαγῆς τῶν μοναχῶν, συνέταξε τὴν ἀφήγησιν (Ἀθ. Παπαδοπούλου Κεραμέως, Συλλογὴ Παλαιστ. καὶ Συρ. Ἁγιολογίας, Α´, σ. 1-41. Acta SS, Μάρτιος III, σ. 166-168).
Ἀπὸ τοῦ Θ´ μέχρι τῶν ἀρχῶν τοῦ IB´ αἰῶνος δὲν ἔχομεν πολλὰς πληροφορίας περὶ τῆς λαύρας. Βεβαίως καθ᾿ ὅλους τοὺς αἰῶνας δὲν ἔλειψαν αἱ ἐπιδρομαί, εἴτε βαρβαρικαὶ εἴτε λῃστρικαί, μὲ ἀναλόγους ἑκάστοτε ἐπιδιώξεις. Διὰ τὸν λόγον τοῦτον πολλάκις ἡ Μονὴ παρέμενε κενὴ προσωπικοῦ, τὸ ὁποῖον βεβαίως ἐπανήρχετο ἅμα τῷ πέρατι τοῦ κινδύνου. Πλὴν ὅμως, ἡ φιλολογικὴ δρᾶσις δὲν ἐσβέσθη ὡς πιστοποιεῖται ἐκ τῶν σῳζομένων, ἐν αὐτῇ γραφέντων, χειρογράφων. Ἄλλωστε καὶ ὁ θησαυρὸς τούτων δὲν ἐπέτρεπε πνευματικὴν νάρκην, ἥτις ἐλθοῦσα συνεπέφερε καὶ τὴν παρακμὴν τῆς Μονῆς. Ὁ πνευματικὸς βίος ἐν αὐτῇ ἐσβέσθη σχεδὸν κατὰ τὸν παρελθόντα αἰῶνα.
Εἰδικὸς λόγος πρέπει νὰ γίνῃ περὶ τῆς ἐν τῇ Μονῇ ἀναπτυχθείσης τάξεως τῶν ἀντιγραφέων ἢ καλλιγράφων, ἥτις ἤρχισεν ἐμφανιζομένη ἤδη ἀπὸ τοῦ δευτέρου τοῦ Ἁγίου Σάββα διαδόχου του Γελασίου. Εἰς ταύτην ὀφείλεται ἡ διάσωσις πλείστων θύραθεν συγγραφέων τῆς ἀρχαιότητος. Αἱ ὑπηρεσίαι τῆς Μονῆς εἰς τὸν τομέα τοῦτον τυγχάνουν πράγματι ἀνυπολόγιστοι.
Ἐν τῇ Λαύρᾳ ὑπῆρχον δύο βιβλιοθῆκαι, ἐξ ὧν ἡ μία εἰς τὸν ναὸν τῆς Θεοτόκου καὶ ἡ ἑτέρα εἰς τὸν πύργον τοῦ Ἰουστινιανοῦ, τὴν ὁποίαν κατήρτισεν, ὁ ἀνακαινίσας καὶ τὴν Μονὴν ὁλόκληρον πατριάρχης Δοσίθεος (1669-1709). Εἰς αὐτὴν ὑπῆρχεν ἄλλωστε ἱκανὸς ἀριθμὸς πολυτίμων χειρογράφων, τὰ ὁποῖα ὅμως μετεφέρθησαν, κατόπιν διαταγῆς τῆς τότε ἀρχῆς, εἰς τὴν βιβλιοθήκην τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Σταυροῦ καὶ ἀργότερον ἐπανεκομίσθησαν εἰς τὴν κεντρικὴν βιβλιοθήκην τῆς Μονῆς.
Τὸ 1450 οἱ Ἕλληνες μοναχοί, ὑφιστάμενοι τὰ πάνδεινα ὑπὸ τῶν Μαμελούκων, ἠναγκάσθησαν νὰ ἐγκαταλείψουν παντελῶς ἔρημον τὴν λαύραν, ἀλλ᾿ εὐτυχῶς εὑρέθησαν προστάται αὐτῶν οἱ Ἴβηρες (Α. Ehrhard, Das griechischa Kloster Mar Saba in Palastina, ἐν Romishe Quartalschrift, 1892, σ. 37). Τὸ 1437 δι᾿ ἐγκυκλίου του ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Γερμανὸς ἀπηύθυνεν ἔκκλησιν βοηθείας ὑπὲρ τῆς Μονῆς (κῶδιξ ἱεροσολυμιτικῆς βιβλιοθήκης 370, φ. 478-9).
Τὸ 1457 εὑρίσκοντο εἰς τὴν Μονὴν περὶ τοὺς 50 Ἕλληνες μοναχοὶ μετά τινων Σέρβων, τῶν ὁποίων κυρίως ἕδρα ἦτο ἡ εἰς Ἱερουσαλὴμ Μονὴ τῶν Ἀρχαγγέλων (Α. Ehrhard, ἔνθ. ἀν., σ. 37), ἐν ᾗ ἐγκατεστάθησαν ἤδη ἀπὸ τῶν ἀρχῶν του ΙΔ´ αἰῶνος κατόπιν εἰδικῆς συμφωνίας μετὰ τοῦ τότε πατριάρχου Ἱεροσολύμων. Βραδύτερον ἐγκατεστάθησαν καὶ εἰς τὴν λαύραν τοῦ Ὁσίου Σάββα ἀναλαβόντες, ὡς φαίνεται, ἀρχὰς τοῦ ΙΣΤ´ αἰῶνος καὶ τὴν διοίκησιν τῆς Μονῆς. Ἡ πτῶσις ὅμως τοῦ σερβικοῦ βασιλείου (1479) ἀπετέλεσε τὸ προοίμιον τῆς παρακμῆς τοῦ σερβικοῦ στοιχείου ἐν Παλαιστίνῃ. Ἀρχὲς τοῦ ΙΖ´ αἰῶνος οἱ Σέρβοι οὗτοι ἔκτισαν ἔξωθεν τῆς μονῆς πύργον, εἰς τὴν ἵδρυσιν τοῦ ὁποίου ἄλλοι μὲν διεῖδον προσπάθειαν ὑπερασπίσεως τῆς λαύρας, ἐξ ἐπιθέσεων Ἀράβων, ἄλλοι δὲ σκόπιμον ἐνέργειαν πρὸς διατήρησιν προνομίων ἐν αὐτῇ, καθόσον ἐχωρίζοντο μὲν τῶν Ἑλλήνων συναδέλφων των, εἰς τοὺς ὁποίους δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ἀρνηθοῦν ὅπως ἔρχωνται εἰς τὴν λαύραν, καθὸ διατελοῦντες ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τοῦ πατριάρχου Ἱεροσολύμων, δὲν ἐγκατέλειπον ὅμως καὶ τὴν λαύραν. Εἰς τὴν Μονὴν πάντως ἐπεκράτησαν οἱ Ἕλληνες, μάλιστα μετὰ τὴν ἀποχώρησιν τῶν Σέρβων, λόγῳ τῆς ἀδυναμίας των νὰ ἀποπληρώσουν τὰ δημιουργηθέντα ὑπ᾿ αὐτῶν χρέη, τὰ ὁποῖα καὶ ἀπῄτησεν ὁ πατριάρχης Θεοφάνης.
Τὸ 1683 ὁ πατριάρχης Δοσίθεος ἐπεδόθη εἰς γενικὰς ἐπισκευὰς τῆς Μονῆς. Αὗται ἤρχισαν παρουσίᾳ κυβερνητικοῦ ὑπαλλήλου καὶ διήρκεσαν ἐπὶ πεντάμηνον (Ἰούλιος-Νοέμβριος), ἀπῃτήθη δὲ δαπάνη μεγάλου ὕψους. Κατὰ μίαν μαρτυρίαν, εἰς τὴν Μονὴν ἔμεινε «μόνη ἡ ἐκκλησία... καὶ ἦσαν ἐκεῖ τὰ πρόβατα καὶ οἱ τράγοι τῶν Ἀράβων, οἵτινες ἔβαλλον ἔσω τῆς ἐκκλησίας τοὺς καρποὺς καὶ τοὺς βόας αὐτῶν καὶ εἰσήρχοντο αἱ γυναῖκες αὐτῶν εἰς τὸ μοναστήριον καὶ κατεπάτουν αὐτό». Κατεσκευάσθη ὁ ἀπὸ τοῦ Ἁγίου Βήματος τοῦ Ναοῦ τοῖχος μέχρι τοῦ ἀσκητηρίου αὐτοῦ, ἐπεδιωρθώθη τὸ κουβούκλιον, ἐπλακοστρώθη ἡ πέριξ τοῦ ναοῦ αὐλή, ᾠκοδομήθη ὁ πύργος τοῦ Δαμασκηνοῦ, ὁ κεντρικὸς Ναὸς τῆς λαύρας κ.ἄ.
Σοβαρὰς ζημίας ὑπέστη ἡ λαύρα καὶ ἕνεκα τοῦ κατὰ τὸ 1834 ἐπισυμβάντος σεισμοῦ. Ταύτας ἀνέλαβον νὰ ἐπιδιορθώσουν πολλοί, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ μητροπολίτης Πέτρος Μισαήλ. Αἱ ἐπισκευαὶ εἶχον γενικώτερον χαρακτῆρα καὶ ἔληξαν ἀρχὰς τοῦ 1835. Ἐν συνεχείᾳ καὶ καθ᾿ ὅλον τὸν ΙΘ´ αἰῶνα ἡ μέριμνα διὰ τὴν εὐπρέπειαν τῆς Μονῆς δὲν ἔπαυσεν. Ἐσχάτως πρὸς Δ. τῆς Μονῆς, ἄνωθεν τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἀνηγέρθη ὑπὸ τοῦ πατριάρχου Βενεδίκτου Α´ περικαλλὲς ναΰδριον πρὸς τιμὴν τῶν Ἀρχαγγέλων.
Τὸ σημαντικώτερον ὅμως γεγονὸς τῶν τελευταίων χρόνων διὰ τὴν Μονήν, καὶ ἱστορικὸν συγχρόνως, εἶναι ἡ ἐπανακομιδὴ τοῦ λειψάνου τοῦ Ὁσίου Σάββα ἐξ Ἑνετίας, ὅπου τοῦτο ἐφυλάσσετο ἐπὶ σειρὰν ὅλην αἰώνων εἰς τὸν ναὸν τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίνου. Τὸ γεγονὸς ἐτελέσθη τὴν 26ην Ὀκτωβρίου 1965, ἀφοῦ προηγήθησαν αἱ σχετικαὶ ἐνέργειαι καὶ διαπραγματεύσεις μετὰ τῶν Δυτικῶν. Τὸ λείψανον ἠκολούθησε μέχρι τοῦ προορισμοῦ του καὶ ἀντιπροσωπεία τῆς Ἑνετικῆς Ἐκκλησίας ὑπὸ τὸν βοηθὸν ἐπίσκοπον Giuseppe Olivotti. Τὸ γεγονὸς προσέλαβε πανηγυρικὸν χαρακτῆρα. Τὴν 30ὴν Ὀκτωβρίου, μετὰ τὸ πέρας τῆς τελεσθείσης εἰς τὸν Ναὸν τῆς Ἀναστάσεως εἰς Ἱερουσαλὴμ Λειτουργίας, ἐσχηματίσθη πομπή, ἡ ὁποία τὴν 3 μ.μ. τῆς ἰδίας ἡμέρας, προεξάρχοντος τοῦ πατριάρχου Βενεδίκτου Α´, κατέφθασεν εἰς τὴν Μονὴν καὶ ἐτοποθέτησε τὸ ἱερὸν λείψανον ἐκεῖ ὅπου εἶχε διαλάμψει ὁ Ὅσιος πρὸ μιᾶς καὶ ἡμισείας περίπου χιλιετίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡ. Χρυσοστ. Παπαδοπούλου, Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων, Ἱεροσόλυμα - Ἀλεξάνδρεια 1910. κοκ...
ΝΙΚ. Ε. ΤΖΙΡΑΚΗΣ ΘΗΕ.τ.10 στῆλες:1089-1093.
Σάββας. Ὁ Ἡγιασμένος. Ὅσιος (439-5/12/532). Μία τῶν κορυφαίων μορφῶν τοῦ παλαιστινοῦ μοναστικοῦ κόσμου κατὰ τὸν Ε´ καὶ τὸν ΣΤ´ αἰ. Ἐγεννήθη «ἐπὶ τῆς ἑπτακαιδεκάτης Θεοδοσίου ὑπατείας» εἰς Καππαδοκίαν (439). Ἦλθεν εἰς Ἱεροσόλυμα δεκαεπταετὴς καὶ συνεδέθη μὲ τὸν Ὅσιον Εὐθύμιον. Οὗτος εἶχεν ἀπαρνηθῇ τὸν ἀπόλυτον ἐρημιτισμὸν τὸ 411 καὶ ἐτοποθέτησε τὸν Σάββαν εἰς τὴν Μονὴν τοῦ Ἀββᾶ Θεοκτίστου. Εἰς ἡλικίαν τριάκοντα ἐτῶν, ὁ Σάββας κατέλιπε τὸ κοινόβιον τοῦτο καὶ ἔγινεν ἀναχωρητὴς εἰς διάφορα μέρη τῆς ἐρήμου τοῦ Ἰούδα.
Τὸ 478, ἤρχισε νὰ δέχεται μαθητὰς εἰς τὸ ἐρημητήριόν του, εἰς ἀπόστασιν 10 χλμ. Α. τῆς Βηθλεέμ, ὅπου ἔμελλε νὰ κτίσῃ τὴν μεγάλην καὶ ὀνομαστὴν Λαύραν. Τὴν 12-12-490 ἐνεκαινιάσθη ἐκεῖ ναὸς καὶ ὁ Ἱεροσολύμων Ἰουβενάλιος ἐχειροτόνησε τὸν Σάββαν. Ὀλίγον ἀργότερον, ὁ ἀναχωρητὴς ἐκλήθη «ἄρχων καὶ νομοθέτης παντὸς τοῦ ἀναχωρητικοῦ βίου καὶ πάντων τῶν ἐν ταῖς κέλλαις ζῆν προαιρουμένων».
Ἔκτοτε, τὰ ἱερὰ ἱδρύματα πληθύνονται: τὸ κοινόβιον τοῦ Καστελλίου καὶ τὸ τῶν νεοφύτων τῆς Μεγίστης Λαύρας (492), ἡ Νέα Λαύρα (507), τὸ κοινόβιον τοῦ Σπηλαίου καὶ τὸ τοῦ Σχολαρίου (508). Περὶ τὸ 501, αἱ ὠριγενιστικαὶ ἔριδες ἐκρήγνυνται μεταξὺ τῶν μοναχῶν τῆς Μεγίστης Λαύρας. Οἱ ἀντιταχθέντες ἀποσύρονται εἰς τὴν Νέαν Λαύραν, ὅπου ὁ Σάββας τοὺς ἀνεγείρει ἐκκλησίαν. Ἤδη, τὸ κῦρος τοῦ Ὁσίου τὸν ἀναδεικνύει συμφιλιωτήν.
Τὸν Αὔγουστον τοῦ 511, ὁ Ἱεροσολύμων Ἠλίας τὸν στέλλει εἰς τὸν αὐτοκράτορα Ἀναστάσιον, εἰς Βασιλεύουσαν, ἵνα ἐπιτύχῃ καταδίκην τῶν ἀντιχαλκηδονίων εἰς τὴν σύνοδον τῆς Σιδῶνος. Ἀλλ᾿ ἀπὸ τὸ 512, οἱ μονοφυσῖται ἐπεκράτουν: ὁ Σεβῆρος ἀνατρέπει τὸν Ἀντιοχείας Φλαβιανὸν Β´ καὶ ζητεῖ κοινωνίαν μὲ τὸν Ἠλίαν. Ἔκτοτε ὁ Σάββας καθίσταται ὁ πρωταθλητὴς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἀνέρχεται εἰς Ἱεροσόλυμα διὰ νὰ ἀναθεματίσῃ τὸν Σεβῆρον. Τὸ 516, ὁ Ἠλίας ἀντικαθίσταται καὶ ἐξορίζεται, εἰς τὸν θρόνον δὲ τὸν διαδέχεται ὁ διάκονος Ἰωάννης. Ὁ Σάββας ἐπεμβαίνει ἐκ νέου, εἰς δὲ τὴν ἐπακολουθοῦσαν σύγχυσιν ὁ αὐτοκράτωρ ἐπεχείρησε νὰ ἀπομακρύνῃ συγχρόνως τὸν Ἰωάννην καὶ τὸν Σάββαν. Ὁ τελευταῖος ἀπευθύνει, τὸ 518, ἔκκλησιν εἰς τὸν αὐτοκράτορα Ἀναστάσιον, ἀλλ᾿ οὗτος ἀποθνῄσκει κατὰ τὸ αὐτὸ ἔτος, τὸν ἀκολουθεῖ δὲ μετ᾿ ὀλίγον εἰς τὸν τάφον ὁ Ἠλίας. Ὁ χαλκηδόνιος ὅρος τοῦ Ἰουστίνου Α´ χαροποιεῖ τὸν Σάββαν, ὅστις μεταβαίνει εἰς Σκυθόπολιν ἵνα διακηρύξῃ αὐτοπροσώπως τὴν Ὀρθοδοξίαν.
Τὸ 531, ἀφοῦ ἡ Παλαιστίνη ὑπέστη ἐπιθέσεις τῶν Σαμαρειτῶν κατὰ τῶν χριστιανῶν, στέλλεται ὁ Σάββας παρὰ τοῦ πατριάρχου Ἱεροσολύμων Πέτρου εἰς Κωνσταντινούπολιν, ἔνθα ἐπιτυγχάνει ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸν ἀναστολὴν φόρων διὰ δύο ἔτη. Ὁ γέρων τῶν 92 ἐτῶν, ἐπιστρέψας ἀπὸ τὴν Βασιλεύουσαν, θέλει νὰ διακηρύξῃ ὁ ἴδιος εἰς Σκυθόπολιν τὰ αὐτοκρατορικὰ μέτρα. Γίνεται ἐκεῖ δεκτὸς ὑπὸ τῶν γονέων τοῦ Κυρίλλου Σκυθοπολίτου (524;-560;). Ὁ Ὅσιος εὐλογεῖ τὸν μικρὸν Κύριλλον καὶ προλέγει εἰς τὸν μέλλοντα βιογράφον του τὸ μοναστικὸν στάδιον, τὸ ὁποῖον τὸν ἀναμένει.
Ὁ Ὅσιος Σάββας ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τὸ ἑπόμενον ἔτος, εἰς ἡλικίαν 93 ἐτῶν, εἰς τὴν ὁμώνυμόν του Μεγίστην Λαύραν.
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου τούτου, τοῦ ὁποίου ἡ ἀκτινοβολία ἔμελλε νὰ εἶναι τόσον μεγάλη εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν καὶ πολιτικὴν ζωὴν τῆς Παλαιστίνης, παραμένει ἀκλινῶς βασισμένος εἰς τὴν αὐστηροτέραν καὶ πλέον ῥιζικὴν ἀντίληψιν τοῦ καθαροῦ ἐρημιτισμοῦ, τοῦ ὁποίου ἔγινεν ὁ καθιδρυτὴς καὶ ἐγγυητής, ἔχων ἐπιτύχει ὅπου τόσοι ἄλλοι ἀπέτυχον.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται τὴν 5ην Δεκεμβρίου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡ. Ὁ Βίος (BHG, γ´ ἔκδ. 1608) ἐξεδόθη κριτικῶς ὑπὸ Εd. Schwarz, Kyrillos von Skythopolis, ἐν Texte und Untersuchungen, 49, 2 (Λειψία 1939), c. 85-200 και 320-327. Γαλλικὴ μετάφρασις καὶ ὑπόμνημα ἐδημοσιεύθησαν ὑπὸ Α. J. Festuglere, Les moines d᾿ Orient, τ. 3 (Παρίσιοι 1962).
M. van ESBROECK ΘΗΕ.τόμ.10. στῆλες:1094-1096.
Τῇ Ε´ τοῦ αὐτοῦ μηνός, μνήμη τοῦ ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου.
Στίχ. Ψυχὴν ὄπισθεν τοῦ Θεοῦ κολλῶν
πάλαι, Ἔμπροσθεν αὐτοῦ νῦν παρίσταται Σάβας. Θεσπεσίοιο πόλου πέμπτῃ Σάβας ἐντὸς ἐσήχθη. |
Οὗτος ὑπῆρχεν ἐπὶ Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ, χώρας τῶν Καππαδοκῶν, κώμης λεγομένης Μουταλάσκης, γονέων Ἰωάννου καὶ Σοφίας. Εὐθὺς οὖν ἐν ἀρχῇ τοῦ βίου πρὸς τὴν μονήρη κατάστασιν προσδραμών, ἐν Μοναστηρίῳ Φλαβιαναῖς προσαγορευομένῳ, τοσοῦτον γέγονεν ἐκ πρώτης ἡλικίας ἐγκρατής, ὡς ἐν τῷ κήπῳ ἰδόντα μῆλον καὶ εἰς ἐπιθυμίαν αὐτοῦ ἐλθόντα, ἐπειπεῖν· Ὡραῖος ἦν εἰς ὅρασιν, καὶ καλὸς εἰς βρῶσιν ὁ ἐμὲ θανατώσας καρπός. Καὶ τοῦτο λαβεῖν μὲν ταῖς χερσί, μὴ φαγεῖν δέ, ἀλλὰ τοῖς ποσὶ συμπατῆσαι, καὶ ὅρον ἑαυτῷ θέσθαι μὴ φαγεῖν ποτὲ μῆλον. Ἀλλὰ καὶ εἰς κλίβανον πυρὸς εἰσελθών, ἐξῆλθεν ἀβλαβής, μηδὲ τῶν ἱματίων αὐτοῦ τοῦ πυρὸς ἁψαμένου.
Ἐν δὲ τῷ ὀκτωκαιδεκάτῳ ἔτει τῆς αὐτοῦ ἡλικίας ἐμφανὴς καθίσταται τῷ Μεγάλῳ Εὐθυμίῳ, καὶ παρ᾿ αὐτοῦ πρὸς τὸν ὅσιον Θεόκτιστον ἐν τῷ Κοινοβίῳ πέμπεται. Τούτων ἁπάντων εἷς ἐτύγχανε, τοὺς τρόπους καὶ τὴν ἀρετὴν ἐκλαμβανόμενος καὶ ἀναμανθάνων. Ὃν ὁ Μέγας Εὐθύμιος ὁρῶν, διὰ τὴν ὑπερβάλλουσαν ἐν αὐτῷ πνευματικὴν κατάστασιν, Παιδαριογέροντα ἐκάλει. Συμπροϊούσης δὲ αὐτῷ τῆς ἡλικίας, ἐπηύξανε μᾶλλον τὴν ἀρετήν. Ὅθεν καὶ πολλὰ θαύματα κατειργάσατο καὶ ἐν ἀνύδροις τόποις διὰ προσευχῆς ὕδωρ ἐξήγαγε. Γέγονε δὲ καὶ πολλῶν μοναχῶν καθηγητής, καὶ διεπρεσβεύσατο δὶς ἐπὶ τὴν Κωνσταντίνου ἐλθών, παρακληθεὶς ὑπὸ τῶν κατὰ καιρὸν πατριαρχούντων ἐν Ἱεροσολύμοις, πρός τε τὸν βασιλέα Ἀναστάσιον καὶ Ἰουστινιανόν. Φθάσας δὲ εἰς τὸ ἀκρότατον τῆς κατὰ Χριστὸν ἡλικίας, ὡς ἐτῶν γενέσθαι τεσσάρων καὶ ἐνενήκοντα, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν.
Οὗτος ὁ Ἅγιος ὑπῆρχε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ μεγάλου Ἰουστινιανοῦ, ἐν ἔτει φκζ´ [527], καταγόμενος ἀπὸ τὴν χώραν τῶν Καππαδοκῶν ἐκ τοῦ χωρίου τοῦ καλουμένου Μουταλάσκη, υἱὸς γονέων εὐσεβῶν Ἰωάννου καὶ Σοφίας. Εὐθὺς λοιπὸν κατὰ τὴν ἀρχὴν τῆς ζωῆς του, ἔτρεξεν εἰς τὴν τῶν Μοναχῶν πολιτείαν, καὶ ἐμβῆκεν εἰς ἕνα Μοναστήριον Φλαβιαναῖς ὀνομαζόμενον. Τόσον δὲ ἐγκρατὴς ἔγινεν ὁ ἀοίδιμος ἀπὸ τὴν νεαράν του ἡλικίαν, ὥστε ὁποῦ, βλέπωντας μίαν φορὰν ἕνα μῆλον εἰς τὸν κῆπον, καὶ ἐπιθυμήσας διὰ νὰ τὸ φάγῃ, ἐπῆρε μόνον αὐτὸ εἰς τὰς χεῖρας καὶ εἶπεν. Ὡραῖος ἦτον εἰς ὅρασιν καὶ καλὸς εἰς βρῶσιν ὁ ἐμὲ θανατώσας καρπός. Ἔπειτα ἔρριψε τὸ μῆλον κατὰ γῆς, καὶ κατεπάτησεν αὐτὸ μὲ τοὺς πόδας του. Καὶ ἀπὸ τότε ἔβαλεν ὅρον καὶ ἀπόφασιν εἰς τὸν ἑαυτόν του, νὰ μὴ φάγῃ μῆλον εἰς ὅλην του τὴν ζωήν. Καὶ εἰς φοῦρνον δὲ ἀναμμένον μίαν φορὰν ἐμβαίνωντας ὁ Ἅγιος, εὐγῆκεν ἀβλαβής, χωρὶς νὰ ἐγγίξῃ τελείως τὸ πῦρ οὔτε εἰς αὐτὰ τὰ φορέματά του. Κατὰ δὲ τὸν δέκατον ἕκτον χρόνον τῆς ἡλικίας του, ἐπῆγεν ὁ Ὅσιος εἰς τὸν μέγαν Εὐθύμιον, καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἐπέμφθη εἰς τὸ Κοινόβιον τοῦ Ἁγίου Θεοκτίστου1 διατὶ ἦτον ἀγένειος. Ἐκεῖ λοιπὸν διατρίβων ὁ θεῖος Σάββας ἐλάμβανε πολλὴν ὠφέλειαν ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀδελφούς. Ἐπειδὴ καὶ ἐμιμεῖτο τοῦ καθ᾿ ἑνὸς τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν θεοφιλῆ πολιτείαν. Ὅθεν διὰ τὴν αἰτίαν ταύτην ὠνόμαζεν αὐτὸν ὁ μέγας Εὐθύμιος, Παιδαριογέροντα.
Ἀφ᾿ οὗ δὲ ἐπέρασαν χρόνοι ἱκανοὶ ἔπερνεν αὐτὸν ὁ Εὐθύμιος μαζί του, ὅταν ἐπήγαινεν εἰς τὴν ἡσυχίαν κατὰ τὸν καιρὸν τῆς μεγάλης τεσσαρακοστῆς. Ὅσον δὲ αὔξανεν ἡ ἡλικία του, τόσον αὔξανε καὶ ἡ ἀρετή του. Ὅθεν καὶ ἔλαβε παρὰ Κυρίου τῶν θαυμάτων τὴν χάριν. Διὰ τοῦτο καὶ πολλὰ θαυμάσια ἐτέλεσεν ὁ τρισόλβιος. Εἰς ἀνύδρους γὰρ τόπους νερὸν ἐξήγαγε διὰ προσευχῆς του. Ἔγινε δὲ καὶ πολλῶν Μοναχῶν καθηγητὴς καὶ Ἡγούμενος. Καὶ δύω φοραῖς ἐστάλθη πρέσβης εἰς Κωνσταντινούπολιν, προσελθὼν εἰς τοὺς τότε βασιλεῖς, δηλαδὴ εἰς τὸν Ἀναστάσιον πρῶτον τὸν ἐν ἔτει υϞα´ [491] βασιλεύσαντα, καὶ εἰς τὸν Ἰουστινιανὸν ὕστερον, παρακινηθεὶς εἰς τοῦτο ἀπὸ τοὺς κατὰ καιρὸν Πατριάρχας τῶν Ἱεροσολύμων διὰ ὑποθέσεις ἀναγκαίας. Φθάσας λοιπὸν εἰς τὸ ἄκρον τῆς κατὰ Χριστὸν ἡλικίας, καὶ γενόμενος χρόνων ἐννενήκοντα τεσσάρων, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησε. (Τὸν κατὰ πλάτος Βίον τούτου ὅρα εἰς τὸν Παράδεισον.)
Ὁ Ὅσιος καὶ Θεοφόρος πατὴρ ἡμῶν Σάββας, ὁ ἄγγελος ἐν σώματι καὶ τῆς ἐρήμου τῆς Παλαιστίνης πολιστής, γεννήθηκε στὴ Μουταλάσκη (σημ. Τάλας), μικρὸ χωριὸ τῆς Καππαδοκίας, τὸ 439. Ἤδη σὲ ἡλικία ὀκτὼ ἐτῶν κατενόησε τὴν ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων καὶ μὲ καρδιὰ πλήρη θείου ἔρωτος προσῆλθε στὴν Μονὴ τῶν Φλαβιανῶν ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν γενέτειρά του. Παρὰ τὶς προσπάθειες τῶν συγγενῶν του νὰ τὸν ἀπομακρύνουν, ὁ Σάββας ἔμεινε στὴν Μονὴ καὶ γρήγορα μυήθηκε στὴν τάξῃ τοῦ μοναχικοῦ βίου καὶ ἰδιαίτερα στὴν ἐγκράτεια καὶ στὴν ἀποστήθιση τοῦ Ψαλτηρίου.
Μία ἡμέρα, τὴν ὥρα ποὺ ἐργαζόταν στὸν κῆπο, τοῦ ἦλθε ἡ ἐπιθυμία νὰ φάῃ ἕνα μῆλο. Μόλις ὅμως τὸ ἔκοψε ἀπὸ τὸ δέντρο, ἀμέσως κατανίκησε τὸν δαίμονα τῆς γαστριμαργίας λέγοντας: «ὡραῖος ἦν εἰς ὅρασιν καὶ καλὸς εἰς βρῶσιν ὁ θανατώσας καρπὸς διὰ τοῦ Ἀδάμ, αὐτοῦ προτιμήσαντος τοῦ νοητοῦ κάλλους τὸ τοῖς σαρκίνοις ὀφθαλμοῖς φανὲν τερπνὸν καὶ τῶν πνευματικῶν ἀπολαύσεων τὴν πλησμονὴν τῆς γαστρὸς τιμιωτέραν θεμένου, δι᾿ οὗ καὶ ὁ θάνατος εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθεν μὴ τοίνυν ἀπονεύσω τοῦ κάλλους τῆς ἐγκρατείας ψυχικῷ τινι νυσταγμῷ βαρηθεὶς ὥσπερ γὰρ πάσης καρποφορίας προηγεῖται ἄνθος, οὕτως ἡ ἐγκράτεια πάσης προηγεῖται ἀγαθοεργίας». Πέταξε τὸ μῆλο καταγῆς καὶ τὸ ποδοπάτησε, κατατροπώνοντας τὸν πειρασμὸ μέχρι τέλους τοῦ βίου του δὲν ἔφαγε ποτέ του μῆλο.
Τὸ μικρὸ παιδὶ ἦταν τόσο ἀποφασισμένο καὶ εἶχε ἀποκτήσει τόση ὡριμότητα, ὥστε ἀφιερωνόταν στοὺς ἀγῶνες τῆς νηστείας καὶ τῆς ἀγρυπνίας ὡσὰν ἔμπειρος ἀσκητής, καὶ ὑπερέβαινε τοὺς συμμοναστές του στὴν ταπείνωση, τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ἐγκράτεια. Μετὰ ἀπὸ δέκα χρόνια στὴν μονή, ἔλαβε τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου νὰ μεταβῇ στὰ Ἱεροσόλυμα (456). Πληροφορήθηκε τὴν φήμη τοῦ ὁσίου Εὐθυμίου [20 Ἰαν.] καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια τὸν ἱκέτευσε νὰ τὸν δεχθῇ μεταξὺ τῶν μαθητῶν του· ὁ ὅσιος γέροντας ὅμως τὸν ἔστειλε πρῶτα στὸ κοινόβιο ποὺ διηύθυνε ὁ ὅσιος Θεόκτιστος [3 Σεπτ.] διότι δὲν συνήθιζε νὰ δέχεται ἀγενείους νέους μεταξὺ τῶν σκληραγωγημένων ἀναχωρητῶν τῆς ἐρήμου.
Ὑπόδειγμα ταπείνωσης καὶ ἀποκοπῆς τοῦ ἰδίου θελήματος, ὁ Σάββας ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ Θεοκτίστου ἀφιέρωνε ὅλη τὴν ἡμέρα στὴν ὑπηρεσία τῶν ἀδελφῶν καὶ περνοῦσε ὅλη τὴν νύχτα δοξολογώντας τὸν Κύριο. Σὲ τέτοια τελειότητα ἀρετῆς εἶχε φθάσει, ὥστε ὁ ἅγιος Εὐθύμιος τὸν ὀνόμασε «παιδαριογέροντα».
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ ὁσίου Θεοκτίστου (469), ὁ Σάββας πῆρε εὐλογία νὰ ἀποσυρθῇ καὶ νὰ ἀσκητεύσῃ μόνος σ᾿ ἕνα σπήλαιο σὲ κάποια ἀπόσταση ἀπὸ τὸ κοινόβιο. Τὶς πέντε ἡμέρες τῆς ἑβδομάδας προσευχόταν ἀδιαλείπτως σὲ ἀπολύτη νηστεία, ἔχοντας ὡς ἐργόχειρο τὸ πλέξιμο καλαθιῶν ἀπὸ φύλλα φοινίκων. Τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακὴ ἐρχόταν στὸ κοινόβιο, γιὰ νὰ ἐκκλησιαστῇ καὶ νὰ φάῃ στὴν τράπεζα μὲ τοὺς ἀδελφούς. Κατὰ τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς (ἀπὸ 14 Ἰανουαρίου ἕως τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων), ὁ ὅσιος Εὐθύμιος συνήθιζε νὰ τὸν παίρνῃ μαζί του στὴν ἔρημο Ῥουβᾶ γιὰ νὰ ἀσκηθῇ στὶς ὑψηλότερες ἀρετές, πλησιάζοντας τὸν Κύριο ἐν σιωπῇ καὶ ἀπουσίᾳ κάθε ἀνθρωπίνης παρηγορίας. Ἔφθασε ἔτσι ὁ Σάββας στὰ μέτρα τῶν μεγάλων ἀσκητῶν τῆς εὐσεβείας καὶ μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ ὁσίου Εὐθυμίου ἀποσύρθηκε ὁριστικῶς στὴν ἀδυσώπητη ἔρημο γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσῃ ὁλομόναχος τὸν Σατανᾶ καὶ τοὺς δούλους του ὁπλισμένος μόνο μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ τὴν ἐπίκληση τοῦ ἁγίου Ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ.
Μετὰ τέσσερα χρόνια στὴν ἔρημο, ἕνας ἄγγελος τὸν ὁδήγησε σ᾿ ἕνα σπήλαιο στὸ χεῖλος μιᾶς ῥεματιᾶς τῆς ἀριστερῆς ὄχθης τοῦ χειμάῤῥου τῶν Κέδρων. Πέρασε πέντε χρόνια (478-483) ἀφιερωμένος στὴν προσευχὴ καὶ στὴν θεωρία. Κατόπιν, ἔχοντας πληροφορία ἀπὸ τὸν Θεὸ ὅτι ἦταν πλέον καιρός, ἄρχισε νὰ δέχεται μαθητές. Σὲ καθέναν ἔδινε ἕνα κελλὶ σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ σπήλαια τῆς περιοχῆς καὶ τοὺς δίδασκε ἔμπρακτα τὶς ἀρετὲς τοῦ μοναχικοῦ βίου. Καθὼς οἱ μαθητὲς τοῦ εἶχαν φθάσει τοὺς ἑβδομήκοντα, εἰσακούσθηκαν οἱ προσευχὲς τοῦ ἁγίου καὶ ὁ Κύριος ἔκανε ν᾿ ἀναβλύσῃ μία πηγὴ στὴν ῥεματιὰ γιὰ τὴν παρηγορία τους. Γιὰ τὶς κοινὲς Ἀκολουθίες οἱ ἀδελφοὶ συγκεντρώνονταν σ᾿ ἕνα μεγάλο σὲ σχῆμα ναοῦ σπήλαιο, τὸ ὁποῖο ἀνακάλυψε ὁ ἅγιος Σάββας ὁδηγούμενος ἀπὸ πύρινο στύλο. Ἡ λαύρα μεγάλωνε ἀδιάκοπα, ἑκατὸν πενῆντα ἀσκητὲς ἐγκαταβίωναν ἐκεῖ, καὶ μεγάλος ἦταν ὁ ἀριθμὸς τῶν προσκυνητῶν ποὺ προσέρχονταν, γιὰ νὰ βροῦν τὴν ὑγεία τους καὶ νὰ προσφέρουν τὰ δῶρα τους, χάρις στὰ ὁποῖα καλύπτονταν ὅλες οἱ ἀνάγκες τῶν μοναχῶν, ποὺ ἔτσι ἀπέφευγαν τὶς βιοτικὲς μέριμνες. Παρὰ τὴν ἐπιθυμία του νὰ ἀποφύγῃ τὴν ἱερωσύνη, ὁ ταπεινὸς Σάββας ἀναγκάσθηκε νὰ δεχθῇ τὴν χειροτονία σὲ πρεσβύτερο, σὲ ἡλικία πενῆντα τριῶν ἐτῶν, γιὰ νὰ διασφαλίσῃ τὴν σωστὴ τάξη τοῦ πνευματικοῦ ποιμνίου του.
Ὁ μεγάλος ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν δὲν ἐμπόδισε ὡστόσο τὸν πόθο του γιὰ τὴν ἡσυχία, καὶ κάθε χρόνο, πιστὸς στὶς συνήθειες τοῦ πνευματικοῦ πατρός του Εὐθυμίου, ἀποσύρονταν στὰ βάθη τῆς ἐρήμου γιὰ τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Μιὰ χρονιὰ ἐγκαταστάθηκε στὸν λόφο τοῦ Καστελλίου, τὸν ὁποῖο λυμαίνονταν δαίμονες. Ἀφοῦ τοὺς ἐξεδίωξε μὲ τὶς προσευχές του, ἵδρυσε ἐκεῖ ἕνα νέο κοινοβιακὸ μοναστῆρι γιὰ ἤδη δοκιμασμένους μοναχοὺς (492). Γιὰ ἐκείνους ποὺ εἶχαν μόλις ἀποτάξει τὰ ἐγκόσμια ἵδρυσε ἕνα τρίτο καθίδρυμα, βόρεια τῆς λαύρας, ὥστε νὰ διδαχθοῦν τὰ τοῦ ἀσκητικοῦ βίου καὶ νὰ μάθουν ἀπὸ στήθους τὸ Ψαλτήριο. Ἄφησε νὰ ἐγκαταβιώνουν κατὰ μόνας μόνο οἱ ἔμπειροι μοναχοί, ποὺ εἶχαν ἤδη ἀξιωθεῖ τῆς διακρίσης τῶν λογισμῶν καὶ τῆς νήψης, ἦταν ταπεινοὶ τῇ καρδίᾳ καὶ εἶχαν πλήρως ἀποκόψει τὸ ἴδιον θέλημα. Ὅσο γιὰ τοὺς ἀγένειους νέους, τοὺς ἔστελνε στὸ κοινόβιο τοῦ ἁγίου Θεοδοσίου [11 Ἰαν]. Καθὼς τὴν ἐποχὴ ἐκείνη οἱ πολυάριθμοι μοναχοὶ τῆς Παλαιστίνης ταράσσονταν ἀπὸ τὶς μηχανεύσεις τῶν αἱρετικῶν μονοφυσιτῶν, ποὺ ἀντιτίθεντο στὴν Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος, ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Σαλούστιος ὅρισε τὸν ἅγιο Θεοδόσιο καὶ τὸν ἅγιο Σάββα ἀρχιμανδρίτες καὶ ἐξάρχους (494) ὅλων τῶν μονῶν ποὺ ἐξαρτῶντο ἀπὸ τὴν Ἁγία Πόλη: τὸν Θεοδόσιο γιὰ τοὺς κοινοβιάτες καὶ τὸν Σάββα γιὰ τοὺς ἀναχωρητὲς καὶ τοὺς κελλιῶτες μοναχοὺς στὶς λαῦρες. Φοβερὸς πολέμιος τῶν δαιμόνων, ὁ ἅγιος Σάββας ἦταν ὅλος πραότητα καὶ διάκριση ἔναντι τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι, ὅταν δύο φορὲς κάποιοι ἀπὸ τοὺς μοναχούς του στράφηκαν ἐναντίον του (490 καὶ 503), ὁ ὅσιος γέροντας ἀποσύρθηκε οἰκειοθελῶς δίχως νὰ προσπαθήσῃ νὰ δικαιολογηθῇ ἢ νὰ ἐπιβάλῃ τὴν ἐξουσία του, καὶ ἐδέχθη νὰ ἐπανέλθῃ στὴν θέση καὶ τὸ ἀξίωμά του μόνον κατόπιν ἐπίμονης παρακλήσεως τοῦ Πατριάρχου.
Ἔχοντας κατακτήσει τὴν μακαρία ἀπάθεια, ἀκλόνητα προσηλωμένος στὸν Κύριο, ὁ ἅγιος Σάββας εἰρήνευε τὰ θηρία, θεράπευε τοὺς ἀῤῥώστους καὶ μὲ τὶς προσευχές του ἔφερνε εὐεργετικὲς βροχὲς στὴν περιοχὴ ἐκείνη ποὺ τὴν ἔπληττε ξηρασία καὶ λιμός. Ἵδρυσε καὶ ἄλλα μοναστήρια, ὥστε πέρα ἀπὸ τὸ λειτούργημα τοῦ ἐξάρχου τῶν ἐρημιτῶν ἦταν ἡγούμενος ἑπτὰ μοναστηριῶν. Ὁ οἰκιστὴς αὐτὸς τῆς ἐρήμου καθοδηγοῦσε μὲ σύνεση τὶς λεγεῶνες τῶν πνευματικῶν πολεμιστῶν του καὶ προσπαθοῦσε νὰ τὶς διατηρήσῃ στὴν ἑνότητα τῆς πίστεως. Τὸ 512 ἐστάλη μαζὶ μὲ ἄλλους μοναχοὺς στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸν αὐτοκράτορα Ἀναστάσιο (491-518), ποὺ εὐνοοῦσε τοὺς μονοφυσίτες, γιὰ νὰ στηρίξῃ τὴν ὀρθοδόξη πίστη καὶ νὰ ἀποσπάσῃ φορολογικὲς ἐλαφρύνσεις ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων. Ὁ πτωχός, ταπεινὸς καὶ ῥακένδυτος αὐτὸς ἀσκητής, τὸν ὁποῖον οἱ φρουροὶ τῶν ἀνακτόρων στὴν ἀρχὴ τὸν ἀπομάκρυναν νομίζοντάς τον ζητιάνο, ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση στὸν αὐτοκράτορα, καὶ καθ᾿ ὅλη τὴν μακρὰ παραμονή του στὴν Βασιλεύουσα, ὁ Ἀναστάσιος συχνὰ τὸν καλοῦσε στὸ παλάτι γιὰ νὰ ὠφεληθῇ ἀπὸ τὶς διδαχές του. Ἐπιστρέφοντας στὴν Παλαιστίνη, ὁ ἅγιος Σάββας ἀναγκάσθηκε νὰ ἀγωνισθῇ πεισματικὰ ἐνάντια στὶς μηχανεύσεις τοῦ αἱρετικοῦ πατριάρχη Ἀντιοχείας Σεβήρου. Τὸ 516, ὁ Σεβῆρος, ἔχοντας ἐκ νέου παρασύρει τὸν αὐτοκράτορα στὰ δίχτυα τῆς πλάνης, κατόρθωσε νὰ ἐκδιώξῃ τὸν ἅγιο Ἠλία [20 Ἰουλ.] ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῶν Ἱεροσολύμων. Μὲ προτροπὴ ὅμως τοῦ ὁσίου Σάββα καὶ τοῦ ὁσίου Θεοδοσίου, ἕξι χιλιάδες μοναχοὶ συγκεντρώθηκαν γιὰ νὰ πείσουν τὸν διάδοχό του Ἰωάννη νὰ ὑπεραμυνθῇ τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος. Καθὼς μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν διαδήλωση ὁ αὐτοκράτορας ἦταν ἕτοιμος νὰ κάνῃ χρήση βίας, ὁ Σάββας τοῦ ἔστειλε ἐξ ὀνόματος ὅλων τῶν μοναχῶν τῶν Ἁγίων Τόπων μία θαῤῥαλέα ἀναφορά. Τὴν ἴδια χρόνια (518) πέθανε ὁ Ἀναστάσιος καί, δόξα τῷ Θεῷ, ὁ διάδοχός του Ἰουστῖνος Α´ (518-527) ὑπερασπίσθηκε τὴν ὀρθόδοξη Πίστη καὶ διέταξε νὰ ἐγγραφῇ ἡ Σύνοδος τῆς Χαλκηδόνος στὰ ἱερὰ δίπτυχα. Ὁ ἅγιος Σάββας ἐστάλη τότε στὴν Σκυθόπολη καὶ στὴν Καισάρεια γιὰ νὰ ἀναγγείλῃ ὁ ἴδιος τὴν νίκη, ἐν μέσῳ τῆς γενικῆς χαρᾶς.
Τὸ 531, μετὰ τὴν αἱματηρὴ ἐξέγερση τῶν Σαμαρειτῶν, ὁ Γέροντας ἐστάλη ἐκ νέου στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸν εὐλαβῆ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸ (527-565), ζητώντας τὴν συνδρομὴ καὶ τὴν προστασία του. Ἐπιστρέφοντας προφήτευσε στὸν αὐτοκράτορα τὴν ἐπανάκτηση τῆς Ῥώμης καὶ τῆς Ἀφρικῆς καθὼς καὶ τὴν ὁριστικὴ νίκη ἐπὶ τοῦ μονοφυσιτισμοῦ, τοῦ νεστοριανισμοῦ καὶ τοῦ ὠριγενισμοῦ, ποὺ θὰ ἀποτελοῦσε τὴν δόξα τῆς βασιλείας του.
Ἐπιστρέφοντας στὰ Ἱεροσόλυμα, ὁ ἅγιος Σάββας ἔγινε δεκτὸς μὲ μεγάλες χαρὲς καὶ ὁ ἀκαταπόνητος αὐτὸς ἐργάτης τοῦ Κυρίου βρῆκε τὸν χρόνο νὰ ἱδρύσῃ ἄλλη μία μονή, τὴν λεγομένη τοῦ Ἱερεμίου, προτοῦ ἀποσυρθῇ ὁριστικὰ στὴν Μεγάλη Λαύρα. Σὲ ἡλικία ἐνενήντα τριῶν ἐτῶν, ἀσθένησε καὶ ἐκοιμήθη εἰρηνικὰ ἐν Κυρίῳ τὴν Κυριακὴ 5 Δεκεμβρίου 532. Τὸ σκήνωμά του, τὸ ὁποῖο θαυματουργικῶς διατηρήθηκε ἄφθορο, κατατέθηκε ἀρχικὰ στὴν Λαύρα, παρουσίᾳ πλήθους μοναχῶν καὶ λαϊκῶν. Τὴν ἐποχὴ τῶν σταυροφοριῶν μεταφέρθηκε στὴν Βενετία καὶ πρόσφατα ἐπεστράφη στὴν Μονή του (26 Ὀκτωβρίου 1965).
Ἡ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα ἔγινε στὴν συνέχεια κοινοβιακὴ Μονὴ καὶ διαδραμάτισε πρωταγωνιστικὸ ῥόλο στὴν ἱστορία τοῦ μοναχισμοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας στὴν Παλαιστίνη. Μεγάλος ὁ ἀριθμὸς τῶν Ἁγίων ποὺ ἐγκαταβίωσαν ἐκεῖ: Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς [4 Δεκ.], Κοσμᾶς τοῦ Μαϊουμᾶ [14 Ὀκτ.], Στέφανος [28 Ὀκτ.], Ἀνδρέας Κρήτης [4 Ἰουλ.], κ.ἄ. Ἐκεῖ συνετάχθη καὶ καθιερώθη τὸ Τυπικὸν ποὺ ἀκόμη καὶ σήμερα κανονίζει τὶς Ἀκολουθίες μας, καὶ ἐκεῖ ἐγράφησαν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας μας.
Συναξαριστὴς Ἰνδίκτου. Δεκέμβριος. Σελ. 51.
Κύριλλος Σκυθοπολίτης Βίος τοῦ ὁσίου Σάββα ΕΠΕ, Φιλοκαλία 5, 195-445.