ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Γεωργίου Μηλίτση «Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος», Τρίκαλα 2008
Ὅλοι οἱ Ἕλληνες γνωρίζουμε γιὰ τὴν Περσία. Ἄλλοι ἀπὸ τὴν ἐθνική, καὶ ἄλλοι ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστική μας ἱστορία καὶ παράδοση. Ἡ ἱστορία μᾶς ὑπενθυμίζει τὶς προσπάθειες ποὺ ἔκαναν στὰ ἀρχαία χρόνια οἱ Πέρσες γιὰ νὰ κυριεύσουν τὶς περιοχὲς ποὺ βρίσκονταν δυτικὰ τῆς χώρας τους. Ὁ Περσικὸς στρατὸς μὲ ἀρχηγὸ τὸν Ξέρξη ἐπιχείρησε νὰ κατακτήσει ὄχι μόνον τὴν περιοχὴ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀλλὰ καὶ τὴν πατρίδα μας. Ὅλοι μας γνωρίζουμε γιὰ τὶς μάχες τῶν Πλαταιῶν, τῶν Θερμοπυλῶν, τοῦ Μαραθῶνος καὶ τὴν ναυμαχία τῆς Σαλαμίνας εἰς τὴν ὁποίαν καταστράφηκε ὁ Περσικὸς στόλος καὶ ἔτσι οἱ Πέρσες ἀναγκάστηκαν νὰ ἐπιστρέψουν ἡττημένοι στὴν πατρίδα τους.
Οἱ Πέρσες καὶ κατὰ τὴ Βυζαντινὴ περίοδο προσπάθησαν νὰ κυριεύσουν τὶς ἀνατολικὲς ἐπαρχίες τοῦ Βυζαντίου. Σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς ἐκστρατεῖες τους κυρίευσαν τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ πῆραν σὰν λάφυρο τὸν Τίμιο Σταυρό, καὶ τὸν Πατριάρχη. Οἱ χριστιανοί, μὲ μεγάλο πόνο πληροφορήθηκαν τὸ γεγονὸς καὶ ἀπαιτοῦσαν ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἡράκλειο νὰ ἐκστρατεύσει ἐναντίον τῆς Περσίας γιὰ νὰ ἐλευθερώσει τὸν Τίμιο Σταυρό, καὶ τὶς ὑπόδουλες ἐπαρχίες τῆς αὐτοκρατορίας. Οἱ Πέρσες συμμάχησαν μὲ τοὺς Ἀβάρους καὶ προσπάθησαν νὰ κυριεύσουν τὴν Βασιλεύουσα (626 μ.Χ.) ἡ ὁποία ἦταν ἀνυπεράσπιστη, διότι ὁ στρατὸς μὲ τὸν αὐτοκράτορα Ἡράκλειο ἀπουσίαζαν προκειμένου νὰ ἐλευθερώσουν τὸν Τίμιο Σταυρό. Τὴν Πόλη διέσωσε κατὰ θαυματουργικὸ τρόπο ἡ Παναγία μας. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τὸ γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν ποὺ ψάλλεται τὶς Παρασκευὲς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς στὶς ἐκκλησίες τῆς πατρίδας μας.
Ἡ Περσία δέχθηκε καὶ αὐτὴ πολὺ νωρὶς τὸ μήνημα τοῦ Εὐαγγελίου. Πολλοὶ Πέρσες ἀρνήθηκαν τὰ εἴδωλα καὶ πίστεψαν στὸν Κύριό μας. Κατὰ τὸ μέσον τοῦ 2ου αἰ. μέχρι καὶ τὸ μέσον τοῦ 3ου ὁ Χριστιανισμὸς εἶχε ῥιζώσει γιὰ τὰ καλὰ στὴν Περσία. Παράλληλα μὲ τὴν ἀνόθευτη διδασκαλία τοῦ Ναζωραίου διαδόθηκαν καὶ οἱ αἱρέσεις τῶν Μανιχαϊστικῶν καὶ τῶν Γνωστικῶν. Μετὰ τὸ 339 μ.Χ. τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἐλεύθερη ζωὴ τῆς ἐκκλησίας διαδέχθηκαν διωγμοί, τοὺς ὁποίους ἐξαπέλυσαν ὁ αὐτοκράτορας Σαπὼρ Β´ καὶ οἱ διάδοχοί του. Δὲν εἶναι λίγοι οἱ πιστοὶ ποὺ μαρτύρησαν γιὰ τὸν Χριστό. Ἔτσι στὸν θρόνο τοῦ Κυρίου σήμερα βρίσκονται Πέρσες οἱ ὁποῖοι ἱκετεύουν γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ὁμοεθνῶν τους. Ἡ κατάληψη τῆς χῶρας ἀπὸ τοὺς Ἄραβες ἔγινε ἀφορμὴ νὰ ξεσπάσουν νέοι διωγμοὶ κατὰ τῶν Χριστιανῶν μὲ ἀποτέλεσμα ὄχι μόνο νὰ ἔχουμε νέους Μάρτυρες ἀλλὰ σχεδὸν νὰ ἐξαφανιστοῦν οἱ πιστοὶ τοῦ Ναζωραίου.
Ἕνας μεγάλος Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας ποὺ γεννήθηκε στὴν Περσία, ἀλλὰ ἐξαγιάστηκε στὴν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου εἶναι ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος.
Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος καταγόταν ἀπὸ βασιλικὴ οἰκογένεια. Οἱ γονεῖς του ἦταν ἄνθρωποι πιστοὶ στὰ διδάγματα τῆς ἐκκλησίας καὶ προσπαθοῦσαν στὴ ζωή τους νὰ ἐφαρμόσουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Οἱ τιμὲς ποὺ τοὺς γίνονταν καὶ ἡ δόξα ποὺ ἀπολάμβαναν, λόγω τοῦ ἀξιώματός τους, δὲν τοὺς ἔκαναν ἐγωϊστὲς καὶ ὑπερήφανους. Πάντα εἶχαν στὸ μυαλό τους τὸ γραφικό: Ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν. Παράλληλα μὲ τὸν ἀγῶνά τους γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς τους φρόντιζαν ὄχι μόνογιὰ τὴν πνευματικὴ πρόοδο τῶν ὑπηκόων τους ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν εὐημερία τους.
Τὴν χαρὰ καὶ τὴν ευτυχία τους ἐπεσκίαζε ἡ ἔλλειψη τέκνων. Βέβαια στὰ ἀνάκτορα εἶχαν πάρει ὀρφανὰ καὶ τὰ ἀνέτρεφαν σὰν δικά τους παιδιά· ἂν καὶ αὐτὸ ἀπάλυνε τὸν πόνο τους, ὅμως δὲν ἔσβηνε τὸν πόθο τους νὰ ἀποκτήσουν δικό τους παιδί. Ἔπαιρναν θαῤῥος καὶ κουράγιο ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας: Αἰτεῖται καὶ δοθήσεται ὑμῖν· γιὰ αὐτὸ κατέφευγαν πάντα σὲ Αὐτόν. γονατιστοί, καὶ μὲ τὰ χέρια ὑψωμένα στὸν οὐρανό, παρακαλοῦσαν τὸν Θεὸ νὰ τοὺς ἀξιώσει νὰ ἀποκτήσουν παιδί: Παντοδύναμε Κύριε, σὲ παρακαλοῦμε μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μας ἄκουσε τὴν προσευχὴ τῶν ἀναξίων καὶ ἁμαρτωλῶν δούλων Σου καὶ ἀξίωσέ μας νὰ γίνουμε γονεῖς. Χάρισε Κύριε καὶ σὲ μᾶς ἕνα παιδί. Ἐσὺ εἶπες ὅτι ἂν δύο ἄνθρωποι Σοῦ ζητήσουν κάτι, θὰ τοὺς τὸ δώσεις.
Παράλληλα μὲ τὶς δικές τους προσευχές, παρακάλεσαν ἱερεῖς καὶ ἄλλους πιστοὺς ἀνθρώπους νὰ προσευχηθοῦν γιὰ νὰ τοὺς δώσει ὁ Θεὸς ἀπογόνους. Δὲν ἦταν δυνατὸν τόσες θερμὲς προσευχὲς νὰ μὴ κυκλώσουν τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μὴν ἔχουν ἀπάντηση. Μπορεῖ ἡ ἀπάντηση νὰ μὴν ἦλθε ἀμέσω, ἴσως ὁ Θεὸς ἤθελε νὰ δοκιμάσει τὴν πίστη τους, ἀλλὰ ὅμως κάποτε ἦλθε.
Μιὰ μέρα μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἡ Βασίλισσα ἀνακοίνωσε στὸν ἄνδρα της τὴν χαρμόσυνη εἴδηση ὅτι εἶναι ἔγκυος. Τὴν φορὰ αὐτὴ οἱ προσευχὲς τοῦ ἀνδρόγυνου ἦταν εὐχαριστήριες. Ἡ εἴδηση ὅτι ἡ Βασίλισσα περιμένει παιδάκι ἀμέσως διαδόθηκε σὲ ὅλη τὴν ἐπικράτεια. Ὅλοι ὅσοι τὸ ἔμαθαν ἔνοιωσαν τὴν ἴδια χαρὰ μὲ τοὺς βασιλεῖς τους.
Ὁ χρόνος κυλοῦσε ἥρεμα καὶ ἡ Βασίλισσα μὲ λαχτάρα περίμενε τὴν ὥρα ποὺ θὰ φέρει στὸν κόσμο τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ. Γνώριζε ὅτι μέσα της ἔφερε μιὰ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, γιὰ αὐτὸ ἔκανε τὸ πᾶν, ὥστε τὸ ἔμβρυο νὰ τραβήξει τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Κάθε μέρα σταύρωνε τὴν κοιλιά της, θυμίαζε τὸ σπίτι της καὶ ἦταν πολὺ προσεκτικὴ σὲ ὅλη της τὴ ζωή· γενικὰ ἔκανε ὅ,τι εἶχε συμβουλεύσει ὁ πνευματικός τους.
Ὁ ἐρχομὸς στὸν κόσμο κάθε νέου ἀνθρώπου εἶναι πάντοτε πηγὴ χαρᾶς. Ἡ Βασίλισσα μιὰ μέρα ἔχοντας δίπλα της τὸν σύζυγό της καὶ μὲ τὴν βοήθεια μιᾶς χριστιανῆς μαίας ἔφερε στὸν κόσμο ἕνα πανέμορφο ἀγοράκι. Ἡ βασιλικὴ οἰκογένεια ἦταν πιὰ πανευτυχής. Τὴν ἴδια χαρὰ αἰσθάνθηκαν καὶ ὅλοι οἱ ὑπήκοοί τους. Οἱ γονεῖς, σὰν ζωντανοὶ χριστιανοὶ ποὺ ἦταν, ἔκαναν ὅλα ὅσα ἡ ἐκκλησία μᾶς προστάζει.
Ἔπρεπε σύντομα νὰ τὸ κάνουν μέλος τῆς στρατευομένης ἐκκλησίας. Πῶς νὰ τὸ ὀνομάσουν; Πολλοὶ δικοί τους τοὺς ὑποδείκνυαν διάφορα ὀνόματα ποὺ νόμιζαν ὅτι ταίριαζαν νὰ δοθοῦν στὸ βασιλόπουλο. Οἱ γονεῖς καὶ τὸ ζήτημα αὐτὸ τὸ ἀνέθεσαν στὸν Δημιουργὸ τοῦ κόσμου. Ἡ ἀπάντηση δὲν ἄργησε νὰ ἔρθει. Ὁ βασιλιὰς ἔλαβε θεία ἀποκάλυψη ποὺ τὸν συμβούλευε νὰ ὀνομάσει τὸ παιδί του Ὀνούφριο καὶ μετὰ τὴν βάπτιση νὰ τὸ πάει σὲ ἕνα μοναστήρι ποὺ ἦταν στὴν Ἑρμούπολη τῆς Αἰγύπτου.
Οἱ γονεῖς σὰν ἄνθρωποι ποὺ ἦταν αἰσθάνθηκαν κάποια λύπη γιὰ τὸ ὅτι ἔπρεπε νὰ ἀποχωρισθοῦν τόσο σύντομα τὸ βλαστάρι τους, μὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ποὺ τοὺς τὸ ἔδωσε εἶπαν ὅτι πρέπει νὰ εἶναι πάνω ἀπὸ τὸ δικό τους θέλημα. Γνώριζαν ὅτι κάθε παιδὶ δὲν εἶναι κτῆμα τῶν γονέων του, ἀλλὰ δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς τὰ ἐμπιστεύεται στοὺς γονεῖς γιὰ ὅσο χρονικὸ διάστημα Αὐτὸς κρίνει γιὰ νὰ τὰ ἀναθρέψουν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του· ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου.
Ὁ Ἐπίσκοπος τῆς περιοχῆς μαζὶ μὲ ἄλλους ἱερεῖς ἔκαναν τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καὶ ἔδωσαν στὸ παιδὶ τὸ ὄνομα Ὀνούφριος. Ὁ Ὀνούφριος ὅμως σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἔπρεπε νὰ ἀφιερωθεῖ σὲ Αὐτόν. Τὸ θέλημα αὐτὸ ἀνέλαβε νὰ πραγματοποιήσει ὁ πατέρας. Ἡ Ἑρμούπολη ἀπεῖχε ἀπὸ τὴν χώρα ἀρκετά. Μέχρι νὰ φτάσουν στὸ μοναστήρι θὰ περνοῦσαν ἀρκετὲς ἡμέρες. Πῶς θὰ τρέφονταν τὸ παιδί; Πᾶμε νὰ ἐκπληρώσουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς θὰ προνοήσει καὶ γιὰ αὐτόν· εἶπε ὁ πατέρας.
Ἡ μικρὴ συνοδεία ξεκίνησε, ἀφου ἡ μητέρα πῆρε γιὰ τελευταία φορὰ στὴν ἀγκαλιά της τὸ παιδί της καὶ τὸ ἀσπάστηκε, διότι δὲν ἤξερε ἂν θὰ τὴν ἀξίωνε ὁ Θεὸς νὰ τὸ ξαναδεῖ. Στὸ δρόμο ποὺ πήγαιναν παρουσιάστηκε μία ἐλαφίνα ἡ ὁποία τοὺς ἀκολουθοῦσε. Ὅλοι κατάλαβαν ὅτι ἦταν σταλμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ θρέψει τὸν Ὀνούφριο. Πράγματι ἡ ἐλαφίνα σὲ ὅλη τὴν διαρκεια δὲν ἀπομακρύνθηκε καθόλου, ἀλλὰ τοὺς ἀκολουθοῦσε καὶ ὅταν ἔβαζαν τὸν Ὀνούφριο νὰ θηλάσει αὐτὴ δὲν ἔφερνε καμία ἀντίσταση.
Ὅταν ὁ βασιλιὰς καὶ ἡ συνοδεία του ἔφτασαν στὴν κεντρικὴ πύλη τοῦ μοναστηριοῦ ἦταν ἀπόγευμα. Στὸν μοναχὸ ποὺ ἦταν στὴν πόρτα εἶπαν ὅτι ἤθελαν νὰ δοῦνε τὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς. Μπορεῖτε νὰ μπεῖτε στὸ μοναστήρι· τοὺς εἶπε καὶ τοὺς ὁδήγησε στὸ ἡγουμενεῖο. Σὲ λίγο ἦλθε μπροστά τους ἕνας ὑψηλὸς μοναχός, ποὺ τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε. Ἀφοῦ συστήθηκαν, τοῦ εἶπαν τὸν σκοπὸ τῆς ἐπισκέψεώς τους. Ὁ ἡγούμενος τοὺς ὑπενθύμισε ὅτι οἱ ἱεροὶ κανόνες ἀπαγορεύουν νὰ μένουν στὸ μοναστήρι ἄτομα ποὺ δὲν ἔχουν γένεια.
-Πάρτε τον πίσω, καὶ ὅταν ἐνηλικιωθεῖ καὶ θέλει νὰ ἔλθει τότε εἶναι εὐπρόσδεκτος γιὰ νὰ καταταγεῖ στὸν χορὸ τῶν πατέρων τῆς Μονῆς.
Ὁ πατέρας ἀντέτεινε ὅτι ἂν δὲν ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ γίνει αὐτό, ὁ Θεὸς δὲν θὰ τὸ ζητοῦσε.
-Παιδί μου, λέει ὁ Γέροντας, ὁ διάβολος προσπαθεῖ νὰ μᾶς πλανήσει μὲ χίλιους δύο τρόπους· ξεχνᾶς ὅτι μετασχηματίζεται σὲ ἄγγελο φωτός; Ἀποκλείεται νὰ ἔγινε καὶ ἐδῶ τὸ ἴδιο; Ἄς ποῦμε ὄτι κρατοῦμε τὸν Ὀνούφριο· μὲ τί θὰ τραφεῖ; Ἐδῶ δὲν ἔχουμε γάλα καὶ ὅλα τὰ ἀναγκαῖα ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰ μεγαλώσει ἕνα παιδί.
-Γέροντα, τὸ παιδὶ αὐτὸ εἶναι κάτω ἀπὸ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ὅπως τὸ ἔθρεψε σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ πολυήμερου ταξιδιοῦ μας, ἔτσι θὰ τὸ θρέψει καὶ ἐδῶ.
-Δηλαδή, τί ἔγινε; ρωτάει ὁ ἡγούμενος.
-Ὁ Θεὸς μᾶς ἔστειλε μία ἐλαφίνα, στὴν ὁποία θήλαζε. Ἡ ἐλαφίνα αὐτὴ εἶναι τώρα ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστήρι, πᾶμε νὰ τὴν δεῖτε καὶ πεισθεῖτε ὅτι εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ μείνει τὸ παιδί μου ἐδῶ.
Σὲ λίγο ὅλοι τους ἦταν στὴν ἐξώπορτα τοῦ μοναστηριοῦ. Ὁ γέροντας ὅταν εἶδε τὴν ἐλαφίνα ἀνεφώνησε: Ὡς θαυμαστὰ τὰ ἔργα Σου Κύριε. Εἶμαι βέβαιος ὅτι εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ παραμείνει κοντά μας τὸ νήπιο.
Ὁ βασιλιάς, χαρούμενος ἄκουσε τὰ λόγια τοῦ γέροντα, καὶ ἀφοῦ ἔμεινε μὲ τὴν συνοδεία του μερικὲς μέρες στὸ μοναστήρι, ἀνεχώρησαν γιὰ τὴν πατρίδα τους. Ἦταν εὐχαριστημένος γιατὶ τὸ παιδί του θὰ εὕρισκε ἐκεῖ ἀγάπη καὶ φροντίδα. Ἕνας ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς Μονῆς ἀνέλαβε νὰ μεγαλώσει τὸν Ὀνούφριο.
Ὁ βασιλιάς, αφοῦ ἀποχαιρέτησε τὸ παιδί του καὶ τοὺς πατέρες τοῦ μοναστηριοῦ, ἀνεχώρησε γιὰ τὴν Περσία, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι σύντομα θὰ τὸν ἀξιώσει ὁ Θεός, νὰ ξαναγυρίσει.
Ὁ Ὀνούφριος, μέχρι τὰ τρία του χρόνια θήλαζε ἀπὸ τὴν ἐλαφίνα, ἡ ὁποία ἐρχόταν ὧρες. Παράλληλα, παρακολουθοῦσε ὅσο ἦταν δυνατόν, τὶς ἀκολουθίες ποὺ γινόταν στὸ μοναστήρι. Οἱ πατέρες, τὸν προέτρεπαν νὰ κοινωνεῖ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ τὸν ἐξασκοῦσαν στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγιότητα.
Ὁ Ὀνούφριος ὅσο περνοῦσε ὁ καιρός· ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο, καὶ χάρις Θεοῦ ἦν ἐπ᾿ αὐτόν. Ὅλοι οἱ πατέρες τὸν θαύμαζαν καὶ δόξαζαν τὸν Θεὸ ποὺ τοὺς ἔστειλε κοντά τους τὸ παλληκάρι αὐτό, τὸ ὁποῖο πολλὲς φορὲς τοὺς δίδασκε μὲ τὴν ἁγία του ζωή, καὶ τὸν εἶχαν γιὰ πρότυπό τους. Οἱ πατέρες, τοῦ ἔμαθαν νὰ διαβάζει καὶ ἔτσι σύντομα ἔγινε ἀναγνώστης στὶς ἀκολουθίες τῆς μονῆς. Ὅταν δὲν εἶχε διακόνημα, ἐντρυφοῦσε στὶς σελίδες τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ στὰ Πατερικὰ κείμενα. Ἡ ὑπακοὴ ποὺ ἔκαμε στὸν γέροντα καὶ στοὺς πατέρες, ἔμεινε παροιμιώδης στὸ μοναστήρι.
Στὸ συναξάρι διαβάζουμε ὅτι: Ὅλοι οἱ μοναχοὶ τῆς μονῆς ἐκείνης ἦταν ἁγιότατοι καὶ ἄμεμπτοι καὶ ζοῦσαν τηρώντας ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου. Εἶχαν ὅλοι μία ψυχή, καὶ μία καρδιά, καὶ ἀγάπη θαυμάσια μεταξύ των. Ἐὰν κάτι ἄρεσε στὸν ἕνα τὸ ἤθελαν ὅλοι. Νήστευαν, προσεύχονταν ὅλη τὴν νύκτα καὶ τὴν μέρα ἔκαμναν μὲ τόση σιωπὴ τὸ ἐργόχειρό τους, ὥστε κανένας δὲν τολμοῦσε χωρὶς ἀνάγκη νὰ πεῖ ἔστω καὶ ἕναν σύντομο λόγο. Ὅλα αὐτὰ ἔγιναν αἰτία ὥστε σύντομα ὁ Ὀνούφριος νὰ ξεπεράσει στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν ἁγιότητα πολλοὺς ἀπὸ τοὺς συμμοναστές του, γιὰ αὐτὸ καὶ κέρδισε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐκτίμηση ὅλων.
Μὲ μεγάλη χαρὰ ὁ Γέροντας τῆς Μονῆς ἔβλεπε τὴν πνευματικὴ πρόοδο τοῦ Ὀνουφρίου. Μιὰ μέρα τὸν κάλεσε στὸ ἡγουμενεῖο καὶ τοῦ ἀνακοίνωσε ὅτι πρέπει νὰ ἐντείνει περισσότερο τὶς προσπάθειές του γιὰ τὸν ἐξαγιασμό του, διότι σύντομα θὰ τὸν κείρει μοναχό. Ὁ Ὀνούφριος, ὅταν ἄκουσε αὐτά, τὸ μόνο ποὺ κατόρθωσε νὰ ψελλίσει ἦταν τὸ· εὐλόγησον.
Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες μέσα στὸ λαμπροστολισμένο καὶ ὁλοφώτεινο καθολικό, ποὺ ἦταν γεμάτο ἀπὸ μοναχούς, δύο πατέρες ψάλλοντας τὸ: Ἀγκάλας πατρικάς, διανοῖξαί μοι σπεῦσον…· τὸν ὁδήγησαν στὸν ἡγούμενο ποὺ στέκονταν στὴν Ὡραία Πύλη ὅπου ὁ γέροντας τὸν ρώτησε:
-Τί προσῆλθες ἀδελφέ, προσπίπτων τῷ ἁγίῳ θυσιαστηρίῳ καὶ τῇ ἁγίᾳ Συνοδείᾳ ταύτῃ;
-Ποθῶν τὸν βίον τῆς ἀσκήσεως, τίμιε Πάτερ.
-Ποθεῖς ἀξιωθῆναι τοῦ ἀγγελικοῦ Σχήματος καὶ καταταγῆναι ἐν τῷ χορῷ τῶν μοναχῶν;
-Ναι, τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος τίμιε Πάτερ.
Στὴν συνέχεια, ὁ ἡγούμενος πῆρε τὸ ψαλίδι καὶ κόβοντας λίγα μαλλιά, σχημάτισε στὸ κεφάλι του τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, λέγοντας: Ὁ ἀδελφὸς ἡμῶν Ὀνούφριος κείρεται τὴν κόμην τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Κατόπιν οἱ μοναχοί, τὸν ἔντυσαν μὲ τὴ στολὴ τοῦ μοναχοῦ καὶ ὁ ἡγούμενος τοῦ ἔδωσε ἕναν Σταυρό, καὶ ἕνα ἀναμμένο κερί, λέγοντας: Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων.
Ὅταν τελείωσε ἡ ἀκολουθία, ὅλοι οἱ πατέρες πέρασαν καὶ τοῦ εὐχήθηκαν: Καλὴ ὑπομονή, καὶ καλὸν Παράδεισο. Μετά, ἀκολούθησε ἀγρυπνία ἡ ὁποία τελείωσε ὅταν πιὰ ὁ ἥλιος εἶχε ἀνατείλει καὶ στὴ συνέχεια παρατέθηκε τράπεζα.
Ὁ ἡγούμενος στὴν τράπεζα τὸν συμβούλευσε νὰ μὴ ξεχάσει ποτὲ τὶς μοναχικὲς ὑποσχέσεις ποὺ ἔδωσε καὶ ὅτι σὲ ὅλη του τὴν ζωὴ θὰ πρέπει νὰ ἀγωνισθεῖ γιὰ νὰ γίνει δοχεῖο καὶ κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τῆς Θείας Χάριτος. Τοῦ ὑπενθύμισε ἀκόμα ὅτι οἱ ἀρετὲς μὲ τὶς ὁποῖες πρέπει νὰ κοσμεῖται ὁ μοναχός, εἶναι ἡ ὑπακοή, ἡ παρθενία, καὶ ἡ ἀκτημοσύνη.
Στὸ μοναστήρι ἡ ζωὴ δὲν ἦταν εὔκολη· ὁ ἐλεύθερος χρόνος ποὺ εἶχε ἦταν μηδενικός. Οἱ ἀκολουθίες συνεχεῖς. Ἄρχιζαν ἀπὸ τὰ μεσάνυκτα μὲ τὴν Ἀκολουθία τοῦ Μεσονυκτικοῦ. Στὴν συνέχεια διάβαζαν τὶς ὧρες, τὸν Ὄρθρο καὶ τελείωναν ἀφοῦ ὁ ἥλιος εἶχε ἤδη ἀνατείλει πρὶν ἀπὸ πολλὴ ὥρα, μὲ τὴν Θεία Λειτουργία. Κατόπιν ὁ κάθε μοναχός, πήγαινε στὸ διακόνημά του τὸ ὁποῖο διαρκοῦσε μὲχρι νὰ σημάνει γιὰ τὴν Ἑνάτη ὥρα. Ἀκολουθοῦσε τὸ λιτὸ γεῦμα καὶ μετὰ ἐπέστρεφαν στὸν ναὸ γιὰ τὸν Ἑσπερινό, καὶ τὸ Ἀπόδειπνο. Ὁ χρόνος τους μετὰ ἦταν ἐλεύθερος γιὰ προσευχή, μελέτη, ξεκούραση…
Στὴν τράπεζα ποὺ ἦταν ἀπέναντι ἀπὸ τὸ καθολικό, καθημερινὰ συγκεντρωνόταν ὅλη ἡ ἀδελφότητα καὶ ἔτρωγε τὸ λιτὸ φαγητὸ ποὺ εἶχε ἑτοιμάσει ὁ μάγειρας τῆς Μονῆς. Ἕνας ἀπὸ τοὺς πατέρες ἀνεβασμένος στὸν ἄμβωνα διάβαζε τὸν βίο τοῦ Ἁγίου ποὺ γιόρταζε τὴν μέρα ἐκείνη, ἢ κάποιο πατερικὸ κείμενο ποὺ βοηθοῦσε τοὺς μοναχοὺς νὰ ἐντείνουν τὸν προσωπικό τους ἀγώνα γιὰ τὴν κατὰ Θεὸ τελείωσή τους. Πρὶν σηκωθοῦν ἀπὸ τὸ τραπέζι, ὁ Γέροντας τόνιζε ὁρισμένα σημεῖα ἀπὸ αὐτὸ ποὺ διαβάστηκε.
Ὅλοι οἱ πατέρες μιλοῦσαν μὲ θαυμασμό, καὶ μεγάλη εὐλάβεια γιὰ τὸν Προφήτη Ἠλία καὶ γιὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο καὶ Βαπτιστὴ τοῦ Κυρίου μας. Ἐπίσης οἱ μοναχοὶ θαύμαζαν πολὺ τοὺς Ἁγίους τῆς ἐκκλησίας μας ποὺ ἔζησαν μακριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο, μέσα στὴν ἔρημο, τὶς σπηλιές, στὰ δάση… δηλαδὴ τοὺς ἀναχωρητές.
Ὅλα τὰ παραπάνω ἄναψαν τὴν ἐπιθυμία τοῦ Ὀνουφρίου νὰ τοὺς μιμηθεῖ. Μολις γύρισε στὸ κελλί του, ἔπεσε στὰ γόνατα, καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀξιώσει νὰ ἀκολουθήσει τὸ δρόμο τῶν ἀναχωρητῶν, ἂν βέβαια εἶναι πρὸς τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς του.
Ἡ σκέψη νὰ φύγει ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ νὰ πάει στὴν ἔρημο τὸν βασάνιζε ἀρκετὲς μέρες. Μία μέρα πῆρε ἀπόφαση νὰ ἐξομολογηθεῖ τὶς σκέψεις του στὸν πνευματικό του.
Αὐτὸς ὅταν τὸν ἄκουσε, τοῦ εἶπε:
-Ἡ ἐπιθυμία σου εἶναι καλὴ καὶ θεάρεστη. Πρέπει νὰ ξέρεις ὅτι πολλὲς φορὲς ὅτι ἐπιθυμοῦμε, καὶ ἄς φαίνεται ὅτι εἶναι γιὰ τὸ πνευματικό μας συμφέρον, δὲν εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ, διότι Αὐτὸς γνωρίζει καλύτερα τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας καὶ τὶς δυνατότητές μας. Πολλὲς ἅγιες ἐπιθυμίες μας εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ. Ὁ μισόκαλος θέλει νὰ μᾶς ῥίξει στὸν ἐγωϊσμό, νὰ ἀγανακτήσουμε κατὰ τοῦ πνευματικοῦ μας, ἂν μᾶς πεῖ ὅτι δὲν συμφωνεῖ μὲ τὴν ἐπιθυμία μας καὶ τελικὰ νὰ μᾶς κάνει νὰ ἀγανακτήσουμε καὶ ἴσως νὰ μελαγχολήσουμε, μὲ φοβερὰ ἀποτελέσματα γιὰ τὴν ψυχική μας ὑγεία. Ἐγὼ παιδί μου δὲν σὲ ἀποτρέπω, μόνον σὲ συμβουλεύω νὰ προσευχηθεῖς πολύ, καὶ ἐγὼ γιὰ νὰ δώσει σημάδι ὁ Θεὸς τὶ θέλει γιὰ σένα.
Τὸ θέμα αὐτὸ τὸν προβλημάτισε γιὰ πολὺ καιρό. Ἤξερε ὅτι ὁ ἡγούμενος τοῦ ἔλεγε πάντοτε αὐτὸ ποὺ ἦταν σωστὸ καὶ πρὸς τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς του. Κάποια μέρα ποὺ ἦταν καὶ πάλι κοντὰ στὸν ἡγούμενο αὐτὸς τὸν ῥώτησε:
-Παιδί μου, ἡ ἐπιθυμία σου νὰ ζήσεις στὴν ἔρημο, ὑπάρχει ἀκόμα;
-Ναὶ γέροντα, σὰν φωτιὰ καίει μέσα μου. Θέλω πολὺ νὰ πάω, ἂν βέβαια εἶναι γιὰ τὸ συμφέρον της ψυχῆς μου. Θέλω ὅμως νὰ πραγματοποιηθεῖ μόνον μὲ τὴν εὐλογία σας.
Ὁ ἡγούμενος τοῦ ἀπάντησε:
-Ἑτοιμάσου παιδί μου νὰ πᾶς ὅπου σὲ ὁδηγήσει ὁ Θεός. Ἄν ἀπὸ ὁποιοδήποτε λόγο ἐπιθυμήσεις νὰ γυρίσεις στὸ μοναστήρι, μὴν δειλιάσεις. Ἡ πόρτα θὰ εἶναι πάντα ἀνοιχτή. Νὰ πᾶς μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Θεοῦ, τῆς Παναγίας καὶ ὅλων τῶν πατέρων.
Ὁ Ὀνούφριος, ἀφοῦ ἔκανε ἐδαφιαία μετάνοια καὶ εὐχαρίστησε τὸν γέροντα, γύρισε στὸ κελλί του. Εὐχαρίστησε τὸν Θεό, ποὺ ἄκουσε τὶς προσευχές του καὶ ἀποφάσισε νὰ φύγει τὸ συντομότερο χωρὶς νὰ τὸ μάθει κανεὶς ἀπὸ τοὺς πατέρες.
Μια νύχτα, ἑνῶ οἱ πατέρες ἦταν στὴν ἐκκλησία γιὰ τὴν ἀκολουθία, ἔφυγε μὲ ἀνάμεικτα αισθήματα ἀπὸ τὸ μοναστήρι, ἔχοντας μαζί του ἐκτὸς ἀπὸ τὴν εὐχή, τὴν εὐλογία καὶ τὶς συμβουλὲς τοῦ γέροντα, καὶ λίγα παξιμάδια καὶ νερό. Μόλις βγῆκε ἀπὸ τὸ μοναστήρι ἔκανε τὸν Σταυρό του καὶ βάδισε πρὸς τὴν βαθιὰ ἔρημο, ὅπως ἄκουγε νὰ λένε οἱ πατέρες τοῦ μοναστηριοῦ.
Ὅταν ἔφυγε, ἀντίκρισε στὸ βάθος ἕνα βουνό, καὶ μονολόγησε: Ἐκεῖ θὰ πάω. Περπάτησε πολλὴ ὥρα· τὰ πόδια του δὲν μποροῦσε νὰ τὰ σύρει πιά. Λιποψύχησε· θὰ γυρίσω πίσω εἶπε. Ἐνῶ σκεπτόταν αὐτὰ, βλέπει μπροστά του ἕνα ὑπέρλαμπρο φῶς· φώναξε: Θεέ μου, φύλαξέ με ἀπὸ τὶς σατανικὲς παγῖδες. Ἀμέσως ἄκουσε μία φωνὴ ποὺ τοῦ ἔλεγε: Μὴ φοβηθεῖς Ὀνούφριε. Εγὼ εἶμαι Ἄγγελος Θεοῦ ποὺ μὲ πρόσταξε νὰ σὲ φυλάω ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ γεννήθηκες ἕως ποὺ θὰ πεθάνεις. Προχώρα καὶ μὴν φοβηθεῖς τὶς πονηριὲς τοῦ διαβόλου ἤ τοὺς πειρασμούς. Εγὼ εἶμαι μαζί σου νὰ σὲ προσέχω ὥσπου νὰ παραδώσω τὴν ψυχή σου στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Πᾶμε μαζὶ μέχρι νὰ συναντήσουμε μιὰ σπηλιά. Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἀγγέλου τοῦ ἔδωσαν κουράγιο καὶ δύναμη. Περπάτησαν μαζὶ 70 μίλια. Ὅταν ἔφθασαν σὲ μία σπηλιά, ὁ Ἄγγελος ἐξαφανίστηκε. Κατάλαβε ὅτι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν νὰ μείνει ἐκεῖ.
Πλησίασε στὴν πόρτα τῆς σπηλιάς, καὶ φώναξε γιὰ νὰ δεῖ ἂν ἦταν κάποιος μέσα. Σε λίγο ξεπρόβαλε ἕνας γέροντας. Ὁ Ὀνούφριος τοῦ ἔκανε ἐδαφιαία μετάνοια καὶ τὸν ἀσπάστηκε. Ὁ γέροντας τοῦ εἶπε: Καλωσόρισες ἀδελφὲ καὶ συνεργάτη μου Ὀνούφριε. Ὁ Κύριος νὰ σὲ σκέπει καὶ νὰ σὲ φυλάει. Πέρνα μέσα.
Κοντὰ στὸν γέροντα αὐτόν, ἔμεινε λίγες μέρες. Μιὰ μέρα ὁ γέροντας τοῦ λέει: Σήκω παιδί μου, γιὰ νὰ σὲ ὁδηγήσω σὲ ἕναν τόπο ἡσυχαστικό, στὴν ἐσωτερικὴ ἔρημο στὸν ὁποῖο θέλει ὁ Κύριος νὰ κατοικήσεις μόνος καὶ ἐκεῖ νὰ πολεμήσεις ἐνάντια στοὺς δαίμονες γιὰ νὰ πάρεις τὰ τρόπαια τῆς νίκης.
Τέσσερα ἡμερόνυχτα βάδισαν μέσα στὴν ἔρημο μέχρις ὅτου ἔφθασαν σὲ μία ὄαση ὅπου ὑπῆρχε μία μικρὴ καλύβα, ἕνας φοίνικας καὶ τρεχούμενο νερό. Αὐτὸς εἶναι ὁ τόπος ὅπου θὰ κατοικήσεις καὶ θὰ ἀγωνισθεῖς γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς σου· τοῦ εἶπε. Οἱ δύο πατέρες, Ὀνούφριος καὶ Ἰσάχαρ, ἔμειναν μαζὶ στὸ χῶρο αὐτὸ 30 μέρες. Ὁ ἀσκητὴς στὴ συνέχεια ἔφυγε γιὰ τὴν σπηλιά του, ἀλλὰ ἐπισκεπτόταν κάποτε κάποτε τὸν Ὀνούφριο. Μάλιστα τὴν τελευταία φορά, τοῦ εἶπε ὅτι ἦλθε γιατὶ θὰ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦτο καὶ τὸν παρακαλεῖ νὰ τὸν ἐνταφιάσει ἀφοῦ ψάλλει τὴν νεκρώσιμη ἀκολουθία.
Δὲν ἦταν εὔκολη ἡ ζωὴ στὴν ἔρημο. Εἶχε νὰ παλέψει μὲ τὸν ἀβάστακτο καύσωνα τῆς ἡμέρας καὶ τὸ κρύο τῆς νύχτας, μὲ τὰ ἄγρια θηρία ποὺ καθημερινὰ ἔρχονταν γιὰ νὰ πιοῦν νερὸ ἀπὸ τὴν πηγὴ ποὺ ὑπῆρχε ἐκεῖ. Ἀκόμα εἶχε νὰ παλέψει μὲ τὰ πάθη ποὺ ἀκόμα δὲν κατόρθωσε νὰ τιθασσεύσει τελείως παρὰ τὶς τόσες προσπάθειες καὶ προσευχές του. Οἱ δαίμονες δὲν τὸν ἄφηναν σὲ ἡσυχία. Τοῦ ἔφερναν στὴν σκέψη τὴν ζωὴ στὸ μοναστήρι καὶ τοὺς πατέρες. Τακτικά, τοῦ ἔβαζαν σκέψεις ὅτι τὸν ἀναζητοῦσαν οἱ δικοί του. Ὅτι στὸ μοναστήρι πῆγε ὁ πατέρας του γιὰ νὰ τὸν συναντήσει καὶ ὅτι τώρα τὸν ψάχνει περιπλανώμενος μέσα στὴν ἔρημο. Τοῦ ἔφερνε ἀκηδία, ὑπνηλία, ἔκανε κρότους γιὰ νὰ τὸν φοβίσει ἢ νὰ τὸν ἀποσπάσει ἀπὸ τὴν προσευχή του καὶ πολλὰ ἄλλα.
Ὁ Ὅσιος τὶς μηχανοραφίες τοῦ διαβόλου τὶς διέλυε μὲ τὶς προσευχές του καὶ κυρίως μὲ τὴν νοερὰ προσευχή. Ἤξερε ὄχι μόνον ἀπὸ ὅσα τοῦ εἶχαν πεῖ οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ποὺ συνάντησε στὸ μοναστήρι καὶ στὴν ἔρημο, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν προσωπική του πεῖρα. Προσπαθοῦσε νὰ ἐφαρμόσει τὴν προτροπὴ τοῦ Παῦλου ποὺ λέει ὅτι πρέπει νὰ ἀναφέρουμε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ περισσότερες φορὲς ἀπὸ ὅσες ἀναπνέουμε.
Τὰ φτωχικά του ῥοῦχα δὲν ἄργησαν νὰ λιώσουν καὶ ἔτσι ἔμεινε γυμνός. Γιὰ νὰ σκεπαστεῖ ἔφτιαχνε ροῦχα μὲ τὰ φύλλα τοῦ φοίνικος. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν τὸν ἄφησε γυμνό. Εὐδόκησε καὶ φύτρωσαν τρίχες σὲ ὅλο του τὸ σῶμα, ἔτσι πέτυχε νὰ μὴν αἰσθάνεται τὰ βράδυα τὸ κρύο τῆς ἐρήμου. Ἀκόμα Ἄγγελος Κυρίου τοῦ ἔφερνε ψωμί, γιὰ νὰ μπορεῖ ἀπερίσπαστος νὰ δοθεῖ στὴν προσευχή. Κάθε δὲ Κυριακὴ τὸν ἐπισκεπτόταν Ἄγγελος καὶ τὸν κοινωνοῦσε. Τὴν μέρα ποὺ μεταλάμβανε πλημμύριζε ἀπὸ πνευματικὴ παρηγοριά, δὲν αἰσθάνονταν πεῖνα, δίψα, πόνο ἤ ἄλλη θλίψη.
Ὁ Ὅσιος πολλὲς φορὲς ἐγκατέλειπε τὴν καλύβα του καὶ πήγαινε σὲ πιὸ ἐρημικὰ μέρη γιὰ νὰ προσευχηθεῖ. Μιὰ μέρα ἐκεῖ ποὺ βάδιζε γιὰ νὰ ἐπιστρέψει στὴν καλύβα του, βλέπει ἀπὸ μακρυὰ ἕναν ἄνθρωπο. Τὸν Ὅσιο κατάλαβε καὶ ὁ ἀπρόσμενος ἐπισκέπτης ὁ ὁποῖος ὅταν τὸν εἶδε νὰ βαδίζει σιγὰ-σιγὰ καὶ τὸ σῶμά του νὰ εἶναι σκεπασμένο μὲ τρίχες, νόμισε ὅτι θὰ εἶναι κάτι τὸ πειρασμικό, γιὰ αὐτὸ κρύφθηκε πίσω ἀπὸ ἕνα μεγάλο βράχο ποὺ ὑπῆρχε ἐκεῖ κοντά γιὰ νὰ δεῖ τὶ θὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶδε.
Ὁ δασύτριχος ἄνθρωπος πλησίασε στὸ βράχο καὶ κάθησε νὰ ξεκουραστεῖ. Σὲ κάποια στιγμή, φωνάζει:
-Κατέβα δοῦλε τοῦ Κυρίου, Παφνούτιε, καὶ μὴν φοβᾶσαι. Καὶ ἐγὼ ἁμαρτωλὸς εἶμαι καὶ ἀσκοῦμαι γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς μου σὲ αὐτὴν τὴν ἔρημο.
Ὁ Παφνούτιος χαρούμενος πῆγε κοντά του, ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοῦ ἔκανε μετάνοια ζητῶντας συγχώρεση καὶ τὴν εὐλογία του. Μετὰ κάθησε κοντά του καὶ τὸν ρώτησε:
-Σὲ παρακαλῶ Ἅγιε Πάτερ, ὅπως ὁ Κύριος σοῦ ἀπεκάλυψε τὰ σχετικὰ μὲ ἐμένα, ἔτσι καὶ ἐσὺ φανέρωσέ μου ἀπὸ ποῦ εἶσαι, πῶς ὀνομάζεσαι καὶ πότε ἦλθες στὴν ἔρημο;
Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος διηγήθηκε τότε στὸν Ὅσιο Παφνούτιο τὴν ζωή του καὶ τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνές του. Σὲ κάποια στιγμή, σταμάτησε νὰ μιλάει καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο τοῦ λέει:
-Ἄς σταματήσουμε τὰ λόγια παιδί μου, καὶ ἂς πάμε στὴν κατοικία μου.
Μὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση περπάτησαν τρία μίλια μέχρις ὅπου ἔφθασαν στὴν καλύβα τοῦ Ὁσίου Ὀνουφρίου. Μπῆκαν μέσα καὶ ἀμέσως προσευχήθηκαν στὸν Κύριο τὸν ὁποῖο εὐχαρίστησαν ποὺ τοὺς ἀξίωσε νὰ συναντηθοῦν καὶ νὰ συνομιλήσουν γιὰ τὸν Θεό. Τὸ ὅτι ἡ ὥρα πέρασε χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουν φαινόταν ἀπὸ τὸ ἡλιοβασίλεμα. Ξαφνικὰ στὴ μέση τοῦ κελλιοῦ βλέπουν ἕνα ψωμὶ μεγάλο καὶ ὡραιότατο. Τότε ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος λέει:
-Σήκω παιδί μου, φάε καὶ πιὲς ὅ,τι μᾶς ἔστειλε ὁ Κύριος γιατὶ εἶσαι πολὺ ταλαιπωρημένος ἀπὸ τὴν πεζοπορία καὶ ἂν δὲν φᾶς κινδυνεύεις νὰ ἀῤῥωστήσεις.
Ὁ φιλοξενούμενος ἀπάντησε:
-Ζεῖ Κύριος ὁ Σωτήρας μας μπροστὰ στὸν Ὁποῖο βρισκόμαστε. Δὲν θὰ φάω ὅμως, ἂν δὲν φᾶμε μαζὶ μὲ ἀδελφικὴ ἀγάπη.
Τελικά, ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος πείσθηκε νὰ φάει καὶ αὐτός. Ἀφοῦ σηκώθηκαν καὶ ἔκαναν τὴν προσευχή τους ξανακάθησαν νὰ φᾶνε μὲ ὅ,τι τοὺς ἔστειλε ὁ Θεός. Ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος ἔκοψε μὲ τὰ χέρια του τὸ ψωμὶ σὲ κομμάτια καὶ ἀφοῦ ἔφαγαν δόξασαν τὸν Θεό. Στὴν συνέχεια ὁ καθένας ἀσχολήθηκε μὲ ἀτομικὴ προσευχή.
Ὅταν τὸ φῶς τῆς μέρας ἐπέτρεπε νὰ δεῖς καλὰ τὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου, ὁ Ὅσιος Παφνούτιος βλέπει ὅτι ἡ ὄψη τοῦ προσώπου τοῦ Ὁσίου Ὀνουφρίου ἦταν χλωμή, καὶ ἀλλοιωμένη. Φοβισμένος τὸν ρώτησε γιατὶ συμβαίνει αὐτό. Αὐτὸς ἀπάντησε:
-Μὴ φοβηθεῖς ἀδελφέ, γιατὶ ὁ ἀγαθότατος καὶ σπλαγχνικὸς Κύριος σὲ ἔστειλε γιὰ νὰ θάψεις τὸ σῶμά μου. Νὰ ποὺ σήμερα τελειώνει ἡ παροικία μου καὶ φεύγει ἡ ψυχή μου γιὰ τὴν ἀνείπωτη εὐφροσύνη τῆς οὐρανίου μακαριότητος καὶ νὰ θυμᾶσαι ὅταν πᾶς στὴν Αἴγυπτο νὰ κηρύξεις στοὺς μοναχοὺς καὶ σὲ ὅλους τοὺς χριστιανούς, ὅτι ζήτησα αὐτὴ τὴν χάρη ἀπὸ τὸν Θεό: ὅποιος κάνει τὸ μνημόσυνό μου, καὶ μὲ γιορτάσει ἢ γράψει ἢ διηγηθεῖ τὴν ζωή μου, νὰ μὴν τοῦ ἔλθει πειρασμὸς ἀπὸ τὸν διάβολο.
-Ἅγιε Πάτερ, δῶσέ μου τὴν εὐλογία νὰ μείνω ἐδῶ τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς μου.
-Δὲν σὲ ἔστειλε ὁ Θεὸς νὰ μείνεις ἐδῶ, ἀλλὰ μόνο νὰ θάψεις τὸ σῶμά μου καὶ νὰ εὐφρανθεῖς μὲ τοὺς Ὁσίους δούλους Του ποὺ μένουν σὲ αὐτὴ τὴν ἔρημο, καὶ νὰ κηρύξεις στοὺς φιλόχριστους τὸν τρόπο ζωῆς τους γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ νὰ τοὺς μιμηθοῦν ὅσο μποροῦν.
Ἔπεσε στὰ πόδια του ὁ Παφνούτιος καὶ τοῦ εἶπε:
-Ἅγιε Πάτερ, γνωρίζω ὅτι ὅσα ζητήσεις ἀπὸ τὸν Θεὸ θὰ σοῦ τὰ δώσει, ἐξαιτίας τῶν ἀγώνων σου. Σὲ παρακαλὼ πολύ, νὰ μὲ εὐλογήσεις νὰ γίνω ὅμοιός σου στὴν ἀρετή, νὰ πάρω ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἴδια δόξα καὶ ὅμοιο στεφάνι στὴν αἰώνια ζωή.
-Ὁ Κύριος νὰ μὴν σὲ λυπήσει γιὰ αὐτὸ ποὺ ζήτησες, ἀλλὰ νὰ σὲ εὐλογήσει καὶ νὰ σὲ στηρίξει στὴν ἀγάπη Του, νὰ σὲ λυτρώσει ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, πειρασμὸ τοῦ ἐχθροῦ καὶ νὰ ἐκπληρώσει τὴν ἐπιθυμία σου. Οἱ Ἄγγελοι Του νὰ σὲ σκεπάσουν καὶ νὰ σὲ φυλάξουν ἀπὸ τὶς ἐπιβολὲς τοῦ ἐχθροῦ, γιὰ νὰ μὴν σὲ βρεῖ ὁ ψυχοφθόρος κανένα φταίξιμο τὴν ὥρα τῆς κρίσης. Ἡ εὐλογία τῆς Παναγίας Τριάδος ἄς εἶναι μαζί σου, τώρα καὶ στὴν ἀτελειώτη αἰωνιότητα.
Στὴν συνέχεια, ὁ Ὅσιος Ὀνούφριος γονάτισε, ὕψωσε τὰ χέρια καὶ τὸ βλέμμα του στὸν οὐρανὸ καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια προσευχήθηκε λέγοντας:
-Ὕψιστε Κύριε, ποὺ ἡ δύναμή Σου εἶναι ἀνεξιχνίαστη καὶ ἡ δόξαΣου ἀκατανόητη καὶ ἀνέκφραστη, τὸ δὲ ἔλεός σου ἄπειρο καὶ ἀμέτρητο, ὑμνῶ, εὐλογῶ, προσκυνῶ καὶ δοξάζω ἐσένα ποὺ πόθησα ἀπὸ τὴν νεότητά μου καὶ Σένα ἀκολούθησα. Ἐπάκουσέ με Σὲ παρακαλῶ. Ἐσὺ ποὺ φρόντισες γιὰ μένα τὸν φτωχὸ καὶ ἀπομάκρυνες ἀπὸ τὶς ἀνάγκες τὴν ψυχή μου καὶ δὲν μὲ ἐγκατέλειψες στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν μου ἀλλὰ ἔδωσες ζωὴ στὴν καρδιά μου. Σὲ ἱκετεύω Κύριε, σκέπασόν με μὲ τὴν εὐλογία Σου, γιὰ νὰ μὴ ταραχτεῖ ἡ ψυχή μου ἀπὸ τοὺς δαίμονες ὅταν χωρισθεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀλλὰ παράλαβέ την μὲ τοὺς Ἁγίους Ἀγγέλους σου καὶ κατάταξέ την ὅπου ἐπισκοπεῖ τὸ φῶς τοῦ προσώπου Σου, γιατὶ εἶσαι εὐλογητὸς καὶ δοξασμένος εἰς τοὺς αἰῶνες. Μὴν ξεχνᾶς πολυέλεε τοὺς πιστούς. Ὅσους βρεθοῦν σὲ κίνδυνο καὶ προσευχηθοῦν λέγοντας: Παντοδύναμε Κύριε, μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ δούλου Σου Ὀνουφρίου ἐλέησέ με· ἄκουσέ τους Σὲ παρακαλῶ καὶ χάρισέ τους τὴν Βασιλεία Σου, ὅπως μοῦ ἔταξες.
Ὁ Ὅσιος Παφνούτιος ἐκστατικὸς παρακολουθοῦσε ὅλα αὐτά. Στὴν συνέχεια ἀκούει τὸν Ὅσιο νὰ λέει: Κύριε στὰ χέρια σου ἀφήνω τὸ πνεῦμά μου· καὶ τὸν βλέπει νὰ ξαπλώνει στὸ ἔδαφος καὶ νὰ προσεύχεται μυστικά. Τὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου ἔλαμπε σὰν φῶς καὶ μιὰ ἄῤῥητη εὐωδία γέμισε τὴν ἀτμόσφαιρα. Σὲ λίγο στὸ καταγάλανο οὐρανό, ξέσπασαν βροντές, καὶ ἀστραπές, καὶ ὁ χῶρος γέμισε ἀπὸ Ἀγγέλους οἱ ὁποῖοι ψάλλοντας γλυκυτάτους ὕμνους καὶ ἔχοντας στὰ χέρια τους ἀναμμένες λαμπάδες καὶ θυμιατά, πῆραν τὴν ψυχὴ τοῦ Ὁσίου ποὺ ἔμοιαζε μὲ κάτασπρο περιστέρι καὶ ἀνέβηκαν στὸν οὐρανό. Ὅταν ὁ Ὅσιος Παφνούτιος δὲν ἔβλεπε πιὰ τίποτε, σηκώθηκε καὶ ἄρχισε νὰ ἀσπάζεται τὸ Ἅγιο λείψανό ποὺ ἄστραφτε σὰν μαργαριτάρι. Στὴν συνέχεια ἔκανε ὅσα ἔπρεπε γιὰ ἕναν κεκοιμημένο καὶ προσπάθησε νὰ βρεῖ κάποιο ἀντικείμενο γιὰ νὰ ἀνοίξει τὸν τάφο ὅπου θὰ ἐνταφίαζε τὸ ἱερὸ λείψανο. Ἕνα μουγκρητὸ λιονταριοῦ τὸν ἔκανε νὰ φοβηθεῖ. Γυρίζει πρὸς τὴν εἴσοδο τῆς καλύβας καὶ βλέπει δύο λιοντάρια στὰ ὁποῖα εἶπε: Ξέρω ὅτι ὁ Θεὸς σᾶς ἔστειλε νὰ θάψουμε τὸ ἅγιο λείψανο. Πῆρε στὸ χέρι τὸ ῥαβδί του καὶ μὲ αὐτὸ χάραξε πάνω στὴν γῆ τὸ μῆκος τοῦ τάφου. Ἀμέσως τὰ λιοντάρια μὲ τὰ νύχια τους ἔσκαψαν καὶ ἄνοιξαν λάκκο μέσα στὸν ὁποῖο ἔβαλε τὸ ἅγιο λείψανο. Τὰ λιοντάρια μετὰ τὸν ἐνταφιασμό, ἀφοῦ ἔκαναν μετάνοια στὸν Ὅσιο Παφνούτιο, ἔφυγαν.
Μετὰ τὸν ἐνταφιασμό, ὁ Ὅσιος κάθησε καὶ συλλογίζονταν τὴν δόξα ποὺ ἀπελάμβανε στὸν οὐρανὸ ὁ Ὀνούφριος χάρη στὶς ἀγωνιστικὲς προσπάθειές του. Ἀποφάσισε νὰ μείνει καὶ νὰ ἀσκητέψει στὴν καλύβα αὐτή. Ὅμως δὲν ἦταν αὐτὸ θέλημα Θεοῦ. Αὐτὸ τὸ κατάλαβε γιατὶ ἔγινε μεγάλος σεισμός, ὁ ὁποῖος γκρέμισε τὴν καλύβα, ἐξαφάνισε τὸν φοίνικα καὶ τὸ νερό. Ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἀκούστηκε μιὰ φωνὴ ποὺ τοῦ ἔλεγε: Παφνούτιε, πήγαινε στὴν Αἴγυπτο καὶ κήρυξε τὴν ζωὴ τοῦ μακαρίου Ὀνουφρίου καὶ ὅλα ὅσα εἶδες. Πορεύου λοιπὸν εἰς εἰρήνη ἐνδυναμούμενος ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ Ὅσιος Παφνούτιος ἔκανε ὑπακοὴ καὶ γύρισε στὴν Αἴγυπτο ὅπου μὲ δάκρυα στὰ μάτια διηγοῦνταν στοὺς χριστιανοὺς τὴν ζωὴ τοῦ Ὁσίου Ὀνουφρίου καθῶς καὶ ὅλα ὅσα εἶδε στὴν ἔρημο.