Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλύβη

(Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἔκδοσις Ἱ. Καλύβης Ἁγ. Ἀκακίου, Καυσοκαλύβια, Ἅγιον Ὄρος, 2001)

Α) Τὰ νεανικὰ χρόνια

Οὗτος ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡμῶν Μάξιμος, ἦταν ἀπὸ τὴν Λάμψακον[1], ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, εὐγενεῖς καὶ ἐναρέτους· οἱ ὁποῖοι μὲ τὸ νὰ ἦσαν ἄτεκνοι, ἐπαρακαλοῦσαν τὸν Θεὸν μετὰ δακρύων νὰ τοὺς δώσῃ τέκνον. Ὁ δὲ Θεὸς εἰσακούσας τὴν δέησίν τους, ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς τοῦτον τὸν μακάριον Μάξιμον, τὸν ὁποῖον ὀνόμασαν Μανουὴλ εἰς τὸ Ἅγιον Βάπτισμα.

Λαβόντες δὲ αὐτὸν ὡς δῶρον θεόσδοτον, καθὼς ἦταν καὶ τῇ ἀληθείᾳ, τὸν ἀνέτρεφαν μὲ μεγάλην ἀγάπην καὶ ἐπιμέλειαν, και τὸν ἐμάνθαναν τὰ ἱερὰ γράμματα. Ὅταν δὲ ἔφθασεν εἰς ἱκανὴν ἡλικίαν τὸ παιδίον, τὸ ἔφεραν εἰς τὸν Ναὸν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τὸ ἀφιέρωσαν εἰς τὸν Θεόν. Ὁ δὲ Μανουὴλ παραμένοντας εἰς τὸν Ναὸν τῆς Παναγίας, ἔψαλλε μὲ μελῳδίαν καὶ θεῖον ἔρωτα, παρακαλῶν Αὐτὴν καθ᾿ ἑκάστην, μὲ πολλὴν κατάνυξιν, διὰ τὴν σωτηρίαν του.

Καὶ κατὰ ἀλήθειαν, ἄλλος Σαμουὴλ ἐφαίνετο, προκόπτων ἡλικίᾳ καὶ χάριτι, καὶ ἦταν ἐπαινετὸς καὶ ἀγαπητὸς εἰς ὅλους, διότι δὲν εἶχε παιδαριώδη φρονήματα. Ἔχοντας δὲ ἐξ ἀρχῆς γηραλαῖον νοῦν, ἐπήγαινε συχνάκις εἰς κάποιους ὁσίους γέροντες ὁποῦ ἐσύχναζαν ἐκεῖ πλησίον, διὰ νὰ ἀκούῃ τὰς ψυχωφελεῖς νουθεσίες τους, συναναστρεφόμενος μὲ αὐτοὺς καὶ ὑπηρετῶντάς τους, ὅσον εἶχεν εὐκαιρίαν (διότι ἀκόμη εὑρίσκετο εἰς τὴν ὑποταγὴν τῶν γονέων του) καὶ ὁδηγούμενος ἀπὸ αὐτοὺς εἰς θεάρεστον πολιτείαν.

Ὅθεν καὶ ὁ θεῖος πόθος ἄναψεν εἰς τὴν καρδίαν του καὶ τὸν ἐβίαζε νὰ εὔγῃ ἀπὸ τὸν κόσμον καὶ νὰ ὑπάγῃ εἰς ἡσυχίαν νὰ ἐνδυθῇ καὶ τὸ Ἅγιον Σχῆμα τῶν Μοναχῶν. Διὰ τοῦτο, ἔβγανε πολλάκις τὰ κοσμικά του φορέματα καὶ ἐνέδυε τοὺς πτωχούς, αὐτὸς δὲ ἐπάγωνεν καὶ ἔτρεμεν ἀπὸ τὸ κρύον. Καὶ ψωμία ἀκόμη ἔδιδε κρυφὰ εἰς τοὺς πεινασμένους, πλουσιοπαρόχως. Διὰ νὰ κρύπτῃ δὲ τὴν ἀρετήν του, ὑπεκρίνετο εἰς τοὺς γονεῖς του καὶ εἰς τοὺς ἄλλους πῶς εἶναι μωρός. Ὅμως ἡ ἀρετή του δὲν τοὺς ἐλάνθανεν.

Ὡστόσο οἱ γονεῖς του, ὡσὰν νὰ ἐλησμόνησαν ὅτι τὸν ἀφιέρωσαν εἰς τὸν Θεόν, ἑτοιμάζοντο διὰ νὰ τὸν ὑπανδρεύσουν καὶ νὰ τὸν δέσουν μὲ τὰ δεσμὰ τοῦ κόσμου, διὰ νὰ βλέπουν ἔμπροσθέν τους τὸν ποθούμενον καὶ νὰ χαίρωνται, ἕως ὁποῦ ζοῦν.

Β) Ἀναχώρησις ἀπὸ τὸν κόσμον. Πρῶτα μοναχικὰ βήματα

Ὁ καλὸς ὅμως Μανουήλ, τρέφοντας θείους λογισμοὺς μέσα εἰς τὸν νοῦν του, εἰς τοὺς δέκα ἑπτὰ χρόνους τῆς ἡλικίας του, ἄφησε καὶ γονεῖς καὶ πατρίδα και κόσμον καὶ περνώντας εἰς τὸ ὄρος τὸ καλούμενον Γάνου[2], ἐφόρεσεν τὸ μοναδικὸν Σχῆμα μετονομασθεὶς Μάξιμος[3]. Ὑπετάχθη δὲ εἰς ἕναν δόκιμον καὶ πρακτικὸν γέροντα, Μᾶρκον ὀνόματι, διὰ νὰ διδαχθῇ τὴν μοναδικὴν πολιτείαν.

Ὅμως, ἐπειδὴ αὐτὸς ἦταν καὶ προτύτερα ἀκόμη διδαγμένος καὶ συνειθισμένος εἰς τὴν μοναδικὴν πολιτείαν και ἐφαίνοντο εἰς τοὺς γέροντας ἐκείνους προκομμένους καὶ ἄξιος εἰς ὅλα, ἦγουν εἰς τὴν νηστείαν, ἀγρυπνίαν, προσευχήν, χαμαικοιτίαν, σκληραγωγίαν καὶ εἰς τὴν καταφρόνησιν ὅλων τῶν ματαίων καὶ αὐτοῦ ἀκόμη τοῦ σώματός του, ἠγαπᾶτο μὲν ἀπὸ ὅλους, ὠνειδίζετο δὲ ἀπὸ τὸν γέροντά του διὰ τὴν ὑπερβολικὴν καὶ ἀδιάκοπον σκληραγωγίαν ὁποῦ ἔκαμνεν. Ἀλλὰ δὲν ἐπέρασε πολὺ καιρός, καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὰς αἰωνίους μονὰς ὁ γέροντάς του, ὁ ὁποῖος διέλαμψεν κατὰ τὴν ἀρετὴν εἰς ὅλην τὴν Μακεδονίαν.

Ὁ δὲ θεῖος Μάξιμος, ἀναχωρήσας ἐκεῖθεν, διεπέρασεν εἰς τὴν Μακεδονίαν καὶ εἰς τὰ πλησιόχωρα ὄρη, ζητώντας νὰ εὕρῃ τοιοῦτον γέροντα ἐνάρετον ὡσὰν τὸν πρῶτον. Ὁ δὲ Θεὸς τοῦ ἐπλήρωσε τὸν πόθον του, διότι πηγαίνοντας εἰς τὸ Παπίκιον[4] ὄρος, ηὗρεν ἁγίους ἄνδρας, ὁμοίους μὲ τοὺς παλαιούς, οἱ ὁποῖοι ἐκατοικοῦσαν ἐπάνω εἰς τὰ βουνά, μέσα εἰς σπήλαια καὶ τόπους ἐρήμους καὶ δὲν εἶχαν μαζί τους τίποτε ἄλλο, ἔξω ἀπὸ τὰ παλαιόῤῥασα ὅπου ἐφοροῦσαν. Συναναστρεφόμενος δὲ μὲ αὐτοὺς πολὺν καιρόν, ἀνέλαβεν εἰς τὸν ἑαυτόν του ὅλας τὰς ὑπὲρ ἄνθρωπον ἀρετάς τους, καθὼς δέχεται τὸ κερὶ τοὺς χαρακτῆρας τῆς βούλλας.

Γ) Στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ διὰ Χριστὸς σαλός

Ἔπειτα ἐπῆγεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ βλέποντας τοὺς ὡραιοτάτους ἐκείνους ναούς, καὶ προσκυνώντας τὰ ἅγια λείψανα ὁποῦ ἦσαν τεθησαυρισμένα μέσα εἰς αὐτούς, τρέχει εἰς τὸν ναὸν τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, ὁποῦ ὀνομάζεται Ὁδηγήτρια[5], διὰ νὰ ἰδῇ τὰ μεγαλώτατα ὁποῦ ἔγιναν ἐκεῖ.

Ταῦτα ἰδὼν καὶ προσκυνήσας ὑπερεθαύμασε καὶ ἐσυλλογίζετο τὶ μεγάλην δόξα ἔχει ἡ Θεοτόκος εἰς τοὺς Οὐρανούς, καὶ μένωντας ὅλος ἐκστατικός, ἐνυκτέρευεν μέσα εἰς τὸν ναόν. Ἦταν δὲ χωρὶς ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, χωρὶς σκέπασμα εἰς τὴν κεφαλήν, φορώντας μόνον ἕνα τρίχινον παλαιοφόρεμα· ἀπὸ τὴν θεωρίαν του δὲ αὐτήν, ἐφαίνετο εἰς ὅλους μωρός. Τοῦτο ὅμως ὑπεκρίνετο καὶ αὐτούς, πλάττωντας τάχα μωρίαν, καθὼς καὶ ὁ μέγας ἐκεῖνος Ἀνδρέας, ὁ διὰ Χριστὸν σαλός. Ὅθεν καὶ ὅλοι τὸν ἐθαύμαζον καὶ τὸν ἐστοχάζοντο σαλὸν διὰ Χριστὸν καὶ ὄχι τῇ ἀληθείᾳ.

Μαθὼν δὲ περὶ τούτου ὁ βασιλεὺς Ἀνδρόνικος ὁ Παλαιολόγος[6], τὸν ἐπροσκάλεσεν εἰς τὰ βασίλεια, καὶ ἄρχισε νὰ συνομιλῇ μὲ αὐτὸν ἐν μέσῳ πολλῶν. Ὁ δὲ θεῖος Μάξιμος ἀπεκρίνατο πρὸς τὸν βασιλέα, λέγων νοήματα ἀπὸ τοὺς λόγους Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, καθὼς εἶχε συνήθειαν, καὶ ἀπὸ τὰς θείας Γραφάς. Ἐθαυμάζετο δὲ ἀπὸ τοὺς ῥήτορας πῶς ἤξευρε τὰ τοῦ Θεολόγου καὶ πᾶσαν ἄλλην Γραφήν. Ὅμως, μὲ τὸ νὰ μὴν ἔμαθε γραμματικήν, καὶ μὴ λέγοντας τὶς λέξεις ὀρθὰ καὶ κατὰ τὴν τέχνην τῆς γραμματικῆς, εἶπε πρὸς τοὺς παρόντας ὁ μέγας λογοθέτης Κανήκλιος: ἡ μὲν φωνή, φωνὴ Ἰακώβ· αἱ δὲ χεῖρες, χεῖρες Ἠσαῦ. Ἀκούσας δὲ τοῦτο ὁ Ὅσιος, ἀνεχώρησεν εὐθύς, καλῶν αὐτοὺς ματαιόφρονας καὶ ἄφρονας καὶ πλέον δὲν ἐπῆγεν εἰς τὰ βασίλεια.

Εἰς δὲ τὸν τότε Πατριάρχην, τὸν Ἅγιον Ἀθανάσιον[7], ἐπήγαινε συχνά καὶ ἤκουε μετὰ χαρᾶς τοὺς γλυκυτάτους λόγους του, ὀνομάζοντάς τον νέον Χρυσόστομον. Γνωρίζοντας δὲ ὁ Πατριάρχης τὴν ἀρετήν του ἐπροσπάθησε πολὺ νὰ τὸν βάλῃ εἰς τὰ κοινόβια, ὁποῦ ἀνήγειρεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ὁ Ὅσιος ὅμως δὲν ἠθέλησε νὰ ὑπάγῃ καὶ νὰ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τὸν ἐν Βλαχέρναις ναὸν τῆς Θεοτόκου, εἰς τοῦ ὁποίου τὰ προαύλια παρέμενε, μὲ πεῖναν, δίψαν, ἀγρυπνίαν, προσευχήν, ἀγωνιζόμενος ὅλας τὰς νύκτας. Τὰς δὲ ἡμέρας ὑπεκρίνατο μωρίαν καὶ ἐφαίνετο εις τοὺς ἀνθρώπους σαλός, ὁ κατ᾿ ἀλήθειαν σοφός, διὰ νὰ μὴν τοῦ ἀποτινάζῃ τὸν καρπὸν τῆς ἀρετῆς ὁ ἄνεμος τῆς ἀνθρωπαρεσκείας.

Δ) Στὸ Ἅγιον Ὄρος

Ἀφοῦ δὲ διέτριψεν ἐκεῖ ἱκανὸν καιρόν, ἐπῆγεν εἰς τὴν Θεσσαλονίκην διὰ νὰ προσκυνήσῃ τὸν Ἅγ Δημήτριον. Ἐκπληρώσας δὲ τὸν πόθον του, ἐπῆγεν εἰς τὸ Ἅγ. Ὄρος· περιερχόμενος καὶ προσκυνώντας τὰ ἱερὰ Μοναστήρια, ἐπῆγεν ὕστερον εἰς τὴν Λαύραν τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου. Ἐκεῖ, διαβάζοντας τὸν βίον καὶ τοὺς ἀγῶνας τοῦ Ἁγίου, ὡς καὶ τοῦ Ἁγ. Πέτρου Ἀθωνίτου, ἐθαύμαζεν τοῦ Πέτρου τὴν ἡσυχίαν, τοῦ Ἀθανασίου τὴν κοινοβιακὴν ζωήν, καὶ συλλογιζόμενος τὴν προθυμίαν καὶ τὴν ἐπιμέλειαν ὁποῦ εἶχαν εἰς τὸ νὰ φυλάξουν τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ, ἐπόθησε νὰ σταθῇ εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον καὶ νὰ μιμηθῇ καὶ τῶν δύο τὰς πολιτείας.

Προτοῦ ὅμως νὰ ἀρχίσῃ, ρώτησε τοὺς ἐκεῖ ἐνασκουμένους Ἁγίους Πατέρας, ποίαν πολιτείαν νὰ μεταχειρισθῇ. Και αὐτοὶ τον συμβούλευσαν πρῶτον νὰ ὑποταχθῇ εἰς γέροντα και νὰ γυμνασθῇ καθὼς πρέπει, μὲ τὰ κατορθώματα τῆς μακαρίας ὑπακοῆς, καὶ ὕστερον ἀφοῦ βάλῃ καλὸν θεμέλιον ἐπὶ τὴν θείαν ταπείνωσιν, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ ῥίζα πασῶν τῶν ἀρετῶν, νὰ ὑπάγῃ καὶ νὰ ἀγωνίζεται μόνος του εἰς τὴν ἡσυχίαν.

Ταῦτα ἀκούσας ὁ Ὅσιος, ὑπετάχθη εἰς τὸν ἡγούμενον και συγκατοίκησεν ἐκεῖ μὲ τοὺς λοιποὺς ἀδελφούς. Καὶ πρῶτον δοκιμάσθη εἰς τὰ κατώτερα διακονήματα, καθὼς εἶναι συνήθεια, ἔπειτα διωρίσθη νὰ ψάλλῃ εἰς τὸν χορὸν τῆς Ἐκκλησίας εἰς δόξαν Θεοῦ· διότι ὅταν ἦταν νέος ἔμαθε τὴν μουσικήν. Ψάλλων δὲ συνετῶς καὶ ἐν γνώσει τῶν λεγομένων, ὕψωνε τὸν νοῦν του εἰς τὸν ὑμνούμενον Θεόν, καὶ ἔχυνε πολλὰ δάκρυα κατανύξεως ὁ μακάριος. Τὸ ἴδιον ἐπάθαινε καὶ ἀπὸ τὰ νοήματα τῶν ἱερῶν ἀναγνωσμάτων καὶ ἦταν ὅλος ἐκστατικός, θαυμάζοντας τὴν ἄπειρον φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ, ὁποῦ μᾶς ἔδωκε τοιαύτην χάριν διὰ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος νὰ κατανοοῦμεν αὐτά, ὄντες ἀκόμη μετὰ σώματος.

Εἶχεν ὅλην τὴν καρδίαν του ἀναμμένην ἀπὸ τὸ θεῖο πῦρ καὶ φλέγοντο τὰ σπλάγχνα του ἀπὸ τὴν θείαν χάριν ποὺ κατοικοῦσε μέσα του. Διὰ τοῦτο καὶ παρόλο ὁποῦ ἦταν ἐν μέσῳ πολλῶν, ὡσὰν νὰ εὑρίσκετο κατὰ μόνας, δὲν ἐμποδίζετο ποτὲ εἰς τὴν νοερὰν προσευχήν, τό: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με· τὴν ὁποίαν εἶχεν ἀσχόλαστον, κινουμένη πάντοτε μέσα εἰς τὴν καρδίαν του μαζὶ μὲ τὸν νοῦν· κάτι τὸ ὁποῖο εἶναι σπάνιο καὶ δυσκολοεύρετον. Ἀλλ᾿ οὗτος ὁ μακάριος ἀπέλαυσε παιδιόθεν τὸ τοιοῦτο χάρισμα τῆς προσευχῆς διὰ τῆς ἀρετῆς του καὶ τῆς εὐλαβείας του ὁποῦ εἶχεν εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον.

Ὤντας εἰς τὴν ὑποταγὴν τοῦ μοναστηρίου καὶ κάμνοντας προθύμως ὅλα τὰ προσταττόμενα, ἐπολιτεύετο πάλιν μὲ τὴν ὁμοίαν σκληραγωγίαν ὁποῦ περνοῦσε ὅταν ἦταν στὸ ἐν Βλαχέρναις ναόν. Καὶ οὔτε κελλίον εἶχε, οὔτε κανένα ἄλλο πράγμα ὅσα εἶναι πρὸς σωματικὴν ἄνεσιν. Μόνον τὴν ἀναγκαίαν τροφὴν ἔπαιρνε ἀπὸ τὴν τράπεζα καὶ ἔτρωγε μὲ ἐγκράτειαν, ὅσον διὰ νὰ ζῇ. Τὴν δὲ κατοικία του τὴν εἶχεν εἰς τὰ στασίδια τοῦ νάρθηκος τῆς Ἐκκλησίας, ἀγωνιζόμενος πάντοτε μὲ τὴν ὁλονύχτιον στάσιν καὶ ἀγρυπνίαν κατὰ τὴν συνήθειάν του.

Ε) Ἐμφάνισις τῆς Θεοτόκου στὸν Ὅσιο στὴν κορυφὴ τοῦ Ἄθω

Καθὼς τὸ Σιναῖον ὄρος ἐκάλεσε τὸν Μωϋσήν, ὁ Κάρμηλος τὸν Ἠλίαν, καὶ τὸν Βαπτιστὴν Ἰωάννην ἡ ἔρημος, τοιουτοτρόπος καὶ τὸν Ὅσιον Μάξιμον ἀνακαλεῖ ὁ Ἄθως, τὸ ἄνθος τῶν ὀρέων, διὰ νὰ ἀνθήσῃ ὁ δίκαιος ἐν αὐτῷ καὶ νὰ καρποφορήσῃ τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Διότι τὴν Κυριακὴν τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὁποῦ εἶναι μετὰ τὴν θείαν Ἀνάληψιν, φαίνεται εις αὐτὸν ἡ Θεοτόκος ἔχουσα ἐν ἀγκάλαις τὸν Κύριον τοῦ λέγει: Ἀκολούθει μοι πιστότατε Μάξιμε, καὶ ἀνέβα ἐπάνω εἰς τὸν Ἄθωνα διὰ νὰ λάβῃς τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καθὼς ἐπιθυμεῖς.

Βλέποντας δὲ δύο καὶ τρεῖς φορὲς ταύτην τὴν θείαν ὀπτασίαν, ἄφησεν τὴν Μεγίστην Λαύραν καὶ μετὰ ἑπτὰ ἡμέρας ἀνέβη εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους τῷ Σαββάτῳ τῆς Πεντηκοστῆς καὶ πέρασε ὅλην τὴν νύκτα ἄγρυπνος, ὁμοῦ μὲ ἄλλους μοναχούς, οἱ ὁποῖοι μετὰ τὴν Θείαν Λειτουργίαν ἀνεχώρησαν. Ὁ δὲ θεῖος Μάξιμος ἔμεινεν ἐκεῖ μόνος τρία νυχθήμερα προσευχόμενος ἀδιαλείπτως εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὴν Θεοτόκον διὰ μέσου προσευχῆς νοερᾶς.

Ἀλλὰ ποῖος δύναται νὰ διηγηθῇ τοὺς πειρασμοὺς ὁποῦ ἐμεταχειρίσθη ὁ ἐχθρὸς διὰ νὰ διώξῃ ἐκεῖθεν τὸν Ἅγιον; Διότι ἐφαίνετο ὅτι γίνονται ἀστραπαὶ καὶ βρονταί, καὶ ὅτι ἐσείετο τὸ μέγα ἐκεῖνο ὄρος τοῦ Ἄθωνος καὶ ἐξεσπῶντο πέτραι καὶ βουνά. Ὅλα δὲ αὐτὰ ἐγίνοντο ψευδῶς κατὰ φαντασίαν τῶν δαιμόνων, ἐν καιρῷ τῆς νυκτός διὰ νὰ τὸν φοβίσουν. Και τὴν ἡμέραν πάλιν ἀκούοντο φωναὶ ἄγριαι καὶ ταραχαὶ μεγάλαι, ὡσὰν νὰ ἦταν ἐκεῖ κοντὰ πλῆθος ἀνθρώπων. Καὶ ἐφαίνοντο πολλοὶ ἄσχημοι ἄνθρωποι, ὅτι ἀνέβαιναν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τοῦ ὄρους εἰς τὴν κορυφήν, καὶ ὁρμοῦσαν εἰς τὸν Ἅγιον μὲ σφενδόνας καὶ κοντάρια, διὰ νὰ τὸν κατεβάσουν ἀπὸ τὴν κορυφήν· διότι δὲν ὑπέφερον οἱ κατάρατοι νὰ κατοικήσῃ ἐκεῖ.

Καὶ ταῦτα μὲν ἔδειχναν ἐκεῖνοι κατὰ φαντασίαν· ὁ δὲ θεῖος Μάξιμος ἔχοντας εἰς τὸν ἑαυτόν του τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δὲν ἐφοβεῖτο παντελῶς, οὐδὲ ἐφρόντιζε διὰ αὐτά. Μόνον εις τὴν νοερὰν προσευχὴν ἐκαταγίνετο καὶ ἐπαρακαλούσε τὸν Θεὸν καὶ τὴν Θεοτόκον· τὴν ἀνάδοχον αὐτοῦ καὶ προστάτην.

Καὶ λοιπὸν φαίνεται εἰς αὐτὸν ἡ Θεοτόκος μετὰ δόξης πολλῆς ὡς βασίλισσα, περικυκλουμένη ἀπὸ πολλοὺς ἄρχοντας νέους αὐτοὺς εἰς τὴν ἡλικίαν, κρατοῦσα πάλιν εἰς τὰς χεῖράς της τὸν Υἱόν της, τὸν δημιουργὸν πάσης τῆς κτίσεως. Γνωρίσας δὲ αὐτὴν ὁ Ἅγιος, ἀπὸ τὸ ἐξαίσιον καὶ θεῖον ἐκεῖνο φῶς ὁποῦ διέλαμπε καὶ ἐφώτιζε τριγύρω ὅλα τὰ μέρη ἐκεῖνα, καὶ πληροφορηθεὶς ὅτι δὲν ἦταν πλάνη δαιμονική, ἀλλὰ θεία ὀπτασία καὶ ἐμφάνεια ἀληθινὴ της Θεοτόκου, τὴν ἐδοξολόγησε μετὰ χαρᾶς ἀνεκλαλήτου λέγων: Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ Σοῦ· καὶ ἄλλα τοιαῦτα.

Ἔπειτα πεσών, ἐπροσκύνησε τὸν Κύριον ὁμοῦ μὲ τὴν Κυρίαν Θεοτόκον, καὶ ἐδέχθη παρὰ Κυρίου τὴν εὐλογίαν. Ἤκουσε δὲ ἀπὸ τὴν Παναγίαν ταῦτα: Λάβε τὴν χάριν κατὰ δαιμόνων, ὁ σεπτὸς ἀθλοφόρος καὶ κατοίκησε εἰς τὰ πρόποδα τῆς κορυφῆς τοῦ Ἄθωνος· διότι τοῦτο εἶναι θέλημα τοῦ Υἱοῦ μου, διὰ νὰ ἀνέβῃς εἰς ὕψος ἀρετῆς καὶ νὰ γίνῃς διδάσκαλος καὶ ὁδηγὸς εἰς πολλούς, καὶ νὰ σώσῃς αὐτούς.

Καὶ μετὰ ταῦτα τοῦ ἐδόθη καὶ ἄρτος οὐράνιος εἰς τροφὴν καὶ ἀναψυχὴν τῆς φύσεως, ὁποῦ ἦταν τόσας ἡμέρας νηστικός, εὐθὺς δὲ ὁποῦ ἐπῆρε τὸν ἄρτον καὶ τὸν ἔβαλεν εἰς τὸ στόμα του, τὸν ἐπερικύκλωσε ἄνωθεν θεῖο φῶς καὶ ἤκουσεν ὕμνον Ἀγγελικόν. Καὶ οὕτως, ἡ μὲν Θεοτόκος ἀνέβη εἰς τὰ οὐράνια, τόση δὲ ἔλλαμψις καὶ εὐωδία ἔμεινεν εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους, ὥστε ἔγινεν ἐκστατικὸς ὁ Ἅγιος, καὶ δὲν ἤθελεν νὰ κατέβῃ ἐκεῖθεν και νὰ ὑστερηθῇ τὴν εὐωδίαν ἐκείνην καὶ τὴν λάμψιν.

Ὅθεν μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐκατέβη κατὰ τὴν προσταγὴν τῆς Θεοτόκου, καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν Ναόν της τὸν ὀνομαζόμενον Παναγία. Ἐκεῖ δὲ διατρίψας ἡμέρας τινάς, ἀνέβη πάλιν εἰς τὴν κορυφήν, καὶ ἠσπάζετο τὸν τόπον ἐκεῖνον εἰς τὸν ὁποῖον ἐστέκετο ἡ Θεοτόκος μετὰ δόξης, καὶ ἐζητοῦσε πάλιν μετὰ δακρύων τὴν θείαν αὐτῆς ἐμφάνειαν. Πλὴν ὅμως, μόνον φῶς εἶδε καὶ εὐωδίαν ὠσφράνθη ἀχόρταστον, καθὼς εἶναι καὶ πρότερον, ἐγέμισε δὲ ὅλος ἀπὸ χαρὰν καὶ εὐφροσύνην ἄῤῥητον. Καὶ τοῦτο ἠκολούθησε δύο καὶ τρεῖς φορὰς ὁποῦ ἀνέβη εἰς τὴν κορυφήν. Τὴν Θεοτόκον ὅμως δὲν τὴν εἶδε πλέον, ὡς τὴν πρώτην φοράν.

ΣΤ) Ὁ Καυσοκαλύβης

Ἀπὸ τότε δὲ καὶ εἰς τὸ ἑξῆς ἐκατέβη εἰς τὸ Καρμήλιον[8] εἰς τὸν Προφήτην Ἠλίαν, καὶ ἐκεῖ εὑρῶν ἕνα μοναστὴν γέροντα, τοῦ ἐφανέρωσε ἐκεῖνα ὁποῦ εἶδε καὶ ἤκουσεν εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους. Ὁ δὲ γέρων ἀκούσας ταῦτα, ἐνόμισεν ὅτι ἐπλανήθη ὁ θεῖος Μάξιμος καὶ ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τὰ εἶδε κατὰ φαντασίαν δαιμονικήν. Ἔτσι, ὠνόμασε πλανημένον τὸν φωστῆρα καὶ ὁδηγὸν τῶν πλανημένων. Ἀπὸ τότε δὲ τὸν ἔλεγαν ὅλοι πλέον πλανημένον, καὶ ἀποστρεφόμενοι αὐτόν, τὸν ἐδίωκον διὰ νὰ μὴν πλησιάσῃ εἰς κανέναν.

Ἀλλ᾿ ὁ ἀπλανὴς οὗτος φωστήρ ἐδέχθη μὲ μεγάλην του χαρὰν τὸ νὰ τὸν ὀνομάζουν πλανημένον καὶ ὄχι Ἅγιον. Ὑπεκρίνετο δὲ πάντοτε πὼς εἶναι πλανημένος καὶ ὅταν ὠμιλοῦσε μὲ ἄλλους ἐκαμώνετο πὼς εἶναι μωρός, διὰ νὰ ἀφανίσῃ μὲ αὐτὸν τὴν ὑπερήφανον ἀνθρωπαρέσκεια καὶ τὴν οἴησιν καὶ νὰ καρποφορήσῃ τὴν ταπεινοφροσύνην, ἡ ὁποία φυλάττει εἰς τὸν ἄνθρωπον τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύμαατος.

Διὰ τοῦτο δὲν ἐκατοίκησεν εἰς ἕνα τόπον καθὼς οἱ ἄλλοι· ἀλλ᾿ ὡς πλανημένος ἐμετατοπίζετο ἐκ τόπου εις τόπον καὶ ὅπου ἐπήγαινεν, ἔφτιαχνε ἀπὸ χόρτα καλύβαν μικράν, ὅσον νὰ χωρῇ μόνον τὸ πολύαθλον σῶμά του, καὶ μετ᾿ ὀλίγον τὴν ἔκαιε, καὶ ἐπήγαινεν εἰς ἄλλον μέρος καὶ ἔφτιαχνεν ἄλλην.

Τόση δὲ ὑπὲρ ἄνθρωπον ἦταν ἡ ἀκτημοσύνη του, ὥστε δὲν ἀπέκτησε ποτὲ οὔτε δικέλλαν, οὔτε σκαλιστήρι, οὔτε τορβᾶν, οὔτε σκαμνί, οὔτε τράπεζαν, τσουκάλι ἤ ἀλεῦρι, ἤ λάδι, ἤ κρασί, ἤ ψωμί, οὔτε κανένα ἄλλο ἀπὸ τὰ ἀναγκαῖα εἰς τὴν ζωὴν τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλ᾿ ὡς ἄϋλος σχεδόν, περνοῦσε τὴν ζωήν του εἰς ἐρήμους καὶ ἀβάτους τόπους. Μόνον μικρὰ καλύβαν ἔφτιανε, καθὼς εἴπαμεν, καὶ μετ᾿ ὀλίγον τὴν ἔκαιε καὶ ἔφευγεν ἐκεῖθεν. Διὰ τοῦτο καὶ ἐλέγετο πλανημένος ὁμοῦ καὶ καυσοκαλύβης, διότι δὲν ἐγνώριζαν οἱ ἄλλοι τὴν θείαν χάριν ὁποῦ τὸν ἐσκέπαζε καὶ τὴν ἐλπίδα ὁποῦ τὸν ἐδρόσιζε καὶ τὴν παντοτινὴ προσευχὴν ὁποῦ τὸν ἐγλύκαινεν.

Ζ) Ἀγῶνες καὶ ἀσκησις τοῦ Ὁσίου

Ἀλλὰ τίς δύναται νὰ παραστήσῃ καθὼς πρέπει, τὴν πεῖναν καὶ τὴν δίψαν ὁποῦ ὑπέμεινε, τὴν γυμνότητα, τὰ κρύα, τοὺς παγετοὺς τοῦ χειμῶνος καὶ τὰ καύματα τοῦ θέρους, χωρὶς σκέπην σπιτιοῦ, χωρὶς δεύτερον φόρεμα, ἀνυπόδητος, χωρὶς νὰ ἔχῃ ἀπό τινα καμμίαν ὑπόληψιν; Μόνον ἀνίσως καὶ βιαζόμενος πολὺ ἀπὸ τὴν ἀνάγκην τῆς φύσεως, ἤθελεν ὑπάγῃ καμμίαν φορὰν εἰς κανέναν ἀδελφόν, διὰ νὰ παρηγορήσῃ ὀλίγον τὸ σῶμά του μὲ ψωμὶ καὶ ἅλας καὶ μὲ ὀλίγον κρασί, ἂν εὕρισκε.

Ἤθελεν δὲ εἰπεῖ τινάς, ὅτι δι᾿ αὐτὸν εἶπεν ὁ Χριστὸς ἐν Εὐαγγελίοις: ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν, οὐδὲ θερίζουσιν, οὐδὲ συνάγουσιν εἰς τὰς ἀποθήκας, καὶ ὁ Πατὴρ ἡμῶν ὁ Οὐρανιος τρέφει αὐτά. Διότι οὗτος ὁ Ἅγιος ἦταν ὡς πετεινὸν τοῦ οὐρανοῦ ἤ καλύτερα νὰ ειπῶ, ὡς ἄσαρκος ἐκατοικοῦσε εἰς ἐκείνην τὴν ἔρημον. Καὶ κατὰ ἀλήθειαν, οὗτος ὁ ἀείμνηστος Μάξιμος ἐσταύρωσε, κατὰ τὸν θεῖον Παῦλον: τὴν σάρκαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις. Τίς νὰ μὴ θαυμάσῃ τὴν τοιαύτην ἀγγελικήν του διαγωγήν; Τίς νὰ μὴ ἐκπλαγῇ ἀκούωντας τὰ ὑπὲρ ἄνθρωπον ὑπερφυσικὰ αὐτοῦ ἀγωνίσματα; Τὴν μεγάλην δηλονότι ὑπομονήν του, τὴν ὁλονύκτιον στάσιν, τὰ ἀένναα δάκρυα, τὴν ἀδιάκοπον προσευχήν, τὴν μετάνοιαν, τὸν κτύπον τῆς κεφαλῆς του εἰς τὸ πετρῶδες ἔδαφος, τὴν ἡσυχίαν, τὴν πραότητα καὶ τὴν ταπείνωσίν του;

Ὅθεν καὶ ἔγινε κατοικητήριον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ἄλλος Πέτρος Ἀθωνίτης καὶ ἄλλος Μέγας Ἀθανάσιος ἐφάνη, τῶν ὁποίων τὰς πολιτείας ἠγωνίζετο, μὲ ὅλας του τὰς δυνάμεις νὰ μιμηθῇ. Καλύτερα δὲ νὰ εἰπῶ, τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν μοναστῶν, Παῦλο λέγω τὸν Θηβαῖον καὶ τὸν Μέγαν Ἀντώνιον ἐζήλωσε, καὶ εἰς τὰ ὕψη τῶν ἀρετῶν ἐκείνων ἔφθασε. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ νοῦς του, ὡς καὶ ἐκείνων, ἡρπάζετο εἰς θεωρίας καὶ ἔβλεπεν ἀποκαλύψεις μυστηρίων.

Ταῦτα δὲ πάντα πότε ἐγνωρισθησαν εἰς τοὺς ἄλλους; Ὅταν αὐτὸς ἔγινε γνώριμος καὶ συνανεστράφη μὲ ἄλλους ἁγίους γέροντας καὶ ἀσκητὰς μεγάλους, οἱ ὁποῖοι ἐθαύμαζον μὲν καὶ προτύτερα καὶ εὐλαβοῦντο τὸν θεῖον Μάξιμον διὰ τοὺς μεγάλους του ἀγῶνας, εἶχον ὅμως καὶ τὴν πρόληψιν ὅτι ἦταν πλανεμένος. Ἀλλ᾿ ὁπόταν ἐσυνανεστράφησαν μὲ αὐτόν, καὶ δὲν τὸν ἔλεγαν πλέον πλανεμένον, ἀλλὰ τίμιον Μάξιμον καὶ φωστῆρα ὑπέρλαμπρον.

Η) Συνάντησις τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Σιναΐτου μὲ τὸν Ὅσιον

Κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν καιιρὸν ἦλθεν εἰς τὸ Ὄρος καὶ ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὀ Σιναΐτης, καὶ καθήσας εἰς τὴν σκήτιν τοῦ Μαγουλᾶ[9], ἔγινεν εἰς ὅλους τοὺς πατέρας τοῦ ὄρους ποθητός, καὶ μάλιστα εἰς τοὺς ἡσυσχαστάς. Ἦταν δὲ θαυμαστὸς διδάσκαλος τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς νοερᾶς προσευχῆς καὶ ἐγνώριζε πολὺ καλὰ τὰς μηχανὰς καὶ τέχνας τῶν δαιμόνων, κάτι τὸ ὁποῖον εἶναι σπάνιον καὶ δυσεύρετον. Διὰ τοῦτο, τρέχοντες πρὸ αὐτὸν οἱ ἡσυχασταί, ἐδιδάσκοντο τὰ μυστήρια τῆς νοερᾶς προσευχῆς καθὼς καὶ ποῖα εἶναι τὰ ἀπλανῆ σημεῖα τῆς χάριτος καὶ ποῖα τῆς πλάνης τοῦ ἐχθροῦ.

Μερικοὶ δὲ ἀπὸ αὐτοὺς τοῦ εἶπον καὶ περὶ τοῦ Ὁσίου Μαξίμου, διηγούμενοι τὴν ὑπὲρ ἄνθρωπον αὐτοῦ διαγωγήν, καὶ τὴν πεπλανημένην του μωρίαν. Ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Γρηγόριος θαύμαζε καὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸν ἰδῇ καὶ νὰ συνομιλήσῃ μὲ αὐτόν. Ὅθεν καὶ ἀπέστειλε τινὰς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ νὰ προσκαλέσουν τὸν Μάξιμον, διὰ νὰ ὑπάγῃ πρὸς αὐτόν

Πηγαίνοντες δὲ οἱ ἀπεσταλμένοι εἰς τὴν καλύβαν του δὲν τὸν ηὗραν καὶ ἐτριγύριζον δύο ἡμέρας ζητοῦντες αὐτόν. Ὅμως δὲν τὸν εὕρισκαν ἐπειδὴ ἦταν χειμῶνας καιρός, καὶ αὐτὸς διέτριβε μέσα εἰς τὰ σπήλαια καὶ τὰ δάση. Κοπιάσαντες λοιπὸν καὶ ταλαιπωρηθέντες ἀπὸ τὸν χειμῶνα, κατέφυγον εἰς τὸ κελλίον τοῦ Ἁγίου Μάμαντος, διὰ νὰ λάβουν ὀλίγην ἀναψυχήν. Καὶ ἐκεῖ, νὰ καὶ φθάνει ὁ ζητούμενος θεῖος Μάξιμος καὶ χαιρετᾷ ὅλους τοὺς ἐκεῖ εὑρεθέντας κατ᾿ ὄνομα, προλέγοντας καὶ τὴν βουλὴν τοῦ Ὁσίου Γρηγοριου, ὅτι δηλαδὴ βούλεται νὰ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τὸ Ἅγιον ὄρος καὶ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὰ Παρόροια[10] καὶ ἄλλα τινά.

Οἱ δὲ ἀπεσταλμένοι ἀδελφοὶ ἐφανέρωσαν εἰς αὐτὸν τὸ μήνυμα τοῦ γέροντός τους. Αὐτὸς δὲ ἐκίνησε παρευθύς, καὶ ἐπήγαινεν μαζὶ μὲ αὐτοὺς εἰς τὸν Γρηγόριον, ψάλλων το: ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου εἰς τὰ ὄρη, ὅθεν ἥξει ἡ βοήθειά μου· κ.τ.λ.

Ὅταν δὲ ἔφθασαν εἰς τὸ κελλίον τοῦ Γρηγορίου, τοὺς λέγει ὁ θεῖος Μάξιμος: Ὁ γέρων ἀναπαύεται τώρα. Ἡσυχάσατε καὶ ἐσεῖς ὀλίγον καθὼς και ἐγὼ ὁμοίως θέλω νὰ ἀναπαυθῶ, ἕως νὰ ἰδῶ τὸν γέροντα. Καὶ οὕτως ἐμβῆκεν εἰς τὸ δάσοςκαὶ ἐπροσηύχετο μετὰ δακρύων ψάλλων τό: Κατευθυνθήτω Κύριε τὰ διαβήματά μου ἐνώπιόν Σου καὶ μὴ κατακυριευσάτω μου πᾶσα ἀνομία.

Τελειώνοντας δὲ τὸν ψαλμόν, ἐπροσκαλέσθη ἀπὸ τὸν θεῖον Γρηγόριον καὶ εὐθὺς ἐπῆγε. Ἀφ᾿ οὗ δὲ ἠσπάθησαν ἀναμεταξύ τους, ἔβγαλεν ἔξω ὁ Ἅγιος Γρηγόριος τοὺς ἄλλους καὶ μόνον τὸν θεοφόρον Μάξιμον ἐκράτησε θέλωντας νὰ μάθῃ ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἴδιον, ἐκεῖνα ὁποῦ ἤκουσεν περὶ αὐτοῦ.

Θ) Θεῖες ἐμπειρίες. Ἡ θεολογία τοῦ Ὁσίου περὶ νοερᾶς προσευχῆς

Ἐρωτηθεὶς λοιπὸν ἀπὸ τὸν θεῖον Γρηγόριον ὁ Μάξιμος, τοῦ ἀπεκρίθη: Συγχώρησόν μοι Πάτερ, ἐγὼ εἶμαι πλανημένος. Καὶ ὁ Γέρων τοῦ λέει: Ἄφες αὐτὰ τώρα, καὶ εἰπέ μου διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Κυρίου, τὴν ἀρετήν σου, διὰ νὰ μὲ φωτίσῃς. Εἰ δὲ μη, κἄν νὰ οἰκοδομηθῶμεν εις τὴν ἀρετήν καὶ νὰ ὠφεληθῶμεν μεταξύ μας. Διότι ἐγὼ δὲν εἶμαι τοιοῦτος καθὼς εἶνα ἄλλοι τινές, οἱ ὁποῖοι παγιδεύουν τὸν πλησίον μὲ τὰ λόγια τους, ἀλλὰ ἀγαπῶ αὐτὸν ὡσὰν τὸν ἑαυτόν μου. Εἰπέ μου λοιπόν, τὴν ἀρετήν σου.

Τότε ὁ θεῖος Μάξιμος τοῦ ἐφανέρωσεν ὅσα ἔκαμεν ἐκ νεότητός του· δηλαδή, τὸν ἔνθεον ζῆλον ὁποῦ εἶχε, τὴν φυγὴν τοῦ κόσμου, τὴν ὑποταγήν του, τὴν πλαστὴν μωρίαν, τοὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνας, τὴν φοβερὰν ἐκείνην ὀπτασίαν τῆς Θεοτόκου, τὸ φῶς ὁποῦ τὸν περικύκλωσε τότε, καὶ ἄλλοτε τὸν περικυκλώνει καὶ τοὺς πειρασμοὺς τῶν δαιμόνων.

Ὁ δὲ θεῖος Γρήγοριος, περικόψας αὐτὸν ἀπὸ τὸν λόγον του, εἶπε: Λέγε μου σὲ παρακαλῶ, κρατεῖς τὴν νοερὰν προσευχὴν τιμιώτατε Πάτερ; Καὶ ἐκεῖνος ἐχαμογέλασε ὀλίγον καὶ τοῦ λέγει: Δὲν θέλω σοῦ κρύψω Πάτερ μου τὸ θαῦμα τῆς Θεοτόκου ὁποὺ ἔγινε εἰς ἐμέ. Ἐγὼ ἐκ νεότητός μου εἶχον πολλὴν πίστιν εἰς τὴν Κυρίαν Θεοτόκον καὶ τὴν ἐπαρακαλοῦσα μετὰ δακρύων νὰ μοῦ δώσῃ αὐτὴν τὴν χάριν τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Μιὰν δὲ τῶν ἡμερῶν πηγαίνοντας εἰς τὸν ναόν της, καθὼς εἶχα συνήθεια, τὴν ἐπαρακαλοῦσα πάλιν μὲ ἄμετρον θερμότητα τῆς καρδίας μου. Ἐκεῖ ὁποῦ ἀσπαζόμουν μὲ πόθον τὴν ἁγίαν εἰκόνα της, παρευθὺς ἔνιωσα εἰς τὸ στῆθος καὶ εἰς τὴν καρδίαν μου μίαν θερμότητα καὶ φλόγα, ὁποῦ ἦλθεν ἀπὸ τὴν ἁγίαν εἰκόνα, ἡ ὁποία δὲν μὲ ἔκαιεν, ἀλλὰ μὲ ἐδρόσιζε καὶ μὲ ἐγλύκαινε καὶ ἐπροξενοῦσεν εἰς τὴν ψυχήν μου μεγάλην κατάνυξιν. Ἀπὸ τότε πλέον Πάτερ ἄρχισεν ἡ καρδία μου νὰ λέγῃ ἀπὸ μέσα τὴν προσευχήν, καὶ ὁ νοῦς μου νὰ γλυκαίνεται εἰς τὴν ἐνθύμησιν τοῦ Ἰησοῦ μου καὶ τῆς Θεοτόκου μου, καὶ νὰ εἶναι πάντοτε μαζὶ μὲ τὴν ἐνθύμησιν αὐτῶν. Ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν πλέον δὲν ἔλειψεν ἡ προσευχὴ ἀπὸ την καρδία μου.

Καὶ ὁ Γρηγόριος τοῦ λέγει: Εἰπέ μοι Πάτερ· σοῦ ἠκολούθησε καμμίαν φοράν, εἰς καιρὸν ὁποῦ ἔλεγες τὴν εὐχήν, τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ καὶ τὰ ἑξῆς, ἀλλοίωσις θεϊκὴ ἤ ἔκστασις ἤ κανένας ἄλλος καρπὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Καὶ ὁ ἱερὸς Μάξιμος τοῦ εἶπε: Ὦ Πάτερ, διὰ τοῦτο πήγαινα εἰς ἔρημον τόπον καὶ ἐποθοῦσα τὴν ἡσυχίαν πάντοτε, διὰ νὰ ἀπολαύσω πλέον περισσότερον τὸν καρπὸν τῆς προσευχῆς, ὁ ὁποῖος εἶναι μία ἀγάπη ὑπερβολικὴ εἰς τὸν Θεόν, καὶ μία ἁρπαγὴ τοῦ νοὸς πρὸς τὸν Κύριον.

Καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος τοῦ λέγει: Σὲ παρακαλῶ Πάτερ νὰ μοῦ εἰπῇς, τὰ ἔχεις αὐτὰ ὁποῦ εἶπες; Τότε ὁ θεῖος Μάξιμος ἐχαμογέλασεν πάλιν καὶ τοῦ λέγει: Δός μου νὰ φάγω καὶ μὴν ἐξετάζῃς τὴν πλάνην μου. Καὶ Αγιος Γρηγόριος τοῦ εἶπεν: Μακάρι καὶ ἐγὼ νὰ εἶχα τὴν πλάνην τὴν ἐδικήν σου Ἅγιε. Ὅμως σὲ παρακαλῶ νὰ μοῦ εἰπῇς· ὅταν ἁρπάζεται ὁ νοῦς σου εἰς θεωρίαν, τί βλέπεις μὲ τοὺς νοεροὺς ὀφθαλμούς; Καὶ ἀνίσως ἠμπορεῖ τότε ὁ νοῦς μαζὶ μὲ την καρδίαν νὰ ἀναφέρῃ τὴν προσευχήν;

Καὶ ὁ Μάξιμος τοῦ ἀπεκρίθη: Ὄχι δὲν ἠμπορεῖ. Διότι ὅταν ἔλθῃ ἡ χάρις τοῦ Ἁγ. Πνεύματος εις τὸν ἄνθρωπον διὰ μέσου τῆς προσευχῆς, τότε παύει πλέον ἡ προσευχή, ἐπειδὴ ὁ νοῦς κυριεύται ὅλος ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Ἁγ. Πνεύματος καὶ δὲν ἠμπορεῖ πλέον νὰ ἐνεργήσῃ τὰς δυνάμεις του. Ὁ νοῦς τότε μένει ἀργός, καὶ ὑποτάσσεται εἰς τὸ Ἅγ. Πνεῦμα και ὁποῦ θέλει τὸ Ἅγ. Πνεῦμα τὸν πηγαίνει. Ἤ εἰς ἀέρα ἄϋλον θείου φωτός, ἤ εἰς ἄλλην θεωρίαν ἀνεκδιήγητον, ἤ καὶ πολλάς εἰς ὁμιλίαν θεϊκήν. Καὶ ἐν συντομίᾳ, καθὼς θέλει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ἔτσι παρηγορεῖ τοὺς δούλους Του. Καθὼς πρέπει εἰς τὸν καθένα, ἔτσι τοῦ δίδει καὶ τὴν χάριν του. Καὶ τοῦτο ὁποῦ λέγω, ἠμπορεῖ τινὰς νὰ τὸ ἰδῇ φανερὰ εἰς τοὺς Προφήτας καὶ Ἀποστόλους ὁποῦ ἠξιώθησαν νὰ ἰδοῦν τόσας θεωρίας. Καὶ ὅμως, οἱ ἄνθρωποι τοὺς περιέπαιζαν καὶ τοὺς εἶχαν διὰ πλανημένους καὶ μεθυσμένους.

Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας εἶδε τὸν Κύριον ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ καὶ ἐπηρμένου, καὶ τὰ Σεραφεὶμ κύκλῳ αὐτοῦ. Ὁ Πρωτομάρτυς Στέφανος εἶδε τοὺς οὐρανοὺς ἀνεῳγμένους καὶ τὸν Ἰησοῦ ἐν δεξιᾷ τοῦ Πατρός, καὶ τὰ λοιπά. Τοιουτοτρόπως καὶ τώρα οἱ δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ ἀξιώνονται νὰ βλέπουν θεωρίας διαφόρους, τὰς ὁποίας μερικοὶ δὲν τὰς πιστεύουν, οὐδὲ τὰ δέχονται κατ᾿ οὐδένα τρόπον πὼς εἶναι ἀληθιναί, ἀλλὰ τὰς ἔχουν διὰ πλάνην· ἐκείνους δὲ ὁποῦ τὰς βλέπουν τοὺς ἔχουν διὰ πλανημένους.

Καὶ θαυμάζω πολὺ εἰς τοῦτο καὶ ἀπορῶ, πῶς οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ἐπορώθησαν και ὡσὰν τυφλοὶ εἰς τὴν ψυχήν, δὲν πιστεύουν ἐκεῖνο ὁποῦ ὑπεσχέθη ὁ ἀψευδὴς Θεός, μὲ τὸ στόμα τοῦ Πρ. Ἰωήλ, ὁποῦ λέγει: ὅτι θέλω χύσῃ ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Πνεύματός μου εἰς κάθε πιστόν, καὶ εἰς τοὺς δούλους μου καὶ εἰς τὰς δούλας μου. Τὴν χάριν δὲ αὐτὴν τὴν ἔδωκεν ὁ Κύριός μας, τὴν δίδει καὶ τώρα καὶ θέλει τὴν δίδει καὶ ἕως τῆς συντελείας.

Ὅταν ἡ χάρις αὐτὴ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος ἔλθῃ εἰς κάποιον, δὲν τοῦ δείχνει τὰ συνειθισμένα, οὔτε τὰ αἰσθητὰ τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλὰ ἐκεῖνα ὁποῦ δὲν τὰ εἶδε ποτέ του, οὔτε τὰ ἐφαντάσθη. Τότε καὶ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου διδάσκεται ἀπὸ τὸ Ἅγ. Πνεῦμα μυστήρια ὑψηλὰ καὶ ἀπόκρυφα, τὰ ὁποῖα, κατὰ τὸν Παῦλον, δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὰ ἰδῇ μάτι σωματικὸν τοῦ ἀνθρώπου, οὐδὲ νοῦς ἠμπορεῖ νὰ τὰ συλλογισθῇ ἀπὸ λόγου του ποτέ.

Διὰ νὰ καταλάβῃς πῶς τὰ βλέπει ὁ νοῦς μας στοχάσου αὐτὸ ὁποῦ ἔχω νὰ σοῦ εἰπῶ. Τὸ κηρὶ ὅταν εἶναι μακρὰν ἀπὸ τὴν φωτίαν, εἶναι κηρὶ στέρεον καὶ πιάνεται.Ὅταν ὅμως τὸ βάλῃς εἰς τὴν φωτίαν καίεται καὶ ἀνάπτει καὶ γίνεται ὅλον φῶς, καὶ ἔτσι τελειώνει μέσα εἰς τὴν φωτίαν ὅλον. Ἔτσι καὶ ὁ νοῦς, ὅταν εἶναι μονάχος, χωρὶς νὰ ἀνταμωθῇ μὲ τὸν Θεόν, ἐννοεῖ ὅσα εἶναι τῆς δυνάμεώς του. Ὅταν ὅμως πλησιάσῃ εἰς τὸ πῦρ τῆς θεότητος, καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τότε πλέον κυριεύται ὅλος διόλου ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ θεϊκὸ φῶς καὶ γίνεται ὅλος φῶς, καὶ ἐκεῖ μέσα εἰς τὴν φλόγα τοῦ Ἁγ. Πνεύματος ἀνάπτει καὶ λυώνει ἀπὸ τὰ θεϊκὰ νοήματα. Δὲν ὑπάρχει δὲ τρόπος ἐκεῖ μέσα, εἰς τὸ πῦρ τῆς θεότητος, νὰ ἐννοῇ τὰ ἐδικά του, καὶ ἐκεῖνα ὁποῦ θέλει.

Ι) Ἡ θεολογία τοῦ Ὁσίου διὰ τὴν διάκρισιν τῶν σημείων τῆς πλάνης ἀπὸ τῆς χάριτος

Τότε τοῦ λέγει ὁ θεῖος Γρηγόριος: Εἶναι καὶ ἄλλα, Καυσοκαλύβη μου, παρόμοια, ὁποῦ εἶναι τῆς πλάνης. Καὶ ὁ μέγας ἐκεῖνος τοῦ ἀπεκρίθη: Ἄλλα εἶναι τὰ σημάδια τῆς πλάνης καὶ ἄλλα τῆς χάριτος. Διότι τὸ πονηρὸ πνεῦμα τῆς πλάνης, ὅταν πλησιάσῃ εἰς τὸν ἄνθρωπον, συγχύζει τὸν νοῦν καὶ τὸν ἀγριεύει. Κάμνει τὴν καρδίαν σκληρὰν καὶ τὴν σκοτίζει, προξενεῖ δειλίαν, φόβον καὶ ὑπερηφάνειαν. Τοῦ ἀγριεύει τὰ μάτια, ταράσσει τὸ μυαλόν, τοῦ ἀνατριχιάζει ὅλο τὸ κορμί. Τοῦ δείχνει κατὰ φαντασίαν εἰς τὰ μάτια, φῶς ὄχι λαμπρὸ και καθαρόν, ἀλλὰ κόκκινον, τοῦ κάμνει τὸν νοῦν δαιμονιώδη καὶ τὸν παρακινεῖ νὰ λέγῃ μὲ τὸ στόμα του ἄπρεπα λόγια καὶ βλάσφημα.

Ἐκεῖνος δὲ ὁποῦ βλέπει τὸ πνεῦμα αὐτὸ τῆς πλάνης, ὀργίζεται τὶς περισσότερες φορές, καὶ εἶναι γεμάτος ἀπὸ θυμόν. Τὴν ταπείνωσιν δὲ παντελῶς δὲν τὴν ἠξεύρει, μήτε τὸ ἀληθινὸν πένθος καὶ δάκρυον, ἀλλὰ πάντοτε καυχᾶται εἰς τὰ κατορθώματα καὶ δοξάζεται καὶ χωρὶς συστολὴν καὶ φόβον Θεοῦ εὑρίσκεται μὲ τὰ πάθη. Τέλος δὲ πάντων, βγαίνει παντάπασιν ἀπὸ τὰς φρένας του καὶ ἔρχεται εἰς τελείαν ἀπώλειαν. Εἶθε ἀπὸ τὴν πλάνην αὐτὴν νὰ μᾶς γλυτώσῃ ὁ Κύριος διὰ τῶν εὐχῶν σου.

Τὰ σημεῖα δὲ τῆς χάριτος εἶναι αὐτά: ὅταν ὑπάγῃ εἰς τὸν ἄνθρωπον ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ συμμαζεύει τὸν νοῦν καὶ τὸν κάμνει νὰ εἶναι προσεκτικὸς καὶ ταπεινός. Τοῦ φέρνει τὴν ἐνθύμησιν τοῦ θανάτου καὶ τῶν ἁμαρτιῶν του, τῆς μελλούσης κρίσεως καὶ τῆς αἰωνίου κολάσεως καὶ τοῦ κάνει τὴν ψυχήν του εὐκολοκατάνυκτον νὰ κλαίῃ καὶ νὰ πενθῇ. Κάμνει καὶ τὰ μάτια του ἥρεμα καὶ γεμᾶτα δάκρυα. Ὅσον δὲ πλησιάζει εἰς τὸν ἄνθρωπον, τόσον τὸν ἡμερώνει εἰς τὴν ψυχήν, καὶ τὴν παρηγορεῖ δι᾿ ἐνθυμήσεων τῶν Ἁγίων Παθῶν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἀπείρου του φιλανθρωπίας.

Προξενεῖ δὲ εἰς τὸν νοῦν ὑψηλὲς καὶ ἀληθινὲς θεωρίες. Πρῶτον, διὰ τὴν ἀκατανόητον δύναμιν τοῦ Θεοῦ, πῶς μὲ ἕνα λόγον ἐδημιούργησε τὰ πάντα ἀπὸ τὸ μὴ ὄν εἰς τὸ εἶναι. Δεύτερον, διὰ τὴν ἄπειρόν του δύναμιν, ὁποῦ συγκρατεῖ καὶ κυβερνᾶ τὰ πάντα καὶ ἔχει ὅλων τὴν πρόνοιαν. Τρίτον, διὰ τὸ ἀκατανόητον τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ διὰ τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος τῆς θείας Οὐσίας καὶ τὰ λοιπά.

Καὶ τότε ὡσὰν ἁρπαχθῇ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ θεῖο φῶς καὶ φωτισθῇ φωτισμὸν θεϊκῆς γνώσεως, γίνεται ἡ καρδία του γαληνὴ καὶ πραοτάτη, καὶ ἀναβρύει τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· τὴν χαράν, τὴν εἰρήνην, τὴν μακροθυμίαν, τὴν καλωσύνην, τὴν συμπάθειαν, τὴν ἀγάπην, τὴν ταπείνωσιν καὶ τὰ λοιπά. Ἀπολαμβάνει δὲ ἡ ψυχήν του μίαν ἀγαλίασιν ἀνεκδιήγητον.

ΙΑ) Ὁ Ὅσιος πείθεται νὰ παραμείνῃ πλέον εἰς ἕνα τόπο

Ἀκούοντας ταῦτα ὁ Γρηγόριος, ἔμεινεν ἐκστατικὸς καὶ ἐθαύμαζε εἰς ἐκεῖνα ὁποῦ ἔλεγεν ὁ θεῖος Μάξιμος, καὶ πλέον δὲν τὸν ὠνόμαζεν ἄνθρωπον ἀλλὰ Ἄγγελον ἐπίγειον. Ὅθεν καὶ πολλὰ τὸν ἐπαρεκάλεσε λέγων: Παῦσαι παρακαλῶ ἀπὸ τοῦ νὰ κατακαίῃς πλέον τὴν κέλλαν σου καὶ συμμάζωξε τὸν ἑαυτόν σου εἰς ἕνα τόπον, καὶ κάθησε ἐκεῖ, καθὼς λέγει ὁ σοφὸς Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος, διὰ νὰ κάμῃς περισσότερον καρπόν, καὶ διὰ νὰ ὠφελήσῃς καὶ ἄλλους πολλούς, ὡς ἐμπειρότατος εἰς τὴν ἀρετήν.

Διότι νὰ ὁποῦ ἔφθασε καὶ εἰς σὲ τὸ γῆρας, καὶ ὁ θάνατος ἔρχεται πολλὲς φορὲς παρὰ καιρόν. Διὰ τοῦτο, μετάδος τὸ τάλαντον, ἤτοι τὸ χάρισμα ὁποῦ ἔλαβες, καὶ τὸν θεῖον σπόρον τῆς διδασκαλίας σου, εἰς τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ, διὰ μέσου τῆς κατοικήσεώς σου εἰς ἕνα τόπον, διὰ νὰ λάβης εἰς τοὺς οὐρανούς καὶ μισθὸν περισσότερον διὰ τὴν ὠφέλειαν τῶν ἄλλων.

Διότι καὶ ὁ Κύριος ὁποῦ ἔδωκεν εἰς τοὺς Αποστόλους τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δὲν τοὺς ἔστειλεν νὰ περνοῦν τὴν ζωήν τους εἰς τὰ ὄρη ἀλλὰ εἰς τοὺς ἀνθρώπους, προκειμένου νὰ μεταλάβουν καὶ ἐκεῖνοι ἀπὸ τὴν χάριν ἐκείνων, καὶ νὰ γίνουν οἱ ἁμαρτωλοὶ Ἅγιοι διὰ μέσου τῆς ἁγιότητος ἐκείνων. Διὰ τοῦτο εἶπε πρὸς αὐτούς: λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων· καὶ ὄχι ἔμπροσθεν τῶν πετρῶν.

Ἄς λάμψῃ λοιπὸν καὶ τὸ δικό σου φῶς ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, διὰ νὰ ἰδοῦν τὰ καλά σου ἔργα καὶ νὰ δοξάζουν τὸν Πατέρα ἡμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Ἄφες δὲ πλέον τὸ νὰ ὑποκρίνεσαι ὅτι εἶσαι σαλός, ὅτι γίνεται σκάνδαλον εἰς ἐκείνους οἵτινες δὲν ἠξεύρουν τὰ κατορθώματά σου. Ἄκουσε λοιπὸν τὴν συμβουλή μου καὶ κάμε καθῶς σοῦ λέγω, ὡς ἄριστος φίλος σου καὶ ἀδελφός σου. Διότι: ἀδελφὸς ὑπ᾿ ἀδελφοῦ βοηθούμενος ὡς πόλις ὀχυρά· λέγει ἡ θεία Γραφή.

Ταύτας τὰς συβουλὰς τοῦ θείου Γρηγορίου μανθάνοντες οἱ ἄλλοι μεγάλοι Γέροντες, συμφώνως τὸν συνεβούλευσαν καὶ αὐτοί, καὶ τὸν ἔπεισαν νὰ καθήσῃ εἰς ἕναν τόπον.

Εὑρίσκοντας λοιπὸν ὁ θεῖος Μάξιμος ἕνα σπήλαιον, τὸ ὁποῖο ἦταν πλησίον τοῦ κυρ-Ἡσαΐα ἕως τρία μίλια, ἔκαμε εἰς αὐτὸ ἕνα περίφραγμα, μίαν ὀργιὰν τὸ πλάτος καὶ μίαν τὸ μάκρος, χωρὶς πέτρας ἤ σανίδας καὶ καρφία, ἀλλὰ μὲ κλαδία καὶ χορτάρια κατὰ τὴν συνήθειάν του. Ἐφάνη δὲ πὼς ἔκαμε κελλίον καὶ ἐκάθισεν μέσα εἰς αὐτό. Εἰς τὸ ἑξῆς δὲν τὸ ἔκαυσε πλέον, ἀλλὰ ἐπέρασεν ἐκεῖ ὅλην τὴν ζωὴν μὲ τὴν συνειθισμένην του ἀκτημοσύνην, φυλάττοντας πάλιν τὴν ὑπὲρ ἄνθρωπον ἄσκησιν ὡς ἄσαρκος.

Ἀργότερα δέ, ἔσκαψε καὶ τὸ μνῆμά του κοντὰ εἰς τὸ κελλίον του καὶ καθ᾿ ἑκάστην πηγαίνοντας εἰς αὐτὸ εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Ὄρθρου ἔκλαιεν ὁ Καυσοκαλύβης τὸν Μάξιμον καὶ ἔψαλλε κάποια νεκρώσιμα ἐξαποστειλάρια, σύμφωνὰ μὲ τὸ· ὁ οὐρανὸν τοῖς ἄστροις κατακοσμήσας ὡς Θεός· τὰ ὁποῖα ἐπόνησεν αὐτός.

ΙΒ) Θαύματα τοῦ Ὁσίου

Καθήσας λοιπὸν εἰς τὸ κελλίον του, ἠγωνίζετο τὴν ὑπὲρ ἄνθρωπον ἐκείνην ἄσκησιν. Οἱ δαίμονες ὅμως συναχθέντες ἔκαναν πόλεμον εἰς τὸν Ἅγιον κάθε ἡμέραν, καὶ ἐσπούδαζον νὰ τὸν διώξουν ἀπὸ τὸν τόπον ἐκεῖνον. Ἀλλὰ τοῦ κάκου ἐπαίδευοντο οἱ κατάρατοι, διότι ἐδιώκοντο ἀπὸ τὴν νοερὰν προσευχὴν τοῦ Ὁσίου, καὶ ὡς καπνὸς διελύοντο.

Ἐπιπλέον, δύναμις θεϊκὴ ἀκαταμάχητος καὶ ἀνίκητος τὸν ἐσκέπαζε καὶ τὸν ἐφύλαττεν, ἀπὸ τότε καὶ εἰς τὸ ἑξῆς, φαινομένη ὡς εἶδος πυρός –εἰς αὐτοὺς ὁποῦ εἶναι ἄξιοι τῆς τοιαύτης θεωρίας- ἡ ὁποία ἐκατάκαιε τοὺς ἐχθρούς του.

Ὅθεν καὶ μὲ τὸν λόγον του μόνον, ἰάτρευε πολλούς, καὶ τὰ δαιμόνια ἐδίωχνεν ἀπὸ τοὺς δαιμονισμένους –καθὼς τὸ ἐγνωρίσαμεν ἀληθέστατα καὶ τοὺς ἔστελλεν ἐν εἰρήνῃ εἰς τοὺς τόπους των, παραγγέλοντάς τους νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὴν μνησικακίαν, τὴν ἀδικίαν, τὴν ἐπιορκίαν, τὴν μέθην καὶ τὴν πορνείαν· νὰ νηστεύουν τὸ κρέας καὶ νὰ δίδουν ἐλεημοσύνην τὸ κατὰ δύναμιν, καθὼς καὶ νὰ καθαρίζουν τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ κάθε ἁμαρτία διὰ μέσου τῆς μετανοίας καὶ τοιουτοτρόπως νὰ μεταλαμβάνουν τὰ Ἄχραντα Μυστήρια εἰς τὰς ἐπισήμους ἑορτὰς διὰ νὰ ὑγιαίνουν πάντοτε.

Ἄλλὰ καὶ κάποιον μοναχόν, Μερκούριον ὀνόματι, παρεκίνησε μίαν φορὰν νὰ διώξῃ τὸ δαιμόνιον ἀπὸ ἕνα δαιμονισμένον. Καὶ ἐκεῖ μπρστὰ στὸν Ὅσιο ἐπετίμησεν τὸ πονηρὸν πνεῦμα ὁ Μερκούριος μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ παραδόξως ἐθεράπευσε τὸν δαιμονισμένον.

Καὶ ἕναν ὑποτακτικὸν γέροντος, ὁποῦ ἔπασχεν κακῶς ἀπὸ δαιμόνιον, ἀπαντῶντας εἰς τὴν στράταν ὁ Ὅσιος, τοῦ ἐπαράγγειλε νὰ φυλάττῃ ὑπακοὴν τελείαν εἰς τὸν γέροντά του, καὶ νὰ ἀπέχῃ ἀπὸ τυρί, καὶ κρασί, καὶ μιασμόν, καὶ οὕτως θὰ θεραπευτεῖ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Ιησοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὤ του θαύματος! Παρευθύς μὲ τὸν λόγον τοῦτον ἰατρεύθη.

Ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν ἐπῆγαν εἰς τὸν Ὅσιον μοναχοί τινες ἀπὸ τὴν Λαύραν, χάριν ὠφελείας, καὶ μαζὶ μὲ αὐτοὺς ἐπῆγε καὶ ἕνας κοσμικός. Καθὼς δὲ τὸν εἶδε ὁ Ὅσιος, τὸν ἐδίωξεν ἀπὸ μακράν, λέγοντας ὅτι εἶναι Ἀκινδυνάτος[11] καὶ ἄπιστος, παρόλον ὁποῦ δὲν τὸν ἤξευρεν ἄλλος, πὼς εἶναι τοιοῦτος ἕως τὴν ὥραν ἐκείνην. Διότι ἐναντίον τοῦ Ἀκινδύνου, πολλὰ ἐφέρετο ὁ Ἅγιος καὶ τὸν ὠνόμαζε κακοκίνδυνον καὶ δαιμονιώδη, κοινωνὸν πάσης αἱρέσεως καὶ ὑπηρέτην τοῦ Ἀντιχρίστου. Διὰ τοῦτο τοὺς τοιούτους αἱρετικούς, τοὺς ἐδίωχνε καὶ ἀναθεμάτιζε παῤῥησία.

Ἄλλοι πάλιν μοναχοὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν Ὅσιον καὶ καθὼς τοὺς εἶδεν, ἐφώναξεν μὲ μεγάλην φωνήν: διώξατε ὀπίσω τὸν Μασσαλιανόν[12] (λέγοντάς τον ἐξ ὀνόματος) καὶ τότε ἐλᾶτε εἰς ἐμέ. Αὐτὰ ἀκούσαντες ἐκεῖνοι ἐτρόμαξαν, καὶ διώξαντες ἀπὸ τὴν συνοδίαν τους τὸν δυσσεβῆ ἐκεῖνον Μασσαλιανόν, ἐπῆγαν εἰς τὸν Ἅγιον.

Ἕνας μοναχὸς ἐβούλετο νὰ ταξιδέψῃ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολην μὲ ἕνα καίκι Θεσσαλονικαῖον, διὰ χρείαν τινά, καὶ ὁὍσιος δὲν τὸν ἄφησε, προλέγοντας τὸν κίνδυνον τοῦ καϊκίου. Καὶ πράγματι, μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐβυθίσθη εἰς τὴν θάλασσαν τὸ καΐκι ἐκεῖνο μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.

Ἄλλον πάλιν καίκι, ἦλθεν ει τὸν λιμέναν τῆς Λαύρας, καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ καϊκίου ἐπῆγαν εἰ τὸν Ὅσιον, ἔχοντας μαζί τους καὶ ἕναν δαιμονισμένον, ὁ ὁποῖος εἶχεν τὸ δαιμόνιον τῆς ἀχορτασίας· διότι τρώγοντας καθ᾿ ἡμέραν ἕως πέντε ἀνδρῶν φαγητόν, δὲν ἐχόρταινε. Τοῦτον ῥίψαντες εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ὁσίου, τὸν ἐπαρακαλοῦσαν -ὁμοῦ μὲ αὐτόν- νὰ τὸν ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὸ δαιμόνιον. Παίρνοντας τότε ὁ Ἅγιος ἕνα παξιμάδι, τὸ ἔδωκεν εἰς τὸν πάσχοντα καὶ τοῦ εἶπεν: Ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τόσον νὰ τρώγῃς, νὰ χορταίνῃς καὶ νὰ εἰρηνεύῃς. Καὶ ἀπὸ τότε, ἐλευθερώθη ἀπὸ τὸ δαιμόνιον τῆς ἀχορτασίας καὶ δὲν ἔτρωγε περισσότερον ἀπὸ τὴν ποσότητα τοῦ παξιμαδίου ἐκείνου ὁποῦ τοῦ ἔδωκεν ὁ Ἅγιος. Διὰ τοῦτο καὶ ἀρνούμενος τὸν κόσμον καὶ τὰ τοῦ κόσμου, ἔγινε μοναχός, καὶ ἐκάθισε κοντὰ εἰς τὸν Ἅγιον. Ὁδηγούμενος δὲ ἀπὸ αὐτόν, προέκοψε, θείᾳ χάριτι, εις τὴν ἀρετήν, καὶ ἔγινε ἄριστος μοναχός.

ΙΓ) Ὁ Νέος Προφήτης

Ἕναν μοναχόν, Βαρλαὰμ καλούμενον, ὑποτακτικὸν γέροντος τινός, ὀνειδίζοντάς τον ὁ Ὅσιος διὰ τὴν σκληρότητα καὶ τὴν παρακοὴν ὁποῦ ἔδειχνεν εἰς τὸν γέροντά του τοῦ εἶπεν: Διὰ αὐτὰ τὰ πταίσματά σου, θὰ ἔχῃς κακὸν τέλος καὶ θὰ ἀποθάνῃς ἀπὸ κρύον καὶ παγετόν· ὅ καὶ ἐγένετο καὶ οὕτως ἐπληρώθη ἡ πρόῤῥησίς τοῦ Ἁγίου.

Καὶ εἰς ἄλλον μοναχόν, Ἀθανάσιον ὀνόματι, προεῖπεν ὁ Ὅσιος ὅτι μέλλει νὰ θανατωθῇ ἀπὸ τοὺς Ἰσμαηλίτας. Καὶ ἐπληρώθη καὶ εἰς τοῦτο ἡ προφητεία.

Τόσον ἦταν καταπλουτισμένος ὁ μακάριος ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε καὶ τὰ μακρὰν ὄντα προέβλεπεν ὡσὰν νὰ ἦσαν πλησίον, καὶ τὰ ἄδηλα καὶ μέλλοντα προεγνώριζε καὶ προέλεγεν ὡσὰν νὰ ἦσαν παρόντα.

Ὅθεν καὶ τὸν ἐρχομὸν τῶν βασιλέων προεγνώρισε λέγων: Οἱ βασιλεῖς τῶν Ῥωμαίων ἔχουν νὰ ἔλθουν εἰς ἐμὲ διὰ νὰ ἀκούσουν προφητείας καὶ νὰ λάβουν πρόγνωσιν τῶν μελλόντων καὶ ὄχι νὰ ὠφεληθοῦν.

Περνῶντας δὲ ὀλίγος καιρός, ἦλθον εἰς αὐτὸν Ἰωάννης ὁ Κατακουζηνός, καὶ Ἰωάννης ὁ Παλαιολόγος[13], οἱ τότε βασιλεύοντες. Ὁ δ δὲ Ὅσιος ἐπροφήτευσεν εἰς αὐτούς, ὅλα ἐκεῖνα ὁποῦ ἔμελλον νὰ τοὺς ἀκολουθήσουν, λέγοντάς τους νὰ ὑπομένουν ὅλα τὰ ἐπερχόμενα λυπηρά. Ἔπειτα ἐτράπη εἰς διδασκαλίαν καὶ τοὺς ἐδίδαξε πολλὰ ψυχοφελῆ καὶ ἁρμόδια εἰς βασιλεῖς, τὰ ὁποῖα ἀφήνομεν διὰ τὴν συντομίαν.

Ὁταν δὲ ἀνεχώρουν ἐκεῖθεν οἱ βασιλεῖς, προπέμπων αὐτοὺς ὁ Ἅγιος εἶπε πρὸς τὸν Κατακουζηνόν: Ἴδε ἡγούμενος εἰς Μοναστήρι. Πρὸς δὲ τὸν Ἰωάννην εἶπε: Κράτει ἀκράτητε καὶ μὴ πλανᾶσαι· διότι ἡ βασιλεία σου θὰ εἶναι μακρὰν ἀλλὰ ἀσήμαντος καὶ θὰ σοῦ φέρει πολλὰς ταραχάς. Μετὰ ταῦτα τοὺς εἶπε: Χαίρετε καὶ ὑπάγετε ἐν εἰρήνῃ.

Περνῶντας δὲ ὀλίγος καιρός, ἔστειλεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν πρὸς τὸν Κατακουζηνόν, ἕνα παξιμάδι, ἕνα κρεμμύδι καὶ ἕνα σκόρδον. Μὲ αὐτὰ δὲ τοῦ προεμήνυε, ὅτι θὰ γίνῃ μοναχός[14], καὶ θὰ τρώγῃ τοιαύτην τροφήν. Καθὼς καὶ ἔγινεν· διότι ὕστερον ἀπὸ ὀλίγον καιρὸν καταπιεσθεὶς ἀπὸ τὸν Ἰωάννην, ἔγινε χωρὶς νὰ θέλῃ μοναχός. Καὶ τότε ὅταν ἔφαγε τὸ παξιμάδι, ἐνεθυμήθη την προφητείαν τοῦ Ὁσίου καὶ τὸν ἐθαύμαζεν. Ὁμοίως καὶ ὁ Ἰωάννης ὁ Παλαιολόγος, ἐνθυμούμενος τὰς προφητείας τοῦ Ὁσίου, ὅταν ἐγίνοντο τὰ πράγματα καθὼς τὰ προεφήτευσε, ἐθαύμαζον αὐτόν.

Ὁ δὲ Πατριάρχης Κάλλιστος[15], πηγαίνοντας μὲ κληρικούς του εἰς τὴν Σερβίαν, διὰ τὴν ἕνωσιν καὶ τὴν εἰρήνην τῆς Ἐκκλησίας καὶ περνῶντας ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐπῆγεν εἰς τὴν καλύβα τοῦ Ἁγίου Μαξίμου, διὰ νὰ τὸν ἰδῇ. Ὁ δὲ Ὅσιος εὐγῆκεν εἰς προϋπάντησίν του καὶ ἔλαβε τὴν εὐλογίαν του. Μετὰ δὲ τὸν ἀσπασμὸν εἶπε πρὸς τοὺς παρόντας χαριεντιζόμενος: Οὗτος ὁ γέρων τὴν γραίαν του ἔχασεν· και ἄλλα τινά. Ἔπειτα δὲ ἀφοῦ συνωμίλησαν ὥραν ἱκανήν, προπέμποντας αὐτὸν ὁ Μάξιμος ἔψαλλε τὸ: Μακάριοι οἱ ἄμωμοι ἐν ὁδῷ· καὶ τὰ λοιπά, προμηνύοντας μὲ τοῦτο εἰς αὐτοὺς τὸν θάνστον καὶ τὴν ταφήν τους. Καὶ πράγματι οὕτως ἔγινε. Διότι πηγαίνοντας ὁ Πατριάρχης καὶ οἱ κληρικοί του εἰς τὴν Σερβίαν, ἀπέθαναν μετ᾿ ὀλίγον ἐκεῖ δηλητηριασθέντες, καθὼς ἔλεγον οἱ περισσότεροι καὶ ἐτάφησαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν τῶν Σέρβων[16]. Καὶ οὕτως ἔλαβε τέλος ἡ προφητεία τοῦ Ὁσίου, ὁποῦ εἶπε περὶ αὐτῶν.

ΙΔ) Θεῖες ἐμπειρίες

Κάποιος ἀσκητής, Μεθόδιος ὀνομαζόμενος, πηγαίνοντας μίαν ἡμέραν εἰς τὸν Ὅσιον, εἶδε φῶς θεῖον ὁποῦ ἔλαμπε τριγύρω εἰς αὐτόν. Δὲν ἐτολμοῦσε δὲ νὰ πλησιάσῃ εἰς αὐτόν, ἕως ὅτου τὸν ἐπρόσταξεν ὁ Ὅσιος καὶ οὕτως ἐπλησίασε.

Καὶ τοῦτο ἀκόμη τὸ ἐξαίρετο ἐλέγετο ἀπὸ πολλοὺς διὰ τὸν Ὅσιον, ὅτι ἐδέχετο ἄρτον οὐράνιον. Διότι ἐν καιρῷ χειμῶνος ἐπῆγεν εἰς ἐπίσκεψίν του ὁ νοσοκόμος τῆς Λαύρας, Γρηγόριος τὸ ὄνομα, ὁμοῦ μὲ ἄλλον ἀδελφόν, καὶ ἀπὸ το πολὺ χιόνι ὁποῦ ἔπεσεν, ἦταν σκεπασμένος ὁ τόπος καὶ πατήματα ἀνθρώπου δὲν ἐφαίνοντο πουθενά. Ὅθεν, κάνοντες ἐκεῖνοι πολὺ κόπον, ἐπῆγαν εἰς τὴν καλύβην τοῦ Ὁσίου, ἔχοντες μαζί τους ψωμί, κρασί, καὶ ἄλλα τινὰ πρὸς παρηγορίαν.

Καθὼς δὲ ἐμβῆκαν εἰς τὴν καλύβαν του, βλέπουν ἕνα ψωμὶ ζεστὸν καὶ καθαρώτατον, ὁποῦ εὔγανεν τόσην πολλὴν καὶ θαυμάσιον εὐωδίαν, ὁποῦ ἐγέμιζε τὴν καλύβαν. Αὐτοὶ δὲ περιεργαζόμενοι, ἐὰν φανῇ εἰς τὴν καλύβαν σημεῖον φωτίας καὶ μὴ εὑρίσκοντες, ἔμειναν ἐκστατικοὶ θαυμάζοντες τὸν οὐράνιον ἄρτον. Πεσόντες δὲ εἰς τοὺς πόδας τοῦ Ἁγίου, ἐζητοῦσαν νὰ τοὺς δώσῃ μέρος ἀπὸ τὸν ἄρτον ἐκεῖνον. Ὁ δὲ Ὅσιος σπλαγχνισθείς, ἔκοψε τὸν μισὸν ἄρτον καὶ τοὺς ἔδωκε, λέγοντας πρὸς αὐτούς: Λάβετε φάγετε, καὶ προσέχετε νὰ μὴν τὸ εἰπήτε τινός, ἕως ὁποῦ ζῶ.

Ἄλλα καὶ νερὸν πόσιμον καὶ γλυκὺ ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς τοὺς ἴδιους, καθὼς -ἐπὶ Θεῷ μάρτυρι- μᾶς εἶπον ὕστερον ἀπὸ τὴν κοίμησιν τοῦ Ὁσίου. Ἄλλοι δὲ ἀδελφοὶ μᾶς εἶπαν, ὅτι καὶ νερὸν τῆς θαλάσσης ἔκαμε γλυκύ, καὶ ἔπιεν αὐτός, δίνοντας καὶ εἰς ἐκίνους νὰ πιοῦν.

Ἄλλοτε πάλιν εἰς καιρὸν τρύγου, ἐπῆγαν εἰς τὸν Ὅσιο δύο μοναχοί. Μετὰ δὲ τὴν συνομιλίαν τους, ἐπῆρεν ἕνα παξιμάδι καὶ τοὺς ἔδωκεν εἰπών: Ὑπάγετε τὸ γρηγορότερον εἰς τὸ μοναστῆρι τοῦ Δωροθέου, διὰ νὰ μὴν κινδυνεύσητε εἰς τὴν στράταν ἀπὸ τὸν χειμῶνα. Αὐτοὶ δὲ ἐθαύμαζαν, πῶς εἶπεν ὅτι ἔχει νὰ γίνῃ χειμῶνας εἰς καιρὸν ὁποῦ ἦτο τρύγος καὶ σύννεφο δὲν ἐφαίνετο τελείως.

Πρὶν ὅμως φτάσουν εἰς τὸ μοναστήρι τοῦ Δωροθέου, ἔγινε μεταβολὴ φοβερὰ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐσηκώθη βίαιος ἄνεμος. Ἀκολούθησε δὲ πλῆθος ἀπὸ ἀστραπὰς καὶ βροντάς, καὶ τόση χάλαζα μὲ βροχὴ ἔπεσε, ὁποῦ ἔπαυσε τελείως ὁ τρυγητός, διότι τὰ ἀτρύγητα ἀμπέλια τὰ ἠφάνισε καὶ τὰ ἔκαμε ὡσὰν τρυγημένα. Βλέποντας δὲ αὐτὰ οἱ δύο ἐκεῖνοι μοναχοί, ἐκήρυτταν εἰς ὅλους τὴν προφητείαν τοῦ Ὁσίου.

Μίαν φορὰν ἦλθε εἰς τὸν Ὅσιον ἕνας γραμματεὺς λόγιος ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν. Καθὼς δὲ τὸν εἶδεν, ἐγνώρισε τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς ὁποῦ εἶχε καὶ ἄρχισε νὰ τὸν ὀνειδίζῃ λέγων: Ποῦ εἶδες ἐσὺ τοὺς ἀγῶνας καὶ τὰ παλαίσματα τῶν Ἁγίων καὶ τὴν χάριν ὁποῦ τοὺς δίδει ὁ Θεός; Καὶ βλασφημεῖς εἰς αὐτοὺς λέγοντας, ὅτι οἱ Ἅγιοι ὀλίγον ἠγωνίσθησαν καὶ ὅτι ἐκεῖνοι ὁποῦ γράφουν τοὺς βίους τους, τοὺς κάμνουν χάριν καὶ προσθέτουν ψευδῶς πολλά, ὁποῦ δὲν τὰ ἔκαμναν; Τὴν δὲ χάριν τῶν θαυμάτων ὁποῦ ἔλαβαν θεωρεῖς ὅτι εἶναι ψευδής; Παῦσαι ἀπὸ τοιούτους σατανικοὺς λογισμούς, διὰ νὰ μὴν παροργίσῃς τὸν Θεὸν καὶ ῥίψῃ ἀστροπελέκι καὶ σὲ καταυκάσῃ.

Διότι οἱ Ἅγιοι μὲ τὸ νὰ ἀφιερώσουν ὁλοκλήρως τὸν ἑαυτόν τους εἰς τὸν Θεόν, ἔκαμναν ὅλα τους νὰ νοήματα καὶ τὰ ἔργα τους διὰ τὴν Αὐτοῦ εὐαρέστησιν καὶ ὅλα ἦταν θεάρεστα. Καὶ ποῖος, εἰπέ μοι, δύναται νὰ περιγράψῃ ὅλον τὸν βίον κάθε Ἁγίου καθὼς ἦταν; Ἦ ποῖος τὸν ἤξεύρει καταλεπτῶς; Μόνον ὀλίγα τινὰ γράφουν ἐκ τῶν πολλῶν, ὅσον εἰς μαρτυρίαν τῶν Ἁγίων.

Διαλογίσου δὲ ὅτι καὶ ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπου ἐδόθη εἰς τοὺς Ἁγίους, δὲν εἶναι τόση μόνον ὅση φαίνεται, ἀλλὰ εἶναι πλουσία καὶ ἀκατανόητος, ὁποῦ ὑπερβαίνει κάθε νοῦν καὶ διάνοιαν. Ἄν θέλης δὲ νὰ εἶσαι ἀληθινὰ σοφός, ἄφησε τὴν μωρολογίαν τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καὶ σχόλασον, καθὼς λέγει ὁ Δαβίδ, ἦτοι ἡσύχασον. Τοιουτοτρόπως θὰ γνωρίσῃς τὸν Θεόν· διὰ μέσου δὲ τῆς γνώσεως αὐτῆς καὶ τῆς πνευματικῆς ἡσυχίας, νὰ οἰκειοποιηθῇς μὲ τὸν Θεόν, ὅσον δυνηθῇς. Τότε δὲ θὰ γνωρίσῃς τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καθὼς καὶ τὰ θεῖα καὶ ἀκατανόητα θαυμαστὰ τοῦ Θεοῦ.

Τοιουτοτρόπως θὰ θαυμάσῃς καὶ θὰ κατηγορήσῃς τὸν ἑαυτόν σου, γνωρίζοντας εἰς πόσον σκότος ἦσουν προτύτερα. Διότι χωρὶς τὸ φῶς δὲν φανερώνεται τὸ σκότος. Ἔλα λοιπὸν εἰς τὸ φῶς τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς προσευχῆς καὶ τότε θὰ φύγῃ ἀπὸ λόγου σου τὸ σκότος. Τότε δὲ θὰ ἰδῇς τὴν χάριν καὶ τὴν δύναμιν τῶν Ἁγίων καὶ θὰ ποθήσῃς νὰ τὴν ἀπολαύσῃς καὶ ἐσύ.

Ταῦτα ἀκούσας ὁ γραμματεύς, ἐφοβήθη καὶ ἐτρόμαξεν, διότι τοῦ ἐφανέρωσε τοὺς ἀποκρύφους του λογισμούς. Πολὺ δὲ ὠφεληθεὶς ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ Ὁσίου, ἐδιώρθωσε τὰς βλασφήμους ἐκείνας σκέψεις ὁποῦ εἶχε καὶ εἰς τὸ ἑξῆς διώρθωνε καὶ ἄλλους μὲ τὴν σοφὴν διδασκαλίαν τοῦ Ὁσίου.

ΙΕ) Μάξιμος ὁ Ὑπόπτερος

Καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος (λέγει ὁ συγγραφεύς)[17] ἐπὶ Θεῷ μάρτυρι, δὲν θέλω κρύψαι ἐκεῖνο ὁποῦ οἶδα εἰς τὸν Ὅσιον· διότι ἐγνωρίσθηκα καὶ ἐγὼ μὲ αὐτὸν καὶ εἶχα τὴν συναναστροφήν του.

Μίαν ἡμέραν ἐκίνησα ἀπὸ τὴν Μονὴν τοῦ Βατοπεδίου μαζὶ μὲ ἅλλον ἕναν καὶ ἐπῆγα εἰς τὴν καλύβην του. Μὴ εὑρὼν δὲ αὐτὸν ἐκεῖ ἐλυπούμην καὶ ἐκοίταζα τριγύρω διὰ νὰ ἰδῶ τὸν ποθούμενον. Ἀνεβαίνοντας ὀλίγον ἀπὸ ὀπίσω τῆς καλύβης του καὶ κοιτάζοντας εἰς τὸν δρόμον τοῦ κυρ Ἡσαΐου, νὰ καὶ βλέπω αὐτὸν εἰς τὴν γούρναν τοῦ Ἀγελαρίου[18], μακρὰν ἕως δύο μίλια. Ὁλον δὲ τοῦτο τὸ διάστημα εἶναι δύσβατος τόπος καὶ πετρώδης καὶ δρόμον ἴσιον δὲν ἔχει.

Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! Βλέπω τὸν Ἅγιον ὁποῦ ὑψώθη ἀπὸ τὴν γῆν ἐπάνω εἰς τὸν ἀέρα ψηλά, καὶ ὡσὰν ἀετὸς ὑπόπτερος, ἐπέτα ἐπάνω ἀπὸ τὸ δάσος καὶ ἀπὸ τὰς μεγάλας πέτρας καὶ ἤρχετο ἐκεῖ ὁποῦ ἤμουν ἐγώ. Καθὼς δὲ τὸν εἶδον ὁποῦ ἐπέτα οὕτως, ἐτρόμαξα καὶ ἐφώναξα τό: Μέγας εἶ Κύριε· καὶ ἀπὸ τὸν φόβον μου ἐτραβήχτηκα ὀπίσω ὀλίγον τι. Ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ δὲ ἔφθασε καὶ ὁ Ἅγιος ἐκεῖ ὁποῦ ἐστεκόψουν, ψάλλων. Τί δὲ ἔψαλλεν δὲν ἐκατάλαβα ἐκ τοῦ θαυμασμοῦ. Ἔπεσα ὅμως εἰς τοὺς πόδας του καὶ τὸν ὑποδέχθηκα. Ἐκεῖνος δὲ μὲ ἐρωτοῦσε συχνά: Πόσην ὥραν ἔχεις εἰς τὸν τόπον τοῦτον; Ἔπειτα πιάνοντάς με ἀπὸ τὸ χέρι, μὲ ἔβαλεν εἰς την καλύβαν του καὶ ἀφ᾿ οὗ μὲ ἐδίδαξε πολλὰ καὶ μὲ ἐνουθέτησε, μοῦ εἶπε: πρόσεχες νὰ μὴν εἰπῇς εἰς κανέναν ἐκεῖνον ὁποῦ εἶδες, ἕως ὅτου εἶμαι εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν. Ἤξευρε ὅτι ἔχεις νὰ γένῃς ἡγούμενος καὶ Μητροπολίτης Ἀχριδῶν[19], καὶ μέλλεις νὰ πάθῃς πολλά. Πλὴν ὑπόμεινον μιμούμενος τὸν ἐπὶ Ξύλου κρεμασθέντα Χριστόν, διότι Αὐτὸς θὰ σοῦ γίνῃ βοηθὸς εἰς τοὺς πειρασμούς, οἱ ὁποῖοι θέλουν νὰ γίνουν εἰς μαρτύριόν σου τῆς ἀθλήσεως. Ὅλα δὲ αὐτὰ ἐτελειώθησαν εις ἐμέ, κατὰ τὴν προφητείαν τοῦ Ὁσίου.

Ἄλλην φοράν, ἕνας κοσμικὸς ἐπῆγε πρὸς τὸν Ὅσιον καὶ ἔλεγε μετὰ κλαυθμοῦ: Βοήθησόν με Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, διότι ἕνας ἱερεὺς μὲ ἀφώρισε καὶ ἀπέθανε καὶ τώρα δὲν ἠξεύρω τὶ νὰ κάμω ὁ ἄθλιος. Ὁ δὲ Ἅγιος σπλαγχνισθεὶς αὐτὸν τοῦ εἶπε: Ὕπαγε εἰς τὸν Μητροπολίτην Βεῤῥοίας, ὁποῦ ὥριζεν, ὡς ἀρχιερεύς, καὶ τὸν ἀποθανέντα ἱερέα, διὰ νὰ σὲ συγχωρήσῃ κατὰ τοὺς νόμους. Ἐκεῖνος δὲ κάμνοντας οὕτως, ἔλαβε ἀπὸ αὐτὸν τὴν συγχώρησιν.

Καὶ τὴν ἴδιαν ὥραν εἶπεν καὶ εἰς ἕναν μοναχὸν ὁποῦ ῆτο ἐκεῖ εἰς τὸν Ἅγιον: Ὕπαγε καὶ σὺ πρὸς τὸν παπᾶ Ἰωάννη διὰ νὰ συγχωρήσῃ, προτοῦ νὰ ἀποθάνῃ, διότι σὲ ἔχει ἀφωρισμένον ἀπὸ τὸν καιρὸν ὁποῦ τὸν ὕβρισες καὶ τὸν κτύπησες. Θαυμάσας δὲ ὁ μοναχός, πῶς τοῦ εἶπε τὸ πταίσιμόν του, ἀφοῦ δὲν τὸ ἤξευρεν, ἐπῆγε μαζὶ μὲ τὸν κοσμικὸν εἰς τὴν Βέῤῥοιαν καὶ ἔλαβε τὴν συγχώρησιν.

Ἐκίνησε μιὰ φορὰ ὁ Ἀρχιερεὺς Τραϊανουπόλεως[20] μὲ τὸν διάκονόν του διὰ νὰ ἔλθῃ εις τὸν Ὅσιον. Θέλοντας δὲ νὰ τὸν δοκιμάσῃ ἐὰν ἀληθινὰ ἔχῃ προορατικόν, ἔλαβε εἰς τὸν δρόμον τὸ ῥάσον τοῦ διακόνου του καὶ τὸ ἐφόρεσεν αὐτός, τὸν δὲ ἀρχιερατικὸν μανδύαν τὸν ἔδωκεν εἰς τὸν διάκονόν του καὶ τὸν ἐφόρεσεν. Οὗτος δὲ ἐπῆγε πρῶτον εἰς αὐτὸν ὁ ἀρχιερεὺς ὡς διάκονος καὶ λέγει πρὸς τὸν Ἅγιον: Εὐλόγησον Πάτερ· ὁ ἀρχιερεὺς στέκεται ἔξω καὶ ἐὰν ὁρίζῃς νὰ ἔλθῃ μέσα. Ὁ δὲ Ἅγιος λέγει πρὸς αὐτόν: Σὺ εἶσαι ὁ Ἀρχιερεὺς καὶ εὐλόγησόν με! Καὶ μὴν μοῦ λέγῃς τὰς κλεψίας σου, διότι ἤμουν ἐκεῖ ἐπάνω ἀπὸ τὸν λάκκον, ὅπου ἐκάνατε τὴν μεταμφίεσιν. Τοῦτο δὲ εἰπών, ἔβαλε μετάνοιαν καὶ εὐλόγησεν αὐτὸν ὁ ἀρχιερεύς. Ἔπειτα τὸν ἠσπάσθη καὶ μεγάλως τὸν ἐθαύμασεν.

ΙΣΤ) Ἡ τελευταία μετοικεσία. Προαγγελία τῆς κοιμήσεώς του

Ἀφοῦ λοιπὸν πέρασε δεκατέσσερας χρόνους ὁ Ὅσιος Μάξιμος εἰς τὸ προειρημένον σπήλαιον, ὁποῦ εἶχεν τὴν καλύβαν του πλησίον τῆς Παναγίας, εὐγῆκεν ἐκεῖθεν καὶ ἦλθε πλησίον τῆς ἱερᾶς Λαύρας, ὅσον νὰ ἀκούωνται τὰ πνευματικά της ὄργανα, ἤτοι αἱ καμπάνες. Ἐκεῖ δὲ ἔκαμε μικρὰν καλύβην καὶ ἐκάθησεν ἕως τέλους τῆς ζωῆς του.

Εἶναι καὶ ἄλλα πολλὰ διηγήματα περὶ τοῦ θείου Μαξίμου, προοράσεις, θαυματουργίαις μεγάλαι καὶ διδασκαλίαι θεόσοφοι, μὲ τὰς ὁποίας καθοδηγοῦσε καὶ κοσμικοὺς καὶ μοναχούς, καὶ κάθε καταστάσεως ἄνθρωπον. Εἶναι ὅμως ἀδύνατον νὰ τὰ γράψωμεν ὅλα διὰ τὸ πλῆθος. Καὶ ταῦτα ὁποῦ ἐγράψαμεν εἶναι τὸ ἴδιον ὡσὰν νὰ ἐγεμίσαμεν ἕνα ποτήριον θάλασσαν ἀπὸ ὅλον τὸ πέλαγος.

Ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὰ ὀλίγα, εἶναι ἀρκετὰ διὰ νὰ γνωρίσουν οἱ χριστιανοί, πὼς ὄχι μόνον τὸν παλαιὸν καιρὸν ἐδόξαζε ὁ Θεὸς τοὺς Ἁγίους Του, ἀλλὰ καὶ τώρα καὶ εἰς κάθε καιρὸν ὅλους ἐκείνους ὁποῦ τὸν δοξάζουν μὲ τὰ καλά τους ἔργα, τοὺς δοξάζει μὲ σημεῖα καὶ θαύματα, τὰ ὁποῖα εἶναι ὡσὰν ἕνας ἀῤῥαβὼν τῆς ἀϊδίου δόξης, ὁποῦ μέλλουν νὰ ἀπολαύσουν εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Ὅθεν, παρατρέχοντες τὰ πολλά, ἐρχόμεθα ὁμοῦ μὲ τὸ πανίερον τέλος τοῦ Ἁγίου, νὰ τελειώσωμεν καὶ τὴν περὶ αὐτοῦ διήγησιν.

Κάποιος μοναχός, Νικόδημος καλούμενος, ἐπῆγεν εἰς τὸν Ὅσιον χάριν ὠφελείας. Ὁ δὲ Ἅγιος τοῦ εἶπεν: Ἀδελφὲ Νικόδημε, γρήγορα μέλλω νὰ ἀποθάνω. Καὶ ἀκολούθως τοῦ ἐφανέρωσε καὶ τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του, καὶ ἐκείνους ὁποῦ ἔμελλαν νὰ βρεθοῦν εἰς τὸν ἐνταφιασμόν του, τοὺς προεῖπεν κατ᾿ ὄνομα.

Ὅταν δε ἔφθασεν ἡ ἡμέραν ἐκείνην ὁποῦ προεῖπεν, ἐκοιμήθη ὁ Ὅσιος, ὄντας ἐννενήκοντα πέντε χρόνων, κατὰ τὴν δεκάτην τρίτην τοῦ Ἰανουαρίου μηνός, καὶ ἐτάφη εἰς τὸ μνημεῖον ὁποῦ ἔσκαψε ὁ ἴδιος κοντὰ εἰς τὴν καλύβαν του. Ὁ δὲ ἐνταφιασμός του ἔγινεν ἀπὸ ἐκείνους μόνον ὁποῦ προεῖπεν, διότι δὲν ἤθελε νὰ γίνῃ μὲ παῤῥησία καὶ πλῆθος λαοῦ. Ἔδωκε δὲ ἐντολὴ εἰς τοὺς ἐνταφιαστάς του νὰ μὴν μεταθέσουν εἰς ἄλλον τόπον τὸ λείψανόν του, μηδὲ νὰ πάρῃ τινὰς κανένα μέρος ἀπὸ αὐτά, ἀλλὰ νὰ τὸ ἀφῆσουν σῶον καὶ κρυμμένον μέσα εἰς τὸν τάφον, διὰ νὰ μὴν δοξάζεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.

ΙΖ) Οἱ Πατέρες τοῦ Ὄρους τιμοῦν τὸν Ὅσιον

Ἀφοῦ δὲ ἔμαθον τὴν κοίμησιν τοῦ Ὁσίου, ὅλοι οἱ Πατέρες τοῦ ὄρους μεγάλως ἐλυπήθησαν καὶ ἔκλαιαν τὴν ὀρφάνιάν τους, διότι ἐστερήθησαν τοιοῦτον θεόσοφον διδάσκαλον τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ λαμπροτατον φωστῆρα. Κηρύτοντες δὲ καθ᾿ ἑκάστην τὰ ἀνδραγαθήματα καὶ τὰ θεῖά του χαρίσματα, ἔκαμναν κάθε χρόνον τὴν μνήμην τοῦ Ἁγίου ἐντίμως καὶ εὐλαβῶς, καθὼς πρέπει τοῖς Ἁγίοις.

Καὶ οὕτω μὲν ἐδόξασαν ἐπὶ γῆς καὶ δοξάζουν τὸν Ὅσιον Μάξιμον οἱ ἄνθρωποι, ἐπάνω δὲ εἰς τοὺς Οὐρανούς, ἀποδεξαμένη ἡ Ἁγία Τριὰς τὴν καθαρωτάτην καὶ ἁγίαν του ψυχήν, κατέταξεν αὐτὴν ἐν σκηναῖς Ἁγίων και τὴν ἐδόξασεν μὲ τὸ ἀνέκφραστον καὶ ἀκατανόητον φῶς τῆς θεότητος. Νῦν δὲ παρίσταται εἰ τὸν Χριστόν, τὸν ὁποῖον ἐκ νεότητός του ἐπόθησε καὶ ἀγάλλεται ὁμοῦ μὲ τοὺς Ἀγγέλους, καὶ τοὺς ἀπ᾿ αιῶνος Ἁγίους, πρεσβεύων ἀδιαλείπτως ὑπὲρ ἡμῶν.

ΙΗ) Ἡ χάρις τοῦ ἁγίου του λειψάνου

Ἀλλὰ διὰ νὰ φανῇ ὅτι ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μένει ἀχώριστος ἀπὸ τὸ θεῖόν του λείψανον, δὲν ἔλειψαν νὰ γίνουν καὶ τὰ ἀκόλουθα θαύματα.

Κάποιος μοναχός, Διονύσιος τὸ ὄνομα, ὁ ἐπιλεγόμενος Κοντοστέφανος, πάσχων πολὺ ἀπὸ πόνους τῆς κεφαλῆς ἐπὶ ἡμέρας πολλὰς προσέτρεξεν εἰς τὸν τάφον τοῦ Ὁσίου καὶ παρακαλώντας τον μετὰ πίστεως καὶ δακρύων νὰ τοῦ δώσῃ τὴν ὑγείαν του, ἀπεκοιμήθη ὀλίγον καὶ ξυπνώντας, ὢ τοῦ θαύματος! εὑρέθη ὑγιὴς καὶ ἐδόξαζε τὸν Ἅγιον. Παίρνοντας δὲ καὶ εἰς τὰς χεῖράς του ὀλίγον χῶμα ἀπὸ τὸν τάσφον τοῦ Ἁγίου, ὡς μῦρον ἀνεφάνη θαυμάσιον καὶ ἐγέμισεν ἀπὸ εὐωδίαν ἄῤῥητον τὰς αἰσθήσεις του.

Ἀκόμη καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος (λέγει ὁ συγγραφεύς) -ὁποῦ εἶδον καὶ πρότερον τὸν Ἅγιον πετώμενον εἰς τὸν ἀέρα- ἀσθενήσας πολὺ καὶ φθάσας πρὸς τὸν θάνατον, ἐπεκαλέσθη μετὰ δακρύων τὸν Ἅγιον, καὶ δι᾿ ὀνείρου φανείς, μὲ ὑγιάνε καὶ ἀνέζησα, δοξάζων τὸν Θεὸν ὁμοῦ καὶ τὸν Ἅγιον, ὅτι νεκρὸς σχεδὸν ὤν, ἀνεστήθηκα.

Καὶ ἕνας ἱερομόναχος ἐνάρετος, Νήφων[21] ὀνόματι, μαζι μὲ ἄλλον ἕναν ἀσκητήν, ἐπῆγαν εἰς τὸν τάφον τοῦ Ἁγίου καὶ σκάψαντες, ἐπῆραν ὀλίγον μέρος ἀπὸ τὸ Ἅγιον λείψανον. Τόση δὲ εὐωδία βγῆκεν, ὁποῦ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ ὑποφέρουν. Ὅθεν καὶ σοφγγίσαντες μὲ σφουγγάρι βρεγμένον μὲ νερόν[22], ἤλειψαν μὲ πίστιν καὶ εὐλάβειαν τὰς αἰσθήσεις των. Ἔπειτα τὸ ἔβαλα πάλιν εἰς τὸν τόπον του, διὰ νὰ φυλάξουν τὴν ἐντολὴν τοῦ Ὁσίου, ὁποῦ παρήγγειλε νὰ μείνῃ σῶον καὶ ἀκέραιον τὸ ἅγιον λείψανόν του. Παίρνοντας δὲ μόνον χῶμα, ἐσφάλισαν πάλι τὸν τάφον, ὡς καὶ πρότερον, καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεόν, τὸν οὕτω δοξάζοντα τοὺς Ἁγίους Αὐτοῦ. Πολὺ δὲ εὐφραινόμενοι, ἐπήγαιναν κάθε ἡμεραν εἰς τὸν τάφον τοῦ Ἁγίου καὶ ἀπελάμβανον τὴν εὐωδίαν ὁποῦ ἐβγαινεν ἀπὸ αὐτό. Τὸ ἴδιο ἔκαμνον ὅλοι ἐκεῖνοι ὁποῦ ἐκάθηντο ἐκεῖ πλησίον τοῦ τάφου[23], ἀπολαμβάνοντες τὴν εὐωδίαν, εἰς δόξαν Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ᾧ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις, σὺν τῷ Ἀνάρχῳ Αὐτοῦ Πατρί, καὶ τῷ Παναγίῳ καὶ Ζωοποιῷ Αὐτοῦ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεί, καὶ εις τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


[1] Πόλις τοῦ Ἐλλησπόντου τῆς Μ. Ἀσίας, ἀπὸ τὴν ὁποία κατάγονται πολλοὶ Ἅγιοι, ὅπως ὁ Ἅγιος Παρθένιος ἐπίσκοπος Λαμψάκου, Ἅγιος Τρύφων ὁ Ανάργυρος, Ἅγιος Θεράπων Ὁμολογητής.

[2] Βρίσκεται στὴν Θράκη καὶ ἤκμαζε ἀπὸ τὸν ΙΔ´ αἰ. ὡς ἑστία Μοναχῶν. Ἐδῶ, γύρω στὰ 1280, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἀθανάσιος ποὺ ἦταν Ἁγιορείτης, ἵδρυσε τὴν Νέαν Μονήν, στὴν ὁποία καὶ ἔζησε μέχρι τὸ 1289 ὁπότε ἔγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Συμπίπτει δὲ κατὰ τοὺς χρόνους αὐτούς, καὶ ὁ ἐκεῖ ἐρχομὸς τοῦ ὁσίου καὶ ἴσως ἐκεῖ νὰ γνώρισε τὸν Πατριάρχη μὲ τὸν ὁποῖον ἀργότερα συνανεστράφη στὴ Κωνσταντινούπολιν.

[3] Ἡ ῥίζα τοῦ ὀνόματος ἔχει λατινικὴ προέλευσιν καὶ μεταφράζεται μέγιστος.

[4] Πρόκειται περὶ τῆς ὀροσειρᾶς Ῥίλα (ὅπως λέγεται σήμερον) παρὰ τὸν ποταμὸν Στρυμώνα, ποὺ βρίσκεται στὰ ὅρια τῆς σημερινῆς Βουλγαρίας. Στὴν Βυζαντινὴ ἐποχή, ἐδῶ ἤκμαζε πολὺ ὁ μοναχισμός. Ἐδῶ μετέβη προς τελειώτερη ἄσκηση καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.

[5] Πρόκειται γιὰ τὸν γνωστὸ ναὸ τῆς Παναγίας τὼν Βλαχερνῶν.

[6] Ὁ Ἀνδρόνικος ὁ Β´ Παλαιολόγος, ὁ ἐπικαλούμενος Γέρων, βασίλευσε ἀπὸ τὸ 1282 ἕως τὸ 1328.

[7] Πρόκειται περὶ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως ποὺ ἡ μνήμη του ἑορτάζεται τὴν 28 Ὀκτωβρίου. Ἦταν Ἁγιορείτης, ἀπὸ τὴν Μονὴ Ἐσφιγμένου καὶ πατριάρχευσε δύο φορές, 1289 καὶ 1303-1311.

[8] Ὑψηλὴ παραφυάδα τοῦ Ἄθω, ὑπεράνω τοῦ ἀκρωτηρίου Νυμφαῖον. Στὴν κορυφὴ ὑπάρχει ἀρχαῖος ναὸς τοῦ Προφήτου Ἠλία, καὶ στοὺς πρόποδες, ἡ σκήτη τοῦ Ἁγίου Βασιλείου.

[9] Αὐτὴ βρισκόταν στὰ ὅρια τῆς Μονῆς Ἰβήρων, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Μονὴ Φιλοθέου, κοντὰ στὸ σωζόμενο κελλὶ τοῦ Ἁγίου Ὀνουφρίου, τὸ ἐπωνομαζόμενο τοῦ Μαγουλᾶ. Τὸν 14ον αἰ, ἔγινε τὸ κέντρο τῆς λεγόμενης ἡσυχαστικῆς ἔριδος.

[10] Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐξαιτίας τοῦ φόβου τῶν Ἀγαρηνῶν πειρατῶν ἀναγκάσθηκε νὰ ἀναχωρήσει γιὰ τὰ Παρόρια, κατὰ τὴν πρόῤῥησιν τοῦ Ὁσίου.

[11] Ὁπαδὸς τοῦ αἱρετικοῦ Ἀκινδύνου Γρηγορίου, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς πρωταγωνιστὲς τῆς ἡσυχαστικῆς ἔριδος τοῦ 14ου αἰ., μαζὶ μὲ τον ἐκ Καλαβρίας Βαρλαάμ. Καταδικάστηκε καὶ ἀναθεματίστηκε ἀπὸ τὴν Σύνοδο τοῦ 1351.

[12] Ἡ αἵρεσις τῶν Μασσαλιανῶν εἶναι ἀρχαία καὶ ἀναφάνηκε μεταξὺ τοῦ Γ´ καὶ Ε´ αἰῶνος. Ἀνανέώθηκε δὲ κατὰ τὸν ΙΔ´ αἰώνα.

[13] Ὁ Ἰωάννης ΣΤ´ Κατακουζηνός, βασίλευσε ἀπὸ τὸ 1341 ἕως τὸ 1354. Διετήρησε ὡς συναυτοκράτορα τὸν Ἰωάννην Ε´ Παλαιολόγο (1341-1391) τοῦ ὁποίου τὴν ἀντιβασιλεία εἶχε ἀναλάβει ὅσο αὐτὸς ἦταν ἀνήλικος. Τὸ 1351 κάλεσε Σύνοδο στὰ ἀνάκτορα τῶν Βλαχερνῶν στὴν ὁποία δικαιώθηκαν οἱ ἡσυχαστὲς καὶ ὁ ὑπερασπιστής τους ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Τὸ 1354 ὁ Ἰωάννης Ε´ Παλαιολόγος, μὲ τὴν βοήθεια τῶν Γενουατῶν, ἐκθρόνισε τὸν Ἰωάννη ΣΤ´ Κατακουζηνό, καὶ ἔμεινε μόνος αὐτοκράτορας στὸν θρόνο.

[14] Ὡς μοναχὸς Ἰωάσαφ –κατὰ τὴν πρόῤῥηση τοῦ Ὁσίου- στὴν περιώνυμο Μονὴ τῶν Μαγγάνων στὴν Κωνσταντινούπολη, ἔζησε ἄλλα 30 χρόνια, συγγράφοντας τὴν αὐτοβιογραφία του καὶ ἀσχολούμενος μὲ θεολογικὰ ζητήματα.

[15] Πρόκειται περὶ τοῦ Ἁγίου Καλλίστου, τοῦ ὁποίου ἡ μνήμη τιμᾶται τὴν 20ην Ἰουνίου. Πατριάρχευσε δύο φορές (1350-1354 καὶ 1355-1356). Ἦταν Ἁγιορείτης, ἡσυχαστὴς τῆς Σκήτης τοῦ Μαγουλᾶ. Κατὰ τὴν πατριαρχεία του, τὸ Κράτος καὶ ἡ Ἐκκλησία ὑφίσταντο πλήγματα ἀπὸ παντοῦ. Ὁ Στέφανος Δουσάν, αὐτοανακηρυχθεὶς αὐτοκράτορας τῶν Σέρβων καὶ τῶν Ῥωμαίων, ἀφοῦ κατέκτησε τὴν γεωγραφικὴ περιοχὴ τῆς Μακεδονίας, ἀνεκήρυξε τὸ 1346 ἀνεξάρτητη τὴν Σερβικὴ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Θρόνο, ὑπὸ τὸ πατριαρχεῖο τοῦ Ὑπεκίου, καὶ τὸ 1352 ἀπεσχίσθη τελείως ἀπ᾿ αὐτόν. Ὅταν ἀπεβίωσε ὁ Δουσάν, ὁ Πατριάρχης Κάλλιστος ἐκίνησε μὲ μεγαλοπρεπὴ συνοδεία νὰ μεταβεῖ στὴν Σερβία γιὰ τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν.

[16] Ἄν καὶ ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἀναφέρει ἐκκλησία τῶν Σέρβων· ἐν τούτοις ὅλοι οἱ ἄλλοι βιογράφοι τοῦ Ὁσίου Μαξίμου (καὶ ὁ Θεοφάνης Περιθωρίου) ἀναφέρουν ἐκκλησία τῶν Σεῤῥῶν. Ἠ βασίλισσα Ἐλισάβετ, σύζυγος τοῦ Στεφάνου Οὔρεσι, διαδόχου τοῦ Δουσάν, εἶχε ἐγκαταστήσει τὴν Αὐλή της στὶς Σέῤῥες. Ἐκεῖ ἐστάλη σὰν πρέσβυς καλῆς θελήσεως ὁ Πατριάρχης Κάλλιστος, ὁποῦ καὶ ἀπέθανε δηλητηριασμένος ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ἤθελαν νὰ ἐμποιδιστεῖ ἡ ἐπανένωση τῶν Ἐκκλησιῶν.

[17] Ὁ Θεοφάνης Περιθεωρίου.

[18] Ἡ γούρνα αὐτὴ ὑπάρχει ὑπεράνω τοῦ κὺρ-Ἡσαΐου καὶ ἐκεῖ ποτίζονταν οἱ ἀγέλες τῆς Λαύρας.

[19] Πράγματι, κατὰ τὴν πρόῤῥηση τοῦ Ὁσίου, ἀρχιεράτευσε περὶ τὸ 1350 ὑπὸ τὸν τίτλο· Θεοφάνης Ξάνθης καὶ Περιθεωρίου.

[20] Ἡ Τραϊανούπολις ἦταν πόλη τῆς Θράκης κοντὰ στὸν ποταμὸ Ἔβρο, κτισμένη ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Τραϊανό. Κατὰ τὸν μελετητὴ Εὐλόγιο Κουρίλα, πρόκειται γιὰ τὸν Τραϊανουπόλεως Γερμανόν, ὁ ὁποῖες ὑπέγραψε στὸ Συνοδικὸ τρίτο τόμο κατὰ Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνου τὸ 1351. Τὸ 1358 παρέστη σὰν πατριαρχικὸς Ἔξαρχος σὲ Σύναξη τοῦ Πρωτάτου. Ἴσως τότε νὰ ἐπισκέφθηκε καὶ τὸν Ὅσιο.

[21] Πρόκειται περὶ τοῦ προαναφερθέντος Ἁγίου Νήφωνος, βιογράφου τοῦ Ὁσίου. Αὐτός, στὸν ὑπ᾿ αὐτοῦ συγγραφέντα βίο, ἀναφέρει ὅτι ἄνοιξε τὸν τάφο τοῦ Ὁσίου 7 χρόνια καὶ 5 μῆνες ἀπὸ τὴν κοίμησή του.

[22] Ἐποίησαν δηλαδὴ ἀπομύρισμα.