Βίος καὶ διδαχαὶ τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ κολοβοῦ

Ἰωάννην ἔκρυψε γῆς βραχὺς τόπος,
ὅς, κἂν βραχὺς τὸ σῶμα, τὴν πρᾶξιν μέγας.
Λίγος τόπος γῆς ἔκρυψε τὸν Ἰωάννη,
ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ μικρόσωμος, στὰ ἔργα του ἦταν μέγας.

Ὁ ὅσιος Ἰωάννης καταγόταν ἀπὸ τὴ Θήβα τῆς Αἰγύπτου καὶ ὀνομάστηκε Κολοβός, ἐπειδὴ ἦταν πολὺ κοντὸς στὸ ἀνάστημα. Ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου καὶ διακρίθηκε κυρίως γιὰ τὴν ἐγκράτεια τῆς γλώσσας του καὶ γιὰ τὴν ταπεινοφροσύνη του.

Στοὺς Συναξαριστὲς βρίσκουμε ἀρκετὲς σοφὲς συμβουλές του.

Ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης σὲ σημείωση τοῦ Συναξαριστοῦ (διατηρεῖται ἡ ἐκεῖ ὀρθογραφία):

Τὸν κατὰ πλάτος Βίον τοῦ Ὁσίου τούτου Ἰωάννου ὅρα εἰς τὸν Νέον Παράδεισον. Γράφει δὲ περὶ αὐτοῦ ὁ Εὐεργετινὸς (σελ. 203) ὅτι ἔδειξεν ἄκραν καὶ ἀδιάκριτον ὑπακοὴν εἰς τὸν γέροντά του. Ὁ γὰρ γέρωντάς του, ὅστις ἦτον Θηβαῖος, πέρνωντας ἕνα ξύλον ξηρόν, ἐφύτευσεν αὐτό. Εἶτα ἐπρόσταξε τὸν Ἰωάννην νὰ ποτίζῃ αὐτὸ καθ᾿ ἡμέραν μὲ ἕνα λαγήνιον νερόν, ἕως οὗ νὰ βλαστήσῃ καὶ νὰ κάμῃ καρπόν. Τόσον δὲ μακρὰν ἦτον τὸ νερόν, ὥστε ὁποῦ ἐχρειάζετο διὰ νὰ ὑπάγῃ τινας τὸ βράδυ, καὶ νὰ γυρίσῃ τὸ πρωΐ. Ὅθεν ὁ μακάριος Ἰωάννης ἀδιακρίτως ὑπακούσας, ἐπότιζεν αὐτὸ χρόνους ὁλοκλήρους τρεῖς. Μετὰ δὲ τοὺς τρεῖς χρόνους, ὢ τοῦ θαύματος! ἐβλάστησε τὸ κατάξηρον ξύλον καὶ ἐκαρποφόρησε καρύδια. Πέρνωντας δὲ τὸν καρπὸν ὁ γέρωντάς του, ἐπῆγεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Σκήτεως, καὶ εἶπεν εἰς τοὺς ἀδελφούς. Λάβετε φάγετε ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες καρπὸν ὑπακοῆς. Εἰς δὲ τὴν σελ. 279 τοῦ αὐτοῦ ἀναγινώσκομεν, ὅτι ὁ Ἰωάννης οὗτος εἶπε τὰ ἀξιομνημόνευτα ταῦτα. Ἤτοι, ὅτι ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ὑπεράνω εἰσὶ πασῶν τῶν ἀρετῶν. Ὅθεν καὶ τὸν πάγκαλον Ἰωσὴφ ἡ ταπεινοφροσύνη πέπρακεν. Ἠδύνατο γὰρ εἰπεῖν, ὅτε ἐπωλεῖτο, ὅτι ἀδελφὸς τῶν πωλούντων εἰμί. Ἐπειδὴ δὲ σιωπῶν καὶ ταπεινούμενος, ἐπωλήθη, διὰ τοῦτο ἡ ταπείνωσις κατέστησεν αὐτὸν ἡγούμενον καὶ ἄρχοντα εἰς Αἴγυπτον. Ὁ αὐτὸς εἶπε πάλιν. Τὸ ἐλαφρὸν φορτίον ἀφήσαντες, ἤτοι τὸ νὰ μεμφώμεθα τὸν ἑαυτόν μας, τὸ βαρὺ φορτίον βαστάζομεν, ἤτοι τὸ νὰ δικαιόνωμεν τὸν ἑαυτόν μας. Ὅθεν περὶ τῆς ταπεινώσεως τοῦ Ἰωάννου τούτου, εἶπέ τις τῶν Πατέρων. Ὅτι ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης, διὰ τῆς ταπεινώσεως αὐτοῦ, ἐκρέμασεν ὅλην τὴν Σκῆτιν ἐν τῷ μικρῷ δακτύλῳ αὐτοῦ. Ὁ αὐτὸς δὲ Ἰωάννης ὁ Κολοβὸς εἶπεν. Ὁ χορταζόμενος καὶ λαλῶν μετὰ παιδίου, ἤδη ἐπόρνευσε τῷ λογισμῷ μετ᾿ αὐτοῦ (ἐν τῷ Παραδείσῳ τῶν Πατέρων).

* * *

Γιὰ τὸν μικρόσωμο, ἀλλὰ μεγάλο κατὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ πλούσιο κατὰ τὴ θεία χάρη ὅσιο Ἰωάννη, τὸν Κολοβὸ ἐπονομαζόμενο, τὸ γνωστὸ Γεροντικὸ τῆς Ἐκκλησίας καταγράφει σαράντα (40) τὸν ἀριθμὸ περιστατικὰ καὶ λόγια. Ποὺ θὰ πεῖ ὅτι πρόκειται περὶ ὁσίου ποὺ ἀποτελεῖ σημεῖο ἀναφορᾶς κυρίως γιὰ τοὺς μοναχούς, ἀλλὰ καὶ εὐρύτερα γιὰ κάθε χριστιανό. Ἤδη ὁ μέγας ὅσιος Ποιμὴν (ποὺ ἕνα ἐκτεταμένο μέρος τοῦ Γεροντικοῦ ἀναφέρεται σὲ αὐτὸν) παραπέμπει στὸν μεγάλο κι αὐτὸν ὅσιο Ἰωάννη (κεφ. 13) προκειμένου νὰ δείξει μία σημαντικὴ πλευρὰ τῆς πνευματικῆς ζωῆς: τὸ πῶς ὁ πόλεμος τῶν δαιμόνων διακρατεὶ σὲ ἐγρήγορση τὸν χριστιανὸ καὶ τὸν κάνει νὰ προκόπτει ψυχικά.

Ἀξίζει νὰ δεῖ κανεὶς τὸ συγκεκριμένο κεφάλαιο καὶ τὸ πῶς ἀξιολογεῖται καὶ ἀπὸ ἄλλους Πατέρες.

«Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἰωάννη τὸν Κολοβό, ὅτι παρεκάλεσε τὸν Θεὸ καὶ ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ αὐτὸν τὰ πάθη του καὶ ἔγινε ἀμέριμνος. Πῆγε τότε σ᾿ ἕναν γέροντα καὶ εἶπε: Βλέπω τὸν ἑαυτό μου νὰ ἀναπαύεται καὶ νὰ μὴν ἔχει κανένα πόλεμο. Καὶ τοῦ λέγει ὁ γέρων: Πήγαινε καὶ παρακάλεσε τὸν Θεό, ὥστε νὰ σοῦ ἔλθει ὁ πόλεμος καὶ ἡ συντριβὴ καὶ ἡ ταπείνωση ποὺ εἶχες προηγουμένως. Διότι μὲ τοὺς πολέμους προκόβει ἡ ψυχή. Παρεκάλεσε λοιπὸν ὁ Ἰωάννης κι ἀφοῦ ἦλθε ὁ πόλεμος ποτὲ δὲν προσευχήθηκε νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ ἔλεγε: Δῶσε μου, Κύριε, ὑπομονὴ στοὺς πολέμους».

Ἡ παραπάνω περίπτωση θυμίζει παρόμοιο περιστατικὸ μὲ τὸν σύγχρονό μας ὅσιο Παΐσιο τὸν ἁγιορείτη, ὁ ὁποῖος καὶ αὐτός, κατὰ τὰ περὶ αὐτοῦ γραφόμενα, βρέθηκε σὲ ἴδια δύσκολη κατάσταση: νὰ μὴν ἀντέχει κάποιον πειρασμὸ καὶ νὰ προσεύχεται, ἐπὶ τριετία μάλιστα, νὰ τοῦ τὸν ἄρει ὁ Θεός. Καὶ ὁ Θεὸς πράγματι ὑπήκουσε στὸν δοῦλο Του καὶ ἦρε ἀπὸ αὐτὸν τὸν πειρασμό. Καὶ τί διεπίστωσε ὁ ἅγιος δικός μας Γέροντας; Ὅτι τελικῶς τοῦ ἔκανε κακὸ ἡ ἄρση τοῦ πειρασμοῦ. Διότι ἀκριβῶς, ὅπως καὶ μὲ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Κολοβό, τοῦ ἦλθε ἀμεριμνησία καὶ ἡσυχία. Τρόμαξε λοιπὸν ὁ ὅσιος Παΐσιος, κατάλαβε τὸ «λάθος» του καὶ ἀποδύθηκε σὲ ἄλλη τριετία προσευχῆς, ὥστε νὰ ἐπανέλθει στὰ πρωτύτερα καὶ στὸν πειρασμὸ ποὺ εἶχε. Καὶ ὁ Θεὸς τοῦ τὸν ξανάδωσε.

Ποῦ ἔγκειτο τὸ «λάθος» καὶ στὶς δύο περιπτώσεις ἁγίων; Στὸ ὅτι κατὰ βάθος ἡ ἐπιθυμία ἄρσης τοῦ πειρασμοῦ τοὺς φανέρωνε μία κρυφὴ «ὀλιγοπιστία» τους – ὁ Κύριος ποὺ ἐπέτρεπε τὸν πειρασμὸ δὲν «ἔβλεπε» τὴν ἀδυναμία τους! Μὰ ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀποκαλύπτει τὴν ἄπειρη ἀγάπη του γιὰ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους, ἰδίως δὲ τοὺς ἁγίους του, ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ διαβαθμίζεται ἀνάλογα μὲ τὴν πίστη τοῦ ἀνθρώπου, πρὶν ἐπιτρέψει τὸν ὅποιο πειρασμό, τὸν ἔχει «μετρήσει» κατὰ τὶς ἀντοχὲς καὶ τὶς δυνάμεις μας, ὥστε αὐτὸς νὰ λειτουργεῖ ὑπὲρ ἡμῶν καὶ ὑπὲρ τῆς πνευματικῆς μας προκοπῆς.

Αὐτὸ δὲν σημειώνει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος; «Δὲν πρόκειται νὰ μᾶς ἀφήσει νὰ δοκιμαστοῦμε πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις μας, ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὸν πειρασμὸ θὰ δώσει καὶ τὴ διέξοδο». Κι ἐδῶ βρίσκεται ἕνα παράδοξο θεωρούμενο τῆς πνευματικῆς ζωῆς: μετὰ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἁμαρτία ἡ κάθε προκοπή του, νοούμενη ὡς αὔξηση τῆς σχέσης μὲ τὸν Θεὸ καὶ τῆς χάρης Του, προκύπτει μὲ τὴν ἔλευση ἑνὸς ἢ καὶ πολλῶν ἴσως πειρασμῶν. Διότι ὁ πειρασμός, εἴτε πρόκειται περὶ ἀρρώστιας ἢ ἀτυχήματος ἢ ὅποιας δοκιμασίας προσωπικῆς ἢ καὶ οἰκογενειακῆς, ἀκόμη καὶ ἐπαγγελματικῆς καὶ κάθε σχέσης, προκαλεῖ τὴν πίστη τοῦ ἀνθρώπου, δοκιμάζει τὴν ὑπομονή του, τὸν κάνει νὰ πλατύνεται ἐσωτερικά, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ χωρέσει τελικῶς περισσότερη χάρη Θεοῦ.

Ὅπως τὸ ἀποκαλύπτει ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος μὲ μεγάλη σαφήνεια στὴ γνωστὴ καθολική του ἐπιστολή: «Ἀδελφοί μου, νὰ χαίρεστε ὅταν δοκιμάζεστε ἀπὸ πολλοὺς καὶ διαφόρους πειρασμούς. Γιατὶ πρέπει νὰ ξέρετε ὅτι μέσα ἀπὸ τὴ δοκιμασία τῆς πίστεώς μας γεννιέται ἡ ὑπομονή. Ἡ ὑπομονή σας ὅμως πρέπει νὰ κρατήσει ἕως τὸ τέλος, γιὰ νὰ γίνετε τέλειοι καὶ ὁλοκληρωμένοι καὶ νὰ μὴν ὑστερεῖτε σὲ τίποτε.

Τί συμπληρώνει ὅμως ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ ἀγιογραφικὸς καὶ ὁ πατερικός, ἐν προκειμένῳ; Ὅτι πρὶν ἔλθει ὁ πειρασμὸς ὁ Θεὸς ἔχει δώσει κρυφὰ στηρίγματα στὴν ψυχὴ τοῦ πιστοῦ γιὰ νὰ τὸν ἀντέξει. Κι ὁ μὲν πειρασμὸς εἶναι ἐμφανής, τὰ στηρίγματα ὅμως εἶναι κρυφά. Ὁπότε, πολλὲς φορὲς δυσανασχετεῖ ὁ πιστός, γιατὶ βλέπει τὸ ἐμφανές, ἀλλὰ δὲν βλέπει τὸ κρυφὸ καὶ ἀφανές, τὸ ὁποῖο ὅμως σαφῶς καὶ ὑπάρχει. Συνεπῶς, ὁ Κύριος δὲν μᾶς ἀφήνει ἔκθετους καὶ ἀνυπεράσπιστους στὴν ἀδυναμία μας.

Πρῶτα μᾶς ὀχυρώνει, κι ἔπειτα ἐπιτρέπει τὴν ἐπίθεση καὶ τὴν προσβολή. Κι αὐτὸ μὲ ποιὸ σκοπό; Ὅπως εἴπαμε, γιὰ τὴν ἐν Θεῷ αὔξησή μας. Καλῶς ἢ κακῶς, ὅπως λέμε, τὸ κάθε πνευματικὸ ἀνέβασμα συνοδεύεται ἔτσι μὲ πειρασμό. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς αὐξήσει τὴ χάρη Του, σημαίνει ὅτι Τοῦ ζητᾶμε ταυτόχρονα, μᾶλλον ἀνεπίγνωστα, νὰ ἐπιτρέψει παραπάνω πειρασμούς! Ἔτσι ἑρμηνεύεται βεβαίως καὶ τὸ γνωστὸ λόγιο «ἔπαρον τοὺς πειρασμοὺς καὶ οὐδεὶς ὁ σωζόμενος» – ἡ σωτηρία μᾶς ἔρχεται μέσα ἀπὸ τοὺς πειρασμούς· ὅπως καὶ αὐτὸ ποὺ ἔδωσε προχωρημένος ἀσκητὴς ὡς ἀπάντηση σὲ κάποιους ποὺ τὸν ρώτησαν πῶς ἔμαθε νὰ προσεύχεται: «ὁ διάβολος μὲ ἔμαθε. Γιατὶ μὲ τὶς προσβολές του ἐγὼ κατέφευγα διαρκῶς στὸν Θεό».

Θυμίζει μάλιστα τὸ τελευταῖο αὐτὸ ποὺ ἐξίσου ἔλεγε ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ κολοβός, ὅτι «κάθομαι στὸ κελί μου καὶ βλέπω ἐπάνω μου τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς καὶ ὅταν δὲν μπορῶ νὰ τοὺς ἐξουσιάσω, καταφεύγω πρὸς τὸν Θεὸ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ σώζομαι ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ - σὰν τὸν ἄνθρωπο ποὺ κάθεται κάτω ἀπὸ μεγάλο δένδρο καὶ παρατηρεῖ πολλὰ θηρία καὶ ἑρπετὰ νὰ ἔρχονται πρὸς αὐτόν· καὶ ὅταν δὲν μπορέσει νὰ ἀντεπεξέλθει σ᾿ αὐτά, τρέχει πάνω στὸ δέντρο καὶ σώζεται».

Λοιπόν, γιὰ νὰ ἐπανέλθουμε! Ἡ ἀμεριμνησία τοῦ ὁσίου Ἰωάννη λόγω ἀπομάκρυνσης ἀπὸ αὐτὸν τῶν παθῶν σήμαινε ὄχι τὴν πιὸ εὐτυχὴ στιγμὴ τῆς πνευματικῆς του ζωῆς! Καὶ τὸ κατάλαβε βεβαίως ἀμέσως, μὲ τὴ βοήθεια μάλιστα τοῦ γέροντα ποὺ τὸν βοήθησε.

Καὶ νά, ποὺ ἔχουμε καὶ τὸν λόγο ἑνὸς ἄλλου μεγάλου καὶ σπουδαίου ὁσίου τῆς ἐποχῆς μας, τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ ἀθωνίτου, ποὺ ἀκριβῶς «ἔκρινε» τὸ πνευματικὸ ἐπίπεδο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου στὴ συγκεκριμένη στιγμή, γιατὶ εἶχε διέλθει κι αὐτὸς ἀπὸ τὸ ἴδιο σημεῖο.

Ἂς δοῦμε τὶ ἀκριβῶς λέει καὶ πῶς τὸν «κρίνει», μὲ βάση αὐτὰ ποὺ μᾶς διέσωσε ὁ ὅσιος Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ, ὁ μαθητής του. «Ὁ Γέροντας Σιλουανός, μὲ τὴν ἐξουσία ποὺ ἀπέκτησε ἕνεκα τῆς ὁράσεως τοῦ Χριστοῦ, λέει: “Ἂν ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης λάμβανε τὴ χάρη τῆς προσευχῆς γιὰ τὸν κόσμο, τότε δὲν θὰ παρακαλοῦσε νὰ ἐπανέλθουν τὰ πάθη, ὥστε νὰ ἀγωνίζεται ἐναντίον τους καὶ ἔτσι νὰ παραμένει σὲ ἀδιάλειπτη ἔνθερμη προσευχή”».

Καὶ ἐπαναλαμβάνει παρακάτω: «Ἂν ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβὸς εἶχε λάβει τὴν προσευχὴ γιὰ τὸν κόσμο, δὲν θὰ εἶχε τὴν ἀνάγκη νὰ ζητήσει νὰ ἐπιστρέψουν σὲ αὐτὸν τὰ ἄθλια πάθη». Γιὰ τὸν ἅγιο Σιλουανὸ δηλαδὴ τὸ ὅριο τῆς ἀληθινῆς προσευχῆς, κατεξοχὴν χαρισματικῆς καταστάσεως, εἶναι νὰ προσεύχεται κανεὶς διηνεκῶς μὲ τὴν ἔνταση τῆς ἔμπονης ἀγάπης ποὺ ἀγκαλιάζει τὸν κόσμο ὅλον, ὁλόκληρο τὸν Ἀδάμ, σὰν τὴν προσευχὴ σ᾿ ἕναν βαθμὸ τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Στὴν ὑπερφυῆ αὐτὴ κατάσταση ὁ ἄνθρωπος δὲν ἡσυχάζει ποτὲ – ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ποὺ τὸν συνέχει δὲν τὸν ἀφήνει σὲ καμία ἡσυχία. Ὁ πιστός, κυρίως ὁ μοναχός, «εἶναι ἱκέτης γιὰ ὅλον τὸν κόσμο»!

* * *

Ὅμοιός εἰμι ἀνθρώπῳ καθημένῳ ὑποκάτω δένδρου μεγάλου καὶ θεωροῦντι θηρία πολλὰ καὶ ἑρπετὰ ἐρχόμενα πρὸς αὐτόν, καὶ ὅταν μὴ δυνηθῇ στῆναι κατ᾿ αὐτῶν τρέχει ἄνω εἰς τὸ δένδρον καὶ σῴζεται. Οὕτω κἀγὼ καθέζομαι ἐν τῷ κελίῳ μου καὶ θεωρῶ τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς ἐπάνω μου καὶ ὅτε μὴ ἰσχύσω πρὸς αὐτούς, καταφεύγω πρὸς τὸν Θεὸν διὰ προσευχῆς καὶ σῴζωμαι ἐκ τοῦ ἐχθροῦ.