(ἐγεν. 1786 Καλύβια Ἰθάκης - ἐκοιμ. 2 Μαρτίου 1868 Βαθὺ Ἰθάκης)
Στοιχεῖα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ
Κωνσταντίνου Π. Κανέλλου
Ο ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΚΕΙΜ Ο ΙΘΑΚΗΣΙΟΣ (1786-1868). ΙΘΑΚΗ 2000
Ὁ Ὅσιος Ἰωακεὶμ ὁ Παπουλάκης γεννήθηκε στὸ μικρὸ χωριουδάκι Καλύβια, ἀπέναντι ἀπὸ τὸ Σταυρὸ τῆς Ἰθάκης, τὸ ἔτος 1786.
Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Ἄγγελος καὶ Ἁγνὴ καὶ ἦσαν πιστοὶ χριστιανοί. Ὁ μικρὸς Ἰωάννης (ἔτσι ὀνομαζόταν ὁ Ἅγιος πρὶν γίνει μοναχός) πέρασε δύσκολα παιδικὰ χρόνια, διότι πέθανε ἡ μητέρα του ὅταν αὐτὸς ἦταν ἀκόμα πολὺ μικρός, ὁπότε ὁ πατέρας του Ἄγγελος ξαναπαντρεύτηκε μιὰ σκληρὴ γυναῖκα, ἡ ὁποία δὲν ἔχανε εὐκαιρία νὰ τιμωρεῖ καὶ νὰ βασανίζει τὸν μικρὸ Ἰωάννη. Ὁ Ἰωάννης ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ξεχώριζε ἀπὸ τὰ ἄλλα παιδιὰ τῆς ἡλικίας του. Μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ δυνατὴ πίστη στὸ Χριστό, δὲν ἔλειπε ποτὲ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, νήστευε, προσευχόταν συνεχῶς καὶ σκορποῦσε ἀγάπη καὶ καλωσύνη στοὺς ἀνθρώπους. Μὲ πολὺ ζῆλο μελετοῦσε θρησκευτικὰ βιβλία καὶ κυρίως τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο.
Νέος ἐργάστηκε ὡς ναυτικός. Σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ ταξίδια του, ἔφυγε ἀπὸ τὸ πλοῖο καὶ πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἔκει ἔγινε μοναχὸς στὴν Ἱ. Μονὴ Βατοπαιδίου καὶ ἀπὸ Ἰωάννης ὀνομάστηκε Ἰωακείμ.
Στὸ μοναστήρι ἔμεινε 20 περίπου χρόνια καὶ ἔγινε ὑπόδειγμα ἀρετῆς καὶ πνευματικῆς προκοπῆς ἀνάμεσα στοὺς ὑπόλοιπους μοναχούς. Ὅταν ξέσπασε τὸ 1821 ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση φεύγει ἀπὸ τὸ μοναστήρι κι ἔρχεται ὡς Ἱεραπόστολος στὴν Πελοπόννησο. Ἀπὸ ἐκεῖ φυγαδεύει στὰ Ἑπτάνησα πολλοὺς γέρους καὶ γυναικόπαιδα μαζὶ μὲ τὸν παπα-Γιάννη Μακρῆ ἀπὸ τὴν Πύλαρο τῆς Κεφαλονιᾶς.
Τὰ Ἑπτάνησα τότε τὰ κατεῖχαν οἱ Ἀγγλοι, ὕπουλοι ἐχθροὶ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὁ Ἅγιος Ἰωακεὶμ νιώθοντας τὸν κίνδυνο, δὲν ἐπιστρέφει στὸ μοναστήρι του, ἀλλὰ ἔρχεται στὴν πατρίδα του Ἰθάκη, ὅπου γιὰ σαράντα περίπου χρόνια, πηγαίνοντας ἀκούραστος σὲ κάθε χωριὸ καὶ κάθε σπίτι τοῦ νησιοῦ, διδάσκει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, βοηθᾷ τοὺς ἀπόρους καὶ τοὺς φτωχούς, κτίζει ἐκκλησίες, ἐνημερώνει καὶ ἐλέγχει τοὺς κατοίκους στὰ θέματα τῆς πίστης.
Ζώντας ὁ ἴδιος μὲ μεγάλη ἄσκηση καὶ σὲ ἐκούσια φτώχεια, ἀποτελεῖ τὸ στήριγμα, τὴν παρηγοριά, τὴν ἐλπίδα ὅλων τῶν κατοίκων τῆς Ἰθάκης. Γιὰ τὴν μεγάλη του ἀρετὴ καὶ τὴν ὑψοποιό του ταπείνωση ὁ Θεὸς τὸν προίκισε μὲ τὸ ἰαματικὸ καὶ προφητικὸ χάρισμα, μὲ σκοπὸ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ψυχικὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Γι᾿ αὐτὸ καὶ στὶς καρδιὲς καὶ συνειδήσεις τῶν ντόπιων ἀνέκαθεν ὁ Παπουλάκης ἦταν ὁ Ἅγιός τους.
Ὁ Ἅγιος Ἰωακεὶμ κοιμήθηκε στὶς 2 Μαρτίου 1868. Ἡ ἐπίσημη ἀναγνώρισή του ὡς Ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας μας ἔγινε τὸν Μάρτιο τοῦ 1998. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται τὴν 23ην Μαΐου ἑκάστου ἔτους, (ἡμέρα ἀνακομιδῆς ἱερῶν λειψάνων).
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: Παναγιώτης Μπούρδαλας
Ὁ σύγχρονος αὐτὸς ἅγιος γεννήθηκε τὸ 1786 στὸ μικρὸ χωριουδάκι Καλύβια τοῦ τότε δήμου Πολυκτορίων τῆς νήσου Ἰθάκης, ἀπέναντι ἀπὸ τὸ Σταυρό. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Ἄγγελος Πατρίκιος καὶ ἦταν ντόπιος, ἐνῷ ἡ μητέρα του, Ἁγνή, καταγόταν ἀπὸ τὴν Πρέβεζα. Οἱ γονεῖς του ἦταν πιστοὶ χριστιανοὶ (ὀρθόδοξοι). Πρόλαβαν καὶ ἀπέκτησαν τὸν μικρὸ Ἰωάννη πρὶν ὁ πλοίαρχος πατέρας του ξαναπαντρευτεῖ ἐπειδὴ σύντομα ἔχασε τὴν σύζυγό του Ἁγνή.
Ὁ μικρὸς Ἰωάννης ὅμως δέχτηκε, ἀντὶ γιὰ ἀγάπη, τὸ μίσος καὶ τὶς ἐπιβουλὲς τῆς μητρυιᾶς του. Τὸ παιδὶ αὐτὸ ὅμως εἶχε σπουδαία χαρίσματα καὶ ἀγάπη στὴν ἐκκλησία, ἤδη ἀπὸ τὴν μικρή του ἡλικία. Μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ δυνατὴ πίστη στὸ Χριστό, δὲν ἔλειπε ποτὲ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, νήστευε, προσευχόταν συνεχῶς καὶ σκορποῦσε ἀγάπη καὶ καλοσύνη στοὺς ἀνθρώπους. Μὲ πολὺ ζῆλο μελετοῦσε θρησκευτικὰ βιβλία καὶ κυρίως τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο.
Αὐτὸ σκλήρυνε ἀκόμη περισσότεροι τὴν ἀφιλόστοργη μητρυιά. Ἔτσι ἔπεισε τὸν πατέρα του νὰ παρατήσει τὴν ἐκπαίδευσή του (ποὺ τάχα αὐτὸ παραμελοῦσε) καὶ νὰ ἐργαστεῖ σὲ ξένο καράβι. Ὅμως καὶ ἐκεῖ ὁ μικρὸς Ἰωάννης δὲν παραμελοῦσε τὴν πνευματική του ζωή. Σύντομα ὅμως τὸ παιδικό του μαρτύριο τελείωσε (ὅταν ἔγινε δεκαεπτὰ ἐτῶν).
Κάποτε (τὸ 1803) τὸ καράβι του ἀγκυροβόλησε στὸ λιμάνι τῆς Ἱ Μ. Βατοπαιδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ τὸ μικρὸ ναυτόπουλο (ὁ Ἰωάννης) βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ πάει νὰ προσκυνήσει. Οἱ μελέτες του σὲ βίους Ἁγίων καὶ ἡ πνευματική του ἐνασχόληση ἦταν ἀρκετά, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ κατανοήσει τὴν ζωὴ στὸ μοναστήρι. Σαγηνεύτηκε μόλις μπῆκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ καὶ μετὰ τὶς παρακλήσεις του πρὸς τὸν ἡγούμενο αὐτὸς κάμφθηκε, παρὰ τὸ μικρὸ τῆς ἠλικίας του. Τὸ τελευταῖο ἐμπόδιο, τὸν καπετάνιο, νίκησε μὲ τὴν μεγάλη του ἀποφασιστικότητα, τὰ ἐπιχειρήματά του ἀλλὰ καὶ τὴν Θεία Βοήθεια.
Αὐτή του ἡ ἀπόφαση στεναχώρησε πολὺ τὸν φυσικό του πατέρα, ἀντίθετα μὲ τὴν χαιρέκακη μητρυιά του ποὺ χάρηκε, ἐπειδὴ ἀπαλλάχθηκε ἀπ᾿ αὐτόν. Ἡ ἐμπειρία τοῦ δοκίμου Ἰωάννη στὰ μακρινὰ ταξίδια ἀποδείχθηκε ἰσχυρὴ βάση γιὰ τὴν ἀρχὴ τῆς καλογερικῆς ζωῆς, μαζὶ μὲ τὴν ἀγαθότητα τῆς φύσης του.
Σύντομα φάνηκε ἡ καρποφορία τοῦ ἀγώνα του καὶ προβιβάστηκε σὲ μικρόσχημο μοναχό, μὲ τὸ νέο ὄνομα Ἰωακείμ. Στὰ διάφορα διακονήματα, ἀπὸ τὰ πιὸ μικρὰ ἕως τὰ πιὸ μεγάλα, ξεδίπλωνε τὴν προσωπικότητά του. Τότε πῆρε καὶ τὸ μεγάλο σχῆμα καὶ ἀνέλαβε σύμβουλος στὰ πιὸ ὑπεύθυνα καὶ ἐπίσημα ζητήματα διοίκησης τῆς Ἱερᾶς Μονῆς. Πρέπει νὰ ὑπενθυμίσουμε ἐδῶ ὅτι τὰ χρόνια αὐτὰ ἡ Ἀθωνιάδα Σχολή, μέσα στὰ ὅρια αὐτῆς τῆς Μονῆς, βρισκόταν σὲ μεγάλη ἄνθηση καὶ ὁπωσδήποτε πῆρε πολλὰ καὶ ὁ Ἰωακείμ.
Ὁ οἰκονόμος τῆς Ἱ. Μ. Βατοπαιδίου, ἀσκητικὸς καὶ φιλόπονος Ἰωακείμ, φεύγει μὲ εὐλογία ἀπὸ τὴν Ἱ. Μονὴ καὶ γίνεται ἐργάτης γιὰ στήριγμα καὶ κατάρτιση τοῦ πονεμένου καὶ καταπιεσμένου λαοῦ στὰ χρόνια της ἐπανάστασης τοῦ 1821. Ἔρχεται στὴν Πελοπόννησο. Κύριο μέλημά του ἦταν ὁ ἄμαχος πληθυσμός, ποὺ περιφέρονταν συχνὰ διωγμένος χωρὶς τροφὴ καὶ σκεπάσματα, κυρίως ὅμως χωρὶς ἠθικό.
Ἀπὸ ἐκεῖ φυγαδεύει στὰ Ἐπτάνησα πολλοὺς γέρους καὶ γυναικόπαιδα μαζὶ μὲ τὸν παπα-Γιάννη Μακρῆ ἀπὸ τὴν Πύλαρο τῆς Κεφαλονιᾶς. Ἔτσι ἔσωσε πολλὲς οἰκογένειες ἀπὸ βέβαιο ἀφανισμό. Τὰ Ἐπτάνησα τότε τὰ κατεῖχαν οἱ Ἄγγλοι, ὕπουλοι ἐχθροὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολῆς, τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τοῦ λαοῦ, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς Ὀθωμανοὺς Τούρκους ποὺ εἶχαν φανερὴ ἀπὸ χρόνια πολιτική. Βεβαίως δὲν παρέλειπε νὰ ἀναπτερώνει τὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα τοῦ λάου ποὺ συχνὰ κινδύνευε καὶ ἀπὸ τὰ τάματα τῶν Τούρκων μὲ ἀντάλλαγμα τὸν ἐξισλαμισμό.
Ὅταν κόπασε στὸν Μοριᾶ καὶ τὴν Ῥούμελη ἡ λαίλαπα τοῦ πολέμου, ὁ ὅσιος Ἰωακείμ, ὁ ἐπονομαζόμενος πλέον Παπουλάκης, ἀποσύρθηκε στὴν ποθητή του ἡσυχία. Δὲν γύρισε ὅμως στὸν Ἄθωνα, ἀλλὰ προτίμησε τὰ ἡσυχαστικὰ μέρη τῆς γενέτειρας τοῦ Ἰθάκης.
Ἔτσι ἔγινε, μὲ θεία ἔμπνευση, ὄργανο διπλῆς ἀγάπης: καὶ πρὸς τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸν ἔμεινε στὸ δάσος «Ἀφεντικὸς Λόγγος» μὲ αὐστηρὴ ἄσκηση, μισόγυμνος, μὲ νηστεία καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή. Ἐκεῖ ὁ ὅσιος ἀνέβηκε στὴν βαθμίδα τοῦ θείου φωτισμοῦ. Ἡ Θεία Χάρη τοῦ ἔγινε πλέον ἐνδημικὴ (δηλαδὴ μόνιμη) κατάσταση.
Ἐκεῖ γιὰ σαράντα περίπου χρόνια, πηγαίνοντας ἀκούραστος σὲ κάθε χωριὸ καὶ κάθε σπίτι τοῦ νησιοῦ, διδάσκει μὲ τὸ ὑπόδειγμά του καὶ τὸ λόγο του τὴν ὀρθόδοξη πίστη, βοηθᾷ τοὺς ἀπόρους καὶ τοὺς φτωχούς, κτίζει ἐκκλησίες, κάνει ἐνέργειες πέρα ἀπὸ τὰ καθιερωμένα καὶ φυσικὰ δείχνει πολλὰ σημάδια θεϊκῆς χάρης. Ἰδιαίτερα τῆς παντοειδοῦς ἀγάπης, τῆς προορατικότητας καὶ ἰαματικότητας.
Μέσα στὸ φαράγγι Γοῦβες, ποὺ βρισκόταν μὲ τὴν πολὺ αὐστηρὴ ἄσκησή του, ἄρχισε νὰ γίνεται γνωστὸς στοὺς γύρω κατοίκους. Γι᾿ αὐτὸ καὶ στὶς καρδιὲς καὶ συνειδήσεις τῶν ντόπιων ἀνέκαθεν ὁ καλόγερος Ἰωακεὶμ ἦταν ὁ «Παπουλάκης», ὁ ἅγιός τους...
Ὁ «Παπουλάκης» ἔγινε σιγὰ-σιγὰ τὸ κύριο ἐνδιαφέρον τοῦ λαοῦ τῆς Ἰθάκης. Ἐκεῖ παρηγοροῦσε τοὺς θλιμμένους, στήριζε τοὺς ἀδυνάτους καὶ ἀσθενεῖς, παρακινοῦσε στὴν εὐσέβεια καὶ στὰ χρηστὰ ἤθη, τὰ ὁποῖα ἡ ξενοκρατία στὰ Ἐπτάνησα εἶχε παραγκωνίσει. Τὰ χρήματα ποὺ τοῦ ἔδινε ὁ λαός, ἀμέσως τὰ «ἐπένδυε» στὸ χρηματιστήριο ποὺ λέγεται «προσφορὰ στοὺς φτωχούς». Ἐπιπλέον, μὲ τὴ θεία διορατικότητά του, προλάμβανε ἐπιβολές, φόνους, ἀντεκδικήσεις.
Μὲ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν βαθιὰ πίστη ποὺ εἶχε ἀποκτήσει, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μέσα ἀπὸ αὐτὸν ἔλυνε στειρώσεις, πρόλεγε τὰ μέλλοντα καὶ ποιοῦσε πολλὰ θαυμαστά, μὲ ἀποτέλεσμα σὲ λίγα χρόνια ἡ πνευματικὴ μεταβολὴ τοῦ λαοῦ τῆς Ἰθάκης νὰ γίνει αἰσθητή. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἀρχηγὸς τοῦ κακοῦ, μέσῳ φθονερῶν ἀνθρώπων, διέδωσε τὴν κακοήθεια ὅτι ὁ Ὅσιος προφήτεψε μεγάλο σεισμό, ὥστε νὰ ἀνησυχήσει ὁ Ἄγγλος κυβερνήτης τοῦ τόπου. Ὁ γέροντας τότε κλήθηκε σὲ ἀπολογία ἀπ᾿ αὐτὸν ἀλλά, παρ᾿ ὅλες τὶς ἐξηγήσεις τοῦ ὁσίου, ὁ ὑπερήφανος Ἄγγλος κατηγόρησε καὶ τὸν γέροντα ἀλλὰ καὶ τὸν μοναχισμό (του) καὶ κινήθηκε νὰ σηκωθεῖ γιὰ νὰ κακοποιήσει μὲ ὀργὴ τὸν ὅσιο. Τότε ξαφνικὰ ἡ πολυθρόνα τοῦ κυβερνήτη συντρίφτηκε καὶ αὐτὸς ἔπεσε ἀναίσθητος!!! Ὅταν ἀργότερα συνῆλθε, ἔπεσε ὁ ὑπερόπτης στὰ πόδια τοῦ γέροντα καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν ἄδεια νὰ συνεχίσει ἀπερίσπαστος τὸ ἔργο του...
Ἀργότερα ὁ ὅσιος ἔμεινε σὲ κελλί, στὸν Ἅγιο Νικόλαο Μαυρωνᾶ καὶ μετὰ σὲ ἕνα μικρὸ σπίτι, ποὺ τοῦ παραχωρήθηκε στὴ Ῥάχη Κιονίου (ΒΑ τῆς νήσου). Τότε ὁ Παπουλάκης παρακίνησε τοὺς κατοίκους καὶ ἔκτισαν δικό τους ναὸ καὶ αὐτὸς ἀνέλαβε τὴν ἐπιστασία του. Ὁ ναὸς ἦλθε σὲ πέρας καὶ ἀφιερώθηκε στὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου. Γυρνοῦσε βέβαια ἀπὸ τόπο σὲ τόπο καὶ ἔκτιζε ναούς, μικροὺς ἢ μεγάλους.
Στὴν κοινότητα τοῦ Σταυροῦ (Β. τοῦ νησιοῦ) ὑπῆρχε ναΰδριο ἐρειπωμένο, ἡ Ἁγία Βαρβάρα, μὲ μία χαρουπιὰ φυτρωμένη στὸ Ἱερό του. Ὁ Ἅγιος τὴν ξερίζωσε καὶ ἐπανίδρυσε τὸν ναὸ μαζὶ μὲ τὴν πρόθυμη συμμετοχὴ τοῦ φτωχοῦ λαοῦ. Ὅταν αὐτὸς ἀποδείχτηκε ἀνεπαρκής, γύρω του ἔκτισε μεγαλύτερο καὶ ὅταν ἀποπερατώθηκε, γκρέμισε τὸν μικρό. Ἀργότερα γύρω ἀπὸ τὸν μεγάλο ναό, μὲ τὴν εὔνοια τῆς Ἁγίας Βαρβάρας ἔκτισε κελιὰ γιὰ μοναχοὺς ποὺ ἔγιναν καὶ ξενώνας προσκυνητῶν. Τὴν ἴδια περίοδο στὴν κοινότητα Ἀνωγῆς (πάνω στὸ βουνό), ἐνέσκυψε ἰσχυρὴ ἐπιδημία πανώλης καὶ ὁ ὅσιος ἔγινε «ἄμισθος ἰατρός».
Τότε ὁ Ἅγιος παρακίνησε τοὺς Ἀνωγῆτες καὶ ἔκτισαν ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου. Προσευχήθηκαν ὅλοι μαζὶ στὸν Ἅγιο καὶ κόπασε ἡ ἐπιδημία. Ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία τοῦ ἁγίου ἐπεκτάθηκε καὶ στὴν πολιτική, μὲ ἀγῶνα γιὰ τὴν ἕνωση τῆς Ἰθάκης (καὶ τῆς Ἑπτανήσου) μὲ τὴν ἐλεύθερη ἀπὸ Τούρκους χώρα, ἀφοῦ ἡ τακτικὴ τῆς «πολιτισμένης ἀλεποῦς» (Ἀγγλίας) ἦταν πολλὲς φορὲς σκληρότερη συνολικὰ στὴ ζωὴ καὶ ἐπικίνδυνη γιὰ πλήρη ἀλλοίωση τῆς πνευματικῆς ὑπόστασης τῶν χριστιανῶν. Σὲ ὅσους λιποψυχοῦσαν ἔδινε θάρρος καὶ προφήτεψε πὼς ἡ ἕνωση θὰ γίνει χωρὶς πόλεμο, γιατὶ ἡ Ἀγγλία θὰ φύγει, ὅπως καὶ ἔγινε.
α) Ὅταν μόναζε στὸν Ἄθωνα καὶ εἶχε βρεθεῖ γιὰ ὑπηρεσία στὸν ἔξω κόσμο, συνάντησε οἰκογενειάρχη ἄνθρωπο σὲ ἄθλια κατάσταση. Ἡ αἰτία τῆς δυστυχίας του ἦταν πὼς ὑπηρετοῦσε κάποιο γιατρὸ ὡς δοῦλος, γιατὶ τοῦ ὄφειλε χρήματα γιὰ τὴ θεραπεία τῆς γυναίκας του, ποὺ ὅμως δὲν διέθετε. Τότε ὁ καλόγερος ἄφησε τὶς δικές του ὑποθέσεις καὶ τὸν ἀντικατέστησε.
Ὁ γιατρὸς ποὺ δέχτηκε τὴν ἀλλαγή, τοῦ ἔδωσε καινούργια παπούτσια καὶ ροῦχα γιὰ λόγους ἀξιοπρεποῦς ἐμφάνισης. Ὅμως παπούτσια καὶ ροῦχα ἔμεναν μόνο γιὰ μία μέρα, ἀφοῦ μοναχὸς Ἰωακεὶμ τὰ μοίραζε στοὺς μὴ ἔχοντες... Ὁ γιατρὸς βλέποντας ὅλα αὐτὰ μαζὶ μὲ τὴν ἀσκητικὴ καὶ πνευματικὴ ζωή του, δὲν ἄντεξε νὰ τὸν ὑπηρετεῖ ἅγιος ἄνθρωπος καὶ τὸν ...ἀπέλυσε...
β) Ἐνῷ ἡ «παλαιὰ Ἑλλάδα ἀπελευθερωνόταν ἀπὸ τὸν τούρκικο ζυγό, τὰ Ἐπτάνησα εἶχαν ἀκόμη τὸν ἀγγλικό. Ὁ Παπουλάκης πότε διέγειρε τὸ ζῆλο τῶν πατριωτῶν, πότε τοὺς ἔδινε θάρρος ὅταν λιποψυχοῦσαν καὶ πότε προορατικὰ τοὺς ἔλεγε πὼς θὰ ἀπελευθερωθοῦν ἀναίμακτα. Γιὰ τὶς πολυποίκιλες αὐτὲς δράσεις του ὅμως δέχτηκε μερικὲς φορὲς τὶς ἀπειλὲς καὶ κοροϊδίες τῶν ἀμελῶν. Δέχτηκε τὴν σκληρότητα, τὸ φτύσιμο, τὸ πετροβολητὸ χωρὶς παράπονο καὶ μνησικακία. Εἶχε τεράστια ὑπομονὴ γιατὶ ἤξερε τὸ ταξίδι γιὰ τὴν θεία Ἰθάκη...
γ) Ἡ Αἰκατερίνη Χ. Παΐζη (Λιανοῦ) καὶ ὁ Λ. Βεντούρας ἀπὸ τὸ Βαθὺ Ἰθάκης ἀφηγήθηκαν ὅτι κατὰ τὸ ἔτος 1848 μεγάλη πείνα μάστιζε τὴν Ἰθάκη καὶ εἰδικὰ τοὺς ἔξω δήμους τοῦ νησιοῦ. Ἄλεθαν ὅ,τι εὕρισκαν: ὄσπρια, καρπούς, ἀγριοκούκια καὶ ὅ,τι ἄλλο φαινόταν κατάλληλο γιὰ νὰ ἀνακουφίσει τὴν πείνα τους. Τότε ἄραξε, χωρὶς νὰ ἀναμένεται, στὴν Ἰθάκη ἕνα σκάφος ἀπὸ τὸ Γαλαξείδι μὲ φορτίο ἀραβοσίτου. Σὲ τέτοιες περιπτώσεις οἱ μαυραγορίτες ἔκαναν χρυσὲς «δουλειὲς» ἄγριας ἐκμετάλλευσης.
Ὁ Παπουλάκης προθυμοποιήθηκε νὰ τὸ πληρώσει ὅλο αὐτὸς γιὰ νὰ τὸ μοιράσει στὸ λαό. Ἡ ἐκτὸς κοινῆς λογικῆς πράξη αὐτὴ τοῦ ἁγίου Γέροντα δὲν εἶχε ἄλλο σκοπό, παρὰ νὰ ἐμποδίσει τὴν ὁρμὴ τῶν ἐμπόρων νὰ ἐκμεταλλευτοῦν ἄγρια τὸ λαὸ καὶ εἰδικὰ τὰ φτωχότερα στρώματά του. Τότε εἰδοποίησε τὸν κόσμο νὰ φέρνει ὁ καθένας τὸ σκεῦος του γιὰ νὰ τοῦ μοιράζει ἀραβόσιτο, πράγμα ποὺ κράτησε περίπου μιὰ βδομάδα!
Μόλις τελείωσε ἡ διανομή, ὁ Καπετάνιος ζήτησε τὰ χρήματά του, ἀλλὰ ὁ Παπουλάκης δυστυχῶς δὲν τὰ εἶχε ἀκόμη συγκεντρώσει ἀπὸ τοὺς ...πλούσιους. Τὸν κατάγγειλε στὴν ἀγγλικὴ ἀστυνομία, ἡ ὁποία τὸν ἐπέπληξε αὐστηρά, θεωρώντας τὴν ἐνέργειά του αὐτὴ ὡς ἀπάτη. Μὲ ὕψος ἀποφασιστικότητας καὶ βάθος ταπείνωσης, ὁ Γέροντας, ζήτησε «μικρὴ προθεσμία», ἡ ὁποία τοῦ δόθηκε. Ἔστειλε ἐπιστολὲς σὲ διάφορους φίλους του καὶ σὰν ἁγιορείτης ποὺ ἦταν ἀποτάθηκε καὶ στὴ μονὴ τῆς μετάνοιάς του καὶ στοὺς ἄλλους ἁγιορεῖτες ἡγουμένους, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσουν. Συγκέντρωσε σύντομα ὅλο τὸ ποσὸ καὶ ἀπέδειξε τὴν πατρική του φροντίδα καὶ πρόνοια στὴν κατάλληλη στιγμὴ ποὺ ἐπιβαλλόταν ἡ προστασία τοῦ φτωχοῦ λαοῦ.
Πέρα ἀπὸ τὴν ὅλη του ζωή, πολλὰ συγκεκριμένα σημεῖα ἁγιότητας ἔχουν καταγραφεῖ. Χαρακτηριστικὰ ἀναφέρουμε:
α. Ὁ Διονύσιος Παξινὸς ἀπὸ τὸν Σταυρό, ἀνέφερε ὅτι ὁ Παπουλάκης θεράπευσε μία κυρία μὲ τὸ παιδί της. Ἡ μητέρα ἔπασχε ἀπὸ ὀφθαλμία πυορροϊκὴ καὶ τὸ παιδὶ ἀπὸ ἐκλαμπτικοὺς σπασμούς. Τοὺς θεράπευσε καὶ τοὺς δυὸ μὲ τὴν προσευχή του ἀφοῦ τοὺς σταύρωσε μὲ τὴν ράβδο του, τοὺς ἀποκάλυψε ὁ «ἄμισθος ἰατρός» καὶ τὴν συνομιλία ποὺ εἶχαν κρυφὰ σὲ μακρινὸ καὶ ἀπόμερο τόπο γιὰ τὴν ἀμοιβὴ ποὺ θὰ τοῦ προσέφεραν.
β. Ἀφηγήθηκε ὁ κ. Δ. Ζαβερδίνος ἀπὸ τὸ Σταυρὸ πὼς ὁ χωριανός του καπετὰν Λάμπρος Ραυτόπουλος, πῆγε κάποτε μὲ τὸ πλοῖο του (γολέτα) στὴν Βενετία γιὰ ξυλεία τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, ποὺ κτιζόταν, ἀλλὰ δὲν γύριζε. Μετὰ τρεῖς μῆνες ὅλοι πίστευαν ὅτι ἔγινε ναυάγιο. Ὁ Παπουλάκης, ἀφοῦ προσευχήθηκε τοὺς εἶπε πὼς σὲ λίγες ἡμέρες φτάνει μαζὶ μὲ τὴν ξυλεία. Πράγματι ἡ πρόρρηση τοῦ γέροντα βγῆκε ἀληθινή.
γ. Ἡ Αἰκατερίνη Χ. Παΐζη διηγήθηκε ἀκόμη, ὅτι στὸ Πέρα Χωριὸ ἡ οἰκογένεια Καχρίλα ἔταξε μόνη της κρυφὰ νὰ δώσει 12 τάλληρα στὴν Ἁγία Βαρβάρα. Μετὰ εἶπε ὁ ἄντρας στὴν γυναίκα: «θὰ δώσω μονὸ τὰ ἕξι τάλληρα, γιατὶ οἱ καλόγεροι τὰ τρῶνε». Ὅταν πῆγαν λοιπὸν νὰ τὰ δώσουν στὸν ὅσιο (σὲ ἄλλο σπίτι) τὰ ἄφησαν πάνω στὸ τραπέζι. Ὁ ὅσιος μὲ ἠρεμία τοὺς εἶπε: «Εἶναι περιττὸ παιδιά μου, ἐφόσον οἱ καλόγεροι τὰ τρῶνε». Ὁ ἄντρας τότε θορυβήθηκε, ἐξομολογήθηκε δημόσια τὸ σφάλμα του, ἔδωσε ἄλλα ἕξι τάλληρα καὶ συγχωρέθηκε.
δ. Διηγήθηκε ὁ Ι. Δ. Ραυτόπουλος ἀπὸ τὸ Κιόνι, ὅτι στὶς 7-2-1867 φιλοξενεῖτο ὁ ὅσιος στὸ Κιόνι, τὴν νύκτα ξυπνάει ἔντρομος καὶ ξυπνάει τὸν οἰκοδεσπότη ἀναγγέλλοντάς του ὅτι ἔρχεται σκληρὴ δοκιμασία καὶ μεγάλο κακό. Ἄναψαν φωτιά, λιβάνισαν καὶ προσευχήθηκαν. Τὰ ξημερώματα μεγάλος σεισμὸς ἔγινε στὴν Ἰθάκη καὶ Κεφαλλονιὰ μὲ πολλὲς ζημιὲς καὶ καταστροφές.
Τὴν 1η Μαρτίου 1868, ὁ ὅσιος Παπουλάκης ἡσύχαζε στὸ σκληρὸ στρῶμα του στὸ σπίτι τοῦ φιλόχριστου Χ, Παΐζη (Λιανοῦ) στὸ Βαθὺ τῆς Ἰθάκης. Προέλεγε ἀτάραχα καὶ γαλήνια πὼς ἑτοιμάζεται γιὰ τὸ αἰώνιο ταξίδι του. Τροφὴ δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ δεχθεῖ. Κάλεσε γιὰ τελευταία φορὰ κοντά του τὸν ἐνάρετο ἱερομόναχο Ἀγάπιο, ἐξομολογήθηκε καὶ μετὰ σιώπησε, προσδοκώντας νὰ παραδώσει τὸ πνεῦμα του στὸν Πλάστη του. Ἦταν Παρασκευή.
Μετὰ τὰ μεσάνυχτα ἡ ὑγεία του βάρυνε καὶ στὶς πέντε τὸ πρωὶ τοῦ Σαββάτου 2-3-1868 κοιμήθηκε τὸν μακάριο ὕπνο τῶν δικαίων, Τὴν κηδεία του, μὲ ἐντολὴ τοῦ μητροπολίτη, ἀνέλαβε ὁ ἡγούμενος τῆς Ἱ. Μ. Καθαρῶν. Ἐπάνω του δὲν βρῆκαν κανένα χρηματικὸ ποσόν. Ἡ παντελής του φτώχεια ἐπισφράγισε τὴν τέλεια ἀσκητικὴ καὶ ἀγαπητικὴ ζωή του. Μόνο στὸ δεξί του χέρι βρῆκαν ἕνα χαρτὶ μὲ τὴν ἐπιθυμία του νὰ ταφεῖ πίσω ἀπὸ τὸ ἱερὸ τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, στὸν Σταυρό. Σαφῶς καὶ ἐκπληρώθηκε ἡ τελευταία του ἐπιθυμία, μὲ πάνδημη συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ τῆς Ἰθάκης, ἀφοῦ πρῶτα ψάλθηκε ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία στὸν Ἅγιο Νικόλαο, στὸ Βαθύ. Ἡ ἀκολουθία μέχρι τὸν Σταυρό, ἔγινε πεζῂ κάτω ἀπὸ καταρρακτώδη βροχή. Μόνο τὸ ἅγιο λείψανο δὲν βράχηκε...
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου ἀναφέρονται πάνω ἀπὸ 10 θαύματα ἐπίκλησης τοῦ ὁσίου. Π.χ. ἡ κ. Ἀναστασία Λεκατσᾶ ἀπὸ τὰ Καλύβια, θυμάται ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν 15 ἐτῶν, τὸν βοσκὸ Σπύρο Παΐζη ποὺ τὶς καλοκαιρινὲς νύχτες κοιμόταν μὲ τὸ κοπάδι του στὸ βουνό. Αὐτὸς ἔλεγε μὲ δέος, ὅτι κάποια νύχτα ἔβλεπε φῶς ἀπὸ τὸ ἀπέναντι βουνὸ τῆς Βίγλας, νὰ ἀνεβαίνει καὶ νὰ πηγαίνει στὴν Ἁγία Βαρβάρα καὶ νὰ χάνεται πίσω στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου.
Ἡ πνευματικὴ γενέτειρα τοῦ Ἁγίου (Ἱ. Μ. Βατοπαιδίου) ἀνέλαβε νὰ προβάλλει τὸν Ἅγιο στὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ. Ἔτσι τὸ 1991 ὁ ἡγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς Ἀρχ. Ἐφραὶμ καὶ πατέρες τῆς ἀδελφότητας πῆγαν στὴν Ἰθάκη καὶ μαζὶ μὲ τὸν μητροπολίτη καὶ τὴν βοήθεια κατοίκων τοῦ νησιοῦ ἐντόπισαν τὸν τάφο.
Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου ἔγινε στὶς 23-5-1992 ἀπὸ τοὺς ἴδιους καὶ μὲ εὐλογία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου, ἀφοῦ πρῶτα ἔγινε Θεία Λειτουργία. Ψάλλοντας τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη», ἔγινε ἡ ἀνακομιδή. Εἶναι ἀξιοσημείωτο πὼς ἡ χαριτόβρυτος κάρα τοῦ Ἁγίου μοιράστηκε στὰ δυὸ ἀπὸ μόνη της καὶ ἡ εὐλογία πῆγε καὶ στὴν Ἱ. Μητρόπολη Λευκάδος καὶ Ἰθάκης καὶ στὴν Ἱ. Μονὴ Βατοπαιδίου. Ἡ τελευταία ἐπιφύλαξε θερμὴ ὑποδοχὴ μετὰ ἀπὸ 170 ἔτη.
Ἡ ἀναγνώριση τῆς ἁγιότητας τοῦ Ἰωακεὶμ τοῦ Βατοπαιδινοῦ Παπουλάκη, δὲν μπορεῖ νὰ ἀμφισβητηθεῖ, διότι προέκυψε μὲ τὴν παραδοσιακὴ διαδικασία. Πρῶτα ἀναγνωρίστηκε ἀπὸ τὰ θεῖα χαρίσματα ποὺ τοῦ δόθηκαν καὶ σκόρπισε πρὸς κάθε κατεύθυνση. Κατόπιν πέρασε στὴν συνείδηση τοῦ λαοῦ αὐθόρμητα. Καὶ κατόπιν ὁδηγήθηκε ἡ διοίκηση νὰ κάνει τὴν ἐπίσημη πράξη.
Ἔτσι στὶς 19-3-1998 μὲ ἀρ.πρωτ. 323 τῆς Πατριαρχικῆς καὶ Συνοδικῆς Πράξεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, μετὰ ἀπὸ εἰσήγηση τόσο τῆς Ἱ. Μ. Βατοπαιδίου, ὅσο καὶ τῆς Δ. Ι. Σ. τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (ἐπὶ Ἀρχιεπισκόπου Σεραφείμ).
Ἔτσι θεσπίστηκε «... ὅπως ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς εἰς αἰῶνα τὸν ἅπαντα, Ἰωακεὶμ ὁ Βατοπαιδινὸς ὁ Παπουλάκης ξυναριθμεῖται τοῖς ὀσίοις καὶ ἁγίοις τῆς Ἐκκλησίας ἀνδράσοιν, ἐτησίοις ἱεροτελεστίες καὶ ἀγρυπνίαις τιμώμενος, καὶ ὕμνοις ἐγκωμίων γεραιρόμενος, τῇ μὲν β´ Μαρτίου, ἐν ᾗ μακαρίως πρὸς τὸν Κύριον ἐξεδήμησεν, τῇ δὲ ι´ / κγ´ Μαΐου, ἐπὶ τῇ ἀνακομιδῇ τῶν ἱερῶν αὐτοῦ λειψάνων...».
1. Γέροντος Ἰωσήφ, Ὁ Παπουλάκης, Ἅγιος Ἰωακεὶμ ὁ Βατοπαιδινός, ΨΥΧΩΦΕΛΗ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΑ 6, Β´ ἔκδοση 1998, Ἱ. Μ Βατοπαιδίου.
2. Κωνσταντίνου Π. Κανέλλου, Ο ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΚΕΙΜ Ο ΙΘΑΚΗΣΙΟΣ (1786-1868), ΙΘΑΚΗ 2000.
3. ΕΝΟΡΙΑΚΟΣ ΠΑΛΜΟΣ, Ι. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Ὀβρυᾶς, ἔτος 5ο, ἄρ. φ. 51, ΜΑΡΤΙΟΣ 2000.
4. http://pneumatikotita.blogspot.com/2007/05/blog-post_23.html
5. http://www.pigizois.net/sinaxaristis/05/23_05.htm
6. Γιὰ τὴ διακήρυξη τῶν ἁγίων, Πρωτοπρ. Κ. Ν. Παπαδόπουλος, περιοδικὸ Σύναξη, τ. 102, Ἁγιότητα & Ἁγιοποιήσεις, ΑΠΡΙΛΙΟΣ – ΙΟΥΝΙΟΣ 2007, σελ. 13-23.