Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἰωακεὶμ τοῦ Νέου τοῦ ἐν Ἀχαΐᾳ

Ὁ ὅσιος καὶ θεοφόρος πατὴρ ἡμῶν Ἰωακεὶμ γεννήθηκε περὶ τὰ μέσα τοῦ 17ου αἰῶνος στὸ χωριὸ τοῦ Σκιαδᾶ, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τοὺς νοτιοδυτικοὺς πρόποδες τοῦ ὄρους Ἐρύμανθος, στὴν περιοχὴ τῆς σημερινῆς Τριταίας τοῦ νομοῦ Ἀχαΐας.

Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἀπαρνήθηκε τὸν κόσμο καὶ ἔγινε Μοναχὸς στὸ Μοναστήρι τῆς Χρυσοπηγῆς, ποὺ εὑρίσκεται ἄνωθεν τοῦ χωριοῦ τῆς Δίβρης στο νομὸ Ἠλείας. Στὸ Μοναστήρι τῆς Χρυσοπηγῆς ὁ Ἅγιος ἔφθασε σὲ μεγάλα ὕψη ἀρετῆς καὶ ἁγιότητος, ὥστε ἐκρίθη ἄξιος ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο τῆς Μονῆς γιὰ νὰ λάβει τὸ μέγα ἀξίωμα τῆς Ἱερωσύνης.

Ζώντας ἔτσι ταπεινὰ μέσα στὴν ἀδελφότητα, μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Καθηγουμένου τῆς Μονῆς, ἐκλέγεται Ἡγούμενος, γιὰ νὰ ποιμάνει τὰ λογικὰ πρόβατα τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ.

Ἐν συνεχείᾳ ἦλθε στη Μονὴ τῶν Νοτενῶν, ποὺ εὑρίσκεται κοντὰ στη γενέτειρά του καὶ τιμᾶται ἐπ᾿ ὀνόματι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, καὶ ἔγινε Καθηγούμενος αὐτῆς. Δὲν παρῆλθαν, ὅμως, πολλὰ χρόνια καί, φλεγόμενος ἀπὸ τὸν πόθο τῆς ἡσυχίας, παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἡγουμένου, καὶ ἀπεσύρθη σὲ κάποιο σπήλαιο, ποὺ ὑπῆρχε πλησίον τοῦ Μοναστηριοῦ.

Στὸ μικρὸ ἐκεῖνο σπήλαιο, ὁ Ὅσιος ἐπεδόθη σὲ σκληρὴ ἄσκηση, μὲ διαρκεῖς προσευχές, νηστεῖες καὶ ἀγρυπνίες, ὑπομένοντας κάθε σκληραγωγία καὶ στενοχωρία τῆς ἀσκητικῆς πολιτείας, προκειμένου νὰ καθαρίσῃ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὰ πάθη καὶ νὰ γίνῃ εὔχρηστο σκεῦος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἡ τροφή του ἦταν χυλὸς ἀλεύρου βρασμένου μὲ μέλι, ἢ ἄγρια χόρτα βρασμένα.

Οἱ μεγάλοι του πνευματικοὶ ἀγῶνες ἦσαν κρυπτοί, διότι ἐφοβόταν ὅτι «ἡ φανερὴ ἀρετὴ χάνεται, καθὼς ὁ θησαυρὸς ὁ φανερὸς κλέπτεται». Ἔτσι ὅλες τὶς νύκτες ἐκοιμόταν ὄρθιος, κρεμασμένος μὲ σχοινιὰ ἀπὸ τὶς μασχάλες του, ἔχοντας ἐμπρός του ἕνα Τετραευάγγελο ἀνοικτό.

Ἂν καὶ ἦταν ὀλιγογράμματος, ἐν τούτοις τόσο πολὺ κατανοοῦσε τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὰ συγγράμματα τῶν θείων Πατέρων, ὥστε καὶ ὁ τότε Μητροπολίτης Παλαιῶν Πατρῶν, Παρθένιος Ε´ (1750-56 καὶ 1759-70), ὁ ὁποῖος ἦταν πολὺ πεπαιδευμένος στην ἑλληνικὴ σοφία, καταδεχόταν νὰ πηγαίνῃ σ᾿ αὐτὸν καὶ νὰ τὸν συμβουλεύεται.

Ἔτσι, λοιπόν, ἐπολιτεύετο καὶ ἀγωνίζετο ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς του ὁ Ὅσιος, ἕως ὅτου ἔφθασε εἰς «ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. δ´ 13), περὶ τὰ μέσα τοῦ 18ου αἰῶνος. Τότε, καταλαβαίνοντας τὴν ὥρα τῆς ἐκδημίας του, ἐκάλεσε τοὺς πατέρες τῆς Μονῆς καὶ τοὺς ἐνουθέτησε πῶς νὰ πολιτεύωνται καὶ νὰ ζοῦν ἐν εἰρήνῃ, κατὰ τὸ μοναχικό τους πολίτευμα. Ἔπειτα, ἀφοῦ ἔκαμε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, εἶπε: «Εἰς χεῖράς σου, Χριστέ, παρατίθημι τὸ πνεῦμά μου», καὶ ἔτσι ἀπέπνευσε. Ἐνταφιάσθη εὐλαβῶς στὸν νάρθηκα τοῦ ἱεροῦ ναοῦ, στὸ μοναστήρι.

Τρία χρόνια μετὰ τὴν κοίμησι τοῦ Ὁσίου, ὁ ἀνωτέρω Μητροπολίτης Παλαιῶν Πατρῶν θέλησε νὰ τοῦ κάμῃ ἀνακομιδή. Ἕνας, ὅμως, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔσκαβαν, τραβώντας ἀπρόσεκτα, ἔβγαλε κομμένο ἀπὸ τοὺς ὤμους τὸ δεξιὸ χέρι τοῦ Ὁσίου μὲ ὅλο τὸ κρέας καὶ τὸ δέρμα του. Τότε ἐξεπλάγησαν ὅλοι καὶ ἄρχισαν προσεκτικὰ νὰ βγάζουν μὲ τὰ δάκτυλα τὸ χῶμα ἀπὸ τὸν τάφο, ἕως ὅτου τὸ ὑπόλοιπο σῶμα τοῦ Ἁγίου ἐβγῆκε ὅλο ἀκέραιο, πλῆρες εὐωδίας, καὶ κατὰ κάποιον τρόπον ἐστάθη ὄρθιο, ὅπως ἐκεῖνο τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος.

Τότε ἡ φήμη τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου διεδόθη παντοῦ καὶ πολλοὶ χριστιανοὶ ἔτρεχαν πρὸς αὐτό, ἄλλοι μὲν χάριν προσκυνήσεως, ἄλλοι δὲ γιὰ νὰ ἰατρεύσουν τὰ πάθη τους, καὶ ἀμέσως ἐλάμβαναν τὴν θεραπεία τους. Καὶ ὄχι μόνον οἱ χριστιανοί, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ τοῦρκοι ἐπήγαιναν, καὶ ἐθεραπεύοντο ἀπὸ τὸν Ἅγιον.

Ὅμως, ἀφοῦ παρῆλθαν ὀλίγα χρόνια, κατὰ τὴν μεγάλη ἐπιδρομὴ τῶν Τουρκαλβανῶν στὸν Μορέα, μετὰ τὴν ἀποτυχημένη ἐξέγερσι τῶν Ὀρλωφικῶν (1770), «κρίμασιν οἷς οἶδεν ὁ Κύριος», τὸ ἱερὸν Λείψανον διελύθη, καὶ ἡ ἁγία Κάρα τοῦ Ὁσίου ἐκλάπη μαζὶ μὲ ἄλλα πολύτιμα ἀντικείμενα τῆς Μονῆς.

Σήμερα στὴν Ἱερὰ Μονὴ τῶν Νοτενῶν σώζονται ὀλίγα Λείψανα ἀπό το ἱερὸ σκῆνος τοῦ ὁσίου Ἰωακεὶμ τοῦ Νέου, ἐνῶ ἐμπρὸς ἀπὸ τὸ σπήλαιο, στὸ ὁποῖο ἀσκήτευε, ἔχει οἰκοδομηθῇ ἐκκλησία ἐπ᾿ ὀνόματί του, ὅπου καὶ ἡ μνήμη τιμᾶται μὲ λαμπρότητα κατὰ τὴν 3ην τοῦ μηνὸς Ἰουλίου.

Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Κύριε, ἐλέησον πάντας ἡμᾶς. Ἀμήν.